Πώς πρέπει να σταθεί η ελληνική εργατική τάξη απέναντι στην κρίση
Τι κάνουμε λοιπόν; Τι προτείνει και τι κάνει η συνειδητή εργατική
τάξη στη χώρα μας;
Η μεγάλη κρίση είναι πια εδώ. Δεν είναι ολόκληρη, δεν έχει ξεδιπλώσει όλη της
την καταστροφική μανία, αλλά τα βασικά ποιοτικά της στοιχεία της έχουν ήδη εμφανιστεί.
Αυτά συμπυκνώνονται σε δύο. Το ένα είναι η γενικευμένη και αυξανόμενη πτώση
της παραγωγής και το δεύτερο η κίνηση της χώρας προς την χρεοκοπία. Το πρώτο
από τα προβλήματα είναι παγκόσμιο, το δεύτερο είναι κατεξοχήν ελληνικό. Το πρώτο
είναι η θύελλα που ξεσπάει πάνω σε όλα τα δέντρα. Το δεύτερο είναι ότι κάποια
δέντρα θα χάσουν μερικά κλωνάρια τους όμως κάποια άλλα θα ξεριζωθούν. Η ελληνική
εργατική τάξη κάθεται πάνω σε ένα δέντρο της δεύτερης κατηγορίας και αυτό είναι
που δίνει δραματικότητα στη θέση της. Για να σωθεί η ελληνική εργατική τάξη
πρέπει να σώσει το δέντρο. Αυτό σημαίνει ότι για να επιβιώσει πρέπει να καταφέρει
να γίνει μέσα στην κρίση η ηγετική τάξη της χώρας. Αυτό είναι πολύ δύσκολο αλλά
είναι και μια ιστορική ευκαιρία. Που σημαίνει ότι είτε η ελληνική εργατική τάξη
θα ακολουθήσει την δίχως χαρακτήρα ελληνική αστική τάξη στην ανατολική καταστροφική
και υποδουλωτική πολιτική της οπότε θα εκβαρβαριστεί και θα μετατραπεί σε ουραγό
και αντίπαλο της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης, είτε θα αντισταθεί σε αυτήν την
πορεία και έτσι θα γίνει όχι μόνο πρωτοπόρα δύναμη του έθνους αλλά σε κάποιο
βαθμό πρωτοπόρα μέσα σε όλο το ευρωπαϊκό προλεταριάτο.
Η ελληνική εργατική τάξη μπορεί να σκεφτεί και να δράσει πρωτοπόρα γιατί η Ελλάδα έχει ζήσει εδώ και πολλά χρόνια αυτό που θα ζήσει αύριο ολόκληρη η Ευρώπη, δηλαδή τη σοσιαλφασιστική βία που της ασκείται εδώ και δεκαετίες με «αντικαπιταλιστικά» συνθήματα και «ταξικά κινήματα» που καθοδηγούν οι άνθρωποι των νέων Τσάρων. Η Ευρώπη θα υποστεί αυτά τα χτυπήματα κυρίως τώρα επειδή τώρα θα αδυνατίσουν έντονα οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις κάτω από την δικιά τους βαθιά κρίση. Αρκεί κανείς να δει πως όλοι οι ευρωπαίοι σοσιαλφασίστες και αρκετοί φίλοι τους σοσιαλδημοκράτες προβάλλουν ήδη την ελληνική ψευτοεξέγερση του Δεκέμβρη σαν αληθινή εξέγερση ανέργων και προβλέπουν ότι θα εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη μετατρεπόμενη σε ένα μεγάλο εργατικό και επαναστατικό κίνημα. Βέβαια ένα αληθινό επαναστατικό κίνημα ποτέ δεν γίνεται με παραγγελιές των οποιωνδήποτε Τσάρων, όμως υπάρχουν και αυθόρμητες εξεγέρσεις που μπορούν να καθοδηγηθούν σε πρώτη φάση από πράκτορες του ιμπεριαλισμού και να κάνουν μεγάλη πολιτική και οικονομική ζημιά και στην εργατική τάξη και στις χώρες. Με αυτήν την έννοια μπορούμε να πούμε ότι η σημερινή Ελλάδα αποτελεί το αρνητικό μέλλον της Ευρώπης. Από την άλλη μπορούμε να πούμε ότι η πρόωρη ελληνική εμπειρία της γενικής σοσιαλφασιστικής αρρώστιας μπορεί να δώσει το φάρμακο σε όλη την Ευρώπη. Και το φάρμακο είναι ένα: Ο διαχωρισμός στην θεωρία αλλά και στην πράξη της προλεταριακής επανάστασης από το πραξικόπημα που είναι ντυμένο με τα ρούχα της λαϊκής και εργατικής εξέγερσης.
Ας δούμε λοιπόν την πολιτική οικονομία και την συνδικαλιστική γραμμή της σοσιαλφασιστικής ψευτοεξέγερσης που ετοιμάζουν οι άνθρωποι της ρώσικης υπερδύναμης στη χώρα μας πάνω στην κρίση, για να τοποθετήσουμε απέναντί της τη γραμμή του συνειδητού προλεταριάτου και της αληθινής λαϊκής εξέγερσης κάτω από την ηγεσία του πρώτου.
Η απάντηση των ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ στην κρίση
Τι λένε το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ όταν θέλουν να ηγηθούν των νέων κινημάτων της οικονομικής κρίσης; Ποιες είναι οι προτάσεις τους που τις επαναλαμβάνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα μικροαστικά παπαγαλάκια τους της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής «αριστεράς» και του αναρχοσυνδικαλισμού;
H βασική γραμμή όλου του σοσιαλφασισμού, κοινοβουλετικού και
μη, είναι εκείνη του ψευτοΚΚΕ, που παριστάνει το σκληρό αντικαπιταλιστικό κόμμα
της εργατικής τάξης. Σύμφωνα με αυτήν βρισκόμαστε σε μια κρίση για την οποία
υπεύθυνες είναι εξ ίσου όλες οι μορφές και οι πολιτικές του κεφάλαιου. Δέχονται
ότι αυτή η κρίση είναι πραγματική αλλά λένε ότι με πρόσχημα αυτήν την κρίση
η αστική τάξη επιδιώκει να πλουτίσει ακόμα περισσότερο ισχυριζόμενη ότι δεν
έχει λεφτά για να πληρώσει στους εργαζόμενους. Σύμφωνα ειδικά με το ψευτοΚΚΕ
τα λεφτά υπάρχουν και είναι τα κέρδη των αστών που είναι συσσωρευμένα εδώ και
δεκαετίες και είναι «αμύθητα». Έτσι όχι μόνο δεν πρέπει να δέχονται οι εργαζόμενοι
να μειώνονται οι απολαβές τους ή να απολύονται όταν μια επιχείρηση παραπαίει
και πάει για κλείσιμο αλλά πρέπει να απαιτούν αμοιβές ψηλότερες ακόμα και από
πριν όχι μόνο από τον ίδιο τον καπιταλιστή αλλά κυρίως από το κράτος που είναι
ο συλλογικός καπιταλιστής. Γενικά εκείνο που προτείνει το ψευτοΚΚΕ πρακτικά
και άμεσα σαν απάντηση στην κρίση είναι ότι οι εργατικές διεκδικήσεις
πρέπει να είναι μέγιστες. Έτσι τα αιτήματα-συνθήματα του ψευτοΚΚΕ πάνω στην
κρίση είναι τα ίδια ακριβώς που ήταν και πριν από την κρίση: αυξήσεις σε μισθούς
και μεροκάματα στα 1400 Ευρώ, πλήρης απασχόληση και μεγάλες αυξήσεις στον κοινωνικό
μισθό (μεγάλα επιδόματα ανεργίας, μεγάλες συντάξεις, και πολύ περισσότερα λεφτά
για τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας και παιδείας).
Αν κάποιος αντιτάξει σε όλη αυτή τη φρασεολογία ότι πολλές
επιχειρήσεις θα κλείσουν και μπορεί το κράτος να δηλώσει χρεοκοπία η απάντηση
είναι ότι οι επιχειρήσεις και το κράτος μπορεί να χρεοκοπούν αλλά οι καπιταλιστές
είναι πλούσιοι και σε αυτήν την περίπτωση η ουσιαστική λύση είναι η ανατροπή
του καπιταλισμού και η σοσιαλιστική εξουσία. Βεβαίως εδώ δεν πρόκειται για καμιά
σοσιαλιστική εξουσία αλλά για την πολιτική δικτατορία του ψευτοΚΚΕ που αυτό
την ονομάζει δικτατορία του προλεταριάτου. Όμως και αυτήν την εξουσία του το
ψευτοΚΚΕ δεν την βλέπει για το άμεσο μέλλον, αλλά για μια χρονικά αδιευκρίνιστη
στιγμή μέσα από μια «αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών». Αυτό σημαίνει ότι για
το ψευτοΚΚΕ η εργατική τάξη δεν χρειάζεται καν να πάρει την εξουσία για να αλλάξει
ριζικά τους σημερινούς όρους της παραγωγής και από εκεί της διανομής ώστε να
ζήσει ριζικά πιο καλά από πριν αλλά μπορεί από τώρα να το πετύχει αυτό αρκεί
να είναι συνδικαλιστικά και πολιτικά πιο δυνατή.
Η ιδεολογική γραμμή του Συνασπισμού για την κρίση δεν διαφέρει ουσιαστικά από εκείνη του ψευτοΚΚΕ, αλλά στο πρακτικό επίπεδο ο ΣΥΝ αναλαμβάνει να προβάλλει παράλληλα και μια δήθεν πιο «πρακτική» γραμμή, μια πιο «ρεαλιστική» γραμμή διαχείρισης της κρίσης για λόγους που θα αναλύσουμε παρακάτω. Σε αυτήν την γραμμή προσαρμόζει αντίστοιχα και την τρέχουσα οικονομική ανάλυσή του για τις αιτίες της κρίσης που είναι η ανάλυση της παγκόσμιας σοσιαλδημοκρατίας. Αυτή παντού υπερασπίζει την ισχυροποίηση του ρόλου του κράτους στην καπιταλιστική οικονομία και γι’ αυτό το κεντρικό της σύνθημα είναι ο αντι-νεοφιλελευθερισμός. Αυτή η ισχυροποίηση δεν βολεύει μόνο τα στελέχη της σοσιαλδημοκρατίας που θέλουν να γίνουν διαχειριστές της κρατικής εξουσίας αλλά ακόμα περισσότερο τα στελέχη του σοσιαλφασισμού που συχνά εμφανίζονται σαν αριστεροί σοσιαλδημοκράτες. Σύμφωνα λοιπόν με τους σοσιαλφασίστες της ηγεσίας του ΣΥΝ ζούμε σήμερα μια κρίση κύρια του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και του αντίστοιχου μεγάλου κεφαλαίου της ελεύθερης αγοράς, οπότε η άμεση λύση είναι η κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, η αύξηση των φόρων στους πλούσιους και τέλος ο κρατικός δανεισμός οπότε θα γίνει δυνατή και η αύξηση των κρατικών εξόδων. Αυτά θα κινηθούν άμεσα προς τη λαϊκή κατανάλωση και έμμεσα, μέσο τραπεζών, προς την μικρή επιχείρηση. Έτσι η αγορά θα κινηθεί, η μικρή παραγωγή θα κινηθεί, οι εργαζόμενοι θα σώσουν τις δουλειές τους και πιο γρήγορα θα υπάρξει διέξοδος από την κρίση. Βεβαίως την ίδια ώρα με αυτήν την σοσιαλδημοκρατική μεταμφίεση της γραμμής του ο ΣΥΝ, επειδή παριστάνει κυρίως το ριζοσπαστικό κόμμα του λούμπεν προλεταριάτου, των ανέργων αλλά και των τσακισμένων μικροαστών της πόλης και της υπαίθρου, συμμετέχει μαζί με το ψευτοΚΚΕ στις βούτες στον κρατικό προϋπολογισμό στο όνομα της αναδιανομής των κερδών που προτείνει το ψευτοΚΚΕ μόνο που δεν θεωρεί αυτά τα κέρδη αμύθητα.
Αυτό που είναι κοινό και στα δύο αυτά κόμματα είναι η αχαλίνωτη
δημαγωγία, δηλαδή η απόλυτα ιδιοτελής και συνειδητή άρνησή τους να αναγνωρίσουν
την κατάσταση της πραγματικής οικονομίας στη χώρα μας, ιδιαίτερα την κατάσταση
της παραγωγής, καθώς και τους οικονομικούς νόμους όχι μόνο της καπιταλιστικής
αλλά και της σοσιαλιστικής παραγωγής. Ο κοινός πολιτικός στόχος τους είναι να
δώσουν στο προλεταριάτο την ψεύτικη ελπίδα ότι τώρα
δα ακόμα και μέσα στον καπιταλισμό και μάλιστα στη συγκεκριμένη παγκόσμια
οικονομική κρίση και ιδιαίτερα στη συγκεκριμένη αποβιομηχανοποιημένη χώρα, μπορεί
να ζήσει όπως και πριν από την κρίση ( ο ΣΥΝ) ή δυο φορές πιο πλούσια (το ψευτοΚΚΕ)
αρκεί να ανεβάσει τα δύο αυτά κόμματα στην πολιτική εξουσία
ή έστω να τα κάνει ηγέτες της συνδικαλιστικής τους πάλης.
Από πολιτική άποψη αυτές οι δύο μορφές διεκδικήσεων διαφέρουν
στο εξής: Το ψευτοΚΚΕ δεν ενδιαφέρεται τόσο άμεσα όσο ο ΣΥΝ για την
πολιτική κυβερνητική διαχείριση. Ο ρόλος που του έχει ανατεθεί από
τους σχεδιαστές της ρώσικης πολιτικής είναι να χτυπάει την δυτικόφιλη αστική
τάξη κύρια απ’ έξω και με εργατική επαναστατική μορφή,
δηλαδή με τα πιο έντονα πολιτικά χτυπήματα. Αυτό που κάνει και θα επιδιώξει
να κάνει περισσότερο πάνω στην κρίση είναι η πολιτική διαχείριση κινημάτων από
ομάδες υπαλλήλων, συνταξιούχων και αγροτών και κάποιων λίγων κλάδων μη βιομηχανικών
εργατών. Αυτά θα τα σπρώχνει πιο έντονα στις γνωστές μπούκες στα υπουργεία και
στους αποκλεισμούς των θαλάσσιων και των χερσαίων δρόμων για να αποσπάσουν από
το αστικό κράτος ένα μέρος από τα «αμύθητα κέρδη». Με αυτόν τον τρόπο το ψευτοΚΚΕ
δεν θα εξασφαλίζει για τους μικρούς στρατούς στους οποίους ηγείται καλύτερη
ζωή, αφού αυτές οι «βούτες» είναι εντελώς περιστασιακές και ελάχιστες σε οικονομική
απόδοση, αλλά για να εκβιάζει την υπόλοιπη αστική τάξη και όλη την κοινωνία
ότι θα εξαπολύσει αληθινό ταξικό πόλεμο αν δεν γίνει το ίδιο μέρος του κράτους
ή και συνεργοδότης με την κλασσική εργοδοσία. Συνεργοδότης εννοούμε το φαινόμενο
να διορίζει το ψευτοΚΚΕ στους χώρους δουλειάς δικούς του ανθρώπους για τους
οποίους εξασφαλίζει ειδικά προνόμια -πχ τακτικά μεροκάματα με ταυτόχρονη αποφυγή
της εργασίας - με αντάλλαγμα αυτοί να πνίγουν κάθε αντίθετη συνδικαλιστική φωνή
και να αποκτούν ηγεμονικό ρόλο ακόμα και απέναντι στην εργοδοσία. Αυτό κάνει
το ψευτοΚΚΕ πχ στην Επισκευαστική Ζώνη του Περάματος όπου έχει γίνει συνεργοδότης
και από μερικές απόψεις ανώτερος εργοδότης από τους μικρομεσαίους εργολάβους,
ή στους οικοδόμους όπου επιβάλλει στην όποια μεγάλη εργοδοσία την πρόσληψη των
ανθρώπων του ή στους ναυτεργάτες όπου έχει γίνει συνεργοδότης με τους εφοπλιστές
της ακτοπλοΐας επεμβαίνοντας και σε ζητήματα προσλήψεων, σύνθεσης πληρωμάτων
κλπ. Επίσης καταφέρνει να τοποθετεί ανθρώπους του στην ηγεσία δημόσιων οργανισμών
(πχ στον ΟΛΠ), ενώ στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο καταφέρνει μαζί με τον ΣΥΝ
να εκκαθαρίζει κυβερνητικά στελέχη συχνά με την ανάσυρση υπαρκτών ή ανύπαρκτων
σκανδάλων και να επιβάλλει μέσο του πρωθυπουργού άλλα στελέχη φιλικά προς την
ανατολική πολιτική.
