ΟΙ  ΟΛΥΜΠΙΑΔΕΣ  ΔΕΝ  ΕΧΟΥΝ  ΜΕΛΛΟΝ

Ο αθλητικός ανταγωνισμός σκοτώνει την άθληση

 

Αναδημοσιεύουμε με τη ευκαιρία των Ολυμπιακών του Πεκίνου ένα κείμενο του σ. Ηλία Ζαφειρόπουλου που δημοσιεύτηκε τον Ιούλη του 2004 στην Νέα Ανατολή

 

Γενικότερα το κακό των αγώνων και η συνολικά αρνητική τους φύση δεν βρίσκεται σε εκείνο για το οποίο τους κατηγορεί η ψευτοαριστερά, δηλαδή στον εμπορευματικό χαρακτήρα τους και στο ρόλο των μονοπωλιστών που διαφημίζονται μέσα από αυτούς. Ούτε ακόμα περισσότερο στην αστυνόμευσή τους. Αυτά τα στοιχεία δεν είναι συνυφασμένα με τους ολυμπιακούς αγώνες περισσότερο από όσο είναι κάθε άλλη μαζική διαδικασία θεάματος και κάθε άλλη μεγάλης κλίμακας διαδικασία έκθεσης εμπορευμάτων στην εποχή του καπιταλισμού. Εννοούμε ότι στον καπιταλισμό ακόμα και η πιο υπέροχη συμφωνική συναυλία του πιο υπέροχου έργου μπαίνει στη σφαίρα της κυκλοφορίας του εμπορεύματος και υφίσταται τους νόμους της. Μια τέτοια συναυλία σαν συγκέντρωση ανθρώπων και μάλιστα των πιο εύπορων ή ακόμα και εκείνων που ανήκουν στην κυβερνητική ελίτ προστατεύεται από αστυνομική φύλαξη. Αυτά τα στοιχεία ισχύουν και στις μαζικές εκδηλώσεις στις οποίες το κεφάλαιο παρουσιάζει τα πιο υλικά προϊόντα της παραγωγικής του δραστηριότητας, όπως γίνεται στις μεγάλες εμπορικές εκθέσεις. Και στις συναυλίες και στις εμπορικές εκθέσεις μπορεί κανείς να αρνηθεί όσο θέλει την εμπορευματική μορφή του καλλιτεχνικού ή του απλού χρήσιμου προϊόντος, αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί αυτό το ίδιο το προϊόν μόνο και μόνο επειδή παίρνει τη μορφή του εμπορεύματος. Μόνο ο σοσιαλφασισμός και οι πιο καθυστερημένοι από τους παπάδες κατηγορούν σήμερα αυτά καθεαυτά τα προϊόντα επειδή παίρνουν εμπορευματική μορφή και δεν νοιάζονται καθόλου που σε τελική ανάλυση αυτά τα προϊόντα τα παράγουν οι μάζες και τα χρησιμοποιούν για να αναπαράγουν την ίδια την υλική τους ύπαρξη.


Το αντιδραστικό περιεχόμενο του αθλητικού θεάματος. Η καταστροφή του αθλητή με την υπεργύμναση*

 

Όμως στο σύγχρονο αθλητικό θέαμα το μεγάλο ζήτημα κριτικής βρίσκεται σε αυτό το ίδιο το περιεχόμενό του. Το κεντρικό πρόβλημα μάλιστα βρίσκεται στον πρωταγωνιστή του, τον αθλητή. Αν ο αθλητισμός έχει σαν κεντρικό στόχο να αναπτύξει το ανθρώπινο σώμα και να δώσει στο ανθρώπινο πνεύμα και στις αισθήσεις όλη την πληρότητα και τη χαρά της σωματικής προσπάθειας και της σωματικής υγείας, το σύγχρονο αθλητικό θέαμα έχει σαν αποτέλεσμα να τραυματίσει, ακόμα και να καταστρέψει και τη σωματική και την πνευματική υγεία του αθλητή. Έχουμε γράψει σε ένα πολύ παλιότερο άρθρο μας στη Νέα Ανατολή ότι η μεγάλη αντίφαση και η αλήθεια του σύγχρονου αθλητικού θεάματος συμπυκνώνεται στην εξής φράση: "Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι άρρωστοι από αγυμνασιά παρακολουθούν τον ανταγωνισμό μερικών χιλιάδων συνανθρώπων τους ακόμα πιο άρρωστων από υπεργύμναση". Πρόκειται για μια πιο πολιτισμένη επανέκδοση της ρωμαϊκής αρένας στην οποία οι μονομάχοι απλά δεν πεθαίνουν στο τέλος. Για την ακρίβεια δεν πεθαίνουν μέσα στην αρένα, αλλά η ζωή τους, σύμφωνα με στατιστικές για τον μέσο όρο ζωής των πρώην πρωταθλητών είναι σαφώς συντομότερη από εκείνη όσων ζουν έξω από αυτήν. Στο κέντρο αυτής της αρρώστιας βρίσκονται περισσότερο τα ατομικά αθλήματα παρά τα ομαδικά και από αυτά περισσότερο τα αθλήματα αντοχής και της δύναμης παρά εκείνα ταχύτητας και της τεχνικής, όμως η αρρώστια είναι καθολική.

Για να το μάθει κανείς αυτό χρειάζεται να προσέξει και να μελετήσει μια σχετικά ειδική και περιορισμένη αρθρογραφία γύρω από αυτά τα ζητήματα. Όμως πολύ συχνά έρχονται στον μέσο άνθρωπο εικόνες και συμπτώματα αυτού του φαινόμενου. Ποιος δεν έχει ακούσει για το ότι ο τάδε ακοντιστής δεν μπορεί να συμμετάσχει στους αγώνες γιατί είναι για πολύ καιρό τραυματισμένος στην ωμοπλάτη, ή ποιος δεν έχει δει την ξαφνική πτώση μέσα στο στίβο του τάδε δρομέα που σφαδάζει από πόνο μετά την ξαφνική θλάση ενός τένοντα. Αν κάποιος παρακολουθεί έστω και από μακριά την πορεία ενός πρωταθλητή θα διαπιστώσει πόσο συχνά έχει προβλήματα τραυματισμού, ουσιαστικά αυτοτραυματισμού πράγμα που εκφράζεται και από τον ίδιο όταν μιλάει για τις μελλοντικές επιδόσεις του και διατυπώνει την επιφύλαξη "αν δεν έχω τραυματισμό". Λιγότερα στοιχεία φτάνουν στο πλατύ κοινό για τα προβλήματα υγείας των δρομέων μεγάλων αποστάσεων, όπως της σκλήρυνσης και υπερμεγέθυνσης της καρδιάς, ή των πολύ σοβαρών ορμονικών τους προβλημάτων, ειδικά για τις γυναίκες. Ακόμα λιγότερο μαθαίνει αυτό το κοινό για το πώς οι προπονητές κόβουν την περίοδο στις νεαρές γυμνάστριες και σημαδεύουν την ανάπτυξή τους ή για τους συχνά αφόρητους πόνους, ειδικά όταν προσπαθούν να αναπαυθούν, με τους οποίους ζουν για χρόνια οι αρσιβαρίστες. Αυτοί οι τελευταίοι, που αποτελούν ένα είδος παραπεταμένων του πρωταθλητισμού, είναι οι πιο τσακισμένοι και οι πιο βασανισμένοι σωματικά πρωταθλητές, είναι οι άνθρωποι με τις κατεστραμμένες αρθρώσεις.

