2ο αναδημοσιευμένο κείμενο από τη Νέα Ανατολή της 5 Γενάρη 1994, αρ. φ. 199

ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ
Ενάντια στον φιλο-σοσιαλιμπεριαλιστικό αντιεθνικισμό

Όταν οι φίλοι της Σερβίας και της Ρωσίας θέλουν να κρύψουν τη συμπάθεια τους σ΄ αυτά τα δυο τέρατα της Ευρώπης παριστάνουν τους ουδέτερους ανάμεσα σε αυτές και τα θύματα τους.
Η βασική ιδεολογική σημαία της ουδετερότητας αυτής είναι η καταγγελία του εθνικισμού γενικά και του εθνικού κράτους ειδικότερα.

Ο καλύτερος τρόπος, για παράδειγμα, ο λεπτότερος και αριστερότερος για να αθωώσει κανείς τη Σερβία είναι να καταγγείλει μαζί με το σέρβικο και τον κροάτικο εθνικισμό, ή ακόμα και τον εντελώς εν τη γενέσει του εθνικισμό των βόσνιων μουσουλμάνων. Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να αθωωθεί και η Ρωσία, αφού εύκολα εξισώνεται ο ρώσικος με τον μολδαβικό εθνικισμό για τον διαμελισμό της Μολδαβίας, ή για τον εξαναγκασμό σε υποταγή στη Ρωσία της Εσθονίας.
Επειδή σε όλες τις περιπτώσεις των αντιθέσεων που διαπερνούν προς το παρόν την κεντρική και ανατολική Ευρώπη η σύγκρουση και ο πόλεμος δεν βρίσκεται ανάμεσα απλά σε έθνη, αλλά ανάμεσα σε εθνικά κράτη, η φόρμουλα της ουδετερότητας αυτού του είδους δεν είναι η καταγγελία του έθνους και του εθνικισμού γενικά, αλλά η καταγγελία ειδικά του εθνικού κράτους και του εθνικισμού αυτού του κράτους.
Μπροστά σε αυτή την επιχειρηματολογία βρεθήκαμε και πριν ένα μήνα σε μια συγκέντρωση της Α.Α.Σ. στη Νομική με θέμα τον εθνικισμό. Από το τραπέζι των εισηγητών, ιδιαίτερα από τους Μπιτσάκη και Κυπριανίδη, δεν άκουγες τίποτα άλλο
από κατηγορίες ενάντια στο εθνικό κράτος που ανακηρυσσόταν σε υπέρτατη και τελική αιτία όλων των σημερινών πολέμων.
Οι σύντροφοι μας με μια αρκετά εκτεταμένη τοποθέτηση τους αντιτάχθηκαν σε αυτή τη λογική και αναζήτησαν την αιτία των σημερινών πολέμων όχι στο εθνικό κράτος γενικά αλλά σε εκείνο ή εκείνα τα εθνικά κράτη που θέλουν μια παγκόσμια ή τοπική αναδιάταξη συνόρων και κυριαρχίας σε βάρος άλλων κρατών.
Επειδή αυτή η συζήτηση γύρω από τις ευθύνες του εθνικού κράτους στο ξέσπασμα των πολέμων θα δυναμώσει την εποχή που έρχεται και επειδή πίσω από αυτές τις ευθύνες θα κρυφτεί όλος ο οπορτουνισμός της γης που δεν θα θέλει με τίποτα να καταδικάζει τη Ρωσία και τους δορυφόρους της, είναι καλό να αρχίζουμε να τροχίζουμε τα θεωρητικά μας όπλα απέναντι σε τέτοιους πολιτικούς απατεώνες και τις θεωρίες τους. Έχουμε ήδη γράψει ενάντια στη γενική καταγγελία του εθνικού κράτους καθώς και ενάντια στη γενική υποστήριξη των εθνικών μειονοτήτων στη «Νέα Ανατολή» στη διάρκεια της πάλης μας ενάντια στους οπορτουνιστές μέσα στην Α.Α.Σ. το καλοκαίρι του 1992.
Τώρα θα πρέπει να εμβαθύνουμε περισσότερο την κριτική μας στον αφηρημένο αντιεθνικισμό και πιο πολύ στην αφηρημένη καταγγελία του εθνικού κράτους.

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΠΕΔΗ ΛΟΓΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΡΓΑΣΙΑ

Η αφηρημένη καταγγελία του εθνικού κράτους είναι στην καλύτερη περίπτωση μια κούφια φράση, τόσο ακριβώς κούφια όσο και η αφηρημένη καταγγελία του καπιταλισμού. Το να καταγγέλλει κανείς το σημερινό εθνικό κράτος σαν ένα αστικό κράτος, όταν τα μόνα κράτη που υπάρχουν σ΄ αυτό τον κόσμο αυτή την εποχή είναι τα αστικά, σημαίνει ότι αρνείται να αναγνωρίσει και να ερμηνεύσει την φύση των πραγματικών αντιθέσεων που διαπερνούν τον σύγχρονο κόσμο, ιδιαίτερα των πιο οξυμένων αντιθέσεων που είναι εκείνες που διαπερνούν τα κράτη ανάμεσα τους.
Αν η μορφή που παίρνουν οι πιο έντονες συγκρούσεις στον σημερινό κόσμο είναι η μορφή της διακρατικής αντίθεσης και κάποιος λέει ότι γι΄ αυτό φταίει που τα κράτη είναι αστικά, καταλαβαίνουμε ότι δεν λέει απολύτως τίποτα. Η θέση ότι το αστικό κράτος είναι η κυριαρχία της αστικής τάξης και ότι η αστική τάξη από τη φύση της θέλει την κυριαρχία σε βάρος άλλων εθνών και κρατών δεν είναι προϊόν ανάλυσης, δεν είναι καν ένας συλλογισμός, είναι μια ταυτολογία: το κράτος που εκμεταλλεύεται το λαό του, εκμεταλλεύεται ή θέλει να εκμεταλλευτεί και κάθε άλλο λαό.
