Η βία του σοσιαλφασισμού κλιμακώνεται με πρόσχημα την υπεράσπιση του λαού

ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΦΑΣΙΣΤΙΚΑ ΤΑ ΜΠΛΟΚΑ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΤΗ ΧΩΡΑ  ΧΑΝΤΑΚΩΝΟΥΝ ΚΑΘΕ ΑΓΩΝΑ

Ο σοσιαλφασισμός, με επικεφαλής του το ψευτοΚΚΕ,συνεχίζει να δίνει βαθιά στρατηγικά χτυπήματα στην ελληνική παραγωγική μηχανή, ιδιαίτερα στην όλο και πιο αδυνατισμένη εξαγωγική βιομηχανία, που είναι και η μόνη που μπορεί να βγάλει τη χώρα από την πελώρια κρίση εξωτερικού χρέους που συνθλίβει τη χώρα και το λαό μας. Η βασική μέθοδος  με την οποία δίνονται αυτά τα χτυπήματα είναι το σαμποτάζ στις μεταφορές, δηλαδή η άσκηση κυκλοφοριακού στραγγαλισμού μέσω μπλόκων. Μια βασική αστοδημοκρατική ελευθερία, η ελευθερία των προσώπων και των εμπορευμάτων να  μετακινούνται έχει καταργηθεί από μικρούς φασιστικούς στρατούς, μόνιμους ή συγκυριακούς που προσποιούνται ότι εκπροσωπούν τους λαικούς αγώνες ενώ στην πραγματικότητα τους σκοτώνουν .

Η σαμποταριστική χρήση των μπλόκων από το καθεστώς

Στον πολύ κόσμο αυτή η βία φαίνεται ακόμα σαν βία από τα κάτω, σαν βία μερικών αγαναχτισμένων αδικημένων ανθρώπων του λαού ή έστω σαν βία ενός μειοψηφικού τάχα σεχταριστικού λαϊκού κόμματος όπως πολλοί νομίζουν ότι είναι το ψευτοΚΚΕ. Στην πραγματικότητα και στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για μια βία από τα πάνω, για τη βία ενός πανίσχυρου κρατικού μπλοκ εξουσίας που πατώντας σε ένα υπαρκτό ή και ανύπαρκτο κίνημα από τα κάτω οργανώνει το πολιτικό της άλλοθί για να καλύψει το βαθύ χτύπημά της σε όλο το λαό.

Ας δούμε τα τρία μεγάλα κύματα κυκλοφοριακού  στραγγαλισμού του τελευταίου 11 μηνου που και τα τρία κατευθύνθηκαν κύρια ενάντια στην εξαγωγική βιομηχανία στην οποία πρέπει να περιλάβουμε καθ υπέρβαση, αλλά από την άποψη του συναλλαγματικού ισοζυγίου ουσιαστικά, και τον τουρισμό. Το πρώτο χτύπημα ήταν με τα μπλόκα των τρακτέρ στα τέλη του περασμένου χρόνου, το δεύτερο με τα μπλόκα του ψευτοΚΚΕ-ΠΑΜΕ στα κρουαζιερόπλοια  και τα ακτοπλοικά το καλοκαίρι, και το τρίτο με τα μπλόκα των φορτηγών από το καλοκαίρι ως τώρα. Στην τελευταία περίπτωση πρέπει να ξεχωρίσουμε την πρώτη περίοδο του αγώνα των φορτηγατζήδων που είχε πραγματικά απεργιακά μαζικά χαρακτηριστικά και μια δίκαιη βάση που αξιοποιήθηκε από τους σοσιαλφασίστες ενάντια στο λαό και στο ίδιο αυτό το κίνημα, και τη δεύτερη περίοδο κατά την οποία κυριάρχησε το σοσιαλφασιστικό μπλόκο, δηλαδή η βία μιας μειοψηφίας όχι μόνο πάνω σε όλη την κοινωνία αλλά πάνω και στους ίδιους τους μεταφορείς.  Μέχρι πριν ένα χρόνο τέτοιου είδους μπλόκα  έκαναν ζημιά στην παραγωγή μόνο για όσο καιρό διαρκούσαν, όμως τώρα κάνουν στρατηγική ζημιά γιατί η χώρα μας σαν η μόνη χρεωκοπημένη του Ευρώ βρίσκεται στο κέντρο της παγκόσμιας δημοσιότητας. Έτσι κάθε συγκοινωνιακός αποκλεισμός της ρίχνει παγκόσμια το σύνθημα ότι η εξαγωγική βιομηχανία αυτής της χώρας, ιδιαίτερα ο τουρισμός της, είναι αναξιόπιστη. Αυτό το ξέρουν καλά οι σοσιαλφασίστες σαμποταριστές γι αυτό επιμένουν τώρα στα μπλόκα τους πιο πολύ από κάθε άλλη φορά ακόμα και αν χάνουν πολιτικά (όπως έχασε το ψευτοΚΚΕ κλείνοντας τα λιμάνια).