Η γενική αυτή κατάσταση των αθλητών δεν τονίζεται όσο της αντιστοιχεί από τα διεθνή ΜΜΕ γιατί η αστική τάξη που τα ελέγχει δεν θέλει να αποκαλυφθεί στις μάζες πόσο άρρωστο στην ουσία του είναι το αθλητικό θέαμα και ακόμα περισσότερο πόσο άρρωστη είναι όλη η λογική του κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού που σήμερα έχει αδράξει το αθλητικό θέαμα απ' άκρου σε άκρη. Η μόνη κριτική που κάνει η αστική τάξη στο αθλητικό θέαμα είναι στο ντοπάρισμα με χημικές ουσίες. Για την αστική τάξη μόνο αυτό το ντοπάρισμα αποτελεί άρνηση του αθλητικού ιδεώδους. Στην πραγματικότητα το ντοπάρισμα με χημικές ουσίες αποτελεί μόνο παραβίαση της ισότητας των όπλων στον ανταγωνισμό και για αυτό είναι απεχθές αποκλειστικά σε εκείνο το τμήμα της αστικής τάξης που είναι δεμένο ακόμα με τον ανταγωνισμό του τύπου της ελεύθερης αγοράς. Όμως το αληθινό πρόβλημα είναι ο ίδιος ο ανταγωνισμός και η υπεργύμναση, ο τραυματισμός, η υπερκόπωση ακόμα και η ψυχική αρρώστια που αυτός φέρνει. Το ντοπάρισμα, που φαίνεται σαν να αποτελεί μια εξαίρεση, μια παραβίαση του κανόνα του αθλητικού "ιδεώδους" χρησιμεύει απλά σαν ο αποδιοπομπαίος τράγος του σύγχρονου αθλητισμού, ή καλύτερα ο παράγοντας που εξασφαλίζει ήσυχη συνείδηση στην κυρίαρχη τάξη και στην κυρίαρχη ιδεολογία. Στην πραγματικότητα το ντοπάρισμα είναι ο ανταγωνισμός που έχει φτάσει στην πιο ακραία καταστροφή του σώματος και στην πιο μεγάλη ηθική παρακμή για τον αθλητή που με αυτόν τον τρόπο εξαπατάει, αλλά και εκδικείται τους θεατές θαυμαστές του. Είναι ο αθλητικός ανταγωνισμός ο οποίος έχει γίνει πια τμήμα και εργαλείο του κεφαλαιοκρατικού και μάλιστα του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού εκείνος που σπρώχνει τον αθλητή στην υπεργύμναση. Μόνο έτσι ο αθλητής ξεπερνάει τα φυσικά όρια που η φυσική και κοινωνική εξέλιξη έχει βάλει στο ανθρώπινο σώμα για μια ολόκληρη εποχή. Αυτό το ξεπέρασμα είναι υποχρεωτικό για να δώσει στον αθλητή τη νίκη, δηλαδή την υπεροχή του πάνω στους ανταγωνιστές του, είτε σε μια συγκεκριμένη χρονικά περιορισμένη και αυτοτελή αναμέτρηση, όπως γίνεται με την κατάκτηση ενός μεταλλείου, είτε σε μια ιστορική αναμέτρηση που υψώνεται πάνω από τις επιμέρους αναμετρήσεις με την κατάκτηση ενός ρεκόρ. Αλλά το ξεπέρασμα των ορίων είναι μόνο φαινομενικό, πλαστό. Γιατί κάποια στιγμή το σώμα αντιδρά και αρνείται να αναλάβει το πρόσθετο βάρος. Ο τένοντας αρνείται να αναλάβει την υπερβολική ενέργεια του υπερτροφικού μυ. Η άρθρωση αρνείται να αναλάβει την ένταση της υπερενίσχυσης του τένοντα. Το αιματοποιητικό σύστημα αρνείται να αναλάβει το βάρος του κυκλοφοριακού και η φυσική ορμόνη που εκκρίνει το σώμα αρνείται να γεμίσει όλα τα ενεργειακά κενά. Αυτή η άρνηση είναι ο τραυματισμός, το χρόνιο ορμονικό ελάττωμα, και τελικά η καθαρή και φανερή σε όλους σωματική αρρώστια και, γιατί όχι η αναπηρία. Αυτό είναι το αποτέλεσμα του να γίνεται τελικά η σωματική ρώμη αντί ο βασικός σκοπός ένα εργαλείο και τελικά ένα θύμα του ανταγωνισμού.

Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι αυτή η υπερπροσπάθεια και το ξεπέρασμα των ορίων είναι ευθύνη του ατομικού αθλητή και όχι του αθλητικού συστήματος. Στην πραγματικότητα όμως ο σύγχρονος μεγάλος αθλητής ή καλύτερα ο πρωταθλητής δεν είναι ένα μεμονωμένο άτομο που γυμνάζεται και ανταγωνίζεται άλλα. Είναι ένα μέρος μιας καπιταλιστικής επιχείρησης ή ακόμα περισσότερο ενός καπιταλιστικού κράτους που ανταγωνίζονται για την κατάκτηση της κυριαρχίας πάνω σε άλλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις και σε άλλα κράτη. Ο σύγχρονος μεγάλος αθλητής μοιάζει με τον αστροναύτη και τον πιλότο της φόρμουλα ένα. Ο αστροναύτης κάνει τη μεγάλη τελική κίνηση, αλλά από κάτω του στη Γη, βρίσκεται ένα πελώριο σώμα από ειδικούς και μηχανές που τον έχει εξαπολύσει στο διάστημα και που τον κρατάει σε αυτό παρακολουθώντας και ελέγχοντας κάθε του κίνηση. Αυτό φαίνεται πιο καθαρά στον μισοαθλητικό ανταγωνισμό της φόρμουλα 1 όπου ο πιλότος και το αμάξι είναι διασυνδεδεμένα με το συνεργείο των τεχνικών που αλληλεπιδρούν, στην ουσία συνοδηγούν  σύμφωνα με έναν ακριβή καταμερισμό δράσης σε όλη τη διάρκεια του αγώνα. Ανάλογα και ο σύγχρονος πρωταθλητής είναι ο φανερός, ο πιο καίριος και γι αυτό ο πιο δημοφιλής κρίκος μιας αλυσίδας που περιλαμβάνει προπονητές, τεχνικούς της άθλησης, φυσιολόγους, γιατρούς, διαιτολόγους, οικονομικούς μάνατζερ και πολιτικά στελέχη οι οποίοι χειρίζονται όλο και πιο περίπλοκα και ακριβά μηχανήματα και οι οποίοι τον εξαπολύουν στην αρένα και τον στηρίζουν υλικά ή ηθικά σε κάθε στάδιο του ανταγωνισμού. Ο αστροναύτης της άθλησης δεν μπορεί να υπάρξει ούτε στιγμή χωρίς τον παραπάνω μηχανισμό πίσω του. Και αυτός είναι ένας μηχανισμός του κεφάλαιου, που έχει είτε τη μορφή μιας αθλητικής καπιταλιστικής εταιρείας, είτε τη μορφή των χορηγών του πρωταθλητή, είτε τη μορφή του κρατικού μηχανισμού του αστικού και ιμπεριαλιστικού κράτους.

Αυτοί οι μηχανισμοί δεν είναι φτιαγμένοι για να κάνουν υγιή ανάπτυξη του σώματος και διαπαιδαγώγηση. Είναι φτιαγμένοι για να διεξάγουν ένα πόλεμο κυριαρχίας πάνω στους ανταγωνιστές τους όπως κάνει πάντα και σε κάθε ίνα του το κεφάλαιο. Δεν είναι δυνατό σε έναν αθλητή να στερήσει τα κέρδη και ακόμα χειρότερα να υπονομεύσει το γόητρο του κεφαλαιοκρατικού μηχανισμού που τον εκτόξευσε. Είναι μάλιστα υποχρεωμένος να νικάει γιατί ύστερα από μια σειρά ήττες όχι μόνο ο ίδιος αποσύρεται αλλά συχνά και ο μηχανισμός που τον εξαπολύει κατά των αντιπάλων του. Αυτό είναι το νόημα του αθλητικού πολέμου. Δεν σκοτώνεται εδώ ο νικημένος, αλλά τραυματίζεται ηθικά ο αθλητής ή και πεθαίνει αθλητικά μετά από μερικές ήττες ενώ ανάλογα παθαίνει και ο συλλογικός μηχανισμός που τον στηρίζει. Γι αυτό το λόγο αυτός ο πόλεμος διαπερνά κάθε μέλος της ομάδας που βρίσκεται πίσω του. Και όχι μόνο της στενής ομάδας που περιγράψαμε, αλλά όλης της ευρύτερης κοινότητας του κεφαλαίου και των ανθρώπων που θελημένα ή αθέλητα ταυτίζονται με τη νίκη αυτού του κεφάλαιου. Αυτή η ευρύτητα φτάνει στο μεγαλύτερο βαθμό της στην περίπτωση που ο αθλητής ανταγωνίζεται για λογαριασμό του κράτους. Στην περίπτωση αυτή εκατομμύρια και δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι περιμένουν από τον βασανισμένο μονομάχο τους τη νίκη και μάλιστα με κάθε θυσία. Τότε αυτός γίνεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά το όργανο αυτού του πόθου για νίκη, που στα μάτια του παρουσιάζεται σαν νίκη των μαζών και του έθνους του. Τότε το σώμα του, ακόμα και το πνεύμα του γίνεται ξένο και στον ίδιο. Στην πραγματικότητα ο ίδιος ολόκληρος σαν πρωταθλητής έχει γίνει σώμα και πνεύμα του κεφάλαιου και του κράτους του κεφάλαιου. Αυτό το πλήθος που ουρλιάζει και κλαίει με τη νίκη του πρωταθλητή είναι το μεγαλύτερο σύγχρονο αναβολικό. Εννοείται ότι το πλήθος δεν ουρλιάζει από μόνο του. Ντοπάρεται και αυτό με τη σειρά του από τα ΜΜΕ του έθνους, από τους πολιτικούς του από τους αναλυτές και τους "σοφούς" του, από όλους αυτούς που του κρύβουν ότι χειροκροτεί σακάτηδες ή στην καλύτερη περίπτωση απλά τραγικά πρόσωπα.