Αυτή είναι η επίπεδη λογική που βλέπει μόνο μια κύρια αντίθεση στον κόσμο, την αντίθεση κεφάλαιο – εργασία. Γι΄ αυτή τη λογική κάθε διακρατική αντίθεση είναι μια αντίθεση στους κόλπους του κεφάλαιου για την οποία ο υπερασπιστής της εργασίας συνήθως δεν δίνει δεκάρα τσακιστή και σε κάθε περίπτωση δεν παίρνει ποτέ το μέρος της μιας από τις δυο πλευρές ενάντια στην άλλη. Αυτός είναι ο τύπος του αντικαπιταλιστή γενικά του οποίου μια υποκατηγορία είναι και ο αναρχικός που απεχθάνεται το εθνικό κράτος όχι μόνο γιατί είναι εθνικό αλλά γιατί είναι κράτος.
Όμως η λογική του κόσμου δεν είναι επίπεδη και ο λενινισμός έχει συλλάβει την πληθώρα των μεγάλων αντιθέσεων που τον διαπερνούν και που μόνο σε τελευταία ανάλυση ανάγονται στην αντίθεση κεφάλαιο – εργασία.
Ο λενινισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εποχή όπου το κεφάλαιο έχει γίνει μονοπώλιο, οπότε και ιμπεριαλισμός.
Όταν το κεφάλαιο γίνεται ιμπεριαλισμός τότε δεν καταπιέζει απλά την εργασία, ούτε μάλιστα σώνει και καλά κύρια την εργασία, αλλά σαν ιμπεριαλιστικό κράτος ή σαν συνασπισμός ιμπεριαλιστικών κρατών επιδιώκει την παγκόσμια κυριαρχία ενάντια σε κάθε άλλο ιμπεριαλιστικό κράτος ή συνασπισμό, ενάντια σε κάθε άλλο εξαρτημένο και καταπιεσμένο έθνος ή κράτος, ενάντια σε κάθε κοινωνική τάξη του πλανήτη που δεν είναι η κυρίαρχη τάξη του δοσμένου ιμπεριαλιστικού κράτους.
Με δοσμένο το πλήθος των ιμπεριαλιστικών κρατών, με δοσμένο το γεγονός ότι το ιμπεριαλιστικό κράτος αξιοποιεί προς όφελος του τον σοβινισμό ακόμα και των πιο μικρών κρατών, αλλά και τον εθνικισμό της πιο ασήμαντης εθνικής μειονότητας, μπορεί κανείς να καταλάβει πόσο ασύλληπτα πυκνό είναι το πλέγμα των αντιθέσεων του ιμπεριαλιστικού κόσμου που δεν παίρνουν άμεσα τη μορφή της σύγκρουσης κεφάλαιο – εργασία, αλλά τη μορφή της εθνικής σύγκρουσης.
Όταν λοιπόν αναφέρεται κανείς στις αντιθέσεις ανάμεσα στα εθνικά κράτη δεν μπορεί να μιλάει αφηρημένα, αλλά να αναλύει πως συγκεκριμένα το δοσμένο εθνικό κράτος εντάσσεται στο σύστημα των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, τι ρόλο παίζει σε αυτές τις αντιθέσεις, τι υπηρετεί η συγκεκριμένη εθνική του πολιτική. Μπορεί δηλαδή ένα εθνικό κράτος να παίζει σε μια δοσμένη στιγμή έναν ιστορικά προοδευτικό, ακόμα και επαναστατικό ρόλο ή έναν τελείως αντιδραστικό ρόλο.
Στα 1938 για παράδειγμα, το γερμανικό ιμπεριαλιστικό χιτλερικό κράτος ήταν ένα αντιδραστικό εθνικό κράτος. Για την ακρίβεια ήταν το κέντρο της παγκόσμιας αντίδρασης. Την ίδια στιγμή το τσεχοσλοβάκικο ομόσπονδο κράτος, ένα αστικό κράτος δύο εθνών που δεν είχε φτάσει στο σημείο του να είναι ιμπεριαλιστικό αντιστεκόταν στον διαμελισμό, στην μισοκατοχή και στην απορρόφησή του από τη χιτλερική Γερμανία. Σε αυτή του την αντίσταση έπαιζε έναν εξαιρετικά προοδευτικό ρόλο. Τέτοιο ρόλο έπαιξαν όλα τα αστικά εθνικά κράτη του κόσμου που αντιστάθηκαν στη συνέχεια στην επέλαση του γερμανικού ιμπεριαλιστικού κράτους, του γιαπωνέζικου ιμπεριαλιστικού κράτους, και του ιταλικού ιμπεριαλιστικού κράτους.
