Δημοσιεύουμε στο σημερινό φύλο της Νέας Ανατολής και ένα κάπως μεγάλο απόσπασμα του πιο φωτισμένου ιστορικού του 1821, του Τζωρτζ Φίνλευ του σχετικού με το αγγλικό δάνειο του 1827. Οι ομοιότητες με τους σημερινούς μπαταχτζήδες ρωσόδουλους κυβερνήτες που φάγανε τα ευρωδάνεια των εκατοντάδων δις Ευρώ μετά το 2000 μαζί με την σύγχρονη γραφειοκρατική κλεφτουριά που με μεγαλύτερο θράσος από τους προγόνους της δηλώνει ότι δεν πληρώνει, είναι εκπληκτικές. Η διαφορά πάντως υπέρ της πρώτης κλεφτουριάς είναι ότι αυτή έπαιξε και το κεφάλι της και σαν τέτοια έδειξε πολλές φορές ένα μεγαλείο. Η νέα «αριστερή» «αντιιμπεριαλιστική» κλεφτουριά είναι απόλυτοι αρνητικοί νάνοι που θα γίνουν απόλυτα μισητοί και δάσκαλοι από την ανάποδη για τη νέα μεγάλη εθνικοινωνική επανάσταση που έρχεται.

ΑΠΟ ΤΗΝ «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ» ΤΟΥ Γ. ΦΙΝΛΕΥ

Τόμος Β΄- Κεφάλαιο 4

Τα δυο δάνεια κατασπαταλούνται

Στις αρχές του 1824 κλείστηκε το πρώτο αγγλικό δάνειο. Οι Έλληνες πήραν 300 χιλιάδες λίρες περίπου, με την υποχρέωση να καταβάλουν 40 χιλιάδες λίρες ετήσιο τόκο. Το κεφάλαιο του δανείου ήταν 800 χιλιάδες λίρες με πέντε τοις εκατό. Οι δανειστές, που κινδύνεψαν τα λεφτά τους για την απελευθέρωση της Ελλάδος, ποτέ δεν πήραν ούτε ένα σελίνι τόκο, ούτε άκουσαν μια λέξη ευγνωμοσύνης από όλες αυτές τις χιλιάδες που πλούτισαν με τα δικά τους χρήματα. Φαίνεται πως οι Έλληνες πίστευαν πραγματικά ότι αυτό το δάνειο ήταν μια προσφορά, κάτι σα χρέος που όφειλαν οι πολιτισμένες κοινωνίες στον τόπο που γέννησε τον Όμηρο και τον Πλάτωνα. Αυτή η συνήθεια των νεωτέρων Ελλήνων να μετατρέπουν τα πάντα σε χρηματικό σύμβολο, μετέβαλε τον Όμηρο, τον Πλάτωνα κι όλη τη συντροφία σε πιστωτές ενός μεγάλου κεφαλαίου και ενός υπέρογκου ποσού από τόκους που συσσωρεύτηκαν και ποτέ δεν καταβλήθηκαν.

Από καθαρά οικονομική άποψη, πιο αποτυχημένη επιχείρηση από την επιχείρηση του ελληνικού δανείου δεν μπορούσε να υπάρξει. Και οι δανειστές αλλά και τα μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου ήξαιραν καλά ότι οι πρόσοδοι της Ελλάδος του 1823 έφθαναν μόλις τις 80.000 λίρες. Παρ΄όλα αυτά, εγκατέλειψαν, χωρίς κανέναν έλεγχο, τη διαχείριση ενός τέτοιου ποσού, που ήταν σχεδόν ίσο με τεσσάρων ετών προσόδους της χώρας, στα χέρια ενός κόμματος που ήταν απασχολημένο με τον εμφύλιο πόλεμο. Όλοι οι ξένοι τα έχασαν μπροστά σ’ αυτήν την οικονομική τρέλλα του χρηματιστηρίου του Λονδίνου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, αποδείχτηκε, πως η ασθένεια επανέρχεται με περιοδικές κρίσεις, και πως ο μόνος τρόπος για την θεραπεία τους είναι οι άφθονες αφαιμάξεις.

Οι χορηγοί του ελληνικού δανείου, από την στιγμή που έδιναν τα χρήματα σε μια κυβέρνηση απορροφημένη από τον εμφύλιο πόλεμο, ήξαιραν καλά ότι τα χρήματα αυτά δεν θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την πραγματοποίηση στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον των Τούρκων, αλλά και εναντίον των ντόπιων αντιπάλων. Παρ’ όλα αυτά, μέσα στο 1824 προσπάθησαν αρκετές φορές να βάλουν φραγμό στην κατασπατάλησή τους. Ύστερα από απαίτηση των δανειστών, ο Σερ Χένρυ Λάιτον Μπάλουερ, πρεσβευτής σήμερα (1861) της Α.Μ στην Κωνσταντινούπολη, έφθασε στην Ελλάδα για να «βεβαιωθή κατά πόσον η φύσις της ελληνικής κυβερνήσεως εγγυάτο δια την καταβολήν του μεριδίου του δανείου, το οποίον δεν είχεν εισέτι δοθή». Ο Σερ Χένρυ, σύμφωνα με όσα η πείρα τον δίδαξε, έκανε την ακόλουθη αναφορά προς όφελος των συμπατριωτών του: «Εμείς (οι Άγγλοι) ασχολούμεθα με την κυβέρνησιν της Ελλάδος, πράγμα το οποίον εις το κάτω – κάτω της γραφής δεν είναι ιδικόν μας έργον, την στιγμήν κατά την οποίαν παραδόσαμεν εξ ολοκλήρου εις χείρας των Ελλήνων την διαχείρισιν των χρημάτων μας, δια την οποίαν και οφείλομεν να ενδιαφερθώμεν».