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε τούτο: Τα μπλόκα σαν μορφή πάλης δεν ήταν πάντα εξ ορισμού αντιδραστικά και φασιστικά γιατί δεν είχαν πάντα τη φύση της συστηματικής ομηρείας του λαού και της χώρας.  Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης χρησιμοποιούνταν καμιά φορά από την αγροτιά στα κινήματα της –που τα χτυπούσε τότε το ψευτοΚΚΕ- για ουσιαστικές τιμές ασφάλειας αλλά σε καθαρά τοπικό επίπεδο και περιορισμένες χρονικά σαν ακραίες πράξης δημοσιότητας μέσα στα πλαίσια αυθόμητων και πολύ μαζικών πορειών τρακτέρ (χαρακτηριστική η μεγάλη πορεία τρακτέρ των τοματοπαραγωγών της Ηλείας από τη Γαστούνη στην Πάτρα τα τέλη του 1974).  Όμως πράξεις συστηματικού συγκοινωνιακού αποκλεισμού και οικονομικής και κοινωνικής ασφυξίας ολάκερων περιοχών της χώρας έγιναν μετά το 1980 από τους σοσιαλφασίστες. Από τότε αυτοί, αφού σταθεροποίησαν το γενικό καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης που κινδύνευε από τις μεταπολυτεχνειακές εξεγερτικές σεισμικές δονήσεις, άρχισαν να οργανώνουν μπλόκα μεθοδικού συγκοινωνιακού στραγγαλισμού μπαίνοντας επικεφαλής κινημάτων της πλούσιας επιδοτούμενης αγροτιάς για βούτες στα κρατικά ταμεία, κινημάτων που έγιναν όλο και πιο άμαζα και γι αυτό τα μπλόκα τους όλο και πιο φασιστικά. Αυτή η μορφή ομηρείας του πληθυσμού επεκτάθηκε από το σοσιαλφασισμό και σε αποκλεισμούς δρόμων μέσα στις πόλεις στο όνομα άλλων υπαρκτών ή ανύπαρκτων επί μέρους διεκδικήσεων. Η διακοπή της κίνησης στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας ακόμα και με την πιο άμαζη συγκέντρωση είναι μια μόνιμη υπενθύμιση στο λαό από το σοσιαλφασισμό ότι αυτός είναι η μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική εξουσία  στη χώρα. Τελικά την πιο ωμή του, την πιο απροσχημάτιστη μορφή του ο στραγγαλισμός την απέκτησε εφέτος στα λιμάνια όπου οι τραμπούκοι του ψευτοΚΚΕ κατέληξαν να τα κλείνουν μόνοι τους χωρίς καμιά στήριξη από κανένα κίνημα ναυεργατών ή του λαού. Γι αυτό το λόγο μόλις πρόσφατα το ψευτοΚΚΕ αποκαλύφθηκε πλατειά και μισήθηκε  τόσο πολύ.

