Να αποσυρθεί η υπουργική εγκύκλιος που επαναφέρει την προηγούμενη κατάσταση για την εξαίρεση από το μάθημα των θρησκευτικών
Οι δημοκράτες πρέπει επίσης πάντα να επιμένουν: Να καταργηθεί το μάθημα των θρησκευτικών

Η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία ήταν πάντα ένα ζήτημα πάλης ανάμεσα στην πρόοδο και την αντίδραση, ανάμεσα στην αριστερά και το συντηρητισμό. Ιδιαίτερα μάλιστα στη χώρα μας η διδασκαλία αυτή αποσκοπεί αποκλειστικά στην κατήχηση και τον προσηλυτισμό της νεολαίας στο ανατολικό ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.
Το μάθημα των θρησκευτικών με τα παραπάνω χαρακτηριστικά μπήκε στα σχολεία από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, σε αντίθεση με τα τότε ιστορικά δημιουργημένα κράτη στη δυτική Ευρώπη στα οποία η άνοδος στην εξουσία της αστικής τάξης συνοδεύτηκε και από μια μεγάλη πάλη ενάντια στον κληρικαλισμό που έκφραζε τότε ιδεολογικά και πολιτικά τη φεουδαρχία. Η ιστορική δηλαδή πορεία της συγκρότησης του ελληνικού κράτους καθόρισε και την εισαγωγή της διδασκαλίας των θρησκευτικών στα σχολεία. Γιατί εδώ, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δεν δημιουργήθηκε οικονομικά και δεν εξελίχθηκε ιστορικά μια ισχυρή αστική τάξη που διεκδίκησε και πήρε επαναστατικά και για λογαριασμό της την πολιτική εξουσία ενάντια στους φεουδάρχες και την οθωμανική εξουσία, αλλά το κράτος αυτό πρώτα φτιάχτηκε κάτω από την καθοδήγηση του τσάρου και της Ρωσίας και η αστική τάξη αναπτύχθηκε κάτω από τη σκιά του και την ιδιότυπη κρατικο-κομματική νεοφεουδαρχική ιδεολογία του. Αυτό το νεαρό «κράτος-φάντασμα» σύμφωνα με το Μαρξ, φρόντισε από την αρχή να υποτάξει διοικητικά την εκκλησία και από τότε η κρατική εξουσία χρησιμοποιεί την εκκλησιαστική ιδεολογική επιρροή για να κρατά το λαό και τους εκμεταλλευόμενους κάτω από τη δική της πολιτική, οικονομική και ιδεολογική εξουσία. Έτσι λοιπόν μπήκαν τα θρησκευτικά στα σχολεία.

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ-ΛΕΝΙΝΙΣΜΟΥ

Ο Λένιν γράφει:
«Η θρησκεία είναι μια από τις μορφές πνευματικής καταπίεσης, που παντού και πάντοτε βάραινε τις λαϊκές μάζες, τις τσακισμένες από την αιώνια δουλειά για τους άλλους, την ανέχεια και τη μοναξιά. Η αδυναμία των τάξεων που υφίστανται την εκμετάλλευση στην πάλη ενάντια στους εκμεταλλευτές γεννάει αναπόφευκτα την πίστη για μια καλύτερη μετά θάνατον ζωή, όπως ακριβώς και η αδυναμία του πρωτόγονου ανθρώπου στην πάλη με τη φύση γεννάει την πίστη στους θεούς, στους διαβόλους, στα θαύματα κτλ. Σ’ αυτόν που σ’ όλη του τη ζωή δουλεύει και στερείται, η θρησκεία διδάσκει ταπεινοφροσύνη και υπομονή στην επίγεια ζωή, παρηγορώντας τον με την ελπίδα της επουράνιας ανταμοιβής. Και σ’ εκείνους που ζουν από ξένη εργασία η θρησκεία διδάσκει την αγαθοεργία στην επίγεια ζωή, προσφέροντάς τους μια πολύ φτηνή δικαίωση για όλη την εκμεταλλευτική τους ύπαρξη και πουλώντας τους σε συμφέρουσα τιμή εισιτήρια για την επουράνια μακαριότητα. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Η θρησκεία είναι ένα είδος πνευματικού αλκοόλ, μέσα στο οποίο οι σκλάβοι του κεφαλαίου πνίγουν την ανθρώπινη μορφή τους, τις διεκδικήσεις τους για μια κάπως ανθρώπινη ζωή» (Λένιν: Σοσιαλισμός και θρησκεία, Άπαντα, τόμος 12, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987, σελ. 142).

