ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΘΙΒΕΤΙΑΝΟΥ ΛΑΟΥ
Μέρος β΄
Το Θιβέτ μετά τη δημοκρατική μεταρρύθμιση
και πριν την Πολιτιστική Επανάσταση.
Η πάλη γραμμών στο ΚΚ Κίνας πριν και στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης.
Από την ήττα της αντιδραστικής εξέγερσης του 1959 ως αυτήν εδώ
την τελευταία εξέγερση του 2008 μεσολάβησαν 50 χρόνια που οδήγησαν σε δραματικές
αλλαγές τη θιβετιανή κοινωνία. Αυτές οι αλλαγές θα ήταν αδύνατες αν η χώρα αφηνόταν
αποκλειστικά στην εσωτερική ταξική της πάλη, οπότε θα έμενε για πάρα πολύ καιρό
στην αιώνια στασιμότητα της μισοδουλοχτητικής φεουδαρχίας της. Αλλά στην εποχή
του ιμπεριαλισμού δεν υπάρχει καθυστερημένη περιοχή του κόσμου που να μπορεί
να μείνει κλεισμένη στον εαυτό της. Το αληθινό ιστορικό δίλημμα με το Θιβέτ
ήταν αν αυτό θα ανοιγόταν στον έξω κόσμο με μαμή τον ιμπεριαλισμό και την αστική
τάξη, βασικά την κινέζικη ή ίσως και την ινδική, ή αν θα ανοιγόταν από το σοσιαλιστικό
στρατόπεδο και το κινέζικο προλεταριάτο. Έγινε το δεύτερο που είμαστε πεισμένοι
ότι ήταν ότι το καλύτερο για το θιβετιανό λαό και τη θιβετιανή εθνότητα γενικότερα.
Το κινέζικο προλεταριάτο όπως είδαμε κάτω από την καθοδήγηση του Μάο Τσετούγκ
φρόντισε, όσο ήταν δυνατό, ώστε να γίνει η εσωτερική ταξική πάλη στο ίδιο το
Θιβέτ και όχι η κινέζικη προλεταριακή επέμβαση ο βασικότερος παράγοντας των
κοινωνικών αλλαγών του. Και σε ένα βαθμό το πέτυχε. Η φεουδαρχία τερματίστηκε
στο κυρίως Θιβέτ όχι μόνο επειδή ο κινέζικος στρατός συνέτριψε την αντιδραστική
εξέγερση των πιο αντιδραστικών φεουδαρχών, των κληρικαλιστών μισοδουλοκτητών
το 1959, αλλά κυρίως επειδή η μεγάλη καταπιεσμένη μάζα της δουλοπαροικιακής
αγροτιάς δεν ακολούθησε με φανατισμό τους καταπιεστές της σε αυτήν την εξέγερση.
Και δεν την ακολούθησε γιατί ήδη ανάμεσα στα 1951 και τα 1959 η κινεζική «εξωτερική»
πολιτική εξουσία, δηλαδή ο κινέζικος επαναστατικός στη νοοτροπία του και αγροτικός
στην ταξική του σύνθεση Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΛΑΣ), δεν είχε φερθεί
σαν δύναμη κατοχής στο Θιβέτ αλλά φέρθηκε με απίστευτο πολιτικό τάκτ και υλική
γενναιοδωρία σε απόλυτη αντίθεση με τις συμπεριφορές των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων
στις αποικίες τους. Επίσης η κινέζικη πολιτική εξουσία δεν επιτέθηκε βάναυσα
στη θρησκευτική εξουσία των φεουδαρχών, οπότε και στα θρησκευτικά αισθήματα
των μαζών, αλλά όπως είδαμε με κινέζικα κεφάλαια βοήθησε όσο μπορούσε στην υλική
και πολιτιστική πρόοδο όλης της κοινωνίας και πιο πολύ της φτωχής αγροτιάς.
Αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε αμέσως μετά την καταστολή της εξέγερσης του 1959
οπότε έγινε και στο Θιβέτ η αγροτική δημοκρατική μεταρρύθμιση που είχε γίνει
10 χρόνια πριν σε όλη την Κίνα. Τότε δηλαδή η θιβετιανή φεουδαρχική γη, μοναστηριακή
και άλλη, μοιράστηκε στους αγρότες ατομικά. Από τη στιγμή αυτή το Θιβέτ μπήκε
ανεπίστρεπτα στον σύγχρονο κόσμο και άρχισε να γίνεται οργανικό κομμάτι της
συνολικότερης κινέζικης επαναστατικής διαδικασίας, και από αυτήν την πλευρά
κομμάτι της Κίνας.
Από την εποχή αυτή και πέρα ο αντικινεζισμός και το όποιο κίνημα για την ανεξαρτησία
του Θιβέτ έμεινε να είναι στην κύρια πλευρά της η ταξική πολιτική των νικημένων
φεουδαρχών και των αμερικάνων ιμπεριαλιστών που τους καθοδηγούσαν. Αυτή η πολιτική
δέχτηκε ένα επί πλέον καίριο χτύπημα στα 1961 όταν ο ινδικός εθνικισμός πάλι
με την ανοιχτή παρότρυνση των ΗΠΑ, αλλά και με τη διπλωματική ενθάρρυνση της
ανοιχτά αναθεωρητικής ΕΣΣΔ επιτέθηκε απρόκλητα στο Θιβέτ επικαλούμενη τις χρόνιες
συνοριακές διαφορές του με την Κίνα σε αυτό. Στον πόλεμο αυτό ο ινδικός στρατός
νικήθηκε κατά κράτος. Μετά από αυτό οι θιβετιανοί φεουδάρχες, που είχαν πλέον
την πολιτική και κοινωνική βάση τους στην Ινδία, στην Νταραμσάλα, λούφαξαν για
πάρα πολλά χρόνια. Οι μόνες φεουδαρχικές δυνάμεις που έμειναν να παίζουν ένα
σημαντικό ρόλο στο Θιβέτ ήταν εκείνες που δεν πήραν μέρος στην εξέγερση γιατί
ήταν οι σχετικά πιο προοδευτικές και οξυδερκείς και γι αυτό είχαν δεχτεί την
αγροτική μεταρρύθμιση και ουσιαστικά είχαν ήδη μπει στην διαδικασία της αστικοποίησης.
Αυτές εκπροσωπούνταν από τον Πάντσεν Ριπόντς (ή Πάντσεν Λάμα) και τον Νγκάμπο
που κατάλαβαν έγκαιρα ότι το τέλος της θεοκρατικής κοινωνίας και της φεουδαρχίας
στο Θιβέτ ήταν δεδομένο και ότι η επαναστατική Κίνα που εκπροσωπούσε το πιο
ριζικό τέλος αυτού του καθεστώτος δεν μπορούσε ιστορικά να παρακαμφθεί.
Αυτές οι δυνάμεις παίξανε κάποιο ρόλο στην κατοπινή ταξική πάλη στο Θιβέτ, αλλά
όχι τον κύριο. Τον κύριο ρόλο τον παίξανε η θιβετιανή φτωχή αγροτιά και τα νέα
αστικά και μικροαστικά στρώματα στην πόλη καθώς και οι κινέζοι Χάν που εγκαταστάθηκαν
στο Θιβέτ μετά τα 1950 και που μοιράζονταν ανάμεσα σε διοικητικά στελέχη, τεχνικούς
ειδικούς και στρατιώτες
Η ταξική πάλη στο Θιβέτ σαν μια ανοικτή εσωτερική ταξική πάλη, οπότε και σαν πάλη ανάμεσα σε θιβετιανούς άρχισε ουσιαστικά στα 1960 και κράτησε ως τα 1980 με κορύφωση στα χρόνια της πολιτιστικής επανάστασης. Αυτή η πάλη ήταν στην ουσία μέρος της ταξικής πάλης που δόθηκε τότε σε όλη την Κίνα και μέσα σε όλες τις εθνότητές της και στο Θιβέτ πήρε ιδιαίτερα οξυμένες μορφές.
Η αρχική κεντρική γραμμή του κόμματος μετά την ήττα των φεουδαρχών
και την ταχύτατη τότε διανομή της γης στην αγροτιά στα 1960 ήταν ότι έπρεπε
να υπάρξει μια γενικά αργή διαδικασία κολλεκτιβοποίησης, που θα παρέμενε για
κάποια χρόνια στο πρώτο και πολύ χαμηλό επίπεδο κολλεκτιβοποίησης, εκείνο των
ομάδων αλληλοβοήθειας και των συνεταιρισμών. Αυτές οι μορφές σήμαιναν οργάνωση
της παραγωγής σε ένα όσο ήταν δυνατό πιο συλλογικό πλαίσιο, αλλά η βασική μονάδα
παραγωγής και διανομής θα ήταν το νοικοκυριό και όχι η κολλεκτίβα όπως είχε
γίνει πλέον στην υπόλοιπη Κίνα με τις λαϊκές κομμούνες. Στη φάση αυτή εκδηλώθηκε
αρχικά η αντίθεση του Μάο Τσετουνγκ και του Τσου Εν Λάι σε μια αριστεριστική
κομματική γραμμή που ήθελε να προχωρήσει αμέσως μετά την αναδιανομή της γης
στην ανεπτυγμένη κολλεκτιβοποίηση, στο πολιτικό χτύπημα και του σχετικά πιο
προοδευτικού μειοψηφικού κομματιού των πρώην φεουδαρχών και στην ουσιαστική
κατάργηση των μοναστηριών. Αυτά τα τελευταία η μεταρρύθμιση τα χτύπησε σε μεγάλο
βαθμό αντικειμενικά και αναπόφευκτα με το να τους αφαιρέσει τη μοναστηριακή
γη που δόθηκε στους αγρότες. Με αυτόν τον τρόπο δεν μπορούσαν να ζήσουν οι πάνω
από 110.000 μοναχοί (9% του συνολικού πληθυσμού ή 18% του άρρενα πληθυσμού)
από τη φεουδαρχική γαιοπρόσοδο και έπρεπε να δουλέψουν για να ζήσουν. Μια αριστερίστικη
γραμμή αρχικά ήταν να μπουν όλοι ανεξαίρετα οι μοναχοί στην παραγωγή, πράγμα
που σήμαινε ότι τα μοναστήρια θα έκλειναν. Αυτό το εμπόδισε τελικά το κόμμα
που άφησε έναν αριθμό μοναχών, γύρω στις 3000 να ζήσουν σαν μοναχοί, να κρατάνε
ανοιχτά και να συντηρούν τα μοναστήρια και να πληρώνονται από το κράτος.
Όμως οι Μάο Τσε Τουνγκ και Τσου Εν Λάι σαν πραγματικοί μαρξιστές ξέρανε ότι
έπρεπε να κερδίσουν τη θιβετιανή φτωχή αγροτιά και να σταθεροποιήσουν τη συμμαχία
μαζί της πριν προχωρήσουν στη διευρυμένη κολλεκτιβοποίηση που την προσδιόριζαν
για μια πενταετία αργότερα. Γιατί μόνο η φτωχή αγροτιά θα μπορούσε να διεκδικήσει
πραγματικά την πολιτική και ιδεολογική εξουσία στο Θιβέτ από την ντόπια φεουδαρχική
ελίτ που ναι μεν είχε ανατραπεί, αλλά μορφωτικά, διοικητικά και ιδεολογικά είχε
ακόμα μια αναμφισβήτητη ισχύ, ενώ ένα τμήμα της είχε μετατραπεί σε τμήμα της
διοικητικής μηχανής, δούλευε στην εκπαίδευση κλπ. Η συμμαχία της επαναστατικής
κινέζικης εξουσίας με τη φτωχή θιβετιανή αγροτιά δεν θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί
χωρίς μια πολιτική και πολιτιστική επαναστατικοποίηση της δεύτερης που ως τη
μεταρρύθμιση ήταν βυθισμένη στην άγνοια και στις βαθιά ριζωμένες θρησκευτικές
προκαταλήψεις της αιώνιας δουλοπαροικιακής της κατάστασης.