Το ότι αυτή η καταστροφή του σώματος έχει την πηγή της στον ανταγωνισμό το μαρτυράνε τα αθλητικά παιχνίδια και πιο πολύ το πιο δημοφιλές από όλα, το ποδόσφαιρο. Εδώ αποδεικνύεται ότι τα προβλήματα της υπερκόπωσης και των τραυματισμών μεγαλώνουν όσο μεγαλώνει ο κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός και όσο πιο βαθιά το μεγάλο κεφάλαιο αδράχνει τη μια μετά την άλλη τις ποδοσφαιρικές ομάδες. Αφού στο αθλητικό παιχνίδι αντίθετα με τα αθλήματα επίδοσης δεν μπαίνει στον ανταγωνισμό κυρίως η καθαρά σωματική επίδοση, αλλά μπαίνει πολύ περισσότερο η τεχνική δεξιότητα και μια σειρά πνευματικές αρετές και ταλέντα, θα περίμενε κανείς η σωματική καταπόνηση σε αυτό να μην είναι τόσο ισχυρή, όσο ας πούμε στο στίβο. Και όντως έτσι ήταν ως πριν μερικές δεκαετίες. Όμως τώρα την υπερκόπωση και τις κακώσεις των αθλητών στίβου τις αντιμετωπίζουν και οι ποδοσφαιριστές. Τώρα δηλαδή με δεδομένους τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στις ομάδες σε ότι αφορά το επίπεδο της τεχνικής κατάρτισης και του ατομικού ταλέντου των παικτών, νικάει η ομάδα που έχει την καλύτερη "φυσική κατάσταση". Στον ποδοσφαιρικό πρωταθλητισμό αυτή μεταφράζεται στο αφύσικο καθήκον ενός παίχτη να διανύει δεκάδες χιλιόμετρα σε μιάμιση ώρα ανεβοκατεβαίνοντας σε όλο το γήπεδο με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Αυτή η υπερκόπωση, που αποτελεί προϋπόθεση της σύγχρονης τεχνικής του "ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου" ξεσπάει συνήθως στους καλύτερους παίχτες των καλύτερων ποδοσφαιρικών ομάδων που αναλαμβάνουν το βάρος να συμμετέχουν ταυτόχρονα στο εθνικό τους πρωτάθλημα, στο περιφερειακό διακρατικό τους πρωτάθλημα πρωταθλητριών και στο πρωτάθλημα των εθνικών τους ομάδων. Στο μέτρο λοιπόν που αυτή η κούραση γενικεύεται αρχίζουν και οι ποδοσφαιριστές να είναι θύματα όχι μόνο των τραυματισμών από τις όλο και περισσότερες συγκρούσεις μεταξύ τους μέσα στον αγωνιστικό χώρο, αλλά και από τραυματισμούς λόγω υπεργύμνασης στα παιχνίδια και στις εξουθενωτικές προπονήσεις, κυρίως από θλάσεις των τενόντων. Σύμφωνα με ειδικούς αυτή η υπερκόπωση είναι μια από τις αιτίες που στο πρόσφατο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα έκαναν τις εθνικές ομάδες της Αγγλίας και της Γαλλίας με τους μεγαλύτερους παίχτες τους εξουθενωμένους από τους πολλούς αγώνες να χάσουν από ομάδες κατώτερες σε τεχνικές ικανότητες, αλλά με πολύ πιο ξεκούραστους παίχτες.

Όμως το χειρότερο δεν είναι αυτό γιατί σε τελική ανάλυση αυτή είναι μια τιμωρία του κεφάλαιου από ένα άλλο κεφάλαιο. Το χειρότερο είναι η αποδειγμένη πλέον καταστροφή, ακόμα και η απώλεια ζωής των παιχτών. Μετά από μια σειρά θανάτων σημαντικών παιχτών του ιταλικού ποδοσφαίρου σαν τους Τζιανλούκα Σινιορίνι, Κουίντο Βιντζέντζι, Τζιόρτζιο Ρονιόνι και Μπρούνο Μπεατρίς, η ιταλική δικαιοσύνη έκανε μια επιδημιολογική έρευνα από τα 1960 ως τις μέρες μας πάνω σε 24000 ιταλούς ποδοσφαιριστές των τριών ανώτερων ποδοσφαιρικών κατηγοριών για να ανακαλύψει εμβρόντητη ότι σε 400 παίκτες που πέθαναν σε αυτό το διάστημα 70 θάνατοι είναι ύποπτοι και επίσης ότι το ποσοστό θνησιμότητας από καρκίνο των ποδοσφαιριστών είναι το διπλάσιο του μέσου όρου του πληθυσμού! Η χειρότερη διαπίστωση των δικαστών ήταν ότι μια από τις πιο σκληρές και θανάσιμες αρρώστιες που οδηγεί σε ολική παράλυση, την πλευρική αμυοτροφική σκλήρυνση (Sclerosis Lateral Amyotrpohic) ενώ περίμεναν να τη συναντήσουν στο μέσο ποσοστό της που είναι το 0,61 % στο σύνολο του πληθυσμού, δηλαδή το πολύ σε 1 περίπτωση στους 24000, την συνάντησαν σε 45 παίκτες (!) εκ των οποίων ήδη οι 13 πέθαναν.

Η πρώτη επίσημη ιατρική απάντηση σε αυτό το τελευταίο φαινόμενο έρχεται από τους ιταλούς νευροβιολόγους που με ένα άρθρο τους στο πολύ έγκυρο ιατρικό περιοδικό Lancet εκτιμούν ότι: "Οι τραυματισμοί και μια έντονη φυσική προσπάθεια, συνδεδεμένες με μια πιθανή επίδραση μιας καταχρηστικής λήψης φαρμάκων- η οποία δεν έχει γίνει ακόμα αντικείμενο πραγματικής έρευνας- μπορούν να θεωρηθούν σαν πιθανές αιτίες της SLA στους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές". Η εκτίμηση αυτή στηρίχθηκε ανάμεσα στα άλλα και στο ότι η ήδη διαπιστωμένη σχέση ανάμεσα στην SLA και στους φυσικούς τραυματισμούς διασταυρώθηκε με το γεγονός ότι το σύνολο των θυμάτων ήταν αμυντικοί παίκτες (Τα στοιχεία από τις Μοντ της 9. 12. 2003 και της 2.3. 2004).

Στο ποδόσφαιρο ο ανταγωνισμός αποκαλύπτει και μια άλλη ιδιαίτερη συνέπειά του σε σχέση με άλλα αθλήματα: Την ψυχική υπερφόρτωση των μετόπισθεν και πιο συγκεκριμένα των προπονητών που πάσχουν σε ένα πολύ ψηλό ποσοστό από καρδιοπάθειες λόγω του στρες που φέρνει η πολύπλοκη σχέση τους με παίκτες, κοινό και διοίκηση της ομάδας ενώ ταυτόχρονα δεν μπορούν από το ρόλο τους να διοχετέυσουν το στρες τους στην κίνηση όπως κάνουν οι παίχτες. (Μοντ, 18.12.2001).

 

Το χημικό ντοπάρισμα

 

Αν μέχρι στιγμής δώσαμε στο χημικό ντοπάρισμα πολύ μικρή σημασία ήταν για να αποκαλύψουμε ότι έτσι και αλλιώς και ανεξάρτητα από αυτό ο σύγχρονος αθλητικός ανταγωνισμός καταστρέφει τους πρωταθλητές και ότι σε τελευταία ανάλυση ο πρωταθλητής βρίσκεται κάτω από την επιρροή ενός μόνιμου ψυχικού και ιδεολογικού ντοπαρίσματος από την κοινωνία. Πρέπει ωστόσο να δώσουμε στο χημικό ντοπάρισμα το ξεχωριστό βάρος που έχει από δυο απόψεις. Πρώτον, από την άποψη ότι αποτελεί την πιο ακραία επίδραση του ανταγωνιστικού αθλητισμού στην καταστροφή του σώματος και δεύτερον, από την άποψη ότι αποτελεί την πιο ακραία έκφραση της ηθικής διαφθοράς και απάτης του αθλητικού ανταγωνισμού. Και από τις δυο αυτές απόψεις το ντοπάρισμα είναι το κατ' εξοχήν τεχνικό εργαλείο του φασιστικού κρατικομονοπωλιακού κεφάλαιου που περισσότερο από κάθε άλλο κεφάλαιο και συνειδητότερα βάζει το σύγχρονο αθλητικό θέαμα στην υπηρεσία της πάλης του αντίστοιχου κράτους για πολιτικοστρατιωτική ηγεμονία.

Είπαμε προηγούμενα ότι το ντοπάρισμα είναι σύμφυτο με τον αθλητικό ανταγωνισμό και ότι η λογική της πάλης ενάντια του δεν είναι η λογική της πάλης για την υγεία του αθλητή, αλλά η πάλη για την ισότητα των όπλων του αθλητικού πολέμου. Όμως είναι στη φύση του πολέμου όχι η ισότητα, αλλά ακριβώς αντίθετα η ανισότητα των όπλων. Κανείς δεν θα παρέλειπε σε έναν πόλεμο να χρησιμοποιήσει ένα όπλο που θα του έδινε την νίκη και είναι στους βασικούς κανόνες και του πιο έντιμου πολέμου η εξαπάτηση του εχθρού. Ο παλιός προπονητής των γάλλων ποδηλατών Αντουάν Βαγιέρ δήλωσε στη Μοντ στις 26.11.99: "Τα σπορ είναι ο θρίαμβος της πανουργίας, της πονηριάς και της κομπίνας. Αν λείψει ο έλεγχος το αποτέλεσμα θα είναι το ντοπάρισμα, η διαφθορά και η απάτη". Αφού όμως ο έλεγχος είναι μια υπόθεση εξωτερική ως προς τη φύση του ανταγωνισμού έχει γίνει πλέον μέρος του αγώνα η παράκαμψη των ελέγχων και η εξαπάτηση των ελεγκτών. Σε όλες τις συζητήσεις που γίνονται σήμερα σχετικά με τις ουσίες του ντόπινγκ οι ειδικοί συμφωνούν ότι η χρήση τους είναι καθολική σε μερικούς τομείς όπως είναι ο στίβος και την ποδηλασία και εξαιρετικά εκτεταμένη σε όλους τους άλλους. Το ζήτημα είναι μόνο ένα: πως ο ντοπαρισμένος αθλητής δεν θα συλληφθεί.