«O μαρξισμός όλες τις σύγχρονες θρησκείες και εκκλησίες, όλες τις κάθε λογής θρησκευτικές οργανώσεις, τις βλέπει πάντα σαν όργανα της αστικής αντίδρασης, που χρησιμεύουν για την υπεράσπιση της εκμετάλλευσης και την αποχαύνωση της εργατικής τάξης» (Λένιν: Σχετικά με τη στάση του Εργατικού Κόμματος απέναντι στη θρησκεία, Άπαντα, τόμος 12, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987, σελ. 424). Αναφέρει επίσης ο Λένιν: «Το κράτος δεν πρέπει να έχει καμιά δουλειά με τη θρησκεία, οι θρησκευτικοί σύλλογοι δεν πρέπει να συνδέονται με την κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι ολότελα ελεύθερος να πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει ή να μην παραδέχεται καμιά θρησκεία, δηλ. να είναι άθεος, όπως και είναι συνήθως κάθε σοσιαλιστής. Δεν επιτρέπονται σε καμιά περίπτωση κανενός είδους διακρίσεις δικαιωμάτων ανάμεσα στους πολίτες εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Πρέπει να καταργηθεί απόλυτα ακόμα και κάθε υπόμνηση στα επίσημα έγγραφα σχετικά με το άλφα ή βήτα θρήσκευμα των πολιτών» (Λένιν: Σοσιαλισμός και θρησκεία, ο.π. σελ. 143). Στο ίδιο έργο του γράφει σχετικά με ένα κίνημα των παπάδων την εποχή εκείνη στη Ρωσία γράφει: «Είτε είσθε ειλικρινείς, και τότε πρέπει να υποστηρίζετε τον ολοκληρωτικό χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και του σχολείου από την εκκλησία, να υποστηρίζετε την πλήρη και χωρίς όρους ανακήρυξη της θρησκείας σε ατομική υπόθεση» (τα έντονα δικά μας). Χρόνια νωρίτερα ο Μαρξ στην «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» και αναφερόμενος στο σύνθημα του γερμανικού εργατικού κόμματος που ζητούσε «την καθολική και ίση λαϊκή εκπαίδευση από το κράτος. Τη γενική υποχρεωτική σχολική φοίτηση. Δωρεάν εκπαίδευση» έγραψε: «Μάλλον θα έπρεπε να αποκλειστούν τόσο το κράτος όσο και η εκκλησία από κάθε επιρροή στο σχολειό». Και είναι βέβαια σαφές ότι η διδασκαλία των Θρησκευτικών είναι ένα μέρος της εκκλησιαστικής επιρροής στα σχολεία.