Ο ΣΥΝ συμμετέχει στρατηγικά στο ίδιο μπλοκ της δικτατορικής πολιτικής εξουσίας
με το ψευτοΚΚΕ. Όμως σαν επίδοξος πολιτικός καθοδηγητής του λούμπεν προλεταριάτου
έχει αναλάβει την καθοδήγηση και της εξωτερικής τραμπούκικης βίας ενάντια στην
δυτική αστική τάξη, εκείνης των ψευτοαναρχικών ταγμάτων εφόδου και του φιλο17
νοεμβρίτικου σοσιαλφασισμού. Ταυτόχρονα έχει αναλάβει τον τακτικά πιο
προωθημένο ρόλο της μαζικής συμμετοχής στην κυβερνητική εξουσία μέσο του ΠΑΣΟΚ.
Γι’ αυτό όπως και το ΠΑΣΟΚ (δηλαδή όπως και η σοσιαλδημοκρατική και η σοσιαλφασιστική
πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ ) βάζει το ζήτημα της αναδιανομής όχι τόσο άμεσα υπέρ του
προλεταριάτου, όσο υπέρ του κράτους, δηλαδή είναι υπέρ των κρατικοποιήσεων ή
των «εθνικοποιήσεων» όπως τις ονομάζει (για να δώσει πατριωτικό τόνο στην έφοδό
του). Αν ο ΣΥΝ ανεβεί στην κυβέρνηση στις πλάτες της Παπανδρεικής-Λαλιωτικής
κλίκας θα γίνει συνδιαχειριστής του κράτους, οπότε και του κρατικού κεφάλαιου,
ιδιαίτερα εκείνου των Τραπεζών. Αφού σαν διοικητής της ΠΟΣΔΕΠ ο ΣΥΝ μοιράζει
πρυτανείες, έδρες, ερευνητικά προγράμματα, και διδακτορικά στους ανθρώπους του,
μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα κάνει σαν αρχιτραπεζίτης, δηλαδή τι κεφάλαια
θα μοιράζει με τους εντεταλμένους γραφειοκράτες του - με το αζημίωτο βέβαια
- στους πιο κοντινούς του μικρομεσαίους στην ύπαιθρο και στην πόλη, πόσο μέχρι
σκασμού θα παχαίνει τους ανατολικούς ολιγάρχες, και πόσο θα στραγγαλίζει τους
μικρούς και μεγάλους καπιταλιστές που δεν θα ανήκουν στην «αριστερά», και «στην
πρόοδο», πόσο δηλαδή οι φιλελεύθεροι λάτρεις του αγοραίου κέρδους θα στραγγαλίζονται
από τους συνασπισμικούς λάτρεις της ληστρικής λείας.
Ενώ η γραμμή του ψευτοΚΚΕ διαφέρει από την άποψη της πολιτικής ταχτικής με εκείνη
του ΣΥΝ, από οικονομική άποψη η γραμμή τους είναι ενιαία ακριβώς επειδή είναι
ενιαία η στρατηγική τους.
Η «πολιτική οικονομία» αυτών των κομμάτων είναι η εξής: Αρκεί μια άλλη διανομή
του ήδη συσσωρευμένου χρηματικού κεφάλαιου, ντόπιου και ξένου για να βγούμε
από την κρίση.
Το συνειδητό προλεταριάτο πρέπει να τσακίσει αυτήν την ψευτο-μαρξιστική οικονομολογία και την πολιτική γραμμή που αυτή υπηρετεί και να προτείνει στην εργατική τάξη και στα μεσοστρώματα μια ουσιαστική πολιτική οικονομικών και πολιτικών διεκδικήσεων στις σημερινές συνθήκες κρίσης και στη χώρα μας.
Η απάτη σχετικά με τα 1400 Ευρώ κατώτατο καθαρό μισθό
Κατ’ αρχή δεν υπάρχει όχι μόνο σε συνθήκες κρίσης αλλά ούτε
σε στιγμές κανονικής οικονομικής ζωής ένα πελώριο διαθέσιμο κεφάλαιο και μάλιστα
«αμύθητο» για να διανεμηθεί στις μάζες για την ατομική τους κατανάλωση ή να
διανεμηθεί στις μικρές επιχειρήσεις για την παραγωγική τους κατανάλωση.
Ο συντριπτικά μεγαλύτερος όγκος του κεφάλαιου γενικά στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό
υπάρχει με τη μορφή μέσων παραγωγής. Πρόκειται γι’ αυτό το κομμάτι που δεν παράγει
καθ’ εαυτό υπεραξία και γι’ αυτό ονομάζεται σταθερό κεφάλαιο (Σ), και το οποίο
καταναλώνεται στη διαδικασία της παραγωγής και πρέπει να αντικατασταθεί με ένα
άλλο ύστερα από ένα ή περισσότερους παραγωγικούς κύκλους. Ένα δεύτερο, σχετικά
μικρότερο μέρος του συνολικού κεφάλαιου είναι το μεταβλητό κεφάλαιο (Μ), δηλαδή
εκείνο που παίρνει τη μορφή του μισθού στους εργάτες και από το οποίο παράγεται
η υπεραξία, και τελικά το κέρδος των καπιταλιστών. Στο συνολικό όγκο των μισθών
σε κάθε χώρα πρέπει κανονικά να περιλαμβάνεται και το τμήμα του μισθού που δίνεται
σε είδος στους προλετάριους από τον συνολικό συνοπτικό καπιταλιστή που είναι
το κράτος. Τέτοιο τμήμα είναι οι συντάξεις, η δωρεάν περίθαλψη, η όποια δωρεάν
εκπαίδευση κλπ.
Ένα τρίτο κομμάτι του κεφάλαιου που σε γενικές γραμμές είναι ακόμα μικρότερο
σε όγκο από ότι τα άλλα δύο, είναι η αποσπασμένη από τους μισθωτούς υπεραξία
(Υ) που αποσπάει από τους μισθωτούς η τάξη των καπιταλιστών στη διάρκεια της
παραγωγικής διαδικασίας. Αυτό το κομμάτι παίρνει τη μορφή του κέρδους και μοιράζεται
ανάμεσα στα διαφορετικά είδη καπιταλιστών (βιομήχανους, τραπεζίτες, έμπορους)
και στους γαιοκτήμονες, σαν γαιοπρόσοδος. Πρέπει ωστόσο να παρθεί υπ’ όψη ότι
και από αυτό το τρίτο κομμάτι, το Υ, το πιο μεγάλο μέρος επανεπενδύεται από
τους καπιταλιστές, δηλαδή χρησιμοποιείται για την αγορά επί πλέον μέσων παραγωγής
και επί πλέον εργατικής δύναμης ώστε στον επόμενο κύκλο να υπάρξει παραγωγή
σε πιο διευρυμένη κλίμακα με στόχο να παραχθεί υπεραξία σε ακόμα μεγαλύτερη
κλίμακα. Αυτή είναι η διαδικασία της διευρυμένης αναπαραγωγής με στόχο την καπιταλιστική
συσσώρευση.
Η αναδιανομή των κερδών υπέρ των μισθωτών ή υπέρ των μικρών παραγωγών αφορά
το τρίτο κομμάτι, το Υ και μάλιστα όχι ολόκληρο αλλά εκείνο που χρησιμεύει για
την ατομική κατανάλωση και τις ανέσεις των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων.
Γιατί καταλαβαίνει κανείς ότι αν κάποιο κοινωνικό σύστημα θελήσει να μοιράσει
στους μισθωτούς ή στους μικρομεσαίους καπιταλιστές ένα τμήμα από τα δύο υπόλοιπα
κομμάτια του συνολικά παραγμένου κοινωνικού πλούτου σε μια δοσμένη χρονιά θα
καταστρέψει πρακτικά ένα κομμάτι είτε από το παρόν είτε από το μέλλον της εργατικής
τάξης. Γιατί είτε θα μειώσει τους μισθούς των ενεργών προλετάριων στις επιχειρήσεις
(αν περικόψει από το δεύτερο κομμάτι, το (Μ)) είτε θα μειώσει την διευρυμένη
αναπαραγωγή των βασικών μέσων της σύγχρονης παραγωγής (αν περικόψει από το πρώτο
κομμάτι (Σ), δηλαδή αν δεν επιτρέψει νέες μεγαλύτερες επενδύσεις σε μέσα παραγωγής).
Αλλά αυτό το κομμάτι, το Σ, είναι εκείνο που από τη μια δημιουργεί τις ανώτερες
παραγωγικές δυνάμεις που θα ιδιοποιηθούν οι άμεσοι παραγωγοί στο σοσιαλιστικό
μέλλον της κοινωνίας και από την άλλη αποτελεί την προϋπόθεση για την διατήρηση
της απασχόλησης και των μισθών σε ένα ορισμένο επίπεδο ή και την αύξησή τους
στις σημερινές καπιταλιστικές συνθήκες.
Ας δούμε λοιπόν τι θα γίνει στη χώρα μας αν διανεμηθεί στις συνθήκες πριν από
το ξέσπασμα της κρίσης το μέρος εκείνο του συνολικού παραγμένου κοινωνικά κεφάλαιου
που σήμερα καταναλώνεται ατομικά από τους εμποροβιομήχανους και τραπεζίτες καπιταλιστές.
Αυτό το κομμάτι είναι ένα τμήμα από τα καθαρά κέρδη και σαν τέτοιο δεν δίνεται
άμεσα στις στατιστικές. Μόνο λοιπόν κατά μεγάλη προσέγγιση μπορούμε να το εκτιμήσουμε,
αλλά αυτό θα το κάνουμε πολύ προς τα πάνω- δηλαδή υπέρ ας πούμε της σοσιαλφασιστικής
δημαγωγίας – θεωρώντας ότι το 1/3 των καθαρών κερδών ξοδεύεται στην ατομική
κατανάλωση των μετόχων των πιο μεγάλων ΑΕ. Βεβαίως στις μικρότερες επιχειρήσεις
το ποσοστό των κερδών που ξοδεύουν οι καπιταλιστές είναι συχνά μεγαλύτερο από
αυτό αλλά οι μεγάλες εταιρείες στην Ελλάδα παράγουν το 85% των συνολικών κερδών
( η ICAΡ για τις μεγαλύτερες 500 εταιρείες το 2007). Σε αυτές τις μεγάλες εταιρείες
ένα μικρό μέρος των συνολικών κερδών ξοδεύεται στη ατομική κατανάλωση. Το πιο
μεγάλο πάει στη συσσώρευση μέσα ή έξω από την επιχείρηση. Βεβαίως σε μερικές
μεγάλες ανώνυμες εταιρείες ένα ποσοστό του ύψους του 1/3 και καμιά φορά περισσότερο
πάει σαν μέρισμα στους μετόχους αλλά και εκεί πρέπει να λογαριαστεί ότι μόνο
ένα μέρος από αυτό το μέρισμα πάει στην ατομική κατανάλωση, ιδιαίτερα στην περίπτωση
των μικρομετόχων, ενώ ένα άλλο κατατίθεται επίσης σε τράπεζες, μετοχές, ομόλογα
κλπ, δηλαδή λειτουργεί πάλι σαν κεφάλαιο. Αυτό το μέσο ποσοστό του 1/3 είναι
τόσο μεγάλο που εξουδετερώνει και το ότι ένα μέρος της ατομικής κατανάλωσης
των καπιταλιστών περνάει σαν έξοδο της εταιρείας, δηλαδή σαν μέρος του σταθερού
κεφάλαιου και ένα άλλο εμφανίζεται με τη μορφή των μισθών των κορυφαίων διευθυντικών
στελεχών.
Αν οι ψευτοαριστεροί δημαγωγοί θέλουν να είναι συνεπείς με τις εξαγγελίες τους
θα πρέπει να παραδεχτούν ότι αυτά τα όποια κέρδη της πλουτοκρατίας θα πρέπει
να διανεμηθούν σε όλο το λαό με έμφαση βέβαια στους πιο φτωχούς και όχι μόνο
στους εργαζόμενους αυτών των εταιριών ή σε εκείνες τις ειδικές κατηγορίες που
θα κάνουν μπούκες στα υπουργεία και θα κόβουν τους δρόμους.
Ας κάνουμε λοιπόν τον παρακάτω λογαριασμό για τα κέρδη του 2007 για τα οποία
υπάρχουν κάποια επαρκή στοιχεία. Ας διαιρέσουμε το 1/3 των καθαρών κερδών των
25000 μεγαλύτερων επιχειρήσεων της χρήσης του 2007 με τον συνολικό αριθμό των
δηλωμένων μισθωτών και συνταξιούχων στους οποίους αυτά τα κέρδη θα μπορούν να
μοιραστούν χωρίς να βλαφτεί η διευρυμένη αναπαραγωγή του παραγωγικού κεφάλαιου.
(Έναν ανάλογο λογαριασμό κάναμε για τη διανομή των συνολικών κερδών του 2005
στο άρθρο της Νέας Ανατολής http://www.oakke.gr/na417/misthos417.htm). Το να
διανεμηθούν στο λαό τα κέρδη των μικρότερων επιχειρήσεων από τις 25000 είναι
κάτι που κανείς δημαγωγός δεν προτείνει σοβαρά γιατί αυτά τα κέρδη πάνε στο
πιο μεγάλο κομμάτι τους στη σχετικά άνετη διαβίωση-κατανάλωση του μικροαφεντικού
ή στους διεφθαρμένους εφοριακούς. Οι λογαριασμοί που κάναμε ήταν τότε για να
αποδείξουμε πόσο δημαγωγικό ήταν το σύνθημα των 1400 Ευρώ. Απόδειξη ότι ήταν
δημαγωγικό είναι ότι το ψευτοΚΚΕ έχει αφήσει το αίτημα στο ίδιο ύψος, στα 1400
Ευρώ, παρόλο που τα κέρδη έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί για τα αποτελέσματα του
2007 σε σχέση με εκείνα του 2005. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι και σήμερα τα 1400
Ευρώ είναι λιγότερο δημαγωγικά όπως θα αποδείξουμε. Επίσης πρέπει να τονίσουμε
ότι τα 1400 Ευρώ καθαρά κατώτατος μισθός ήταν από το 2006 κοινό σύνθημα της
ΑΔΕΔΥ δηλαδή του ψευτοΚΚΕ, του ΣΥΝ αλλά και του ΠΑΣΟΚ για τους δημόσιους υπάλληλους
όπου ο εισαγωγικός μισθός είναι μικρότερος από 1000 Ευρώ.
Ας δούμε λοιπόν τα συνολικά κέρδη του 2007 για τις 25000 επιχειρήσεις. Αυτά
δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμα συγκεντρωμένα από την ICAP αλλά μπορούμε να τα συνάγουμε
με προσέγγιση ξέροντας ότι τα κέρδη προ φόρων του 2006 ήταν 13 δις και ότι η
αύξηση που έχει ήδη ανακοινωθεί από την ICAP για τα κέρδη του 2007 για τις 500
μεγαλύτερες εταιρείες, που όπως είπαμε βγάζουν το 85% των κερδών, είναι 26%.
Έτσι μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι τα κέρδη προ φόρων του 2007 των 25000 μεγαλύτερων
εταιρειών ανέρχονται το πολύ στα 16,4 δις Ευρώ. Αν υπολογίσουμε ότι τα καθαρά
κέρδη μετά από φόρους είναι κατά 25% μικρότερα από τα κέρδη προ φόρων πάμε στα
12,3 δις Ευρώ καθαρά κέρδη για το 2007.
