Από το Κάιρο ο Ομπάμα κηρύσσει τη συνεργασία με τους ισλαμοφασίστες
Αν η πολιτική Μπους για τη Μέση Ανατολή χαρακτηριζόταν από άγαρμπες και
σπασμωδικές κινήσεις προκειμένου να διατηρηθούν οι όποιες θέσεις των ΗΠΑ στην
περιοχή-κέντρο των παγκόσμιων συγκρούσεων, η πολιτική Ομπάμα-Κλίντον βασίζεται
στην αναγνώριση ότι μόνο η έγκριση της ρωσικής υπερδύναμης μπορεί να διασφαλίσει
τη συνέχιση της αμερικανικής παρουσίας στη Μ. Ανατολή. Ο αμερικανός πρόεδρος
εξήγγειλε τη νέα στρατηγική της Ουάσιγκτον με μια ομιλία που εκφώνησε στο Κάιρο
στις 4 Ιούνη, κίνηση η οποία εντελώς λαθεμένα χαρακτηρίστηκε από πολλούς
ανάλογης σημασίας με τη συνάντηση Νίξον-Μάο Τσε Τουνγκ στα 1972, ή με την
επίσκεψη Σαντάτ στο Ισραήλ 5 χρόνια αργότερα. Εκείνες ήταν προοδευτικές
κινήσεις, αυτή εδώ είναι αντιδραστική.
Αυτό που έκανε ιδιαίτερη την ομιλία Ομπάμα ήταν καταρχάς το γεγονός ότι δεν
απευθυνόταν στον αιγυπτιακό λαό, στα έθνη της Μέσης Ανατολής ή έστω στους λίγους
ανθρώπους που πήγαν μέχρι το πανεπιστήμιο του Καΐρου για να τον ακούσουν αλλά –
κατά ένα πρωτοφανή τρόπο για αρχηγό σύγχρονου κοσμικού κράτους – στην …παγκόσμια
μουσουλμανική κοινότητα! Κύριο μέλημα του αμερικανού προέδρου ήταν να πείσει
τους πιστούς ότι αναζητά «μια νέα αρχή για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους
μουσουλμάνους όλου του κόσμου, μια αρχή θεμελιωμένη πάνω σε κοινά συμφέροντα και
σε αμοιβαίο σεβασμό». Με απανωτές αναφορές στην ιερή βίβλο του μουσουλμανισμού,
του στυλ: «Το Ιερό Κοράνι μας διδάσκει…», προσπάθησε να πει στους μουσουλμάνους
ότι η πολιτική του δεν θα αντιστρατεύεται το Ισλάμ, και μάλιστα χαρακτήρισε
υποχρέωσή του να αντιμετωπίσει «τα αρνητικά στερεότυπα για το Ισλάμ όπου και αν
αυτά εμφανίζονται». Ήρθε δηλαδή για να ζητήσει κατά κάποιο τρόπο συγγνώμη για
την «αντι-ισλαμική» πολιτική των προκατόχων του.
Στην πραγματικότητα, όσο ακριβής θα ήταν ο ισχυρισμός περί αλαζονικής και
τραμπούκικης πολιτικής των ΗΠΑ απέναντι στους λαούς της Μ. Ανατολής άλλο τόσο
ανακριβής είναι ο ισχυρισμός του Ομπάμα περί σύγκρουσης των ΗΠΑ με τον
ισλαμισμό. Πουθενά οι Αμερικανοί δεν έχουν απαγορεύσει την ισλαμική λατρεία στις
χώρες όπου έχουν στείλει στρατεύματα. Ίσα-ίσα που στην περίπτωση π.χ. του Ιράκ
έχουν προωθήσει πολιτικές δυνάμεις που με το πρόσχημα του φονταμενταλιστικού
Ισλάμ ασκούν φασιστική δικτατορία σε άλλες θρησκείες και δόγματα. Αλλά ο Ομπάμα
έχει αναγάγει την αντίθεση Δύσης-Ισλάμ σε βασική αντίθεση όπως ακριβώς κάνουν
και οι ισλαμοφασίστες που σε κάθε ευκαιρία ξορκίζουν την Δύση με όρους
θρησκευτικούς και πολιτισμικούς. Πρόκειται για ένα ιδεολόγημα που στο βάθος
έρχεται να θεμελιώσει τη στροφή της αμερικανικής πολιτικής για τη Μ. Ανατολή σε
μια ακόμα πιο αντιδραστική κατεύθυνση από εκείνη της προεδρίας Μπους. Ο Μπους
αντιστρατευόταν τους μεσανατολικούς εθνικισμούς σαν ιμπεριαλιστής, ο Ομπάμα
ζητάει τη βοήθεια των ισλαμιστών για να ασκήσει ιμπεριαλιστική εξουσία στις
χώρες αυτές σε σύγκρουση με τις κοσμικές δημοκρατικές δυνάμεις.
