ΠΑΚΙΣΤΑΝ

ΣΤΕΝΕΥΕΙ Ο ΝΕΟΧΙΤΛΕΡΙΚΟΣ ΚΛΟΙΟΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΖΑΡΝΤΑΡΙ

Ο έλεγχος της ανώτατης δικαιοσύνης από τους ισλαμοφασίστες έχει αποδειχτεί ότι είναι ένα από τα πιο σοβαρά ζητήματα που αφορούσαν και αφορούν την πολιτική πορεία του Πακιστάν. Ήταν η παύση του προέδρου του ανωτάτου δικαστηρίου, φιλο-ισλαμοφασίστα Ιφτιχάρ Μουχάμαντ Σοντρύ, από το Μουσάραφ που έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία ενός κινήματος για την ανατροπή του προηγούμενου. Ήταν τώρα πάλι η απροθυμία του νυν προέδρου Ζαρνταρί να δώσει τη δικαστική εξουσία στον Σoντρύ που προκάλεσε τη λήξη της κυβερνητικής συνεργασίας του με τον ισλαμοφασίστα ηγέτη Σαρίφ.
Τελευταία ο Σαρίφ αντεπιτέθηκε με ένα νέο αντιδραστικό «κίνημα των δικηγόρων» που είναι ντυμένο με το μανδύα της δημοκρατίας ζητώντας την άνοδο του Σοντρύ στη δικαστική εξουσία. Αυτή τη φορά ο Σαρίφ τα κατάφερε χάρη στη βοήθεια της προεδρίας Ομπάμα-Κλίντον που πίεσε αφόρητα τον Ζαρνταρί να υποκύψει στον Σαρίφ. Αυτός το έκανε, οπότε ταπεινώθηκε πολιτικά, έδωσε πίσω στον Σoντρύ τη δικαστική ηγεσία, και εκτίναξε τον Σαρίφ στην ηγεμονία της πολιτικής σκηνής.
Ο εμφανιζόμενος σαν συντηρητικός εθνικιστής ηγέτης της «Μουσουλμανικής Ένωσης του Πακιστάν» Σαρίφ είναι ο εκφραστής των πιο αντιδραστικών και πιο φασιστικών δυνάμεων της χώρας. Η σκοτεινή του φυσιογνωμία αποκαλύφτηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρωθυπουργός. Τότε επιχείρησε να εισάγει στη βουλή ένα νομοσχέδιο για την επιβολή του ισλαμικού νόμου, και όταν η προσπάθεια απέτυχε οι άνθρωποί του πολιόρκησαν το ανώτατο δικαστήριο. Στα 1999 παρουσιάστηκε σαν υπέρμαχος της εξομάλυνσης των σχέσεων με την Ινδία όντας ο πρώτος πακιστανός πρωθυπουργός που θα συναντούσε ινδό ομόλογό του. Όμως ο Ινδός δεν ήταν άλλος από το φασίστα και ρατσιστή τέως πρωθυπουργό Ατάλ Μπιχάρι Βατζπαγί. Ο Σαρίφ διατηρεί καλές σχέσεις με άλλες ισλαμιστικές δυνάμεις, όπως είναι το κόμμα «Τζαμαάτ-ε-Ισλαμί». Το ερώτημα που μπαίνει είναι γιατί οι ΗΠΑ ευνόησαν ένα συμβιβασμό που θα ενισχύσει τη θέση του ισλαμοφασισμού μέσα στα πολιτικά πράγματα του Πακιστάν και ενδεχομένως θα οδηγήσει στην ήττα των δυτικόφιλων δυνάμεων και όχι μία ρήξη με το Σαρίφ και με όλο τον ισλαμοφασισμό;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει πρώτα να δούμε τι έχει συμβεί στο γειτονικό Αφγανιστάν όπου διεξάγεται πόλεμος. Εκεί τα αμερικανικά στρατεύματα αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τις ανερχόμενες δυνάμεις των Ταλιμπάν και σημειώνουν σοβαρές απώλειες. Οι Ταλιμπάν ξεκίνησαν σαν ένα εθνικo-ανεξαρτησιακό κίνημα στα μέσα της δεκαετίας του 90 και τσάκισαν τις ρωσόδουλες δυνάμεις στο Αφγανιστάν. Όμως δέχτηκαν πόλεμο απομόνωσης όχι μόνο από τη Ρωσία αλλά και από την προεδρία Κλίντον. Μέσα στην απομόνωσή τους δέχτηκαν βοήθεια από τον προβοκάτορα του Κρεμλίνου Μπιν Λάντεν και του έδωσαν βάση στο Αφγανιστάν την οποία αυτός εκμεταλλεύτηκε για να πραγματοποιήσει τη σφαγή της 11/9 στις ΗΠΑ. Έτσι το κοινό μέτωπο ΗΠΑ-Ρωσίας επιτέθηκε στο Αφγανιστάν και πήρε την εξουσία. Όμως από πολιτική άποψη το πάνω χέρι στο εσωτερικό του Αφγανιστάν το έχουν από τότε οι ρωσόφιλες και φιλο-ιρανικές δυνάμεις της Βόρειας Συμμαχίας και του Καρζάι. Από την άλλη πλευρά και μέσα στην αφγανική αντίσταση των Ταλιμπάν - χάρη στην πολιτική τύφλα και ιδεολογική καθυστέρηση του Ομάρ - το πάνω χέρι το έχει η Αλ Κάιντα που έχει μετατρέψει την εθνική αντίσταση σε ένα μονόπλευρο αντιδυτικό αγώνα που τον έχει πλέον μεταφέρει στο εσωτερικό του Πακιστάν. Αυτό το τελευταίο το έχει πετύχει η Αλ Κάιντα με το να χρησιμοποιεί σαν ορμητήριο πακιστανικές περιοχές πολύ κοντά στα σύνορα των δύο χωρών όπου σε συμμαχία με αντιδραστικούς τοπικούς φυλάρχους ασκεί τη ναζιστική της δικτατορία τρομοκρατώντας το ντόπιο πληθυσμό. Η Αλ Κάιντα κατορθώνει να συσπειρώνει όλο και μεγαλύτερο μέρος του ντόπιου πληθυσμού και γενικά του πακιστανικού λαού χάρη στις ωμές στρατιωτικές επεμβάσεις της προεδρίας Μπους και τις ακόμα πιο ωμές της προεδρίας Ομπάμα-Κλίντον μέσα στις πακιστανικές περιοχές για το κυνήγι της Αλ Κάιντα. Αυτό το κυνήγι δεν θα τελειώσει ποτέ γιατί οι κλιμακούμενες τελευταία αμερικάνικες επιθέσεις και οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί στο έδαφος του Πακιστάν χωρίς έγκριση της κυβέρνησής του θα εξεγείρουν όλο και περισσότερο τις φυλές και τον πακιστανικό λαό ενάντια στις ΗΠΑ. Ήδη αυτές με τις επιθέσεις τους δυναμώνουν πολιτικά τους ισλαμοφασίστες του Σαρίφ και ακόμα πιο πολύ την Αλ Κάιντα που όλο και πιο εύκολα κρύβεται μέσα στις μάζες στις συνοριακές περιοχές και αποσπά την πατριωτική συμπάθειά τους παρά τα ναζιστικά της εγκλήματα. Ακόμα πιο πολύ οι βομβαρδισμοί των ΗΠΑ φέρνουν σε δύσκολη θέση τις αντι-ισλαμοφασιστικές δυνάμεις του Ισλαμαμπάντ (προηγούμενα Μουσάραφ, τώρα Ζαρνταρί) που υποχρεώνονται είτε να υποστηρίξουν τις επιθέσεις των Αμερικανών και να χάσουν την όποια πολιτική στήριξη τους μέσα στις μάζες, είτε να τις αποδοκιμάσουν και να βρεθούν σε σύμπλευση με τους ισλαμιστές και ταυτόχρονα να γίνουν ευάλωτες στις στρατιωτικές πιέσεις της Ινδίας που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ. Με αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ στρέφουν ενάντιά τους τον πιο ισχυρό πολιτικό πυρήνα της εθνικής και κοσμικής αστικής τάξης που είναι η στρατιωτική ηγεσία του πακιστανικού στρατού. Με λίγα λόγια οι ΗΠΑ λειτουργούν ως συνήθως σαν προβοκάτορες στην υπηρεσία του σοσιαλιμπεριαλισμού.
Αυτό είναι στη φύση τους. Γιατί δεν σέβονται την ανεξαρτησία και την κρατική κυριαρχία του Πακιστάν και δεν αφήνουν τις δικές του εσωτερικές εθνικές δυνάμεις να αντιμετωπίσουν τους ναζιστές και τους πράκτορες της Αλ Κάιντα, αλλά θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα να το κάνουν αυτό οι ίδιες με την ιμπεριαλιστική λογική τους ότι οι «καθυστερημένοι και αντιδημοκρατικοί» λαοί και κυβερνήσεις των τριτοκοσμικών χωρών δεν μπορούν ή δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν τους φασίστες και τους πράκτορες κάθε λογής.

Έτσι με τη βοήθεια του όλο και πιο αντιδραστικού μουλά Ομάρ η Αλ Κάιντα συσπειρώνει τις διαφορετικές αντιδυτικές ομάδες του Αφγανιστάν και του Πακιστάν (στις οποίες έχει προσχωρήσει και η Χεζμπί Ισλάμι, η φράξια του ρωσόφιλου Χεκματιάρ) σε ένα κοινό μέτωπο και στις δύο πλευρές των συνόρων, κυρίως εκεί όπου κατοικεί η εθνότητα των Παστούν, όπου το κίνημα των Ταλιμπάν διαθέτει τα πιο ισχυρά ερείσματα. Η πακιστανική κυβέρνηση αδυνατεί να ελέγξει αυτά τα εδάφη με μόνο στρατιωτικά μέσα και είναι αναγκασμένη να συνάπτει συμφωνίες με τις διάφορες φυλές που κατοικούν εκεί για να απομονώνει όσο μπορεί την Αλ Κάιντα και τους άλλους ισλαμοφασίστες. Βεβαίως εκεί η πακιστανική κυβερνηση, ιδιαίτερα ο πακιστανικός στρατός, κάνει επώδυνες και συχνά επικίνδυνες υποχωρήσεις ιδιαίτερα σε ότι αφορά την εφαρμογή του ισλαμικού νόμου. Όμως αυτές οι υποχωρήσεις είναι μέρος μιας τακτικής ενιαίου μετώπου ενάντια στους σκληρούς νεοναζί ισλαμοφασίστες. Τέτοια είναι η πρόσφατη ανακωχή που συμφωνήθηκε με τους Ταλιμπάν στην κοιλάδα Σβατ και που επιτρέπει στις αρχές της περιοχής να εφαρμόσουν τον ισλαμικό νόμο.
Οι ρωσόφιλοι που συνδιαχειρίζονται με τους υφεσιακούς την προεδρία Ομπάμα χρησιμοποιούν μια διπλή τακτική απέναντι σε αυτές τις συμφωνίες. Από τη μια τις χρησιμοποιούν σαν ένα επιχείρημα κατά της ανοχής τάχα του επίσημου Πακιστάν στην Αλ Κάιντα για να δυναμώνουν τις στρατιωτικές επεμβάσεις τους και τους βομβαρδισμούς τους στις συνοριακές περιοχές. Από την άλλη τις χρησιμοποιούν σαν μέρος της επιχειρηματολογίας τους ότι πρέπει να συμφιλιωθεί η πακιστανική κυβέρνηση με τον «ήπιο» ισλαμιστή Σαρίφ για να νικηθούν οι σκληροί ισλαμιστές των συνόρων. Αυτή είναι η διπλή γραμμή της νέας εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Ομπάμα-Κλίντον που έχει πέραση σε πολλούς κύκλους της αμερικάνικης αστικής τάξης.
Ο Ρόμπερτ Όουκλυ, πρώην αμερικανός πρέσβης στο Πακιστάν, σημείωσε χαρακτηριστικά: «Εμείς, καθώς και οι πιο σώφρονες Πακιστανοί, χρειαζόμαστε την υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας και των πιο μετριοπαθών ισλαμικών κομμάτων, ιδίως του Τζαμμάτ-ε-Ισλαμί, αν ποτέ θέλουμε να ημερέψουμε τους οπαδούς της τζιχάντ». «Οι καλές σχέσεις του Ναβάζ μαζί τους είναι πολύ-πολύ σημαντικές» (Νιου Γιορκ Τάιμς, 24/3). Ο άνθρωπος που τόσο καλοβλέπουν οι υφεσιακοί δυτικοί, ο Σαρίφ, είναι ένας διπρόσωπος κεντριστής ισλαμοφασίστας που αποφεύγει επιμελώς να αναφέρεται στην «ισλαμική εξέγερση» ακριβώς επειδή θέλει να κερδίσει τη συμπάθεια τόσο των ίδιων όσο και των πλατιών πακιστανικών μαζών.

Όλα αυτά δείχνουν στο βάθος πόσο λίγη πολιτική ισχύ έχει απομείνει για την αμερικάνικη υπερδύναμη μέσα στις δύο χώρες. Αντίθετα, αυξάνει διαρκώς η ισχύς της ρωσικής υπερδύναμης, που μαζί με την Κίνα και το Ιράν έχουν σχηματίσει ένα νέο χιτλερικό άξονα και προσπαθούν να ανατρέψουν προς όφελός τους την πολιτική ηγεμονία των δυτικών σε χώρες κλειδιά του τρίτου κόσμου. Αναγνωρίζοντας αυτή τη δυναμική η Ουάσιγκτον, ειδικά η ηγεσία Ομπάμα, επιδιώκει να λύσει το ζήτημα της ισλαμοφασιστικής τρομοκρατίας σε συνεννόηση με τη Ρωσία και το Ιράν. Όμως για τους σοσιαλιμπεριαλιστές η απόλυτη δική τους κυριαρχία πάνω στο Πακιστάν είναι η μεγαλύτερη στρατηγική τους προτεραιότητα σαν προϋπόθεση για να εξαπολύσουν το μεγάλο τους πόλεμο ενάντια στην Ευρώπη. Οι Ρώσοι σοσιαλιμπεριαλιστές χρειάζονται πάνω από κάθε τι άλλο μια βάση στο Πακιστάν γιατί μόνο μέσω αυτού και του Αφγανιστάν μπορούν να εξασφαλίσουν απευθείας χερσαία στρατιωτική πρόσβαση στον Ινδικό από τον οποίο θα μπορούν να επικοινωνούν με όλες τις περιοχές συρράξεων στο Νότο της Ευρώπης και της Ασίας καθώς και στην Αφρική για να μπορούν να διεξάγουν τον πόλεμο περικύκλωσης και κατοχής της Ευρώπης. Γι’ αυτό και η κλιμάκωση της ρωσικής επιθετικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο συμπίπτει συνήθως με την προώθηση των δυνάμεών της μέσα στο Πακιστάν.
Σε αντίθεση λοιπόν με τις ΗΠΑ που επιτίθεται ωμά και εξωτερικά, η Ρωσία – που αποτελεί σήμερα το κέντρο του παγκόσμιου ναζισμού, της προβοκάτσιας και της μεταμφίεσης – διαθέτει ισχυρά εσωτερικά εργαλεία για την προώθηση της γραμμής της μέσα στο Πακιστάν: ένα σκληρό (την Αλ Κάιντα) κι ένα μαλακό (τον Σαρίφ). Το πρώτο αντιπροσωπεύει την ανοιχτή ιμπεριαλιστική και προβοκατόρικη βία του Κρεμλίνου, την έκταση και την ποιότητα της οποίας μας έχει δώσει η σφαγή στο Μανχάταν και οι πελώριες σφαγές αμάχων στο Ιράκ αλλά και σε άλλες χώρες. Το δεύτερο αντιπροσωπεύει την ύπουλη μαζική πολιτική επέμβασή για την αλλαγή καθεστώτος, που όπως και στην Τουρκία με τον Ερντογάν δε θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς την πρώτη μορφή βίας. Αν στο παιχνίδι εντάξουμε και την αμερικανική διπλωματία με όλη της τη μυωπία και χοντροπετσιά, η εξίσωσή μας θα γίνει έτσι: Όσο η πακιστανική κυβέρνηση αδυνατεί να συσπειρώσει τις μάζες στον πόλεμο που διεξάγει ενάντια στην Αλ Κάιντα, τόσο θα ενισχύεται ο «λάιτ ισλαμοφασισμός» του Σαρίφ και τόσο θα γαντζώνονται σε αυτόν οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές στην προσπάθειά τους να περισώσουν ό,τι μπορούν από τα ερείσματά τους μέσα στο Πακιστάν αλλά και στο Αφγανιστάν. Ο γερουσιαστής Ενβέρ Μπάιγκ, πρώην μέλος του κυβερνώντος «Πακιστανικού Λαϊκού Κόμματος», το έθεσε πολύ παραστατικά λέγοντας ότι «Αν η Ουάσιγκτον επιδιώκει να αναλάβει το Πακιστάν, είναι σημαντικό να το κάνει με λαϊκή υποστήριξη». «Υπάρχει η συνειδητοποίηση στην Ουάσιγκτον ότι αυτός είναι ο νέος τύπος με τον οποίον πρέπει να μιλάμε» (ο Σαρίφ). Άλλωστε, ο τύπος αυτός διατηρούσε από παλιά άριστες σχέσεις με τους Κλίντον, που είναι ακόμα οι εκφραστές της φιλορωσικής γραμμής μέσα στο Λευκό Οίκο, και είχε στηρίξει όπως και ο Άσαντ της Συρίας, όπως και το Ιράν, τις ΗΠΑ στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου στα 1991.

Ο Αζίφ Αλί Ζαρνταρί και η πακιστανική στρατιωτική ηγεσία με επικεφαλής τον Καγιανί, φίλο του Μουσάραφ, προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα με την Αλ Κάιντα με έναν τρόπο που να εμπλέκει όσο γίνεται λιγότερο τις ΗΠΑ ακριβώς για να εξοντώσουν τους ισλαμοναζήδες κερδίζοντας ταυτόχρονα την πακιστανική κοινή γνώμη: Επιχείρησαν να μεταφέρουν ένα μέρος των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας από τα σύνορα με την Ινδία στα αφγανικά σύνορα. Αυτό το εγχείρημα ήταν εξαιρετικά δύσκολο γιατί θα έπρεπε ο τολμών να τα βρει με την Ινδία, δηλαδή να έρθει σε ρήξη με τα πιο σοβινιστικά στοιχεία του πακιστανικού στρατού. Αυτά αντιδρούν έντονα όταν κάποιος προσπαθεί να αδυνατίσει την άμυνά τους απέναντι στον «προαιώνιο» εχθρό του πακιστανικού εθνικισμού, την Ινδία που απέναντί της το Πακιστάν έχει εδαφικές διεκδικήσεις στο Κασμίρ. Τέτοιες εθνικιστικές δυνάμεις του Πακιστάν στήριξαν στο παρελθόν και στηρίζουν από θέση αρχής του Παστούν του Αφγανιστάν οπότε και τους Ταλιμπάν ενώ ενθαρρύνουν τους πακιστανούς σοβινιστές στο Κασμίρ η δράση των οποίων υπηρετεί τις δικές τους επεκτατικές φιλοδοξίες. Παρά τα προβλήματα οι πρώτοι καρποί της προσέγγισης Ισλαμαμπάντ - Ν. Δελχί άρχισαν να αναπτύσσονται και το Νοέμβρη υπογράφτηκε διμερής συμφωνία που αφορούσε την τρομοκρατία, το εμπόριο και την έκδοση ταξιδιωτικής βίζας. Η προσπάθεια αυτή ανακόπηκε από τη γιγαντιαίας κλίμακας προβοκάτσια της Βομβάης. Οι έρευνες εντόπισαν την αφετηρία του μηνύματος ανάληψης της ευθύνης πίσω από έναν σέρβερ στη Ρωσία!!!! (βλ. Μοντ, 14/1). Όμως αυτή η προβοκάτσια ήταν προσεκτικά σχεδιασμένη για να οξύνει τις σχέσεις Ινδίας-Πακιστάν καθώς στοχοποιούσε σαν υπεύθυνες της σφαγής τις μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν που κινούσαν τάχα δολοφονικές ομάδες ισλμοφασιστών. Με αυτόν τον τρόπο η χώρα γινόταν ταυτόχρονα στα μάτια των ΗΠΑ ένα «εργαστήριο τρομοκρατών». Έτσι άνοιγε ο δρόμος για μεγαλύτερες αμερικάνικες πιέσεις στο Ζαρνταρί να συγκρουστεί με τις μυστικές υπηρεσίες και το στρατό. Ήταν η Ουάσιγκτον – που κατά τ’ άλλα επιδιώκει σταθερότητα και όχι όξυνση στις σχέσεις Ινδίας-Πακιστάν – που ανάγκασε για πρώτη φορά την κυβέρνηση του Ισλαμαμπάντ να παραδεχτεί ότι ένα τμήμα της επίθεσης στη Βομβάη σχεδιάστηκε από το έδαφός του (βλ. ΝΥΤ, 13/2). Τώρα που ελέγχουν και τη δικαιοσύνη στο Πακιστάν, οι ρωσόφιλοι θα είναι πλέον σε θέση να στοιχειοθετήσουν κατηγορίες σε βάρος των αντιπάλων τους και να εκμεταλλευτούν το ρήγμα που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ανάμεσα στο Ισλαμαμπάντ και τη Δύση για να πετύχουν τελικά την αλλαγή του καθεστώτος που επιθυμούν.
Το σίγουρο είναι πάντως ότι οι αστικές πολιτικές δυνάμεις στο Πακιστάν αποδεικνύονται «λίγες» στην αντιμετώπιση του ισλαμοφασισμού. Με τον καιροσκοπισμό που τις διακρίνει δε μπορούν να συγκινήσουν το λαό και να τον συσπειρώσουν στην πάλη ενάντιά του. Δε μπορούν να αντιπαρατεθούν ως το τέλος ιδεολογικά σε έναν εχθρό ο οποίος προτάσσει το λαϊκισμό και έχει από πίσω του τη διπλωματική και υλική στήριξη ενός ολόκληρου ναζιστικού άξονα. Ούτε μπορούν να αντιπαρατεθούν στις ΗΠΑ και να κόψουν τις εξωφρενικές απαιτήσεις τους και τον ακατάσχετο και θρασύ επεμβατισμό. Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ένα λαϊκό δημοκρατικό κίνημα που σίγουρα θα ξεπεταχτεί στο Πακιστάν όσο οι αντιδραστικές δυνάμεις κερδίζουν έδαφος και αποκαλύπτουν στο λαό το πραγματικό αποκρουστικό τους πρόσωπο.