Ένας από τους αθλητές που μίλησαν ανοιχτά στον τύπο για το ντοπάρισμα, ο γάλλος ποδηλάτης Φιλίπ Γκομόν ανάλυσε διεξοδικά τις μεθόδους με τις οποίες οι αθλητές παρακάμπτουν το ντόπιγκ-κοντρόλ μιλώντας στη Μοντ στις 16 Μάρτη του 2004: "Kατ' αρχήν υπάρχουν προϊόντα που δεν μπορούν να ανιχνευτούν όπως η αυξητική ορμόνη που οι δρομείς τη χρησιμοποιούν όπως θέλουν. Για την τεστοστερόνη αρκεί να τρυπήσει κανείς με σύριγκα μια κάπσουλα Παντεστόν να πάρει το περιεχόμενό της και να τη χορηγήσει κάτω από τη γλώσσα. Αντίθετα την ΕΠΟ, (την ερυθροποιητίνη) δεν μπορούμε να την πάρουμε στη διάρκεια της κούρσας αφού πλέον εντοπίζεται (για χρόνια ολόκληρα η ΕΠΟ δεν εντοπιζόταν και πολλά σπουδαία ρεκόρ έχουν γίνει χάρη σε αυτήν. Σημείωση δικιά μας)... Από εκεί το ενδιαφέρον να καταφύγει κανείς στη μετάγγιση από φιάλες δικού του αίματος που έχει φυλάξει (ύστερα από μια θεραπεία με ΕΠΟ). Με μια φιάλη αίματος την εβδομάδα ένας δρομέας μπορεί να διατηρήσει τον αιματοκρίτη του στο 50 ενώ οι υπόλοιποι τελειώνουν το γύρο με 40. Όμως οι μεταγγίσεις είναι μόνο για τους μεγάλου διαμετρήματος αθλητές γιατί χρειάζονται γιατρό για να γίνουν».

"...Για την κορτιζόνη ή τα κορτικοειδή αρκεί να έχει κανείς μια καλή θεραπευτική δικαιολογία για να γίνουν αρνητικοί οι θετικοί έλεγχοι. Να πως γίνεται: Ο γιατρός της ομάδας σε στέλνει σε έναν αλλεργιολόγο, είναι υποχρεωτικό. Αυτός διαπιστώνει ότι είσαι ευαίσθητος στα ακάρια και σου γράφει ένα σπρέυ. Είχαμε την εντολή να ζητάμε με κάθε τρόπο να μας γράφουν το Νασακόρτ. Γιατί; Γιατί είναι ένα σπρέυ που καλύπτει την κορτιζόνη. Όταν πάμε στον έλεγχο δηλώνουμε ότι είμαστε αλλεργικοί στα ακάρια, ότι έχουμε συνταγή για Νασακόρτ και ότι το πήραμε το πρωί από τη μύτη. Παραδίπλα μπορούμε να κάνουμε με την ησυχία μας μια ένεση με Κενακόρτ- προϊόν που απαγορεύεται- γιατί στον έλεγχο δεν μπορούν να βρουν τη διαφορά ανάμεσα στο σπρέυ και την ένεση. Στη συνέχεια ο γιατρός σε στέλνει σε ένα δερματολόγο. Ξύνεις λίγο τους όρχεις σου με αλάτι για να του δείξεις ότι έχει κοκκινίλες και τότε αυτός σου γράφει έξη μήνες Ντιπροσόλ σε αλοιφή. Έτσι, από πίσω, μπορείς να κάνεις Ντιπροστέν-που είναι απαγορευμένο- σε ενέσεις χωρίς να διακινδυνέψεις να είσαι θετικός".

Όταν ο δημοσιογράφος ρωτάει τον αθλητή: "τι γίνεται με τους αιφνιδιαστικούς ελέγχους"; Αυτός απαντάει:

"Δεν είναι αιφνιδιαστικοί! Γίνονται στους τόπους της εκγύμνασης και στις κούρσες: Μπορούμε λοιπόν να προετοιμαστούμε εύκολα για να είμαστε σίγουροι πως δεν θα είμαστε θετικοί. Όλοι οι δρομείς ξέρουν ότι όταν παίρνουν προϊόντα που ντοπάρουν, πρέπει να βασίζονται στη μέρα της άφιξής τους στο χώρο της εκγύμνασης ή της κούρσας για να υπολογίσουν πότε πρέπει να σταματήσουν. Για την ΕΠΟ πχ ξέρουμε ότι όταν χορηγείται ενδοφλέβια μένει μόνο τρεις μέρες στα ούρα. Αρκεί λοιπόν να σταματήσει κανείς τη θεραπεία τρεις μέρες πριν φθάσει στο χώρο της κούρσας ή της εκγύμνασης για να περάσει τη δοκιμασία, καθώς το αποτέλεσμα της οξυγόνωσης του αίματος γίνεται αισθητό για δέκα μέρες μετά τη λήψη. Ένας δρομέας που θα έχει επτά μέρες παύση ανάμεσα σε δυο κούρσες θα μπορέσει έτσι να ξαναφορτώσει ΕΠΟ αμέσως μετά την κούρσα και να σταματήσει 3 μέρες πριν φθάσει στην επόμενη. Όσο γι αυτούς που έχουν βάλει τον Γύρο της Γαλλίας σαν στόχο, γενικά σταματάνε κάθε συναγωνισμό δυο βδομάδες πριν το Γύρο και εξαφανίζονται για να ξαναφορτώσουν ΕΠΟ ώστε να φθάσουν στην αφετηρία με έναν αιματοκρίτη που φθάνει στα 50".

Παρακάτω ο Γκομόν εκθέτει τις τεχνικές με τις οποίες οι ποδηλάτες παρακάμπτουν και έναν πιο δύσκολο να παρακαμφθεί, τον λεγόμενο μακροπρόθεσμο ιατρικό έλεγχο που γίνεται ειδικά στη Γαλλία και ο οποίος έχει σαν στόχο όχι μόνο την πάλη ενάντια στο ντοπάρισμα, αλλά και τη διαπίστωση της κατάστασης της υγείας του αθλητή για τη δικιά του προφύλαξη. Εκεί καταλήγει στην καταγγελία των γιατρών που κάνουν αυτούς τους ελέγχους ότι δεν τον ειδοποίησαν για τους σοβαρούς κινδύνους υγείας που διατρέχει από τα ψηλά ποσοστά βλαβερών ουσιών που βρέθηκαν στο αίμα του, αλλά μόνο για τον κίνδυνο να συλληφθεί από το αντιντόπιγκ κοντρόλ. Αυτή η στάση των γιατρών αποδεικνύει ότι το πρόβλημα στο ντοπάρισμα δεν βρίσκεται στην πραγματικότητα ούτε στον αθλητή, ούτε καν στην ομάδα των ειδικών κάθε είδους που βρίσκεται πίσω του, αλλά στο κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς που επιτρέπει και μάλιστα ενθαρρύνει και αναπτύσσει τον εγκληματικό αθλητικό ανταγωνισμό. Πάντως ο γιατρός εμπνευστής του μέτρου του μακροπρόθεσμου ελέγχου, ο Ζεράρ Ντιν, που δουλεύει εθελοντικά εδώ και 10 χρόνια με διάφορες αθλητικές ομοσπονδίες και είναι ο ειδικός βιολόγος της Γαλλικής Αθλητικής Ομοσπονδίας αρκετά χρόνια πριν τις αποκαλύψεις του Γκομόν διαβεβαίωνε ότι: "Στο επίπεδο της διεθνούς αθλητικής ελίτ, από το 1995 δεν υπάρχει ούτε μία επίδοση που να έχει επιτευχθεί δίχως να έχει προηγούμενα υπάρξει λήψη ΕΠΟ" (Μοντ, 11. 5. 1999).


Το κρατικό ντοπάρισμα σοσιαλφασιστικού τύπου

 