Γι΄ αυτό ήταν τότε προοδευτικός ο ρόλος ακόμα και εκείνων των ιμπεριαλιστικών κρατών που αντιστάθηκαν στη χιτλερική Γερμανία όχι σαν ιμπεριαλισμοί που προσπαθούσαν να διαφυλάξουν τη λεία τους αλλά στην πραγματικότητα σαν απειλούμενα εθνικά κράτη που κινδύνευαν πλέον τα ίδια με κατοχή και υποδούλωση από τον χιτλερικού τύπου ιμπεριαλισμό. Αυτή ήταν η περίπτωση της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Γι΄ αυτό ήταν ολότελα σύμφωνη με το μαρξισμό και επαναστατική η πολιτική του Στάλιν να πραγματοποιήσει το αγγλο – αμερικανο – σοβιετικό μέτωπο ενάντια στον άξονα. Αυτό ήταν ένα προοδευτικό και μάλιστα επαναστατικό μέτωπο αν και μόνο μια δύναμη ανάμεσα στις τρεις που το αποτελούσαν ήταν σοσιαλιστική ενώ οι άλλες δύο ήταν ιμπεριαλιστικές. Αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο ότι το μέτωπο των τριών φασιστικών δυνάμεων του άξονα αποτελούσε τον κύριο εχθρό των λαών, των εθνών και των κρατών όλου του πλανήτη. Έτσι κάθε δύναμη λαϊκή, εθνική ή κρατική που αντιστεκόταν σε αυτό το μέτωπο έπαιζε αναντίρρητα έναν ιστορικά προοδευτικό ρόλο όποιες κι αν ήταν οι τελικές της προθέσεις της ηγεσίας σε αυτόν τον πόλεμο.
Γι΄ αυτούς τους ίδιους λόγους την ίδια εποχή το ρουμάνικο και το βουλγάρικο εθνικό κράτος αν και ήταν γενικά καταπιεσμένα από τον ιμπεριαλισμό έπαιξαν έναν αντιδραστικό ρόλο, επειδή συμπαρατάχθηκαν με τις δυνάμεις του άξονα.
Με αυτά τα κριτήρια μπορούμε να δούμε και τον διαφορετικό ρόλο που μπορεί να παίξει σε διαφορετικές περιόδους της ιστορίας το ίδιο εθνικό κράτος.
Για παράδειγμα: Η ελληνική εθνοκρατική πολιτική ήταν αντιδραστική στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου γιατί συμπαρατάχθηκε με το ένα από τα δυο άδικα ιμπεριαλιστικά μπλοκ εκείνου του πολέμου, το αγγλο-γαλο-ρωσικό. Αυτή η αντιδραστική πολιτική έφτασε στην άκρη της με τον άδικο πόλεμο του 1920-22 της Ελλάδας ενάντια στην Τουρκία που τότε ακριβώς πραγματοποιούσε μια μεγάλη εθνική επανάσταση. Όμως η εθνική πολιτική του ελληνικού αστικού κράτους του 1940 ανεξάρτητα από τους λόγους που την υπαγόρευσαν ήταν θετική στο βαθμό που αντιστάθηκε στον ιμπεριαλισμό του άξονα. Σήμερα πάλι η πολιτική του ελληνικού αστικού κράτους σε όσο βαθμό και εφόσον μείνει προσηλωμένη στην αρχή του αντιτούρκικου μετώπου θα βρεθεί σύμμαχη του νέου χιτλερικού εθνικού αστικού κράτους, της σοσιαλιμπεριαλιστικής Ρωσίας.
Γιατί ότι σήμερα αντιπαρατίθεται στον ευρωπαϊκό και ασιατικό χώρο στον ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό και τους συμμάχους του παίζει έναν αντικειμενικά προοδευτικό ρόλο. Έτσι είναι προοδευτικός ο αγώνας των εθνικών κρατών του Τατζικιστάν, του Αζερμπαϊτζάν, της Γεωργίας, της Ουκρανίας, της Μολδαβίας, και των κρατών της Βαλτικής ενάντια στη ρώσικη νεοχιτλερική κυριαρχία. Είναι επίσης προοδευτικός ο αγώνας του σημερινού κροάτικου εθνικού κράτους και του πολυεθνικού κράτους της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης ενάντια στο κύριο στήριγμα της ρώσικης ηγεμονίας στα Βαλκάνια που είναι το σέρβικο φασιστικό – επεχτατικό εθνικό κράτος και είναι προοδευτικός ο αγώνας του εθνικού κράτους των Μακεδόνων ενάντια στην πολιτική του μεγαλοϊδεάτικου ελληνικού εθνικού κράτους, επίσης σύμμαχου της Ρωσίας

ΤΟ ΝΕΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Με αυτά που είπαμε ως εδώ θέλαμε να δείξουμε ένα πράγμα: ότι μιλώντας για το εθνικό κράτος σήμερα είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε ένα μεγάλο διαχωρισμό ανάμεσα στο εθνικό κράτος που καταπιέζει και το εθνικό κράτος που καταπιέζεται. Ακόμα είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στα κράτη που αποτελούν κέντρα της παγκόσμιας καταπίεσης και εκείνα που καταπιέζονται, και να διακρίνουμε τον μεταβατικό και ρευστό χαρακτήρα που έχουν αυτές οι ιδιότητες για κάθε ξεχωριστό κράτος.
Πρέπει ωστόσο να αναζητήσουμε μέσα σε αυτή τη ρευστότητα, μέσα σε αυτή την αδιάκοπη κίνηση από το εθνικό κράτος που καταπιέζει στο εθνικό κράτος που καταπιέζεται ένα γενικότερο νόμο. Αυτός βρίσκεται μέσα στην ιστορική πορεία γέννησης και ανάπτυξης του κράτους αυτού μέσα σε δυο διαφορετικές εποχές: την εποχή της αυγής του καπιταλισμού και εκείνη του ιμπεριαλισμού.