Το καινούργιο δηλαδή εδώ είναι ο συνειδητός συμβιβασμός της ηγεσίας της
αμερικανικής υπερδύναμης με τον ισλαμοφασισμό του Ιράν, της Χαμάς και της
Χεζμπολάχ. Έτσι, αυτό που για την προβοκατόρικη προεδρία Μπους ήταν κόκκινο πανί
και καταδικαζόταν σαν «τρομοκρατία» ή «ισλαμοφασισμός», για τη νέα αμερικανική
ηγεσία έχει προβιβαστεί απλά σε «βίαιο εξτρεμισμό» που εκμεταλλεύεται την
αντίθεση Δύσης-Ισλάμ, μια αντίθεση που, σύμφωνα με τον Ομπάμα, «τροφοδοτήθηκε
από την αποικιοκρατία (που αρνήθηκε δικαιώματα και ευκαιρίες σε πολλούς
μουσουλμάνους), τον ψυχρό πόλεμο (όπου συχνά οι χώρες μουσουλμανικής πλειοψηφίας
χρησιμοποιήθηκαν σαν δορυφόροι)», και τη «σαρωτική αλλαγή που επέφερε ο
εκσυγχρονισμός και η παγκοσμιοποίηση» και που «γέννησε το φόβο σε πολλούς
μουσουλμάνους ότι η Δύση εναντιώνεται στην ισλαμική παράδοση». Οι αναφορές στον
άξονα του κακού εξαφανίστηκαν κι αντικαταστάθηκαν από συμπεράσματα του στυλ: «Δε
μπορούμε να επιβάλουμε την ειρήνη» ή «Για την αντιμετώπιση του βίαιου
εξτρεμισμού, το Ισλάμ δεν είναι τμήμα του προβλήματος – αποτελεί σημαντικό μέρος
της πορείας προς την ειρήνη». Από την ομιλία Ομπάμα λείπουν σκανδαλωδώς οι
επικρίσεις προς το καθεστώς της Τεχεράνης, ένα καθεστώς που δε διστάζει να
διακηρύσσει ανοιχτά την επιδίωξή του να «εξαφανίσει από το χάρτη» ένα διεθνώς
αναγνωρισμένο κυρίαρχο κράτος, όπως είναι το Ισραήλ. Διαπιστώνεται, αντίθετα,
ότι ως προς το ζήτημα του ιρανικού πυρηνικού οπλοστασίου «έχουμε φτάσει σε μία
κρίσιμη καμπή» ενώ για πρώτη φορά αναγνωρίζεται ότι «Κανένα κράτος δε θα πρέπει
να αποφασίζει και να επιλέγει ποιες χώρες θα διαθέτουν πυρηνικά όπλα». Αυτή
βέβαια η τελευταία είναι μία σωστή θέση αλλά από μόνη της, δηλαδή χωρίς μία
ταυτόχρονη σαφή καταδίκη του ιρανικού επεκτατισμού και φασισμού και των ακόμα
πιο ισχυρών ρώσων συμμάχων του, είναι μια θέση υφεσιακή, θέση Μονάχου απέναντι
στο νεοφασιστικό άξονα Μόσχας– Πεκίνου- Τεχεράνης. Στην πραγματικότητα, στο
βαθμό που το Ιράν θέλει να ακολουθεί τη δική του ανεξάρτητη πολιτική μέσα σε
αυτόν τον άξονα, οι άλλες δύο πολύ πιο ισχυρές από εκείνο δυνάμεις συμμετέχουν
σε ένα βαθμό στο μέτωπο κατά του εξοπλισμού του με πυρηνικά. Σε αντίθεση με τις
ΗΠΑ, οι δυνάμεις αυτές δεν επιθυμούν ακριβώς τον πυρηνικό αφοπλισμό του συμμάχου
τους, αλλά, μέσα απ’ τη θέση τους στο συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ, τον εκβιάζουν
για να υποταχθεί δίχως όρους στη δική τους ιμπεριαλιστική γραμμή: Να προμηθευτεί
το πυρηνικό υλικό από τη Ρωσία, να ενισχύσει τους δεσμούς του με τη Συρία, να
αποδεχθεί την παραχώρηση μεγάλου μέρους της πετρελαϊκής γεωπροσόδου του Ιράκ
στους ρώσους και κινέζους σοσιαλιμπεριαλιστές ή ακόμα να διευκολύνει το ρωσικό
στόλο να κατεβεί στον Ινδικό έτσι ώστε να σπάσει η Μόσχα τη στρατιωτική υπεροχή
των ΗΠΑ στη θάλασσα. Η κρίσιμη συμβολή των Κλίντον-Ομπάμα σ’ αυτή την
αντιπαράθεση είναι ότι έβγαλαν από την απομόνωσή του το φασιστικό καθεστώς του
Ιράν ενώ παράλληλα υιοθέτησαν μία φόρμουλα διαπραγματεύσεων μαζί του (τη
λεγόμενη Ρ5+1) που θα επιτρέπει κάθε λογής εγχειρήσεις και εκβιασμούς από τη
Ρωσία και την Κίνα.