Είναι αυτήν την εποχή που στήθηκε ουσιαστικά το κομμουνιστικό κόμμα στο Θιβέτ
αρχίζοντας να στρατολογεί φτωχούς αγρότες, βασικά νεολαίους στηριγμένο στην
νίκη της δημοκρατικής μεταρρύθμισης οπότε και της αντιφεουδαρχικής γραμμής μέσα
στις μάζες. Τα θιβετιανά μέλη του κόμματος από 850 το 1959 έφτασαν στα 5.800
σε σύνολο 15000 μελών (θιβετιανών και κινέζων), ενώ πολλά νέα θιβετιανά μέλη
της αγροτιάς μπήκαν και στην πολιτική κρατική εξουσία, την ΠΕΑΠΘ (Προκαταρκτική
Επιτροπή της Αυτόνομης περιοχής του Θιβέτ). Πέρα από την αντιφεουδαρχική πολιτική
διαπαιδαγώγηση το σημαντικότερο ήταν ότι αυτή την εποχή οι πλατιές θιβετιανές
μάζες άρχισαν να μορφώνονται και κυρίως να μαθαίνουν να γράφουν. Αυτή η ιστορικής
σημασίας αλλαγή διευκολύνθηκε από μια γλωσσική μεταρρύθμιση που απλοποίησε τη
γραπτή γλώσσα εισάγοντας και νέους χαρακτήρες σε αυτήν. Σε αυτή την γλώσσα άρχισε
να μεταφράζεται στα θιβετιανά και η μαρξιστική φιλολογία. Αν αυτή η αλλαγή συνδυαστεί
με τον εκσυγχρονισμό στις συγκοινωνίες, με τα πρώτα βήματα εξηλεκτρισμού (που
το πιο μεγάλο άλμα του το έκανε το 1975 με την κατασκευή εργοστάσιου ηλεκτροπαραγωγής),
με την εισαγωγή μιας μικρής μηχανικής βιοτεχνίας στις πόλεις καθώς και με το
σχετικό εκσυγχρονισμό της γεωργίας που μόλις άρχισε να βγαίνει από το επίπεδο
της φυσικής παραγωγής, μπορεί κανείς να καταλάβει ότι η κινέζικη λαϊκή επανάσταση
ανέπτυξε δραστήρια τις υλικές και κυρίως πνευματικές προϋποθέσεις για μια σύγχρονη
ανεξάρτητη εθνική ζωή στο Θιβέτ. Αυτό έγινε αντικειμενικά όποια και αν θα ήταν
η εξέλιξη της ταξικής πάλης αργότερα μέσα στο Κόμμα και η ισχύς της Χαν αντίδρασης
μέσα σε αυτό.
Μέχρι το 1964 η κατάσταση εξελισσόταν με αυτούς τους ρυθμούς. Σε αυτήν την περίοδο αναπτύχθηκε σημαντικά η αγροτική παραγωγή και δυνάμωσαν σε αρκετό βαθμό οι δεσμοί της θιβετιανής αγροτιάς και του φτωχού πληθυσμού της πόλης με το κινέζικο προλεταριάτο που εκπροσωπούταν στο Θιβέτ κυρίως από το Κομμουνιστικό κόμμα. Όμως αυτοί οι δεσμοί ήταν ακόμα εξωτερικοί. Η θιβετιανή αγροτιά είχε πάρει τη γη των φεουδαρχών ουσιαστικά από τα χέρια της κινέζικης επαναστατικής εξουσίας, γι αυτό δεν είχε πάρει τη μοίρα της στα δικά της χέρια σαν τάξη, δεν συμμετείχε δραστήρια στις πολιτικές εξελίξεις ούτε είχε σταθεί ενεργητικά απέναντι στους πρώην δυνάστες της. Στην πραγματικότητα αν το Θιβέτ έμενε για πολύ στην κατάσταση της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας σύντομα θα εμφανιζόταν μία κατάσταση στην οποία η παλιά φεουδαρχική τάξη θα έπαιζε τον κυρίαρχο εσωτερικό ρόλο σαν αστική διοικητική γραφειοκρατία, ενώ μια νέα μικρή ή ακόμα και μεγάλη αστική τάξη θα γεννιόταν αναπόφευκτα στην ύπαιθρο. Στην περίπτωση αυτή η φτωχή θιβετιανή αγροτιά θα έμενε ταξικά υποταγμένη στους εχθρούς της ιδιαίτερα από την ώρα που θα έμενε αλώβητη η θρησκευτική κυριαρχία των τελευταίων. Έτσι θα δυνάμωνε και ο πιο αντιδραστικός θιβετιανός εθνικισμός που θα αντιστοιχούσε στην αναβιωμένη πολιτική ισχύ των αστοφεουδαρχών. Πρέπει εδώ να τονίσουμε τον βαθιά αντιδραστικό ταξικό χαρακτήρα του λαμαϊσμού που δίδασκε στο δουλοπάροικο αγρότη ότι η άθλια κατάσταση του οφειλόταν στις προηγούμενες αρνητικές μετεμψυχώσεις του πχ σε ζώα και ότι αν δεν κέρδιζε την εύνοια των θεοτήτων υπηρετώντας τα αφεντικά του υποκείμενος εθελοντικά στον ασκητισμό και αποδεχόμενος τα βάσανα της φτώχιας του, στη μετά θάνατο νέα του μετεμψύχωση θα ζούσε μια ακόμα αθλιότερη νέα ζωή. Ήταν λοιπόν φανερό ότι στο Θιβέτ δεν μπορούσαν να καθυστερούν για εσωτερικούς λόγους οι πολιτικές και κοινωνικές του αλλαγές ενώ από την άλλη δεν θα μπορούσαν αυτές οι αλλαγές να μην εκδηλωθούν με τον πιο έντονο τρόπο αφού την ίδια εποχή θα σάρωναν όλη την Κίνα οι θυελλώδεις πολιτικές μάχες της Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης και η ταξική πάλη θα έπαιρνε ασύλληπτη ένταση και πολυπλοκότητα. Δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε και να κατανοήσουμε την πολιτική και ταξική πάλη στο Θιβέτ αν δεν μελετήσουμε και δεν καταλάβουμε την πολιτική και ταξική πάλη στην υπόλοιπη Κίνα στη συγκεκριμένη εποχή.
Η επίθεση της δεξιάς μετά το «Μεγάλο Άλμα προς τα Μπρος» και το «Κίνημα για τη Σοσιαλιστική Διαπαιδαγώγηση».
Από το 1964 και μετά άρχισε η περίοδος της μεγάλης όξυνσης της
ταξικής πάλης μέσα στην Κίνα. Το 1964 είναι η χρονιά όπου έχει ολοκληρωθεί ανοιχτά
η ρήξη του ΚΚΚίνας με το ΚΚΣΕ και για τους κινέζους μαρξιστές η ίδια ρεβιζιονιστική
γραμμή που παλινόρθωσε τον καπιταλισμό στην ΕΣΣΔ είναι αυτή που επιχειρεί να
παλινορθώσει τον καπιταλισμό και στην Κίνα. Η αριστερά του ΚΚΚίνας με επικεφαλής
τον Μάο Τσετούνγκ έχει ήδη διαπιστώσει από τα 1955-57 αυτόν τον κίνδυνο πίσω
από τα φαινόμενα της κομματικής και κυβερνητικής διαφθοράς, των ξεχωριστών προνομίων
που καρπώνονται τα ανώτερα κομματικά και κυβερνητικά στελέχη, της υπεροψίας
και της απόσπασης πολλών κομματικών καθοδηγητών και ειδικών από τις εργαζόμενες
μάζες. Έχει ακόμα δει αυτόν τον κίνδυνο από τη σταθερή διεύρυνση της απόστασης
ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρωνακτική δουλειά, καθώς και τη διεύρυνση
της απόστασης ανάμεσα στην ύπαιθρο και στην πόλη. Τέλος, και το σημαντικότερο,
οι διαθέσεις της ρεβιζιονιστικής δεξιάς έχουν ήδη εκδηλωθεί με την υπονόμευση
του μεγάλου σοσιαλιστικού κινήματος για τις Λαϊκές Κομμούνες, του γνωστού «Μεγάλου
Άλματος προς τα Μπρος» στα 1957-59. Αυτό το κίνημα ήταν μια γιγαντιαία και πολύ
τολμηρή απόπειρα της μαοϊκής αριστεράς να καθοδηγήσει μια ενιαία συλλογική εξουσία
της φτωχής αγροτιάς, πολιτική και οικονομική, και ταυτόχρονα να δώσει μια μεγάλη
ώθηση στον μηχανικό εκσυγχρονισμό της υπαίθρου και να αναπτύξει το βιομηχανικό
προλεταριάτο σε αυτήν. Το κίνημα αυτό ήταν από οικονομική άποψη μια αριστερή
απάντηση στον σοβιετικού τύπου κολλεκτιβισμό που στη ρεβιζιονιστική του παρακμή
σήμαινε συγκεντρωτικό έλεγχο της κολλεκτιβίστικης παραγωγής από τις γραφειοκρατικοποιημένες
και αστικά διαβρωμένες τοπικές κομματικές εξουσίες. Παράλληλα ήταν μια απάντηση
στην προσπάθεια των κομματικών δεξιών να προωθήσουν όσο μπορούσαν την αυθόρμητη
κίνηση της μεσαίας αγροτιάς προς την παράλληλη με την κολλεκτιβίστικη καλλιέργεια
μικρή ατομική καλλιέργεια του κάθε νοικοκυριού και προς το μικρεμπόριο που αυτή
η παραγωγή συνεπαγόταν. Οι δεξιοί προσπαθούσαν να αναβιώνουν τα καπιταλιστικά
στοιχεία της οικονομίας από δύο μεριές: από τη μία αστοποιώντας το κόμμα με
το να εμποδίζουν τις μάζες να ασκούν οποιονδήποτε ουσιαστικό έλεγχο σε κάθε
κολλεκτιβίστικη ή κρατική οικονομική λειτουργία και από την άλλη ενθαρρύνοντας
τον ατομικισμό του μικροπαραγωγού.
Αποδείχτηκε ότι η σοσιαλιστικοποίηση της αγροτικής παραγωγής ήταν πολύ δύσκολη
υπόθεση εξ αιτίας της μορφωτικής καθυστέρησης της φτωχής αγροτιάς που παρά το
φλογερό επαναστατικό πνεύμα της δεν μπορούσε να ελέγξει εύκολα τη σύνθετη λογιστική
και οργανωτική δουλειά που απαιτούσε η οργάνωση της παραγωγής και η διανομή
του προϊόντος σε πολύ μεγάλη κλίμακα. Έτσι δόθηκε η ευκαιρία στα γενικά πιο
έμπειρα στη διοίκηση και πιο μορφωμένα κομματικά αστικά στοιχεία των συλλογικών
οργάνων της λαϊκής κομμούνας να στήνουν μηχανισμούς διαφθοράς και άνισης και
άδικης μεταχείρισης των κολλεκτιβιστών, μηχανισμούς που πάγωναν το γενικό ενθουσιασμό.
Αυτό γινόταν ιδιαίτερα με τις λαθροχειρίες στους πόντους εργασίας που έπαιρνε
κάθε παραγωγός και που καθόριζαν τη διανομή του προϊόντος σε αυτούς, διανομή
που γινόταν σύμφωνα με τη σοσιαλιστική αρχή: «στον καθένα σύμφωνα με τη δουλειά
του» και όχι βέβαια με την κομμουνιστική «στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες
του». Ένα άλλο κακό που κάνανε οι δεξιοί ρεβιζιονιστές στις κομμούνες ήταν ότι
φουσκώνανε τις παραγωγικές επιδόσεις της κομμούνας τους για να αποσπάσουν εύνοια
από τις ανώτερες κομματικές βαθμίδες. Το αποτέλεσμα σε αυτές τις περιπτώσεις
ήταν το κράτος να παίρνει μεγαλύτερο μέρος προϊόντος από όσο έπρεπε και η κομμούνα
να μένει με ελάχιστο προϊόν για να καταναλώσει. Αυτό το τελευταίο είδος απάτης
σε συνδυασμό με τις πρωτοφανείς φυσικές καταστροφές που ξέσπασαν στα 1959-60
πάνω στην Κίνα έφεραν τη μείωση της κατανάλωσης των αγροτικών μαζών σε πολλές
περιοχές και σε μερικές περιπτώσεις υπήρξε λιμός. Αυτά τα χτυπήματα και οι αποτυχίες
του «Μεγάλου Άλματος» έδωσαν στην κομματική δεξιά την ευκαιρία να κάνει μια
συνολική επίθεση στις «λαϊκές κομμούνες» για να τους αφαιρέσει την πνοή και
να μπορέσει να ξανασπρώξει τα πράγματα προς την προηγούμενη περιορισμένη κολλεκτιβοποίηση.