Το πρόβλημα του ντοπαρίσματος είναι τόσο πιο μεγάλο όσο πιο συγκεντρωμένο και πιο επιθετικό είναι το οικονομικό ή πολιτικό μονοπώλιο που διαχειρίζεται την αθλητική επίδοση και τον αθλητή. Ο μεγαλύτερος ντοπέρ είναι το σύγχρονο φασιστικό κράτος. Η ανθρωπότητα είχε ουσιαστικά μια ευκαιρία να το διαπιστώσει αυτό όταν διαλύθηκε το ανατολικογερμανικό σοσιαλφασιστικό κράτος. Μόνο τότε ήρθε στην επιφάνεια το καθολικό ντοπάρισμα των αθλητών και αθλητριών της Ανατολικής Γερμανίας που εξασφάλιζε για πολλά χρόνια σε αυτή τη χώρα των μόλις 17 εκατομμυρίων ανθρώπων την τρίτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη σε μετάλλια και επιδόσεις μετά τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Αυτό το ντοπάρισμα δεν ήταν δυνατό να ανιχνευτεί, όπως και κάθε άλλο κατά το οποίο το κράτος το ίδιο ντοπάρει τους αθλητές του, γιατί σε αυτές τις χώρες δεν υπάρχει έστω και στοιχειώδης ενδιάμεσος έλεγχος πριν οι αθλητές φτάσουν στους μεγάλους διεθνείς αγώνες. Αυτός ο ενδιάμεσος έλεγχος γίνεται στις χώρες όπου είναι ισχυρός ο εσωτερικός ανταγωνισμός των κεφάλαιων, οπότε και των αθλητικών επιτελείων και προπονητικών ομάδων που περιγράψαμε παραπάνω. Σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να επιτρέψει το ένα αθλητικό συγκρότημα στο άλλο, δηλαδή το ένα κεφάλαιο στο άλλο, να παραβεί τους κανόνες του ανταγωνισμού που δεν μπορεί να παραβεί το ίδιο. Σε αυτές τις χώρες τα ξεχωριστά κεφάλαια αναθέτουν στο κράτος να είναι ο εγγυητής αυτών των κανόνων. Στην πραγματικότητα το κράτος δεν πετυχαίνει ποτέ να είναι ένας τέτοιος εγγυητής, γιατί τα αθλητικά συγκροτήματα και οι προπονητικές ομάδες έχουν μπροστά τους πάντα ένα στόχο, να ξεπερνάνε διαρκώς το ένα μετά το άλλο τα εμπόδια που βάζουν μπροστά του οι όλο και πιο ανεπτυγμένες τεχνικές και μέθοδες του κρατικού αντιντόπιγκ κοντρόλ. Πάντως το κράτος προσπαθεί να είναι εγγυητής. Σε τέτοιες χώρες δεν είναι δυνατό να υπάρχουν διαφορετικοί όροι για την αθλητική αγορά από όσους υπάρχουν για την αγορά γενικά. Η απάτη είναι βέβαια σύμφυτη με την αγορά εφόσον αυτή είναι ταυτισμένη με το κυνήγι του κέρδους, αλλά η απάτη δεν αποτελεί την ίδια την ουσία της αγοράς, για αυτό βάζει στον απατεώνα έναν απαράβατο όρο για να του επιτρέπει να κινείται μέσα της: να μη συλληφθεί.

Στην περίπτωση του φασιστικού κράτους ο εσωτερικός ανταγωνισμός των αθλητών και των κεφαλαίων, υπόκειται στον εξωτερικό ανταγωνισμό, δηλαδή χρησιμεύει στον δεύτερο μόνο για να γίνεται η επιλογή των αθλητών που θα εκπροσωπήσουν τη χώρα στον διεθνή διακρατικό ανταγωνισμό. Αλλά αυτός ο τελευταίος, ειδικά για το φασιστικό κράτος είναι απογυμνωμένος από κάθε λογική οικονομικού ανταγωνισμού της αγοράς, οπότε και από κάθε λογική τυπικής ισότητας των όρων του ανταγωνισμού. Το φασιστικό κράτος θέλει και μπορεί μόνο με τη βία, σε τελική ανάλυση μόνο με τον πόλεμο οπότε και με την απάτη που είναι σύμφυτη με αυτόν να κυριαρχήσει πάνω στα άλλα. Άλλωστε μόνο με την απάτη μπορεί να στηριχθεί η φασιστική προπαγάνδα που συμπυκνώνεται στον ισχυρισμό ότι το αντίστοιχο κράτος υπερέχει ντεφάκτο φυσικά, φυλετικά ή ιδεολογικά πάνω στα υπόλοιπα.

Έτσι προέκυψε αυτή η πληθώρα "υπεραθλητών" της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Η ώρα της αλήθειας σήμανε μετά την πτώση του τείχους.

Στις 15 Οκτώβρη του 2001 όλες οι πολιτικές ομάδες του Κοινοβουλίου της ενοποιημένης Γερμανίας αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα ταμείο ενός ποσού ανάμεσα στα 1 έως 5 εκατομμύρια ευρώ για να αρχίσει η αποζημίωση των αθλητών της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ). Σύμφωνα με τον γιατρό τραυματολόγο, πρόεδρο του "Συνδέσμου των θυμάτων του ντόπιγκ της ΛΔΓ" Κλάους Τσέλιγκ είναι περίπου 1000 ο αριθμός των θυμάτων που μπορούν να διεκδικήσουν αποζημίωση. Σύμφωνα με ειδικούς ιστορικούς και ειδικούς δημοσιογράφους πάνω από 10000 άτομα ήταν αντικείμενο στην ΛΔΓ αυτού του προγράμματος (Μοντ, 28.11.2001). Πρόκειται για ένα πρόγραμμα επιστημονικού κρατικού ντόπιγκ που τα βασικά του στοιχεία τα αντιγράφουμε από το ίδιο άρθρο της Μοντ:

"Το βασικό προϊόν ήταν το Οράλ-Τουριναμπόλ ένα ισχυρό στεροειδές αναβολικό που τελειοποιήθηκε στο φαρμακευτικό σύμπλεγμα της Ιέναφαρμ, το οποίο μετά την επανένωση το αγόρασε η Σέριγκ. Αυτά τα περίφημα μπλε χαπάκια χορηγήθηκαν από τους ανατολικογερμανούς γιατρούς και προπονητές σε νεαρούς αθλητές, κυρίως κορίτσια. Αυτά τα παιδιά επιλέγονταν και μετά στέλνονταν εσωτερικά και υφίσταντο εντατική προπόνηση κάτω από την εξουσία προπονητών που εκτελούσαν χρέη ανάδοχου γονιού. Εκεί έπαιρναν μια καθημερινή δόση "τονωτικών" σύμφωνα με μια δοσολογία τέτοια ώστε να αποφύγουν κάθε θετικό έλεγχο στις διεθνείς αναμετρήσεις. Οι ανατολικογερμανοί ηγέτες μιλούσαν τότε για "πρόγραμμα υποστήριξης". Ο όρος ντοπάρισμα ήταν απαγορευμένος και φυλασσόταν μόνο για τον δυτικό ταξικό εχθρό. Το αποτέλεσμα αυτού του προγράμματος στο οποίο είχε το πάνω χέρι ο πρόεδρος της Αθλητικής Ομοσπονδίας Μάνφρεντ Έβαλντ ήταν μια απίστευτη συγκομιδή ολυμπιακών μεταλλίων γι αυτή τη χώρα των 17 εκατομμυρίων: 25 μετάλλια στο Μεξικό το 1968, 102 στη Σεούλ το 1988. Από τους πρωταθλητές κολύμβησης (Κρίστιν Όττο, Κορνέλια Έντερ...) μέχρι του στίβου (Μαρίτα Κοχ, Μάρλις Γκερ...) η άλλη Γερμανία χτυπούσε δυνατά, με τους "διπλωμάτες της με αθλητική φόρμα"...

Είναι σήμερα μέσα στα νοσοκομεία που μπορεί κανείς να ξετρυπώσει την κληρονομιά αυτής της δόξας που χρησιμοποίησε για τους δικούς του στόχους το καθεστώς. Όγκοι στο συκώτι, κύστεις στις ωοθήκες, καρδιακά προβλήματα, ψυχικά προβλήματα, ορμονικές διαταραχές: "Είμαστε όλοι βραδυφλεγείς βόμβες, βεβαιώνει η πρώην σφαιροβόλος Μπιργκίτ Μπέζε, 39 χρονών. Δεν έχουμε πληροφόρηση για το τι συμβαίνει ακριβώς, 20 χρόνια μετά τη λήψη των ουσιών, δεν ξέρουμε τα μέτρα πρόληψης για να εμποδίσουμε τις αρρώστιες να προχωρήσουν..."

Θα περίμενε κανείς ότι το μεγάλο αυτό σκάνδαλο κρατικού ντόπιγκ που από μόνο του αχρηστεύει όλα τα ρεκόρ και όλες τις ολυμπιάδες που έγιναν πριν από την αποκάλυψή του, θα συγκλόνιζε τον παγκόσμιο αθλητισμό και όλη την ανθρωπότητα. Κι όμως μόνο σε περιορισμένους πολιτικούς και αθλητικούς κύκλους έγιναν θέμα τα πλαστά ρεκόρ και τα μετάλλια της Ανατολικής Γερμανίας, όπως και η εκατόμβη των θυμάτων του ντοπαρίσματος εκεί. Η πιο άμεση αιτία ήταν ότι την εποχή της ύπαρξης των 2 γερμανικών κρατών ο πολιτικός κόσμος στη Δυτική Γερμανία προσπαθούσε να αποσιωπήσει το σκάνδαλο για τις μεγαλογερμανικές ανάγκες της περίφημης Οστπολιτίκ. Στη συνέχεια, όταν αυτό αποκαλύφθηκε, το νέο ενιαίο γερμανικό κράτος είχε εντάξει μέσα του και μάλιστα σε ψηλές θέσεις μέσα στην Εθνική Ολυμπιακή Επιτροπή αθλητές και ηγετικά διοικητικά στελέχη του ανατολικογερμανικού αθλητισμού που έκαναν και κάνουν ότι μπορούν για να πνίξουν το έγκλημα. Όμως αυτή είναι η στενά γερμανική αιτία του φαινομένου.