Η ΠΑΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η πρώτη μεγάλη μάχη για τα θρησκευτικά δόθηκε μέσα στον Εκπαιδευτικό Όμιλο με το στρατόπεδο της αριστεράς να έχει επικεφαλής του το μεγάλο κομμουνιστή παιδαγωγό Δ. Γληνό. Γράφει σχετικά ο Γληνός: «από τη στιγμή όμως που δημιουργήθηκε μέσα στον Όμιλο το ζήτημα των θρησκευτικών σα ζήτημα αρχής, τότε δε χωρούσε σε ένα σωματείο πραγματικών προοδευτικών ανθρώπων άλλη λύση παρά εκείνη που δόθηκε. Η θρησκεία είναι ζήτημα συνείδησης, κάτι τόσο εσωτερικό και ατομικό, που καμιά γενική αναγκαστική λύση δεν είναι ανεχτή. Γι’ αυτό ο Όμιλος δε μπορεί παρά να διακηρύξει, ότι η υποχρεωτική διδασκαλία ορισμένου θρησκευτικού δόγματος δεν είναι αναπόσπαστη από την έννοια της δημόσιας αγωγής. Η αντίληψη αυτή διατυπώθηκε από τους προοδευτικούς στην ακόλουθη αρχή:
Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος επιδιώκοντας ως τώρα την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ποτέ δε δημιούργησε ζήτημα διδασκαλίας θρησκευτικών. Επειδή όμως αντικρίζει επίμονα για εμπόδιο στο έργο του αδιάκοπες κατηγορίες για αθεΐα, αντιθρησκευτικότητα κλπ. νομίζει χρέος του να διακηρύξει, ότι το θρησκευτικό ζήτημα το θεωρεί κατ’ εξοχήν ζήτημα ελευθερίας της συνείδησης και επομένως δεν θεωρεί αναπόσπαστη από την έννοια της δημόσιας αγωγής τη διδασκαλία θρησκευτικών μαθημάτων στα Σχολεία»
(Δ. Γληνού: Η διακήρυξη της διοικούσας επιτροπής του «Εκπαιδευτικού Ομίλου, 1927» Εκλεκτές σελίδες, τόμος τρίτος).

Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού το 1949 και του λαϊκού κινήματος, ο μοναρχοφασισμός επέβαλλε την πολιτική του και στην εκπαίδευση. Στο Σύνταγμα του 1952 και στο άρθρο 16 παράγραφος 2 αναφέρεται: «Εις πάντα τα σχολεία μέσης και στοιχειώδους εκπαιδεύσεως η διδασκαλία αποσκοπεί την ηθικήν και πνευματικήν αγωγήν και την ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Στο σύνταγμα του 1975 στο ίδιο άρθρο και στην ίδια παράγραφο έχει γίνει μόνο μια μικρή διόρθωση. «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Με αυτή τη διατύπωση δεν διαφώνησε κανένα κόμμα κατά την τότε συζήτηση στη Βουλή για την αναθεώρηση του συντάγματος. Η διατήρηση αυτού του άρθρου 16 θυμίζουμε ότι έγινε η σημαία του αγώνα για τον σοσιαλφασισμό που έκαιγε τον περασμένο χρόνο την Αθήνα για να υπερασπίσει την κρατική παιδεία. Έχουμε αναλύσει σε παλιότερα άρθρα μας σχετικά με αυτό.
Αυτή λοιπόν η πολιτική γραμμή απαγορεύει να μπει σαν αίτημα από τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών που ελέγχονταν σε μεγάλο βαθμό από το σοσιαλφασισμό το δημοκρατικό αίτημα για κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία. Και όχι μόνο. Οι πολιτικές συμμαχίες της χώρας μας με την ορθόδοξη χριστιανικά Ρωσία και με την επίσης ορθόδοξη Σερβία και οι σχέσεις του σοσιαλφασισμού με την εκκλησία και το φασίστα Χριστόδουλο συμβάλανε όχι μόνο στην ενίσχυση του θρησκευτικού συναισθήματος των μαζών αλλά και στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος για την αποδοχή της συμμαχίας με τη Ρωσία και βέβαια κανείς δεν έθιξε το θέμα θρησκευτικών στα σχολεία.