Ανάλογη ήταν η στάση τους στο Ιράκ. Οι Αμερικανοί γνωρίζουν ότι η αποχώρηση των
στρατευμάτων τους από εκεί θα σημαίνει κυριαρχία των φιλο-ιρανικών δυνάμεων
εκεί. Οι ΗΠΑ λοιπόν δε μπορούν παρά να αναγνωρίσουν την ήττα τους εκεί και να
συντονίσουν τις όποιες κινήσεις τους με τις δυνάμεις του ρωσο-κινεζικού άξονα
και κυρίως του Ιράν. Όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος: «Σε
αντίθεση με το Αφγανιστάν, το Ιράκ ήταν ένας πόλεμος από επιλογή, που προκάλεσε
ισχυρές διαφορές στη χώρα μου και ανά τον κόσμο. (…) πιστεύω επίσης ότι τα
γεγονότα στο Ιράκ υπενθύμισαν στην Αμερική την ανάγκη να χρησιμοποιεί τη
διπλωματία και να χτίζει μία διεθνή ομοφωνία για να λυθούν τα προβλήματά μας
όπου είναι δυνατό». Κι αυτή είναι μία γενική τάση που έχει αρχίσει να
εκδηλώνεται σε όλα τα μεγάλα ζητήματα του πλανήτη. Ομοφωνία σημαίνει συμφωνία με
τη Ρωσία.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το ισραηλο-παλαιστινιακό. Ενώ μέχρι πρόσφατα η
αμερικανική ηγεσία αντιλαμβανόταν την ιρανική απειλή σε βάρος του Ισραήλ σαν τον
κύριο αποσταθεροποιητικό παράγοντα για την περιοχή, τώρα τα πυρά στρέφονται
κύρια στην ισραηλινή πλευρά, αφού η πρόοδος που θα επιδείξουν οι Ισραηλινοί στις
διαπραγματεύσεις με τους Παλαιστινίους έχει πλέον αναγορευτεί σε προϋπόθεση για
την αντιμετώπιση της πιο πάνω απειλής. Η χαμασίτικη τρομοκρατία, η δολοφονική
δράση των πρακτόρων της Δαμασκού και της Τεχεράνης μέσα στις δύο χώρες που μέχρι
πρότινος καταδικαζόταν αποφασιστικά από την αμερικανική κυβέρνηση, τώρα γίνεται
προσπάθεια να εμφανιστούν σαν «παλαιστινιακή αντίσταση» ενάντια στην ισραηλινή
κατοχή. Το έγκλημα αυτό σε βάρος αθώων ισραηλινών και παλαιστινίων αμάχων έχει
εδώ αναχθεί σε «λάθος» ταχτική του καταπιεσμένου παλαιστινιακού λαού: «Το να
απειλεί κανείς το Ισραήλ με καταστροφή ή να επαναλαμβάνει μοχθηρά στερεότυπα
ενάντια στους Εβραίους είναι βαθύτατα λάθος (…) Από την άλλη μεριά, είναι εξίσου
αδιαμφισβήτητο ότι ο παλαιστινιακός λαός, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, έχει
υποφέρει αναζητώντας μία πατρίδα. Για παραπάνω από 60 χρόνια έχει βιώσει τον
πόνο της ξενιτιάς (…) Βιώνουν την καθημερινή ταπείνωση, μικρή ή μεγάλη, που
φέρνει η κατοχή. Γι’ αυτό ας μην έχουμε αμφιβολία: η κατάσταση για τον
παλαιστινιακό λαό είναι αφόρητη, και η Αμερική δε θα γυρίσει την πλάτη στις
νόμιμες παλαιστινιακές προσδοκίες για αξιοπρέπεια, ευκαιρίες κι ένα δικό τους
κράτος (…) Οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει να εγκαταλείψουν τη βία. Η αντίσταση μέσα
απ’ τη βία και τους σκοτωμούς είναι λάθος και δε θα πετύχει. Για αιώνες οι
μαύροι της Αμερικής βίωναν το χτύπημα του μαστιγίου ως σκλάβοι και τον
εξευτελισμό της συνάθροισης. Αλλά δεν ήταν η βία που κέρδισε την πάλη για πλήρη
και ίσα δικαιώματα, ήταν η ειρηνική και αποφασιστική επιμονή στα ιδανικά που
θεμελίωσαν την Αμερική. Η ίδια αυτή ιστορία μπορεί να ειπωθεί για τους λαούς από
τη Νότια Αφρική ως τη Νότια Ασία, από την Ανατολική Ευρώπη ως την Ινδονησία».
