Το να βλέπουμε τις αιτίες της κρίσης αλλά και την διέξοδο από την κρίση κυρίως στο επίπεδο της παραγωγής και των παραγωγικών σχέσεων και όχι τόσο στο επίπεδο της κατανάλωσης ή στο επίπεδο της κρατικοκαπιταλιστικής ή ιδιωτικής διαχείρησης του κεφάλαιου είναι η ουσιώδης διαφορά της αριστεράς από τον «αριστερό» και τον σοσιαλδημοκρατικό σοσιαλφασισμό. Αυτή η διαφορά γίνεται ακραία σε μια χώρα σαν την δικιά μας όπου όλη η κορυφή της αστικής εξουσίας ευθύνεται γιατί κατέστρεψε σε ασύλληπτο βαθμό τις παραγωγικές δυνάμεις επειδή προωθούσε υπεραντιδραστικές αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις, συγκεκριμένα στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Δηλαδή αυτή η εξουσία ήθελε την αρπαγή όλου του υπόλοιπου παραγωγικού κεφάλαιου από το πιο ληστρικό ιμπεριαλιστικό (το ανατολικού κρατικοδίαιτου τύπου) ή την καταστροφή κάθε παραγωγικού κεφάλαιου που δεν συμβιβαζόταν με τη ανατολική πολιτική γραμμή που κυριαρχεί στη χώρα. Σε μια τέτοια χώρα σαν τη δική μας η κρίση που έρχεται θα φέρει πολύ μεγαλύτερη καταστροφή των λίγων παραγωγικών δυνάμεων που απέμειναν και μεγαλύτερη εξαθλίωση των μαζών. Γιατί σήμερα σε αυτή τη χώρα έχει μείνει ένας υποανάπτυχτος τουρισμός μικρής κλίμακας, που έτσι και αλλιώς είναι ένα είδος πολυτελείας για τους καταναλωτές του σε εποχές κρίσης, ένα ναυτικό συνάλλαγμα από μια διεθνή ναυτιλία που ήδη έχει χτυπηθεί πολύ απ΄την κρίση και μια βιοτεχνία παραγωγής στέγης που είναι από τα πρώτα πράγματα που κόβουν οι άνθρωποι στις κρίσεις όταν η στέγαση έχει ήδη αρκετά αναπτυχθεί.
Σε μια τέτοια χώρα δίπλα στα μέτρα κοινωνικοποίησης της βομβαρδισμένης βιομηχανίας που θα κλείνει και που τα περιγράφουμε στο κεντρικό μας άρθρο θα πρέπει να συνεχίσουμε την πάλη μας ενάντια στο βιομηχανικό σαμποτάζ. Αυτό σημαίνει να απαιτούμε από την πεντακομματική διακυβέρνηση να επιτρέψει στο κεφάλαιο ελληνικό ή ξένο που θέλει να επενδύσει να το κάνει αρκεί βέβαια αυτή επένδυση να είναι μια άλλη μορφή σοσιαλφασιστικής λεηλασίας του φυσικού και του ανθρώπινου παραγωγικού δυναμικού. Το εμπόδισμα των ηλεκτροπαραγωγών έργων στη ΔΕΗ, ιδιαίτερα η παρεμπόδιση της χρήσης του λιγνίτη και του λιθάνθρακα, το σαμποτάζ της εκτροπής του Αχελώου και μάλιστα σε εποχή λειψυδρίας, η δέσμευση όλης της βιομηχανικής γης με τους νόμους των σαμποταριστών για τις δήθεν δασικές εκτάσεις, με τους καταχρηστικούς χαρακτηρισμούς Νατούρα, Ραμσάρ, με τα βρώμικα κινήματα της πεντακομματικής συμμορίας και ιδιαίτερα του ΣΥΝ ενάντια σε κάθε μεγάλο βιομηχανικό και τουριστικό έργο. Αυτό το αντιπαραγωγικό έγκλημα στο όνομα της συνήθως ελάχιστης ως ανύπαρκτης μόλυνσης, των ανύπαρκτων ή μακρινών αρχαιοτήτων, του φυσικού κάλλους που τάχα είναι εξ ορισμού σε σύγκρουση με την βιομηχανικη και τουριστική οικοδομική ανάπτυξη πρέπει να σταματήσει, όπως πρέπει να σταματήσει το βαθύτερο έγκλημα από όλα που είναι η υπονόμευση της επιστημονικής τεχνολογικής έρευνας σε αυτή τη χώρα στο όνομα της πάλης ενάντια στην σύνδεση του κεφάλαιου με την γνώση και η υπονόμευση της τεχνικής μέσης εκπαίδευσης στο όνομα της κλασικής ίσης μόρφωσης για όλους. Αν αυτό το έγκλημα δεν τελείωσει πάνω στην κρίση αυτή θα καταπλήξει με το βάθος της όλη την ανθρωπότητα. Αυτό το πιο καταχρεωμένο και κούφιο σε ανάπτυξη κράτος της Ευρώπης θα κινδυνεύσει σοβαρά να χρεωκοπήσει ολοκληρωτικά σε αυτήν την κρίση και ο λαός μας να μην πληρώνεται ούτε καν τους κρατικούς μισθούς και τις συντάξεις, χώρια η τραγική μοίρα των εργατών και των ανέργων.