Ύστερα από αυτά, δόθηκε εντολή στο στρατηγό Γκόρντον να επιστρέψει στην Ελλάδα, από όπου είχε φύγει λίγο καιρό μετά την πτώση της Τριπολιτσάς, για να επιβλέψει από κοντά τον τρόπο της διαθέσεως του δευτέρου δανείου. Όταν όμως, ο Γκόρντον διάβασε τις οδηγίες τις σχετικές με τις ενέργειες, στις οποίες θα έπρεπε να προβεί, αρνήθηκε να αναμιχθεί σ’ αυτή τη δουλειά. Με αυστηρούς χαρακτηρισμούς έχει καταγράψει την γνώμη του ζυγισμένη με πολλή ακρίβεια, για τους ανθρώπους αυτούς, που τους είχαν με εμπιστοσύνη αναθέσει τη διαχείριση του αγγλικού δανείου:

«Εκτός, πιθανόν, από τον Ζαίμη, όλα τα μέλη της εκτελεστικής δεν είναι καλύτεροι από τους κοινούς ληστές». Η ιστορία των εσωτερικών τα Ελλάδος, αρχίζοντας από την ήττα του Δράμαλη και φθάνοντας στην άφιξη του βασιλιά Όθωνα, επιβεβαιώνει πόσο αληθινή ήταν αυτή η βαριά κατηγορία. Οι εσωτερικές διαμάχες που είχαν τις ρίζες τους στην απληστία των ανδρών, ήταν η βασική αιτία για την ερήμωση της χώρας. Ξεχωρίζουν μέσα σ’ αυτήν την αναρχία δύο επαίσχυντα γεγονότα: δύο εμφύλιοι πόλεμοι. Αφορμή η κατασπατάληση του αγγλικού δανείου, η εγκατάλειψη των Ψαρών και της Κάσου, που είχαν καταληφθεί από τους Τούρκους και η προετοιμασία καταλλήλου κλίματος στον Μοριά για υποταγή του Ιμπραήμ πασά.

Πόλεμος του Κολοκοτρώνη ονομάστηκε ο πρώτος από τους δύο εμφυλίους πολέμους, επειδή βασικός αίτιος στάθηκε ο γέρος καπετάνιος. Άρχισε τον Νοέμβριο του 1823 και έληξε τον Ιανουάριο του 1824. σταμάτησε αμέσως μόλις έφτασε ή είδηση στους διαπληκτιζόμενους ότι είχε καταφθάσει στη Ζάκυνθο μια δόση του πρώτου αγγλικού δανείου. Ο πρωτότοκος γιός του Κολοκοτρώνη, ο Πάνος, που κρατούσε το Ναύπλιο, δέχτηκε ένα ποσό από αγγλικά αυτά χρήματα για να το παραδώσει αμέσως στην εκτελεστική εξουσία. Αυτή η συναλλαγή έγινε στις 5 Ιουνίου του 1824.

Όσο οι Έλληνες πολεμούσαν μεταξύ τους, ο σουλτάνος Μαχμούντ εξουδετέρωνε τα εμπόδια που δυσκόλευαν την συνεργασία με τον ισχυρό Μωχάμετ Άλη, τον πασά της Αιγύπτου, για επίθεση εναντίον τους. Με την συνετή του συμπεριφορά εξασφάλισε την ολόψυχη υποστήριξη του πασά της Αιγύπτου. Ο Μωχάμετ Άλη επιθυμούσε έτσι κι αλλιώς να τιμωρήσει τους Έλληνες. Από τις καταδρομές τους είχε υποστεί πολλές απώλειες. Εξ άλλου, φοβόταν ότι η παράταση του αγώνα των επαναστατών χριστιανών θα έφερνε το ρωσικό στόλο στη Μεσόγειο. Αυτός ήταν και ο λόγος που δέχτηκε με το πιο καλοπροαίρετο πνεύμα τις προτάσεις που έγιναν στον πολιτικό του αντιπρόσωπο που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Ο σουλτάνος έκανε τον γιο του Ιμπραήμ βεζύρη του Μοριά. Έγραψε επίσης μιαν επιστολή όλο φιλοφρονήσεις στον ίδιο τον ξακουστό πασά, όπου τον αποκαλούσε υπέρμαχο του Ισλάμ. Ο Μωχαμέτ Άλη έλαβε την επιστολή, έδειξε βαθειά ικανοποίηση και ανάλαβε την υποχρέωση να στείλει ισχυρό στρατό και στόλο εναντίον των Ελλήνων. Δεν είχε συλλάβει ακόμη, από τις γαλλικές ραδιουργίες το απατηλό όραμα να ανακηρυχθεί ο ίδιος ιδρυτής μια αραβικής αυτοκρατορίας.

Οι Έλληνες αδιαφόρησαν για τις προετοιμασίες που άκουσαν να γίνονται στους ναυστάθμους της Κωνσταντινουπόλεως και της Αλεξανδρείας. Δεν πίστευαν πως ήταν δυνατό να υπάρξει συνεργασία του σουλτάνου με τον πασά, παρ’ όλο που η φήμη της είχε διαδοθεί ευρύτατα. Επέμεναν στη γνώμη ότι ο Μωχάμετ Άλη σκεφτόταν όπως αυτοί οι ίδιοι. Πίστευαν πως ο πασάς χρειαζόταν τα χρήματά του για δικά του σχέδια και έτρεφαν την ψευδαίσθηση ότι το πιο πιθανό ήταν να κινηθεί ο πασάς εναντίον του σουλτάνου παρά να ταχθεί με το μέρος του. Χρησιμοποιούσαν σαν επιχείρημα ακλόνητο ότι ο σουλτάνος θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον να στερεώσει τη δική του ανεξαρτησία παρά να αποτρέψει τη δική τους. Ήταν απορροφημένοι ολόψυχα σε κομματικές διαμάχες για πλούτο και εξουσία. Αλλεπάλληλες όμως, τρομερές συμφορές τους ξύπνησαν από τα απατηλά τους όνειρα.

