Η ΤΑΪΛΑΝΔΗ ΣΕ ΑΝΑΒΡΑΣΜΟ

Ο ΝΕΟΝΑΖΙΣΤΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΚΑΙΡΟΦΥΛΑΚΤΕΙ

Το θερμόμετρο έχει ανέβει επικίνδυνα στην Ταϊλάνδη, που ζει εδώ και λίγο καιρό σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου. Στον έναν πόλο της αντιπαράθεσης βρίσκεται το φιλοδυτικό μοναρχικό καθεστώς κάτω από την ηγεσία του στρατού και του πρωθυπουργού Βεϊτζάτζιουα. Αυτό υποστηρίζeται κύρια από τα εύπορα αριστοκρατικά, αστικά και μικροαστικά στρώματα της πόλης μέσα από το κίνημα των επονομαζόμενων «κίτρινων πουκαμίσων». Στην άλλη πλευρά βρίσκονται οι οπαδοί του έκπτωτου λαϊκιστή πρωθυπουργού Τάκσιν Τσιναουάτρα, που συγκροτούν το κίνημα των «κόκκινων πουκαμίσων», ένα ετερόκλητο σχήμα που συσπειρώνει την πιο εξαθλιωμένη αγροτιά, ένα κομμάτι από το προλεταριάτο της υπαίθρου, καθώς και ένα τμήμα της μικροαστικής μισοδιανόησης. Εδώ και μήνες τα «κόκκινα πουκάμισα» έχουν καταλάβει την τουριστική και εμπορική συνοικία της ταϊλανδέζικης πρωτεύουσας ζητώντας τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια πρόωρων εκλογών. Δεν μπορούμε να πούμε ακόμα με σιγουριά ποια είναι συνολικά η πολιτικοϊδεολογική φύση του στρατού των «κόκκινων πουκάμισων». Εκείνο που βλέπουμε ωστόσο είναι ότι η ηγετική γραμμή του, η γραμμή Σιναουάτρα, δεν είναι στη γενική της εικόνα λαϊκή δημοκρατική, αλλά σοσιαλφασιστική.

Για παράδειγμα, βλέπουμε εδώ από τα «κόκκινα πουκάμισα» μια απαίτηση για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας χωρίς αυτά να έχουν αποσπάσει τη συμπάθεια και την έμπρακτη υποστήριξη όχι μόνο των μεσοστρωμάτων, αλλά και του προλεταριάτου του ανεπτυγμένου βιομηχανικά νότου της χώρας, και ειδικά της πρωτεύουσας Μπανκόγκ. Ενώ είναι σε αυτήν την κατάσταση της σχετικής μειοψηφίας στο νότο, απαιτούν εκλογές τώρα, ενώ έχουν αποσπάσει από την κυβέρνηση την υπόσχεση για εκλογές στο τέλος του χρόνου. Θα είχε νόημα να ζητούν εκλογές τώρα, ακόμα και ένοπλα, αν στην εξουσία ήταν μια κυβέρνηση φασιστική τρομοκρατική που δε θα επέτρεπε στην αντιπολίτευση ελεύθερη πολιτική ζύμωση και οργάνωση. Όμως η σημερινή κυβέρνηση, αν και έχει έρθει με παλατιανό πραξικόπημα στην εξουσία, δεν ασκούσε -τουλάχιστον μέχρι χθες- δικτατορική τρομοκρατική εξουσία, κι αυτό γιατί είχε και αυτή μια επίσης πλατιά και οργανωμένη πολιτική βάση, τα λεγόμενα «κίτρινα» πουκάμισα, και τελευταία τα πιο ριζοσπαστικά «ροζ», καθώς και τα πιο ουδέτερα «πολύχρωμα».

Ένα άλλο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι το κίνημα των «κόκκινων πουκάμισων» ζητάει επέμβαση του ΟΗΕ για να λυθεί το εσωτερικό πρόβλημα της Ταϊλάνδης, δηλαδή ζητάει εξωτερική πολιτικοστρατιωτική επέμβαση από τον ιμπεριαλισμό, και μάλιστα από το σοσιαλιμπεριαλιστικό άξονα, που έχει σήμερα το βασικό συσχετισμό υπέρ του μέσα σ’ αυτό το διεθνές όργανο.