Ας υποθέσουμε ότι μοιράζουμε το 1/3 αυτών των χρημάτων, δηλαδή περίπου τα 4,1
δις Ευρώ μόνο σε μισθωτούς που είναι περίπου 2700000 και σε συνταξιούχους που
είναι περίπου2.200.000 ,δηλαδή σε 4.900.000 ανθρώπους. Αλλά το ποσό των 4,1
δις δεν μπορεί να δοθεί ατόφιο για την κατανάλωσή των 4.900.000 γιατί στο 55%
που είναι μισθωτοί πρέπει να καταβληθεί και όλο το ΙΚΑ (εργατών και εργοδοτών
που έχουν φύγει από τη μέση σε αυτήν την διανομή) που είναι περίπου όσο και
το καθαρό ποσό που θα πάρουν δηλαδή το μισό του διανεμόμενου ποσού, δηλαδή πάνω
από 1 δις Ευρώ. Έτσι το ποσό για μοίρασμα φτάνει περίπου στα 3 δις Ευρώ. Από
την άλλη μπορούμε να αφαιρέσουμε από τους 4.900.000 νομείς των 3 δις ένα 10%
των μισθωτών και συνταξιούχων που παίρνουν αρκετά ψηλούς μισθούς και συντάξεις
και δεν είναι απαραίτητο να πάρουν κάποια αύξηση γιατί αυτή θα μείωνε τα επί
πλέον χρήματα στους πιο φτωχούς από αυτούς. Μένουν έτσι 4.410.000 μισθωτοί και
συνταξιούχοι για τη μοιρασιά. Διαιρούμε τα 3 δις διά του 4.410.000 και
έχουμε 680 Ευρώ το χρόνο καθαρά παραπάνω από ότι σήμερα για κάθε μισθωτό και
συνταξιούχο. Αν το διαιρέσουμε αυτό δια του 14 που είναι οι μήνες μισθοδοσίας
σε κάθε χρονιά έχουμε 49 Ευρώ το μήνα παραπάνω για κάθε μισθωτό και συνταξιούχο.
Αυτό το ποσό είναι το πολύ δύο κουλούρια τη μέρα, δηλαδή δεν έχει άλλη κλίμακα
γελοιότητας από αυτά για τα οποία κατηγορούν τα ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ τη ΓΣΕΕ.
Ακόμα και αν διανέμονταν όλα τα κέρδη του 2007 στους
μισθωτούς και στους συνταξιούχους οπότε πολλοί κεφαλαιοκράτες θα έφευγαν από
τη χώρα, και ούτε θα γίνονταν νέες επενδύσεις για την επόμενη χρονιά, οι συνταξιούχοι
και οι μισθωτοί θα πλούταιναν μόνο κατά 147 Ευρώ το μήνα. Πάντως με τίποτα η
γενιά των 700 δεν θα έφτανε ούτε από μίλια μακριά στα 1400 κατώτατο μισθό. Και
να σκεφτούμε ότι όλοι αυτοί οι λογαριασμοί έγιναν για το έτος κορυφή των κερδών,
το 2007. Το 2008, την τελευταία δηλαδή χρονιά πριν από την κρίση τα κέρδη εκτιμιέται
ότι θα είναι πεσμένα πάνω από 15% σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ενώ το 2006
ήταν 10 δις τα καθαρά και το 2005 ήταν 6 δις, όπου πάλι οι δημαγωγοί μιλούσαν
για 1400 κατώτατο καθαρό.
Όλα αυτά βγαίνουν με χοντρικούς αλλά πολύ ευνοϊκούς λογαριασμούς για τους δημαγωγούς.
Τι θα γίνει δηλαδή με αυτά καθεαυτά τα άθλια 49 Ευρώ καθαρά το μήνα, αλλά και
τα εντελώς απίθανα και καταστροφικά 147 αν προσθέσουμε στον παρονομαστή της
διαίρεσης 3 δις/ 4.410.000 εκατομμύρια ακόμα άλλα 2 εκατομμύρια άτομα που είναι
το λιγότερο οι άνεργοι και οι μετανάστες που δεν είναι γραμμένοι σε κανένα ΙΚΑ
και κανένα ΟΑΕΔ, συν οι καταραμένοι μισθωτοί που βασανίζονται
με τα 400 Ευρώ «μαύρα», συν οι μικροεπαγγελματίες και μικροπαραγωγοί
στην πόλη και το χωριό, συν η πλούσια αγροτιά όλης της χώρας
που ηγείται των κινημάτων για επιδοτήσεις και επωφελείται πάνω απ’ όλους από
αυτές όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά για τις αγροτικές τιμές, ενώ δεν δίνει
δεκάρα στον προϋπολογισμό όταν αυτές σπάσανε κάθε ιστορικό ρεκόρ όπως έγινε
στα τέλη 2007-τέλη 2008. Σε όλους αυτούς δεν υπόσχονται οι σοσιαλφασίστες μια
πλούσια ζωή αρκεί να βγούν από τη Ευρώπη των μονοπωλίων και να αρπάξουν τα «κλεμμένα»
από τη ολιγαρχία;
Αλλά για να δει κανείς τα πράγματα πιο καθαρά πρέπει να λογαριάσει και αντίστροφα.
Ας υποθέσουμε δηλαδή ότι μετά από ηρωικούς ταξικούς αγώνες το 90% των μισθωτών
και συνταξιούχων που δεν είναι εύποροι καταφέρνει να αποσπάσει αύξηση 400 Ευρώ
καθαρά στους μισθούς του. Δηλαδή ότι οι εργαζόμενοι που παίρνουν το βασικό μισθό
θα πάνε από τα 700 Ευρώ τους μόνο στα 1100 Ευρώ και όχι στα 1400
όπως θέλουν οι τζάμπα σωτήρες της εργατικής τάξης, και ότι οι εργαζόμενοι που
παίρνουν περισσότερα θα πάρουν επίσης 400 Ευρώ παραπάνω. Ας υποθέσουμε επίσης
ότι και οι συνταξιούχοι που στο συντριπτικό ποσοστό τους είναι χαμηλοσυνταξιούχοι
των 600 θα πάρουν μόνο τα 400 Ευρώ παραπάνω και δεν θα φτάσουν στα 80% του 1400.
Αν βάλουμε και το ΙΚΑ σε αυτά τα ποσά θα πάμε χοντρικά στα 600 Ευρώ για τον
καθένα από τους μισθωτούς δικαιούχους ώστε να μπορεί να παίρνει ο καθένας τα
400 Ευρώ καθαρά το μήνα. Αλλά επειδή οι συνταξιούχοι δεν πληρώνουν ΙΚΑ ας βάλουμε
ένα μέσο όρο αύξησης για όλους τους δικαιούχους ίσο με 500 Ευρώ.
Έχουμε λοιπόν 4.410.000 δικαιούχους της αύξησης των 500 Ευρώ, χώρια από τα εκατομμύρια
των κατηγοριών που μόλις πριν αναφέραμε και δεν πήραμε υπ όψιν στα 49 Ευρώ.
Αν κάνουμε τον πολλαπλασιασμό 4.410.000 Χ 500Χ14 μήνες το αποτέλεσμα θα είναι
ίσο περίπου με 31 δις Ευρώ, δηλαδή 3 φορές περίπου τα συνολικά κέρδη της εμποροβιομηχανικής
αστικής τάξης και 10 φορές περίπου τα κέρδη που με τη μάξιμουμ εκτίμηση μας
πιστεύουμε πως πάνε στην ατομική κατανάλωση των καπιταλιστών!!!
Στο μεταξύ θα ετοιμάζει βαλίτσες για να μετεγκατασταθεί έξω από τη χώρα ένα
μέρος από το επενδεδυμένο κεφάλαιο που χωρίς κέρδη δεν κάθεται σε καμιά χώρα
της γης. Οι δημαγωγοί μας βέβαια δεν θα συγκινηθούν από αυτά τα «τερτίπια του
κεφάλαιου» και θα φερθούν ακόμα πιο «αριστερά» από το Λένιν που σε όλη τη διάρκεια
της ΝΕΠ (νέας οικονομικής πολιτικής) έβαζε σαν έναν από τους στόχους της την
κερδοφορία των μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων ώστε να εξορθολογιστεί η λειτουργία
τους. Για να μαζέψουν λοιπόν το ποσό των 35 δις θα δοκιμάσουν να κόψουν τους
στρατιωτικούς εξοπλισμούς όπως πάγια διατείνονται, ιδιαίτερα οι ψευτοδιεθνιστές
του ΣΥΝ. Οι εξοπλισμοί είναι, σύμφωνα με την εκτίμηση για το 2007 πριν πραγματοποιηθεί
ο προϋπολογισμός ήταν 1,7δις. Αλλά και ο στρατός ολόκληρος να καταργηθεί για
ένα χρόνο και να μη δοθεί ούτε ένας μισθός σε αξιωματικούς και λοιπό προσωπικό
και δεν γίνει καμιά συντήρηση του στρατιωτικού υλικού πάλι δεν μπορεί να εξοικονομηθούν
παρά μόνο 3,8 δις. Τόσο ήταν για το έτος 2007 η εκτίμηση για το σύνολο των δαπανών
του τακτικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας πριν την πραγματοποίηση
του προϋπολογισμού. Από κει και πέρα δεν έχει κανείς παρά να βάζει χέρι στις
δημόσιες επενδύσεις. Αυτές ήταν συνολικά μόνο 6,33 δις το 2005 ενώ το 2007 8,743
δις ευρώ. Αν τις καταναλώσουμε και αυτές πάλι δεν έχουμε συμπληρώσει ούτε το
μισό χρειαζούμενο ποσό. Για να βρούμε το υπόλοιπο ποσό χρειάζεται κυριολεκτικά
μια πρωτοφανής λεηλασία υπάρχοντος κοινωνικού υλικού πλούτου. Ακίνητα, μηχανές,
γη, μέσα κατανάλωσης και μέσα παραγωγής πρέπει να πουληθούν σε ξένες χώρες για
να βρεθούν τα λεφτά μιας χρονιάς για να ζήσουν ανθρώπινα οι μισθωτοί και οι
συνταξιούχοι. Αλλά αν ζήσουν ανθρώπινα μια χρονιά με αυτή τη μέθοδο, την επόμενη
χρονιά θα ζήσουν εντελώς απάνθρωπα.
Στην πραγματικότητα η μόνη άμεση διανομή που μέσα στις δοσμένες παραγωγικές
σχέσεις και σχέσεις ιδιοκτησίας θα ανακούφιζε τους εργαζόμενους σε κάποιο υπολογίσιμο
βαθμό θα ήταν η διανομή των κερδών που θα πήγαιναν στην κατανάλωση των καπιταλιστών
στους μισθωτούς αποκλειστικά των συγκεκριμένων κερδοφόρων επιχειρήσεων.
Αυτοί είναι κατά μέσο όρο εκείνοι που πληρώνονται καλύτερα από κάθε άλλον μισθωτό,
δηλαδή οι σχετικά πιο απομακρυσμένοι από τον κατώτατο μισθό. Αν οι μισθωτοί
των 25000 μεγαλύτερων επιχειρήσεων είναι ας πούμε 500.000 τότε το πηλίκο της
κρίσιμης διαίρεσης με αριθμητή τα 3 δις Ευρώ αλλάζει αισθητά, δηλαδή το εισόδημα
των μισθωτών που το καρπούνται γίνεται 6 φορές μεγαλύτερο (επειδή η μοιρασιά
δεν πάει και στους συνταξιούχους οπότε θα πρέπει να αφαιρεθεί επί πλέον ΙΚΑ
από τα 3 δις που θα διανεμηθούν). Έτσι αντί για τα 49 Ευρώ που θα έπαιρνε ο
καθένας αν η μοιρασιά γινόταν στους 4.410.000, ο καθένας μισθωτός αυτών των
επιχειρήσεων θα έπαιρνε περίπου 300 Ευρώ καθαρά το μήνα. Και αυτά μόνο στις
συνθήκες της σπάνια ψηλής κερδοφορίας όπως ήταν αυτή του 2006 και του 2007.
Αυτό το ποσό έχει πραγματικά ποιοτικό νόημα, αλλά για να κατακτηθεί θέλει σκληρή
οικονομική ταξική πάλη σε κάθε χώρο δουλειάς και πάνω απ’ όλα θέλει ταξικά σωματεία.
Αλλά ποια σωματεία έδωσαν σε αυτή τη χώρα τα τελευταία χρόνια ουσιαστική απεργιακή
πάλη για αυξήσεις ενάντια στην εργοδοσία σε κάθε μεγάλη επιχείρηση; Αυτό το
έκαναν ως τα 1990 μόνο ενάντια σε απολύσεις αλλά μόνο σαν πρόσχημα σε επιχειρήσεις
που παράπαιαν ακριβώς για να τις κλείσουν (πχ Πιρέλι, Γκουντγίαρ, Δάριγκ κλπ).
Θα έκαναν τώρα απεργία για αυξήσεις τα πουλημένα σωματεία που τα λυμαίνονται
οι συνδικαλιστές της κάθε εργοδοσίας και που είναι συνήθως οι ίδιοι συνδικαλιστές
και των 4 κομμάτων; Η θα οργάνωναν κάποια δραστήρια συνδικαλιστική αντιπολίτευση
οι όποιοι συνδικαλιστές του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ (δες το πούλημα από τους τελευταίους
των συλλογικών συμβάσεων στον Παπαστράτο-Φίλιπ Μόρις το 2006-7) που πρωτοστατούν
σε γλειψίματα στις εργοδοσίες με αντάλλαγμα κάθε λογής ατομικές και παραταξιακές-κομματικές
διευκολύνσεις;
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι με οποιαδήποτε προσέγγιση τα ποσά για κατώτατο
μισθό 1400 ευρώ δεν υπάρχουν στη σημερινή ελληνική οικονομία. Η οικονομία της
χώρας με τη σημερινή δομή της και τις συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής παράγει
συνολικά αξία που εμφανίζεται, είτε σαν κέρδη, είτε σα μισθοί, είτε στην μορφή
οποιουδήποτε εισοδήματος και οποιασδήποτε γαιοπροσόδου, πολύ μικρότερη από την
αντίστοιχη αξία των κατώτατων μισθών που υποστηρίζει για όλους τους εργαζόμενους
ο σοσιαλφασισμός. Τα 1400 Ευρώ είναι μια φασιστική χίμαιρα, μια δόση όπιο που
παρέχουν εντελώς ανέξοδα οι σοσιαλφασίστες στο προλεταριάτο για να το σέρνουν
στο στρατό τους και για να το φανατίζουν ενάντια στο συγκεκριμένο τμήμα της
κυβέρνησης που είναι προς εξόντωση.
Η απάτη σχετικά με τη διανομή των «αμύθητων» συσσωρευμένων κερδών.
Μπορεί κανείς να καταλάβει αμέσως ότι αφού δεν θα μπορούσαν
λογικά να φτάσουν οι κατώτεροι μισθοί στα 1400 Ευρώ καθαρά στην χρονιά κορυφής
των κερδών τι όργιο απάτης υπάρχει στον ισχυρισμό ότι θα μπορούσαν να φτάσουν
σε αυτό το ύψος στις χρονιές της μεγάλης κρίσης που διανύουμε και που θα επελάσει
δριμύτερη. Γιατί στις χρονιές κρίσης δεν μειώνονται μόνο τα κέρδη του κεφάλαιου,
δηλαδή ο όγκος της υπεραξίας, αλλά μειώνεται το πρώτο κομμάτι του συνολικού
κοινωνικού κεφάλαιου, μειώνεται το σταθερό (Σ) κεφάλαιο, μειώνονται δηλαδή τα
μέσα παραγωγής. Όταν λέμε ότι μειώνεται το σταθερό κεφάλαιο εννοούμε για παράδειγμα
στον βιομηχανικό τομέα ότι είτε υπολειτουργούν προσωρινά οι μηχανές και μειώνεται
η κατανάλωση πρώτων υλών είτε ακόμα ότι ένα κομμάτι των μηχανών καταστρέφεται
υλικά και ηθικά από την αχρησία καθώς κλείνουν για πολύ καιρό μια σειρά παραγωγικές
μονάδες. Αλλά όταν μειώνεται το σταθερό κεφάλαιο που μπαίνει στην παραγωγική
διαδικασία, μειώνεται και εκείνο το κεφάλαιο που κινεί τα μέσα παραγωγής, δηλαδή
το μεταβλητό κεφάλαιο (Μ), δηλαδή ο όγκος της ζωντανής εργασίας, δηλαδή ο όγκος
των μισθών. Αυτό σημαίνει ότι είτε απολύονται πολλοί εργάτες, όπως γενικά συμβαίνει,
είτε όλοι τους δέχονται σε μερικές περιπτώσεις κάτω από την πίεση των πραγμάτων
να μοιραστούν ανάμεσά τους τις απολύσεις που σημαίνει να μειώσουν τις ώρες της
εργασίας τους και ανάλογα τους μισθούς τους. Αυτή η μείωση του σταθερού και
του μεταβλητού κεφάλαιου μέσα στην κρίση είναι αναπόφευκτη για τον καπιταλισμό
και είναι η ουσία της κρίσης από την άποψη της παραγωγής. Αυτή η μείωση παραγωγικών
μέσων και ζωντανής εργασίας βέβαια δεν θα γινόταν ποτέ σε ένα προοδευτικό σύστημα
οργάνωσης και ελέγχου της κοινωνικής παραγωγής από τους ίδιους τους παραγωγούς.