Πόσο μεγάλη μπορεί να είναι η παρακμή και η κατάντια του αμερικανικού μονοπωλίου
ώστε να συγκρίνει την πάλη των Αφροαμερικανών ενάντια στη δουλεία και τον
αντιρατσιστικό αγώνα του νοτιοαφρικανικού λαού με τις επιθέσεις αυτοκτονίας των
ισλαμοφασιστικών ταγμάτων της Χαμάς που διακηρύσσουν ανοιχτά την πρόθεσή τους να
εξολοθρεύσουν κάθε εβραίο ανεξαρτήτως ηλικίας ή πολιτικής τοποθέτησης,
διεκδικώντας παράλληλα την εκπροσώπηση του λαού της Παλαιστίνης! Και η κατρακύλα
του Ομπάμα συνεχίζεται αμείωτη:
«Η Χαμάς πράγματι χαίρει υποστήριξης από ορισμένους Παλαιστίνιους. Αλλά πρέπει
επίσης να αναλάβει κάποιες από τις ευθύνες της, να παίξει ένα ρόλο στην
εκπλήρωση των παλαιστινιακών προσδοκιών, να ενοποιήσει τον παλαιστινιακό λαό»
(!!!), προσθέτει ο αμερικανός πρόεδρος, αναμασώντας ουσιαστικά τις διαρκείς
προτροπές του φιλορώσου παλαιστινίου προέδρου Μ. Αμπάς προς τη Χαμάς για
ενότητα. Πρόκειται για μία πρωτοφανή από αμερικανικής πλευράς νομιμοποίηση του
δολοφονικού ισλαμο-ναζισμού σαν εκπροσώπου του παλαιστινιακού έθνους. Την
εξέλιξη αυτή επιτάχυνε εν μέρει η πολιτική ήττα που δοκίμασε προσφάτως το Ισραήλ
στον πόλεμο που διεξήγαγε ενάντια στη Χαμάς και που έδειξε όσο τίποτα άλλο τις
πραγματικές διαστάσεις της διεθνούς διπλωματικής του απομόνωσης. Όμως η αληθινή
διπλωματική ήττα του Ισραήλ ήρθε με τις εκλογές καθώς στην εξουσία ήρθε το
σοβινιστικό και στο βάθος φασιστικό μέτωπο Νετανιάχου-Λίμπερμαν. Η άνοδος στην
εξουσία αυτού του μετώπου σημαίνει μη αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους από
το Ισραήλ, σημαίνει συνέχιση της εποικιστικής πολιτικής του Ισραήλ στη Δυτική
όχθη, σημαίνει μία πελώρια προβοκάτσια υπέρ των ισλαμοφασιστών της Χαμάς. Ο
Ομπάμα πατάει στην κυβέρνηση Νετανιάχου-Λίμπερμαν για να εξισώσει τη Χαμάς με το
Ισραήλ. Αυτή η εξίσωση όμως δεν στέκει. Όσο βάναυση και αν είναι η πολιτική των
εποικισμών και της κατοχής της Παλαιστίνης από το Ισραήλ δεν συγκρίνεται με το
πρόγραμμα εξαφάνισης όλου του εβραϊκού πληθυσμού του Ισραήλ και βέβαια του
ισραηλινού κράτους που προβάλλει η Χαμάς και το Ιράν του Αχμαντινετζάντ.