Άλλο χαρακτηριστικό του στρατού του Σιναουάτρα είναι η τρομοκράτηση των αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων και του λαού με την εξαπόλυση δολοφονικών αποσπασμάτων για τη διενέργεια εν ψυχρώ «εκκαθαρίσεων» και εκβιασμών. Χρησιμοποιούν γι’ αυτό ένοπλα αποσπάσματα που ρίχνουν χειροβομβίδες Μ79 σκοτώνοντας οπαδούς των «κίτρινων πουκαμίσων» και ξένους υπηκόους. Τέτοια ήταν η δολοφονία πολιτών, αλλά και αστυνομικών, στις 8/5, τη στιγμή που η κυβέρνηση διαπραγματευόταν ένα σχέδιο ειρηνικής επίλυσης της κρίσης.

Παρότι απευθύνονται στη φτωχολογιά και γενικά στις καταπιεσμένες τάξεις, οι άνθρωποι του Τακσίν Σιναουάτρα δουλεύουν για την άνοδο στην εξουσία μιας νέου τύπου αστικής τάξης, που μάλλον θα αποδειχθεί πολύ πιο καταπιεστική από την παλιά κλασική. Η τάξη αυτή προήλθε από τις βόρειες φτωχές περιοχές της χώρας κι απέκτησε πολιτική εξουσία χάρη στον Τσιναουάτρα, έναν κρατικό ολιγάρχη κλασικού ανατολικού τύπου, γόνο φεουδαρχικής οικογένειας, που έγινε μεγιστάνας των τηλεπικοινωνιών, των συγκοινωνιών και άλλων τομέων της οικονομίας, αφού ξεκίνησε όλη του την οικονομικοπολιτική άνοδο από στέλεχος της ταϊλανδέζικης αστυνομίας. Η διακυβέρνησή του αποδείχτηκε αυταρχική, αυθαίρετη, περιοριστική της ελεύθερης ενημέρωσης και πάνω απ’ όλα διεφθαρμένη. Κατά τη διάρκειά της σημειώθηκαν αρκετές εξωδικαστικές εκτελέσεις με το πρόσχημα της πάλης κατά των ναρκωτικών, ενώ κανείς έμπορος δεν προσάχθηκε ποτέ μπροστά στη δικαιοσύνη. Στα 2004 ένας δικηγόρος με έντονη πολιτική δραστηριότητα «εξαφανίστηκε» καθώς περπατούσε σε πολυσύχναστο δρόμο της Μπανγκόκ. Το Φλεβάρη το ανώτατο δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για παράνομο πλουτισμό κατά τη διάρκεια της θητείας του (ο ίδιος είχε πουλήσει το μερίδιό του από τον τηλεπικοινωνιακό κολοσσό Shin Corp. σε συγγενικά και φιλικά του πρόσωπα δηλώνοντας μόλις το 1/5 των εσόδων) και κατάσχεσε το κεφάλαιό του. Στα 2006 διώχτηκε με πραξικόπημα από την εξουσία, ενώ οι επίγονοί του δεν κατάφεραν να παραμείνουν για πολύ στη διακυβέρνηση.

