Ο ΦΙΛΟΠΟΛΕΜΟΣ ΟΜΠΑΜΑ ΠΑΡΑΔΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΠΟΥΤΙΝ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟ ΝΟΜΠΕΛ ΕΙΡΗΝΗΣ!
Στις 17 Σεπτέμβρη η αμερικανική προεδρία Ομπάμα ανακοίνωνε ότι η περίφημη αντιβαλλιστική ασπίδα στην Ευρώπη – ένα στρατιωτικό πρόγραμμα που συνέλαβε η ηγεσία Μπους το 2007 για την άμυνα της Δύσης απέναντι σε μεγάλης εμβέλειας πυραυλικές επιθέσεις – επρόκειτο να εγκαταλειφθεί. Το πρόγραμμα προέβλεπε βασικά την εγκατάσταση δέκα σταθμών πυραύλων αναχαίτισης στην Πολωνία και ενός υπερεξελιγμένου ραντάρ στην Τσεχία, που θα συλλειτουργούσαν με ειδικούς ανιχνευτές ήδη εγκαταστημένους στην Αλάσκα, τη Γροιλανδία και την Αγγλία. Διακηρυγμένος στόχος του όλου εγχειρήματος θα ήταν η αποτροπή μιας ενδεχόμενης ιρανικής βαλλιστικής επίθεσης στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, η εγκατάσταση των πυραύλων και του ραντάρ στην ανατολική Ευρώπη, δηλαδή σε χώρες που μέχρι πριν 20 χρόνια ήταν ρωσικά προτεκτοράτα, είχε ενοχλήσει πολύ, και μάλιστα όσο καμία άλλη δύναμη, τη Ρωσία. Η πυρηνική αυτή υπερδύναμη κατηγορεί την αντίπαλή της ότι με την εγκατάσταση της ασπίδας και με το πρόσχημα της ιρανικής απειλής επιδιώκει να την περικυκλώσει στρατιωτικά, και μάλιστα αναγόρευσε την κατάργησή της σε ύψιστο «εθνικό» καθήκον! Το βασικό επιχείρημα ήταν: γιατί, αφού το πρόβλημά σας είναι το Ιράν, δεν τοποθετείτε τα συστήματα αυτά π.χ. στην Τουρκία που βρίσκεται πιο κοντά σ’ αυτό, μόνο τα βάζετε δίπλα μου;
Η επιλογή των δύο χωρών της ανατολικής Ευρώπης σα βάσεις δεν έγινε τυχαία. Η τροχιά ενός υποθετικού πυραύλου που εκτοξεύεται απ’ το Ιράν με κατεύθυνση τη Ν. Υόρκη περνά υποχρεωτικά πάνω από την Τσεχία και την Πολωνία. Εάν τα συστήματα τοποθετούνταν πιο μακριά, π.χ. στην Ισλανδία ή στις ίδιες τις ΗΠΑ, τότε η δυνατότητα έγκαιρης ειδοποίησης για την αποτροπή μιας επίθεσης θα ελαττωνόταν δραματικά. Η δε ρώσικη πρόταση περί εγκατάστασής τους στο έδαφος των πρώην σοβιετικών δημοκρατικών του Καυκάσου δε θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή καθώς καμία από τις χώρες της περιοχής δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά όλες είναι υπό ρώσικη πίεση και μάλιστα η Αρμενία είναι μία από τις πιο ρωσόφιλες χώρες του κόσμου. Όσο για την Τουρκία αυτή είναι η πιο ακατάλληλη γι αυτή τη δουλειά αφού η κυβέρνησή Ερντογάν είναι ανοιχτά φιλο-ιρανική. Απόδειξη ότι τη Ρωσία δεν φοβόταν πραγματικά την περικύκλωση από τις ΗΠΑ είναι ότι η προεδρία Μπους είχε προτείνει στον Πούτιν να έχει η Ρωσία συμμετοχή και άμεση δυνατότητα επιθεώρησης της αντιπυραυλικής ασπίδας για να βεβαιώνεται ότι αυτό το σύστημα δεν στοχεύει τη Ρωσία.