Γιατί οι τελευταίοι οργανώνουν την συνολική κοινωνική παραγωγή για να ικανοποιήσουν
τις αυξανόμενες ανάγκες της κοινωνίας ενώ οι καπιταλιστές δηλαδή οι ξένοι προς
τους άμεσους παραγωγούς ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και της ζωντανής εργασίας
οργανώνουν την παραγωγή της δικιάς τους επιχείρησης ή το πολύ της δικιάς τους
χώρας αποκλειστικά σαν μέσο για την απόσπαση υπεραξίας. Σε ένα ορθολογικό σύστημα
οργάνωσης της παραγωγής αφού τα μέσα παραγωγής συνεχίζουν να υπάρχουν σαν ύλη
και να είναι αποδοτικά η κοινωνία θα τα αξιοποιούσε κάθε στιγμή και ως το τέλος
της φυσικής τους ύπαρξης. Αλλά ο καπιταλισμός ειδικά πάνω στην κρίση δεν μπορεί
να αξιοποιήσει τον υλικό πλούτο που έχει παραχθεί μέσα στα πλαίσιά του και τον
αφήνει να καταστραφεί ή ενεργητικά τον καταστρέφει. Ειδικά τα παραγωγικά μέσα
δεν τα καταστρέφει επειδή παράγουν με πολύ χαμηλή αποτελεσματικότητα, αλλά αντίθετα
γιατί είναι πάρα πολύ παραγωγικά και για αυτό το προϊόν τους δεν μπορεί να απορροφηθεί
μέσα στο δοσμένο τρόπο παραγωγής από τους καταναλωτές τους. Αυτοί σημειωτέον
δεν είναι μόνο οι ατομικοί καταναλωτές αλλά είναι κυρίως οι καπιταλιστές που
καταναλώνουν μέσα παραγωγής, δηλαδή αυτοί που αγοράζουν μηχανήματα, κτίρια και
πρώτες ύλες. Ο συνολικός όγκος αυτών των τελευταίων προϊόντων στον ανεπτυγμένο
καπιταλισμό είναι πολύ μεγαλύτερος από τον συνολικό όγκο των προϊόντων που προορίζονται
για ατομική κατανάλωση.
Οι σοσιαλφασίστες επειδή κάποτε είχαν κάνει και λίγο μαρξιστές ξέρουν για τον
αντικειμενικό χαρακτήρα της καταστροφής του συνολικού κεφάλαιου μέσα στην κρίση
και κάθε τόσο το λένε αυτό στους πιο μυημένους του στρατού τους. Όμως σε όλους
ανεξαίρετα δίνουν μια πιο άμεση λύση για τα βάσανά τους τη «βούτα» στο κεφάλαιο
και βασικά στο αστικό κράτος που μπορεί να αποσπάσει αν ήθελε όλα τα «αμύθητα»
πλούτη που η αστική τάξη έχει συσσωρεύσει και να τα μοιράσει στο λαό. Η «βούτα»
είναι η ουσία της «αντικαπιταλιστικής» και «αντιιμπεριαλιστικής» πολιτικής τους
οικονομίας που την έχουν δανειστεί από τους μικροαστούς οπότε η δημαγωγία τους
πιάνει στους μικροαστούς αλλά όχι στους μαρξιστές και τους συνειδητούς εργάτες.
Οι σοσιαλφασίστες δηλαδή δεν ακολουθούν τη λογική που ακολουθήσαμε εμείς για
την απόδειξη μας ότι τα προς διανομή κέρδη σε κάθε χρονιά κινούνται στα εντελώς
πεπερασμένα και περιορισμένα όρια ενός χρονιάτικου κύκλου παραγωγής, αλλά αναφέρονται
στα «συσσωρευμένα κέρδη», που τα ονομάζουν συσωρευμένο πλούτο και που αφορούν
πολλούς προηγούμενους κύκλους παραγωγής. Σύμφωνα με αυτούς δηλαδή τα προς διανομή
«αμύθητα» κέρδη είναι συσωρευμένα μέσα από τα πολλά χρόνια και βρίσκονται αποθηκευμένα
κάπου σαν χρήμα στα σεντούκια τους ή κυρίως στις ξένες τράπεζες ή βρίσκονται
σαν σταθερά μέσα ατομικής κατανάλωσης, όπως είναι οι βίλλες, τα οικόπεδα, οι
θαλαμηγοί, τα αεροπλάνα κλπ. Γι’ αυτό θα ακούσει κανείς συχνά την Παπαρρήγα
όπως έκανε πρόσφατα στη Βουλή να λέει ότι ναι μεν οι επιχειρήσεις τους κλείνουν
αλλά οι ίδιοι οι καπιταλιστές έχουν εξασφαλίσει και τα δισέγγονά τους για να
ζήσουν πάμπλουτα. Αυτή είναι και η λαϊκή εικόνα για τα «αμύθητα» και αυτήν εξάπτουν
οι σοσιαλφασίστες
Ας αφήσουμε εδώ κατά μέρος το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός καπιταλιστών
μέσα σε κάθε κρίση ιδιαίτερα σε μια ιστορική κρίση σαν την σημερινή χάνει εκτός
από την επιχείρησή του ή τις μετοχές του και τον συσσωρευμένο ατομικό πλούτο
του κάθε είδους και καμιά φορά και τη ζωή του πέφτοντας από την κορυφή του κατασχεμένου
πύργου του. Στην πραγματικότητα μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι των συσσωρευμένων
κερδών της αστικής τάξης βρίσκεται σε πάγια συσσωρευμένα ατομικά καταναλωτικά
μέσα. Αυτά τα μέσα είναι συχνά εντυπωσιακά σε όγκο γιατί η βασική τους λειτουργία
είναι ακριβώς αυτή: να δίνουν καπιταλιστικό κύρος στον ιδιοκτήτη τους ή αλλιώς
να λειτουργούν σαν έξοδα παράστασης του κεφάλαιου που αυτός εκπροσωπεί. Όμως
πρέπει κανείς να σκεφτεί ότι από μόνα τους, δηλαδή δίχως την ζωντανή παραγωγική
διαδικασία κάθε χρόνου δεν μπορούν να υπάρξουν ούτε στιγμή. Κανένας πύργος 100
δωματίων, καμία θαλαμηγός και κανένα ιδιωτικό τζετ δεν μπορούν να λειτουργήσουν
δίχως ένα μικρό στρατό υπηρετών αλλά και μισθωτών που πουλάνε την εργατική τους
δύναμη απ’ ευθείας στους συγκεκριμένους καπιταλιστές καταναλωτές ή σε επιχειρήσεις
που συντηρούν, λειτουργούν, επισκευάζουν ή χειρίζονται όλα αυτά τα «πάγια»,
ας τα πούμε, μέσα ατομικής κατανάλωσης του καπιταλιστή. Όλοι αυτοί πληρώνονται
από τα ζωντανά κέρδη που δίνει στον καπιταλιστή κάθε χρονιάτικος παραγωγικός
κύκλος, δηλαδή από την ζωντανή εργασία των μισθωτών σε κάθε χρονιά. Γενικότερα
αυτό που είναι ατομική κατανάλωση των καπιταλιστών, μικρών ή μεγάλων αποτελεί
αντικείμενο της ζωντανής εργασίας του τομέα της καπιταλιστικής παραγωγής που
παράγει ήδη πολυτελείας. Αν η συνολική παραγωγή εμπορευμάτων βρεθεί σε κρίση
και ο όγκος της ζωντανής εργασίας απομειωθεί, απομειώνεται και ο συνολικός όγκος
αυτού του είδους της παραγωγής εμπορευμάτων. Αυτός είναι ο λόγος που καμιά επανάσταση
ως τα τώρα δεν έκανε πλούσιους τους προλετάριους επειδή κατέσχεσε τον συσσωρευμένο
πλούτο των καπιταλιστών που προορίζεται για την ατομική κατανάλωσή τους. Ανθρώπινα
μπορούν να ζουν οι προλετάριοι σαν ατομικοί καταναλωτές μόνο αν γίνουν κύριοι
των παραγωγικών μέσων και κυρίως όλων των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής.
Σε ότι αφορά όλα τα άλλα «αμύθητα» προσωπικά πλούτη του κεφαλαιοκράτη αυτά λειτουργούν
καθαρά σαν κεφάλαιο, οπότε μπαίνουν κι αυτά στη συνολική διανομή για την οποία
μιλάμε ως τώρα: Δηλαδή είτε βρίσκονται με τη μορφή τραπεζικών καταθέσεων δηλαδή
λειτουργούν σαν δανειακό κεφάλαιο για κάποιους άλλους παραγωγούς καπιταλιστές
ή σε μετοχές οπότε πάλι αντιπροσωπεύουν τμήμα ιδιοκτησίας παραγωγικού κεφάλαιου.
Αν είναι σε κρατικά ομόλογα είναι τμήμα ενός κρατικού δημόσιου χρέους που πάλι
ένα μέρος του έχει μπει στην παραγωγή και ένα άλλο καταπίνεται από άλλα παράσιτα
και όχι από τον συγκεκριμένο καπιταλιστή. Αν τα «αμύθητα» είναι σε γη ή ακίνητα
πάλι αυτά φέρνουν ζωντανή γαιοπρόσοδο δηλαδή λειτουργούν σαν μέσα παραγωγής
για κάποιους καπιταλιστές ή σαν μέσα κατανάλωσης για κάποιους οποιουσδήποτε
άλλους καταναλωτές και έχουν ήδη μπει στους λογαριασμούς μας. Σε κάθε περίπτωση
όταν η κρίση δυναμώσει και όλοι αυτοί οι παραγωγοί και οι καταναλωτές μπουν
σε κρίση, το κοινωνικό κεφάλαιο απομειώνεται ή καταστρέφεται και οι καταθέσεις,
οι μετοχές, τα κρατικά ομόλογα και η γαιπρόσοδος βυθίζονται ανάλογα και μάλιστα
στην περίπτωση των μετοχών μπορούν να φτάσουν στον απόλυτο μηδενισμό. Σε ότι
αφορά το χρήμα, ιδιαίτερα το αποθησαυρισμένο χαρτονόμισμα αυτή είναι η απόλυτη
κατάπτωση του καπιταλιστή σαν τέτοιου γιατί σε αυτήν την περίπτωση το χρήμα
δεν λειτουργεί σαν κεφάλαιο δηλαδή σαν μέσο απόσπασης υπεραξίας, αλλά αποσύρεται
από αυτήν τη διαδικασία. Όμως έτσι συνήθως χάνει την αξία του από την υποτίμηση
ή τον πληθωρισμό όσο οι κρατικές οικονομίες μέσα στην κρίση βυθίζονται ακολουθώντας
τη μοίρα των ατομικών καπιταλιστών, οπότε βυθίζεται και το κρατικό χαρτονόμισμα.
Γι’ αυτό οι καπιταλιστές μόλις μυρίζονται μια μεγάλη κρίση καταφεύγουν στην
αποθησαύριση χρυσού. Όμως συνήθως αυτό το κάνουν όταν ήδη η τιμή του χρυσού
έχει ανεβεί στα ύψη λόγω της γενικευμένης αναζήτησης κάποιας σταθερότητας σ
έναν κόσμο που γκρεμίζεται. Από την άλλη ο αποθησαυρισμένος χρυσός δεν λειτουργεί
σαν ένα ενεργό αλλά σαν ένα εν δυνάμει δηλαδή σαν ένα μελλοντικό κεφάλαιο και
μπορεί κι αυτός σε μια στιγμή γενικευμένης κρίσης της παραγωγής, όπως συμβαίνει
σε έναν πόλεμο, να ανταλλάσσεται με ελάχιστες πολύ πιο απαραίτητες αξίες χρήσης,
όπως μερικούς τενεκέδες λάδι.
Αυτά που είπαμε παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η τάξη των καπιταλιστών δεν βρίσκεται
σε απείρως καλύτερη κατάσταση από εκείνη των μισθωτών στην περίπτωση της κρίσης
και μάλιστα σε καλύτερη σχετικά με τους μισθωτούς από ότι πριν. Αυτό όχι γιατί
οι καπιταλιστές έχουν αποθησαυρίσει τα «αμύθητα» παρελθόντα κέρδη αλλά γιατί
στην μεγάλη τους πλειοψηφία έχουν διανείμει τα κεφάλαιά τους σε πολλές σφαίρες
της παραγωγής και με πολλές μορφές και έτσι εξακολουθούν να εισπράττουν σημαντικά
εισοδήματα ακόμα και όταν κάποιες από τις επενδύσεις τους έχουν καταρρεύσει.
Γιατί η παραγωγή και η απόσπαση υπεραξίας συνεχίζεται στην κρίση και μάλιστα
με ποσοστικά πιο έντονο ρυθμό παρά την πτώση της παραγωγής και των κερδών σε
απόλυτους αριθμούς. Έτσι ενώ οι μισθωτοί αργοσβήνουν ή και πεθαίνουν πάνω στην
κρίση σαν άνεργοι ή πουλώντας όσο-όσο την εργατική τους δύναμη οι καπιταλιστές
σαν τάξη ενισχύονται σχετικά από την ώρα που μπορούν να αγοράσουν πολύ πιο φτηνά
από όσο πριν το εμπόρευμα εργατική δύναμη. Εκεί που βρίσκεται η αδυναμία των
αστών είναι στο πολιτικό επίπεδο και μάλιστα στο στρατηγικό επίπεδο. Γιατί από
τακτική άποψη η κρίση μαζί με την οικονομική αδυναμία των προλετάριων φέρνει
σε πρώτη φάση και την ηθική απογοήτευση και την κατάπτωση τους και ταυτόχρονα
μεγαλώνει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό για τη δουλειά, έτσι ώστε η μαχητική τους
ταξική ικανότητα μειώνεται. Όμως παράλληλα σχηματίζεται μέσα στους εργάτες και
στο λαό ευρύτερα και σταδιακά γενικεύεται η πεποίθηση ότι η άρχουσα τάξη και
βαθύτερα το πολιτικοκοινωνικό σύστημα όχι μόνο δεν μπορούν να δώσουν καμιά λύση
τα βάσανά τους αλλά αντίθετα τα προκάλεσαν. Έτσι ολοένα και δυναμώνουν οι υποκειμενικοί
όροι για τις οικονομικές και πολιτικές αντιστάσεις των εργατών και μετά για
τις μεγάλες κοινωνικές ανατροπές και επαναστάσεις.