Κυρίως έδωσε στη δεξιά τη δυνατότητα να επιτεθεί στη μαοϊκή κομματική αριστερά
που πέρασε σε θέση άμυνας και ουσιαστικά μειοψηφίας μέσα στην ΚΕ του ΚΚΚίνας
από το 1959 μέχρι το 1962. Έτσι στις αρχές της δεκαετίας του ’60 φανερώνονται
και στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο πανίσχυρα τα συμπτώματα της πολιτικής
παρακμής και της γραφειοκρατικού, ρεβιζιονιστικού σοβιετικού τύπου αστικής παλινόρθωσης.
Η κομματική αριστερά προσπαθεί να απαντήσει. Ήδη από τα 1955 ο Μάο χρησιμοποιώντας
το πελώριο κύρος του μέσα στις μάζες, στη βάση του κόμματος και στη βάση του
ΛΑΣ (του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού) έχει προσπαθήσει σε αλλεπάλληλα κινήματα
διόρθωσης να χτυπήσει τη δεξιά του κόμματος μέσα από το ίδιο το κόμμα, αλλά
διαπιστώνοντας όλο και περισσότερο πόσο δυνατή είναι αυτή εξαπολύει καμπάνιες
κινητοποίησης των μαζών έξω από το κόμμα ενάντια στον αστισμό μέσα σε αυτό.
Η πρώτη από αυτές τις καμπάνιες είναι εκείνη του 1962, που έχει το όνομα «Κίνημα
για τη Σοσιαλιστική Διαπαιδαγώγηση» και γίνεται στη βάση των περίφημων «δέκα
σημείων» που δίνουν έμφαση στην πρωτοβουλία που πρέπει να πάρουν οι μάζες μέσα
στις κομμούνες για να χτυπήσουν τις αστικές συμπεριφορές των κακών κομματικών
στοιχείων. Όμως οι δεξιοί ρεβιζιονιστές, με επικεφαλής τους ΛιουΣάο Σι και Ντεγκ
Σιάο Πίνγκ όντας πανίσχυροι μέσα στον κομματικό μηχανισμό, ιδιαίτερα στην ΚΕ
υπονομεύουν την καμπάνια με νέες κομματικές ντιρεκτίβες. Πρόκειται για τα λεγόμενα
«δέκα νέα σημεία», στα οποία αντί να καλούνται οι αγροτικές μάζες να πάρουν
την πρωτοβουλία να κριτικάρουν τις αστικές κομματικές συμπεριφορές στις κομμούνες,
καλούνται πάλι τα τοπικά κομματικά όργανα να φτιάξουν «ομάδες εργασίας» που
θα πάνε στις αγροτικές μάζες για να τους πούνε πως θα γίνει αυτή η κριτική.
Το χαρακτηριστικό σε αυτήν την κριτική είναι πως δεν στρέφεται ενάντια κύρια
στα δεξιά στοιχεία μέσα στο κόμμα, αλλά στα δεξιά στοιχεία της κλασικής αστικής
τάξης, της φεουδαρχίας, της αστικής διανόησης κλπ.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η δεξιά απαντάει στα κινήματα διόρθωσης που εξαπολύει
η κομματική αριστερά μπαίνοντας μέσα σε αυτά για να τα αποδυναμώσει.
Πως μεταφράστηκε στο Θιβέτ το «Κίνημα για τη Σοσιαλιστική Διαπαιδαγώγηση»
Αυτό συνέβη και μάλιστα κατά μείζονα λόγο στο Θιβέτ. Γιατί το
«Κίνημα για τη Σοσιαλιστική Διαπαιδαγώγηση» (το «ΚΣΔ») ήρθε στο Θιβέτ σε μια
στιγμή όπου εκεί δεν είχε ακόμα εφαρμοστεί η πολιτική των λαϊκών κομμούνων αλλά,
όπως είπαμε, αυτό βρισκόταν στο πρώτο στάδιο της κολλεκτιβοποίησης, εκείνο των
ομάδων αλληλοβοήθειας και των συνεταιρισμών, δηλαδή σε εκείνο που βρέθηκε η
υπόλοιπη Κίνα το 1950. Έτσι στο Θιβέτ το «ΚΣΔ» εφαρμόστηκε σαν ένα ιδεολογικό
κίνημα αποκλειστικά εναντίον της νικημένης φεουδαρχίας και της νέας πλούσιας
αγροτιάς που προήλθε από αυτήν και ήταν σε μεγάλο βαθμό αναπόφευκτο να είναι
τέτοιο. Γιατί το βάθαιμα της αντιφεουδαρχικής και της κλασσικής αντικαπιταλιστικής
πάλης στο Θιβέτ δεν ήταν μόνο ένας τρόπος της τοπικής κομματικής δεξιάς να αμυνθεί
μπροστά σε ένα χειρότερο κίνδυνο για εκείνη -δηλαδή μιας επίθεσης εναντίον της-
αλλά ήταν και μια αναγκαιότητα όπως είπαμε παραπάνω και από την άποψη της κομματικής
αριστεράς. Αυτή ναι μεν δεν ήθελε να χάσει στο Θιβέτ την ανοχή των πιο προοδευτικών,
αστοποιημένων κομματιών της αριστοκρατίας αλλά από την άλλη δεν ήθελε να επιτρέψει
παραπέρα την ιδεολογική τους κυριαρχία πάνω στις αγροτικές μάζες γιατί κάτι
τέτοιο θα εμπόδιζε το προχώρημα της κολλεκτιβοποίησης που προϋπέθετε μια θιβετιανή
φτωχή αγροτιά που θα είχε μια κατ αρχήν συνείδηση των ταξικών της συμφερόντων
ώστε να μπορέσει η ίδια να κυριαρχήσει σταδιακά ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά
πάνω στις παλιές αντιδραστικές τάξεις. Άρα ήταν υποχρεωτικό για το προχώρημα
της επανάστασης στο Θιβέτ να δοθεί η ιδεολογική πάλη ενάντια στην λαμαϊκή θρησκεία
που ήταν το ιδεολογικό υπόβαθρο της οποιασδήποτε εκμεταλλευτικής ταξικής κυριαρχίας
εκεί. Αυτή η πλευρά του «Κινήματος της Σοσιαλιστικής Διαπαιδαγώγησης» πήγε καλά
στο Θιβέτ. Πραγματικά στη φάση εκείνη το κόμμα στο Θιβέτ προχώρησε σε μια συστηματική
κριτική του ταξικού χαρακτήρα του λαμαϊσμού στη φτωχή αγροτιά, αλλά χωρίς να
απαγορεύσει καθόλου την ατομική θρησκευτική λατρεία, και κατάφερε πραγματικά
σε πολύ μεγάλο βαθμό να την απομυθοποιήσει. Τεράστιοι ήταν οι πρόοδοι και στο
πρακτικό πολιτικό επίπεδο της ταξικής πάλης όταν άρχισε να σχηματίζεται η πρώτη
ταξική εξουσία της φτωχής αγροτιάς στα χωριά. Αυτό έγινε κάτω από την πολιτική
καθοδήγηση του κομμουνιστικού κόμματος και των «ομάδων εργασίας» που συστάθηκαν
γι αυτό το σκοπό. Σε αυτήν την εποχή ήρθαν κυριολεκτικά τα πάνω κάτω στη συνείδηση
της αγροτιάς καθώς εκθειάζονταν κοινωνικά οι φτωχοί αγρότες, ιδιαίτερα οι πρώην
δουλοπάροικοι και δούλοι, ενώ η πλούσια αγροτιά και οι πρώην φεουδάρχες αποκτούσαν
αρνητικούς ταξικούς χαρακτηρισμούς και έχαναν όλο και περισσότερο τη διοικητική
και οικονομική εξουσία τους. Είναι σε αυτήν την εποχή που τα πιο προχωρημένα
μέλη της φτωχής αγροτιάς έβαλαν υποψηφιότητα για συμμετοχή στα συλλογικά όργανα
της τοπικής εξουσίας και κατάχτησαν τη μεγάλη πλειοψηφία σε αυτά τα όργανα.
Από εκεί έβαλαν υποψηφιότητα και μπήκαν και στα ανώτερα κρατικά όργανα. Ιδιαίτερα
η αγροτική νεολαία αγκάλιασε τη νέα πολιτική και άρχισε να μπαίνει μαζικά και
σε αυτά τα όργανα και στο κομμουνιστικό κόμμα. Ακριβώς εξ αιτίας της συμμετοχής
της θιβετιανής αγροτιάς στα νέα λαϊκά όργανα εξουσίας ιδρύθηκε στο τέλος αυτής
της περιόδου, το 1965, η ΑΠΘ (Αυτόνομη Περιοχή του Θιβέτ) που προβλεπόταν από
τα 17 σημεία του 1951. Η ΑΠΘ σήμαινε πέρασμα της εσωτερικής διοικητικής εξουσίας
από την ΠΕΑΠΘ, που κυριαρχούταν ακόμα από τους πρώην αριστοκράτες, στην φτωχή
αγροτιά. Από τα 300 μέλη της κυβέρνησης της ΑΠΘ τα 226 ήταν θιβετιανοί και τα
υπόλοιπα κινέζοι.
Βέβαια οι θιβετιανοί εθνικιστές ιστορικοί δίνουν έμφαση στο ότι την ουσιαστική
πολιτική εξουσία την είχε το κομμουνιστικό κόμμα του Θιβέτ που τα περισσότερα
μέλη του σε αναλογία 7: 3 ήταν πράγματι κινέζοι ενώ ο γραμματέας της ΚΕ ήταν
κινέζος. Οπότε ισχυρίζονται ότι με τη σοσιαλιστικοποίηση του Θιβέτ αυτό έγινε
ακόμα πιο κινέζικο από πριν.
Γενικά όλη αυτή τη γιγαντιαία πολιτική, κοινωνική και οικονομική πρόοδο του
Θιβέτ μετά τα 1959 οι θιβετιανοί εθνικιστές τη βλέπουν σαν μια μεθοδευμένη πελώρια
εκστρατεία κινεζοποίησης και αλλοίωσης της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας του
Θιβέτ. Ο λόγος είναι απλός.