Αυτοί οι όλο και πιο άμαζοι αποκλεισμοί δεν θα μπορούσαν να σταθούν χωρίς μια επίσημη κρατική κάλυψη, δηλαδή χωρίς μια καθαρή κυβερνητική αλλά και αντιπολιτευτική πολιτική κάλυψη. Αυτή υπάρχει από όλους τους πρωθυπουργούς και όλους τους αρχηγούς της κάθε φοράς αξιωματικής αντιπολίτευσης, που μετά το 1993 είναι ρωσόδουλοι, δηλαδή ανήκουν στο ίδιο μπλοκ με εκείνους που παριστάνουν τους λαικούς τύπους και ηγούνται των μπλόκων. Οι τέτοιοι πρωθυπουργοί και αρχηγοί της αξιωματικής αντιπολίτευσης  δεν μπορούσαν ποτέ να καλύψουν ανοιχτά τους στραγγαλισμούς γιατί και η κοινή γνώμη αλλά και η πλειοψηφία των κυβερνήσεών και των κομμάτων τους τους ήταν και είναι αντίθετοι σε αυτούς. Έτσι έκαναν το εξής: Αποφάσιζαν ότι ήταν δίκαια τα αιτήματα των στραγγαλιστών δηλαδή ότι ήταν  αντιπροσωπευτικά γνήσιων λαϊκών κινημάτων και διαφωνούσαν μόνο με την βίαιη μορφή που έπαιρναν αυτά τα κινήματα, οπότε τελικά οι κυβερνήσεις έπρεπε να σεβαστούν αυτή τη «βία  του λαού» και να την αντιμετωπίσουν χωρίς κρατική βία, δηλαδή με «διάλογο», δηλαδή με υποχωρήσεις, δηλαδή με δικαίωση των μπλόκων που έτσι διαιωνίζονταν. Αυτή ήταν και είναι πάντα η γραμμή όλων των μεγάλων ΜΜΕ για τα μπλόκα: σωστά και δίκαια τα αιτήματα, λάθος η μορφή αγώνα. Όμως σε αυτήν την περίπτωση τα μπλόκα σαν ένα «λάθος του λαού» δεν επιτρέπεται να αντιμετωπιστούν με την αστυνομική βία. Η βασική απόδειξη ότι υπήρχε πάντα πλήρης πολιτική κάλυψη των μπλόκων από τα πάνω είναι το γεγονός ότι σε αυτά πρωτοστατούσαν οι συνδικαλιστές των δύο κυβερνητικών κομμάτων ΠΑΣΟΚ-ΝΔ με το επιχείρημα ότι άλλο οι κυβερνήσεις και άλλο το κόμμα ή άλλο το κόμμα και άλλο ο συνδικαλισμός. 

Με λίγα λόγια εδώ και χρόνια τα σοσιαλφασιστικά μπλόκα είναι κρατικά μπλόκα, είναι καθαρός καθεστωτικός φασισμός. 

Αυτό φάνηκε καθαρά και στα τρία φετεινά κινήματα στραγγαλισμού: Τρακτέρ, καταπέλτες, και φορτηγά στην δεύτερη φάση τους, την φάση των μπλόκων που χτύπησαν βαθιά την παραγωγική μηχανή της χώρας σε ώρες κρίσης και πείνας. Για το διακομματικό καθεστώς και για τα ΜΜΕ ήταν όλα δίκαια κινήματα του λαού με λάθος βίαια μορφή. Για τους κομματικούς συνδικαλιστές και η βίαιη μορφή ήταν σωστή με μόνη εξαίρεση τα μπλόκα του ψευτοΚΚΕ στο λιμάνι. Το αποτέλεσμα ήταν η «λάθος βία» του λαού να αντιμετωπιστεί όπως πάντα με μη βία του κράτους.

Σημαίνει αυτό ότι η λύση απέναντι στα μπλόκα είναι να ασκηθεί αστυνομική βία; Κάθε άλλο. Όσο το καθεστώς εμφανίζει τα μπλόκα σαν λάθη ενός δίκαιου αγώνα κάθε αστυνομικό χτύπημα στα μπλόκα θα εμφανίζεται μοιραία στα μάτια ενός μεγάλου κομματιού των μαζών σαν χτύπημα στο λαό. Γιατί αν ένα αίτημα είναι δίκαιο πρέπει να ικανοποιηθεί από μια κυβέρνηση, αλλιώς η όποια βία που αυτό ασκεί  χρεώνεται τελικά στην κυβέρνηση που δεν ικανοποιεί το αίτημα, οπότε ακόμα και όταν τα μπλόκα διαλύονται με τη βία τελικά πολιτικά κερδισμένοι βγαίνουν οι σοσιαλφασίστες που σημαίνει πράκτικά ότι σύντομα ένα άλλο μπλόκο, ένας άλλος στραγγαλισμός, ένα άλλο παραγωγικό σαμποτάζ πελώριας κλίμακας θα ξεκινήσει.

Αυτό το παιχνίδι παίζει ως το τέλος ο σοσιαλφασισμός και αυτός κερδίζει όσο τα μπλόκα δεν αποκαλύπτονται σαν πολιτικές εκφράσεις ενός φασισμού κορυφής και όχι κάποιων απεγνωσμένων κινημάτων βάσης.

