Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΦΑΙΟΚΟΚΚΙΝΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΣΑΜΠΟΤΑΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Τον Οκτώβρη η Ελλάδα καταδικάστηκε από το ανώτατο ευρωπαϊκό δικαστήριο γιατί δεν αναγνωρίζει τα παραρτήματα των ξένων πανεπιστημίων, τα γνωστά Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών (ΚΕΣ). Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν εφάρμοσαν ποτέ την οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21/12/1988 και τις τροποποιήσεις της (2001/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14/5/2001). Σύμφωνα με αυτή κάθε χώρα της ΕΕ υποχρεώνεται να αναγνωρίζει τα πανεπιστημιακά διπλώματα καθώς και τα διπλώματα των μεταλυκειακών σπουδών τριτοβάθμιας μη ακαδημαϊκής εκπαίδευσης που εκδίδονται από άλλες χώρες της ΕΕ. Σε ότι αφορά τώρα τα συναφή επαγγελματικά δικαιώματα με τα διπλώματα που παρέχονται με το καθεστώς της δικαιοχρησίας κάθε χώρα είναι υποχρεωμένη είτε να τα αναγνωρίζει αυτόματα είτε να τα αναγνωρίζει μετά την επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων μετά δηλαδή από πρακτική εξάσκηση και δοκιμασία των κατόχων τους.
Η μη αναγνώριση από την Ελλάδα των παραρτημάτων των ξένων πανεπιστημίων αποτελεί παραβίαση του ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος αναγνώρισης των πανεπιστημιακών διπλωμάτων και των συναφών επαγγελματικών δικαιωμάτων και εμποδίζει σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου «την ελεύθερη διακίνηση των προσώπων» στις χώρες της ΕΕ. Αυτό το ενιαίο σύστημα αναγνώρισης διπλωμάτων και επαγγελματικών δικαιωμάτων που αφορά όλα τα διπλώματα και όχι μόνο αυτά του καθεστώτος δικαιοχρησίας τροφοδοτεί με εξειδικευμένη εργασία τη λειτουργία του ενιαίου διακρατικού επιστημονικού και τεχνολογικού εργαστηρίου, την ενιαία αλλά γεωγραφικά διασπασμένη βιομηχανία και παραγωγή αλλά και την παραγωγή των ξεχωριστών ανεξάρτητων τοπικών επιχειρήσεων κάθε χώρας. Το σύστημα της ενιαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων και επαγγελματικών δικαιωμάτων είναι φυσικό να εδραιώνεται τόσο περισσότερο όσο ενοποιούνται στην πράξη οι ανώτατες σπουδές στον ευρωπαϊκό χώρο, όσο περισσότερο αναπτύσσεται ο ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας και όσο περισσότερο ενοποιείται η παραγωγή.
Το γεγονός ότι η χώρα μας δεν αναγνωρίζει τα πτυχία των ξένων πανεπιστημίων που λειτουργούν με το καθεστώς της δικαιοχρησίας συνιστά από αυτή την άποψη παραβίαση της βασικής στρατηγικής της ΕΕ για την επιστημονικοτεχνική, οικονομική και κοινωνική της ενοποίηση. Στην κοινωνική σφαίρα η μη αναγνώριση από την Ελλάδα αυτών των διπλωμάτων και η απαγόρευση των ατομικών δικαιωμάτων διακίνησης που συνεπάγεται αυτή σημαίνει απαγόρευση της διακίνησης της ειδικευμένης εργασίας στο έδαφος της ΕΕ, απαγόρευση στους διπλωματούχους αυτούς να ενώνουν την εργασία τους με τα μέσα παραγωγής της χώρας που επιθυμούν, να μεταφέρουν τις επιστημονικές και τεχνολογικές τους γνώσεις και δεξιότητες στην παραγωγική διαδικασία μιας άλλης χώρας και οποιασδήποτε επιχείρησης.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να ξεφύγει από την καταδίκη παίζοντας θέατρο ότι αρχίζει τάχα να συμμορφώνεται με τις ευρωπαϊκές οδηγίες με το νόμο της δήθεν οργάνωσης των μεταδευτεροβάθμιων σπουδών και της μελλοντικής ρύθμισης των επαγγελματικών δικαιωμάτων που κατασκεύασε για την περίσταση το περασμένο καλοκαίρι το ΥΠΕΠΘ. Ένα νόμο που περισσότερο μοιάζει με στρατιωτικό κανονισμό παρά με νόμο που ρυθμίζει ζητήματα της λειτουργίας και ελέγχου των ιδιωτικών σχολών χωρίς φυσικά να αναγνωρίζει επαγγελματικά δικαιώματα στους διπλωματούχους.
Το σαμποτάρισμα από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις του ενιαίου συστήματος αναγνώρισης των διπλωμάτων και των επαγγελματικών δικαιωμάτων στο έδαφος της ΕΕ δεν γίνεται μόνο στην περίπτωση της μη αναγνώρισης των διπλωμάτων των παραρτημάτων των ξένων πανεπιστημίων αλλά και με τα πτυχία που υποτίθεται ότι αναγνωρίζει το ελληνικό κράτος. Στην περίπτωση αυτή το κράτος σκόπιμα συντηρεί ή δημιουργεί τους όρους εκείνους που δυσκολεύουν την ακαδημαϊκού τύπου σύγκριση και εξομοίωση των πτυχίων που εκδίδονται από τις χώρες της ΕΕ με τα πτυχία των ελληνικών πανεπιστημίων. Βασικό μέτρο αυτής της πολιτικής είναι η σκόπιμη διατήρηση των τετραετών σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια για το πρώτο πτυχίο (το Bachelor στα αγγλικά πανεπιστήμια) ώστε να χάνεται το μέτρο σύγκρισης με τις τριετείς σπουδές των πανεπιστημίων των ανεπτυγμένων χωρών. Ένα άλλο μέτρο για το σαμποτάρισμα του ενιαίου συστήματος είναι οι παράλογες απαιτήσεις που προβάλλει το ελληνικό κράτος για την εξομοίωση των πτυχίων του εξωτερικού απαιτώντας από τους κατόχους διπλωμάτων των άλλων χωρών να εξεταστούν σε μια σειρά μαθημάτων ή και να παρακολουθήσουν ακόμα και ολόκληρα έτη σπουδών σε ελληνικά πανεπιστήμια.