Τις ενστάσεις στην εγκατάσταση
της ασπίδας η Ρωσία τις βάζει στο βάθος γιατί τρέφει τρελά όνειρα παγκόσμιας
ηγεμονίας, όνειρα τα οποία βέβαια περνούν μέσα από έναν πόλεμο για την κατάκτηση
της πλούσιας Ευρώπης σε συμμαχία με τον κινέζικο και τον ιρανικό φασισμό. Η
Ρωσία σήμερα είναι μια υπερδύναμη που κάθισε τελευταία στο τραπέζι της μοιρασιάς
του πλανήτη. Για να κυριαρχήσει λοιπόν είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει το δρόμο
του πολέμου, ένα δρόμο που μισό αιώνα νωρίτερα είχε τραβήξει ο γερμανικός χιτλερικός
ιμπεριαλισμός με όλες τις τραγικές για την ανθρωπότητα συνέπειες.
Παρόλο που έχουν περάσει 70 χρόνια από τότε, τα δυτικά ιμπεριαλιστικά παχύδερμα
δεν φαίνεται να έχουν διδαχτεί από τα λάθη των προκατόχων τους κι εξακολουθούν
να συμβιβάζονται και να καλοπιάνουν την ανερχόμενη υπερδύναμη. Ιδιαίτερα μετά
την περσινή εισβολή και το διαμελισμό της Γεωργίας από τους ρώσους χίτλερ, δεν
συγχωρείται από κανέναν η παράδοση σ’ αυτούς της εθνικής άμυνας καμίας χώρας
του πλανήτη. Όμως αυτή είναι η στρατηγική της ηγετικής ομάδας Ομπάμα-Κλίντον
της αμερικάνικης υπερδύναμης που βρίσκεται σε στρατηγική πτώση.
Για μας είναι βλακώδες η αμερικάνικη υπερδύναμη να μην φοβάται την υπερεξοπλισμένη
με πυρηνικά Ρωσία και να φοβάται το Ιράν που ακόμα δεν έχει πυρηνικά. Όμως γι
αυτήν την παρακμασμένη υπερδύναμη αλήθεια είναι αυτό που φαίνεται επειδή αυτό
που φαίνεται δεν κοστίζει σε δολλάρια ενώ αυτό που δεν φαίνεται αλλά συμβαίνει
στα αλήθεια της κοστίζει πολλαπλάσια. Η αμερικάνικη μονοπωλιακή αστική τάξη
κοντολογίς προτιμάει να φοβάται το Ιράν, που γαβγίζει πολύ και μπορεί να δαγκώσει
λίγο παρά τη Ρωσία με την οποία συμβαίνει το αντίθετο, για να έχει μια πρόσκαιρη
γεωπολιτική ηρεμία που χρειάζεται στις διεθνείς μπίζνες της. Όμως από την ώρα
που αποφάσισε ότι κινδυνεύει από μια επιθετική χώρα σαν το Ιράν έχει δικαίωμα
να συνεργαστεί με όποια χώρα θέλει, εν προκειμένω την Πολωνία και τη Τσεχία,
αρκεί αυτές οι χώρες να θέλουν αυτή τη συνεργασία για τους δικούς της λόγους.
Λοιπόν αυτές οι χώρες θέλανε αυτή τη συνεργασία με τις ΗΠΑ και μάλιστα αποδείχτηκε
ότι τη θέλανε πιο πολύ από όσο οι ΗΠΑ θέλανε την αντιπυραυλική ασπίδα. Και θέλανε
πολύ οι δύο χώρες αυτή τη συνεργασία όχι για να επιτεθούν στον γίγαντα γείτονά
τους που λέγεται Ρωσία αλλά για να αμυνθούν απέναντι στην καθαρά και έμπρακτα
αποδεδειγμένη και τα προηγούμενα και τα τελευταία χρόνια επιθετικότητά του.
Όμως οι ΗΠΑ άρχισαν να σκέφτονται αλλιώς από την ώρα που ήρθε στην εξουσία η
υφεσιακή προεδρία Ομπάμα με την ρωσόφιλη Κλίντον στο Υπουργείο Εξωτερικών.