Το αρχικά δίκαιο κίνημα των φορτηγατζήδων, η χειραγώγησή του και η φασιστική χρήση του

Αυτό το παιχνίδι έπαιξε ιδιαίτερα καλά ο σοσιαλφασισμός πατώντας πάνω στο υπαρκτό και αρχικά πραγματικά μαζικό και λαϊκό κίνημα των ιδιοκτητών φορτηγών που σταδιακά το μετέτρεψε σε ένα άμαζο και καταστροφικό κίνημα βίας με το οποίο έδωσε το πιο βαρύ ως τώρα οικονομικό χτύπημα στην εξαγωγική βιομηχανία της χώρας. Μόνο στην δεύτερη του και τελευταία ως τώρα φάση η ζημιά στην παραγωγή ξεπέρασε σύμφωνα με υπολογισμούς των οικονομικών αναλυτών τα 80 εκ Ευρώ τη μέρα (που σημαίνει τα 1,5 δις Ευρώ σε 20 μέρες), δηλαδή κόστισε στη χώρα τα μισά λεφτά που έχουν παρθεί από τους δημόσιους υπάλληλους κι αυτό χώρια από το πελώριο μελλοντικό κόστος από την αναξιοπιστία  της εξαγωγικής βιομηχανίας.

Η τακτική του σοσιαλφασισμού  στο κίνημα των φορτηγών είναι άξια μελέτης γιατί πιθανά να την δούμε να επαναλαμβάνεται στο μέλλον, όσο η κυβέρνηση του προβοκάτορα Παπανδρέου θα χτυπάει κομμάτια του λαού καλυπτόμενη πίσω από την ΕΕ και το ΔΝΤ και θα τα εξοργίζει και αυτά στο δρόμο τους θα βρίσκουν σαν συνδικαλιστές καθοδηγητές τους προβοκάτορες του καθεστώτος. Έχουμε ήδη γράψει ένα αρκετά διεξοδικό άρθρο στο προπροηγούμενο φύλλο της Νέας Ανατολής στο οποίο αναλύαμε πως συντονισμένα ο Παπανδρέου από τα πάνω και ο Σαμαράς με το ψευτοΚΚΕ και τον ΣΥΝ από τα κάτω έσπρωξαν στους φορτηγατζήδες στην απεργία του καλοκαιριού με λάθος αιτήματα και μορφές πάλης που κατέληξαν σε ήττα και σε βαθύ χτύπημα στην παραγωγή, ιδιαίτερα στον τουρισμό. Λέγαμε δηλαδή ότι ο Παπανδρέου επίτηδες έβαλε το Ρέπα να αθετήσει τις υποσχέσεις του στους φορτηγατζήδες για 5ετή μεταβατική περίοδο και μάλιστα μέσα στο καλοκαίρι για να προκαλέσει το μαζικό και δίκαια οργισμένο κίνημα των φορτηγατζήδων. Από την άλλη ο Σαμαράς  και τα ψευτοΚΚΕ-ΣΥΝ ανέλαβαν να διαμορφώσουν για το κίνημα των φορτηγατζήδων ένα αδιέξοδο και αντιδραστικό αίτημα πάλης, που ήταν η μη απελευθέρωση των μεταφορών. Με αυτό πήγαιναν από τη μια σε μια ατέλειωτη σύγκρουση με την κυβέρνηση και από την άλλη σε σύγκρουση με τους καταναλωτές, με το λαό και με ένα μνημόνιο ναι μεν αντιδραστικό αλλά που το είχε υπογράψει (και εν πολλοίς το είχε προτείνει σε πολλά σημεία του) η κυβέρνηση με τους πιστωτές της για να μην υποχρεωθεί σε χρεωκοπία. Το πιο σωστό ήταν οι φορτηγατζήδες να ζητήσουν από την αρχή αντισταθμιστικές παραχωρήσεις από το κράτος σε πολλά επίπεδα (φορολογικό, ασφαλιστικό, ενισχύσεις για εκσυγρονισμό) στη βάση ενός συγκεκριμένου προγράμματος αποζημιώσεων για τη βλάβη που υπέστησαν χάνοντας την αξία των αδειών τους. Όταν πια το κίνημα είχε προκαλέσει τεράστια οικονομική ζημιά και από απεργία είχε μετατραπεί σε μπλόκο των διυλιστηρίων, (οπότε και κάθε κίνησης  οχημάτων) από μια μειοψηφία που την κινούσε το ΠΑΜΕ και αφού είχαν φουντώσει οι αντιθέσεις μέσα στην κοινή γνώμη ενάντια στο μπλόκο της βενζίνης επιβλήθηκε από την κυβέρνηση το μέτρο της επίταξης που ουσιαστικά  μόνο ο Ρέπας υποστήριζε στην κυβέρνηση και που οι δύο αρμόδιοι για την επιβολή του υπουργοί Ραγκούσης και Χρυσοχοίδης το καθυστερούσαν. Όμως για να μην φέρουν σε δύσκολη θέση τους φίλους τους μέσα στην κυβέρνηση και πρώτον απ όλους τον πρωθυπουργό οι σοσιαλφασίστες σταμάτησαν τα μπλόκα λίγο μετά την κήρυξη της επίταξης. Αυτό ήταν το τέλος της πρώτης φάσης ενός μαζικού κινήματος που προβοκαρίστηκε πολιτικά από τους αρχηγούς του, που συρρικνώθηκε και έγινε τελικά μπλόκο, δηλαδή εργαλείο βίας και ομηρείας ενάντια στο λαό οπότε και νικήθηκε.