Για τους φεουδάρχες και τους αστούς θιβετιανούς εθνική κουλτούρα είναι η δικιά
τους θρησκευτική και κοινωνική κουλτούρα, καθώς και τα ήθη και έθιμα που είναι
δεμένα με αυτήν την κουλτούρα. Στην ουσία θεωρούν εθνικό ότι είναι δεμένο με
τη δικιά τους ταξική κυριαρχία. Αυτός είναι ο λόγος που οι αστοί και οι φεουδάρχες
μιλάνε για εθνική κουλτούρα σαν το βασικό περιεχόμενο ενός πολιτισμού. Αντίθετα
για τους μαρξιστές δεν υπάρχει εθνική κουλτούρα σαν περιεχόμενο αλλά μόνο σαν
μορφή ενός ταξικού πολιτισμού που στο περιεχόμενό του μπορεί να είναι προλεταριακός,
αστικός, φεουδαρχικός, πατριαρχικός κλπ. Μπορούμε δηλαδή να μιλάμε για θιβετιανό,
κινεζικό, ελληνικό κλπ πολιτισμό ως προς τη μορφή του, αλλά ως προς το περιεχόμενο
μπορούμε να μιλάμε μόνο για θιβετιανό, κινεζικό, ελληνικό κλπ αστικό ή φεουδαρχικό
ή προλεταριακό πολιτισμό. Τίποτε δεν εξοργίζει περισσότερο τους θιβετιανούς
εθνικιστές από το ότι η νέα προλεταριακή εξουσία στο Θιβέτ έντυσε τη νέα προλεταριακή
μη θρησκευτική κουλτούρα του Θιβέτ με παραδοσιακές μορφές θιβετιανής κουλτούρας,
όπως φορεσιές, χορούς και μουσικά μοτίβα που αντιστοιχούσαν στην παλιά φεουδαρχική
κουλτούρα. Είναι λοιπόν σύμφωνο με αυτή την ταξική λογική τους να μην βρίσκουν
οι θιβετιανοί αστοί και φεουδάρχες τίποτα το λαϊκό και προλεταριακό στις τρομακτικές
ταξικές αλλαγές που έγιναν στο Θιβέτ μετά το 1959 αλλά μόνο μεταμορφώσεις της
κινεζικής πολιτικής κυριαρχίας. Είναι επίσης ολότελα φυσικό που με το βάθαιμα
της νέας λαϊκής κυριαρχίας στο Θιβέτ μετά τα 1964 και την όξυνση της ταξικής
πάλης μέσα σε όλη την Κίνα οξύνθηκαν στο έπακρο οι σχέσεις του ΚΚ Θιβέτ και
κεντρικά του ΚΚΚίνας και με κάποιους από τους αστοποιημένους φεουδάρχες που
αντιτάχθηκαν στο κίνημα του 1959. Την εποχή αυτή έγινε και η ρήξη του ΚΚΚίνας
με τον Πάντσεν Ριπόντς (Πάντσεν Λάμα), που είχε οικοδομήσει στενές σχέσεις με
τους δεξιούς μέσα στο ΚΚΚίνας. Ο Πάντσεν έγινε στόχος μιας καμπάνιας κριτικής
και καταγγέλθηκε για αντισοσιαλιστική και αντιλαϊκή πολιτική και έχασε τη θέση
του σαν αντιπρόεδρος της ΠΕΑΠΘ. Έτσι έχασε τη μεγάλη οργανωμένη πολιτική του
ισχύ στο δυτικό Θιβέτ όπου κυριαρχούσε θρησκευτικά (και εν μέρει πολιτικά) χάρη
στην κυριαρχία του στο ιστορικό μοναστήρι του Τασιλνχούπο της Σιγκάτσε, της
δεύτερης πόλης του Θιβέτ μετά τη Λάσα. Βαθύτερα και στο καθαρά ταξικό επίπεδο
η σύγκρουση εκείνη την εποχή δεν ήταν μόνο με τα πιο δεξιά τμήματα της αστοποιημένης
φεουδαρχίας αλλά και με την πλούσια αγροτιά στην ύπαιθρο. Αυτό το κομμάτι της
αγροτιάς δεν εναντιώθηκε στην αγροτική δημοκρατική μεταρρύθμιση αλλά δεν έδειξε
συμφωνία με τα πρώτα βήματα κολλεκτιβοποίησης και διώχθηκε από τις ομάδες αλληλοβοήθειας.
Δεν είμαστε βέβαιοι με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας αν κάποια ή κάποιες από αυτές τις γενικά επαναστατικές κομματικές πολιτικές στο Θιβέτ εκείνη την εποχή έχουν μέσα τους τον κρατικο-κομματικό σοσιαλφασισμό και τον Χαν σοβινισμό. Το πιθανότερο είναι ότι οι Χαν σοβινιστές και ταυτόχρονα κομματικοί σοσιαλφασίστες βρήκαν και εδώ την ευκαιρία όπως παντού στην Κίνα (και στην ΕΣΣΔ προηγούμενα) να προωθήσουν μέσα από την αριστερή φιλοκολλεκτιβιστική γραμμή υπέρ της φτωχής αγροτιάς τη δικιά τους πλατφόρμα των εκκαθαρίσεων των παλιού τύπου αστικών τάξεων και των μικροϊδιοκτητών των μη Χαν εθνοτήτων. Αυτό έγινε πιο φανερό στην επόμενη φάση της ταξικής πάλης στο Θιβέτ, τη φάση της Πολιτιστικής Επανάστασης.
Η Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση.
Ένα μαζικό πολιτικό κίνημα ενάντια στο «δεξιό» σοσιαλφασισμό.
Η Πολιτιστική Επανάσταση σε γενικές γραμμές ήταν ένα πολιτικό
κίνημα που ήρθε να κάνει πράξη αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει το «Κίνημα της
Σοσιαλιστικής Διαπαιδαγώγησης» που επειδή βρέθηκε τελικά στα χέρια της κομματικής
δεξιάς αντί να γίνει ένα κίνημα του λαού ενάντια στους νέους αστούς μέσα στο
κόμμα έγινε απλά ένα κίνημα των νέων αστών ενάντια στις ήδη νικημένες τάξεις.
Στο Θιβέτ που ήταν χοντρικά μια δεκαετία πίσω από την υπόλοιπη Κίνα «το Κίνημα
της Σοσιαλιστικής Διαπαιδαγώγησης» αν και δεν έβλαψε τις θέσεις της ίδιας της
κομματικής δεξιάς είχε, όπως είπαμε, το θετικό αποτέλεσμα να αποδυναμώσει τους
αστοφεουδάρχες σαν πολιτική και ιδεολογική εξουσία, και αντίστοιχα να δυναμώσει
την ιδεολογική και πολιτική εξουσία καθώς και το κοινωνικό κύρος της φτωχής
αγροτιάς στο Θιβέτ και να δώσει μια πρώτη μεγάλη ώθηση στην κολλεκτιβοποίηση.
Όμως η Πολιτιστική Επανάσταση που την εισήγαγε σαν γενική πολιτική κατεύθυνση
στην Κεντρική Επιτροπή ο Μάο Τσετουνγκ στις αρχές του 1965 δεν άφησε τα πράγματα
να μείνουν στο προηγούμενο επίπεδο και κήρυξε από την αρχή καθαρά σαν κύριο
εχθρό της νέας κοινωνίας και κύριο στόχο της Πολιτιστικής Επανάστασης «τους
ανθρώπους με εξουσία στο κόμμα που έχουν πάρει τον καπιταλιστικό δρόμο». Στην
πρώτη φάση της Πολιτιστικής Επανάστασης βρέθηκαν επικεφαλής της ακριβώς αυτοί
που ήταν ο κύριος εχθρός και ο στόχος της, δηλαδή αυτοί που είχαν πάρει τον
καπιταλιστικό δρόμο. Πραγματικά τίποτα δεν αποδεικνύει καλύτερα τον απέραντο
πολιτικό χαμαιλεοντισμό, την έλλειψη αρχών, το συνωμοτικό και προβοκατόρικο
χαρακτήρα και κυρίως την πολιτική ευελιξία της αστικής τάξης νέου τύπου από
τον τρόπο με τον οποίο η συμμορία των ΛιουΣάο Σι και Τενγκ Σιάο Πίγκ και μαζί
τους οι δεξιοί σε όλη την Κίνα απάντησαν στις δύο πρώτες αποφάσεις που εγκαινίαζαν
ουσιαστικά την Πολιτιστική Επανάσταση.
Η πρώτη απόφαση, το Γενάρη του 1965, που απλά προανήγγειλε την
καθαυτό «Πολιτιστική Επανάσταση» ήταν μια απόφαση του ΠΓ του ΚΚΚίνας, μετά από
πρόταση του Μάο, να δημιουργηθεί ένα πενταμελές όργανο από μέλη του Πολιτικού
Γραφείου της ΚΕ που θα ήταν επιφορτισμένο να προωθήσει μέτρα για μια «πολιτιστική
επανάσταση» που ακόμα σε αυτή τη φάση δεν ήταν με σαφήνεια προσδιορισμένη. Επικεφαλής
της «Πενταμελούς Ομάδας», όπως ονομάστηκε αυτό το όργανο, ορίστηκε ο Πενγκ Τσέν,
δήμαρχος του Πεκίνου, που ανήκε γενικά στη δεξιά τάση του κόμματος, ενώ στα
μέλη της περιλαμβανόταν μόνο ένας της αριστερής κομματικής τάσης, ο Κανγκ Σενγκ.
Αυτή η σύνθεση της «πενταμελούς ομάδας» ήταν προϊόν της προσπάθειας του Μάο
να εντάξει σε αυτήν την πάλη όσο μπορούσε πλατύτερες δυνάμεις ώστε να σύρει
την κομματική πλειοψηφία στην «πολιτιστική επανάσταση» ή έστω να αποδείξει στο
κόμμα ότι ήθελε την πιο πλατειά κομματική ενότητα ώστε το κίνημα να μην αποσαθρώσει
το κόμμα, αλλά να το διορθώσει και να το εκκαθαρίσει από αυτούς που βαδίζουν
τον καπιταλιστικό δρόμο. Όμως αυτό που έκανε η ομάδα κάτω από την κυριαρχία
των δεξιών ήταν να επιτρέψει την πολιτιστική επανάσταση μόνο σαν μία επανάσταση
στο επίπεδο του πολιτισμού, δηλαδή της ιστορικής, φιλοσοφικής, θρησκευτικής,
καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής διαμάχης και να την απαγορεύσει σαν μαζικό πολιτικό
κίνημα ενάντια σε αυτούς που ακολουθούν τον καπιταλιστικό δρόμο μέσα στο κόμμα.
Είναι στην περίοδο αυτή που οι δεξιοί μέσα στο κόμμα στο Θιβέτ μετέφρασαν την
κεντρική γραμμή σε πάλη ενάντια στη θρησκευτική λατρεία. Όμως δεν το έκαναν
με τον προηγούμενο τρόπο της κριτικής για την ανάπτυξη της συνείδησης των μαζών,
αλλά με τον τρόπο της απαγόρευσης, δηλαδή της βίας πάνω και στις ίδιες τις μάζες
ή έστω και σε ένα κομμάτι τους, το πιο θρησκευόμενο. Έτσι αποφάσισαν να απαγορεύσουν
την πραγματοποίηση της μεγαλύτερης χρονιάτικης θρησκευτικής τελετής του Θιβέτ,
την Μονλάμ, και πήραν μια σειρά από μέτρα που οδήγησαν από τη στιγμή εκείνη
και πέρα και για χρόνια σε απαγόρευση κάθε δημόσιας έκφρασης θρησκευτικής λατρείας
και ουσιαστικά κάθε μοναστηριακής ζωής. Αυτή η πολιτική είχε καταστροφικές πολιτικές
συνέπειες για την πραγματική αριστερά στο Θιβέτ που θα γίνονταν αντιληπτές πολλά
χρόνια αργότερα. Αυτή η έντεχνη παράκαμψη της ταξικής γραμμής παρατηρήθηκε σε
όλη την Κίνα και οδήγησε τον Μάο Τσετουγκ σε μια παραπέρα διασάφηση και κλιμάκωση
της γραμμής για μια ουσιαστική «πολιτιστική επανάσταση».
Έτσι στις 16 του Μάη του 1966 με εισήγηση του Μάο παίρνεται
μια ιστορική απόφαση από την ΚΕ με την οποία διαλύεται η «Πενταμελής Ομάδα»,
και καταδικάζεται και απομακρύνεται από την κομματική ηγεσία ο Πενγκ Τσεν γιατί
εμπόδισε την Πολιτιστική Επανάσταση, ενώ κατηγορούνται κάποια κομματικά στελέχη
χωρίς ακόμα να προσδιορίζονται ότι λειτουργούν σαν «εκπρόσωποι της αστικής τάξης
που έχουν διεισδύσει στο κόμμα» και ετοιμάζονται να ασκήσουν «μια δικτατορία
της αστικής τάξης». Τότε ακριβώς δημιουργείται από την ΚΕ η γνωστή «Ομάδα της
Πολιτιστικής Επανάστασης», που επρόκειτο να καθοδηγήσει, όσο ήταν δυνατό να
καθοδηγηθεί από ένα οποιοδήποτε κέντρο, ένα εντελώς πρωτότυπο και πελώριο μαζικό
επαναστατικό πολιτικό κίνημα. Η αιχμή του δόρατος αυτού του κινήματος είναι
το κίνημα των Ερυθροφρουρών που η αρχική βάση εκκίνησής του είναι τα Πανεπιστήμια
στα οποία αρχίζει μια πάλη ενάντια στον αστικό τρόπο που μεταδίδεται η γνώση,
ενάντια στη γραφειοκρατική τους διοίκηση, ενάντια στον ταξικό χαρακτήρα της
επιλογής των φοιτητών αλλά και της ίδιας της εκπαίδευσης και τελικά ενάντια
στις Επιτροπές του Κόμματος που πολιτικά διοικούν τα Πανεπιστήμια όπως και κάθε
άλλο θεσμό της χώρας. Το κίνημα παίρνει τέτοια έκταση που με ένα διάταγμα της
18 του Ιούνη αναβάλλονται οι εξετάσεις για 6 μήνες ώστε να επανεκτιμηθεί όλο
το εκπαιδευτικό σύστημα.