Νέα διανομή των κερδών ή νέες παραγωγικές σχέσεις και απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων;
Αλλά ας δούμε πιο συγκεκριμένα εδώ στη χώρα μας τι είναι αυτό
που προβάλλει σαν κατεύθυνση για την εργατική τάξη από αυτές εδώ τις πρώτες
στιγμές της κρίσης. Η κρίση έχει το καλό ότι φωτίζει και την προηγούμενη από
αυτήν «κανονική» περίοδο της οικονομίας όπως η ανοιχτή εκδήλωση μιας αρρώστιας
φέρνει στο φως όλες τις αδυναμίες ενός οργανισμού και εξηγεί όλα τα ενοχλητικά
συμπτώματα που ένοιωθε ο άρρωστος πριν από αυτήν. Μπαίνει δηλαδή τώρα πιο καθαρά
και επιτακτικά το ερώτημα: Αν πριν από την κρίση και μάλιστα σε περίοδο πρωτοφανών
κερδών υπήρχε η δυνατότητα μόνο για μια γενική μέση αύξηση 49 Ευρώ στο σύνολο
των μισθών τι θα συμβεί τώρα που ο συνολικός όγκος των κερδών θα πέσει κάθετα
αλλά και ο συνολικός όγκος των μισθών θα μειωθεί επειδή εκατοντάδες χιλιάδες
μισθωτοί θα απολυθούν και οι άλλοι που θα δουλεύουν θα δουν τους μισθούς τους
να πέφτουν παρακάτω και από αυτά τα ελάχιστα όρια διαβίωσης στα οποία κινούνται
σήμερα; Δηλαδή, αναρωτιέται κανείς, αν ήταν πριν από την κρίση αναπόφευκτο οι
Έλληνες προλετάριοι να έχουν τους μισούς μισθούς από εκείνους της ανεπτυγμένης
ΕΕ τώρα πάνω στην κρίση είναι αναπόφευκτο η ζωή τους να γίνει μια απόλυτη κόλαση;
Όχι οι Έλληνες προλετάριοι ζούσαν έτσι και θα ζουν πολύ χειρότερα στο μέλλον
μόνο αν θεωρήσουμε σαν νομοτέλεια τις σημερινές παραγωγικές σχέσεις και τις
αντίστοιχες πολιτικές συνθήκες στη χώρα μας. Μόνο αν παραμείνουν ίδιες οι σημερινές
παραγωγικές σχέσεις και οι σημερινές πολιτικές συνθήκες θα είναι μια αναγκαιότητα
η προωθημένη εξαθλίωση του ελληνικού προλεταριάτου και του λαού γενικότερα.
Χωρίς αυτές και ενάντια σε αυτές τις συνθήκες υπάρχει μια πραγματική διέξοδος.
Το ειδικό ελληνικό πρόβλημα δεν βρίσκεται κύρια στην διανομή του παραγόμενου
πλούτου αλλά στην παραγωγή του. Και το πρόβλημα της παραγωγής του πλούτου βρίσκεται
στις γενικότερες επικρατούσες παραγωγικές σχέσεις και όχι στην αντικειμενική
δυνατότητα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ούτε καν σε αυτό καθ’ εαυτό
το επίπεδο της σημερινής ανάπτυξης. Βεβαίως παντού σε όλες τις χώρες του κόσμου
που είναι σήμερα καπιταλιστικές το μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται στην ποιότητα των
παραγωγικών σχέσεων (που περιλαμβάνουν τις σχέσεις στη διαδικασία της παραγωγής,
τις σχέσεις ιδιοκτησίας) που καθυστερούν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων
και επηρεάζουν την διανομή του πλούτου. Αυτό που εννοούμε όμως μιλώντας για
τη χώρα μας σαν μια ειδική περίπτωση στον βιομηχανικά ανεπτυγμένο κόσμο είναι
ότι εδώ η υλική παραγωγή του πλούτου συγκρούεται πιο ακραία από όσο αλλού με
τις πολύ καθυστερημένες παραγωγικές σχέσεις και κυρίως με το όλο και πιο αντιδραστικό
πολιτικό εποικοδόμημα που οργανωμένα και με σχέδιο τορπιλίζει και υποβιβάζει
διαρκώς τις παραγωγικές σχέσεις εμποδίζοντας την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Μάλιστα συχνά αυτό το εποικοδόμημα καταστρέφει σχεδιασμένα και μεθοδικά όσες
παραγωγικές δυνάμεις βγαίνουν έξω από τα πλαίσια των παραγωγικών σχέσεων που
αυτό έχει προσδιορίσει για τη χώρα μας.
Γράφουμε ασταμάτητα σε αυτήν την εφημερίδα εδώ και χρόνια ότι στη χώρα μας η
παραγωγή υλικού πλούτου σαμποτάρεται από τις πολιτικές δυνάμεις που είναι φιλικές
ή υποτακτικές στον σοσιαλ-ιμπεριαλισμό, έναν ιμπεριαλισμό πολεμικού ληστρικού
τύπου ακριβώς επειδή έχει έρθει καθυστερημένος στην μοιρασιά του κόσμου . Αυτός
ο ιμπεριαλισμός που εκπροσωπείται στη χώρα μας κύρια από τη Ρωσία και δευτερευόντως
από την Κίνα θέλει να ιδιοποιηθεί, (ο ίδιος ή με τους πράκτορές του και τους
φίλους του) όσες περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις μπορεί και να καταστρέψει
όσες παραγωγικές μονάδες μπορούν να ιδιοποιηθούν ή έχουν ιδιοποιηθεί οι αντίπαλοί
του, που είναι η ντόπια αστική τάξη και οι δυτικοί ιμπεριαλιστές. Όσες παραγωγικές
δυνάμεις ιδιοποιείται ο σοσιαλιμπεριαλισμός τις εκμεταλλεύεται με τις πιο ληστρικές
και πιο καθυστερημένες μεθόδους και έτσι τις προσαρμόζει στη δικιά του εκμεταλλευτική
και πολιτική λογική. Τα χτυπήματα στις παραγωγικές δυνάμεις και οι μετασχηματισμοί
που πετυχαίνει σε επίπεδο σχέσεων παραγωγής στη χώρα μας το ανατολικό ιμπεριαλιστικό
μπλοκ είναι τεσσάρων ειδών:
1ον Καταστρέφει τις συγκεντρωμένες, μεγάλης κλίμακας
και σύγχρονες μονάδες παραγωγής, ιδιαίτερα τις βιομηχανικές, εκτός
από εκείνες που ιδιοποιείται με τον δικό του ληστρικό και αντιπαραγωγικό τρόπο.
Αυτήν την καταστροφή και αυτήν την ιδιοποίηση την πραγματοποιεί με τα λεγόμενα
«ταξικά», φιλολαϊκά και οικολογικά κινήματα κάτω από την καθοδήγηση των ΣΥΝ
και ψευτοΚΚΕ. Αυτά τα δύο κόμματα, έχουν τη βοήθεια δύο ρωσόδουλων ηγετικών
φραξιών, τη μία στη ΝΔ (Καραμανλής) και την άλλη στο ΠΑΣΟΚ (Παπανδρέου-Λαλιώτης)
και επίσης με τη βοήθεια ενός διαβρωμένου από αυτές τις δυνάμεις ανώτατου δικαστικού
οργάνου, του ΣτΕ (ιδιαίτερα του Ε τμήματός του). Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα
καταστροφής του ντόπιου και δυτικού ανεπτυγμένου κεφάλαιου και της ιδιοποίησης
του από το ανατολικό είναι η ματαίωση του εργοστασίου χρυσού στη Χαλκιδική και
η απαλλοτρίωση των μεταλλείων με τη δολοφονία αρχικά των Αθανασιάδη-Μποδοσάκη
του Βρανόπουλου της Εθνικής Τράπεζας στη συνέχεια, και με την έξωση της TVX
στο τέλος ώστε όλα να αρπαχτούν κυριολεκτικά από το ρωσόδουλο κεφάλαιο Μπόμπολα.
Μόλις έγινε αυτό τα ψευτοοικολογικά κινήματα και άλλα «αντικαπιταλιστικά» έπαψαν
να διαμαρτύρονται.
2ον Όταν δεν πρόκειται για μια μεγάλη εταρεία της ανατολικής
ολιγαρχίας το σοσιαλφασιστικό μπλοκ επιτρέπει μόνο την ανάπτυξη της μεσαίας
και της μικρής καπιταλιστικής παραγωγής διευκολύνοντας τη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή,
την πιο ωμή καταπάτηση της εργατικής νομοθεσίας και γενικότερα τις παρανομίες
και τη διαφθορά του χειρότερου και πιο καθυστερημένου τμήματός της. Η καθυστερημένη
μικρή και μεσαία παραγωγή έχει για τον σοσιαλιμπεριαλισμό ένα διπλό πλεονέκτημα:
α) Οι ιδιοκτήτες αυτών των παραγωγικών μέσων δεν μπορούν να οργανωθούν πολιτικά
για να συγκροτήσουν ένα μέτωπο άμυνας απέναντι στον ιμπεριαλισμό και στο όποιο
μεγάλο κεφάλαιο. Έτσι πολύ εύκολα εξαρτιούνται από τους σοσιαλφασίστες και
μάλιστα χρησιμοποιούνται σαν πολιτική και κοινωνική αντιδραστική δύναμη από
αυτούς ενάντια στο μεγάλη συγκεντρωμένη σύγχρονη παραγωγή των αντιπάλων τους
β) Στην μικρή και μεσαία παραγωγή αντιστοιχεί ένα διασκορπισμένο προλεταριάτο
και όχι ένα συγκεντρωμένο και ισχυρό συνδικαλιστικά και πολιτικά βιομηχανικό
προλεταριάτο που θα μπορούσε να αντισταθεί στον οποιονδήποτε ιμπεριαλισμό πολύ
περισσότερο και πολύ πιο αποφασιστικά από όσο η αστική τάξη.
3ον Ένα μεγάλο μέρος του σαμποτάζ των παραγωγικών δυνάμεων
που ανήκουν ή θα μπορούσαν να ανήκουν στους αντιπάλους τους οι ρωσόδουλοι το
διεξάγουν με τη μορφή του «στραγγαλισμού μέσο της στέρησης γης»,
δηλαδή με την κρατική απαγόρευση παροχής αρκετής γης για την πραγματοποίηση
μεγάλων ακόμα και μικρών πραγματικά παραγωγικών επενδύσεων. Αυτόν τον στραγγαλισμό
τον πετυχαίνουν με τον χαρακτηρισμό ως δασικών των περισσότερων μη δασικών εκτάσεων
ή ως ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, με τον περιορισμό στο ελάχιστο της βιομηχανικής
και τουριστικής γης στα σχέδια χρήσης γης, με τον τορπιλισμό της ένταξης νέων
περιοχών στα σχέδια πόλης, και με την υπονόμευση του κτηματολογίου. Για να πετύχουν
τα παραπάνω καταφεύγουν σε εκτεταμένους ακόμα και δολοφονικούς εμπρησμούς δασών
κατηγορώντας γι αυτούς τους καπιταλιστές επενδυτές. Μια βασική μέθοδος στέρησης
γης είναι ο κατατεμαχισμός της που ειδικά στην ύπαιθρο κάνει αδύνατη κάθε μεγάλης
και επιστημονικής μορφής γεωργική καλλιέργεια. Γι’ αυτό είναι και τόσο ψηλό
το κόστος της παραγωγής των αγροτικών προϊόντων στη Ελλάδα και δεν φταίνε τα
οποιαδήποτε υπαρκτά ή ανύπαρκτα καρτέλ. Η έλλειψη αναδασμού είναι μια συνειδητή
πολιτική του ανατολικού μπλοκ που πραγματικός ηγέτης του είναι ο όχι τυχαία
μεγαλύτερος σαμποτέρ του κτηματολογίου Λαλιώτης. Ένα από τα αποτελέσματα του
«στραγγαλισμού μέσο της στέρησης γης» είναι η τερατώδης αύξηση της τιμής της
γης ιδιαίτερα της βιομηχανικής, οπότε και η αύξηση της γαιοπροσόδου σε βάρος
του παραγωγικού κεφάλαιου. Αυτό σημαίνει ενίσχυση του γαιοκτήμονα σε βάρος του
καπιταλιστή αστού. Η φορολογία στην Ελλάδα κατεβάζοντας το ποσοστό της ατομικής
φορολόγησης ευνοεί τον πρώτο υπέρ του δεύτερου. Όχι τυχαία ο σοσιαλφασισμός
κατευθύνει τα πυρά του στον εμποροβιομήχανο αστό και ποτέ στον γαιοκτήμονα.
4ον Για να δυναμώσει τον πολιτικό του έλεγχο μέσα στο ίδιο
το κράτος ο σοσιαλιμπεριαλισμός δουλεύει δραστήρια για να διαμορφώσει μια ανίκανη,
τεμπέλικη και διεφθαρμένη κρατική και συνδικαλιστική γραφειοκρατία η οποία με
τη σειρά της δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει σαν τέτοια παρά μόνο κάτω από
την ισχυρή πολιτική προστασία ενός ιμπεριαλισμού. Το βασικό όπλο αλλοτρίωσης
και διαφθοράς αυτής της γραφειοκρατίας είναι η πρωτοφανής και ίσως μοναδική
στα παγκόσμια χρονικά κατάργηση του όποιου ελέγχου και όποιας αξιολόγησης της
δουλειάς της. Οι ρωσόφιλοι έχουν ήδη εξασφαλίσει απόλυτα αυτήν την μη αξιολόγηση
στον τομέα της εκπαιδευτικής κρατικής υπαλληλίας με το δήθεν «αντικαπιταλιστικό»
επιχείρημα της «αξιοπρέπειας» και της «πνευματικής ανεξαρτησίας» των εκπαιδευτικών
υπαλλήλων σε σχέση με το αστικό κράτος. Λες και οι κρατικοί υπάλληλοι δεν είναι
ζωτικό μέρος αυτού του αστικού κράτους και δεν μπορούν να γίνουν πειθήνιο εργαλείο
των διαφορετικών φραξιών της αστικής τάξης ιδιαίτερα αν διαφθαρούν από αυτά.
Μια από τις πιο καταστροφικές συνέπειες της κυριαρχίας της διεφθαρμένης γραφειοκρατικής
ακρίδας είναι η υπονόμευση της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα της ανώτατης καθώς και
η υπονόμευση της επιστημονικής έρευνας. Εδώ έχουμε μια μορφή καταστροφής παραγωγικών
δυνάμεων από τον ανατολικού τύπου ιμπεριαλισμό μέσω της παρασιτικής γραφειοκρατίας
που τον στηρίζει ιδεολογικά και πολιτικά. Είναι ακριβώς μέσα από την αλληλο-υποστήριξη
και αλληλο-κάλυψη των πιο διεφθαρμένων κρατικουπαλλήλων και των πολιτικών στελεχών
του ανατολικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ που οι δεύτεροι εξασφαλίζουν την ταχύτατη
υπερπάχυνση των γιγαντιαίων βδελλών της ανατολικής ολιγαρχίας και την επιβίωση
της πιο καθυστερημένης παραγωγικά και πιο εκμεταλλευτικής στους εργαζόμενους
μικρομεσαίας αστικής τάξης της πόλης και της υπαίθρου (κλέφτες των επιδοτήσεων).