Έχουμε ήδη αναφέρει πως ο εμφύλιος πόλεμος του Κολοκοτρώνη δηλητηρίασε τους τελευταίους μήνες της ζωής του Λόρδου Βύρωνος. Τον έκανε να αμφιβάλει αν ήταν σωστό να εμπιστευθεί κανείς στους Έλληνες μεγάλα χρηματικά ποσά. Με την διορατικότητά του είδε ότι τα δάνεια από το εξωτερικό θα έτρεφαν πολύ περισσότερο τον εγωισμό τους παρά τον πατριωτισμό τους.

Η πλειοψηφία της νομοθετικής συνελεύσεως υποστήριξε την εκτελεστική εξουσία που κατέστειλε την εξέγερση του Κολοκοτρώνη. Τα μέλη της συνελεύσεως δεν μπορούμε να πούμε ότι ψηφίζονταν ελεύθερα από τον λαό. Στο σύνολό τους, όμως, το φρόνημά τους αντιπροσώπευε το φρόνημα της πιο εκλεκτής μερίδας του ελληνικού λαού. Οι περισσότεροι ήταν άνδρες με καλές προθέσεις που εξωτερίκευαν τις σκέψεις τους με φλογερή ευγλωττία, διέθεταν όμως, ελάχιστη νομοθετική και πολιτική πείρα. Στις συνεδριάσεις σπάνια κατέληξαν σε πρακτικές αποφάσεις. Όσο για τα οικονομικά ζητήματα της χώρας, δεν μπορούσαν, από την ανικανότητά τους, να ασκήσουν ούτε τον παραμικρότερο έλεγχο. Το ότι ο Γεώργιος Κουντουριώτης και ο Ιωάννης Κωλέττης ασκούσαν απόλυτη εξουσία εν ονόματι της κυβερνήσεως, ήταν επακόλουθο αυτής ακριβώς της ανεπάρκειας για την επίλυση των πρακτικών ζητημάτων.

Με τη συνένωση τριών μερίδων σχηματίστηκε η κυβέρνηση που νίκησε την φατρία του Κολοκοτρώνη. Συνενώθηκαν δηλαδή, οι Αλβανοί καραβοκυραίοι της Ύδρας και των Σπετσών, οι Έλληνες προεστοί του Μοριά και οι Ρουμελιώτες καπετάνιοι και αρματολοί. Τον πρώτο λόγο είχαν οι Αλβανοί καραβοκύρηδες. Ο Γεώργιος Κουντουριώτης, από την Ύδρα, ορίστηκε πρόεδρος της Ελλάδος και ο Μπότασης από τις Σπέτσες, αντιπρόεδρος. Είναι απαραίτητο να ομολογήσει κανείς την μαύρη αλήθεια: Ποτέ η διαχείριση των υποθέσεων ενός έθνους δεν ανατέθηκε σε πιο ανίκανα πρόσωπα. Όταν προκύπτει θέμα για το καθαρόαιμο της ελληνικής φυλής, οι Έλληνες παρουσιάζονται σαν ο πιο προκατειλημμένος λαός της Ευρώπης. Κανένας λαός δεν αντιμετωπίζει με τόσο ευνοική διάθεση την παιδεία. Παρ’ όλα αυτά, παρ’ όλο τους τον εθνικισμό και την σχολαστική τους τάση, σε μια τόσο δύσκολη περίοδο, ανάθεσαν τα κοινά σε δύο άνδρες που δεν ήταν σε θέση να μιλήσου στον λαό ελληνικά. Σε δύο άνδρες που διανοητικά ήταν τόσο ανεπαρκείς, ώστε να μη μπορούν να εκφράσουν με σαφήνεια τις σκέψεις τους, ούτε καν στην παραφθαρμένη διάλεκτο των Τόσκηδων, γιατί αυτήν μεταχειρίζονταν συνήθως. Οι απόγονοι του Περικλή και του Δημοσθένη δέχθηκαν παθητικά να υποταχθούν σ’ αυτούς τους δύο ξένους, και από πολιτιστική αλλά και φυλετική άποψη, μόνο και μόνο επειδή ήταν ορθόδοξοι και πλούσιοι.

Τα συμφέροντα του προέδρου και του αντιπροέδρου συνέπιπταν με τα συμφέροντα των καραβοκυραίων της Ύδρας και των Σπετσών και ήταν ολότελα αντίθετα με την συγκρότηση εθνικού στόλου. Όσα χρήματα τους δόθηκαν τα ξόδεψαν για να προμηθευτούν ακατάλληλα πλοία και για να εξαγοράσουν πληρώματα που τελικά δεν θα πειθαρχούσαν. Δεν δέχθηκαν να αγοράσουν και να εξοπλίσουν ούτε ένα ατμόπλοιο, όπως τους συμβούλεψε ο Άστινγκς.