Ήδη το μόνο που νοιάζει
σύσσωμο το πολιτικό σύστημα δεν είναι τι θα κάνει για να αναζωγονήσει την παραγωγή
αλλά πως θα βάλει στο χέρι ότι δεν ελέγχει. Βλέπουμε δηλαδή πως πριν καλά-καλά
ξεκινήσει η κρίση να προσπαθούν τα 5 κόμματα να ελέγξουν τις ιδιωτικές τράπεζες
που είναι το μόνο κομμάτι του μεγάλου κεφάλαιου που διαφεύγει της εξουσίας των
ανατολικών και γι αυτό έχει μια κάπως σύγχρονη και αποδοτική λειτουργία παρόλη
τη συνηθισμένη βουλιμία και σκληρότητα αυτού του κεφάλαιου. Παντού στην Ευρώπη
οι κυβερνήσεις ελέγξανε μόνο τις τράπεζες που αναζητούσαν κρατική κεφαλαιική
στήριξη και ήταν συνήθως αυτές που λειτούργησαν σαν τράπεζες επενδύσεων και
όχι εμπορικές-καταθετικές όπως οι ελληνικές. Κι όμως εδώ απείλησαν όλες τις
ιδιωτικές τράπεζες ότι αν δεν θέλανε να πάρουν αυτήν την στήριξη- με αντάλλαγμα
τον κρατικό έλεγχο της λειτουργίας τους-θα τις τιμωρούσαν στρέφοντας κατ αρχήν
την κοινή γνώμη εναντίον τους. Το πρόσχημα γι αυτήν την επίθεση ήταν ότι οι
ελληνικές τράπεζες δεν δανειοδοτούσαν τους μικρομεσαίους ή τους δανειοδοτούσαν
με ψηλότερα επιτόκια από όλης της ΕΕ που δήθεν τα έριχνε. Αυτό είναι ένα μεγάλο
ψέμα. Παντού στην ΕΕ τα πραγματικά τελικά επιτόκια ανέβηκαν
τον τελευταίο καιρό γιατί είναι ψηλότερος από πριν ο διατραπεζικός δανεισμός
μέσο του οποίου οι τράπεζες αποκτούν βραχυπρόθεσμα δάνεια, επειδή η κάθε τράπεζα
δεν εμπιστεύεται την άλλη. Αυτό συμβαίνει παρά το ότι τα επιτόκια της κεντρικής
ευρωπαίκής τράπεζας πέφτουν. Όσο για το ότι τα ελληνικά τραπεζικά επιτόκια είναι
ψηλότερα από τις άλλες χώρες αυτό συνέβαινε πάντα γιατί οι ελληνικές τράπεζες
αναλαμβάνουν μεγαλύτερα ρίσκα από ότι οι ομόλογές τους στην ευρωπαίκή λιανική
τραπεζική από την εκτεταμένη φύση της πολύ μικρής και γι αυτό πολύ ασταθούς
επιχειρηματικότητας στη χώρα μας. Οι καθεστωτικοί συντονισμένοι γκέμπελς θα
μπορούσαν να κάνουν κάτι πολύ απλό αν θέλανε να δανειοδοτήσουν τους μικροεπαγγελματίες.
Θα μπορούσαν να διαθέσουν τα κρατικά κεφάλαια στήριξης στις κρατικά
ελεγχόμενες τράπεζες ή να επιδοτήσουν πιο χαμηλότοκα δάνεια. Είναι
πολύ χαρακτηριστικό πως οι απατεώνες του ΣΥΝ, ψευτοΚΚΕ, ΛΑΟΣ, ΠΑΣΟΚ ξεσήκωσαν
όλο το λαό ενάντια στην κυβέρνηση γιατί δίνει τάχα τζάμπα δις στις τράπεζες
και όχι στο λαό και μετά όταν οι τράπεζες δεν τα έδιναν αντί να το βουλώσουν
άρχισαν να κατηγορούν τις τράπεζες ότι δεν έπαιρναν τα τζάμπα δις γιατί δεν
θέλανε να δώσουν φτηνά δάνεια στο λαό, αλλά κοιτούσαν το συμφέρον τους. Πάντα
η ίδια η φασιστική θεωρία της συνομωσίας των τραπεζών την ώρα που αν υπάρχει
κάποιος ακραίος καπιταλιστικός άγριος ανταγωνισμός στη χώρα μας είναι αυτός
ανάμεσα στις τράπεζες. Το αγαπημένο τους σπορ ήταν ως πριν την κρίση να τρώνε
ο ένας τους δανειολήπτες του άλλου, ενώ τώρα μετά την κρίση το αγαπημένο τους
σπορ είναι να τρώνε ο ένας τους καταθέτες του άλλου.