Οι παραπάνω τέσσερεις πλευρές της υπονόμευσης των παραγωγικών σχέσεων, δηλαδή
α) η βίαιη απαλλοτρίωση του μεγάλου παραγωγικού κεφάλαιου και η υποβάθμισή ή
η καταστροφή του, β) ο σκόπιμος κατατεμαχισμός του παραγωγικού κεφάλαιου γ)
η στέρηση της γης και η εκτίναξη της γαιοπροσόδου δ) η υπερεξόγκωση και η υπερδιαφθορά
της κρατικής γραφειοκρατίας, οδηγούν σε ένα ασύλληπτο και ιστορικού εύρους χτύπημα
των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας μας. Είναι αυτό το χτύπημα που έχει
οδηγήσει την Ελλάδα στην κατάσταση του μεγαλύτερη ασθενή της ζώνης του Ευρώ
και η βασική αιτία που η κρίση στην Ελλάδα θα είναι πολύ χειρότερη από εκείνη
κάθε άλλης χώρας στην ΕΕ. Αντίθετα δηλαδή από όσα ισχυρίζονται οι σαμποταριστές
δεν είναι η «ΕΕ των μονοπωλίων» που οδήγησε την ελληνική εργατική τάξη στην
πείνα αλλά είναι η Ελλάδα του « νεοχιτλερικού ανατολικού μονοπώλιου» που θα
τραυματίσει παραπέρα το Ευρώ και την οικονομική ένωση των ευρωπαϊκών κρατών
που αυτό εκπροσωπεί. Γιατί η χώρα μας ακριβώς επειδή το σταθερό της κεφάλαιό
με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατασπαράσσεται και ο οικονομικός παρασιτισμός αναπτύσσεται
δανείζεται ασταμάτητα για να καλύψει τα κενά και έτσι βυθίζεται στο πιο μεγάλο
δημόσιο χρέος στη Ζώνη του Ευρώ. Έτσι της είναι πολύ δύσκολο να δανειστεί πάνω
στην κρίση για να καλύψει αυτό το χρέος και γι’ αυτό κινδυνεύει με χρεοκοπία,
δηλαδή απειλεί να εκθέσει το Ευρώ σαν ένα αδύναμο νόμισμα. Αυτός ο κίνδυνος
είναι πολύ μεγαλύτερος στην Ελλάδα από ότι σε άλλες χώρες της ΕΕ με επίσης μεγάλο
χρέος (Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία) γιατί εκεί πίσω από το δημόσιο χρέος υπάρχει
σαν σχετική εγγύηση του νομίσματος μια μεγάλη βιομηχανική και τεχνολογική υποδομή,
ενώ εδώ αυτή η υποδομή έχει ελαχιστοποιηθεί και μένουν γυμνές και αβαθείς οι
χρηματιστικές υπηρεσίες, η σπέκουλα στη γαιοπρόσοδο και τα ναυτιλιακά εμβάσματα.
Στην πραγματικότητα η Ελλάδα του ανατολικού ιμπεριαλισμού κινδυνεύει να πάρει
στο λαιμό της όλη την Ευρώπη του δυτικού ιμπεριαλισμού. Βέβαια δεν έχουμε λόγους
για να λυπηθούμε τα δυτικά ιμπεριαλιστικά παχύδερμα που διοικούν την ΕΕ γιατί
είναι αυτά που για να εξασφαλίσουν τις χρηματιστηριακές τους μπιζνες, οπότε
και την ειρήνη τους με τους νέους Τσάρους, δέχτηκαν όλα αυτά τα χρόνια τις ελληνικές
«ιδιορρυθμίες», δηλαδή την δυνατότητα για την Ελλάδα να τραμπουκίζει μαζί με
τους άλλους «ορθόδοξους αδελφούς» της στα Βαλκάνια. Αυτό για το οποίο στενοχωριόμαστε
είναι ότι ένα πλήγμα στο Ευρώ θα σημάνει μια επιτάχυνση της ευρωπαϊκής οικονομικής
αποσάθρωσης η οποία πάνω στην κρίση θα σημάνει επιτάχυνση και της πολιτικής
αποσάθρωσης της ΕΕ πράγμα που ευνοεί τους νέους τσάρους και θα το πληρώσει το
ευρωπαϊκό δημοκρατικό στρατόπεδο και οι λαοί της Ευρώπης, και πρώτος ο ελληνικός
λαός.
Το εισόδημα των εργαζομένων αν δεν υπήρχε σαμποτάζ
Πραγματικά μόνο πολύ χοντρικά και εμπειρικά μπορεί κανείς να
διαπιστώσει πως μεταφράζεται σε χαμένο εισόδημα των μισθωτών αυτό το πολύπλευρο
σαμποτάζ των παραγωγικών δυνάμεων που περιγράψαμε.
Κατ’ αρχή μόνο οι μισθοί της καθαυτό κρατικής υπαλληλίας, εκείνης του λεγόμενου
«κεντρικού κράτους», που φαίνονται στον προϋπολογισμό - στον οποίο δεν περιλαμβάνεται
η κρατική υπαλληλία των Δήμων - ανέρχονται για τη χρονιά των υπολογισμών μας,
δηλαδή για το 2007, σε 20,7 δισεκατομμύρια Ευρώ. Υπάρχουν μελέτες σύμφωνα με
τις οποίες η μέση παραγωγικότητα της εργασίας στο δημόσιο είναι η μισή από εκείνη
στον ιδιωτικό τομέα και αυτό δεν απέχει από την εμπειρική εικόνα που έχουν οι
πολίτες γι αυτήν. Αν αυτή η παραγωγικότητα ήταν ολόκληρη τότε η χώρα θα έκανε
με τους μισούς υπαλλήλους την ίδια δουλειά που κάνει τώρα με τους διπλάσιους.
Σε αυτήν την περίπτωση το κράτος και οι πολίτες θα εξοικονομούσαν μόνο σε κρατικο-υπαλληλικούς
μισθούς το ποσό των 20,7/2 δηλαδή των 10.3 δις Ευρώ το χρόνο χώρια από ένα αντίστοιχο
κομμάτι παγίων και εξοπλισμών που δουλεύονται από τους υπαλλήλους (κτίρια, επικοινωνιακά
δίκτυα, διάφορα μηχανήματα και κομπιούτερ) και που τώρα φθείρονται και χάνονται
αναξιοποίητα. Μόνο αν διανέμονταν τα 10,3 Ευρώ θα μετέτρεπαν αμέσως τα 49 Ευρώ
των αρχικών λογαριασμών μας σε καθαρή μέση αύξηση μισθού σε 150 Ευρώ για κάθε
μισθωτό στη χώρα. Και ας μην πει κανείς τι θα κάνανε αυτοί οι υπάλληλοι που
περισσεύουν αν έχαναν τη δουλειά τους και πως θα ζούσαν χωρίς το μισθό επιβίωσης
που τους δίνεται σήμερα. Γιατί αυτοί οι υπάλληλοι δεν περισσεύουν απόλυτα
αλλά μόνο σε αυτό το δοσμένο αντιπαραγωγικό σύστημα. Κάτω από άλλες
περιστάσεις θα δούλευαν αποδοτικά σε μια από τις εκατοντάδες και χιλιάδες θέσεις
παραγωγής που σήμερα δεν υπάρχουν λόγω σαμποτάζ στον ιδιωτικό τομέα ή που επίσης
δεν υπάρχουν λόγω υποεπένδυσης σε βασικές υπηρεσίες του δημοσίου τομέα όπως
είναι η υγεία, πράγμα που πληρώνουν πάλι οι μισθωτοί με αύξηση των δαπανών τους
για την υγεία.
Αλλά χώρια από την χαμηλή του παραγωγικότητα ένα τμήμα της κρατικής υπαλληλίας,
και του προϊστάμενου πολιτικού προσωπικού της σχετικά μικρό αλλά σε καίριες
θέσεις, στις εφορίες, στις πολεοδομίες, στην υγεία, στην αστυνομία, στο στρατό,
στα δασαρχεία, στις επιθεωρήσεις εργασίας, στις υπηρεσίες ελέγχου των δημοσίων
έργων, στις υπηρεσίες ελέγχου του υπουργείου γεωργίας, στην ανώτατη εκπαίδευση
κλπ είναι βουτηγμένο στη διαφθορά, δηλαδή στη μίζα. Άλλες φορές η μίζα είναι
τα κλοπιμαία από τα κρατικά και τα ευρωπαϊκά έξοδα που μοιράζονται ανάμεσα στον
διεφθαρμένο υπάλληλο και στον ιδιώτη βδέλλα. Άλλες φορές ο υπάλληλος εκβιάζει
και κλέβει μέρος του κέρδους από τον ιδιώτη καπιταλιστή ή ένα μέρος του μισθού
από τον εργαζόμενο πολίτη προκειμένου να τους επιτρέψει πρόσβαση σε κρατικές
υπηρεσίες ή να τους δώσει πιστοποιήσεις, βεβαιώσεις και άδειες κάθε είδους που
αυτοί δικαιούνται. Η μίζα είναι η ενεργητική αρνητική λειτουργία της κρατικής
υπαλληλίας και του πολιτικού προσωπικού. Το κόστος της διαφθοράς υπολογίζεται
για την Ελλάδα σε 10 δισεκατομμύρια Ευρώ το χρόνο, δηλαδή σε ένα 4% του ΑΕΠ.
Η διαφθορά των κρατικών υπαλλήλων είναι σύμφυτη με τον καπιταλισμό αλλά σαν
την ελληνική διαφθορά υπάρχουν ελάχιστες στον κόσμο. Αν αυτή η κατάσταση πολεμιόταν
από την πολιτική εξουσία και από μια ελάχιστη κινητοποίηση και μια ενθάρρυνση
των πολιτών να την καταγγείλουν τότε η διαφθορά θα μπορούσε να μειωθεί εύκολα
στο μισό. Αμέσως θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν άλλα 5 δις Ευρώ το χρόνο.
Τέλος δίχως το πολύπλευρο σαμποτάζ και τη λεηλασία της παραγωγικής δύναμης της
χώρας δεν θα υπήρχε αυτή τη στιγμή η ανάγκη για έναν δυσανάλογο δημόσιο δανεισμό
που για το 2007 ήταν 9,8 δις Ευρώ σε τόκους συν 16.9 δις Ευρώ σε χρεωλύσια.
Αν υπολογίσουμε ότι το πραγματικό ελληνικό δημόσιο χρέος (πριν από την κρίση)
είναι περίπου διπλάσιο σε σχέση με το ΑΕΠ από εκείνο των περισσότερων χωρών
της ΕΕ (δηλαδή 110% του ΑΕΠ σε σχέση με το 55%-60% των υπόλοιπων χωρών πριν
από την κρίση) τότε οι πολίτες της χώρας μας πληρώνουν παραπάνω σε τόκους και
χρεωλύσια κάθε χρόνο 9,8/2 δις Ευρώ συν 16,9/2 δις Ευρώ, δηλαδή περίπου 13,35
δις Ευρώ παραπάνω. Και αυτά θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν με την κατάλληλη
πολιτική και κοινωνική κινητοποίηση.
Αν αθροίσουμε τα παραπάνω ποσά, δηλαδή τα 10,3 δις που προκύπτουν από την ξεχωριστή
χαμηλή παραγωγικότητα των δημοσίων υπαλλήλων, συν τα μισά από την ελληνική υπερ-μίζα,
δηλαδή τα 5 δις, συν τα μισά από τα ελληνικά υπέρ-τοκοχρεωλύσια δηλαδή τα 10,35
δις, έχουμε συνολικά εν δυνάμει επί πλέον έσοδα του κρατικού προύπολογισμού
25,65 δις Ευρώ. Αν αυτά τα ποσά, που είναι 8,3 φορές περισσότερα από τα 3 δις
που θα μπορούσαν να αφαιρεθούν από όλους τους εμποροβιομήχανους και τραπεζίτες
καπιταλιστές και να μοιραστούν στους 4.410.00 μισθωτούς και συνταξιούχους των
προηγούμενων υπολογισμών μας τότε θα είχαμε αύξηση 240 Ευρώ το μήνα καθαρά για
κάθε μισθωτό!!!. Αυτό το ποσό θα αποτελούσε πραγματικά μια ποιοτική αλλαγή για
την οικονομική κατάσταση του ελληνικού προλεταριάτου πριν από την κρίση. Αλλά
πάλι θα απείχαμε από τις ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ. Για να φτάσουμε στο ύψος
του ευρωπαϊκού μισθού θα έπρεπε να χτυπήσουμε το καθ ‘αυτό παραγωγικό σαμποτάζ
των ρωσόδουλων στις επενδύσεις, ιδιαίτερα εκείνο στη βιομηχανία, στην εκπαίδευση
και στην εφαρμοσμένη έρευνα.
Αυτά τα ποσά δεν μπορούμε να τα υπολογίσουμε εύκολα. Δηλαδή δεν μπορούμε για
παράδειγμα να καταγράψουμε όλα τα εκατοντάδες μεγάλα εργοστάσια που γκρεμίστηκαν
ή τις μεγάλες βιομηχανικές και τουριστικές επενδύσεις που ακυρώθηκαν από τα
αντιδραστικά δήθεν «αντικαπιταλιστικά» κινήματα και από το ΣΤΕ ή τις χιλιάδες
και δεκάδες χιλιάδες επενδύσεις που δεν επιχειρήθηκαν ποτέ εξ αιτίας του στραγγαλισμού
της γης, της πολιτικά καθοδηγημένης κρατικογραφειοκρατικής υπονόμευσης των επενδύσεων
κλπ. Ακόμα πιο δύσκολα μπορούμε να υπολογίσουμε το κόστος από την καταστροφή
της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα της ανώτατης και της έρευνας. Ούτε μπορούμε εύκολα
να υπολογίσουμε τα πελώρια ποσά εθνικού πλούτου που λεηλατήθηκαν και που λεηλατούνται
από τους ανατολικούς ολιγάρχες καθώς αυτοί παίρνουν επί 2,5 δεκαετίες πελώρια
έργα και προμήθειες με απ’ ευθείας αναθέσεις, με καθυστερημένη τεχνολογία, και
με κακοτεχνίες που κάνουν τους παλιούς τεχνίτες να κλαίνε για το έγκλημα που
συντελείται σήμερα κατά της ποιότητας στα εργοτάξια των εθνικών δρόμων. Για
παράδειγμα μόνο ο Βγενόπουλος αγόρασε ή καλύτερα άρπαξε την Ολυμπιακή με τα
200 δισ Ευρώ που κέρδισε μέσα σε λίγους μήνες από την μεγάλη - με κρατική συμμετοχή
- κομπίνα της προνομιακής αγοροπωλησίας των μετοχών του ΟΤΕ. Επίσης ο Γερμανός,
άνθρωπος του ψευτοΚΚΕ εξασφάλισε μέσα σε χρόνο μηδέν μία καθαρή μπάζα 1 δις
Ευρώ όταν πάλι ο κρατικός ΟΤΕ, αγόρασε το δίκτυο των 400 μαγαζιών του αξίας
400 εκ. Ευρώ έναντι 1,4 δις Ευρώ.
Αυτή η δύσκολη δουλειά υπολογισμού του συνολικού παραγωγικού σαμποτάζ είναι
απαραίτητη και πρέπει να γίνει στο μέλλον. Όμως προς το παρόν μια καλή ποιοτική
εικόνα αυτού του σαμποτάζ τη δίνει το πελώριο και πρωτοφανές για οποιαδήποτε
χώρα έλλειμμα του ελληνικού εμπορικού ισοζύγιου που είναι χαώδες (1 μέρος εξαγωγές
έναντι 3,5 μερών εισαγωγών). Το εμπορικό έλλειμμα ήταν 41,4 δις Ευρώ το 2007
(17,44 δις εξαγωγές και 58,94 δις εισαγωγές!!!), έναντι 35,28 δις το 2006 και
27,55 δις το 2005. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης στο εμπορικό έλλειμμα ήταν
να εξελιχθεί και σε μια τεράστια θηλιά για τη χώρα το έλλειμμα του ισοζύγιου
τρεχουσών συναλλαγών Αυτό ήταν 14,74 δις το 2005, 23,66 δις το 2006 και 32,39
δις το 2007, δηλαδή μόνο τα τρία τελευταία χρόνια αυξανόταν με ρυθμούς τις τάξεως
του 50% έως 60% το χρόνο! Τι σημαίνει αυτό το πελώριο έλλειμμα; Σημαίνει ότι
η χώρα αυτή δεν μπορεί να παράγει σε όγκο ένα ισοδύναμο προϊόν με αυτό που καταναλώνει,
οπότε δεν μπορεί να συντηρήσει για καιρό ούτε καν το σημερινό χαμηλό επίπεδο
ζωής για τους προλετάριους. Αν μπορούσε για χρόνια η ελληνική οικονομία να ισοφαρίζει
κάπως τις συνολικές εισροές με τις συνολικές εκροές της ήταν γιατί συλλάμβανε
α) ένα μέρος από το προϊόν των διεθνών θαλάσσιων μεταφορών, δηλαδή από κάτι
που παραγόταν έξω από αυτήν β) ένα μέρος από τα έσοδα της τουριστικής βιομηχανίας
που στο μεγαλύτερο ποσοστό τους είναι η γαιοπρόσοδος που πληρώνουν οι τουρίστες
για ένα μερτικό στις όμορφες παραλίες μας, παρά η παραγωγή υπηρεσιών γ) τις
εισφορές της ΕΕ.