Και να σκεφτεί κανείς πως ένα τέτοιο καράβι θα μπορούσε να ματαιώσει τις επιχειρήσεις του Μωχάμετ Άλη και να εμποδίσει τον Ιμπραήμ να αποβιβασθεί στο Μοριά. Αν είχαν, έστω και ελάχιστες ναυτικές γνώσεις και ίχνος πατριωτισμού, θα μπορούσαν να υπερηφανεύονται ότι πρώτοι αυτοί εγκαινίασαν νέες μεθόδους στο ναυτικό πόλεμο που παρουσιάζει μεγάλες εξελίξεις σήμερα (1861) σε όλα τα ναυτικά έθνη.

Μετά το κόμμα των ναυτικών νησιωτών ακολουθούσε το κόμμα των Μωραϊτών προεστών. Γρήγορα όμως, το κόμμα αυτό έχασε το κύρος του και περιφρονήθηκε απ’ όλους, από αφορμή τον αδίσταχτο εγωισμό των ηγετών του. Αν το δίκαιο αίτημα του λαού, να είναι δηλαδή ενήμερος για τα οικονομικά ζητήματα, υποστηριζόταν από τους Μωραίτες προεστούς, θα γίνονταν αυτοί οι θεματοφύλακες των ελευθεριών της Ελλάδος και οι πρώτοι που θα έθεταν τις βάσεις του συντάγματος της πατρίδος τους. Ήταν μάλλον οι μόνοι κατάλληλοι, επειδή ακριβώς είχαν πείρα διοικητική να εναρμονίσουν τους κοινοτικούς θεσμούς, που ήδη υπήρχαν, με τις ενέργειες της κεντρικής κυβερνήσεως.

Οι Ρουμελιώτες καπετάνιοι των αρματολών, δεν είχαν ακόμα κάνει ξεχωριστό κόμμα, παρ’ όλο που όταν ήρθε στα πράγματα η κυβέρνηση του Κουντουριώτη, διέθεταν όχι μόνο μεγάλο εδαφικό χώρο, αλλά και πολιτική επιρροή. Ο Κωλέττης πέτυχε με τις μηχανορραφίες του να τους συγκεντρώσει και να συμμαχήσει μαζί τους με δεσμούς που ξεκινούσαν από το κοινό συμφέρον. Αφού κατάφερε να πάρει μεγάλο μέρος από τα αγγλικά δάνεια, εξαγόρασε την συμπαράστασή τους και την παροχή των υπηρεσιών τους, αλλά και τους υπέδειξε να διατηρήσουν τις διοικήσεις τους των επαρχιών, κατά το πρότυπο των αρματολικιών. Ο Κωλέττης είχε αναλάβει καθήκοντα πράκτορα και αντιπροσώπου τους στην κυβέρνηση. Αυτός ο πολυμήχανος Κουτσόβλαχος, πρώτος προέβλεψε πως ή πολιτική τους επιρροή μπορούσε να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, με την προϋπόθεση ότι θα έμπαινε σε εφαρμογή η διοικητική τακτική του Αλή των Ιωαννίνων. Και πραγματικά, την γνώριζε άριστα. Έκανε διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση για τον μισθό τους και για την καθημερινή διατροφή τους. Τους συμπαραστάθηκε επίσης για την εκμετάλλευση των φόρων των επαρχιών, όπου αυτοί είχαν την στρατιωτική διοίκηση και έτσι απέκτησαν συμβόλαια. Συμφωνούσε μαζί τους με πόσους προσωπικούς ακολούθους θα επιβάρυναν τα δημόσια έξοδα, παρουσιάζοντάς τους σαν άνδρες του εθνικού στρατού.

Με τα μέτρα αυτά ο Κωλέττης πέτυχε να αποκτήσει τέτοια θέση, που τον έκανε τον πιο ισχυρό πολιτικό μέσα στην κυβέρνηση. Μόνο η έλλειψη προσωπικής τόλμης και τιμιότητος τον εμπόδισαν να γίνει ο πρώτος άνδρας της Ελλάδος. Έχουμε ήδη πει πως δεν ήταν Έλληνας, αλλά Τσιντσάρος Βλάχος. Όλα τα σωματικά χαρακτηριστικά καθώς και όλες οι ηθικές ιδιομορφίες της φυλής του είχαν έντονη τη σφραγίδα τους πάνω στο πνεύμα του και στο παρουσιαστικό του. Και το πνεύμα του και το παρουσιαστικό του έρχονταν σε αντίθεση με τα γνωρίσματα των γύρω του Ελλήνων και Αλβανών. Ούτε την πρωτόγονη αλαζονία των Αλβανών νησιωτών διέκρινε κανείς επάνω του, ούτε την ασυγκράτητη και φανταχτερή έπαρση των Ελλήνων γραμματισμένων. Φρόντιζε να επωφελείται από τις απροσεξίες και τις αστοχίες των συντρόφων του, σωπαίνοντας διακριτικά, με χαρακτηριστική υπομονή, ενώ ο ίδιος μιλούσε και δρούσε πάντα όσο τον δυνατόν λιγότερο. Πίστευε πως οι αλλεπάλληλες μηχανορραφίες και η απεριόριστη φιλοδοξία των άλλων θα γινόταν αφορμή να χάσουν έδαφος και θέσεις κι έτσι θα άφηναν γι αυτόν ελεύθερο το πεδίο. Η πολιτική του είχε μεγάλη επιτυχία. Ο Υψηλάντης, ο Μαυροκορδάτος, ο Κουντουριώτης και ο Ζαίμης, δείχνοντας πιο πολλή φιλοδοξία παρά ικανότητα, κατέστρεφαν την θέση τους.

Στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, που ονομάστηκε πόλεμος των προεστών, ο Κωλέττης αναδείχθηκε αρχηγός του ρουμελιώτικου στρατιωτικού κόμματος, που η νίκη στάθηκε αιτία για να γίνει το πιο ισχυρό κόμμα στην Ελλάδα. Ο Κωλέττης πήγε πρεσβευτής στην αυλή του Λουδοβίκου – Φιλίππου, την εποχή του βαυαρικού δεσποτισμού και όλοι όσοι ήρθαν σε επαφή μαζί του στο Παρίσι απόρησαν για το πολιτικό γόητρο που είχε αποκτήσει στην Ελλάδα. Ακούγοντας τον εύσωμο και σοβαρό κουτσόβλαχο με την αλβανική φορεσιά να λέει τα πιο κοινά πράγματα με ύφος ανθρώπου που έχει αλάνθαστη την όσφρηση, αισθάνονταν την ανάγκη να χρησιμοποιήσουν και γι αυτόν την ίδια παρατήρηση που είχε κάνει ο Φοξ όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο Λόρδος Τσάρλοου στο Προεδρείο της Βουλής των Λόρδων: «Αυτός εδώ είναι μπαγαπόντης. Κανείς δεν μπορεί να γίνει τόσο σοφός, όσο δείχνει αυτός». Ωστόσο, ο Κωλέττης απλώς έπαιζε το σοφό. Πρέπει όμως, να παραδεχθούμε, πως δεν ήταν καθόλου κακός ηθοποιός.

Για το Μαυροκορδάτο επικρατούσε στην Αγγλία η εντύπωση πως ήταν ηγέτης ενός συνταγματικού κόμματος με κύρος. Ακόμα, όμως κι αν υπήρχε κάποτε πιθανότητα να συμβεί αυτό, δεν έγινε, γιατί την πιθανότητα αυτή την απέκλεισε ο ίδιος όταν εγκατέλειψε την προεδρία της Ελλάδος για να κάνει τον αρχιστράτηγο στο Πέτα. Ωστόσο, οι Άγγλοι φιλέλληνες και οι καλά πληροφορημένοι ξένοι δεν κατάφεραν με τις μαρτυρίες τους να βγάλουν από την πλάνη του βρεταννικό κοινό. Την απατηλή αυτή εντύπωση τη δημιούργησαν μάλλον οι Έλληνες που ήταν εγκατεστημένοι στη Δυτική Ευρώπη. Αυτοί ακριβώς οι Έλληνες θεωρούσαν τον Μαυροκορδάτο σαν τον πιο ανιδιοτελή πολιτικό της Ελλάδος, και πίστευαν πως σε μια ελεύθερη χώρα ήταν απαραίτητο να υπάρχει ένα ισχυρό συνταγματικό κόμμα. Αρκετά, όμως, πριν από το 1824 ο Μαυροκορδάτος είχε χάσει το κύρος του και την επιρροή του, με την άπληστη φιλοδοξία του, τις ραδιουργίες του για να δημιουργήσει τον κυβερνητικό συγκεντρωτισμό, τα ανεπαρκή διοικητικά του προσόντα καθώς και με την πολιτική του αναποφασιστικότητα. Κατάλαβε πως η θέση του δεν ήταν πια ίδια, και δυσαρεστημένος επειδή είχε πάψει να είναι ο πρώτος στην κυβέρνηση, πέρασε όλο το διάστημα εκείνης της κρίσιμης χρονιάς του 1824 αργόσχολα στο Μεσολόγγι. Έτσι, όλα τα κόμματα αντελήφθηκαν πως και χωρίς αυτόν οι δημόσιες υποθέσεις μπορούσαν να βαδίζουν θαυμάσια.

Μετά τον θάνατον του Λόρδου Βύρωνος, η διοικητική του δραστηριότητα στην Δυτική Στερεά δεν ήταν ούτε τιμητική γι αυτόν ούτε ωφέλιμη για την χώρα. Εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε στην περιοχή του Βλοχού ανάμεσα στους δύο αντίπαλους καπετάνιους, τον Στάϊκο και τον Βλαχόπουλο. Επικράτησε η γνώμη ότι την παρατεταμένη διάρκειά του τη χρωστούσε στην αναποφασιστικότητά του και στην έλλειψη κρίσεως που τον διέκρινε. Ο λαός έβλεπε με αποστροφή την πολιτική του διοίκηση. Έδωσε την υποστήριξή του στον Ιωάννη Σούτσο, που ήταν έπαρχος στο Βενέτικο και είχε το στίγμα του πιο διεφθαρμένου και του πιο ακόρεστου Φαναριώτη της Ελλάδος.

Πριν φύγει από το Μεσολόγγι, για να επιστρέψει στην κυβερνητική έδρα, ο Μαυροκορδάτος κάλεσε σε συνέλευση τους καπετάνιους και τους επάρχους, για να πάρουν από κοινού απόφαση για τα αμυντικά μέτρα που θα έπαιρνε η χώρα εναντίον των επιδρομών των Τούρκων, καθώς και για το σταμάτημα των εσωτερικών καταχρήσεων. Η δικτατορική του εξουσία του επέτρεπε να λάβει αυτό το μέτρο, έπρεπε όμως να αντιληφθεί την απερισκεψία του. Το αποτέλεσμα ήταν να νομιμοποιήσει το σύστημα με τα καπετανιλίκια, που είχαν αρχίσει σιγά και αθόρυβα να ξαναγεννιούνται, και να εδραιώσει την ανεξαρτησία των οπλαρχηγών που είχαν μάθει, κάθε φορά που τους συνέφερε να αντιτάσσονται στην κεντρική κυβέρνηση, να ενεργούν κατόπιν κοινής μεταξύ τους συμφωνίας. Οι χωρικοί έβλεπαν ολοκάθαρα τα αποτελέσματα της δραστηριότητος του Μαυροκορδάτου. Κατάλαβαν ότι έτσι, η κατάσταση που επικρατούσε, θα συνεχιζόταν επ’ άπειρον, και πολλοί απ’ αυτούς ανησύχησαν τόσο, που πήγαν στον Κάλαμο, για να καταγγείλουν ότι ο πρίγκηπας – γιατί έτσι εξακολουθούσαν να ονομάζουν τον γενικό διοικητή – είχε συγκεντρώσει ένα κοπάδι λύκους για να δει με ποιο τρόπο θα μπορέσει να προστατέψει τα πρόβατα από τους αετούς, ώστε να μείνουν σώα για λογαριασμό τους.

Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος, ή ο πόλεμος των προεστών, δεν κράτησε πολύ. Ο πρωτεργάτης της αντικανονικής αυτής ενέργειας ήταν ο Ζαίμης. Στόχος του ήταν να πάρει από τον Κουντουριώτη, καθώς και από αυτούς που υποστήριζαν την κυβέρνησή του, τα πλούτη και την εξουσία που είχαν αποκτήσει πληρώνοντας με χρήματα του αγγλικού δανείου.

Ο Ανδρέας Ζαίμης και στην εμφάνιση και στα φερσίματα ήταν τέλειος άρχοντας. Ήταν γενναιόδωρος με συμπεριφορά αψεγάδιαστη. Η θέση όμως που κατείχε σαν προεστός κληρονομικά τον έκανε να είναι φιλόδοξος, ενώ από φύση του δεν ήταν ούτε δραστήριος ούτε τολμηρός. Προωθήθηκε σαν πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης, αλλά αποδείχτηκε ανεπαρκής, σαν πολιτικός ηγέτης και εντελώς ακατάλληλος σαν στρατιωτικός.

Από τους συνωμότες, δεύτερος ερχόταν σε σειρά και σε επιρροή ο Ανδρέας Λόντος. Ήταν προσωπικός ένθερμος φίλος του Ζαίμη. Η ακλόνητη αφοσίωση που υπήρχε ανάμεσα στους δύο συνώνυμους άνδρες και στις στιγμές της ευτυχίας και στις στιγμές της δυστυχίας, ήταν, προς τιμήν και των δύο. Είναι η απόδειξη πως μέσα στην καρδιά τους υπήρχαν και ηθικές πλευρές. Ο Λόντος ήταν θαρραλέος και δραστήριος. Το δικό του θάρρος, όμως, δεν στάθηκε ωφέλιμο για το κόμμα του, γιατί αντί να ξαναφέρει την τάξη μέσα στους οπαδούς του και να επιβάλει την πειθαρχία, τους άφησε ελεύθερους να αποδυθούν στις ίδιες ακατονόμαστες λεηλασίες σε βάρος των περιουσιών των Μωραιτών χωρικών, που έμοιαζαν με εκείνες που είχαν διαπράξει οι πιο αδίστακτοι καπετάνιοι των αρματολών της Ρούμελης. Τον καιρό εκείνο ο Λόντος είχε παραδοθεί σε μια αχαλίνωτη ακολασία.

Και ο Ζαίμης και ο Λόντος είχαν αντικαταστήσει επάξια τους Τούρκους μπέηδες. Η ελληνική κυβέρνηση τους είχε αναθέσει να μαζεύουν τους φόρους και να έχουν στις περιφέρειές τους τη διαχείριση πολλών δημοσίων οικονομικών ζητημάτων. Διατείνονταν ότι διέθεταν τα έσοδα του τόπου για τις δημόσιες υπηρεσίες και για τη συντήρηση του στρατού που πολιορκούσε την Πάτρα. Ήταν όμως ολοφάνερο πως είχαν μαζέψει γύρω τους ομάδες προσωπικών ακολούθων που τους είχαν αποσύρει από τον στρατό της Ελλάδος, και πως η πολιορκία της Πάτρας μόλις και μετά βίας κρατιόταν.

Ένας άλλος άνδρας με κύρος μέσα στο κόμμα των προεστών ήταν ο Σισίνης από τη Γαστούνη. Προερχόταν από βενετσιάνικη οικογένεια. Είχε σπουδάσει γιατρός. Λίγο ύστερα από την αποχώρηση των μουσουλμάνων από το Λάλα, κατάφερε να πάρει στην Ηλεία μια θέση, κάτι μεταξύ βοεβόδα και πασά. Έγινε γενικός φοροεισπράκτορας, ταμίας του στρατού και γενικός υπενοικιαστής των δημευμένων τουρκικών κτημάτων. Απόκτησε όχι μόνο την έπαρση αλλά και πολλά άλλα ελαττώματα των Οσμανλήδων. Στο σπίτι του η ζωή κυλούσε με αφάνταστη μεγαλοπρέπεια. Η αυλή ήταν γεμάτη άλογα με πλούσια σαγή και τα χαγιάτια γεμάτα καλοαρματωμένους ακολούθους. Όταν έβγαινε από το σπίτι του τον ακολουθούσε πάντα ολόκληρη συνοδεία από καβαλάρηδες, από οπλισμένους πεζούς και από υποκόμους που κράταγαν από τις αλυσίδες περσικά λαγωνικά. Τους γιούς του τους αποκαλούσαν μπέηδες, και όταν ο Ιμπραήμ πασάς κατέλαβε τη Γαστούνη, διασκέδασε πολύ με τις ιστορίες των χωρικών, που του διηγόνταν ότι τους είχαν υποχρεώσει, όποτε ξεστόμιζαν έστω και μια λέξη στο γιατρό προεστό, να πέφτουν στα γόνατα, ακόμα κι αν επρόκειτο να του αποκριθούν στην πιο κοινή ερώτηση.