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΕΠΘ

Όμως η δημοκρατική Ευρώπη μεταξύ άλλων έβαλε ζήτημα ότι τα θρησκευτικά δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικά για κάποιον που δεν θέλει να τα παρακολουθήσει. Σύμφωνα με αυτήν τη θέση το υπουργείο παιδείας εξέδωσε την εγκύκλιο Γ2/ 61723-13/6/2002 η οποία δίνει τη δυνατότητα σε αλλόθρησκους και ετερόδοξους να απαλλάσσονται από το μάθημα των θρησκευτικών με απλή αίτηση, όπου θα δηλώνεται η αιτία και άρα το δόγμα και οι πεποιθήσεις του αιτούντος. Μετά από προσφυγές στο Συνήγορο του Πολίτη και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΕ), το ΥΠΕΠΘ με ένα δελτίο τύπου το 2005 (http://www.ypepth.gr/docs/24_2_05_d_t3.doc) επιχειρεί να αποτρέψει νέες διαμαρτυρίες και προσφυγές και απαλείφει τη δήλωση της αιτίας. Αλλά το δελτίο τύπου δεν είναι εγκύκλιος για να συμμορφώνεται κανείς με αυτήν και έτσι ίσχυε η προηγούμενη κατάσταση. Εννοείται ότι τις «προοδευτικές δυνάμεις» δεν τις απασχόλησε το ζήτημα. Όμως το Φεβρουάριο του 2008 το ΕΔΑΕ με αφορμή την προσφυγή Αλεξανδρίδη εκδίδει καταδικαστική απόφαση σε βάρος της Ελλάδας. Με καθυστέρηση αρκετών μηνών το υπουργείο παιδείας με την εγκύκλιο 91109/Γ2/10.7.2008 αναφέρει ότι για τη συμπλήρωση της αίτησης απαλλαγής από το μάθημα και τις λοιπές σχετικές υποχρεώσεις δεν απαιτείται η αναγραφή οιασδήποτε αιτιολογίας. Έτσι ο γονέας ή ο ενήλικας μαθητής δεν υποχρεούται να δηλώσει ούτε καν ότι δεν ανήκει στο Ορθόδοξο δόγμα, όπως πριν. Αμέσως άρχισαν οι πιέσεις του σκοταδισμού (εκκλησίας, θεολόγων, ακροδεξιών του ΛΑΟΣ κλπ) και το υπουργείο εκδίδει νέα εγκύκλιο την 109744/Γ1/26/8/2008 (http://www.ypepth.gr/docs/apasxolisi_mathitwn_080826.doc) με την οποία στην πραγματικότητα επανέρχεται στην προηγούμενη κατάσταση. Με προσχηματικό λόγο την εύρεση τρόπου απασχόλησης των μαθητών που απαλλάσσονται επανέρχεται η λογική της εγκυκλίου του 2002. Γράφει η πρώτη παράγραφος: «Σας ενημερώνουμε ότι οι μη Ορθόδοξοι μαθητές δηλ. οι αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι, οι οποίοι σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 104071/Γ2/4.8.2008 εγκύκλιο του ΥπΕΠΘ απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών για λόγους συνείδησης …». Έτσι για άλλη μια φορά κατηγοριοποιούνται οι μαθητές σύμφωνα με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ενώ οι μαθητές που δεν θέλουν να παρακολουθήσουν θρησκευτικά θα πρέπει να αυτοπροσδιορίζονται οπωσδήποτε ως αλλόθρησκοι, είτε ετερόδοξοι, αλλά ως όχι άθεοι, αγνωστικιστές ή ότι άλλο. Το χειρότερο είναι ότι υποχρεώνονται να αυτοπροσδιορίζονται ως προς τη σχέση τους με τη θρησκεία, δηλαδή ο εκδημοκρατισμός ποδοπατείται.