Έτσι, με τη δικαιολογία ότι το Ιράν δεν έχει ακόμα αναπτύξει μεγάλου βεληνεκούς
οπλικά συστήματα, η Ουάσιγκτον τροποποίησε ξαφνικά τα αμυντικά της σχέδια αφήνοντας
τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης στην εκδικητική μανία της Ρωσίας. Οι ΗΠΑ κάτω
από την πίεση αυτών των χωρών υποσχέθηκαν ότι θα εγκαταστήσουν σε αυτές συστοιχίες
μικρού και μεσαίου βεληνεκούς όχι όμως νωρίτερα από το 2015. Μαζί με τη ρωσική
ηγεσία, την απαράδεκτη κίνηση Ομπάμα χαιρέτισαν οι υπόλοιποι εξ ίσου υφεσιακοί
απέναντι στη Ρωσία ευρωπαίοι ηγέτες. Ο γάλλος πρόεδρος χαρακτήρισε την απόφαση
«εξαιρετικά σοφή», η γερμανίδα καγκελάριος έκανε λόγο για ένα «σημάδι ελπίδας»
και ο βρετανός πρωθυπουργός για την ύπαρξη «μεγαλύτερης εμπιστοσύνης ανάμεσα
στις πυρηνικές δυνάμεις» (19/9). Μόνοι έμειναν να φωνάζουν απ’ το δικό
τους όμως ηγεμονιστικό πρίσμα οι Ρεμπουμπλικάνοι, καταγγέλλοντας το «μέγα λάθος
που απειλεί να υποσκάψει την αμερικανική πρωτοκαθεδρία στην ανατολική Ευρώπη».
Εννοείται ότι εκείνες που διαμαρτυρήθηκαν και μάλιστα έντονα ήταν οι χώρες της
ανατολικής Ευρώπης. Η νεοσυντηρητική Weekly Standard μίλησε ανοιχτά για «τέλεια
συνθηκολόγηση απέναντι στη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν».
Γι’ αυτή του την ενέργεια ο Ομπάμα βραβεύτηκε λίγο αργότερα με το νόμπελ ειρήνης.
Ο εκφραστής της πιο επιθετικής στρατηγικής μέσα στις Ηνωμένες
Πολιτείες, ο ένθερμος υποστηρικτής της εμπλοκής των ΗΠΑ στον πόλεμο του Αφγανιστάν
και της ωμής επέμβασης και επίθεσης στο Πακιστάν καταξιώθηκε από τη διεθνή κοινότητα
σα φορέας ειρήνης και προόδου. Αυτή είναι μία δήθεν ειρήνη,
μια δήθεν ειρήνη στα μέτρα και σταθμά του πιο ισχυρού πολιτικά και στρατιωτικά
ιμπεριαλισμού. Βεβαίως το Νόμπελ ειρήνης είναι εδώ και πολλά χρόνια στα χέρια
των υφεσιακών δυτικών και μάλιστα των πιο στενών φίλων της ρώσικης διπλωματίας.
Στην ουσία είναι ένα Νόμπελ πολέμου.
Στο βάθος οι πιο επιθετικές μερίδες τις αμερικανικής άρχουσας τάξης είναι υφεσιακές γιατί χρειάζονται τη συνεργασία με την Ρωσία και τον άξονα της με την Κίνα και το Ιράν γιατί πιστεύουν ότι έτσι θα διατηρήσουν τον έλεγχο των θέσεών τους στον Τρίτο κόσμο. Για παράδειγμα, η πολιτική Ομπάμα-Κλίντον για το Αφγανιστάν συνίσταται στη συνεργασία των δυνάμεων της περιοχής (Ρωσία, Ιράν, Κίνα, Ινδία) για την αντιμετώπιση των Ταλιμπάν και την από κοινού φασιστική επέμβαση και περικύκλωση του Πακιστάν. Η πολιτική τους στην Τουρκία έγκειται στην ενίσχυση των ανοιγμάτων Ερντογάν απέναντι σε Ιράν και Ρωσία προκειμένου να πετύχουν μία ευνοϊκή γι’ αυτούς αλλά επιφανειακή σταθερότητα στην περιοχή. Είναι μάλιστα η Κλίντον που έπεισε την Τουρκία και την Αρμενία να αποκτήσουν διπλωματικές σχέσεις. Ομοίως στο ζήτημα των πυρηνικών του Ιράν, η Ουάσιγκτον χρειάζεται τη συμφωνία της Ρωσίας προκειμένου να διασφαλιστεί το όραμα του Ομπάμα «για έναν κόσμο χωρίς πυρηνικά», που στην πραγματικότητα σημαίνει το δικαίωμα των ΗΠΑ και της Ρωσίας να καθορίζουν ποιες χώρες του Τρίτου κόσμου θα έχουν τέτοια όπλα.
Οι ΗΠΑ – και γενικά η Δύση
– αρνούνται στο Ιράν το δικαίωμα να διαθέτει πυρηνικά επειδή είναι επιθετική
και επεκτατική η σημερινή ηγεσία του. Μάλιστα αυτή η ηγεσία έχει διακηρύξει
επισήμως τη θέλησή της να «εξαφανίσει» μια άλλη– το Ισραήλ – από προσώπου γης.