Ο Νοταράς, ο Δεληγιάννης και ο Κολοκοτρώνης τάχθηκαν υπέρ του πολέμου των προεστών που ξέσπασε τον Νοέμβριο του 1824.

Ο Κωλέττης την εποχή εκείνη, ήταν το πιο δραστήριο πρόσωπο μέσα στην κυβέρνηση του Κουντουριώτη. Σε έξη εβδομάδες έφερε στο Μοριά σημαντικές ενισχύσεις Ρουμελιωτών αρματολών και κατατρόπωσε τους αντάρτες. Στην περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση έδειχνε την ίδια δραστηριότητα παρατάσσοντας στα 1823 και στα 1824 τις δυνάμεις της εναντίον των Τούρκων, είναι μάλλον βέβαιο πως ο πόλεμος θα είχε ακολουθήσει άλλη τροπή. Ο πρωτότοκος γιός του γέρο κλέφτη, ο Πάνος Κολοκοτρώνης, λεηλάτησε σαν κοινός ληστής τους χωρικούς της Αρκαδίας και μετά σκοτώθηκε σε μια ασήμαντη συμπλοκή. Ο γέρο-Κολοκοτρώνης και ο Δεληγιάννης πιάστηκαν και φυλακίσθηκαν σε ένα μοναστήρι στην Ύδρα. Η αγγλική κυβέρνηση που είχε πάρει την απόφαση να ευνοήσει τους ανέντιμους εμφύλιους καυγάδες των Ελλήνων, αρνήθηκε στον Σισίνη, που ζήτησε άσυλο στη Ζάκυνθο, την αποβίβασή του. Τίποτα άλλο δεν του έμενε, τίποτα άλλο μόνο να παρηγορηθεί ελπίζοντας στην επιείκεια της κυβερνήσεως και να συναντήσει τον Κολοκοτρώνη στη φυλακή. Ο Ζαίμης, ο Λόντος και ο Νικηταράς κατέφυγαν στην Ακαρνανία. Ο Μαυροκορδάτος τους άφησε να κρυφτούν εκεί και ο Τσόγκας τους είχε υπό την προστασία του.

Ο Κουντουριώτης και ο Κωλέττης εκμεταλλεύτηκαν την νίκη τους και έδειξαν απερισκεψία και βαρβαρότητα. Ο στρατός τους λεηλάτησε την περιουσία πάρα πολλών ελληνικών οικογενειών που δεν είχαν θελήσει να πάρουν μέρος στον εμφύλιο πόλεμο. Άρπαξαν τα ζωντανά των χωρικών και σε πολλά χωριά οι χωριάτες δεν μπόρεσαν να σπείρουν. Ο λαός πέθανε από την πείνα γιατί οι αρματολοί έτρωγαν με απληστία τα κατσίκια και τα πρόβατα. Η άνοδος του Ιμπραήμ την επόμενη χρονιά χρωστάει πολλά στην κακή διακυβέρνηση του Κουντουριώτη, στην βάρβαρη τακτική του Κωλέττη και στον απάνθρωπο όλεθρο που σκορπούσαν οι Ρουμελιώτικες δυνάμεις.

Οι δύο εμφύλιοι πόλεμοι είναι ολοφάνερα δύο μαύρες κηλίδες στην ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως. Καμμιά δικαιολογία δεν υπάρχει, και στις δύο περιπτώσεις, για όσους σήκωσαν τα όπλα εναντίον της κυβερνήσεως. Η διαγωγή των προεστών όμως, στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο είναι ολότελα αξιοκατάκριτη. Είναι σίγουρο ότι καμμιά απολύτως σχέση δεν είχε ο πατριωτισμός με την οποιαδήποτε σύγκρουση που σκάρωναν ο Ζαίμης και ο Λόντος μαζί με τον Κολοκοτρώνη. Τα μόνα κίνητρα ήταν η φιλοδοξία και η απληστία. Η συνεργασία των προεστών και των αρχηγών του στρατού στηριζόταν στην ενδόμυχη αξίωσή τους να σχηματίσουν στον Μοριά φεουδαρχική αριστοκρατία. Οι αρχηγοί των ανταρτών ήξεραν καλά πως ο λαός, δυσαρεστημένος καθώς ήταν, αδημονούσε να σχηματισθεί μια εθνική αντιπροσωπεία που να είναι ικανή να ασκεί έλεγχο στην εκτελεστική εξουσία και να επιβάλλει υπεύθυνη οικονομική διαχείρηση. Η προσπάθεια του Ζαίμη και του Κολοκοτρώνη ήταν να επωφεληθούν από τον πατριωτισμό του λαού και να τον δέσουν με νέα δεσμά. Αν οι προεστοί υπολόγιζαν, έστω και ελάχιστα, το συμφέρον της πατρίδος τους, θα υποστήριζαν την αξίωση του λαού με νόμιμους τρόπους, και δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία πως πολύ σύντομα θα πετύχαιναν πλειοψηφία στο νομοθετικό σώμα, ακόμα και όπως ήταν τότε συγκροτημένο. Η ανταρσία τους έδωσε το έναυσμα για την επικράτηση μεγάλης διοικητικής αναρχίας, που δε σπατάλησε μόνο τους πόρους της Ελλάδος αλλά και συνέβαλε στην δημιουργία ενός νέου γένους τυράννων, που ήταν το ίδιο δεσποτικοί και πολύ πιο ευτελείς από τους μισητούς Τούρκους.