Οι σοσιαλφασίστες ξανασήκωσαν το κίνημα των φορτηγατζήδων  με την ευκαιρία της ψήφισής του στη Βουλή για να δυναμώσουν το οικονομικό χτύπημα στην παραγωγή. Αυτή τη φορά πρόβαλαν εντελώς καθυστερημένα σαν βασικό το αίτημα για μεγαλύτερη μεταβατική περίοδο από τα 3 χρόνια στα 5 που οι σοσιαλφασίστες ήξεραν ότι ήδη είχε αποκλειστεί ρητα και από την κυβέρνηση και από την τρόικα. Αυτό το κίνημα στην αυθόρμητη βάση του ήταν ένα κίνημα απελπισίας, ένα κίνημα οπισθοφυλακής και γι αυτό εξαιτερικά άμαζο σε σχέση με εκείνο του καλοκαιριού στο οποίο κρίθηκε πραγματικά η έκβαση της μάχης. Επειδή ήταν τέτοιο στη βάση του γρήγορα πήρε σε αυτό ηγεμονία ο σκληρός πυρήνας του σοσιαλφασισμού, το ψευτοΚΚΕ και το έστρεψε στην καθαρή βία, δηλαδή στο μπλόκο. Όταν λέμε το έστρεψε στη βία επειδή ήταν άμαζο εννοούμε ότι το κίνημα δεν μπορούσε να έχει τη μορφή της  απεργίας όπως την είχε στην πρώτη του φάση το καλοκαίρι. Απεργία σημαίνει άρνηση παροχής εργασίας, άρνηση μεταφοράς. Αυτή η άρνηση έχει αποτελεσματικότητα μόνο αν είναι μαζική. Όταν οι ιδιοκτήτες των φορτηγών και μαζί τους υποχρεωτικά οι οδηγοί υπάλληλλοί τους αρνούνται να μεταφέρουν προιόντα έχουμε μια γενική απεργία του κλάδου και αυτό είναι κάτι το αποτελεσματικό και έχει μια νομιμότητα στα μάτια του λαού ακόμα και όταν έχει επώδυνα οικονομικά αποτελέσματα γι αυτόν γιατί εκφράζει μια πραγματική και γενική διάθεση ενός κλάδου. Όταν όμως ο κλάδος δεν θέλει πια να απεργήσει μαζικά, είτε γιατί δεν πιστεύει πια στους ηγέτες του τύπου Τζωρτζάτου που το καλοκαίρι έλεγε «μολών λαβέ» τη μια μέρα δαφνοστεφανωμένος από τους συναδέλφους τους και την άλλη μέρα υποχωρούσε εξευτελιστικά και δίχως εξηγήσεις, είτε γιατί δεν πιστεύει στις δυνατότητες νίκης επειδή έχει χάσει κάθε υποστήριξη των πλατειών μαζών, τότε δεν μένει στο σοσιαλφασισμό παρά ο δρόμος του μπλόκου, δηλαδή του ωμού εκβιασμού της κοινωνίας. Έτσι στο κίνημα του Σεπτέμβρη επιβλήθηκε το μπλόκο.

Νέα μπλόκα ωμής βίας από το σοσιαλφασισμό. Χειροδικίες, πετροβολητά και διορισμένες συντονιστικές επιτροπές.