Η διεθνής εξήγηση αυτής της σχετικής απάθειας βρίσκεται στο γεγονός ότι ο σοσιαλιμπεριαλισμός παρά την απορρόφηση της ΛΔΓ από τη δυτική Γερμανία ισχυροποιείται σε παγκόσμια κλίμακα και έχει ανάγκη να ενισχύσει ένα από τα πιο πολύτιμα πολιτικο-ιδεολογικά του εργαλεία, τον ιμπεριαλιστικό πρωταθλητισμό. Δεν επιτρέπει λοιπόν με την τεράστια προπαγανδιστική του μηχανή σε καμιά καμπάνια για οποιοδήποτε ζήτημα να συντρίψει ή και να μειώσει το κύρος αυτού του εργαλείου. Ακόμα περισσότερο η Ρωσία, η Κίνα και η Κούβα μπορούν με την αθλητική και κυρίως με την πολιτική τους δύναμη να επηρεάζουν τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή ώστε να μην παίρνει μέτρα ενάντια στο κρατικό ντοπάρισμα, δηλαδή να μην επιβάλει αιφνιδιαστικούς ελέγχους από διεθνή ελεγκτικά όργανα σε όλους τους αθλητές ανά πάσα στιγμή και σε οποιοδήποτε κράτος. Δεν είναι τυχαίο ότι η Διεθνής Επιτροπή Ενάντια στο Ντοπάρισμα, η ΑΜΑ δεν επιτρέπει στις υπηρεσίες της να κάνουν ξαφνικό έλεγχο για τα διεγερτικά (κοκαίνη και αμφεταμίνες) και για τα γλυκοκορτικοστεροειδή (κορτιζόνη). Κι όμως αυτά χορηγούνται αποκλειστικά στην εποχή των προπονήσεων. Αυτή η ρύθμιση ανάγκασε χώρες σαν τη Γαλλία που είχαν αυστηρούς αντιντόπιγκ κανόνες να τους αμβλύνουν. (Αν πέρναγε μια αντίθετη ρύθμιση αυτό θα έφερνε σε δύσκολη θέση όλες τις χώρες του κρατικού ντόπιγκ πιθανά και του ελληνικού του οποίου ήδη ορισμένοι υπερπρωταθλητές του στίβου και περισσότερο ο Κεντέρης, θεωρούνται από το διεθνές αθλητικό κοινό σοβαρά ύποπτοι για ντοπάρισμα επειδή δεν συμμετέχουν στα τακτικά διεθνή μίτιγκ στα οποία συμμετέχουν όλοι οι άλλοι μεγάλοι δρομείς. Κατηγορούνται ότι το κάνουν αυτό για να μην ελέγχονται συχνά και έτσι να μπορούν να ντοπάρονται σε όλο το διάστημα πριν τις πολύ μεγάλες αναμετρήσεις στις οποίες και μόνο συμμετέχουν. Ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα το ελληνικό κράτος είναι πια ένα από αυτά στα οποία το κρατικό ντοπάρισμα στο στίβο είναι δυνατό γιατί ο εσωτερικός διασυλλογικός ανταγωνισμός σε αυτόν τον τομέα είναι μικρός και απλά υπηρετεί τον εξωτερικό μεγαλοκρατικό αθλητικό ανταγωνισμό).

Από την άλλη η έμφαση στο γερμανικό σκάνδαλο θα έπρεπε τελικά να σημαίνει αναδρομική αφαίρεση όλων των μεταλλίων της ΛΔΓ. Αυτό όμως θα σήμαινε να ξαναγραφτεί η ιστορία των ολυμπιακών αγώνων και τελικά να βυθιστεί στην αναξιοπιστία όλος ο θεσμός, πράγμα που με το ίδιο πάθος δεν θέλει ούτε και ο δυτικός ιμπεριαλιστικός κόσμος. Άλλωστε και σε αυτόν παρά τους διαρκείς και αρκετά αιφνιδιαστικούς ελέγχους δεν μπορεί να αποφευχθεί η αποκάλυψη του ντοπαρίσματος όλο και περισσότερων "γιγάντων" και "θρύλων" του αθλητισμού, αρχίζοντας από το ντοπάρισμα σοκ του Μπεν Τζόνσον στα 1998 που του κόστισε το παγκόσμιο ρεκόρ και το χρυσό μετάλλιο και συνεχίζοντας με μια σειρά αποκαλύψεις για άλλους "θρύλους" τύπου Τζόυνερ ή τελευταία της Τζόουνς.


Ο πρωταθλητής και οι μάνατζερ του ιμπεριαλισμού

 

Η φριχτή πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από τον σύγχρονο αθλητισμό δεν μπορεί πια να κρυφτεί. Από παντού χάνει το σάπιο του οικοδόμημα και πρώτα από όλους ο σωματικά και ψυχικά σάπιος πρωταθλητής. Αυτός ο μεγάλος υποκριτής, θύτης και θύμα αυτού του καθεστώτος, δεν μπορεί πια να αντέχει το πελώριο βάρος που έριξε στις πλάτες του το αστικό κράτος, το μονοπώλιο και ο ιμπεριαλισμός. Δεν μπορεί πια να σηκώνει στα εύθραυστα και ταλαιπωρημένα μέλη του ομάδες ειδικών, επιχειρήσεις, έθνη και ευνουχισμένες μάζες διψασμένες για νίκη. Όλο και περισσότερο θα είναι ένας θαμώνας των ιατρείων και όλο και περισσότερο οι στατιστικές θα καταγράφουν τη μοίρα των πρωταθλητών και το όλο και πιο χαμηλό μέσο όρο ζωής τους. Αυτό στο τέλος θα γίνει γνωστό στις μάζες και θα κάνει τον ιμπεριαλιστικό αθλητισμό πολύ απεχθή σε αυτές. Και τότε ίσως αρχίσουν επί τέλους να αδειάζουν τα στάδια-αρένες.

Αυτή η καταστροφή των "ηρώων" του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού δεν είναι κάτι το περιορισμένο ειδικά στο χώρο του αθλητισμού. Είναι στη φύση γενικά του ιμπεριαλισμού να σκοτώνει όχι μόνο τους προλετάριους αλλά και τα στελέχη του, ακόμα και τους ηγέτες του. Υπάρχει ένα ρεύμα φιλελεύθερων μέσα στη δυτικού τύπου αστική τάξη που θεωρώντας, και σωστά, ότι το ντοπάρισμα είναι στη φύση του σύγχρονου αθλητισμού, ζητάει νομιμοποίηση των ουσιών ντοπαρίσματος και χρησιμοποιεί ένα βασικό επιχείρημα: Αφού παίρνουν τέτοιες ουσίες οι μεγάλοι επιχειρηματίες μας, οι μεγάλοι καλλιτέχνες μας και οι πολιτικοί μας ηγέτες για να αντέξουν το τρομαχτικό στρες και την σωματική καταπόνηση της δουλειάς τους γιατί να μην επιτρέπεται αυτό στους αθλητές; Ο καθένας είναι κύριος του σώματός του και της υγείας του, ας αποφασίσει λοιπόν αυτός αν και πόσο θέλει να ντοπάρεται ξέροντας τις συνέπειες. Αφού δεν ελέγχουμε τους πολιτικούς δεν επιτρέπεται να ελέγχουμε και τους αθλητές (Μοντ, 19. 09. 1996).

Αυτή η λογική είναι η μόνη συνεπής με τη λογική του ιμπεριαλισμού. Πραγματικά ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της σύγχρονης μεγάλης επιχείρησης είναι η υπερδραστηριότητα και η υπερκόπωση των στελεχών της, ιδιαίτερα των ηγετικών της. Πραγματικά αυτά τα στελέχη είναι η ενσάρκωση του ανταγωνισμού που όσο πιο σκληρός γίνεται, τόσο πιο σκληρά μέχρι αποκτήνωσης πρέπει και αυτά να δουλεύουν για να επιβιώσουν σε αυτόν και να βγουν νικητές,. Στους υπεραθλητές του ιμπεριαλισμού αυτή η κίνηση έχει φτάσει στο έσχατο σημείο της. Αυτός είναι ο λόγος που σήμερα είναι της μόδας τα ανώτατα στελέχη των επιχειρήσεων να συμμετέχουν σε σεμινάρια και συναντήσεις με τους υπεραθλητές του στίβου για να μαθαίνουν από αυτούς ταχτικές ανταγωνισμού αλλά και ψυχικής και σωματικής στήριξης. Ένας εκπρόσωπος εταιρίας από αυτές που οργάνωσε ένα τέτοιο σεμινάριο δήλωσε: "Οι συνεργάτες μας πρέπει να κάνουν πιο ρωμαλέο το ηθικό τους, πρέπει να έχουν φόρμα αθλητή για να κολλάνε πιο κοντά στις ανάγκες της αγοράς...Υπάρχουν προφανείς αναλογίες ανάμεσα στα σπορ και τις επιχειρήσεις: η αναζήτηση της επίδοσης, η ομαδική δουλειά, η διαχείριση του στρες, είναι θέματα που αντιμετωπίζουμε από κοινού" (Μοντ, 20.02.2001)


Το αναπόφευκτο τέλος του ιμπεριαλιστικού αθλητισμού

 

Πιστεύουμε και μεις ότι οι σύγχρονοι υπεραθλητές και οι σύγχρονοι μάνατζερ έχουν κοινή μοίρα, αλλά αυτή είναι κατά τη γνώμη μας η κατάργησή τους. Όχι γιατί στάθηκαν αχρείαστοι, όπως δεν στάθηκε αχρείαστος και ο ιμπεριαλισμός, αλλά γιατί τώρα πια και αυτός κι εκείνοι έχουν βυθιστεί στην αποσύνθεση και είναι γι αυτό περιττοί. Οι μάνατζερ του ιμπεριαλισμού πήγαν ως την άκρη της τη διαδικασία της συγκέντρωσης του κεφάλαιου και τη διαδικασία οικονομικής ενοποίησης του πλανήτη και στο μέτρο αυτό διευκόλυναν και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε έναν ασύλληπτο βαθμό και τη συντριβή των συνόρων φέρνοντας πιο κοντά τους υλικούς όρους της παγκόσμιας επανάστασης. Αλλά ακόμα και μέσα από την αρνητική τους δράση, μέσα δηλαδή από τους πολέμους που καθοδήγησαν για λογαριασμό του κεφάλαιου, ακόμα και σαν στρατιωτικοί μάνατζερ, ακόμα και σαν πολιτικοί μάνατζερ και γητευτές των μαζών, άθελά τους έμαθαν πόλεμο και πολιτική στις μάζες, συγκρότησαν ενάντιά τους τις δημοκρατικές επαναστάσεις του τρίτου κόσμου και ύψωσαν απέναντί τους τα πρώτα κράτη της σοσιαλιστικής επανάστασης, τις πρώτες απόπειρες της νέας κοινωνίας.

