Με το δημοψήφισμα στις 12 του Σεπτέμβρη για την τροποποίηση του συντάγματος η Τουρκία έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα προς την ισλαμοφασιστική δικτατορία. Με ποσοστό 58% το σώμα των ψηφοφόρων αποδέχτηκε τις 26 συνταγματικές αλλαγές που πρότεινε η κυβέρνηση Ερντογάν. Αυτός επεδίωκε τον πολιτικό έλεγχο πάνω στους δύο βασικούς κρατικούς θεσμούς, και συγκεκριμένα πάνω στη δικαιοσύνη και στο στρατό, τα δύο εναπομείναντα προπύργια του κεμαλισμού μέσα στο κράτος. Οι κυριότερες αλλαγές αφορούν πιο συγκεκριμένα στη δομή και λειτουργία του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων και του Συνταγματικού Δικαστηρίου, και επιτρέπουν τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, εν προκειμένω τον έλεγχο από το ισλαμικό κόμμα που έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πάνω στο σώμα αυτό μέσα από το διορισμό μέρους της σύνθεσής του. Οι αλλαγές αγγίζουν επίσης την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, επιτρέποντας τις εκ των υστέρων διώξεις τους για τις αντισυνταγματικές αποφάσεις τους προηγούμενων δεκαετιών.
Οι τροποποιήσεις του Ερντογάν στηλιτεύτηκαν από προοδευτικούς διανοουμένους της χώρας και καταγγέλθηκαν από την κεμαλική αντιπολίτευση σαν αντισυνταγματικές, τόσο ως προς τη διαδικασία προώθησής τους όσο και επειδή αντιβαίνουν ένα βασικό άρθρο του συντάγματος που θεσμοθετεί τη διάκριση των εξουσιών. Οι δυνάμεις του ισλαμοφασισμού επιδόθηκαν σε αυτό που ταιριάζει καλύτερα με τη φύση τους, δηλ. στο λαϊκισμό που μια μορφή του είναι η επίκληση της δημοκρατίας ενάντια στην ουσία της. υποσχόμενοι κάποιες ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα για το λαό. Αυτό το κάνουν οι δικτάτορες που επικαλούνται τη δημοκρατία ώσπου να έρθουν στην εξουσία μέσα από εκλογές χάρη στην κοινωνική δημαγωγία τους. Μόλις όμως πάρουν την πολιτική εξουσία σταδιακά καταλαμβάνουν τους βασικούς μοχλούς της κρατικής μηχανής και μετά κάνουν ωμή δικτατορία. Αυτό το δρόμο ακολούθησε και ο Χίτλερ, αυτό το δρόμο ακολουθούν τελευταία ο Τσάβες και ο Ερντογάν. Ας πούμε οι τελευταίες συνταγματικές τροποποιήσεις του Ερντογάν έχουν ένα νόημα: να αρπάξει τη δικαστική εξουσία και μετά να την κάνει εργαλείο για να εκκαθαρίσει το στρατό από τους κεμαλιστές και να φέρει στην αρχηγία του του ισλαμοφασίστες. Για να εμφανίσει σαν δημοκρατία αυτό το μείζον πραξικόπημα το ανακατεύει με κάποια δημοκρατικά μέτρα που και αυτά θα φροντίσει να τα καναλιζάρει προς όφελος των ισλαμοφασιστών και γενικότερα των σοσιαλφασιστών. Έτσι με τις τροποποιήσεις αυτές αίρονται οι περιορισμοί στο δικαίωμα απεργίας, προσφέρεται το δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων και επιλογής συνδικαλιστικού φορέα στους κυβερνητικούς υπαλλήλους, και επιτρέπεται στους χρεωμένους επιχειρηματίες το δικαίωμα να ταξιδεύουν στο εξωτερικό κτλ. Ξέρουμε πως οι ισλαμοφασίστες θα χρησιμοποιήσουν το δικαίωμα της απεργίας και του συνδικαλισμού των δημόσιων υπάλληλων. Θα το χρησιμοποιήσουν όπως το χρησιμοποίησαν οι έλληνες σοσιαλφασίστες για να αποσπάσουν την εξουσία μέσα στην κρατική γραφειοκρατία. Στις καταπιεσμένες μειονότητες η κυβέρνηση έκανε ορισμένα ανοίγματα, όπως άδειες λειτουργίας σε ιστορικούς ναούς για το οικουμενικό πατριαρχείο και για την αρμενική εκκλησία ή η παραχώρηση δικαιωμάτων στους Κούρδους. Παρόλα αυτά μία σημαντική μερίδα των κουρδικών πολιτικών δυνάμεων κήρυξε αποχή από το δημοψήφισμα. Στο πλευρό της κυβέρνησης συντάχθηκε ωστόσο μια άλλη μερίδα, που περιλαμβάνει και το σοσιαλφασιστικό PΚΚ του Α. Οτσαλάν (βλ. El Pais, 10/9). Είναι εμφανής εδώ όχι μόνο η αγαστή σύμπλευση πράσινου (ισλαμοφασιστικού) και «κόκκινου» φασισμού αλλά και τα μέσα – θεμιτά ή αθέμιτα – που χρησιμοποιούν αυτοί για να επιβάλουν την από κοινού δικτατορία τους.