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ

Οι εγκύκλιοι αυτοί του ΥΠΕΠΘ και οι αντιδράσεις που στην αρχή προκάλεσαν ανάγκασαν κόμματα και οργανώσεις εκπαιδευτικών να τοποθετηθούν για ένα θέμα το οποίο το απέφευγαν όπως «ο διάβολος το λιβάνι». Και το απέφευγαν για τους πολιτικούς λόγους που αναφέραμε παραπάνω. Ας δούμε τις δηλώσεις τους.
Η εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ για θέματα Παιδείας, Διαμαντοπούλου, δήλωσε σχετικά: «…η άσκηση του δικαιώματος απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών δεν μπορεί να συνοδεύεται από αξίωση αποκάλυψης έστω και αρνητικής των θρησκευτικών πεποιθήσεων… Το ΠΑΣΟΚ υποστηρίζει διαχρονικά την ανάγκη σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας θεωρώντας ότι υπάρχουν πολλά πεδία θετικής συνεργασίας πολιτείας και εκκλησίας αλλά πάντοτε με δεδομένη την αναφαίρετη και επιβεβλημένη υποχρέωση της πολιτείας να κατοχυρώνει τα δικαιώματα όλων των πολιτών» (ΑΠΕ,2-9-08). Όμως το ΠΑΣΟΚ όταν ήταν ήδη στην κυβέρνηση δεν προχώρησε όχι μόνο σε κατάργηση των Θρησκευτικών αλλά ούτε και στην παραπάνω ενέργεια στην οποία υποχρέωσε η Ευρωπαϊκή Ένωση το ΥΠΕΠΘ. Και βέβαια όπως φαίνεται και στο τέλος της ανακοίνωσης το ΠΑΣΟΚ θέλει και την πίτα γερή και το σκύλο χορτάτο. Να τα έχουμε καλά και με την Ευρώπη και με την εκκλησία. Άλλωστε η αστική τάξη δεν μπορεί να ξεφύγει από τη θρησκεία και την -αναγκαία γι’ αυτήν- ιδεολογική της επιρροή στις καταπιεζόμενες μάζες.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και το κόμμα της καθεστωτικής “αριστεράς” ο Συνασπισμός. Στη σχετική δήλωση του λέει: «το Τμήμα Δικαιωμάτων επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι ανεπαρκής και ατελής, διότι ο σεβασμός της διαφορετικότητας και η πραγματική προστασία των δικαιωμάτων των θρησκευτικών μειονοτήτων θα απαιτούσαν την υιοθέτηση ενός από τα δύο σημερινά μοντέλα που κυριαρχούν και στις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου: Είτε …μετατροπή των θρησκευτικών σε μάθημα επιλογής με υποβολή δήλωσης μόνο από τους μαθητές που επιθυμούν να το παρακολουθήσουν, είτε, ακόμη καλύτερα, αυτό της αντικατάστασης των θρησκευτικών από ένα μάθημα Θρησκειολογίας» (ανακοίνωση του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΝ, 03/08/2008). Αυτή η τελευταία εναλλακτική πρόταση του ΣΥΝ δεν θέλει την κατάργηση κάθε θρησκευτικής διδασκαλίας στα σχολεία.