Όμως αυτή τη φορά επιβλήθηκε ένα μπλόκο νέου τύπου που εφάρμοζε μια νέα «ανώτερη» μορφή βίας . Μέχρι τώρα ένα μπλόκο έκοβε τους δρόμους. Κάτι τέτοιο χρειάζεται μια σημαντική μαζικότητα γιατί ένα μπλόκο διαρκείας πρέπει να αντιμετωπίσει όχι μόνο μια γενική κοινωνική αποδοκιμασία, αλλά χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδες εξαγριωμένους οδηγούς. Η πλούσια και μεσαία αγροτιά μπορεί να στήνει τέτοια μπλόκα επειδή είναι μια πολυάριθμη τάξη ώστε και το 1/100 της να συμμετεχει στα μπλόκα αυτά θα είναι κάπως μαζικά. Όμως οι φορτηγατήδες Δ.Χ είναι μόνο 40.000 και αν δεν συμμετέχει ένα τεράστιο μέρος τους στα μπλόκα αυτά θα είναι άμαζα. Επειδή λοιπόν ένα τέτοιο μπλόκο δεν ήταν δυνατό ο σκληρός σοσιαλφασισμός ανέλαβε να ασκήσει ωμή βία στους μεταφορείς που δεν απεργούσαν, είτε σαν ιδιοκτήτες, είτε σαν οδηγοί, είτε σαν έλληνες είτε σαν ξένοι, και να τους υποχρεώσει να απεργήσουν. Γι αυτό άρχισε να δέρνει τους οδηγούς ακόμα και να τους στέλνει στο νοσοκομείο και να πετροβολεί και να καταστρέφει σε οποιοδήποτε σημείο των εθνικών δρόμων τα φορτηγά εκείνων που δεν συμμετείχαν στην απεργία που την κήρυξε μια συνδικαλιστική ηγεσία που ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του νόμου δεν την ακολουθούσε η βάση . Έμεινε πια μια σκέτη τραμπούκικη βία, τόσο σκέτη ώστε δεν υπήρχε κανένα συνδικαλιστικό όργανο που να μπορεί να την υπερασπίσει μπροστά στο λαό. Έτσι ήρθε η ώρα των αρχιτραμπούκων και αρχιπραξικοπηματιών του ψευτοΚΚΕ για να στήσουν το συνδικαλιστικό όργανο της βίας το ειδικό για την περίσταση. Ήταν η Συντονιστική Επιτροπή Αγώνα που είχε βγει χωρίς εκλογές και χωρίς διαφάνεια μέσα από τα μπλόκα ενώ στην πραγματικότητα ήταν φορτηγατζήδες του ψευτοΚΚΕ που αυτό το κόμμα διόρισε σαν εκπροσώπους των μπλόκων. Αυτό το όργανο ήταν υπεύθυνο για την άσκηση βίας αλλά όχι υπεύθυνο συνδικαλιστικά. Έγινε δηλαδή ένας καταμερισμός: Οι διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση θα γίνονταν με τους «καθώς πρέπει» δηλαδή άσχετους τάχα με τη βία επίσημους συνδικαλιστές που όχι τυχαία είχαν επικεφαλής τους τον ευέλικτο  σοσιαλφασίστα Τζωρτζάτο, ενώ η βία θα οργανωνόταν από την αόρατη, απροσδιόριστη και γι αυτό νομικά και αστυνομικά ασύλληπτη Συντονιστική Επιτροπή Αγώνα.  Το μόνο πρόβλημα σε αυτόν τον καταμερισμό ήταν ότι ως εκείνη τη στιγμή το ψευτοΚΚΕ έκφραζε δημόσια την περιφρόνησή του όχι μόνο στους πλούσιους αλλά και στους μεσαίους φορτηγατζήδες με τα μεγάλα φορτηγά που αποτελούσαν οι πρώτοι τον ηγεμόνα  και οι δεύτεροι τον κορμό των κινητοποιήσεων γιατί αυτοί θίγονταν πιο πολύ από την υποτίμηση των αδειών τους.  Αυτοί έχουν κατά κανόνα στη δούλεψή τους υπαλλήλους οδηγούς, είναι δηλαδή μικροί ή μεσαίοι καπιταλιστές και πρόβαλαν τουλάχιστον στην δεύτερη φάση σαν βασικό αίτημα τους την αύξηση της μεταβατικής περιόδου από τα 3 στα 5 χρόνια.