Για να αντιρροπίζει εν μέρει το παραγωγικό σαμποτάζ στη μεγάλη παραγωγή και
να μπορεί να ζει μέσα στην ΕΕ η αστική τάξη της χώρας μας με πρωτοπόρους τους
ρωσόφιλους έκανε το εξής: Μείωνε τους μισθούς ιδιαίτερα στην μικρή και μεσαία
παραγωγή εισάγοντας όλο και πιο νέες φουρνιές ανασφάλιστων και δίχως πολιτικά
δικαιώματα μεταναστών σε όλους τους κλάδους της παραγωγής. Με αυτόν τον τρόπο
έριχνε το μεροκάματο κάτω από το όριο των ιστορικά διαμορφωμένων αναγκών του
προλεταριάτου αυτής της χώρας. Πρωταθλητές σε αυτήν την βίαιη μείωση του μεροκάματου
και βασικοί υπεύθυνοι του ρατσιστικού ηφαίστειου που σιγοκαίει στη χώρα μας
είναι πάλι οι ρωσόδουλοι ψευτοαριστεροί που επικεφαλής όλης της συνδικαλιστικής
πουλημένης αριστοκρατίας έριξαν την προβοκατόρικη γραμμή «ανοιχτά σύνορα στους
μετανάστες , ανοιχτοί όλοι οι κλάδοι στη μαύρη εργασία» αντί να ζητήσουν από
την αρχή το σύνθημα: «ίση αμοιβή για ίση εργασία» και αντί να απαιτήσουν το
σταμάτημα της παράνομης μετανάστευσης . Αν η πρώτη Διεθνής φτιάχτηκε πρώτα απ’
όλα για να προστατέψει το αγγλικό μεροκάματο και την διεθνή προλεταριακή ενότητα
από τους εργάτες απεργοσπάστες της ηπειρωτικής Ευρώπης ο μετά το 1990 ελληνικός
συνδικαλισμός έχει οικοδομηθεί πάνω στην εθνοτική διάσπαση των εργατών με την
υπερ-εκμετάλλευση του ξένου προλεταριάτου και την παραπέρα εξαθλίωση του ντόπιου.
Η ραγδαία σχετική πτώση του μεροκάματου σε σχέση με εκείνα των άλλων χωρών της
ΕΕ είναι δομικό στοιχείο της μετά το 1990 ελληνικής οικονομίας και ενώνεται
στην ουσία της με εκείνη των άλλων χωρών της ανατολικής Ευρώπης που επίσης υποβαθμίστηκαν
παραγωγικά από το επί δεκαετίες κρατικοφασιστικό και σοβιετικό σαμποτάρισμα
της παραγωγικής τους μηχανής. Η διαφορά αυτών των χωρών με την Ελλάδα είναι
ότι αυτές απομακρύνονται από τον καταστροφέα τους, τον σοσιαλιμπεριαλισμό ενώ
η Ελλάδα πηγαίνει με ορμή προς αυτόν.
Το καθεαυτό, το άμεσο σαμποτάζ της παραγωγής είναι λοιπόν αυτό που αν εξουδετερωνόταν
θα έδινε την μεγαλύτερη εκτίναξη στους μισθούς των εργαζομένων. Αυτό όχι τόσο
γιατί θα ήταν περισσότερος ο συνολικός όγκος των κερδών οπότε μεγαλύτερο και
το ποσοστό τους που θα μπορούσε να διανεμηθεί στους μισθωτούς, αλλά κυρίως γιατί
θα ήταν πολύ μεγαλύτερος ο συνολικός όγκος των απασχολουμένων οπότε και ο συνολικός
όγκος των μισθών, γιατί θα ήταν πολύ μικρότερος ο όγκος του εφεδρικού στρατού
ανέργων, ντόπιων και ξένων, και γιατί θα ήταν πολύ μικρότερος ο ανταγωνισμός
μεταξύ των εργατών. Ταυτόχρονα με πολύ ψηλότερη την παραγωγικότητα της εργασίας
θα ήταν πολύ μεγαλύτερη η δυνατότητα για πιο ψηλό μέσο μισθό μέσα από μια αποδοτική
συνδικαλιστική διεκδίκηση. Τότε και μόνο τότε θα μπορούσαμε ίσως να μιλάμε για
ελάχιστους καθαρούς κατώτατους μισθούς διπλάσιους από σήμερα, δηλαδή κατώτατους
μισθούς του ύψους των 1400 Ευρώ. Όμως τότε θα είχαμε μια ευρωπαϊκή και όχι για
μια βαλκανική μισο-τριτοκοσμική Ελλάδα.
Η συγκεκριμένη απάντηση της ελληνικής εργατικής τάξης πάνω στην κρίση: βαθιά αλλαγή στις παραγωγικές σχέσεις και στο πολιτικό εποικοδόμημα
Αν λοιπόν η κρίση εύρισκε τους ελληνικούς μισθούς στα 1400 Ευρώ και την ανεργία στα 5% δεν θα είχε τα ίδια αποτελέσματα με το αν έβρισκε τους μισθούς στα 700 Ευρώ και την πραγματική ανεργία πολύ πάνω από το 9% όπως τα βρίσκει σήμερα. Αν η ελληνική εργατική τάξη δεν θέλει να περάσει μια κόλαση πρέπει πάνω στην κρίση να διεκδικήσει αυτά που δεν διεκδίκησε και έχασε όλα αυτά τα χρόνια γιατί αλλιώς θα πάει πολύ κάτω και από τα 700 Ευρώ και πολύ πάνω από το 9% στην ανεργία. Κι αυτό γιατί όλο και πιο δύσκολα και όλο και πιο ακριβά θα δανείζεται η χώρα για να καλύπτει ένα έλλειμμα που διαρκώς θα ανεβαίνει, γιατί όλο και πιο πολύ θα μειώνεται η πολύ αδυνατισμένη πραγματική παραγωγή και γιατί πάνω στην κρίση όλες οι ανατολικού τύπου πληγές του ελληνικού καπιταλισμού που περιγράψαμε παραπάνω δεν θα θεραπεύονται αλλά θα κακοφορμίζουν καθώς όλες οι υποκειμενικές κινητήριες δυνάμεις του σαμποτάζ, της διαφθοράς και της λεηλασίας θα αποχαλινώνονται. Γι’ αυτό κατά τη γνώμη μας θα είναι πιο καταστροφικός ο χαρακτήρας που θα έχει η κρίση στη χώρα μας από ότι στις άλλες της δυτικής Ευρώπης. Στις άλλες χώρες του ανεπτυγμένου βιομηχανικού κόσμου για παράδειγμα ο κρατικός δανεισμός στηρίζει τις επιχειρήσεις που καταρρέουν. Η μεγάλη αντίφαση εκεί είναι ότι όταν τα κράτη αυτά χρεωθούν υπερβολικά θα κινδυνεύουν και τα ίδια με χρεοκοπία. Δηλαδή από την χρεοκοπία των επιχειρήσεων θα περάσουμε κάποια στιγμή στον κίνδυνο χρεοκοπίας και των κρατών. Όμως στο μεταξύ πολλές και μεγάλες επιχειρήσεις θα έχουν σωθεί εκεί και η παραγωγή θα έχει σωθεί. Στην Ελλάδα η κρατική χρεοκοπία έχει αποφευχθεί προς το παρόν μόνο επειδή νόμισμα της είναι το Ευρώ και έτσι οι δανειστές εκτιμάνε ότι η υπόλοιπη ΕΕ δεν θα αφήσει την Ελλάδα να χρεοκοπήσει ανοιχτά. Όμως όταν θα αρχίσει σε μεγάλη κλίμακα η χρεοκοπία των ελληνικών επιχειρήσεων με τι δανεικά λεφτά θα τις σώσει το κράτος που θα αγωνιά να βρει δανεικά για να αποπληρώνει τα δάνειά του; Και τι θα κάνει τότε το υπό λανθάνουσα χρεοκοπία ελληνικό κράτος για να πληρώσει επιδόματα στις στρατιές των νέων ανέργων;
Το συμπέρασμά μας είναι ότι η ελληνική εργατική τάξη οφείλει
να παλέψει τώρα για εκείνες τις αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις και
στο εποικοδόμημα που θα εμποδίσουν την μαζική καταστροφή των βιομηχανιών
πάνω στην κρίση και οι οποίες θα είχαν κάνει εφικτά τα 1400 Ευρώ πριν την κρίση.
Μόνο αυτές οι αλλαγές θα μπορούν να φέρουν την ελληνική εργατική τάξη
στο σημείο όχι απλά να διαφυλάει και μάλιστα μάταια τα 700 Ευρώ του μισθού της
αλλά να τα ανεβάσει κιόλας, δηλαδή να καλύψει ακόμα και μέσα στη κρίση ένα μέρος
από το έδαφος που τη χωρίζει από την υπόλοιπη ευρωπαϊκή εργατική τάξη.
Είναι αυτό δυνατό; Νομίζουμε ότι από τα παραπάνω συνάγεται ότι είναι αντικειμενικά
δυνατό. Το πρόβλημα βρίσκεται στον υποκειμενικό κομμάτι της πραγματικότητας,
δηλαδή στη δυνατότητα της ελληνικής εργατικής τάξης να ενωθεί και να πολεμήσει
πάνω σε μια συγκεκριμένη γραμμή κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών. Οι αλλαγές
στις παραγωγικές σχέσεις έχουν στη μορφή τους αστοδημοκρατικό χαρακτήρα και
όχι σοσιαλιστικό. Το αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών θα είναι μια σχετική αλλά
σημαντική απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων που αποτελεί
προϋπόθεση για την ανάπτυξη του βιοτικού επίπεδου του λαού ή έστω την επιβίωσή
του μέσα στις συνθήκες της μεγάλης κρίσης που έρχεται.
Ποια πάλη πρέπει να δοθεί και για ποιες αλλαγές;
Είναι 1ον η πάλη ενάντια στον επιλεκτικό στραγγαλισμό και στην βίαιη νομικο-τραμπούκικη
απαλλοτρίωση ενός κομματιού της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας από το πιο αντιδραστικό
κομμάτι του ιμπεριαλισμού. 2ον η πάλη ενάντια στον καθαρά ληστρικό χαρακτήρα
της ιδιοκτησίας και των μορφών παραγωγής που θέλει να επιβάλει αυτός ο ιμπεριαλισμός
3ον η πάλη ενάντια στις καθυστερημένες μισοφεουδαρχικές προσωπικές και κομματικές
σχέσεις εξάρτησης που θέλει να επιβάλλει αυτός ο ιμπεριαλισμός σε μεγάλα τμήματα
της κρατικής γραφειοκρατίας και του κρατικού πολιτικού απαράτ με στόχο να εξαρτήσει
απόλυτα από αυτές τις δυνάμεις με την ωμή βία ή τον οικονομικό εκβιασμό όλες
τις τάσεις της αστικής τάξης και τελικά όλους του πολίτες. 4ον η πάλη για την
διαφύλαξη όλων των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας υλικών και επιστημονικοτεχνικών
είτε αυτές βρίσκονται στα χέρια των ανατολικών φασιστών-σαμποταριστών είτε στα
χέρια της υπόλοιπης αστικής τάξης ή του αστικού κράτους.
Για να γίνουν δυνατές αυτές οι αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις πρέπει να γίνουν
πρώτα οι ελάχιστες αλλαγές στο πολιτικό εποικοδόμημα που θα έχουν επίσης αστοδημοκρατική
μορφή. Δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ένα βήμα μπροστά για την αλλαγή αυτών
των σχέσεων χωρίς την αποκάλυψη, το πολιτικό αδυνάτισμα και τελικά την ανατροπή
και συντριβή της ανατολικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής και των φορέων της μέσα
στη χώρα. Αυτή είναι στο βάθος της μια σκληρή πάλη για την πολιτική δημοκρατία
και είναι πολύ βαθύτερη από όσο φαίνεται από πρώτη άποψη. Γιατί ενάντια σε αυτό
το δημοκρατικό μέτωπο δεν θα βρίσκονται μόνο οι ρωσόφιλοι ψευτοαριστεροί, ούτε
οι παλαιοφασίστες τύπου ΛΑΟΣ που αποτελούν επίσης «πρωτοπορία» της ρώσικης πολιτικής
του «ορθόδοξου τόξου» στην Ελλάδα, ούτε τα όλο και πιο μαζικά, αν και μισητά
στο λαό, 17νοεμβρίτικα ψευτοαναρχικά τάγματα εφόδου. Η ιστορία έχει αποδείξει
ότι σε μεγάλο βαθμό θα βρίσκονται εναντίον του δημοκρατικού μετώπου και ισχυρά
κομμάτια της δυτικόφιλης αστικής τάξης και του δυτικού ιμπεριαλισμού που δεν
θα βλέπουν με συμπάθεια καμιά ρήξη με τον ρωσοκινεζικό άξονα και ακόμα περισσότερο
δεν θα θέλουν ένα δημοκρατικό μέτωπο που η ηγετική του πολιτική δύναμη θα έχει
προλεταριακή κατεύθυνση και κοινωνική συγκρότηση. Κάτι ανάλογο ισχύει και για
την δηλητηριασμένη από το σοβινισμό ντόπια αστική τάξη που δεν θα είναι διατεθειμένη
να εφαρμόσει μια πολιτική ειρήνης στα Βαλκάνια, πράγμα που αποτελεί προϋπόθεση
για να μην εμπλακεί η χώρα σε πολεμικές περιπέτειες από τους σοσιαλιμπεριαλιστές
αν αυτοί διαπιστώσουν ότι είναι δυνατό να χάσουν το πολιτικό παιχνίδι στην Ελλάδα.
Γι’ αυτό το λόγο πιστεύουμε ότι ενώ το μέτωπο για την απελευθέρωση των παραγωγικών
δυνάμεων και για την πολιτική δημοκρατία θα είναι δημοκρατικό αστικό στη μορφή
στο περιεχόμενο του θα είναι λαϊκό επαναστατικό δηλαδή θα αποτελεί βήμα πλησιάσματος
στην σοσιαλιστική αντιιμπεριαλιστική επανάσταση (σοσιαλιστική στο περιεχόμενο
και αντιιμπεριαλιστική στη μορφή για μια αστική τάξη τόσο γενετικά εξαρτημένη
από τον ιμπεριαλισμό όσο η ελληνική). Αυτό μπορεί κανείς να το δει στα πολιτικά
μέτρα που πρέπει να παρθούν για να αντιμετωπιστούν οι μάστιγες που καταγράψαμε
ως εδώ. Πολιτική πάλη για παράδειγμα ενάντια στο βιομηχανικό σαμποτάζ σημαίνει
ιδεολογική πάλη ενάντια στην πολύ διαδεδομένη γραφειοκρατική και γαιοκτητική
αντίληψη ότι η Ελλάδα μπορεί να ζήσει από την τουριστική γαιοπρόσοδο που της
εξασφαλίζουν τα ερείπια του πνεύματος των αρχαίων Ελλήνων και οι φυσικές ομορφιές
της και όχι από τη σύγχρονη βιομηχανία και επιστήμη. Σημαίνει ακόμα πάλη για
την υπεράσπιση της στοιχειώδους δημοκρατικής αρχής ότι δεν μπορεί ένα χωριό
και μια ομάδα πολιτών να επιβάλλουν το θάψιμο του εθνικού πλούτου και να καταργούν
μια στρατηγική επένδυση που αφορά το μέλλον όλης της χώρας. Ούτε αυτό μπορεί
να το κάνει διαρκώς ένα τμήμα δικαστηρίου σαν το Ε τμήμα του ΣτΕ καταπατώντας
διαρκώς τη νόμιμα εκλεγμένη νομοθετική εξουσία, καταλύοντας δηλαδή τον κοινοβουλευτισμό
για να υπηρετήσει τις διαθέσεις και τα συμφέροντα μιας πολιτικής μειοψηφίας
το πολύ του 10%. Επίσης πάλη ενάντια στην κρατική διαφθορά σημαίνει σκληρή και
βαθιά πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση με ένα πολύ εκτεταμένο και πολιτικά
ισχυρό παρασιτικό κομμάτι της κρατικής υπαλληλίας, δηλαδή του ίδιου του κράτους.