Στο σημείο αυτό επεμβαίνει η ρεβιζιονιστική δεξιά. Ο Λιου Σάο Σι που ακόμα δεν
έχει καταγγελθεί ονομαστικά και διατηρεί ακόμα τεράστια εξουσία στο κόμμα και
στη διοίκηση στέλνει στα πανεπιστήμια κομματικές «ομάδες δουλειάς» (κατά το
πρότυπο του «Κινήματος της Σοσιαλιστικής Διαπαιδαγώγησης») που οργανώνουν αμέσως
φοιτητικές ομάδες «εξεγερμένων» που έχουν βασικά επικεφαλής τους τα παιδιά των
κομματικών αξιωματούχων. Αυτά ήδη έχουν τεράστια πρόσβαση στις ανώτατες σπουδές
χάρη στην ειδικά καλύτερη μόρφωση που παίρνουν στις προπαρασκευαστικές βαθμίδες.
Αυτές οι «ομάδες δουλειάς» και οι «ομάδες εξεγερμένων φοιτητών» που στήνουν
δεν έχουν σαν στόχο «εκείνους που έχουν την εξουσία και παίρνουν τον καπιταλιστικό
δρόμο», όπως θέλει η ντιρεκτίβα της 16 Μάη, αλλά τις «αστικές αυθεντίες» και
αυτούς με «κακό ταξικό υπόβαθρο», δηλαδή τους διανοούμενους και τους παλιούς
αστούς. Ξαφνικά ασκείται μια τρομακτική βία ενάντια σε συγκεκριμένους καθηγητές,
σε συγγραφείς, σε δασκάλους και σε τεράστια κλίμακα. Αντίθετα με την τρέχουσα
καταγραφή των γεγονότων η δίωξη των διανοούμενων δεν άρχισε από τους ριζοσπάστες
της Πολιτιστικής Επανάστασης αλλά από τους κομματικά οργανωμένους «εξεγερμένους»
που ορκίζονταν και αυτοί στην Πολιτιστική Επανάσταση αλλά είχαν ένα βασικό στόχο:
να προστατέψουν τους δεξιούς της κομματικής γραφειοκρατίας από τις αντιγραφειοκρατικές
επιθέσεις των μαοϊκών ερυθροφρουρών που ήδη είχαν συγκροτήσει τον επαναστατικό
πόλο στα πανεπιστήμια και ταυτόχρονα να δώσουν ένα μάθημα ισχύος στην παλιά
αστική διανόηση ή και τη δημοκρατική διανόηση. Ένα από τα πιο γνωστά θύματα
των «εξεγερμένων» ήταν ο Γκάο Γι Σενγκ πρόεδρος του Ινστιτούτου Χάλυβα του Πεκίνου
που οδηγήθηκε σε αυτοκτονία τον Ιούλη του 66. Επίσης οι ομάδες των «εξεγερμένων»
φοιτητών στράφηκαν με βία ενάντια στους συμφοιτητές τους με «κακό ταξικό υπόβαθρο»,
δηλαδή παιδιά πρώην γαιοκτημόνων, εθνικών αστών και αστών διανοούμενων που σε
κάποιο βαθμό στελέχωναν τις ομάδες των ερυθροφρουρών. Προχωρώντας στην ίδια
λογική οι «εξεγερμένοι» ανακαλύψανε τη ρατσιστική θεωρία της ταξικής «γραμμής
αίματος» -ή αλλιώς του «κόκκινου εκ φύσεως»- σύμφωνα με την οποία τα παιδιά
των επαναστατών έχουν κληρονομήσει τις επαναστατικές αρετές των προγόνων τους,
όπως τα παιδιά των αντιδραστικών τα ιδεολογικά ελαττώματα των δικών τους προγόνων.
Αυτή η θεωρία δεν ήταν μόνο μια άμυνα στην επίθεση της αριστεράς αλλά και μια
επίθεση στους όποιους ενδεχόμενους ανταγωνιστές τους στη διεκδίκηση της κομματικής
και κρατικής εξουσίας. Τέτοιες επιθέσεις στην παλιά αστική τάξη και στους απογόνους
της καθώς και στη διανόηση γενικά συνέχισε αργότερα και ένα κομμάτι της αριστεράς
της Πολιτιστικής Επανάστασης, που ήταν κάτω από την καθοδήγηση άλλων, πάλι σοσιαλφασιστικών
αλλά με αριστερή μορφή επιτελείων, όπως θα δούμε παρακάτω. Όμως τέτοιας κλίμακας
φασιστική βία ενάντια στη διανόηση ποτέ μετά δεν σημειώθηκε. Εκεί αποδείχτηκε
ότι η πιο προωθημένη και δόλια ρεβιζιονιστική δεξιά είναι και σοσιαλφασιστική.
Η κομματική αριστερά αντιμετώπισε σύντομα τον ελιγμό των δεξιών που πέτυχαν
να διασπάσουν τους επαναστάτες φοιτητές σε δυο στρατόπεδα. Τον Ιούλιο του 1966
ο Μάο κατήγγειλε τις «50 μέρες της λευκής τρομοκρατίας» και σε ανοιχτή για πρώτη
φορά σύγκρουση με τον Λιου Σάο Σι αποφάσισε τη διάλυση των «ομάδων εργασίας»
για την διεξαγωγή της «Πολιτιστικής Επανάστασης». Τον Αύγουστο με μια ιστορική
ντιρεκτίβα 16 σημείων, που εισηγείται πάλι ο Μάο και αποδέχεται η ΚΕ μετά από
μια θερμή συνεδρίαση 12 ημερών, προσδιορίζονται πιο καθαρά οι στόχοι της Πολιτιστικής
Επανάστασης και γίνεται η ουσιαστική εκκίνησή της. Πρόκειται τώρα για μια ακόμα
πιο ανοιχτή κήρυξη πολέμου στα αστικά στοιχεία μέσα στο κόμμα και καλούνται
οι ίδιες οι μάζες έξω ή μέσα στο κόμμα να δώσουν τη μάχη εναντίον τους. Ήδη
στις 5 του Αυγούστου έχει δημοσιευτεί στην Λαϊκή Ημερήσια το κάλεσμα του Μάο:
«βομβαρδίστε το Γενικό Επιτελείο» που ξεκαθαρίζει την ουσία των 16 σημείων.
Ο βασικός φορέας της μάχης, το κίνημα των Ερυθροφρουρών έχει πια γιγαντωθεί
(σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητα) και συγκροτείται σαν πρώτου μεγέθους πολιτική και
κοινωνική δύναμη όχι πια μέσα αλλά κυρίως έξω από τα Πανεπιστήμια. Αυτό το κύμα
ξεκινάει με πελώριες συγκεντρώσεις στο Πεκίνο στις οποίες μιλάει ο ίδιος ο Μάο
και μετά ξεχύνεται σε όλες τις πόλεις της Κίνας για να φουντώσει παντού την
ταξική πάλη και το πνεύμα των 16 σημείων του Αυγούστου. Παράλληλα με την κριτική
των δεξιών αστικών στοιχείων στο κόμμα και την εκκαθάριση των πιο αδιόρθωτων
από αυτά, τα 16 σημεία προσδιορίζουν σαν δεύτερο στόχο του νέου κύματος της
Πολιτιστικής Επανάστασης την άνοδο της συνείδησης των μαζών με την κριτική των
«τεσσάρων παλιών», δηλαδή «των παλιών ιδεών, της παλιάς κουλτούρας,
των παλιών συνηθειών, των παλιών εθίμων των εκμεταλλευτριών τάξεων» που
προσπαθεί να χρησιμοποιήσει η αστική τάξη για να «διαφθείρει τις μάζες,
να υποτάξει το πνεύμα τους για να επιχειρήσει μια επιστροφή». Μόνο που
τώρα είναι κυρίως ένα κίνημα που θα δοθεί από τις ίδιες τις μάζες. Η κομματική
δεξιά στην ηγεσία αφού δεν μπορεί πια να χρησιμοποιεί τις «ομάδες δουλειάς»
δεν μπορεί να βρίσκεται στο απυρόβλητο.
Η διάσπαση του μετώπου της Πολιτιστικής Επανάστασης από τον «αριστερό» και τον δεξιό ρεβιζιονισμό και σοσιαλφασισμό
Η εξόρμηση των Ερυθροφρουρών στις πόλεις και στην ύπαιθρο σε
όλη την Κίνα, όπως γενικότερα η Πολιτιστική Επανάσταση έχει μέσα της δύο πλευρές.
Στην κύρια πλευρά του είναι ένα κίνημα επαναστατικής κριτικής στον παλιό φεουδαρχικό
και αστικό κόσμο αλλά και στο νέο αστισμό μέσα στο κόμμα, ένα κίνημα παγκόσμιας
και ιστορικής σημασίας που θέτει κάτω από την ανελέητη κριτική του όλο τον κομματικό
αλλά και τον κρατικό διοικητικό οργανισμό. Λίγα κομματικά στελέχη και κρατικοί
θεσμοί αποφεύγουν την κριτική αυτού του κινήματος, οπότε μια ατέλειωτη σειρά
από βαθιές πολιτικές ζυμώσεις συγκλονίζει την Κίνα και κάθε συνείδηση αφυπνίζεται
μπροστά στο ιστορικά πρωτότυπο αυτό φαινόμενο της ανοιχτής ταξικής ιδεολογικής
πάλης που δίνεται στην ουσία από μια εξουσία ενάντια στον εαυτό της. Αλλά η
επαναστατική νεολαία δεν δουλεύει μέσα στο κενό, ούτε οι ιδέες της είναι διυλισμένες
αριστερές. Μέσα της αντανακλιούνται οι ιδεολογίες όλων των τάξεων, ακόμα και
των πιο αντιδραστικών που εμφανίζονται σε αυτήν την περίπτωση με ριζοσπαστική
μορφή. Ιδιαίτερα λειτουργεί ο μικροαστικός «αριστερός» ρεβιζιονισμός και ο «αριστερός»
σοσιαλφασισμός , που δεν θέλουν να καθαρίσουν το κόμμα από τα δεξιά του στοιχεία
και να ενωθούν με το 95% των στελεχών του διορθώνοντας τα όποια λάθη τους, όπως
καλεί ο Μάο, αλλά θέλουν να τσακίσουν την πλειοψηφία των κομματικών στελεχών
κατηγορώντας τα για αστισμό. Με αστισμό εννοούν οτιδήποτε δεν είναι κομμουνιστική
εξίσωση στην παραγωγή, στη διανομή, και στην πολιτική και διοικητική ιεραρχία
με αποτέλεσμα να αρνούνται στην ουσία κάθε μεταβατική μορφή σοσιαλισμού και
τελικά κάθε σχέση παραγωγής που δεν έχει ολοκληρωμένα κομμουνιστικά χαρακτηριστικά.
Στην ουσία αρνούνται από τα αριστερά το Κομμουνιστικό Κόμμα και τη δικτατορία
του προλεταριάτου. Το πιο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι στην ίδια την ηγεσία της
Πολιτιστικής Επανάστασης υπάρχει όχι μόνο ο αριστερός ρεβιζιονισμός και σεχταρισμός
που εκφράζεται από τους κατοπινούς «τέσσερις», αλλά και ο «αριστερός» σοσιαλφασισμός,
που εκφράζεται κύρια από τον Λιν Πιάο, που αξιοποιεί μεθοδικά αυτά τα ρεύματα
για να εφαρμόσει ένα σχέδιο κρατικού φασιστικού καπιταλισμού τύπου μπρεζνιεφικής
ΕΣΣΔ. Ο Λιν Πιάο είναι το πιο προβεβλημένο και βασικό στέλεχος μετά τον Μάο
στην ηγεσία της Πολιτιστικής Επανάστασης και ο αρχηγός του στρατού που έχει
και την πρωτοκαθεδρία μέσα στην «Ομάδα της Πολιτιστικής Επανάστασης» με τον
άνθρωπό του Τσεν Ποτά και από κοντά την ομάδα των Βανγκ Λι, Γκούαν Φένγκ και
Κι Μπεν Γιου, ενώ το δεύτερο στέλεχος της «Ομάδας της ΠΕ» είναι η Τσιανγκ Τσίνγκ
που εκπροσωπεί το ρεύμα των «4».