Αυτό το πρόβλημα το ψευτοΚΚΕ το έλυσε πολύ απλά: η Συντονιστική βαφτίστηκε από το Ριζοσπάστη εκπρόσωπος των ιδιοκτητών των μικρών φορτηγών (που επίσημα εκπροσωπούνται από την φιλο-ψευτοΚΚΕ Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ελαφρών Φορτηγών «η Ένωση») και είναι γενικά αυτοαπασχολούμενοι, καθώς και των ιδιοκτητών που έχουν ένα μόνο μεγάλο φορτηγό οπότε δεν έχουν οδηγό στην δούλεψή τους. (Στην πραγματικότητα και αυτοί έχουν συνήθως έναν οδηγό για να αξιοποιούν καλύτερα το πάγιο τους).  Όμως οι ιδιοκτήτες μικρών φορτηγών έβαζαν σαν κεντρικό αίτημα όχι την 5ετία αλλά να καταργηθεί ο νόμος επειδή ευνοεί την δημιουργία εταιρειών φορτηγών που θα πνίξουν τους μικροιδιοκτήτες και θα δημιουργήσουν μονοπώλια λες και ως σήμερα δεν υπήρχε στη χώρα ένα μονοπωλιακό καθεστώς που λειτουργούσε απλά στην πιο καθυστερημένη κρατικο-καπιταλιστική και συντεχνιακή βάση των περιορισμένων σε αριθμό αδειών (Ριζοσπάστης 21/9).

Αλλά αυτές οι αντιφάσεις είναι λεπτομέρειες από την ώρα που υπάρχει ο καταμερισμός εργασίας μεταξύ επίσημου και ανεπίσημου συνδικαλισμού, μεταξύ διαπραγματευτών και πετροβολητών-δαρτών, μεταξύ του Τζωρτζάτου καπιταλιστή και εκμεταλλευτή οδηγών με τα 12 φορτηγά και της Συντονιστικής Επιτροπής «των φτωχών».

Ο μεθοδευμένος αυτός καταμερισμός καθώς και το πολιτικό του περιεχόμενο αποδείχτηκε περίτρανα στο τέλος των κινητοποιήσεων και αφού η κυβέρνηση άρχισε να παίρνει νομοθετικά μέτρα κατά των τραμπούκων των μπλόκων, όταν αυτοί είχαν εντελώς απομονωθεί πολιτικά. Είχαν απομονωθεί και λόγω της βίας τους, και λόγω του ακραίου παραγωγικού πλήγματος που κατάφερναν ενάντια στη χώρα, και κυρίως, λόγω της αποδυνάμωσής τους μέσα στους φορτηγατζήδες εξ αιτίας του συνδικαλιστικού πραξικοπηματισμού τους. Ήδη οι άνθρωποι του ψευτοΚΚΕ μετά την ψήφιση του νόμου είχαν αρχίσει να απειλούν με χρήση βίας και εκείνους τους επίσημους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους που δεν ήθελαν να ψηφίσουν υπέρ της συνέχισης των κινητοποιήσεων. Μάλιστα επέβαλαν ώστε οι ψηφοφορίες να γίνονται ανοιχτές και μέσα σε κλίμα τρόμου. Όμως  πια ολόκληρες ομοσπονδίες ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν. Στο σημείο αυτό ήρθαν ξανά στο προσκήνιο οι σοσιαλφασίστες επίσημοι συνδικαλιστές με επικεφαλής τον Τζωρτζάτο για να διαχειριστούν το καλύτερο για τον σοσιαλφασισμό τέλος. Συναντήθηκαν με τον Χρυσοχοίδη- τρεις όλοι κι όλοι- που σημαίνει ότι ο Χρυσοχοίδης δεν εμπιστευόταν τα κάπως πλατύτερα συνδικαλιστικά όργανα. Και με το δίκιο του. Οι 3 βγαίνοντας από την σύντομη συνάντηση με τον Χρυσοχοίδη δήλωσαν καταχαρούμενοι ότι θα εισηγηθούν τέλος των κινητοποιήσεων επειδή ο Χρυσοχοίδης τους έδωσε μια «λύση» που  ήταν στην πραγματικότητα απλές υποσχέσεις για μέτρα ενίσχυσης των φορτηγατζήδων που θα περιληφθούν σε έναν μελλοντικό αναπτυξιακό νόμο (όπως ενισχύσεις για απόσυρση των παλιών φορτηγών) που όμως είναι πολύ αόριστα διατυπωμένα. Στην ουσία επρόκειτο για ένα ακόμα πούλημα των φορτηγατζήδων που εμφανίστηκε σαν νίκη των προβοκατόρων ηγετών τους, και σαν μια ακόμα νίκη του δήθεν διαλλακτικού και φιλολαίκού Χρυσοχοίδη. Για αυτό ενώ χρειάστηκαν λίγα λεπτά για να πει ο Τζωρτζάτος το ναι στο Χρυσοχοίδη, ο ίδιος ο Τζωρτάζτος χρειάστηκε πέντε ώρες για να πείσει τους άλλους φορτηγατζήδες στην συνεδρίαση του οργάνου που ακολούθησε. Αυτό όμως που είδε ο πολύς κόσμος χάρη στην προσχεδιασμένη υποχώρηση του Τζωρτζάτου, ήταν ένας μάγος Χρυσοχοίδης που έφερε την κοινωνική ειρήνη λύνοντας τα μπλόκα και αδειάζοντας τον «αδιάλλακτο», «αντιλαίκό» και «αστυνομοκράτη» αρμόδιο υπουργό Ρέπα που ως τότε ήταν ο συνομιλητής των φορτηγατζήδων. Μάλιστα ο Τζωρτζάτος για να εμπεδώσει το τηλεοπτικό κοινό την ανικανότητα του Ρέππα δήλωσε: «Οταν οι προθέσεις είναι καλές, οι συναντήσεις είναι σύντομες και αποτελεσματικές». Αν ο Ρέπας δεν ήταν και αυτός ένας υπουργός του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή ένας τύπος που είχε μάθει να είναι απόλυτα εύκαμπτος και δουλικός στα αυθαίρετα καπρίτσια του πατέρα-αφέντη που κάποτε ήταν ο Παπανδρέου ο Β και τώρα ο Παπανδρέου ο Γ, θα είχε τώρα παραιτηθεί καταγγέλοντας και τον Χρυσοχοίδη αλλά και τον Παπανδρέου για τη ωμή παράκαμψή και την πολιτική έκθεσή του σαν ανίκανου να διαχειριστεί μια κρίση. 