Το εθνικό κράτος που γεννήθηκε πριν την εποχή του ιμπεριαλισμού γεννήθηκε σαν τμήμα της παγκόσμιας δημοκρατικής επανάστασης, ή αλλιώς σαν η κυριαρχία τη ανερχόμενης αστικής τάξης ενάντια στον φεουδαρχισμό. Το κράτος της δημοκρατικής αστικής επανάστασης είχε σαν βασικό του αντίπαλο το φεουδαρχικό κομμάτιασμα αλλά και την μοναρχία του αυτοκρατορικού φεουδαρχικού κράτους που εμπόδιζε την εθνική συγκρότηση, δηλαδή το πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιούταν η καπιταλιστική ανάπτυξη της κάθε χώρας.
Τα πρώτα εθνικά κράτη αυτής της περιόδου είναι κατά κανόνα εκείνα που ένα ή δυο αιώνες αργότερα θα γίνουν τα βασικά κράτη του πιο ανεπτυγμένου καπιταλισμού, δηλαδή τα ιμπεριαλιστικά κράτη.
Απέναντι σε αυτά και με βασικό εχθρό αυτά θα συγκροτηθούν από τα τέλη του προηγούμενου και από τις αρχές αυτού του αιώνα τα νέα εθνικά κράτη που ο επαναστατικός τους χαρακτήρας θα βγαίνει από το γεγονός ακριβώς ότι γεννιούνται ενάντια στο ιμπεριαλιστικό κράτος. Η γέννηση τους είναι λοιπόν τμήμα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτό είναι το βαθύτερο νόημα του αντι-ιμπεριαλιστικού αγώνα των λαών του Τρίτου κόσμου που μπαίνουν ορμητικά στην παγκόσμια σκηνή μέσα από τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας είναι αυτός ακριβώς που οδηγεί στη γέννηση του νέου εθνικού αστικού κράτους στις αποικίες και μισοαποικίες δίνοντας μεγάλα χτυπήματα στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική κυριαρχία και έναν τεράστιο σύμμαχο στο παγκόσμιο προλεταριάτο.
Ο σχηματισμός του τελευταίου αυτού τύπου εθνικού κράτους ολοκληρώνεται δυο δεκαετίες μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Από τα 1960 όλος ο πλανήτης είναι χωρισμένος σε εθνικά κράτη (ή σε ομοσπονδιακά πολυεθνικά κράτη που δεν υπάρχει λόγος μέχρι εδώ να αναφέρονται ξεχωριστά).
Αυτοί που καταγγέλλουν σαν ιστορικά ξεπερασμένο το εθνικό κράτος σπάνια κάνουν τη διάκριση ανάμεσα σε αυτούς τους δυο τύπους του εθνικού κράτους. Η μεταφυσική τους σκέψη πέφτει σε αντίφαση όταν από τη μια υπερασπίζουν τον επαναστατικό χαρακτήρα των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων του αιώνα μας, ενώ από την άλλη αρνούνται τον προοδευτικό χαρακτήρα των κρατών που προκύψαν από αυτούς τους αγώνες. Αυτοί θεωρούν ιστορικά ξεπερασμένο το εθνικό αστικό κράτος αμέσως μετά αφότου πρόκυψε.
Κι όμως σε όλη την περίοδο του ιμπεριαλισμού, περίοδο που διανύουμε, το νέο εθνικό κράτος δίνει έναν αγώνα ζωής και θανάτου ενάντια την ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Αυτός ο αγώνας παίρνει τη μορφή του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία. Αν το σύνθημα της εθνικής αστικής επανάστασης του προηγούμενου αιώνα και της αντιιμπεριαλιστικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης του πρώτου μισού αυτού του αιώνα ήταν το γενικό σύνθημα της αυτοδιάθεσης των εθνών, σήμερα αυτό μένει σαν τέτοιο αλλά παίρνει και τη μορφή του συνθήματος της ανεξαρτησίας των κρατών.
Μπορούμε να πούμε ότι το ζήτημα της ανεξαρτησίας του εθνικού (εννοείται πάντα και του πολυεθνικού) κράτους είναι η μορφή που παίρνει στις συνθήκες ολοκλήρωσης της πορείας δημιουργίας των εθνικών κρατών το γενικό ζήτημα της αυτοδιάθεσης του έθνους.
Το έθνος έχει το δικαίωμα να φτιάξει το δικό του εθνικό κράτος, το εθνικό κράτος έχει το δικαίωμα να είναι ανεξάρτητο. Αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία είναι δημοκρατικά αιτήματα που παίρνουν αντιιμπεριαλιστικό δηλαδή επαναστατικό σοσιαλιστικό περιεχόμενο στην εποχή που διανύουμε. Αυτοί που καταγγέλλουν συλλήβδην τα εθνικά κράτη είναι απολογητές του ιμπεριαλισμού ανεξάρτητα κιόλας από τις προθέσεις τους κι ανεξάρτητα ακόμα από το πόσο αισθάνονται συνεπείς μαρξιστές.
Μα τότε, θα ρωτήσει κανείς, που βρίσκεται η ανάγκη για την διάλυση του εθνικού κράτους και την ένωση των εθνών και των λαών που προπαγανδίζει κάθε γνήσιος διεθνιστής;
Μα κανένας γνήσιος διεθνιστής δεν προπαγάνδισε ποτέ την διάλυση του εθνικού κράτους και την κατάργηση των συνόρων με ιμπεριαλιστικές μέθοδες δηλαδή με την οικονομική, πολιτική, και στρατιωτική βία. Οι μαρξιστές βλέπουν την κατάργηση του εθνικού κράτους σαν πράξη εθελοντικής ένωσης των λαών, σαν πράξη κοινής θέλησης των λαών και των εθνών στις δυο πλευρές ενός εθνικού συνόρου.