Πάλη ενάντια στο οικονομικό σαμποτάζ σημαίνει επίσης και ιδεολογικοπολιτική
πάλη ενάντια στον αντιδραστικό μικροαστικό αντικαπιταλισμό αλλά και σε μια παρακρατική
νεοφασιστική βία που διεξάγεται στο όνομα του λαού και υποστηρίζεται από ένα
πλατύ μπλοκ πολιτικών δυνάμεων και από το μεγαλύτερο μέρος των ΜΜΕ. Τέλος πολιτική
πάλη για την απελευθέρωση της παραγωγής στη χώρα μας σημαίνει πάλη ενάντια σε
μια πανίσχυρη νέα ολιγαρχία και για την κρατική ανεξαρτησία στην παραγωγή ενέργειας.
Όλα όσα είπαμε σημαίνουν μετωπική σύγκρουση με τον πιο επιθετικό και πιο καλά
πολιτικά οργανωμένο ιμπεριαλισμό που γνώρισε ο κόσμος και οπωσδήποτε σύγκρουση
με ένα μεγάλο μέρος του δυτικού ιμπεριαλισμού.
Να γιατί το ελληνικό προλεταριάτο δεν θα μπορεί να ζήσει από δω και μπρος και για πολύ καιρό στοιχειωδώς ανθρώπινα αν δεν αλλάξει βαθιά την σημερινή κοινωνική και πολιτική κατάσταση της χώρας. Δεν θα μπορέσει δηλαδή να σώσει το δέντρο που περιγράψαμε στην αρχή του άρθρου μας αν δεν ρίξει νέες βαθιές ρίζες μέσα στο έδαφος της σύγχρονης εθνικής και παγκόσμιας πραγματικότητας. Αν δηλαδή δεν δει την απαίσια γύμνια, την μετριότητα, την έλλειψη χαρακτήρα, την κοντόφθαλμη βουλιμία και τον ιμπεριαλιστικό καιροσκοπισμό ολάκερης της αστικής του τάξης που μέρος της είναι οι σοσιαλφασίστες ηγέτες του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ. Αυτοί οι τελευταίοι παρόλο που ξεκίνησαν την πολιτική τους ύπαρξη σαν κομπλεξικοί μικροαστοί είναι το τελευταίο και πιο αδίστακτο παράγωγο αυτής της ξενόδουλης αστικής τάξης, οι απόλυτοι κομπραδόροι και οι απόλυτα φιλόδοξοι υποκριτές. Γι’ αυτό είναι και οι πιο επικίνδυνοι. Όμως από την άλλη σαν τέτοιοι μπορούν να γίνουν δάσκαλοι της νέας επαναστατικής εργατικής τάξης από την ανάποδη. Αυτά τα μαθήματα θα είναι εντατικά πάνω στην κρίση και κάθε απάντηση στην πολιτική των σοσιαλφασιστών θα βαθαίνει με ταχύτατους ρυθμούς την ταξική συνείδηση των εργατών.
Τι θα κάνουν λοιπόν οι εργάτες τώρα στην κρίση; Θα κάνουν το
αντίθετο από εκείνο με το οποίο ισοδυναμεί η θέση του ψευτοΚΚΕ και της μ-λ νεοτροτσκιστικής
και αναρχικής ουράς του για μάξιμουμ οικονομικές διεκδικήσεις με τις παραγωγικές
σχέσεις να βρίσκονται στο σημείο που βρίσκονται τώρα. Τέτοιες απίθανες οικονομικές
διεκδικήσεις ισοδυναμούν είτε με κλείσιμο των ξεχωριστών εργοστασίων και άλλων
επιχειρήσεων που θα δουν τις δουλειές τους να πέφτουν αν οι εργάτες σε αυτά
ακολουθήσουν αυτήν την παρότρυνση, είτε πιο πιθανά με την εξασφάλιση για τους
ψευτοαριστερούς συνδικαλιστές ρόλου προσωπάρχη και συνεργοδότη αφού πουλήσουν
τις διεκδικήσεις που οι ίδιοι κραδαίνουν απέναντι στην εργοδοσία. Τα ίδια πρακτικά
αποτελέσματα θα έχει και η θέση του ΣΥΝ στον απόηχο εκείνης του ΠΑΣΟΚ ότι εκτός
από μια νέα γενναιόδωρη αναδιανομή κερδών πρέπει η χώρα να δανειστεί για να
γίνουν νέα δημόσια έργα ώστε να δουλέψει ο κόσμος και έτσι να κινηθεί η κατανάλωση,
η αγορά κλπ. Μεγαλύτερος κρατικός δανεισμός όμως σήμερα χωρίς ανατροπή των παραγωγικών
σχέσεων, οπότε και των σχέσεων διανομής της «λείας» και χωρίς ανατροπή αυτού
του ιδιαίτερου κούφιου και θεωρητικολόγου αντι-τεχνολογικού νεομεσαίωνα στην
εκπαίδευση, σημαίνει πάλι επιτάχυνση της χρεοκοπίας και επιτάχυνση της υπερπάχυνσης
της ανατολικής ολιγαρχίας που λυμαίνεται τα δημόσια έργα και προμήθειες. Βεβαίως
σε ότι αφορά τις προτάσεις ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ για πράσινη ανάπτυξη αυτές σημαίνουν
παραπέρα σαμποτάρισμα της μεγάλης σύγχρονης βιομηχανίας, ιδιαίτερα της βιομηχανίας
παραγωγής ενέργειας. Τη λύση σήμερα για την ενεργειακή φτώχια της χώρας μας
δεν θα την δώσει ούτε ο ακριβός άνεμος, ούτε ο ακόμα πιο ακριβός ήλιος, ούτε
η μεγάλη υποδουλωτική αλυσίδα που λέγεται ρώσικο φυσικό αέριο, αλλά η στήριξη
στον φτηνό ντόπιο λιγνίτη και στον λίγο ακριβότερο και άφθονο στην Ευρώπη λιθάνθρακα.
Αυτά μολύνουν λίγο παραπάνω από το φυσικό αέριο αλλά η χώρα μας έχει τα περιθώρια
σύμφωνα και με το Κιότο. Το βασικότερο όμως είναι ότι μια αποβιομηχανοποιημένη
και ενεργειακά εξαρτημένη Ελλάδα κινδυνεύει περισσότερο από τη μεγαλύτερη από
όλες τις μολύνσεις που είναι η ανεργία. Στην πραγματικότητα το καλύτερο απ’
όλα είναι η χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Όμως όλα αυτά όπως και κάθε άλλο
βήμα για την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων στη χώρα μας θέλουν πρώτα
όπως είπαμε μια επαναστατική πάλη για την απεξάρτηση από τον σοσιαλ-ιμπεριαλισμό
και τους δυτικούς και ντόπιους αστούς φίλους του.
Αντίθετα με τις πρακτικές που προτείνουν οι σοσιαλφασίστες δημαγωγοί η συνειδητή
εργατική τάξη όταν προβάλλει διεκδικήσεις πρέπει να εξετάζει την κατάσταση κάθε
ξεχωριστής επιχείρησης κάθε κλάδου και της χώρας συνολικά και να μελετάει με
προσοχή την κατάσταση, τα νούμερα και τις διαθέσεις των μαζών. Απέναντι στους
σαμποταριστές πρέπει να αντιπροβάλλει τα δικά της αιτήματα που ενώνουν όλη την
εργατική τάξη και γύρω της όλο το λαό και ότι μαζί του ότι είναι προοδευτικό
και δημοκρατικό μέσα στη χώρα. Το γενικό πρόγραμμα για την απάντηση στην κρίση,
τα γενικά αιτήματα και η γενική κατεύθυνση είναι αυτά που χαράξαμε παραπάνω.
Αλλά αυτά πρέπει να εξειδικεύονται όσο είναι δυνατό σε κάθε περίσταση. Αυτό
που πρέπει πρώτα απ όλα να φροντίζουν οι εργαζόμενοι σε τέτοιες περίοδες σε
κάθε χώρο δουλειάς όταν τα μηχανήματα δουλεύουν λιγότερο και όταν οι προμήθειες
πρώτων υλών μειώνονται γιατί και οι παραγγελίες μειώνονται, είναι να
μην κλείνει η επιχείρηση, ιδιαίτερα η μεγάλη στρατηγικής σημασίας βιομηχανική
επιχείρηση. Αυτό που είναι θέμα αρχής είναι η εργατική τάξη να διατηρήσει
την ύπαρξη της και την ενότητά της και τις βασικές παραγωγικές δυνάμεις για
τη δικιά της μελλοντική και όχι μακρινή πολιτική εξουσία. Αν σε τέτοιες συνθήκες
κάνουμε θέμα αρχής το καμιά απόλυση ή το καμιά μείωση ωρών εργασίας ή το καμιά
μείωση μισθού τότε δουλεύουμε με επαναστατικές φράσεις για ένα καταστροφικό
και αντεργατικό αποτέλεσμα και μάλιστα υπέρ των πρακτόρων σαμποταριστών που
ευχαρίστως θα κλείνανε κάθε ως χθες υγιή επιχείρηση. Μια επιχείρηση δεν μπορεί
να δουλεύει όπως πριν όταν οι μηχανές δεν δουλεύουν όπως πριν και όταν οι πρώτες
ύλες δεν καταναλώνονται όπως πριν. Οι σοσιαλφασίστες θα λένε τα γνωστά για τα
συσσωρευμένα «αμύθητα» κέρδη αλλά οι εργάτες ούτε σήμερα ούτε αύριο θα μπορούν
να ζουν τρώγοντας υπάρχον παραγωγικό κεφάλαιο αλλά μόνο από την νέα παραγμένη
αξία.
Από την άλλη
μεριά όμως δεν πρέπει οι εργαζόμενοι να γίνουν βουβοί ακόλουθοι και τρομαγμένα
θύματα της κάθε εργοδοσίας όταν αυτή απαιτεί θυσίες από αυτούς. Πρέπει να μην
δεχτούν εύκολα τέτοιου είδους καλέσματα για θυσίες από την εργοδοσία και να
εξαντλήσουν κάθε περιθώριο να διατηρήσουν την παλιά κατάστασή τους είτε με κρατικές
ενισχύσεις στην εταιρεία, ιδιαίτερα αν πρόκειται για βιομηχανία, είτε με διανομή
για ένα διάστημα κάποιου μέρους από τα κέρδη της προηγούμενης χρονιάς αν αυτά
ήταν ψηλά. Αν παρόλα αυτά χρειαστεί οι εργαζόμενοι να δεχτούν τη χειροτέρευση
της θέσης τους θα πρέπει προηγούμενα να απαιτήσουν να έχουν μια καλή
εικόνα της κατάστασης της επιχείρησης. Πρέπει
δηλαδή να ξέρουν πόσο έχουν πέσει πραγματικά οι δουλειές, αν πράγματι αυτές
έχουν πέσει από την κρίση ή από ρεμούλες της διοίκησης, να μάθουν ποια είναι
η γενική κατάσταση στην διεθνή αγορά για τις αντίστοιχες επιχειρήσεις του κλάδου
και οπωσδήποτε να απαιτήσουν να μάθουν τι θυσίες είναι διατεθειμένη να κάνει
πρώτα η ίδια η εργοδοσία και κλιμακωτά τα πιο καλοπληρωμένα στελέχη της. Για
να τα μάθουν και να τα ελέγχουν όλα αυτά οι εργαζόμενοι πρέπει να εξασφαλίσουν
ότι θα έχουν πρόσβαση στα βασικά λογιστικά στοιχεία της επιχείρησης. Γιατί είναι
πολύ πιθανό η εκμετάλλευση να βαθύνει και το ποσοστό της υπεραξίας να μεγαλώσει
πάνω στην κρίση και αυτό να συνεχιστεί και μετά το ξεπέρασμα της κρίσης. Στην
πραγματικότητα πρέπει πάνω στην κρίση να δυναμώσει ο εργατικός συνδικαλισμός
και μάλιστα η πιο επαναστατική πλευρά του που είναι ο εργατικός έλεγχος.
Όλα τα μέτρα που περιγράψαμε παραπάνω είναι μέτρα εργατικού ελέγχου και προετοιμάζουν
την εργατική τάξη για την πολιτική της ωριμότητα και τις μελλοντικές εξορμήσεις
της για την εξουσία. Αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο καμιά εργοδοσία
δεν θα δεχτεί χωρίς έντονες αντιστάσεις έναν τέτοιο έλεγχο. Το πιο σημαντικό
ωστόσο είναι ότι ο εργατικός έλεγχος προϋποθέτει ένα νέο συνδικαλιστικό κίνημα
με δραστήρια και μαζική συμμετοχή σε αυτόν των πιο τίμιων στοιχείων της τάξης
που ως τώρα σε κάθε χώρο δουλειάς έχουν μεν κύρος μέσα στους εργαζόμενους αλλά
είναι περιθωριοποιημένα από τις επίσημές συνδικαλιστικές ηγεσίες. Αν οι εργάτες
δεν μπουν μαζικά στον εργατικό έλεγχο και τον εναποθέσουν και μάλιστα σε περίοδο
κρίσης στην υπάρχουσα πεντακομματική ή εργοδοτική συνδικαλιστική αριστοκρατία
αυτή θα γίνει ακόμα πιο διεφθαρμένη, ακόμα πιο σαμποταριστική και ακόμα πιο
αυταρχική από όσο προηγούμενα. Αν αυτή διεξάγει τον «εργατικό έλεγχο» τότε θα
γίνει όχι μόνο πιο ένα πιο προωθημένο μέρος της εργοδοσίας αλλά η επιχείρηση
θα κινδυνεύει να κλείσει μια ώρα αρχύτερα ή η εκμετάλλευση να γίνει βαρύτερη
ή και τα δύο. Γι αυτό προϋπόθεση του εργατικού ελέγχου είναι η όξυνση της ταξικής
πάλης και με την εργοδοσία και με την υπάρχουσα συνδικαλιστική αριστοκρατία.
Στην πραγματικότητα πάντως σήμερα, επειδή στον ιδιωτικό τομέα έχει διαλυθεί
ο οποιοσδήποτε συνδικαλισμός, οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται να «συναινέσουν»
με τον εκβιασμό της απόλυσης σε διάφορα μέτρα περιορισμού ωρών εργασίας, αποδοχών
κλπ. Νομίζουμε ότι σε αυτήν την φάση οι εργαζόμενοι θα πρέπει ενώ θα παλεύουν
για την διατήρηση της επιχείρησης να προσπαθούν να οργανωθούν συνδικαλιστικά
σε νέες παρατάξεις ενιαίου δημοκρατικού μετώπου κάνοντας τα πρώτα βήματα ακόμα
και συνωμοτικά, δηλαδή μακριά και από τους ανθρώπους της εργοδοσίας και μακριά
από τα στελέχη των κομματικο-συνδικαλιστικών παρατάξεων, ιδιαίτερα των ψευτοαριστερών.
Από αυτήν την άποψη η επελαύνουσα κρίση αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για τη
συγκρότηση του νέου ενιαίου δημοκρατικού ταξικού μετώπου της εργατικής τάξης.
Αυτό θα αποτελέσει τον πυρήνα του ευρύτερου δημοκρατικού μετώπου ενάντια στους
φαιοκόκκινους και στον σοσιαλιμπεριαλισμό, δηλαδή του νέου αντιφασιστικού μετώπου,
αλλά και τον πυρήνα ενός νέου επαναστατικού συνδικαλισμού ενάντια σε όλη την
αστική τάξη και ενάντια σε όλο τον ιμπεριαλισμό ανατολικό και δυτικό. Η ΟΑΚΚΕ
σαν πρωτοπόρα πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης θα παίξει, είναι υποχρεωμένη
να παίξει έναν καταλυτικό ρόλο στη συγκρότηση και καθοδήγηση αυτού του μετώπου.
Μέσα από αυτήν την πάλη θα δημιουργηθούν και οι προϋποθέσεις για την ίδρυση
του νέου κόμματος της εργατικής τάξης, του ανασυγκροτημένου ΚΚΕ.