Πρόκειται για τη δικτατορία της κλίκας Ερντογάν που επιχειρεί εδώ και χρόνια να ισλαμοποιήσει την πολιτική ζωή της χώρας και να την εντάξει στον ρωσο-κινεζο-ιρανικό ναζιστικό αντιδυτικό άξονα. Η προσπάθεια αυτή οδηγήθηκε σε μια νέα ποιότητα το καλοκαίρι με τη ρήξη που σημειώθηκε στις σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ μέσο της προβοκάτσιας του «ανθρωπιστικού» στολίσκου προς τη Γάζα και τη συνακόλουθη απόλυτη εξομάλυνση των σχέσεων με το Ιράν, την Ελλάδα, την Αρμενία και τη Συρία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μόλις την επομένη του δημοψηφίσματος μια σειρά κρατικοί ηγέτες-εκπρόσωποι ή φίλα προσκείμενοι στον άξονα έσπευσαν να συγχαρούν τον Ερντογάν και την κυβέρνησή του για το αποτέλεσμα. Ανάμεσά τους, ο ιρανός υπ. Εξ. Μοτακί, ο πρόεδρος της Συρίας Άσαντ, ο ρωσόδουλος παλαιστίνιος πρόεδρος Αμπάς, και οι φιλοσύριοι πλέον λιβανέζοι πολιτικοί ηγέτες. Απ’ το χορό δε θα μπορούσε φυσικά να λείπει το πιστό σκυλί της ρωσικής διπλωματίας και ταυτόχρονα οδηγός του Ερντογάν μέσα στην Ευρώπη, έλληνας πρωθυπουργός (βλ. www.worldbulletin.net και www.presstv.ir).
Αλλά δεν ήταν μόνο οι δυνάμεις του άξονα που αναθάρρησαν από τη μεγάλη νίκη του ισλαμοφασισμού. Αναθάρρησαν και τα δυτικά μονοπώλια που, μέσα στην παρακμή τους, κοντόφθαλμα καθώς είναι και χωρίς ίχνος δημοκρατισμού, είδαν τη φασιστικοποίηση της τουρκικής πολιτικής ζωής σα μια μορφή σταθεροποίησης και μια καλή ευκαιρία για ένα μεγαλύτερο άνοιγμά τους στην τουρκική αγορά! Προηγούμενα ο Ερντογάν είχε καταφέρει να τους πείσει ότι επιθυμεί στενότερες πολιτικές και οικονομικές σχέσεις με την Ευρώπη, (κι εδώ η στήριξη που του έδωσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις Παπανδρέου-Καραμανλή υπήρξε καταλυτική). Η Ελευθεροτυπία γράφει λοιπόν στις 14/9 ότι ο δείκτης ΙΜΚΒ του χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης ανέβηκε για πρώτη φορά κατά 2,14% καταγράφοντας ρεκόρ ανόδου 1297 μονάδων. Ταυτόχρονα, η Κομισιόν, μια σειρά ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών έχουν εκφράσει την ικανοποίησή τους για το αποτέλεσμα, ενώ ο όλο και ο όλο και πιο φιλικός προς τον νεοναζιστικό άξονα (Ρωσίας- Κίνας-Ιράν) αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα έσπευσε να συγχαρεί τηλεφωνικώς τον Ερντογάν και να αναγνωρίσει σ’ αυτόν «τη ζωτικότητα της δημοκρατίας στην Τουρκία». Πιο πριν το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, που μέλος του είναι και το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα της αντιπολίτευσης, είχε αξιώσει από το τελευταίο να υποστηρίξει τις μεταρρυθμίσεις θέτοντας εμμέσως ακόμα και ζήτημα διαγραφής από τις τάξεις του!
Όλη η κτηνωδία και η χοντροπετσιά του δυτικού ιμπεριαλισμού έχει επιστρατευτεί για να ενισχύσει τις δυνάμεις του ανερχόμενου νεοναζιστικού άξονα. Όπως πριν 70 χρόνια, έτσι και τώρα οι ιμπεριαλιστές της Δύσης παραδίδουν στους χίτλερ τις χώρες της περιφέρειας, αδιαφορώντας για το ότι μ’ αυτό τον τρόπο ανοίγουν την πόρτα και των δικών τους χωρών στην αθεράπευτη βουλιμία του επιθετιστή.