Αυτή είναι η κατάργηση του εθνικού κράτους από τους λαούς. Είναι η κατάργηση από τα αριστερά.
Το δημοκρατικό δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης μέχρι τον πλήρη αποχωρισμό, έχει δύο πλευρές, την πλευρά του ελεύθερου αποχωρισμού και την πλευρά της ελεύθερης ένωσης. Οι μαρξιστές ρίχνουν πάντα τον τόνο στην ένωση.
Άλλωστε είναι οι μαρξιστές διεθνιστές που βρέθηκαν στην αφετηρία των δυο σημαντικότερων πολυεθνικών ομόσπονδων κρατών του αιώνα μας, του σοβιετικού και του γιουγκοσλαβικού. Σωστά οι επαναστάτες αυτοί στις δυο αυτές περιπτώσεις έβαλαν το ζήτημα της εθνικής ένωσης. Το έκαναν όμως εφόσον αυτή η ένωση είχε σαν προϋπόθεση την αυτοδιάθεση μέχρι τον αποχωρισμό, είχαν δηλαδή το δικαίωμα τα εθνικά κράτη αφού ενώθηκαν να διατηρήσουν το δικαίωμα του ελεύθερου αποχωρισμού.
Αυτή η διαδικασία θα οδηγούσε τα σοβιετικά και τα γιουγκοσλαβικά έθνη σε συγχώνευση μόνο σε όσο βαθμό στην εξουσία του ομοσπονδιακού κράτους θα βρισκόταν μια αληθινά διεθνιστική τάξη που μόνη είναι το προλεταριάτο των ξεχωριστών εθνών. Όμως και στα δυο κράτη ήρθε η αστική τάξη στην εξουσία. Και τα δυο κράτη διαλύθηκαν όταν δύο ανάμεσα στα έθνη που τα αποτελούσαν ανακήρυξαν τον εαυτό τους σε κυρίαρχα: η σοσιαλιμπεριαλιστική Ρωσία στην ΕΣΣΔ και η επεχτατική Σερβία στη Γιουγκοσλαβία. Αυτά αρνήθηκαν το δικαίωμα του ελεύθερου αποχωρισμού στα άλλα κράτη της ίδιας ομοσπονδίας καταργώντας με τη βία τα εθνικά σύνορα μέσα στο ομόσπονδο κράτος. Αυτά τα εθνικά σύνορα δεν ήταν κρατικά σύνορα με όλη τη σημασία της λέξης, ήταν όμως η συγκεκριμένη έκφραση πάνω στο έδαφος του δικαιώματος του ελεύθερου αποχωρισμού, ήταν δηλαδή δυνητικά σύνορα που δείχνουν την αξία τους τη στιγμή της βίας του κυρίαρχου έθνους. Όταν αυτό το έθνος καταργεί τα σύνορα τα καταργεί από τα δεξιά.

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΙΚΗΣ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗΣ

Η πάλη του εθνικού κράτους για ανεξαρτησία είναι η πάλη ενάντια σε αυτήν την «από δεξιά» κατάργηση του. Η κατάργηση των οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών συνόρων που επιδιώκει ο ιμπεριαλισμός είναι μια κατάργηση από τα δεξιά. Αυτό δεν σημαίνει αντίθεση στην οικονομική, πολιτική και στρατιωτική συνεργασία ανάμεσα στις χώρες αλλά αντίθεση στην επιβεβλημένη με την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική βία συνεργασία σε αυτούς τους τομείς, στην υποχρεωτική συνεργασία του αδύναμου με το δυνατό κράτος, του εξαρτημένου με το ιμπεριαλιστικό.
Αυτή η βία του ιμπεριαλισμού ενάντια στο εθνικό κράτος πήρε την πιο έντονη μορφή της από την ώρα που τα καταπιεσμένα έθνη έφτιαξαν τα εθνικά τους κράτη.
Την εποχή που τα έθνη ήταν ακόμα σε καθεστώς αποικίας και μισοαποικίας ο ιμπεριαλισμός δεν ήταν καθόλου υποχρεωμένος να σπάει σύνορα, αλλά να υποδουλώνει έθνη δίχως σύνορα.
Από την ώρα όμως που σχηματίστηκαν τα εθνικά ή πολυεθνικά κράτη, οι ιμπεριαλιστικές χώρες για τις νέες ανακατανομές του κόσμου, για τις νέες απόπειρες ηγεμονίας τους, για τους νέους πολέμους τους έπρεπε να σπάσουν σύνορα και να καταβροχθίσουν οικονομικά ή και πολιτικοστρατιωτικά όχι απλά έθνη αλλά εθνικά κράτη. Στον πλανήτη υπάρχουν πια για μοίρασμα μόνο εθνικά κράτη. Αυτή στην πραγματικότητα είναι η συνέπεια της πολιτικής ακμής των καταπιεσμένων εθνών δηλαδή της πολιτικής τους ανεξαρτησίας, όποιος και αν είναι ο βαθμός της οικονομικής τους εξάρτησης.
Από την άλλη μεριά ο ιμπεριαλισμός έχει μπει στο έπακρο της παρακμής του. Η ελεύθερη εμπορευματική κίνηση του κεφάλαιου έχει αντικατασταθεί ολόπλευρα από την οικονομική βία του μονοπώλιου και σε ορισμένα κράτη η οικονομική βία του μονοπώλιου έχει μετασχηματιστεί σε ανοιχτή στρατιωτική φασιστική βία.