Έτσι ενώ τα 16 σημεία προσδιορίζουν καθαρά ότι η κριτική πρέπει να γίνει χωρίς
να οξύνει τις αντιθέσεις μέσα στο λαό, δηλαδή «με επιχειρήματα και όχι με
καταναγκασμό ή τη βία» το κίνημα των Ερυθροφρουρών καταφεύγει πολύ συχνά
σε καταναγκασμό και βία, όπως σε εξευτελισμούς, σε αφόρητη ψυχολογική πίεση
ή ακόμα και σε φυσική βία στα πλαίσια της πάλης ενάντια στα αστικά στοιχεία
μέσα στο κόμμα, ενώ στα πλαίσια της πάλης ενάντια «στα 4 παλιά» καταστρέφει
θρησκευτικά σύμβολα με τα οποία είναι δεμένες οι μάζες, χώρους λατρείας, έργα
τέχνης της φεουδαρχικής αλλά και της προοδευτικής αστικής παράδοσης σε μουσεία,
σπίτια κλπ. Το ότι επί εφτά χρόνια ως το 1973 απαγορεύτηκε να παίζεται στην
Κίνα η δυτική κλασσική μουσική, ακόμα και εκείνη της επαναστατικής αστικής περιόδου
(Μπετόβεν, Μότσαρτ κλπ), είναι χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της αντιδραστικής
πολιτικής ιδεολογίας που έρχεται σε ανοιχτή σύγκρουση με την μαρξιστική λενινιστική
θέση ότι το επαναστατικό προλεταριάτο πρέπει να κληρονομήσει και να κάνει κτήμα
του ότι είναι προοδευτικό και καλλιτεχνικά ωραίο στις κουλτούρες των παλιών
εκμεταλλευτικών τάξεων.
Το αποτέλεσμα της ύπαρξης όχι μόνο ενός ευλύγιστου δεξιού αλλά και ενός «αριστερού»
ρεβιζιονισμού και σοσιαλφασισμού μέσα στο Κίνημα της Πολιτιστικής Επανάστασης,
ήταν αυτό το κίνημα να διασπαστεί συχνά σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα-μέτωπα, που
σε ορισμένες μεγάλες πόλεις κατέληξαν σε ένα είδος εμφύλιας πολιτικής και σε
ορισμένες περιπτώσεις και στρατιωτικής αντιπαράθεσης μέσα στο Κόμμα, μέσα στους
Ερυθροφρουρούς, μέσα στο στρατό και μέσα στο προλεταριάτο. Βέβαια οι πολιτικές
και ταξικές γραμμές δεν ήταν ποτέ συμπαγείς και παρατηρούσε κανείς συχνά κομμάτια
ολόκληρα του λαού και μαζικές οργανώσεις να περνάνε από το ένα μέτωπο στο άλλο.
Ήταν άλλωστε μια εποχή που και το αυθόρμητο των μαζών έπαιζε το δικό του πελώριο
ιστορικό ρόλο.
Σε γενικές γραμμές στο ένα κομμάτι, το πιο ενεργητικό, αντικαπιταλιστικό και
πιο αντιπροσωπευτικό της ΠΕ, εντάχθηκαν περισσότερο τα χαμηλότερα κομμάτια της
κομματικής και κρατικής ιεραρχίας τα παραμερισμένα ή και καταπιεσμένα από την
ηγετική δεξιά, οι ανειδίκευτοι εργάτες, το κομμάτι του προλεταριάτου από την
ύπαιθρο που δούλευε στα κρατικά εργοστάσια με τους πολύ δυσμενέστερους όρους
της προσωρινής εργασίας, οι χειρώνακτες εργάτες, οι μισοάνεργοι, αλλά και το
λούμπεν κλπ. Στο άλλο κομμάτι, το σχετικά πιο «μετριοπαθές» ως προς την ένταση
και την έκταση της αντικαπιταλιστικής του πάλης εντάχθηκαν τα περισσότερα κομματικά
στελέχη και σε μεγάλο βαθμό το με μόνιμη δουλειά βιομηχανικό προλεταριάτο του
κρατικού τομέα. Και αυτό από τη φύση του ήθελε την αντικαπιταλιστική πάλη, αλλά
ταυτόχρονα υπεράσπιζε τις ισχυρότερες οικονομικές θέσεις που απόκτησε από την
ψηλή οργάνωσή του, την ειδίκευσή του και την πολιτική του ισχύ απέναντι στις
υπεραριστερίστικες και αναρχικές τάσεις της ηγεσίας του πρώτου κομματιού. Σε
αυτό το δεύτερο κομμάτι δούλευε κυρίως εννοείται η ρεβιζιονιστική και σοσιαλφασιστική
δεξιά για να αναχαιτίσει τη ριζοσπαστική κριτική του πρώτου.
Η πιο τυπική πάλη γραμμών έγινε στη Σαγκάη όπου τα δύο στρατόπεδα περιλάμβαναν
περίπου ένα εκατομμύριο μέλη το καθένα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Εκεί κυριάρχησε
γρήγορα το πιο ριζοσπαστικό μέτωπο, το ονομαζόμενο « Εργατικό Επιτελείο» με
επικεφαλής στο μαζικό επίπεδο τον Βαγκ Χον Βεν και πολιτικά τον Τσαγκ Τσου Τσιάο
(δύο από τους ηγέτες των 4). Αυτό το μέτωπο χτύπησε τον παλιό κομματικό και
διοικητικό μηχανισμό της πόλης που ήταν κύρια στα χέρια της δεξιάς και επεχείρησε
να στήσει μια νέα πολιτική εξουσία τύπου παρισινής κομμούνας, «την Κομμούνα
της Σαγκάης» που πράγματι κηρύχθηκε στις 5 του Φλεβάρη αλλά έζησε ελάχιστες
μέρες καθώς καμιά εξουσία δεν μπορούσε να σταθεί τέτοια έξω από το πολιτικά
και διοικητικά έμπειρο κόμμα ή ακόμα περισσότερο ενάντια του. Ήδη μια μεγάλη
πτέρυγα του «Εργατικού Επιτελείου» που εκπροσωπούσε τους χειρώνακτες εργάτες
και το λούμπεν προλεταριάτο της Σαγκάης, το λεγόμενο «Δεύτερο Regiment» είχε
διαχωριστεί από το «Εργατικό Επιτελείο» στη βάση μιας καθαρά αναρχικής γραμμής
και συγκρούστηκε με τον Τσανγκ Τσουν Τσιάο που ήθελε να αναλάβει την ηγεσία
της Κομμούνας.
Τελικά και η Σαγκάη αναγκάστηκε να συγκροτήσει και αυτή μια Επαναστατική Επιτροπή
που όπως παντού αλλού στην Κίνα ένωνε τις μαζικές οργανώσεις, το κόμμα και τον
ΛΑΣ σε ένα μπλοκ επαναστατικής μεταβατικής εξουσίας που αποτελούσε τη συνθετική
πρόταση του Μάο γι αυτή τη μεταβατική περίοδο.
Αυτή η διάταξη των μετώπων και στρατοπέδων της Πολιτιστικής
Επανάστασης είναι μια γενική και πολύ χοντρική σκιαγράφηση ενός εξαιρετικά σύνθετου
πολιτικού προτσές αν λάβει κανείς υπ όψη του ότι το καθένα από αυτά τα μέτωπα
αποτελείτο από μικρότερες τάσεις με διαφορετικό ταξικό και ιδεολογικοπολιτικό
χαρακτήρα και ότι συχνά οι πολιτικές και ιδεολογικές γραμμές ήταν εξαιρετικά
ρευστές και ασαφείς ανάμεσα στα δύο μέτωπα.
Δεν είναι εδώ που θα κάνουμε μια μεθοδική ανάλυση και καταγραφή των σταθμών
και καμπών της Πολιτιστικής Επανάστασης, αλλά δεν θα καταλάβουμε τι έγινε τότε
σε όλη την Κίνα και στο Θιβέτ αν δεν τοποθετήσουμε με λίγα λόγια τη βασική φυσιογνωμία
της πάλης ανάμεσα στα δύο παραπάνω στρατόπεδα.
Με την πολιτική πείρα των 40 χρόνων που πέρασαν από τότε, κυρίως τη διεθνή αλλά
και τη δικιά μας εδώ, μπορούμε τώρα να καταλάβουμε ότι η οξύτητα της διαπάλης
μεταξύ των λαϊκών στρατοπέδων της ΠΕ οφειλόταν στις δύο τακτικές του σοσιαλφασισμού
μέσα στο κόμμα για τη συντριβή της σοσιαλιστικής εξουσίας και την παλινόρθωση
του καπιταλισμού. Νομίζουμε ωστόσο ότι η ύπαρξη της διαπάλης των στρατοπέδων
σαν τέτοιας και η ευρύτητά της οφείλονταν στην νεότητα του βιομηχανικού και
αγροτικού προλεταριάτου μιας καθυστερημένης χώρας σαν την Κίνα. Αυτό όφειλε
μέσα σε ελάχιστα χρόνια και σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης να διανύσει
και σε κάποιο μέτρο να ξεπεράσει την πολιτική και πολιτιστική πείρα που αποκόμισε
το προλεταριάτο των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών σε δύο αιώνες ταξικής
πάλης στη διάρκεια της αστικής δημοκρατικής επανάστασης και μετά στην αντικαπιταλιστική
πάλη στα πλαίσια του σοσιαλιστικού επαναστατικού προτσές. Στην ουσία της αυτή
η διαπάλη ήταν μια αντίθεση στους κόλπους του λαού που οι σοσιαλφασίστες και
στα δύο στρατόπεδα προσπάθησαν να τη μετατρέψουν, και σε ένα βαθμό το κατάφεραν,
σε πάλη με τον εχθρό.
Αυτό που ήταν από την αρχή συνείδηση των εμπνευστών της Πολιτιστικής
Επανάστασης και πάνω απ όλα του Μάο Τσετούνγκ ήταν ότι η βασική μορφή του ρεβιζιονισμού
και του σοσιαλφασισμού στο κόμμα ήταν η δεξιά, που σήμαινε κομματική κρατικοφασιστική
δικτατορία στο πολιτικό επίπεδο και ανοιχτός καπιταλισμός στην οικονομία. Αυτή
ήταν η Χαν σοσιαλιμπεριαλιστική γραμμή των Λιου Σάο Σι και Ντεγκ Σιάο Πιγκ.
Αυτή τελικά πήρε την εξουσία και εφάρμοσε το πρόγραμμά της και ενάντια σε αυτή
και σωστά κατευθύνθηκαν τα κύρια μαζικά και εξωτερικά πολιτικά πυρά της Πολιτιστικής
Επανάστασης.
Όμως η πορεία της Πολιτιστικής Επανάστασης απέδειξε ότι η πιο καλυμμένη, η πιο
ναζιστικού τύπου και πιο φιλορώσικη σοσιαλφασιστική γραμμή, αυτή των Λιν Πιάο
και Τσεν Ποτά, ήταν μέσα στο επιτελείο της ΠΕ. Αυτή σε πρώτη φάση συμμάχησε
με τις δυνάμεις του «αριστερού» μικροαστικού τύπου ρεβιζιονισμού που είχαν εκπρόσωπό
τους τους «4», αλλά αργότερα ήρθε σε ρήξη και με αυτόν. Η πραγματική της ατζέντα
ήταν η κρατικοστρατιωτική δικτατορία και, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, ο κρατικοκαπιταλιστικός
κολλεκτιβισμός μπρεζνιεφικού τύπου στο εσωτερικό και η υποταγή στη ρώσικη σοσιαλιμπεριαλιστική
κυριαρχία στο εξωτερικό.