Οι πρωταθλητές είναι μέρος αυτής της κίνησης και υπηρέτες της και από τη θετική τους άποψη δίδαξαν την άθληση στις μάζες και δείξανε τα μεγάλα όρια της ανθρώπινης φυσικής δυνατότητας και επιδεξιότητας πράγμα που έχει μέσα του και υγεία και ομορφιά. Με τα αθλητικά παιχνίδια μάλιστα, και κατ' εξοχήν με το ποδόσφαιρο, εκτός από ένα υπέροχο θέαμα και μια σπάνια απόλαυση πρόσφεραν στους λαούς το πιο γλαφυρό υπόδειγμα ομαδικής δράσης, συνδυασμένης πνευματικής και σωματικής άσκησης, καθώς και ένα απλό και αβλαβές μάθημα στρατηγικής και ταχτικής, άμυνας και επίθεσης, στο οποίο κάθε άνθρωπος μπορεί να συμμετέχει παίζοντας μπάλα.

Αυτά τα θετικά η νέα κοινωνία που έρχεται, η κοινωνία των λαών θα τα κρατήσει. Αλλά αυτό θα το πετύχει καταστρέφοντας αρχικά και καταργώντας όλο το σύστημα του πρωταθλητισμού. Αυτή η καταστροφή θα είναι ένα μέρος της επαναστατικής πάλης για την κατάργηση όλου του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Είναι αδύνατο η νέα κοινωνία των λαών να δεχτεί έναν αθλητισμό που όλο του το οικοδόμημα στηρίζεται στην επιλογή και υπεργύμναση των ταλέντων για να χρησιμοποιηθούν στις μεγάλες αρένες. Το πρόβλημα δηλαδή σε τελική ανάλυση δεν βρίσκεται σε μια δράκα υπερπρωταθλητών που καταστρέφεται σωματικά και διαφθείρεται ηθικά. Το πρόβλημα είναι ότι από πάνω ως τα κάτω σε όλες τις βαθμίδες του οργανωμένου αθλητισμού, σε όλες τις λεγόμενες "κατηγορίες" κυριαρχεί η λογική του πιο σκληρού ανταγωνισμού, λογική που διαφθείρει και καταστρέφει τους πάντες, αθλητές, ειδικούς, παράγοντες και κοινό, τον καθένα στην "κατηγορία του". Είναι ο καπιταλισμός και μάλιστα ο ιμπεριαλισμός που έχει κάνει τη νίκη, ουσία και βασικό στόχο του κάθε αθλήματος και αθλητικού παιχνιδιού. Είναι αλήθεια ότι η νίκη ανεβάζει άτομα και ομάδες στην πιο πάνω "κατηγορία", δηλαδή στο χρήμα και στη δόξα, ενώ η ήττα τα κατεβάζει σε όλο και πιο χαμηλές "κατηγορίες", στη φτώχεια και τη ντροπή. Πραγματικά σε κανέναν τομέα της η σύγχρονη κοινωνία δεν είναι τόσο αυστηρά και ανελέητα ταξική όσο στον επίσημο αθλητισμό. Νίκη και ήττα, πρόκριση και αποκλεισμός. Αυτές είναι οι λέξεις κλειδιά του αθλητικού πολέμου. Οι αστοί υποκριτές μιλάνε για την ανάγκη εντιμότητας και συναδελφικότητας στους αθλητικούς αγώνες. Όμως στην ίδια τους τη γλώσσα έχει περάσει η κρυμμένη αλήθεια. Τους αγώνες που δεν έχουν βαθμολογικό ενδιαφέρον και στους οποίους οι ομάδες δεν μπαίνουν στη διαδικασία της πρόκρισης και του αποκλεισμού, οι ίδιοι τους ονομάζουν "φιλικούς". Αυτό σημαίνει ότι έμμεσα αναγνωρίζουν ότι όλοι οι άλλοι είναι εχθρικοί. Άλλωστε μόνο στον πόλεμο κλαίει και οδύρεται ο νικημένος και μεθάει από χαρά και διοργανώνει θριάμβους ο νικητής. Μετά από μερικές δεκάδες ίσως και εκατοντάδες χρόνια οι άνθρωποι θα ανατριχιάζουν με τη βαρβαρότητα μιας εποχής κατά την οποία στο ίδιο στάδιο-αρένα οι παίχτες και οι οπαδοί της νικημένης ομάδας κλαίνε συντετριμμένοι και δίπλα τους ακριβώς οι νικητές, παίκτες και "φίλαθλοι", παραληρούν από χαρά, όχι μόνο αδιάφοροι στον πόνο των προηγούμενων, όπως θα επέβαλε το συνηθισμένο αυθόρμητο τακτ των πολιτισμένων ανθρώπων, αλλά τόσο πιο πολύ ευχαριστημένοι όσο πιο μεγάλος είναι αυτός ο πόνος. Αυτή η συμπεριφορά δεν είναι σαδιστική. Είναι απλώς πολεμική. Και είναι αυτός ο πόλεμος -ψυχρός πόλεμος σε πρώτη φάση- που διαφθείρει πάνω από κάθε τι άλλο τις μάζες, που διαφθείρει την κερκίδα, που διασπάει τους λαούς και μάλιστα τους διασπάει εθνικά ετοιμάζοντάς τους για τον επόμενο θερμό πόλεμο στον οποίο θα τους καλέσει η κυρίαρχη τάξη.


Για ένα νέο λαϊκό αθλητικό πολιτισμό

 

Για το νέο, τον προλεταριακό πολιτισμό που έρχεται, αυτή η βαρβαρότητα πρέπει να τελειώσει. Γι αυτόν τον πολιτισμό, που αναδύεται ακριβώς ενάντια στον ανταγωνισμό, η άθληση δεν μπορεί να έχει βασικό σκοπό τη νίκη, αλλά τη σωματική, ψυχική και πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι πολύπλευρος και σαν τέτοιος δεν μπορεί να είναι ταυτισμένος με ένα ρεκόρ, με μια επίδοση και με μια δεξιότητα αποκλειστικά σε έναν τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η άθληση δεν μπορεί να είναι σκοπός, αλλά μέσο για την ανάπτυξη του συνολικού, του ολοκληρωμένου ανθρώπου και ο αθλητισμός πρέπει να υπηρετεί αυτό το σκοπό. Σαν τέτοιος δεν πρέπει να έχει σαν στόχο να επιλέγει, να υπεραναπτύσσει και να υπεργυμνάζει μέχρι καταστροφής μια μειοψηφία ανθρώπων και να καταδικάζει την πλειοψηφία στη στέρηση της σωματικής υγείας και ψυχικής ολοκλήρωσης και απόλαυσης που δίνει η άθληση, αλλά ακριβώς αντίθετα να αναπτύσσει την πλειοψηφία των ανθρώπων εντάσσοντας σε αυτήν και χρησιμοποιώντας για αυτήν τα κάθε είδους αθλητικά ταλέντα και βέβαια όλη την προηγούμενη θετική αθλητική εμπειρία. Στη διαδικασία της άθλησης και πιθανά για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο δεν νομίζουμε ότι θα καταργηθεί ή έννοια της νίκης, σαν στοιχείο αναφοράς και κριτήριο άμιλλας ανάμεσα σε άτομα και ομάδες. Όμως η νίκη θα πάψει να είναι ο κύριος στόχος της άθλησης. Η νίκη θα είναι ένα σχετικό και παροδικό στοιχείο συναγωνισμού και άμιλλας, δηλαδή θα υποτάσσεται στη συνεργασία ανάμεσα στους αθλούμενους που θα έχουν από κοινού σαν στόχο τους να αναπτύσσουν μέσα από κάθε αναμέτρηση και τους εαυτούς τους και τις τεχνικές και την ομορφιά των αθλημάτων και των αθλητικών παιχνιδιών. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα μπορεί να υπάρξει και η έννοια του ρεκόρ, όχι όμως του ρεκόρ σαν κύριου και ιστορικού στόχου υπεροχής, αλλά σαν ενός σχετικού και περαστικού στο χώρο και στο χρόνο κριτηρίου επιτυχίας μιας κοινής προσπάθειας. Όμως τα σημερινά αθλητικά ρεκόρ που αποτελούν άρνηση και όχι επιβεβαίωση του υγιούς ανθρώπου πρέπει να πάρουν τη θέση που τους αξίζει ανάμεσα στις άλλες επώδυνες παραξενιές των ανθρώπων που καταγράφει το βιβλίο Γκίνες, δίπλα στον άνθρωπο που κράταγε πιο πολύ την αναπνοή του κάτω από το νερό ή του άλλου που έμεινε για πιο πολλές μέρες κρεμασμένος ανάποδα από ένα δέντρο.