Ο πρώτος τέτοιου είδους ιμπεριαλισμός, ιμπεριαλισμός που επιδιώκει την κυριαρχία σχεδόν αποκλειστικά μέσα από το μονοπώλιο της βίας και που μετασχηματίζεται σε στρατιωτικοβιομηχανικό κρατικό μονοπωλιακό κεφάλαιο ήταν η χιτλερική Γερμανία.
Η χιτλερική Γερμανία ήταν υποχρεωμένη να κινηθεί έτσι επειδή ήταν σχετικά αδύναμη στο καθαρό οικονομικό επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο του μονοπώλιου που κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά κεφάλαιου και εμπορευμάτων.
Σαν ιμπεριαλισμός αποκλειστικά της βίας ο γερμανικός ήταν υποχρεωμένος να τσακίσει βίαια τα σύνορα του εθνικού κράτους δηλαδή να καταργήσει το εθνικό κράτος λειώνοντας το μέσα στη Μεγάλη Ιμπεριαλιστική Γερμανία. Ήταν στη λογική αυτής της βίας η κατάργηση ακόμα και των άλλων ιμπεριαλιστικών εθνικών κρατών όπως της Γαλλίας, της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Οι οικονομικά ισχυροί ιμπεριαλιστές έπρεπε οι ίδιοι σαν έθνη και εθνικά κράτη να απορροφηθούν από τον στρατιωτικά ισχυρό, δηλαδή να αποικιοποιηθούν.
Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός συνετρίβη ακριβώς γιατί θέλησε να καταργήσει κάθε άλλο εθνικό κράτος είτε ιμπεριαλιστικό, είτε καταπιεσμένο από τον ιμπεριαλισμό. Το ίδιο συνετρίβησαν οι σύμμαχοι του ιμπεριαλισμοί του ίδιου τύπου.
Σήμερα είναι η σοσιαλιμπεριαλιστική Ρωσία που έχει την ίδια φύση με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό και είναι αυτή τώρα υποχρεωμένη, σαν τέτοια, να γκρεμίσει όλα τα εθνικά σύνορα στην Ευρώπη και τον κόσμο. Βέβαια είναι και αυτή καταδικασμένη να συντριβεί όπως οι πρώτοι διδάξαντες ιμπεριαλισμοί.
Γιατί τώρα οι λαοί έχουν παγιοποιήσει τους δικούς τους κανόνες διεθνούς συμπεριφοράς και τους υπερασπίζονται με πάθος και αίμα.
Αυτοί είναι το νόημα των αρχών της ειρηνικής συνύπαρξης που εκπόνησε το κινέζικο επαναστατικό προλεταριάτο αμέσως μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο και κατοχύρωσε στον τρίτο κόσμο – μέσα από το κίνημα των Αδεσμεύτων – αλλά και στον ΟΗΕ σε επίπεδο διακηρύξεων.
Αυτές είναι οι δημοκρατικές αρχές που διέπουν τις σχέσεις ανάμεσα σε κράτη (εθνικά ή πολυεθνικά δεν έχει σημασία) και οι οποίες συνίσταται στη μη αμφισβήτηση από κάθε κράτος της εδαφικής και πολιτικής κυριαρχίας κάθε άλλου κράτους μέσα στα δοσμένα σύνορα του.
Αυτές τις αρχές προσπαθεί ακατάπαυστα να καταπατάει κάθε σημερινός ιμπεριαλισμός, ιδιαίτερα οι πιο ισχυροί ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές όπως η Ρωσία και οι ΗΠΑ.
Πραγματικά από το τέλος του β΄ παγκόσμιου πόλεμου μέχρι τη ρώσικη εισβολή στην Τσεχοσλοβακία ήταν οι ΗΠΑ που καταπατούσαν αυτές τις αρχές επεμβαίνοντας ωμά και βίαια στα εσωτερικά κάθε κράτους του πλανήτη. Μετά το 1968 μπήκε στο χώρο αυτής της κραιπάλης και η Ρωσία που μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν εγκαινίασε την χιτλερική ταχτική της ωμής άρνησης της κρατικής εθνικής κυριαρχίας. Από τότε είναι η Ρωσία ο πιο μεγάλος εχθρός της εθνικής ανεξαρτησίας και της ειρήνης στον κόσμο, και ο κύριος εχθρός για τους λαούς της Ευρώπης και της Ασίας.
Σήμερα η Ρωσία ωμά αιματοκυλάει τους λαούς και αλλάζει βίαια τα εθνικά σύνορα ή υποστηρίζει τις βίαιες αλλαγές των εθνικών συνόρων των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ. Είναι ακόμα η ίδια που στηρίζει πολιτικά και εμπνέει ιδεολογικά τον σέρβικο σοβινισμό, που αποτελεί έναν υποϊμπεριαλισμό στην υπηρεσία του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η μεγαλύτερη ιδεολογική και πολιτική μαχαιριά για τους νεοχιτλερικούς του Κρεμλίνου είναι η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων του εθνικού κράτους, δηλαδή των διακρατικών αρχών της ειρηνικής συνύπαρξης. Σήμερα αυτή η υπεράσπιση πρέπει πρώτα απ΄ όλα να αφορά τα κράτη της πρώην ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας που έφτασαν στον αποχωρισμό.

Η ΕΘΝΙΚΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ

Ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός, όπως οι δάσκαλοι του του τρίτου Ράϊχ, προσπαθεί κατ΄ αρχή να διαλύσει τα αντίπαλα του εθνικά κράτη μέσα από την υπεράσπιση των δικών του εθνικών μειονοτήτων ή των εθνικών μειονοτήτων των συμμάχων του κρατών μέσα στα άλλα κράτη.
