Σε συνέντευξη που έδωσε στο Έθνος (28/7) η Γιάννα Ρουσσάκη είπε : «Ήταν έγκλημα... όχι ατύχημα, δολοφονία ήταν. Ο πατέρας μου το προηγούμενο βράδυ πήγε να χαιρετήσει τα αδέλφια του -τις δύο αδελφές του και τον αδελφό του- γιατί θα πήγαινε με τα μικρότερα αδέλφια μου Σαββατοκύριακο στην εξοχή. Και τους είχε πει ότι «αν γίνει κάτι σε αυτό το πλοίο, θα καούμε σαν τα ποντίκια...». Το είπε γιατί ήξερε πως δεν υπήρχαν μέτρα ασφαλείας και έξοδοι διαφυγής. Από μια τρύπα μπαινόβγαιναν, με την πλάτη και για να κατέβεις στη δεξαμενή, ήθελες πέντε λεπτά. Έγκλημα ήταν, γιατί οι υπεύθυνοι γνώριζαν και δεν έπαιρναν μέτρα. Ένας συνάδελφος του πατέρα μου, μου είπε πως επρόκειτο να σχολάσουν στις 5 το απόγευμα και τους κράτησαν με το ζόρι, για να φύγουν στις 8. Αν έφευγαν στην ώρα τους, στις 4.10, θα είχαν κλείσει τα εργαλεία και τώρα θα ζούσαν.
Ο πατέρας μας δούλευε κανονικά στη Δραπετσώνα και πήγε δύο μέρες εκεί για έξτρα μεροκάματα. Να βοηθήσει. Όλοι από εκείνον περιμέναμε. Η μικρή, η Κυριακή, είναι 9 ετών, τα δύο αγόρια, ο Θωμάς 16 και ο Μανώλης 21. Μόνο αυτός δουλεύει βοηθός σιδηρουργού στην Ελευσίνα και παίρνει 30 ευρώ μεροκάματο. Η Ελένη είναι 22 και εγώ έμεινα με τρία μωρά μόνη. Ο πατέρας έτρεχε, αγωνιζόταν για μας. Χάσαμε τη μαμά μας και του στοίχισε πολύ, γιατί ήταν μαζί 26 χρόνια, αγαπημένοι. Όμως ήταν πάντα ακούραστος, καλός μάστορας, δούλευε σκληρά. Θυμάμαι που γύριζε στο σπίτι από τη δουλειά με εγκαύματα στο στήθος μέσα από τη φόρμα και... καμένα χέρια. Μα δεν λύγιζε, έτρεχε για όλους μας».