Είναι λοιπόν αυτή η τάση που αξιοποιώντας τις μικροαστικές αντικαπιταλιστικές
ριζοσπαστικές και αναρχικές τάσεις του μισοπρολεταριάτου της πόλης και του λούμπεν
καθώς και τις ταξικές αντιθέσεις εντός του προλεταριάτου όξυνε συνολικά την
πάλη με όλο σχεδόν το κόμμα και έφτασε να το απορρίπτει σε τέτοιο βαθμό σαν
ήδη αστικό γραφειοκρατικό, ώστε υποχρέωσε ένα άλλο, συνήθως πλειοψηφικό κομμάτι
της κομματικής και προλεταριακής αριστεράς να χτίσει τον αντίθετο, μετριοπαθή
στη μορφή και συχνά στο περιεχόμενο, πόλο της Πολιτιστικής Επανάστασης. Με αυτόν
τον πόλο συμμάχησε η ρεβιζιονιστική δεξιά ή διείσδυσε σε αυτόν μεταμφιεζόμενη
σε αυτή τη φάση σε οπαδό της Πολιτιστικής Επανάστασης. Χαρακτηριστικό δείγμα
της απατεωνίστικης και ξεδιάντροπης ευελιξίας των δεξιών είναι ο Ντεγκ που επέστρεψε
το 1975 σαν μεταμελημένος και φίλος της ΠΕ για να εκδηλωθεί σαν ο πιο ορκισμένος
εχθρός της λίγα χρόνια μετά. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η ρεβιζιονιστική
δεξιά περιείχε μέσα της εκτός από την ηγετική σοσιαλφασιστική τάση και μια αστο-φιλελεύθερη
δεξιά, που και αυτή με της σειρά της ήταν δεμένη με τη δεξιά οππορτουνιστική,
ας πούμε τη «μπουχαρινική» γραμμή μέσα στο Κόμμα. Στόχος της δεξιάς γενικά ήταν
να μετατρέψει όσο της ήταν δυνατό τον μετριοπαθή πόλο σε προπύργιο της, και
να απογοητεύσει και να τσακίσει αν ήταν δυνατό ακόμα και με τη βία τον πιο αριστερό
στη μορφή (εν μέρει και στο περιεχόμενο) πόλο της ΠΕ.
Δεν χρειάζεται πολύ φαντασία για να καταλάβει κανείς ότι μέσα στο πιο μετριοπαθές
και πιο «κομματικό» ρεύμα της Πολιτιστικής Επανάστασης απέκτησε μια μεγάλη ισχύ
η κομματική δεξιά και βέβαια το σοσιαλφασισιστικό της κομμάτι, που βρήκε την
ευκαιρία να οξύνει στο έπακρο, μέχρι του εμφύλιου στρατιωτικού ανταγωνισμού
την αντίθεση με την πιο αριστερή τάση και συχνά να επιχειρήσει να τη συντρίψει
ασκώντας όση βία μπορούσε, όπως η σφαγή των ριζοσπαστών Ερυθροφρουρών στο Κουάνγκ
Ξι από τον κατοπινό σύμμαχο του Ντεγκ, Βει Κούο Κινγκ. Μάλιστα σε πολλές περιοχές
τη μετριοπαθή τάση τη συγκρότησε από την αρχή η κομματική δεξιά και μάλιστα
η «δεξιά» σοσιαλφασιστική τάση με δικούς της ερυθροφρουρούς για να μπορέσει
να προλάβει και να εξουδετερώσει τους αριστερούς ερυθροφρουρούς που έρχονταν
από το Πεκίνο και έτσι να εξουδετερώσουν το ριζοσπαστικό ταξικό μέτωπο που αυτοί
θα έστηναν αναπόφευκτα ενάντια στους αστούς μέσα στο Κόμμα. Αυτό έγινε όπως
θα δούμε και στο Θιβέτ
Η σύγκρουση αυτή θα κατέληγε το δίχως άλλο σε εμφύλιο και τελικά σε μια ακόμα
πιο αιματηρή και αποκρουστική για τους λαούς κυριαρχία του σοσιαλφασισμού στην
Κίνα από όσο η σημερινή αν σε καίριες στιγμές οι πραγματικά μεγάλοι προλετάριοι
ηγέτες Μάο ΤσεΤούγκ και Τσου ΕνΛάι κάτω από τη γενική καθοδήγηση του πρώτου
δεν κατάφερναν να ενώνουν την αριστερά μέσα στις δύο τάσεις και να απομονώνουν
τους σοσιαλφασίστες και στους δύο πόλους μέσα από μια πολύπλοκη και παρατεταμένη
πάλη. Αυτοί αρχικά χρησιμοποίησαν τον γενικά πιο αριστερό από το μέσο επίπεδο
του κόμματος ΛΑΣ (Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό), αρχικά για να στηρίξουν τον
αριστερό πόλο της ΠΕ, στη συνέχεια για να σταματήσουν τις θερμές συγκρούσεις
ανάμεσα στα δύο μέτωπα-στρατόπεδα συγκρατώντας πότε τον «αριστερό» πότε το «δεξιό»
σοσιαλφασισμό, και στο τέλος για να ρίξουν και να επιβάλουν τη γραμμή των «Επαναστατικών
Επιτροπών» που σχηματίστηκαν σε κάθε περιοχή από τους εκπροσώπους των μαζικών
οργανώσεων, συχνά των διαφορετικών ρευμάτων της ΠΕ, τους εκπρόσωπους του ΛΑΣ
και τα στελέχη του κόμματος που υποστήριξαν την ΠΕ. Οι «Επαναστατικές Επιτροπές»
ήταν μια γραμμή ενότητας του προλεταριάτου και του κόμματος στην ενδιάμεση περίοδο
από την έκρηξη της ΠΕ ως τη στιγμή της σταθεροποίησης και ενότητας του Κόμματος
σε ανώτερη βάση μετά τα 1970. Αυτή ήταν η γραμμή της «Τριπλής Συμμαχίας» που
έδωσε τελικά τη δυνατότητα να καρποφορήσουν οι θετικές πλευρές της ΠΕ, δηλαδή
1ον να καθαριστεί το κόμμα σε αρκετό βαθμό από τις ρεβιζιονιστικές ιδέες και
από τα ηγετικά ρεβιζιονιστικά στελέχη και να επιστρέψει πιο ενωμένο σαν καθοδηγητική
δύναμη σε όλα τα επίπεδα, 2ο να επιτευχθεί η στερέωση των σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων
στην ύπαιθρο που είχε βαθιά αμφισβητηθεί από τους δεξιούς το 1959, 3ο να δυναμώσει
η ταξική συνείδηση του βιομηχανικού προλεταριάτου στην πόλη. Αυτή η ενότητα
του προλεταριάτου και του κόμματος σε ανώτερη βαθμίδα προϋπέθετε όχι μόνο το
μεγάλο μαζικό χτύπημα στη δεξιά, ιδιαίτερα στους «δεξιούς» σοσιαλφασίστες και
ρεβιζιονιστές αλλά και ένα μεγάλο χτύπημα στους «αριστερούς» σοσιαλφασίστες
και ρεβιζιονιστές.
Η πάλη ενάντια στον «αριστερό σοσιαλφασισμό», κύριο εσωτερικό εχθρό της Πολιτιστικής Επανάστασης
Το πρώτο χτύπημα στη δεξιά είχε σχεδόν σε πρώτη φάση ολοκληρωθεί
το 1967 με την εκκαθάριση των ανοιχτών και επίμονων δεξιών ρεβιζιονιστών από
το Κόμμα, τον παραμερισμό του Λιου Σάο Σι και το στάλσιμο στην ύπαιθρο για διαπαιδαγώγηση
μέσα από τη δουλειά άλλων εκατοντάδων χιλιάδων κομματικών μελών που έπεσαν σε
λάθη δεξιού οπορτουνισμού και που τα κριτίκαρε έντονα η ΠΕ. Όμως η ενότητα της
εργατικής τάξης, της αριστεράς και του κόμματος και η ωρίμανσή τους θα ήταν
αδύνατη αν δεν χτυπιόταν αποφασιστικά σε μια δεύτερη φάση και ο «αριστερός»
σοσιαλφασισμός που ονειρευόταν έναν ταξικό εμφύλιο, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα
και τη συντριβή του κύριου όγκου των στελεχών του ΚΚΚίνας που ήταν αριστερά.
Πραγματικά αν η ΠΕ ξεκίνησε και γιγαντώθηκε σαν ένα μαζικό πολιτικό κίνημα ενάντια
στο «δεξιό» σοσιαλφασισμό τέλειωσε πρακτικά με δύο μεγάλα χτυπήματα στον «αριστερό»
σοσιαλφασισμό, που όμως δεν είχαν τα αυθόρμητα και πλατειά μαζικά χαρακτηριστικά
του πρώτου. Αυτό ήταν κάτι το υποχρεωτικό γιατί ο «αριστερός» σοσιαλφασισμός
πρόκυψε στο δρόμο της ΠΕ καθώς αποτελούσε το πιο καλά κρυμμένο και το πιο νέο
χαρακτηριστικό της παλινορθωτικής πολιτικής της αστικής τάξης αφού εφαρμοζόταν
όχι ενάντια στο αντι-παλινορθωτικό κίνημα αλλά μέσα από αυτό. Αν ο ιστορικός
χαρακτήρας του «αριστερού» σοσιαλφασισμού στην ΠΕ δεν έχει καθόλου αναδειχθεί
ακόμα είναι σε πρώτο επίπεδο γιατί οι παλινορθωτές στην Κίνα ταύτισαν την αριστερά
της ΠΕ, ειδικά τον Μάο, με τον «αριστερό» σοσιαλφασισμό και με τον “αριστερό”
ρεβιζιονισμό, οπότε τους έδωσαν φτερά μέσα στην αριστερά, και σε δεύτερο επίπεδο
γιατί η κύρια παγκόσμια μορφή του σοσιαλφασισμού, όσο πλησιάζει ο σοσιαλιμπεριαλιστικός
χιτλερικού τύπου παγκόσμιος πόλεμος έχει γίνει η «αριστερή». Ό,τι εμφανίζεται
σήμερα σαν επαναστατικός μαοϊσμός –με μόνη εξαίρεση την ΟΑΚΚΕ από όσο γνωρίζουμε
- δηλαδή ο «διεθνής» μαοϊσμός τύπου ΚΚ Νεπάλ, ΚΚ Περού κλπ είναι «αριστερός»
σοσιαλφασισμός τύπου Λιν Πιάο που όμως κρύβεται σαν οπαδός του κύρια μικροαστικού
“αριστερού” ρεβιζιονισμού των «4» (που και σε αυτόν δεν λείπουν οι εκδηλώσεις
του σοσιαλφασισμού μικροαστικού τύπου από τη οποία πολύ θα υπέφερε η Κίνα αν
ποτέ αυτοί έρχονταν στην εξουσία). Για την κριτική του «αριστερού ρεβιζιονισμού
των «4» δες το άρθρο της Νέας Ανατολής, αρ. φ. 258, 10/6/1996 (δημοσιεύεται
στην ιστοσελίδα της ΟΑΚΚΕ - http://www.oakke.gr/ polit_revol.htm).
Η ταξική ιδεολογική πολιτική και ιδεολογική ενότητα του «δεξιού» και του «αριστερού»
σοσιαλφασισμού και του ρεβιζιονισμού ή πιο συγκεκριμένα η ενότητα της γραμμής
του Λιου Σάο Σι και του Λιν Πιάο επιχειρήθηκε σε ένα πρώτο επίπεδο στην εισήγηση
του Τσου Εν Λάι στο 10ο Συνέδριο του ΚΚΚίνας το 1973, και μετά με την καμπάνια
ενάντια στον Κομφούκιο και τον Λιν Πιάο που ακολούθησε.
Η πιο σαφής και αδιάψευστη ταυτότητα του «αριστερού» και του «δεξιού» σοσιαλφασισμού
και το σημείο στο οποίο εκδηλώθηκε κυρίως ο πολιτικός ανταγωνισμός μέσα στο
ΚΚΚίνας βρίσκεται στην σφαίρα της παγκόσμιας ταξικής πάλης και συγκεκριμένα
στο ζήτημα της πάλης ενάντια στον ρώσικο, (τότε σοβιετικό) σοσιαλιμπεριαλισμό.