Στον απόηχο αυτής της αναγνώρισης της Χαμάς φράσεις του στυλ: «Οι Ηνωμένες
Πολιτείες δε δέχονται τη νομιμότητα των συνεχιζόμενων ισραηλινών οικισμών» ή «Η
συνέχιση της ανθρωπιστικής κρίσης στη Γάζα δεν εξυπηρετεί την ασφάλεια του
Ισραήλ» που από μόνες τους είναι πολύ σωστές δεν σημαίνουν τίποτα. Ιδιαίτερα η
επίκληση της «ανθρωπιστικής κρίσης στη Γάζα» αποτελεί μία μεγάλη διπλωματική
πάσα προς τη Χαμάς αφού οι Ισραηλινοί έχουν θέσει σαν προϋπόθεση της συνέχισης
παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας την απελευθέρωση του απαγμένου στρατιώτη τους
Γκιλάντ Σαλίτ καθώς και τη διασφάλιση ότι η βοήθεια δε θα καταλήξει στα χέρια
των ισλαμο-ναζί.
Υποχώρηση απέναντι στον ισλαμοφασισμό και εντονότερη συνεργασία με τους
εκπροσώπους της ρωσικής διπλωματίας παντού, αυτή την αρχή προωθεί το νέο δόγμα
της αμερικανικής υπερδύναμης. Περισσότερη συνεργασία με τον Αμπάς για την
προώθηση μίας φιλο-χαμασίτικης κυβέρνησης στην Παλαιστίνη, συνεργασία με τον
Καρζάι και τη ρωσική διπλωματία για την αντιμετώπιση μιας καθαρά εσωτερικής
υπόθεσης του Πακιστάν όπως είναι η νεο-Ταλιμπάν απειλή, υποβάθμιση των σχέσεων
με την Αίγυπτο και προσεκτικές νύξεις για την ποιότητα της δημοκρατίας και την
κατάσταση των θρησκευτικών ελευθεριών, λες και αυτή είναι η πιο εχθρική χώρα!
Διπλωματία Ομπάμα-Κλίντον σημαίνει ακόμα συνεργασία με τον υποστηριζόμενο από το
νεοναζιστικό άξονα Ερντογάν για την εξουδετέρωση των όλο και πιο απομονωμένων
κοσμικών κεμαλιστών στην Τουρκία και εκμετάλλευση της διπλωματικής του ισχύος
για την προώθηση της «σταθερότητας» στην Εγγύς Ανατολή. Σίγουρα δεν ήταν καθόλου
τυχαία η αναφορά του Ομπάμα στην πρακτική ορισμένων δυτικών κρατών «να
απαγορεύουν στους μουσουλμάνους να ασκούν τη θρησκεία τους», δηλαδή «να
υποδεικνύουν τι θα φορά μία μουσουλμάνα», ένα ζήτημα που για την Τουρκία έχει
γίνει σύμβολο της πάλης για τη διατήρηση ή μη του κοσμικού χαρακτήρα του
κράτους. Σε μια στιγμή όπου ο Ερντογάν έχει εξαπολύσει πραγματικό πογκρόμ
ενάντια στα κεμαλικά στελέχη του στρατού και στην εθνική διανόηση της χώρας,
τέτοιου είδους δηλώσεις ενισχύουν τις αντιδυτικές δυνάμεις της Τουρκίας
ανεξαρτήτως προέλευσης. Στις 19/5 διεξήχθη πολυπληθής διαδήλωση στην Άγκυρα κατά
των διώξεων με κεντρικό σύνθημα: «Ούτε Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε Ηνωμένες Πολιτείες,
ανεξάρτητη Τουρκία» (Μοντ, 19/5). Με λίγα λόγια ακόμα και μέσα στο κοσμικό
κίνημα της Τουρκίας το πάνω χέρι έχουν οι αντιδυτικοί.
Όμως πραγματικά αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα για δημοκρατία και κρατική
ανεξαρτησία προϋποθέτουν, πέρα από την καταγγελία της αμερικανικής στάσης, την
καταδίκη και τον ανειρήνευτο αγώνα ενάντια στο μεγαλύτερο εχθρό που
αντιπροσωπεύεται σήμερα από τις ανερχόμενες δυνάμεις του παγκόσμιου ρωσο-κινεζικού
άξονα. Αυτές τις δυνάμεις άλλωστε ευνοεί εδώ και καιρό η ιμπεριαλιστική πολιτική
των ΗΠΑ που στην παρακμή της και προκειμένου να ανακτήσει την παλιά ηγεμονία της
αναζητεί συμμαχίες με τους φασίστες ενάντια στις χώρες και τους λαούς τους
κόσμου και ενάντια στις πιο προοδευτικές και ριζοσπαστικές δυνάμεις.
(Σημ.: Η ομιλία του Ομπάμα βρίσκεται ολόκληρη καταχωρημένη στο www.youtube.com
ως “Barack Obama’s Speech in Cairo, Egypt”).