Η Ρωσία (μαζί με την Κίνα) εμποδίζουν τη Δύση να επιβάλει κυρώσεις απέναντί
της και την ενισχύουν στρατιωτικά αλλά ταυτόχρονα πιέζουν την Τεχεράνη να παραδώσει
τα στρατηγικά της όπλα στη δικιά της ανώτερη επίβλεψη. Θεωρούμε ότι η κίνηση
Ομπάμα έγινε δεκτή από την υπόλοιπη αμερικάνικη αστική τάξη σαν ένα «αντάλλαγμα»
που πρόσφερε η Ουάσιγκτον στη Ρωσία για να τη σύρει στο αντι-Ιράν μέτωπο. Φυσικά
η Ρωσία δεν ήταν καθόλου διατεθειμένη να θυσιάσει την πολιτική της στο Ιράν.
Γνωρίζοντας τις αμερικανικές προθέσεις, οι Ρώσοι έπαιξαν πολύ καλά το παιχνίδι
παραπλάνησης στο οποίο έχουν για πολλά χρόνια εξασκηθεί, δηλαδή καμώθηκαν ότι
θα αφοπλίσουν το Ιράν αν οι ΗΠΑ εγκατέλειπαν την ασπίδα. Η ανακοίνωση λοιπόν
της εγκατάλειψης της αντιπυραυλικής ασπίδας σημειώθηκε μάλιστα λίγο μετά τη
δήλωση του ρώσου προέδρου Μεντβέντεφ ότι χρειάζεται «πού και πού να καταφεύγουμε
σε κυρώσεις ακόμα και αν αυτές δεν είναι αποτελεσματικές στο σύνολό τους» (Μοντ,
17/9). Βέβαια, αμέσως μετά την κατάργηση της ασπίδας, ο ρώσος υπουργός εξωτερικών
Σ. Λαβρόφ διέψευσε τον προϊστάμενό του αποκλείοντας κάθε χρήση βίας και χαρακτηρίζοντας
«λάθος» τις κυρώσεις προς το Ιράν (19/9). Σημειώνουμε εδώ ότι Μόσχα και Τεχεράνη
έχουν υπογράψει συμβόλαιο για την προμήθεια της τελευταίας με ρωσικές συστοιχίες
S-300.
Όμως η άνθιση στις σχέσεις Δύσης-Ρωσίας δεν περιορίζεται μόνο στα παραπάνω ζητήματα.
Αφού πούλησαν την εδαφική ακεραιότητα της Γεωργίας, στέλνοντας στις καλένδες
την εκφρασμένη επιθυμία της για ένταξη στο ΝΑΤΟ (όπως και της Ουκρανίας που
επίσης έχει δοκιμαστεί από τη ρωσική χιτλερική επιθετικότητα), τα δυτικά ιμπεριαλιστικά
παχύδερμα καλούν τώρα τη Ρωσία σε μία ευρύτερη συνεργασία σε διάφορους τομείς.
Με το στόμα του νέου γ.γ. του ΝΑΤΟ, Ράσμουσεν, η Δύση πρότεινε στη Ρωσία μια
«αληθινή στρατηγική συνεργασία» απέναντι στις «καινούργιες προκλήσεις για
την ασφάλεια» (Μοντ, 20/9). Η συνεργασία θα αφορά τα θέματα της τρομοκρατίας,
της διάδοσης των πυρηνικών και του Αφγανιστάν. Η πρόταση προέβλεπε μεταξύ άλλων
την ενίσχυση του συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας καθώς και – ακόμα χειρότερα – τη διασύνδεση
ανάμεσα στα αντιπυραυλικά συστήματα της Ρωσίας, των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών κρατών.
Αυτό δε τίποτα σημαίνει άλλο από τη δυνατότητα διείσδυσης της Ρωσίας στα στρατιωτικά
μυστικά του ΝΑΤΟ και νέες περιπέτειες για τους λαούς της Ευρώπης.
Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές αποδεικνύονται ανίκανοι να αποτρέψουν τον πόλεμο που
ετοιμάζουν οι σοσιαλιμπεριαλιστές. Όσο ο θερμός πόλεμος πλησιάζει, θα αρχίσουν
ωστόσο να εμφανίζονται εκείνες οι πραγματικά λαϊκές και δημοκρατικές δυνάμεις
στη Δύση που θα σταθούν στην πρωτοπορία του αγώνα ενάντια στο νεοναζιστικό ρωσο-κινεζο-ιρανικό
άξονα.