Η φιλοΕΣΣΔ γραμμή του Λιου Σάο Σι είναι γνωστή. Ένας από τους βασικότερους λόγους
της οριστικής καθαίρεσης του το 1969 ήταν η απαίτησή του να επαναθερμανθεί η
συμμαχία με την ΕΣΣΔ για να αντιμετωπιστεί από κοινού η επίθεση των ΗΠΑ στο
Βιετνάμ όπως δήλωνε αργότερα ο Μάο Τσε Τουνγκ στον προοδευτικό δημοσιογράφο
και φίλο της ΠΕ Έντγκαρ Σνόου. Όμως η φιλορώσικη γραμμή του δεξιού σοσιαλφασισμού
αποδείχθηκε στην πράξη εντελώς αναντίρρητα από τη διεθνή πολιτική που ακολούθησαν
οι Ντεγκ και οι διάδοχοί του μετά τη σταθεροποίησή τους στην εξουσία.
Από την άλλη η ρήξη με τη γραμμή Λιν Πιάο έγινε σε δύο φάσεις πάλι με τη μεγαλύτερη
όξυνση στα ζητήματα της διεθνούς πολιτικής. Την πρώτη φορά συντρίφτηκε η πανίσχυρη
μέσα στην «Ομάδα της Πολιτιστικής Επανάστασης» φιλο-Λιν Πιάο ομάδα των Βανγκ
Λι, Γκούαν Φένγκ και Κι Μπεν Γιου το φθινόπωρο 1967. Αυτοί είχαν στήσει μια
καλυμμένη ριζοσπαστική φράξια μέσα στον αριστερό πόλο της ΠΕ που ονομαζόταν
«Σώμα της 16 Μάη» (εννοούσαν 16 Μάη του 1966) και μέσα από αυτήν προσπάθησαν
να ξανα-ανάψουν μια φωτιά εμφύλιου το καλοκαίρι του 67 επειδή οι Μάο Τσε Τουγκ
και Τσου Εν Λάι πάλεψαν από το Φλεβάρη του 67 να τη σβήσουν για να ενώσουν το
κόμμα και την εργατική τάξη χτυπώντας για πρώτη φορά ανοιχτά τον «αριστερό»
ρεβιζιονισμό και σοσιαλφασισμό. Αυτή η πολιτική σηματοδοτήθηκε από την καταδίκη
σαν αντιδραστικού από τον ίδιο το Μάο ενός από τα αρχικά συνθήματα της ΠΕ: «αμφισβητούμε
τα πάντα, ανατρέπουμε τα πάντα» ενώ καταγγέλθηκαν και απαγορεύτηκαν σαν αντεπαναστατικές
μια σειρά πανεθνικές οργανώσεις της ΠΕ που αντιπροσώπευαν λούμπεν ρεύματα και
συνθήματα. Η αντεπίθεση του «αριστερού» σοσιαλφασισμού πήρε τον Αύγουστο του
1967 τα πιο ανοιχτά ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά όταν ένα πλήθος επιτέθηκε και
κατέλαβε το Υπουργείο των Εξωτερικών για δυο βδομάδες για να καταγγείλει σαν
δεξιά την γραμμή Τσου Εν Λάι για την «ειρηνική συνύπαρξη με χώρες με διαφορετικά
κοινωνικά συστήματα» (που συνδεόταν με τη σε σπάργανα ακόμα γραμμή του αντισοσιαλιμπεριαλιστικού
μετώπου) και να προβάλλει την πλατφόρμα του Λιν Πιάο για ένα πρόγραμμα «διεθνιστικής
επανάστασης», δηλαδή σύγκρουσης με όλες τις αστικές και ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις
στα πλαίσια των εσωτερικών επαναστάσεων σε κάθε χώρα. Σε αυτή τη γραμμή κάηκε
προβοκατόρικα λίγο μετά το κτίριο όπου στεγαζόταν η βρετανική διπλωματική αντιπροσωπεία
στο Πεκίνο, επειδή η Βρετανία είχε φυλακίσει κινέζους κομμουνιστές στο Χονγκ
Κονγκ.
Λίγους μήνες μετά, το φθινόπωρο του 67 η προλεταριακή αριστερά με επικεφαλής
τους Μάο και Τσου αντεπιτεθόταν στους «αριστερούς» σοσιαλφασίστες με μια κοινή
βαρυσήμαντη απόφαση της ΚΕ του ΚΚΚ, της «Ομάδας της ΠΕ» και της Κεντρικής Επιτροπής
των Στρατιωτικών υποθέσεων της ΚΕ που καλούσε τις μαζικές οργανώσεις της ΠΕ
σε επιστροφή στην ομαλότητα και ανέθεσε στον ΛΑΣ να αποκαταστήσει την τάξη.
Στη φάση αυτή καταγγέλθηκαν και τσακίστηκαν οι συνωμότες «της 16 Μάη» αρχικά
σαν «αναρχικοί», «υπεραριστεροί» και «νεοτροτσκιστές» και αργότερα, μετά από
νεότερες έρευνες, σαν δεμένοι με τον Λιου Σάο Σι, οπότε χαρακτηρίστηκαν «υπεραριστεροί
στη μορφή και υπερδεξιοί στην ουσία». Τον Οκτώβρη καλέστηκαν οι φοιτητές να
επιστρέψουν στα μαθήματά τους και το Νοέμβρη έκλεισε η Κόκκινη Σημαία, το κομματικό
θεωρητικό περιοδικό που ήταν κύρια στα χέρια της «ομάδας της ΠΕ». Αυτό ήταν
το τέλος της θυελλώδους εποχής της ΠΕ αλλά και η εποχή της σταθεροποίησης των
καταχτήσεών της ΠΕ στο Κόμμα, στην ιδεολογία των μαζών και στις παραγωγικές
σχέσεις στην ύπαιθρο και στην πόλη.
Βαθύτερα και πιο καθαρά η ρήξη της πραγματικής αριστεράς με το σοσιαλφασισμό εκδηλώθηκε τον Αύγουστο του 1970 όταν ο Λιν Πιάο μαζί με τον Τσεν Ποτά εισηγήθηκαν στην περίφημη ολομέλεια της ΚΕ του Λουσάν την ανατροπή της γραμμής του Τσου Εν Λάι για το εσωτερικό και κυρίως για το εξωτερικό. Τον Τσου Εν Λάι τον χτυπούσαν πάντα και συνεχίζουν να τον χτυπάνε με την ίδια λύσσα οι «αριστεροί» σοσιαλφασίστες και οι αριστεροί οπορτουνιστές όσο δεν μπορούσαν και δεν μπορούν να επιτεθούν ανοιχτά στον Μάο Τσε Τούνγκ. Οι Λιν Πιάο, Τσεν Ποτά καλύφθηκαν στο Λουσάν πίσω από τη γραμμή του 9ου Συνεδρίου του 1969 «κύριος εχθρός και οι δύο υπερδυνάμεις», γραμμή που ωστόσο όριζε τις ΗΠΑ σαν τον πιο «άγριο εχθρό των λαών» και αρνήθηκαν το προχώρημα της με τις νέες εμπειρίες που αποδείκνυαν ότι ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός της Κίνας και των λαών όπως πρότειναν οι Μάο Τσε Τουνγκ και Τσου Εν Λάι. Η Ολομέλεια του Λουσάν μετά από μια έντονη συζήτηση που κράτησε 12 μέρες (!) δέχτηκε τη νέα γραμμή της εξωτερικής πολιτικής αλλά και τη γραμμή της σταθεροποίησης στο εσωτερικό και καθαίρεσε τον Τσεν Ποτά σαν «Τρότσκυ της Κίνας». Ωστόσο άφησε στην θέση του στο ΠΓ και σαν υπουργό άμυνας τον Λιν Πιάο. Αυτός, δύο μήνες αφότου άρχισε η πρακτική εφαρμογή της νέας γραμμής με την προσέγγιση με τις ΗΠΑ και το ταξίδι του Κίσσινγκερ στην Κίνα του Ιούλη του 1971, εγκατέλειψε την πρώτη γραμμή της πολιτικής σκηνής. Τον Ιούλη του 1972 επεχείρησε σαν αρχηγός του στρατού να προχωρήσει σε στρατιωτικό πραξικόπημα που προέβλεπε αρχικά τη δολοφονία του Μάο Τσε Τουνγκ. Η απόπειρα αποκαλύφθηκε και ο Λιν Πιάο προσπάθησε να διαφύγει στην ΕΣΣΔ, αλλά σκοτώθηκε στη φυγή του όταν έπεσε το αεροπλάνο που τον μετέφερε.
Δεν χρειάζεται πολύ φαντασία για να καταλάβει κανείς πως ύστερα
από αυτές τις «αριστερές» συνομωσίες και τα πραξικοπήματα απέκτησε μια ανάλογη
αντίρροπη ισχύ η δεξιά μέσα και έξω από το κόμμα. Αυτό έγινε σε μια στιγμή που
οι πλατειές μάζες πέρασαν σε εκείνη την κατάσταση της σχετικής έλλειψης πολιτικού
ενδιαφέροντας που χαρακτηρίζει τις εποχές στις οποίες μετά από μια γενική έξαψη
η πολιτική πάλη παίρνει καινούργιες και απροσδόκητες μορφές. Στην πραγματικότητα
ποτέ μετά το 1972 και παρά την καμπάνια «ενάντια στον Λιν Πιάο και τον Κομφούκιο»
η αριστερά στη βάση του κόμματος και της κοινωνίας δεν ξεπέρασε το πολιτικό
σοκ που αποτέλεσε γι αυτήν το γεγονός ότι η δεύτερη πιο εμβληματική ηγετική
μορφή της ΠΕ μετά τον Μάο Τσε Τουγκ αποδείχτηκε ο πιο μεγάλος σοσιαλφασίστας
συνωμότης. Αυτή η σύγχυση λοιπόν συν την ανάγκη να μπουν σε κίνηση μεγάλοι τομείς
της παραγωγής, που υπολειτουργούσαν στη διάρκεια της ΠΕ, ιδιαίτερα στις μεγάλες
πόλεις, επέτρεψαν μια κάποια επιστροφή της κομματικής δεξιάς. Σε αυτήν ανήκε
ένας μεγάλος αριθμός πολύ ικανών οργανωτικών στελεχών του διοικητικού και παραγωγικού
μηχανισμού ενώ οι πιο διπρόσωποι και αντιδραστικοί από αυτούς, με πρώτον τον
Ντεγκ δεν το είχαν σε τίποτα να κάνουν και μια ψεύτικη αυτοκριτική για να ξαναπάρουν
θέσεις εξουσίας μετά από αρκετά χρόνια δουλειάς στην ύπαιθρο. Όμως στην κύρια
πλευρά η μεγάλη πολιτική νίκη της ΠΕ ήταν παρούσα στη νέα φάση της σχετικής
ενότητας και σταθεροποίησης, δηλαδή ήταν πλέον γεγονός η εκκαθάριση του κόμματος
από το μεγαλύτερο όγκο των δεξιών σοσιαλφασιστών όπως ήταν γεγονός η διόρθωση
της κομματικής γραμμής και το ανέβασμα της πολιτικής συνείδησης των μαζών.
Η νέα κατάσταση θα μπορούσε να κρατήσει για κάποιο καιρό ώστε να χωνευτούν τα
αποτελέσματα της πρώτης ΠΕ και μια καινούργια να ξεσπάσει όποτε οι νέες συσσωρευμένες
αντιθέσεις της ταξικής πάλης θα ζητούσαν τη λύση τους. Όμως έμενε ακόμα μια
καίρια διπλή ιδεολογική πάλη να δοθεί, από τη μια ενάντια στη δεξιά που αναθάρρησε
και αντεπιτέθηκε μετά τον σχεδόν ταυτόχρονο θάνατο του Μάο Τσε Τουνγκ και του
Τσου Εν Λάι το 1976 και από την άλλη ενάντια στον «αριστερό» ρεβιζιονισμό των
«4» που χαντάκωσαν την αντίσταση στη δεξιά με την πλατφόρμα τους, τον πραξικοπηματισμό
και τον υπερ-σεχταρισμό τους. Αλλά γι αυτήν την φάση θα μιλήσουμε αφού πρώτα
περάσουμε στο Θιβέτ για τα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης.