Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ

Στη διάρκεια του τριήμερου 28,29 και 30 Απρίλη δόθηκε η τελική μάχη για να ψηφιστεί με πλατειά πλειοψηφία η βασική νομοθετική ρύθμιση που αφορούσε την αποκατάσταση των απολυμένων των Λιπασμάτων. Μόνο έτσι δεν θα υπονομευόταν ουσιαστικά η εφαρμογή της και η επέκτασή της στο μέλλον. Αλλά για να γίνουμε πιο σαφείς πρέπει να περιγράψουμε το περιεχόμενο αυτής της νομοθετικής ρύθμισης, να δούμε αυτό το περιεχόμενο μέσα στη διαδρομή και μέσα στις συγκεκριμένες πολιτικές συνθήκες του αγώνα ώστε οι αναγνώστες να αντιληφθούν τι σήμαινε η πλατειά της υπερψήφιση την παραμονή της πρωτομαγιάς του 2009.

Σύντομο ιστορικό του αγώνα και ιστορικό του αιτήματος.
Η φάση πριν το κλείσιμο του εργοστασίου

Τον Οκτώβρη του 1999 με άτυπη απόφαση των Λαλιώτη-Σημίτη, που επικαλούνταν τις ανύπαρκτες τότε πιέσεις της κοινής γνώμης της Δραπετσώνας, έκλεισε το κρατικό εργοστάσιο των Λιπασμάτων Δραπετσώνας. Στην πραγματικότητα υπήρχε τότε μόνο η πίεση των ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ, και πιο ανοιχτά του ΣΥΝ, που έσερνε πίσω του, με τη βοήθεια των λαλιωτικών τη Δημαρχία της Δραπετσώνας υπέρ του κλεισίματος και της κατεδάφισής του. Το μέτωπο των κατεδαφιστών είχε μαζί του έναν παράγοντα βάρους, την Εθνική Τράπεζα, η οποία με το ευρύτερο εταιρικό σχήμα που ονομαζόταν «Πρότυπος» κατείχε το οικόπεδο του εργοστασίου και ήθελε να το γκρεμίσει για να χτίσει γραφεία. Το σχέδιο της «Ανάπλασης» που το υποστήριζε τότε ο ΣΥΝ ήταν ακριβώς η πολεοδομική έκφραση της συμμαχίας ΣΥΝ-ΠΑΣΟΚ-ΕΤΕ. Μόλις όμως πέτυχε και έκλεισε το εργοστάσιο ο ΣΥΝ κήρυξε πόλεμο στην ΕΤΕ και στην «Ανάπλαση», πόλεμο που συνεχίζεται ως τα σήμερα γιατί ο στόχος του είναι το σαμποτάρισμα οποιουδήποτε έργου στην Ελλάδα δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ρωσόδουλης κρατικο-ολιγαρχίας τύπου Μπόμπολα, Κόκκαλη, Βγενόπουλου και Σια.
Η διοίκησή του εργοστασίου αποτελούμενη από συνεταιριστικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της ΑΤΕ (ως εκείνη τη στιγμή και για μια μεγάλη περίοδο μαζί με τους συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ) είχε αντισταθεί στο κλείσιμο, ιδιαίτερα όσο επικεφαλής του Υπουργείου Βιομηχανίας ήταν η Β. Παπανδρέου και η Διαμαντοπούλου. Όταν όμως αυτές έπεσαν από αυτή τη θέση όλο το ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα οι συνδικαλιστές του συμμορφώθηκαν στην απαίτηση των Λαλιώτη-Σημίτη.
Οι συνδικαλιστές της ΟΑΚΚΕ είχαν κάνει προηγούμενα το 1998, δηλαδή ενάμιση χρόνο πριν το κλείσιμο κάλεσμα στους συνδικαλιστές του εργοστασίου και άλλους βιομηχανιστές συνδικαλιστές, βασικά του ΠΑΣΟΚ, που τότε ήταν καθαρά υπέρ του εργοστασίου, να σχηματίσουν ένα μέτωπο επιβίωσης του που πήρε τελικά τη μορφή της «Επιτροπής για τη Σωτηρία των Λιπασμάτων».
Μόλις όμως πάρθηκε η κεντρική απόφαση για το κλείσιμο του εργοστασίου τα περισσότερα συνδικαλιστικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ άλλαξαν θέση, συμφώνησαν με το κλείσιμο και έμεινε σχεδόν μόνη της η ΟΑΚΚΕ μέσα στην Επιτροπή Σωτηρίας μαζί με τους εργάτες του εργοστασίου να παλεύει για τη διάσωση του.
Αρχικά οι εργάτες αλλά και η Διοίκηση της εταιρίας αντιστάθηκαν στους συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ που έλεγχαν το ΔΣ του Σωματείου. Αυτοί έγιναν οι πιο φανατικοί για το κλείσιμο όταν ο αρχηγός τους Τσιρμούλας εξαγοράστηκε με πρόσληψη στην «Πρότυπο» πράγμα που έγινε γνωστό αργότερα. Όταν η Επιτροπή Σωτηρίας κάλεσε τους εργαζόμενους σε διαδήλωση στη Δραπετσώνα το Σεπτέμβρη του 99 οι εργαζόμενοι ανταποκρίθηκαν μαζικά, σχεδόν καθολικά παρά τη λυσσασμένη απόπειρα των συνδικαλιστών του ΠΑΣΟΚ (με μια εξαίρεση) και του ΣΥΝ (που είχε επικεφαλής του ένα τραμπούκικο στοιχείο, τον Εξωμερίτη, μέλος του ΔΣ), να την εμποδίσουν. Οι τελευταίοι δεν ήρθαν στην πορεία και έμειναν μόνοι τους στο εργοστάσιο.
Η απάντηση των Λαλιώτη- Σημίτη σε αυτή τη διαδήλωση ήταν άμεση. Υποσχέθηκαν ανεπίσημα και μέσω των συνδικαλιστών στους εργάτες ότι θα τους διόριζαν στο Δημόσιο όπως είχε γίνει νομοθετικά στα κρατικά εργοστάσια που έκλειναν ως τότε. Ταυτόχρονα διόρισαν τα βασικά στελέχη της Διοίκησης του εργοστασίου σε άλλες καλοπληρωμένες θέσεις των ΔΕΚΟ και έτσι τα εξαγόρασαν και τα οδήγησαν στο να υπογράψουν και εκείνα επίσημα το κλείσιμο του εργοστάσιου.
Μετά από αυτά σε μια θυελλώδη Γ. Συνέλευση του Σωματείου στη οποία συμμετείχαν και οι σύντροφοι μας της Επιτροπής Σωτηρίας οι εργάτες αποφάσισαν να δεχτούν το κλείσιμο του εργοστασίου έναντι της αποκατάστασης. Αυτό παρά τις επίμονες εκκλήσεις μας να κρατήσουν πάση θυσία το εργοστάσιο ανοιχτό γιατί το κλείσιμο αυτής της πιο βαριάς βιομηχανίας του Πειραιά θα ήταν στρατηγική ζημιά για το μέλλον της εργατικής τάξης και παρά τις προειδοποιήσεις μας ότι η κυβέρνηση θα τους εξαπατήσει. Όμως τους είχε μπει από τους Τσιρμούλα - Εξωμερίτη το δίλημμα: Ή δέχεστε το αναπόφευκτο κλείσιμο του εργοστασίου, ή κοντράρετε την κυβέρνηση οπότε χάνετε τελικά και τη δουλειά σας και την αποκατάσταση που αυτή θα σας προσφέρει.
Η επόμενη Γ. Συνέλευση των εργατών αποφάσισε κάτω από τους εκφοβισμούς των Τσιρμούλα-Εξωμερίτη να ψηφίσει τη πρότασή τους να μην πάρουν μέρος σε εκείνη τη Γ. Συνέλευση και σε όλες όσες θα ακολουθούσαν τα μέλη της ΟΑΚΚΕ που ανήκαν στην Επιτροπή Σωτηρίας, τάχα επειδή δεν δούλευαν στο εργοστάσιο. Αυτό το ψήφισαν οι εργάτες με βαριά καρδιά.
Οι σύντροφοί μας παρόλη την καταψήφιση της παρουσίας τους στις συνελεύσεις έμειναν δίπλα στους εργάτες και επέμεναν στο να μην κλείσει το εργοστάσιο. Έτσι η πουλημένη συνδικαλιστική ηγεσία αναγκάστηκε να πιέζει την κυβέρνηση ακόμα και με διαδηλώσεις για να δώσει κάτι συγκεκριμένο επίσημα στους εργάτες στην κατεύθυνση της αποκατάστασης ώστε αυτοί να μην ταλαντεύονται προς την Επιτροπή Σωτηρίας. Σε αυτές συμμετείχε και η Επιτροπή Σωτηρίας με το δικό της πανώ υπέρ της επιβίωσης του εργοστασίου. Το πανώ αυτό συσπείρωνε αρκετούς και τους πιο μαχητικούς εργάτες και είχε τη συμπάθεια όλων.

Τελικά η κυβέρνηση έδωσε το αντάλλαγμα που χρειαζόταν για να συγκρατηθούν οι εργάτες στη γραμμή ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ. Δηλαδή πέρασε μια νομοθετική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία όσοι ήταν πάνω από 50 χρονών θα έπαιρναν επίδομα ανεργίας 500 Ευρώ για 3 χρόνια. Ταυτόχρονα όλοι οι βουλευτές του Πειραιά όλων των κομμάτων κάτω από την πίεση αυτού του κινήματος μαζεύτηκαν και δεσμεύτηκαν ότι θα παλέψουν για την αποκατάσταση. Λίγοι από αυτούς το πίστευαν όπως αποδείχτηκε.
Λίγο μετά το εργοστάσιο σταμάτησε τη λειτουργία του και οι 380 εργάτες απολύθηκαν περιμένοντας την αποκατάσταση. Η Επιτροπή Σωτηρίας έκανε την τελευταία της απόπειρα να σώσει το εργοστάσιο το Δεκέμβρη του ’99. Μάζεψε 80 υπογραφές στην πύλη του εργοστασίου καταγγέλλοντας την εταιρεία στον ΟΑΕΔ για απόλυση επιδοτούμενων εργατών, συγκέντρωσε 20 μαχητικούς εργάτες και έκλεισε την πύλη του εργοστασίου για να εμποδίσει να μεταφερθούν έξω από το εργοστάσιο οι χιλιάδες τόνοι λιπάσματος που η ΑΤΕ είχε πουλήσει μισοτιμής. Αυτή τη φορά η αστυνομία δεν σκέφτηκε ότι «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και καλυμμένη από το επίσημο ΔΣ του Σωματείου και τη συμφωνία των 4 κομμάτων έσπασε μετά από 24 ώρες τον αποκλεισμό. Βεβαίως διευκολύνθηκε σε αυτό από το ότι κανένα τηλεοπτικό κανάλι δεν εμφανίστηκε στη πύλη, αν και καλέστηκαν, καθώς ο αγώνας αυτός από τότε είχε καταδικαστεί από το διακομματικό καθεστώς κορυφής στην παρατεταμένη και αβάσταχτη τιμωρία της σιωπής. Λίγο μετά την αποτυχία αυτής της τελευταίας απόπειρας να κρατηθεί το εργοστάσιο η κυβέρνηση άρχισε να ξηλώνει όλα του τα μηχανήματα και να τα παραδίνει στη λεηλασία των κάθε λογής ημέτερων και επιτήδειων.

Η μακριά πορεία και το βασικό αίτημα μέχρι την απεργία πείνας του 2007

Εκεί τέλειωσε η φάση της πάλης για τη σωτηρία του εργοστασίου. Η Επιτροπή για τη Σωτηρία του εργοστασίου μετατράπηκε αναγκαστικά σε Επιτροπή Αγώνα για την αποκατάσταση των απολυμένων.
Ο νέος αγώνας ξεκίνησε με προσφυγή κατά της εργοδότριας εταιρείας, της ΣΥΕΛ για να βγουν παράνομες οι απολύσεις και για να αποζημιωθούν ανάλογα οι εργάτες από την ΣΥΕΛ και την ΑΤΕ στην οποία η πρώτη ανήκε. Παράλληλα έγινε και προσφυγή κατά του ελληνικού κράτους στο Ευρωκοινοβούλιο με κύριο αίτημα την πλήρη αποκατάσταση των απολυμένων. Αυτόν τον αγώνα τον καθοδήγησε ένα όργανο που συγκροτήθηκε από τα μέλη της Επιτροπής Σωτηρίας, δηλαδή από τους μαχητικούς εργάτες και από τους εκτός εργοστασίου συντρόφους της ΟΑΚΚΕ.
Με αυτή τη γραμμή της νέας φάσης η Επιτροπή Αγώνα των Λιπασμάτων σε διάστημα δύο χρόνων, δηλαδή ως το 2001 συγκέντρωσε γύρω της την πλειοψηφία των απολυμένων, αφαίρεσε από τους προδότες Τσιρμούλα και Εξωμερίτη (που παραμένει και τώρα μέλος του ΣΥΝ) την πλειοψηφία του ΔΣ του Σωματείου των Λιπασμάτων και τους διέγραψε από το Σωματείο. Λίγο μετά μήνυσε τον πρώτο από αυτούς σαν καταχραστή του ταμείου του Σωματείου και τον οδήγησε σε οριστική καταδίκη στο Εφετείο τούτη εδώ τη χρονιά. Τελικά μετά από 6 χρόνια επίμονους και σκληρούς δικαστικούς αγώνες η Επιτροπή Αγώνα κέρδισε και τη μεγάλη δίκη κατά των απολύσεων στον Άρειο Πάγο και την πολιτική μάχη στην Επιτροπή Αναφορών της Ευρωβουλής. Το μεγαλύτερο της κατόρθωμα ήταν ότι κράτησε την ενότητα και τη συσπείρωση των εργατών παρά τις σκληρές εξωτερικές επιθέσεις και κυρίως τις κατά κύματα εσωτερικές επιθέσεις για 10 σχεδόν ολόκληρα χρόνια. Για τις τελευταίες θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορά.

Αλλά ας δούμε την πορεία των ρυθμίσεων της αποκατάστασης και της διαμόρφωσης των αιτημάτων που πρόβαλε η Επιτροπή Αγώνα και μαζί της το Σωματείο αυτά τα χρόνια.
Η αρχική νομοθετική ρύθμιση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ όπως είπαμε ήταν εκείνη της τριετούς επιδότησης για τους απολυμένους πάνω από 50 χρονών. Αυτή αφορούσε 106 από τους 383 απολυμένους.
Η Επιτροπή Αγώνα πάλευε όλα αυτά τα χρόνια για ένα στόχο στο επίπεδο της αποκατάστασης: Να περάσει η μεγάλη νομοθετική ρύθμιση που είχε γίνει για όλα τα κρατικά εργοστάσια που έκλειναν με κρατική ευθύνη και που η κυβέρνηση και τα τέσσερα κόμματα είχαν δεσμευτεί ότι θα εφαρμόσουν και για τα Λιπάσματα. Δηλαδή να εξασφαλίσει το κράτος για τους εργαζόμενους μια αντίστοιχη δουλειά με αυτήν που το ίδιο τους είχε στερήσει, δηλαδή δουλειά σε ΔΕΚΟ ή δουλειά στο κυρίως Δημόσιο και συγκεκριμένα πρόσληψη στο υπουργείο Γεωργίας στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκε το εργοστάσιο. Αυτή την ολοκληρωμένη και δίκαιη ρύθμιση τη χτυπούσε ανοιχτά το ψευτοΚΚΕ, ύπουλα ο ΣΥΝ και την τορπίλιζαν οι φιλικές τους ηγετικές τάσεις στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ. Αυτό έγινε κυρίως το 2004 όπου τρία υπουργεία του ΠΑΣΟΚ υπέγραψαν τη ρύθμιση: το υπουργείο Γεωργίας (Δρυς), το Εσωτερικών (Σκανδαλίδης) και το υφυπουργείο των Οικονομικών (Φωτιάδης). Όμως τις υπογραφές τις τράβηξε υπολογισμένα η ηγεσία Σημίτη-Λαλιώτη μέχρι τις εκλογές οπότε η ολοκληρωμένη νομοθετική ρύθμιση δεν ήρθε ποτέ στη Βουλή.
Έτσι όσο και να πίεζε η Ευρωβουλή τις κυβερνήσεις, όσο και να βγήκε στα 2006 η συντριπτική ομόφωνη απόφαση του Άρειου Πάγου ότι οι απολύσεις είναι παράνομες και καταχρηστικές, όσο και να το ήθελαν οι μη ρωσόφιλες τάσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ τα ψηλά επιτελεία έδιναν το καίριο χτύπημα την κατάλληλη στιγμή.
Όμως αυτές οι πιέσεις και κύρια οι διαρκείς κινητοποιήσεις των απολυμένων και η ευρωπαϊκή πίεση δώσανε κάποιο αποτέλεσμα στο ζήτημα της αρχικής επιδότησης των 3 χρόνων για τους πάνω από τα 50 χρόνια. Δηλαδή η Επιτροπή Αγώνα προσπαθούσε ωσότου ικανοποιηθεί ο κεντρικός της στόχος να παρατείνει τη ρύθμιση για τα 3 χρόνια με νέες νομοθετικές ρυθμίσεις που θα ανανέωναν αυτήν την τριετία κάθε φορά κατά 2 χρόνια. Έτσι κατάχτησε την πρώτη παράταση κατά 2 χρόνια με νομοθετική ρύθμιση που ψηφίστηκε το 2003 χάρη κυρίως στην πολιτική πίεση της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωκοινοβούλιου που από τότε αποφάσισε πολιτικά υπέρ των Λιπασμάτων, δηλαδή καλούσε το ελληνικό κράτος να αποκαταστήσει τους απολυμένους. Αυτή η πίεση είχε στο μεταξύ οδηγήσει σε μια βελτίωση της αρχικής ρύθμισης της 3ετίας τo 2001 σύμφωνα με την οποία τα ένσημα που έπαιρνε ο επιδοτούμενος ήταν για τον ψηλό μισθό, επικαιροποιημένο βέβαια, που έπαιρνε όσο δούλευε στο εργοστάσιο. Δηλαδή όποιος επιδοτούμενος έβγαινε σε σύνταξη έπαιρνε μεγάλη σύνταξη αν και η επιδότησή του ήταν μικρή.
Η δεύτερη παράταση έγινε το 2006 όπου τα πράγματα ήταν δυσκολότερα.
Γιατί η ΝΔ είχε απομακρύνει τον βιομηχανιστή ευρωβουλευτή της ΝΔ Γ. Μαρίνο που είχε υποστηρίξει έντονα τα Λιπάσματα σαν εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος μαζί με την αριστερή σοσιαλδημοκράτισα Κέσλερ εκπρόσωπο της Σοσιαλιστικής Ομάδας στην Επιτροπή Αναφορών που και αυτή χτυπήθηκε από το γερμανικό σοσιαλιστικό κόμμα και δεν επανεξελέγη το 2004. Τότε η ΝΔ άρχισε να δουλεύει μεθοδικά στην Ευρωβουλή και να καθυστερεί με διάφορα προσχήματα τη σύγκλιση της ολομέλειας του Ευρωκοινοβούλιου για να επικυρώσει την ομόφωνη απόφαση της Επιτροπής Αναφορών. Αυτή τη φορά όμως την παράταση την πέτυχε το κίνημα των Λιπασμάτων με το αλυσόδεμα του μέλους της Επιτροπής Αγώνα Α. Παναγιωτίδη έξω από το υπουργείο Εργασίας και ενώ η ρύθμιση είχε απορριφθεί από τον Αλογοσκούφη. Η τρίτη παράταση έγινε το 2008 μετά από τη χρονιά της απεργίας πείνας του 2007 στον Πειραιά στη διάρκεια της οποίας μπήκαν οι βάσεις για τη γενική ρύθμιση που μόλις τώρα πέρασε. Τελικά οι πρώτοι 106 απολυμένοι πάνω από τα 50 έχουν πια βγει ή θα βγουν σε λίγο σε αρκετά ψηλή σύνταξη.
Αυτές οι επιμέρους ταχτικές επιτυχίες, τόσο οι αλλεπάλληλες διετείς παρατάσεις όσο και οι δικαστικές νίκες και οι πολιτικές νίκες στην Ευρωβουλή, ήταν τεράστιας σημασίας γιατί ήταν εκείνες που κρατούσαν πάντα ζωντανή την πίστη των απολυμένων στις πρακτικές δυνατότητες του αγώνα και στην Επιτροπή Αγώνα.
Στο μεταξύ είχε συμβεί και το εξής πολύ σημαντικό από ιδεολογική άποψη. Ένα αρκετά μεγάλο μέρος από τους απολυμένους ακόμα και από εκείνους που είχαν βγει στη σύνταξη ή που είχαν βρει αλλού κάποιες σχετικά ικανοποιητικές δουλειές συνέχισαν να συμμετέχουν με πείσμα στον αγώνα γιατί πλέον αυτός είχε αποκτήσει ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Είχε μετατραπεί από μια οικονομική διεκδίκηση σε πάλη ενάντια στην αδικία και στην ταξική περιφρόνηση, μια πάλη ενάντια στο βιομηχανικό σαμποτάζ, και κυρίως μια πάλη που άξιζε να δοθεί επειδή ήταν πρωτοφανέρωτη σε διάρκεια και ηθική δύναμη και δινόταν σχεδόν ενάντια στους πάντες κόντρα στη συνομωσία της σιωπής, αλλά σε συνθήκες μεγάλου εσωτερικού δημοκρατισμού και διαφάνειας. Το πιο βασικό ήταν ότι οι εργάτες είχαν εμπιστευτεί την Επιτροπή Αγώνα σαν έντιμη και ανιδιοτελή. Στα παραπάνω από 10 χρόνια πάλης –αν συμπεριλάβουμε και την περίοδο της Επιτροπής Σωτηρίας - μάθαμε ότι οι εργάτες εξετάζουν τις ηγεσίες τους παρά πολλές φορές, σε πολλές μάχες εξωτερικές και κυρίως εσωτερικές και από πολλές πλευρές πριν τις εμπιστευτούν. Αλλά αν τις εμπιστευτούν δεν τις εγκαταλείπουν ακόμα και στις αποτυχίες και στα πισωγυρίσματα ενός αγώνα.

Από την απεργία πείνας ως το άρθρο 32

Χάρη σε αυτήν την πεισματάρικη, και σε μεγάλο βαθμό ιδεολογικού χαρακτήρα συσπείρωση και πάλη η Επιτροπή Αγώνα μπόρεσε να δώσει το καλοκαίρι 2007 την πιο μεγάλη μάχη της.
Εκείνη την εποχή η ΝΔ παρόλη την νίκη των Λιπασμάτων στον Άρειο Πάγο, επειδή είχε προσωρινά καταφέρει να μπλοκάρει την καταδίκη της στην Ευρωβουλή, αρνιόταν να προχωρήσει σε οποιαδήποτε συζήτηση για οποιαδήποτε αποκατάσταση και πιο πολύ το αρνιόταν αυτό το πιο βασικό υπουργείο για το κεντρικό ολοκληρωμένο αίτημα, το υπουργείο Εσωτερικών. Τότε πάρθηκε η απόφαση από την Επιτροπή Αγώνα και από το Σωματείο να χρησιμοποιηθεί η μορφή της απεργίας πείνας και επιλέχτηκε σαν χώρος της το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Οι δύο απολυμένοι που πρόσφεραν τον εαυτό τους σε αυτή τη μάχη ήταν τα μέλη της Επιτροπής Αγώνα και του ΔΣ του Σωματείου, Απόστολος Παναγιωτίδης (που είχε αλυσοδεθεί στο υπουργείο) και Φραντζέσκος Καρακατσάνης πρόεδρος του ΔΣ. Ο κύριος πολιτικός στόχος της απεργίας αυτής που έγινε μέσα στους 45 βαθμούς ενός ιστορικού καύσωνα, (ήταν τότε που οι σοσιαλφασίστες εμπρηστές κάψανε την Ελλάδα) ήταν να σπάσει τον τηλεοπτικό αποκλεισμό του αγώνα, αλλά και να συσπειρώσει παραπέρα το λαό του Πειραιά που ήξερε καλά τον αγώνα και τον πίστευε για το αίτημά του αλλά και τον εκτιμούσε και για τα μέσα που χρησιμοποιούσε, κυρίως γιατί αρνιόταν να χρησιμοποιήσει μορφές βίας που θα εξανάγκαζαν το λαό σε περιορισμούς στην κίνησή του ή θα πήγαιναν κόντρα στα αισθήματα και θα ταυτίζονταν με τις όλο και πιο μισητές μπούκες του σοσιαλφασισμού στα δημόσια κτίρια και τις συνήθως απρόκλητες συγκρούσεις του με τα ΜΑΤ. Οι διαδηλώσεις των Λιπασμάτων κάθε χρόνο στο Λιμάνι στη γιορτή των Φώτων είχαν γίνει έμβλημα αυτής της τακτικής.
Η απεργία πείνας έδωσε πραγματικά μια μεγάλη ώθηση στην παραπέρα συσπείρωση της κοινής γνώμης του Πειραιά. Έγιναν αλλεπάλληλες συγκεντρώσεις συμπαράστασης στην πλατεία του Δημοτικού θεάτρου και όλη η πόλη του Πειραιά είδε τους απεργούς οι τοπικές εφημερίδες γράφανε και το δημοτικό ραδιόφωνο του Πειραια Κανάλι 1 μιλούσε διαρκώς γι αυτήν.
Όμως ο τηλεοπτικός αποκλεισμός δεν έσπασε, όπως και ο ραδιοφωνικός εκτός από τον σταθμό του Πειραιά. Δεν έσπασε ούτε και όταν οι δύο απεργοί πείνας μεταφέρθηκαν εξαντλημένοι και στα πρόθυρα σοβαρών βλαβών της υγείας τους στο νοσοκομείο μετά την 9η και 13η μέρα, αντίστοιχα. Δηλαδή η Ελλάδα δεν έμαθε τίποτα γι αυτήν την απεργία πείνας μέσα στον καύσωνα πέρα από λίγα μετρημένα στα δάχτυλα άρθρα σε εφημερίδες ενώ έδειχναν διαρκώς την απεργία πείνας του δημάρχου του Ελληνικού (του ΣΥΝ) που έγινε στο κλιματιζόμενο γραφείο του!!! Δημοσιογράφοι και ρεπόρτερ των τηλεοπτικών καναλιών που πήρανε στα δέκα χρόνια συνεντεύξεις λιπασματιωτών ή τράβηξαν κάποιες σκηνές από τα Φώτα που προβλήθηκαν, μιλούσαν συγκλονισμένοι στους απολυμένους για την ωμή απαγόρευση που δέχτηκαν από τους προϊσταμένους τους να μην τραβήξουν καμιά απολύτως σκηνή ή όταν τράβηξαν κάποιες σκηνές η προβολή τους απαγορεύτηκε.
Εκείνο που πέτυχε η μάχη του καλοκαιριού του 2007 ήταν ότι ο πολιτικός Πειραιάς δεν μπορούσε πια να μένει αμέτοχος ή να μιλάει με μισόλογα για το ζήτημα των απολυμένων των Λιπασμάτων της Δραπετσώνας.

Υπήρξαν δύο πόλοι πολιτικής και συνδικαλιστικής –με την πλατειά έννοια συνδικαλιστικής- συμπαράστασης στα Λιπάσματα που εκδηλώθηκαν με αρκετή σαφήνεια πάνω στην απεργία πείνας. Αυτοί εκπροσωπούσαν σε τελική ανάλυση είτε τμήματα της αστικής τάξης, είτε της μικροαστικής τάξης που αντιστέκονταν στο ηγεμονικό στη χώρα σοσιαλφασιστικό μπλοκ που έκανε τα πάντα για να στερήσει κάθε συμπαράσταση στον αγώνα.
Ο ένας ήταν το Εργατικό Κέντρο Πειραιά που η διοίκησή του αποτελείτο από ένα αρκετά προοδευτικό ΠΑΣΟΚ και ένα γενικά δημοκρατικό τμήμα της ΝΔ που βρίσκονταν και τα δύο, ιδίως το πρώτο, κάτω από τις αφόρητες πιέσεις τους τραμπουκισμούς και τις εκλογικές νοθείες του ψευτοΚΚΕ, αλλά και τα ύπουλα χτυπήματα του ΣΥΝ. Ειδικά μάλιστα το ΠΑΣΟΚ έδειχνε σημαντικές αντιστάσεις και στο βιομηχανικό σαμποτάζ. Είναι σε αυτή τη βάση που η εργατική παράταξη της ΟΑΚΚΕ, ο ΕΡΓΑΣ είχε συγκροτήσει και διατηρεί ακόμα αντιφασιστικό εκλογικό μέτωπο με την ΠΑΣΚΕ ενάντια στο όργιο του ψευτοΚΚΕ στο συνδικαλιστικό άντρο του σε όλη την Ελλάδα που είναι η Ζώνη του Περάματος. Αυτό το ΠΑΣΟΚ στάθηκε στο πλευρό της απεργίας πείνας αλλά με όση δύναμη του επέτρεπε το πνεύμα του κεντρικού συνδικαλιστικού ΠΑΣΟΚ που σαν ΓΣΕΕ δεν πήρε ποτέ θέση υπέρ των Λιπασμάτων. Μπροστά στη στάση αυτή του τοπικού ΠΑΣΟΚ, αλλά και για να μην βρίσκεται άσχημα εκτεθειμένος στη βάση του και στα μεσαία στελέχη του, ο πάντα ευέλικτος ΣΥΝ υπερψήφισε στο ΕΚΠ το ψήφισμα συμπαράστασης προς τους απεργούς πείνας που κατέβασε η ΠΑΣΚΕ και υπερψήφισε και η ΔΑΚΕ και επίσης με κάποια στελέχη του συμμετείχε στην πιο μαζική συγκέντρωση συμπαράστασης των Λιπασμάτων στον Πειραιά. Εκείνος που καταψήφιζε ωμά και χωρίς πρόβλημα τον αγώνα ήταν το ψευτοΚΚΕ-ΠΑΜΕ. Μάλιστα ο Ριζοσπάστης έφτασε να υπαινιχτεί ότι η απεργία πείνας ήταν μόνο κατά δήλωση των απεργών απεργία πείνας, προφανώς κρίνοντας από τις δικές του εμπειρίες και από άλλες απεργίες πείνας απάτη.
Ο άλλος πόλος πολιτικο-συνδικαλιστικής συμπαράστασης ήταν το Δημαρχείο Κερατσινιού όπου ο Μελάς, δήμαρχος της ΝΔ είχε από την αρχή του αγώνα το 1999 κρατήσει μια πολύ καλή στάση στα Λιπάσματα. Πριν από το 99 ήταν κατά του γκρεμίσματος του εργοστάσιου κόντρα στην γραμμή της ΝΔ και, το κυριότερο, είχε αντισταθεί στους σοσιαλφασίστες που ιδιαίτερα απειλούσαν την πόλη στο πρόσωπο της υποψηφιότητας του ανθρώπου του Κόκκαλη, Σαλαλέ. Η δημοτική παράταξη της ΟΑΚΚΕ «Καινούργια Μέρα» στο δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών του 2006 είχε καλέσει με καμπάνια της σε υπερψήφιση του Μελά παρόλη την πάλη που έδωσε ενάντιά του όταν αυτός για ένα διάστημα ήταν ενάντια στο εργοστάσιο της ΔΕΗ. Η καμπάνια αυτή έκρινε την οριακή δημαρχιακή μάχη.
Ήταν αργότερα το Δημαρχείο του Πειραιά που οργάνωσε μια πολύ σημαντική συνεδρίαση συμπαράστασης στα Λιπάσματα πάνω στην απεργία πείνας στην οποία όλες οι δημοτικές παρατάξεις πήραν θέση υπέρ του αγώνα ακόμα και αυτή του ψευτοΚΚΕ. Ήταν στη συνεδρίαση αυτή που ο βουλευτής της ΝΔ Τραγάκης πήρε θέση και μάλιστα δεσμεύτηκε ότι θα παλέψει για μια νομοθετική ρύθμιση για τα Λιπάσματα, πράγμα που έκανε.
Αυτοί οι δύο αστικοί πόλοι δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν ανοιχτά υπέρ των απολυμένων αν δεν ήταν τόσο μεγάλη η συγκίνηση των εργαζομένων και του λαού του Πειραιά και η υποστήριξη τους στον αγώνα αυτό. Ή για να το πούμε αλλιώς ήταν τόσο μεγάλο το κύρος αυτού του αγώνα στο λαό ώστε δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί συμπαράσταση σε αυτόν, ενώ αντίθετα θα αντλούσε μεγάλο πολιτικό κύρος αν τον υποστήριζε. Αυτό το κύρος μέσα στα χρόνια είχε δυναμώσει ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ο αγώνας των απολυμένων ενώ επεδίωκε πολιτικές συμμαχίες με τα δύο μεγάλα κόμματα, δεν δίσταζε να τα κεραυνοβολεί αλύπητα σε όσο βαθμό χτυπούσαν αυτόν τον αγώνα. Αυτό έκανε με την επίμονη και οργισμένη για χρόνια καταγγελία των Σημίτη-Λαλιώτη για το κλείσιμο του εργοστασίου. Αυτό έκανε και με την καταγγελία της κυβέρνησης της ΝΔ όταν αυτή χρησιμοποίησε τη ειρηνική διαμαρτυρία των Λιπασμάτων στα Φώτα του 2004 για να φορτώσει πάνω τους μια βίαιη επίθεση της ΝΔ στο Σημίτη την ίδια μέρα στην Πλατεία του Δημοτικού Θεάτρου. Τα Λιπάσματα κατήγγειλαν αυτήν την συκοφαντική μετάθεση ευθύνης και το ΠΑΣΟΚ πρόβαλε κατά κόρον αυτή τη δήλωση των Λιπασμάτων, τη μόνη στα 10 χρόνια, για να χτυπήσει τη ΝΔ. Αυτή η καταγγελία εξόργισε τότε πολύ τη ΝΔ, αλλά είναι αυτή η πολιτική και ηθική ανεξαρτησία που έδωσε μαζί με τα άλλα που αναφέραμε αυτό το μεγάλο κύρος στον αγώνα.

Μόνο με αυτήν την ανεξάρτητη στάση και την παράλληλη τακτική του ενιαίου μετώπου θα μπορούσε να ξεπεραστεί τοπικά και σε ένα επί μέρους ζήτημα ο μόνιμος πολιτικός εμφύλιος της αστικής τάξης μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ από τον οποίο ζουν και αναπτύσσονται καταλαμβάνοντας θέσεις πολιτικής εξουσίας τα τρία ρώσικα κόμματα, το ψευτοΚΚΕ, ο ΣΥΝ και το ΛΑΟΣ, αλλά και οι φιλορώσικες φράξιες μέσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. (Σχετικά με το ΛΑΟΣ πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό στράφηκε ενάντια στον αγώνα των απολυμένων από την ώρα που η Επιτροπή Αγώνα αρνήθηκε την πολιτική προστασία του ΛΑΟΣ πηγαίνοντας στα κομματικά γραφεία του όπως την καλούσαν να το κάνει τα στελέχη του ΛΑΟΣ που προσπάθησαν να εμφανιστούν σαν προστάτες της απεργίας πείνας. Η Επιτροπή Αγώνα δήλωσε ότι δεν θα διώξει κανέναν που έρχεται να δηλώσει συμπαράσταση στους απεργούς πείνας αλλά δεν θα ζητήσει συμπαράσταση από ένα κόμμα που προκαλεί με τις θέσεις του όλους τους δημοκρατικούς πολίτες).
Χάρη σε αυτήν την αντιφαιοκόκκινη - αντιφασιστική πολιτική του ενιαίου μετώπου παρατηρήθηκε το σπάνιο φαινόμενο να βρίσκονται στις συγκεντρώσεις συμπαράστασης στα Λιπάσματα και μάλιστα να εκδίδουν κοινή αφίσα συμπαράστασης όλοι οι δήμαρχοι της Β Πειραιά με την εξαίρεση εκείνου της Κοκκινιάς, (του Μπενετάτου του ψευτοΚΚΕ). Προηγούμενα, το Μάη του 2007, έγινε σύσκεψη στη Βουλή των βουλευτών της Β Πειραιά, του Τραγάκη και του Βασιλείου από τη ΝΔ και των 3 βουλευτών του ΠΑΣΟΚ της Β Πειραιά Λιντζέρη, Διαμαντίδη και Νιώτη. (Ο τελευταίος κράτησε μετά το 2004 καλή στάση αν και σε πρώτη φάση έκανε το πολύ βαρύ λάθος να ταχθεί με τον Τσιρμούλα) οι οποίοι συμφώνησαν σε μια κοινή στάση υποστήριξης στους απολυμένους δίνοντας νέο περιεχόμενο στις ξεχασμένες διακηρύξεις των βουλευτών όλων των κομμάτων της Β Πειραιά περί αποκατάστασης το1999.
Είναι οι δήμαρχοι και βουλευτές του ΠΑΣΟΚ που επέβαλαν στον Παπανδρέου να διακηρύξει στις εκλογές του 2004 και μετά το 2007, την υποστήριξη του, έστω και στα λόγια στο αίτημα για αποκατάσταση των απολυμένων.
Για την Επιτροπή Αγώνα οι όποιες κεντρικές διακηρύξεις στα λόγια δεν μπορούσαν από μόνες τους να σπάσουν τον πρακτικό πεντακομματικό κεντρικό πολιτικό αποκλεισμό αφού καμιά από αυτές τις διακηρύξεις δεν εμφανίστηκε στην τηλεόραση ώστε να αποτελεί κάποια πολιτική δέσμευση για το μέλλον.
Όμως ο αγώνας είχε καταχτήσει το κρίσιμο πολιτικό του κεφάλαιο. Την πλατειά λαϊκή και μετά την ευρύτερη κομματική πολιτική υποστήριξη στον Πειραιά.

Το άρθρο 32 και η ψήφισή του

Έτσι πάνω στην απεργία πείνας το υπουργείο Εργασίας πρότεινε στους απολυμένους μια λύση που δεν ήταν η πρόσληψη τους στο δημόσιο, αλλά ήταν μια καλή λύση. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις 2 περίπου χρόνων, αλλεπάλληλες διαδηλώσεις κάτω από το υπουργείο Εργασίας, δύο καμπάνιες αφισοκόλλησης, ο αποκεφαλισμός του Μαγγίνα πήγε τη ρύθμιση 1 χρόνο πίσω, για να συμφωνηθεί και να προωθηθεί τελικά η σημερινή ρύθμιση στη Βουλή. Τα μεγαλύτερα εμπόδια και οι καθυστερήσεις ήταν αυτές που έβαζε σε κάθε σχεδόν σημείο της συμφωνίας ο Διευθυντής του ΟΑΕΔ Βερναρδάκης που συμπεριφέρθηκε σαν άνθρωπος του σοσιαλφασισμού σε αυτή την υπόθεση και αποδείχτηκε ότι οπωσδήποτε εκπροσωπούσε ένα πολύ ισχυρό ηγετικό πόλο στη ΝΔ. Τελικά οι απολυμένοι συμφώνησαν με το υπουργείο σε μια ρύθμιση που πρόβλεπε μέτρα αποκατάστασης για τους 200 περίπου απολυμένους που είχαν απομείνει να τη χρειάζονται. Μιλάμε για 200 γιατί εκτός από τους 106 περίπου απολυμένους που είχαν βγει ή βγαίνουν σε λίγο στη σύνταξη με τις διετίες, άλλοι 80 περίπου είχαν βρει κάποιες ικανοποιητικές δουλειές ή είχαν πάρει συντάξεις αναπηρίας.
Τέτοιες ρυθμίσεις σαν και αυτήν που μόλις πέρασε για τα Λιπάσματα έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια για απολυμένους αρκετών εργοστασίων που είχαν ωστόσο πίσω τους διακομματική πολιτική κάλυψη και την ανάλογη τηλεοπτική.
Η τελική διευθέτηση που συμφωνήθηκε ανάμεσα στο υπουργείο (Πετραλιά-Καλατζάκου) και την Επιτροπή Αγώνα και το Σωματείο από την άλλη και έγινε ομόφωνα δεκτή από τους απολυμένους είχε δύο σκέλη.
Το ένα σκέλος αφορούσε τους μεγαλύτερους εργάτες που είναι κοντά ή έχουν περάσει τα 50, το άλλο σκέλος αφορούσε τους μικρότερους :
Για τους περίπου 130 από τους απολυμένους που βρίσκονται κοντά στα 50 τους χρόνια, θα γινόταν η νομοθετική ρύθμιση που προχθές ψηφίστηκε και που πρόβλεπε επιδότηση συνολικά 3+2 χρόνων με αποδοχές περίπου στα 1200 καθαρά το μήνα. (Στο σημείο της ηλικίας δεν υπήρξε απόλυτη συμφωνία καθώς το υπουργείο ήθελε να έχουν συμπληρώσει ως το τέλος του 2010 τα 50 χρόνια ενώ οι απολυμένοι το 2011. Όμως και το υπουργείο δεν απέκλειε αλλαγή του ορίου αν υπήρχε ευρύτερη πολιτική συμφωνία μέσα στη συζήτηση στη Βουλή). Η νομοθετική ρύθμιση πρόβλεπε επίσης το ψηλό ένσημο, δηλαδή την ψηλή σύνταξή όπως και η πρώτη ρύθμιση του 2000. Όταν λέμε 3 + 2 χρόνια εννοούμε ότι μετά τα 3 πρώτα χρόνια επιδότησης μπορεί να γίνει παράτασή της για δύο χρόνια αρκεί να την υπογράψει ο υπουργός εργασίας, χωρίς να ξαναπεράσει από τη Βουλή. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η 5ετία θα επιτευχθεί γιατί δεν έχει συμβεί ως τώρα υπουργός να μην υπογράψει μια τέτοια παράταση όταν η Βουλή του δίνει ρητά αυτή τη δυνατότητα. Σημειώνουμε ότι οι αλλεπάλληλες παρατάσεις των 2 χρόνων που έπαιρναν ως τώρα οι απολυμένοι των Λιπασμάτων της αρχικής νομοθετικής ρύθμισης περνούσε κάθε φορά με νόμο από τη Βουλή, πράγμα που αποτελούσε μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Αυτό δηλαδή που είναι το δύσκολο είναι να συνεχιστεί η επιδότηση και μετά τα 5 χρόνια ή να τους εξασφαλίσει δουλειά το κράτος. Αυτό προϋποθέτει συνέχιση της συσπείρωσης των απολυμένων και δυνάμωμα του εργατικού και πολιτικού κινήματος που υπεράσπισε τον αγώνα αυτόν.
Για τους υπόλοιπους 70 απολυμένους που δεν ξεπερνάνε το όριο της ηλικίας η συμφωνία με το Υπουργείο Εργασίας (που σημειωτέον κινηματογραφήθηκε από όλα τα κανάλια στο γραφείο της Πετραλιά μαζί με την αντιπροσωπία των απολυμένων, αλλά δεν εμφανίστηκε σε κανένα δελτίο ειδήσεων!!!) προβλέπει ότι αυτοί θα τοποθετηθούν σε Δήμους και ΔΕΚΟ σε επιδοτούμενες θέσεις με υπουργική απόφαση που θα υπογραφόταν σύντομα. Αυτή η υπουργική απόφαση θα είναι εφαρμοστική του νόμου που ψηφίστηκε πρόσφατα και ενάντια στην οποία ο Παπανδρέου και η υπόλοιπη αντιπολίτευση ξεσήκωσαν τόσο θόρυβο.
Την Επιτροπή Αγώνα την απασχόλησε πολύ αν θα έπρεπε να δεχτεί να κάνει την υποχώρηση από το αρχικό αίτημα που ήταν η πρόσληψη όλων των απολυμένων στο Δημόσιο και να δεχτεί την κουτσουρεμένη αντιπρόταση του Υπουργείου Εργασίας. Έκρινε τελικά ότι έπρεπε να το κάνει. Και το πρότεινε στη γενική Συνέλευση των απολυμένων που συμφώνησε ομόφωνα και έτσι ο αγώνας διατήρησε ακέραια την ενότητά του παρόλο που υπήρξαν δύο ξεχωριστές ρυθμίσεις για δυο ξεχωριστές κλίμακες ηλικίας των απολυμένων. Το σκεπτικό αυτής της απόφασης ήταν το εξής:
Η αποτυχία του έσχατου μέσου πάλης της απεργίας πείνας να σπάσει τον αποκλεισμό, έδειχνε ότι βαδίζαμε σε μια νέα μεγάλη παράταση του αγώνα και μάλιστα σε ένα πολιτικά όλο και πιο δύσκολο περιβάλλον καθώς το φαιοκόκκινο μέτωπο προχωρούσε και προχωράει τις θέσεις του μέσα στη χώρα. Από πρακτική άποψη επίσης μια ρύθμιση προσλήψεων στο Δημόσιο επειδή είχε εφαρμοστεί καταχρηστικά για μια μεγάλη περίοδο είχε πολύ μικρότερη υποστήριξη στην κοινή γνώμη και πιο εύκολα την χτυπούσε ο σοσιαλφασισμός από όσο μια επιδότηση ανεργίας που εφαρμόζεται σε πολλές περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια. Βεβαίως κανένα κίνημα απολυμένων δεν είχε τόσα εφόδια δίκιου και τόσες νομικές και πολιτικές προϋποθέσεις όσο τα Λιπάσματα, αλλά πως θα μπορούσαν όλα αυτά να ειπωθούν στο λαό; Με ποιους συσχετισμούς δύναμης, αλλά κυρίως για πόσα χρόνια ακόμα; Όσο μεγάλο και να ήταν το πείσμα και η αποφασιστικότητα του πιο μαχητικού πυρήνα των απολυμένων μετά το 2007 οι αντοχές της πλειοψηφίας των απολυμένων δε θα μπορούσαν να είναι άπειρες και το ηθικό τους θα δοκιμαζόταν από μια ακόμα ελπίδα που διαψεύστηκε.
Γι αυτό το συμπέρασμα των απολυμένων ήταν ότι έπρεπε να αξιοποιηθεί η πολιτική συμπαράσταση στον Πειραιά και να χρησιμοποιηθεί για να αποσπαστεί τώρα αυτή η νομοθετική ρύθμιση και μετά η μεγάλη αυτή νίκη να χρησιμεύσει για να ολοκληρωθεί με τις παρατάσεις και νέα μέτρα στις επόμενες φάσεις. Άλλωστε όλοι οι εργαζόμενοι ήταν ενθουσιασμένοι και είναι για το ότι επιτεύχθηκε μια νίκη που για τους περισσότερους ήταν ασύλληπτη.

Η τελική μάχη λοιπόν δόθηκε για να περάσει στη Βουλή η ρύθμιση με όρους που θα επέτρεπαν αυτή να παραταθεί όταν έληγε η τριετία και να ξαναψηφιστεί στη Βουλή όταν θα έληγε η πενταετία, που σήμαινε να ψηφιστεί πλατειά και όχι μόνο από μια αδύνατη κυβέρνηση με 151 ψήφους. Αν υπήρχε πλατειά υποστήριξη θα μπορούσε να επιχειρηθεί να τροποποιηθεί η ρύθμιση μέσα στη Βουλή με την προσθήκη της αφαίρεσης άλλου ενός χρόνου στο όριο ηλικίας. Επίσης η πλατειά υποστήριξη θα δυναμώσει τους όρους απασχόλησης για τους 70 νεώτερους απολυμένους που θα αποκατασταθούν με υπουργική απόφαση.

Η μάχη της Βουλής. Η πλατειά υπερψήφιση του άρθρου 32

Ο νόμος στο οποίο ανήκε η ρύθμιση για τα Λιπάσματα αφορούσε την αναδιάρθρωση του ΣΕΠΕ, δηλαδή των επιθεωρητών εργασίας του υπουργείου εργασίας και η ρύθμιση για τα Λιπάσματα ήταν το άρθρο 32.
Η συζήτηση στην Ολομέλεια ξεκίνησε στις 28 του Απρίλη με μια γενική τοποθέτηση σε όλα τα άρθρα αλλά με επικέντρωση στον ΣΕΠΕ.
Σε αυτήν τη φάση μίλησε υπέρ του άρθρου 32 μόνο ο εισηγητής της ΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ, με εισηγητή τον βουλευτή Ηλείας Κατρίνη, μίλησε κατά της ψήφισης του άρθρου 32 (!) λέγοντας ότι, όπως και το άρθρο 33 που αφορούσε τους απολυμένους του εργοστασίου της Ζάχαρης, βρίσκεται στα πλαίσια μιας ρουσφετολογικής λογικής. Ο εισηγητής του ΛΑΟΣ καθώς και οι εισηγητές του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ δεν αναφέρθηκαν στο άρθρο 32 προφανώς περιμένοντας όπως αποδείχτηκε να δουν που θα πάει τελικά η συζήτηση.
Το βασικό ήταν στη θέση του ΠΑΣΟΚ. Αυτή είχε παρθεί κεντρικά αλλά ήταν σε πλήρη σύγκρουση με όλες τις επίσημες διακηρύξεις τα τελευταία χρόνια του ΠΑΣΟΚ τόσο κεντρικά, όσο κυρίως με τις διακηρύξεις και τη στάση του στον Πειραιά. Δηλαδή μύριζε πραξικοπηματισμό. Αυτή η θέση έπρεπε να ανατραπεί. Αν το άρθρο 32 περνούσε μόνο με τις ψήφους της ΝΔ η πολιτική του νομιμοποίηση θα ήταν πολύ αδύναμη και έτσι θα μπορούσε η οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση, ιδιαίτερα μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ να αρνηθεί παράταση της εφαρμογής της ρύθμισης ή την ανανέωσή της από τη Βουλή. Τέλος θα ήταν αδύνατο σε μια τέτοια περίπτωση να παλευτεί η ευνοϊκότερη τροποποίηση του άρθρου ώστε να περιλάβει και νεώτερους απολυμένους.
Η Επιτροπή Αγώνα κατήγγειλε αμέσως και έντονα στο χώρο της Βουλής την αντεργατική αυτή θέση και τη στροφή από όλες τις διακηρύξεις του ΠΑΣΟΚ, κάλεσε τους βουλευτές του Πειραιά να αναλάβουν τις ευθύνες τους και διαμαρτυρήθηκε έντονα στους βουλευτές και τα ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που συνάντησε στη Βουλή όπως τον Ρέππα που είναι υπεύθυνος γι αυτά τα ζητήματα και τη Διαμαντοπούλου.
Οι βουλευτές του Πειραιά Λιντζέρης, Νιώτης και Διαμαντίδης δήλωσαν αμέσως στους απολυμένους ότι αυτό που ειπώθηκε στη Βουλή τους εξέπληξε και όχι μόνο δεν έκφραζε τις δικές τους θέσεις αλλά θα τοποθετούνταν όπως έπρεπε στην ειδική συζήτηση για το άρθρο 32 την τρίτη μέρα της. Αλλά και οι Ρέπας, Διαμαντοπούλου δήλωσαν άγνοια γι αυτή τη θέση ενώ ο πρώτος δήλωσε ότι το ΠΑΣΟΚ θα ψήφιζε υπέρ του άρθρου 32. Την ίδια στιγμή οι επικεφαλής της ΠΑΣΚΕ του Εργατικού Κέντρου Πειραιά δεσμεύτηκαν ότι θα πάλευαν για την αλλαγή της κεντρικής θέσης.
Την τρίτη μέρα της συζήτησης το ΠΑΣΟΚ πράγματι κατέβηκε με θέση υπέρ του άρθρου 32 ενώ ο εισηγητής Κατρίνης ισχυρίστηκε ότι αυτή ήταν και η αρχική του θέση. Όμως η δικιά του νέα αναφορά στα Λιπάσματα και λιγότερο εκείνη του Παπουτσή, που μίλησε σαν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, ήταν και πάλι απλά τυπική, σχεδόν μονολεκτική. Μέσα σε αυτό το κλίμα αργότερα ένας βουλευτής Έβρου του ΠΑΣΟΚ κατηγόρησε το υπουργείο εργασίας ότι έκανε ειδικά ευνοϊκή ρύθμιση για τα Λιπάσματα και δεν την έκανε για το εργοστάσιο του Έβρου. Η υφυπουργός Καλατζάκου σηκώθηκε και απάντησε άμεσα στον βουλευτή αυτό αραδιάζοντάς του τους βασικούς λόγους για τους οποίους η υπόθεση των Λιπασμάτων είχε μια εντελώς ξεχωριστή διάσταση από όλες τις άλλες: κρατικό εργοστάσιο που έκλεισε με κρατική απόφαση, Άρειος Πάγος κατά των απολύσεων, απόφαση Ευρωκοινοβουλίου υπέρ της αποκατάστασης.
Το προεδρείο της Βουλής, με πρόεδρο τον Δραγασάκη του ΣΥΝ έριξε τους δύο πειραιώτες βουλευτές του ΠΑΣΟΚ Λιντζέρη και Νιώτη στο τέλος του καταλόγου των τοποθετήσεων όπου μάλιστα αντί για 8 λεφτά ομιλίας τους άφησε 5 λεφτά, ενώ ο Δραγασάκης διέκοψε τον Λιντζέρη στο πιο κρίσιμο σημείο της ομιλίας του, όπου ζητούσε από την κυβέρνηση να κατεβάσει το όριο της ηλικίας για τη ρύθμιση. Όμως τόσο η ομιλία του Λιντζέρη που άνοιξε το δρόμο για τη δραματική αλλαγή το κλίματος όσο και του Νιώτη ήταν ένας φόρος τιμής στον αγώνα των Λιπασμάτων και συγκλόνισαν όσους ήταν εκεί στα έδρανα, τους λιπασματιώτες που ήταν στα θεωρεία και τους χιλιάδες που παρακολουθούσαν από το τηλεοπτικό κανάλι της Βουλής. Αυτές οι δύο τοποθετήσεις αλλά και η παρέμβαση της Καλατζάκου πριν από αυτές άλλαξαν το κλίμα στη Βουλή. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στην ψηφοφορία το μόνο κόμμα που δήλωσε φωναχτά κατά ήταν το ψευτοΚΚΕ ενώ ο ΣΥΝ μετά τη στροφή του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο δήλωσε με σαφήνεια υπέρ αλλά με το Λαφαζάνη ζήτησε και διεύρυνση της ρύθμισης!

Μέσα στο κλίμα που δημιουργήθηκε η διεύρυνση αυτή θα περνούσε αν δεν πρόβαλε πάλι έντονη αντίρρηση ο εκπρόσωπος του ΟΑΕΔ Μπουγιακλής, υφιστάμενος του Βερναρδάκη. Προφανώς κάτι ήξερε ο Παπουτσής όταν μιλώντας από το βήμα εκείνη τη μέρα εκθείασε ανοιχτά εκ μέρους όλης της αντιπολίτευσης τον Βερναρδάκη!
Όμως το πιο σημαντικό έγινε. Το άρθρο 32 πέρασε και το κυριότερο πέρασε με μια συντριπτική πλειοψηφία στη Βουλή και με μια σπάνια ηθική και πολιτική αναγνώριση του αγώνα των Λιπασμάτων. Οι σοσιαλφασίστες θα λένε κατά τη συνήθειά τους ότι αυτή είναι αναγνώριση από τμήματα της αστικής τάξης. Εμείς θα τους απαντάμε προκαταβολικά ότι είναι αναγνώριση από το λαό που εκφράζεται μέσα από κάποια, μη κυρίαρχα, τμήματα της αστικής τάξης στο κοινοβούλιο, ακριβώς επειδή ο λαός δεν αντιπροσωπεύεται σήμερα σε αυτό. Και δεν αντιπροσωπεύται γιατί τις θέσεις του στο κοινοβούλιο τις έχουν καταλάβει κόμματα σαν το ψευτοΚΚΕ που είναι το πιο αντεργατικό και το πιο δεξιό κόμμα που υπάρχει μέσα στη χώρα. Αυτό το αποδεικνύει το γεγονός ότι καταψήφισε τον πιο σημαντικό σε διάρκεια και ποιότητα εργατικό αγώνα που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια στη χώρα αυτή.
Σε κάθε περίπτωση ο αγώνας δεν έχει τελειώσει και θα συνεχιστεί με νέα ορμή με δύο στόχους: ο ένας είναι η αποκατάσταση όλων των απολυμένων και ωσότου βγουν σε σύνταξη και ο άλλος θα είναι να πάρουν τις αποζημιώσεις που δικαιούνται από την ΣΥΕΛ, την ΑΤΕ ή το κράτος οι 170 απολυμένοι που έχουν κάνει δικαστική προσφυγή για τις παράνομες απολύσεις και την έχουν κερδίσει στον Άρειο Πάγο.
Τα Λιπάσματα θα γίνουν ο εφιάλτης του σοσιαλφασισμού στην Ελλάδα και γι αυτό η αρχή μιας νέας πορείας του εργατικού κινήματος. Είναι νόμος της διαλεκτικής η ποιότητα να μετατρέπεται αργά ή γρήγορα σε ποσότητα.