Σύντομα ο τύπος αυτός έχασε την υποστήριξη των ΗΠΑ και έχει έρθει ανοιχτά πολύ κοντά στο ρωσοκινεζικό ναζιστικό άξονα. Άλλωστε, από τότε που ήταν στην κυβέρνηση δυνάμωσε τους δεσμούς της Ταϊλάνδης με τη φασιστική κινεζόφιλη Βιρμανία και έγινε ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά στηρίγματα της χούντας της. Σήμερα, διωκόμενος από την Ταϊλάνδη για τη διαφθορά του σε όλο τον κόσμο, το μόνο επίσημο έγγραφο που διαθέτει είναι διπλωμάτης της πιο ρωσόδουλης κυβέρνησης του κόσμου, της κυβέρνησης Ορτέγκα της Νικαράγουας. Τελευταία έχει υποστεί μεγάλα οικονομικά πλήγματα από τις δικαστικές αποφάσεις στην Ταϊλάνδη, αλλά έχει κάνει μεγάλα οικονομικά ανοίγματα στον ενεργειακό τομέα στο εξωτερικό, που έχουν στηριχθεί σε κεφάλαια της ρωσικής Γκαζπρόμ. Υπολογίζεται ότι ο ίδιος έχει δανειστεί από την Gazprombank –θυγατρική της Γκαζπρόμ– το ποσό του 1,5 δις δολαρίων, τα οποία είχε την ατυχία να επενδύσει στη ζημιογόνο αγορά του φιλοϊρανικού Ντουμπάι (βλ. Asian News Network, 15/1). Εποφθαλμιώντας τα ενεργειακά κοιτάσματα της Καμπότζης, κατέληξε μετά τον εξοστρακισμό του από το τιμόνι της χώρας σε οικονομικό σύμβουλο του καθεστώτος Χουν Σεν, του ανδρείκελου των βιετναμέζων σοσιαλφασιστών. Σήμερα ζει εξόριστος σε μια υπερπολυτελή βίλα που του έχει παραχωρήσει το καθεστώς του Πεκίνου, ενώ διατηρεί άριστές σχέσεις μαζί του σε πολύ ψηλό πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.

Ο Τσιναουάτρα ήξερε εξαρχής ότι, για να μπορέσει να επιζήσει πολιτικά και να εκτοπίσει την κλασική άρχουσα τάξη που έλεγχε τον κρατικό μηχανισμό κι είχε τη στήριξη των ΗΠΑ, έπρεπε να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα. Για το σκοπό αυτό θέσπισε κάποια προγράμματα κοινωνικών παροχών προς το λαό (π.χ. εύκολα τραπεζικά δάνεια, φτηνή περίθαλψη), που βρήκαν εύκολη ανταπόκριση σε μια χώρα όπου οι κοινωνικές αντιθέσεις είναι ιδιαίτερα οξυμένες.

Το λαϊκισμό του Τσιναουάτρα σίγουρα ευνόησε και η γενικά αντιλαϊκή στάση των φιλοδυτικών δυνάμεων της χώρας, που προσπάθησαν να αποτρέψουν την άνοδο του σοσιαλφασισμού με πραξικοπηματικές μεθόδους, προασπιζόμενες τον απαρχαιωμένο μοναρχικό θεσμό και δείχνοντας περιφρόνηση απέναντι στις λαϊκές μάζες. Με τη στάση τους βοήθησαν στην ανάπτυξη και διεύρυνση του κινήματος των «κόκκινων πουκάμισων».

Εάν δεν αναδειχτούν νέες λαϊκές δημοκρατικές δυνάμεις που θα αντισταθούν στο σοσιαλφασισμό και θα απαιτήσουν λαϊκή διακυβέρνηση για την Ταϊλάνδη, η χώρα δύσκολα θα αποφύγει να περάσει στον άξονα. Το σοσιαλφασισμό των «κόκκινων πουκαμίσων» μπορούν να καταπολεμήσουν αποφασιστικά μόνο αν επικεφαλής του δημοκρατικού αγώνα είναι τα πραγματικά «κόκκινα πουκάμισα» και όχι τα αστικά και μικροαστικά «κίτρινα», τα «ροζ» και τα «πολύχρωμα», που ήδη υπάρχουν και είναι αρκετά μαζικά, αλλά ανίκανα να συπειρώσουν τις μεγάλες παλλαϊκές πλειοψηφίες που είναι απαραίτητες στη μάχη ενάντια στο σοσιαλφασισμό. Ιδίως δεν μπορούν να νικήσουν οι κυβερνητικοί στρατοί το σοσιαλφασισμό όταν αυτός έχει τη μορφή και ενμέρει το περιεχόμενο του διαμαρτυρόμενου άοπλου λαού.

΄Ηδη αυτή η μορφή επέτρεψε στη ρωσόφιλη Κλίντον να πάρει έμμεσα θέση κατά της επέμβασης του στρατού στον ακήρυκτο ντε φάκτο εμφύλιο πόλεμο της Ταϊλάνδης, ακριβώς όπως είχε κάνει και με την Ονδούρα πριν από ένα χρόνο.