Είμαστε τώρα πεισμένοι ότι η παράταση των μπλόκων των φορτηγατζήδων πέρα και έξω από κάθε πολιτικό συσχετισμό και κάθε συνδικαλιστική λογική είχε και σαν πολιτικό στόχο το αδυνάτισμα του Ρέππα. Επιβεβαιώνεται δηλαδή αυτό που γράφαμε στη Νέα Ανατολή του Ιούλη στο άρθρο μας με τίτλο «Πως οι προβοκάτορες στην κυβέρνηση και στα συνδικάτα χρησιμοποίησαν τα δίκια των φορτηγατζήδων για να σκοτώσουν για μια ακόμα φορά τη χώρα».

 Γράφαμε εκεί ότι ένας από τους πιθανούς στόχους των σοσιαλφασιστών που εκμεταλλεύτηκαν και χαντάκωσαν τον αγώνα των φορτηγατζήδων ήταν «να πετύχουν το ξωπέταγμα του Ρέπα -που αντέδρασε στην ιδιωτικοποίησή  του ΟΣΕ, δηλαδή στην παράδοσή του στους κινέζους- με την κατηγορία ότι δεν χειρίστηκε σωστά τη διαπραγμάτευση με τους μεταφορείς». Ήδη στο ταξίδι του στην Αθήνα ο πρωθυπουργός της Κίνας δήλωσε ξεκάθαρα ότι η χώρα του ενδιαφέρεται για τον ΟΣΕ την αποκρατικοποίηση του οποίου δεν θέλει ο Ρέπας.

Πραγματικά ο φασισμός είναι ενιαίος και επιτίθεται παντού. Φασισμός στα μπλόκα, φασισμός και νοθεία στις εκλογές των σωματείων από το ψευτοΚΚΕ, φασισμός με τις πολιτικές εκκαθαρίσεις των αστοδημοκρατών πολιτικών με ανύπαρκτα σκάνδαλα σαν εκείνα του Βατοπεδίου, φασισμός με την εκτέλεση δημοσιογράφων (Γκιόλια) και το κλείσιμο τηλεοπτικών καναλιών (SBC) που αντιδρούν συνειδητά ή αυθόρμητα στο νέο καθεστώς, φασισμός παντού με διακομματική κάλυψη κορυφής και γι αυτό αόρατος, φασισμός που έχει σαν τελικό του στόχο να κάνει τη χώρα μας αποικιακή βάση των δύο μεγαλύτερων νεοναζιστικών δικτατοριών  του πλανήτη, της Ρωσίας του Πούτιν και της Κίνας του Χου.