Η κυβέρνηση υπερασπίστηκε στο δικαστήριο τη μέχρι σήμερα πρακτική όλων των κυβερνήσεων να μην αναγνωρίζουν τα παραρτήματα των ξένων πανεπιστημίων με τις γνωστές καθεστωτικές θέσεις της που είναι οι θέσεις του ψευτοΚΚΕ, του ΣΥΝ και του ακροδεξιού «κινήματος παιδείας». Υποστήριξε ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος επιβάλλει σαν αποκλειστική μορφή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τη δημόσια και επομένως δεν μπορεί να αναγνωρίσει τα παραρτήματα των ξένων πανεπιστημίων που είναι ιδιωτικά. Η απάντηση που έλαβε η κυβέρνηση από το σκεπτικό του δικαστηρίου είναι η εξής: «Η Επιτροπή αντιτείνει συναφώς ότι η εκπαίδευση που παρέχεται βάσει συμφωνιών δικαιοχρήσεως και τα διπλώματα που χορηγούνται μετά το πέρας τέτοιων σπουδών εντάσσονται πλήρως στο εκπαιδευτικό σύστημα του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα που χορηγεί το δίπλωμα, ανεξαρτήτως του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποιήθηκαν οι σπουδές. Κατά την Επιτροπή, τα άρθρα 149 ΕΚ και 150 ΕΚ παρέχουν στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα που χορηγεί το δίπλωμα την αρμοδιότητα να καθορίζει το περιεχόμενο και την οργάνωση των σπουδών, καθώς και την αρμοδιότητα να αξιολογεί το επίπεδο των παρεχομένων σπουδών. Επίσης, το άρθρο 16 του Ελληνικού Συντάγματος δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής προκειμένου περί σπουδών παρεχομένων βάσει συμφωνιών δικαιοχρήσεως, εφόσον αυτές δεν εντάσσονται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα».
Ισχυρίστηκε στο δικαστήριο η κυβέρνηση ότι το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης από τα ΚΕΣ είναι χαμηλότερο από αυτό των ελληνικών πανεπιστημίων και ότι με την αναγνώριση υποβαθμίζονται τα επαγγελματικά δικαιώματα των κατόχων ελληνικών πτυχίων αφού κατώτεροι τίτλοι από τους ελληνικούς θα έχουν με την αναγνώριση ίσα επαγγελματικά δικαιώματα με τους ανώτερους. Το σκεπτικό του δικαστηρίου που απαντά σ’ αυτό το επιχείρημα ξεσκεπάζει το ακροδεξιό κίνημα που αντιτίθεται στα ΚΕΣ και γενικά στην ιδιωτική εκπαίδευση γιατί τάχα η εξίσωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων αποβαίνει υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Το δικαστήριο λέει ότι το κράτος μπορεί να επιβάλλει θεωρητική εξέταση και πρακτική εξάσκηση αν έχει αμφιβολίες για το επίπεδο των σπουδών, τα λεγόμενα αντισταθμιστικά μέτρα, για να προχωρήσει στη συνέχεια στην εξίσωση. Αυτό κρύβεται επιμελώς από όλο το ακροδεξιό κίνημα και τις κομματικές ηγεσίες γιατί καταρρίπτει το μύθο της εξαγοράς πτυχίων χωρίς αξία από τους πλούσιους. Το σκεπτικό του δικαστηρίου αναφέρει: «Τέλος, η μέθοδος αναγνωρίσεως που καθιερώνει η οδηγία 89/48 δεν έχει ως αποτέλεσμα την αυτόματη και άνευ όρων αναγνώριση των διπλωμάτων και επαγγελματικών προσόντων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής επιτρέπει ρητώς την επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων αν η εκπαίδευση του αιτούντος διαφέρει ως προς τη διάρκεια ή το περιεχόμενό της από την απαιτούμενη στην Ελλάδα εκπαίδευση».
Η κυβέρνηση υποστήριξε επίσης την κλασσική θέση του ΣΥΝ ότι η διάρθρωση των σπουδών στη χώρα και η αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων είναι εσωτερικό ζήτημα που δεν αφορά την ΕΕ. Η απάντηση που έλαβε από το σκεπτικό του δικαστηρίου είναι η εξής: «Στη συνέχεια, αντιθέτως προς τις τομεακές οδηγίες που αφορούν επιμέρους επαγγέλματα, η οδηγία 89/48 δεν σκοπεί να εναρμονίσει τους όρους προσβάσεως στα διάφορα επαγγέλματα στα οποία έχει εφαρμογή ή τους όρους ασκήσεως των επαγγελμάτων αυτών, τα δε κράτη μέλη εξακολουθούν, συνεπώς, να είναι αρμόδια για τον καθορισμό των όρων αυτών εντός των ορίων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C 149/05, Price, Συλλογή 2006, σ. I 7691, σκέψη 54)».