Το ψευτοΚΚΕ κινήθηκε όπως πάντα ακόμη πιο δεξιά από το Συνασπισμό. Διαβάζουμε σχετικά στο Ριζοσπάστη της 1-8-08: «Ήδη γίνεται λόγος για αντιδράσεις από διάφορους κύκλους… τη στιγμή που θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη η προαιρετική απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, αφού το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας κατοχυρώνεται και συνταγματικά. Είναι ξεκάθαρο ότι αν το θέμα των θρησκευτικών κυριαρχήσει στην υπόθεση της Παιδείας, αυτό θα βολεύει πολλούς, ιδίως όσους έχουν σοβαρότατες ευθύνες για την κατάντια της». Το κόμμα αυτό εδώ και χρόνια βρίσκεται σε πολιτική συμμαχία με τους ορθοδοξοφασίστες τύπου Ζουράρι και κατά συνέπεια δεν μπορεί να ζητήσει ευθέως την κατάργηση των θρησκευτικών χωρίς τη ρήξη μαζί τους. Έτσι προτιμά να ζητά να σταματήσει η συζήτηση για το θέμα αυτό παρά να πάρει ξεκάθαρη θέση.
Σε αυτά τα πλαίσια βρίσκονται επίσης και οι υποτιθέμενοι «επαναστάτες» που κινούνται στα απόνερα του ΣΥΝ και του ψευτοΚΚΕ. Σε μια ανακοίνωσή τους οι «Παρεμβάσεις κλπ» γράφουν: «Για αυτό ζητάμε την αντικατάσταση του μαθήματος των θρησκευτικών από το μάθημα της θρησκειολογίας, το οποίο θα προσεγγίζει κριτικά και επιστημονικά το φαινόμενο της θρησκείας στην κοινωνιολογική, ιστορική, αισθητική, πολιτιστική και πολιτική του διάσταση. Με αυτόν τον τρόπο θα προφυλαχθούν και τα εργασιακά δικαιώματα των θεολόγων εκπαιδευτικών» (ανακοίνωση που αναρτήθηκε στο www.alfavita.gr στις 2-9). Ακριβώς τα ίδια αναφέρει και η ανακοίνωση της 19-9 της ΟΛΜΕ. Η προσωποποίηση της υποκρισίας! Διότι το ζήτημα είναι ότι δεν πρέπει κανένα μάθημα θρησκευτικού χαρακτήρα να δηλητηριάζει τη σκέψη των νέων ανθρώπων και να τους μπάζει στα μονοπάτια της μεταφυσικής και του θεού. Αλλά και από την άλλη είναι δυνατόν σήμερα σε συνθήκες αστικής εξουσίας να είναι αντικειμενικό ένα τέτοιο μάθημα σαν μάθημα «θρησκειολογίας»; Τι θα λένε οι ορθόδοξοι χριστιανοί θεολόγοι (για τους οποίους δεν θέλουν οι ψευτοεπαναστάτες και οι γραφειοκράτες της ΟΛΜΕ να χάσουν τι δουλειά τους στο σχολείο) στους μαθητές; Θα τους κάνουν καμιά ανάλυση των θρησκειών στα πλαίσια του ιστορικού και διαλεχτικού υλισμού και θα καταλήγουν στο γνωστό μαρξιστικό απόφθεγμα «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού»; Η θα τους δηλητηριάζουν ακόμη περισσότερο όταν κάθε αναφορά θα γίνεται κάτω από το πνεύμα του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος που ξέρουν και υπηρετούν τόσα χρόνια;
Αστειότητες και υποκρισίες του αισχίστου είδους. Απλά οι ψευτοεπαναστάτες δεν θέλουν να τα χαλάσουν με τον ορθοδοξοφασισμό που τους ενώνει με την αγαπημένη τους Ρωσία που της δείξανε τη λατρεία τους στην υποστήριξή τους στην εισβολή και διαμελισμό-προσάρτηση της μισής Γεωργίας.

Η ΘΕΣΗ ΜΑΣ

Αντίθετα με τους παραπάνω το επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου δεν μπορεί παρά να έχει τη μόνη δημοκρατική και ξεκάθαρη θέση: «όχι στη διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία», που σημαίνει όχι στον επίσημο κρατικό θρησκευτικό προσηλυτισμό της νεολαίας. Επίσης πρέπει να απαιτούμε:
-κατάργηση τώρα κάθε θρησκευτικής τελετουργίας στα σχολεία
-κατάργηση τώρα της πρωινής προσευχής
-καμιά θρησκευτική εικόνα στις σχολικές αίθουσες
-αύξηση των ωρών των μαθημάτων των φυσικών επιστημών
Από εκεί και πέρα στη συγκεκριμένη κατάσταση πρέπει τουλάχιστον να μην αναιρεθεί η απόφαση που πήρε το κράτος κάτω από την πίεση της ΕΕ, δηλαδή να μην υποχρεώνονται οι μαθητές να δικαιολογούν την αίτηση εξαίρεσής τους από το μάθημα των θρησκευτικών. Πρέπει λοιπόν όλοι οι δάσκαλοι, οι μαθητές και οι γονείς σε όλα τα σχολεία, στα 15μελή, στους συλλόγους γονιών και των καθηγητών να καταγγείλουν την κατάπτυστη εγκύκλιο υπ’ αριθμ. 104071/Γ2/4.8.2008 εγκύκλιο του ΥπΕΠΘ που επιτρέπει στους αντιδραστικούς στα σχολεία να επαναφέρουν την παλιά κατάσταση και να ζητούν την απόσυρσή της.