Ήδη η πιο προωθημένη από τις προλεταριακές επαναστάσεις, η κινέζικη όταν κορυφώθηκε σαν προλεταριακή πολιτιστική επανάσταση αποφάσισε να πάψει να συμμετέχει στον ιμπεριαλιστικό πρωταθλητισμό και στον βασικό του ηγετικό θεσμό, τις Ολυμπιάδες. Στην Κίνα του Μάο Τσετούνγκ ο αστικός πρωταθλητισμός κριτικαρίστηκε βαθιά και το σύνθημα της προλεταριακής άθλησης "πρώτα η φιλία και μετά ο συναγωνισμός" αντικατέστησε το πολεμικό σύνθημα του αστικού αθλητισμού "όλα για τη νίκη". Η Κίνα μπήκε ξανά στον διεθνή αθλητικό ανταγωνισμό αμέσως μόλις ήρθε στην εξουσία η νέα αστική τάξη και μόλις ο σοσιαλφασισμός συνέτριψε το προηγούμενο προλεταριακό αθλητικό πνεύμα. Η φασιστική Κίνα γέμισε μετάλλια και βυθίστηκε στην πιο βαθιά εκμετάλλευση και διαφθορά. Αλλά το αθλητικό εκείνο πνεύμα δεν χάθηκε. Υπάρχουν ακόμα και στη δικιά μας χώρα άνθρωποι που θυμούνται ένα φιλικό ποδοσφαιρικό παιχνίδι μιας ομάδας εκείνης της Κίνας στην Ελλάδα με τον Παναθηναϊκό όπου οι κινέζοι παίκτες σε κάποια στιγμή έδωσαν οι ίδιοι ένα φάουλ στον αντίπαλό τους που δεν το είχε προσέξει ο διαιτητής. Κάτι το ασήμαντο που όμως συγκίνησε όλους τους θεατές που διαισθάνθηκαν ότι βρέθηκαν μπροστά σε ένα βαθύ μήνυμα από το ανθρώπινο μέλλον και το χειροκρότησαν με θέρμη.

Αλλά ακόμα και ανεξάρτητα από την εμπειρία της κινέζικης προλεταριακής εξουσίας ο νέος λαϊκός αθλητισμός δεν αποτελεί μέρος μιας ουτοπίας που περιμένει να γίνει κάποτε κρατικό διάταγμα. Ήδη μπροστά στα μάτια μας και μέσα στην ατομική πείρα του καθενός βρίσκεται ο αθλητικός συναγωνισμός του μέλλοντος, ο συναγωνισμός ή καλύτερα η άμιλλα μεταξύ φίλων. Ο καθένας έχει ζήσει εκείνο το ήρεμο και ευγενικό πνεύμα - από το οποίο όμως δεν λείπει το πείσμα - το οποίο διαπερνάει τα αθλητικά παιχνίδια της γειτονιάς, της εκδρομής, και των πολυάριθμων ασταθών μικρών αθλητικών ομάδων που στήνονται εδώ και εκεί αυθόρμητα από τους ανθρώπους του λαού. Αυτές οι προσπάθειες γεννιούνται και σβήνουν χωρίς μέλλον και χωρίς συνέχεια επειδή το σύγχρονο κράτος και το κεφάλαιο τους στερεί τους υλικούς όρους ύπαρξης και πρώτα από όλα της γης, δηλαδή δεν υπάρχει γι αυτούς ούτε αλάνα για μια ποδοσφαιρική ομάδα, ούτε μέσα άθλησης έξω από τον τοπικό σύλλογο που είναι ενταγμένος στο κρατικό ανταγωνιστικό σύστημα, ούτε λεφτά για μια ορειβατική εκδρομή νεολαίων. Σε τελική ανάλυση τα μέσα άθλησης ανήκουν στο κεφάλαιο όπως ανήκουν και τα μέσα παραγωγής. Και είναι η βαθύτερη αλήθεια ότι όσο τα μέσα παραγωγής θα ανήκουν στο κεφάλαιο τόσο οι άμεσοι παραγωγοί δεν θα είναι σε θέση να αθλούνται. Αν μάλιστα δούμε ότι οι περισσότεροι άμεσοι παραγωγοί σε επίπεδο πλανήτη ζουν στον τρίτο κόσμο μέσα στην απόλυτη αθλιότητα θα διαπιστώσουμε ότι για τους περισσότερους από αυτούς δεν μπαίνει καν θέμα άθλησης. Κανείς πεινασμένος ή εξαντλημένος από τη δουλειά δεν έχει περίσσευμα ενέργειας για να το χάσει αθλούμενος. Είναι λοιπόν η κοινωνική επανάσταση εκείνη που δίνοντας τα μέσα παραγωγής στους άμεσους παραγωγούς θα τους δώσει και τα μέσα άθλησης. Αυτή την άθληση λοιπόν αυτοί δεν έχουν κανένα λόγο να τη βάλουν στην υπηρεσία του ταξικού ανταγωνισμού που θα ξαναφέρει τους εκμεταλλευτές στην εξουσία και θα τους στερήσει τελικά κάθε υλική και πνευματική τους επαναστατική κατάκτηση. Η επανάσταση απεχθάνεται τον ιμπεριαλιστικό πολεμικό αθλητισμό και είναι υποχρεωμένη επί ποινή θανάτου να τον συντρίψει. Και πρώτα από όλα πρέπει να συντρίψει την κορυφή αυτού του ανταγωνισμού που είναι οι Ολυμπιακοί αγώνες. Εννοείται ότι αυτή είναι μια διαδικασία στην οποία τον πρώτο ρόλο πρέπει να έχουν οι μάζες που σημαίνει ότι έχει νόημα μόνο όταν οι ίδιες οι μάζες από την πείρα τους κατανοήσουν τον θανάσιμο γι αυτές ρόλο του ανταγωνιστικού αθλητισμού. Ως τότε σαν επαναστάτες δεν θα πρέπει να επιτρέπουμε σε κανέναν σοσιαλφασίστα πραξικοπηματία και σε κανέναν ισλαμοφασίστα να καταργεί αυτός από μόνος του τους οποιουσδήποτε αθλητικούς αγώνες τιμωρώντας τις μάζες για τις συμπάθειες τους και ασκώντας πάνω τους ωμή δικτατορία ώσπου να συμμορφώσουν τα γούστα τους στις δικές τους απαιτήσεις. Η ανασκευή της κριτικής του σοσιαλφασισμού στους Ολυμπιακούς είναι προϋπόθεση για μια αριστερή και δημοκρατική κριτική σε αυτούς, για μια πραγματική επαναστατική τους άρνηση. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι χειρότερος και από τον δυτικού οικονομικού τύπου αθλητικό ανταγωνισμό είναι ο ανατολικού στρατιωτικού τύπου ανταγωνισμός και χειρότερη και από τους δυο, η φεουδαρχικής θρησκευτικής φύσης κατάργησή κάθε επίδειξης και κάθε προσπάθειας σχετικής με την ανάπτυξη και την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος.

 

*Αυτό το κεφάλαιο του ντοπαρίσματος από υπεργύμναση χρειάζεται το δίχως άλλο να συμπληρωθεί με το πλούσιο υλικό που μας προσφέρει σήμερα  ο κινέζικος κρατικός αθλητισμός. Εδώ ανεξάρτητα από το όποιο χημικό ντόπιγκ οι πρωταθλητές γίνονται ανάπηροι από την ασύλληπτη στην ιστορία και σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα υπεργύμναση. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση  είναι οι ολυμπιονίκές καταδύτες που τυφλώνονται ή μισοτυφλώνονται επειδή κάνουν χιλιάδες φορές περισσότερες βουτιές οπότε τα μάτια τους τραυματίζονται όλο και περισσότερο την ώρα που το πρόσωπο προσκρούει στην επιφάνεια του νερού. Τέτοια είναι η περίπτωση του κινέζου ολυμπιονική Χου Τζία στην κατάδυση από ύψος 10 μέτρων στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Μετά τους Ολυμπιακούς αποσπάστηκε ο αμφιβληστροειδής του ενός ματιού του και όλοι περίμεναν να τελειώσει εκεί την καριέρα του. Όμως ο πριν δύο μήνες ο Χου, που τραυμάτισε στο μεταξύ και τον αμφιβληστροειδή του άλλου ματιού του, δήλωσε ότι γυμνάζεται ιδιαίτερα έντονα και δήλωσε στον κινέζικο τύπο: «οι Ολυμπιακοί του Πεκίνου αποτελούν μια μεγάλη δόξα για τη γενιά μας... Θα βάλω όλη μου τη δύναμη για να πάρω ένα νέο χρυσό μετάλλιο εκτός και αν τυφλωθώ τελείως» (Τάιμς ΝΥ 20 Ιούνη).

Η επιμονή των κινέζων πρωταθλητών στην υπεργύμναση παρά τον τραυματισμό και τον κίνδυνο της αναπηρίας οφείλεται από τη  μια μεριά στο πατριωτικό ιδεολογικό ντοπάρισμα του αθλητή από όλο το κινέζικο κράτος που απαιτεί να έρθει πρώτο στα μετάλλεια και  από την άλλη στα υλικά ανταλλάγματα που δίνονται στον πρωταθλητή αν συνεχίσει ή του αφαιρούνται αν εγκαταλείψει την υπεργύμναση.