Από την ώρα που σχηματίστηκαν τα εθνικά κράτη οι εθνικές μειονότητες – αλλά και οι θρησκευτικές και γλωσσικές – έγιναν το κατ΄ εξοχήν όπλο του ιμπεριαλισμού για την επέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας και για την κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας της δοσμένης χώρας, κατάλυση που μπορεί να φτάσει μέχρι το διαμελισμό και την απορρόφηση.
Σε αυτή τη μέθοδο διέπρεψαν οι εγγλέζοι ιμπεριαλιστές, αλλά αργότερα τη χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί χιτλερικοί για να υποτάξουν την Τσεχοσλοβακία που είχε μέσα της την γερμανική εθνική μειονότητα των σουδητών. Κύρια ενάντια στην τέτοια μεταχείριση των μειονοτήτων στρέφεται η αρχή της μη επέμβασης στα εσωτερικά άλλης χώρας που αποτελεί μια από τις αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης.
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων μιας εθνικής μειονότητας είναι υπόθεση εσωτερική της δοσμένης χώρας. Για τους διεθνιστές αυτής της χώρας είναι υπόθεση του δημοκρατικού κινήματος της χώρας αυτής και οι κομμουνιστές πάντα καλούν τις εθνικές μειονότητες σε κοινό δημοκρατικό αγώνα ενάντια στην κυρίαρχη καταπιεστική τάξη του δοσμένου κράτους. Έτσι οι μαρξιστές είναι αντίθετοι – στην ιστορική εποχή που περνάμε – να καλούν μια ξένη χώρα ή το έθνος μητέρα της μειονότητας να τη σώσει ενάντια στους ντόπιους καταπιεστές. Αντίθετα είναι, πρώτοι αυτοί, αντίθετοι σε μια τέτοια προσφυγή και καλούν και τις εθνικές μειονότητες της χώρας τους να κάνουν το ίδιο.
Κανείς δεν πρέπει να ξεχνάει ότι οι πόλεμοι που κάνουν οι νεοχιτλερικοί και οι φίλοι τους σήμερα στην Ευρώπη και την Ασία ξεκινάνε σαν υπεράσπιση των εθνικών μειονοτήτων και μάλιστα σαν υπεράσπιση του δικαιώματος των εθνικών μειονοτήτων για αυτοδιάθεση μέχρι τον πλήρη αποχωρισμό, δηλαδή για το διαμελισμό μιας χώρας και την προσάρτηση ενός τμήματος της από το έθνος μητέρας της εθνικής μειονότητας.
Εμείς έχουμε υποστηρίξει με άρθρο της «Νέας Ανατολής» το καλοκαίρι του 1992 ότι η εθνική μειονότητα δεν είναι έθνος, ακριβώς επειδή δεν έχει συγκροτηθεί οικονομικά και εδαφικά σαν τέτοιο, και ότι κατά συνέπεια δεν μπορεί να σταθεί γι΄ αυτήν κανένα δικαίωμα εδαφικού αποχωρισμού. Ακόμα οι μαρξιστές της Τρίτης διεθνούς διαφωνούσαν και με τις αντιλήψεις της εδαφικής αυτονομίας που προωθούσαν οι αυστριακοί μαρξιστές στις αρχές του αιώνα όλες αυτές ήταν αντιλήψεις διαμελιστικές που οδηγούσαν τη δοσμένη χώρα σε ιστορική πισωδρόμηση ανεξάρτητα ακόμα και από το αν η μειονότητα χρησιμοποιούταν ή όχι από τον ιμπεριαλισμό. Το σίγουρο είναι ότι η αυτοδιάθεση της εθνικής μειονότητας είναι η γελοιογράφηση και η δήθεν αριστερή παράκαμψη της εθνικής αυτοδιάθεσης και της εθνικής ανεξαρτησίας από το πιο επιθετικό είδος ιμπεριαλισμού. Αυτή είναι ταυτόχρονα ο μοχλός της μεγαλύτερης διάσπασης του αντιφασιστικού και αντιπολεμικού μετώπου κάθε εποχής.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αυτό το κράτος δέχεται σήμερα τεσσάρων ειδών εξωτερικές αρνήσεις της κυριαρχίας του, που έχουν τη βάση τους σε τοπικούς σοβινισμούς και υποθάλπονται από τη ρώσικη διπλωματία που θέλει να απορροφήσει τη χώρα.
Η μια επέμβαση, η πιο ωμή, είναι από την Ελλάδα, που της αρνείται το όνομα, τη σημαία και το σύνταγμα, η δεύτερη από τη Σερβία που της αρνείται την ανεξάρτητη κρατική υπόσταση, η τρίτη από τη Βουλγαρία που της αρνείται την εθνική υπόσταση και η τέταρτη από τους Αλβανούς σοβινιστές που της αρνούνται το δικαίωμα να έχει κρατική κυριαρχία σε όλους τους πολίτες της, δηλαδή και στην αλβανική μειονότητα.
Από τις τέσσερις αρνήσεις η πιο επικίνδυνη πολιτικά είναι η τέταρτη ακριβώς γιατί αυτή βάζει το ζήτημα της εσωτερικής διάσπασης και της κατάργησης της κρατικής ενιαίας οντότητας. Αυτό θα ισχύει ακόμα και αν η Δημοκρατία της Μακεδονίας δεχτεί εξωτερική επίθεση από κάθε άλλο τοπικό ή παγκόσμιο εθνικισμό. Γιατί αν αυτό συμβεί ο λαός της χώρας θα αντιδράσει ενιαία. Όμως η γραμμή της αυτοδιάθεσης της μειονότητας διαλύει τη χώρα, το λαό και το αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο.
Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα μιας τέτοιας διάσπασης είναι η διάσπαση του κροατοβοσνιακού αντισέρβικου μετώπου. Η Κροατία διαμελίστηκε από τη Σερβία μέσω της σέρβικης μειονότητας. Όμως ο δίκαιος εθνικοαπελευθερωτικός της αγώνας ενάντια στο σέρβικο φασισμό τσακίστηκε επειδή ο κροάτικος σοβινισμός αποφάσισε να κάνει ενάντια στο πολυεθνικό κράτος της Βοσνίας εκείνο που έκανε η Σερβία ενάντια της. Έτσι οδηγήθηκε σε μέτωπο με την Σερβία ενάντια στη Βοσνία, αξιοποιώντας την κροάτικη εθνική μειονότητα για τον από κοινού διαμελισμό της. Έτσι από προοδευτική η εθνικοκροάτικη πολιτική έγινε αντιδραστική.
Είναι ακόμα χαρακτηριστική της μεγάλης εναντίωσης του ιμπεριαλισμού στην κατάργηση της αρχής της μη επέμβασης στα εσωτερικά του εθνικού κράτους η ουσιαστική ποδοπάτηση αυτής της αρχής ανοιχτά στη ΔΑΣΕ και έμμεσα στον ΟΗΕ, μέσα από το Συμβούλιο Ασφαλείας και μετά από ρώσικη υπόδειξη που βρήκε θερμή γαλλική υποστήριξη. Η καταπάτηση της αρχής αυτής έφερε τους δύο παράλληλους μέσα στο Ιράκ για την προστασία των Κούρδων του Ιράκ στο Βορρά και των σιιτών στο νότο, έφερε την ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Σομαλία, την επέμβαση στην Αϊτή και τέλος τον διαμελισμό της Βοσνίας. Αυτή την αρχή τώρα πια μπορεί ακατάπαυστα να καταπατεί η Ρωσία επεμβαίνοντας σαν ειρηνοποιός στο χώρο της πρώην ΕΣΣΔ.
Να λοιπόν τι σημαίνει ο σεβασμός των δημοκρατικών αρχών της ειρηνικής συνύπαρξης. Να πως οι κάθε λογής κατήγοροι αυτών των αρχών από τα αριστερά μέσα στο επαναστατικό κίνημα στο όνομα της πάλης ενάντια στον αστισμό, τον εθνικισμό και τον αστικό πασιφισμό, γίνονται ηθελημένα ή αθέλητα απολογητές του σοσιαλιμπεριαλισμού και του ιμπεριαλισμού.
Να από την άλλη μεριά πως κάνουν αντιιμπεριαλιστικό επαναστατικό αγώνα και να πως φέρνουν ακόμα και ενάντια στη θέληση τους πιο κοντά στη σοσιαλιστική επανάσταση την ανθρωπότητα εκείνοι που υπερασπίζουν τις ειρηνικές αρχές συνύπαρξης για τα εθνικά κράτη. Να πως βρίσκονται χιλιάδες φορές πιο αριστερά από τους «αριστερούς μαρξιστές» της κακιάς ώρας οι εθνικοί αστοί της Γεωργίας, του Τατζικιστάν, του Αφγανιστάν, της Βοσνίας, της Δημοκρατίας της Μακεδονίας κ.λπ. όταν υπερασπίζουν το εθνικό τους κράτος από την στρατιωτική εξωτερική βία, από την εσωτερική διάσπαση, από τις πολιτικές και οικονομικές επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών.
Με αυτό τον τρόπο αδυνατίζει σήμερα ο σοσιαλιμπεριαλισμός και ο ιμπεριαλισμός και έτσι ανοίγει ο δρόμος για τη μεγάλη κοινωνική επανάσταση των λαών. Η τέτοια συνεπής υπεράσπιση του εθνικού κράτους, η υπεράσπιση της αριστερής του πλευράς, της αντιιμπεριαλιστικής του πλευράς, είναι αληθινός και γνήσιος διεθνισμός γιατί χτυπάει τους κάθε φορά μεγαλύτερους διεθνείς εχθρούς των λαών και του παγκόσμιου προλεταριάτου.
Η κατάργηση του εθνικού κράτους θα μπορέσει να έρθει ανάμεσα στα άλλα με τον σεβασμό και την υπεράσπιση των δημοκρατικών αρχών που πρέπει να διέπουν τις σχέσεις ανάμεσα στα εθνικά κράτη. Είναι υποχρέωση του κάθε διεθνιστή σε κάθε χώρα να υπερασπίζει αυτές τις αρχές.
Αυτή είναι και η δικιά μας υποχρέωση σαν Ελλήνων κομμουνιστών. Εμείς υπερασπίζουμε αυτές τις δημοκρατικές αρχές που σήμερα καταπατάει η χώρα μας απέναντι σε γειτονικές χώρες και μάλιστα αποκαλύπτουμε αυτή την καταπάτηση σαν μέρος μιας ιμπεριαλιστικής πολιτικής που θύμα της είναι και η δικιά μας χώρα. Αυτή παραδίνει σήμερα στον ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό ένα τμήμα της δικής της κυριαρχίας αλλά και θα οδηγηθεί από αυτόν στην υποτέλεια, στον πόλεμο και στην αναπόφευκτη καταστροφή.
Έτσι ο Έλληνας διεθνιστής είναι και πατριώτης. Για την ακρίβεια μόνο ένας συνεπής διεθνιστής μπορεί σήμερα να είναι και γνήσιος πατριώτης