Όσο άπληστοι ήταν οι ηττημένοι άλλο τόσο διεφθαρμένοι ήταν οι νικητές του εμφυλίου πολέμου. Τα μέλη του εκτελεστικού ξόδευαν τα δάνεια με ασωτία, ανέντιμα και η έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα από αφορμή την φαυλότητα των κυβερνητών της αποδεικνύεται θαυμάσια αν ερευνήσει κανείς προσεχτικά τον τρόπο που κατασπαταλήθηκαν τα χρήματα.

Τα πρώτα χρήματα που έφτασαν από την Αγγλία, το 1827, δόθηκαν σε οφειλές του κράτους και των ιδιωτών που δεν είχαν εξοφληθεί. Αυτές οι πληρωμές δεν ανταποκρίνονταν σε ανάγκες της δημοσίας υπηρεσίας. Αποφασίστηκε να γίνουν λόγω της επιρροής που ασκούσαν διάφορα μέλη της κυβερνήσεως. Το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου δανείου δόθηκε στους καραβοκύρηδες και στους ναύτες του συνονθυλεύματος που λεγόταν ελληνικός στόλος. Τη μερίδα του λέοντος την πήραν για λογαριασμό τους οι αρβανίτες της Ύδρας και των Σπετσών. Σημαντικά ποσά κατασπαταλήθηκαν στους εμφυλίους πολέμους. Και οι Ρουμελιώτες καπετάνιοι και οι στρατιώτες δέχτηκαν δώρα πλουσιοπάροχα για να στραφούν εναντίον των συμπατριωτών τους. Ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό μοιράστηκε στα μέλη του νομοθετικού σώματος καθώς και σε πολλούς ανίκανους και άχρηστους κομματικούς φίλους λέγονταν δημόσιοι υπάλληλοι. Ο καθένας που φανταζόταν που κάτι είναι, φλεγόταν από την επιθυμία να τεθεί επικεφαλής μιας ομάδος ενόπλων ανδρών. Έτσι, εκατοντάδες πολίτες τριγυρνούσαν στους δρόμους του Ναυπλίου με ασκέρια από φουστανελοφόρους ακολούθους πίσω τους, σαν τους σκωτσέζους καπετάνιους. Φαναριώτες και γιατροί που φορούσαν τρύπιες ρεντιγκότες τον Απρίλη του 1824 και που περνούσαν με μια μπουκιά ψωμί, προτού καλά – καλά τελειώσει το καλοκαίρι πέταξαν το προσωπείο και παραδόθηκαν σε όλο το μεγαλείο της ληστρικής ζωής. Σουλατσάριζαν φορώντας πλούσιες αλβανικές φορεσιές, έλαμπαν όλοι από τα αστραφτερά και αχρησιμοποίητα άρματά τους.

Την ακολουθία τους συμπλήρωναν μικρόσωμοι βαστάζοι των τσιμπουκιών τους και θεόρατοι σωματοφύλακες. Το κοντό παράστημα η καφτερή γλώσσα, οι αδύνατες γάμπες και οι εβραίικες φυσιογνωμίες αυτών των εμιγκρέδων του Βυζαντίου, προκαλούσαν όχι μόνο την περιφρόνηση αλλά και το μίσος των ντόπιων Ελλήνων που το ξεσήκωνε το ξαφνικό και περιττό μεγαλείο. Όποιος μπορούσε να λησμονήσει πως το Ναύπλιο ήταν η πρωτεύουσα ενός πολύ φτωχού έθνους, που πάλευε μέσα από τη στέρηση για την ελευθερία του, μπορούσε και να απολαύσει υπέροχο θέαμα. Χιλιάδες ευγενείς νέοι κατέκλυζαν τους δρόμους, φορτωμένοι με χρυσοστόλιστα άρματα, ντυμένοι με γραφικές φορεσιές, ενώ έπρεπε να βρίσκονται στα σύνορα της Ελλάδας.

Για έναν ξένο, αν έβλεπε μονάχα το φρούριο του Ναυπλίου, κατάμεστο από στρατό, η εντύπωση που θα αποκόμιζε θα ήταν πως η Ελλάδα ήταν περίφημα προετοιμασμένη για να αντικρούσει ολόκληρη τη δύναμη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Άπειροι οι παλαίμαχοι στρατιώτες και οι ενθουσιώδεις εθελοντές. Με γενναιοδωρία γινόταν η μοιρασιά των στρατιωτικών διοικήσεων. Συνταγματάρχης του τακτικού στρατού έγινε ο Ρόδιος, Γραμματεύς της Επικρατείας, που είχε σπουδάσει ιατρική. Είναι περιττή η διευκρίνιση πως παρόμοιοι διορισμοί βοήθησαν τον στρατό να μεταβληθεί σε άτακτο κοπάδι, όπως άλλωστε κατάντησαν και όλα τα άλλα στρατιωτικά σώματα στην Ελλάδα. Οι οπλαρχηγοί είχαν δικαίωμα να στρατολογήσουν κάτω από προσωπικές τους σημαίες περισσότερους από τριάντα χιλιάδες άνδρες. Τα χρήματα για την μισθοδοσία αυτών των ανδρών έβγαιναν από το αγγλικό δάνειο. Κανέναν έλεγχο δεν ασκούσε η ελληνική κυβέρνηση στον στρατό αυτό. Έτσι λοιπόν, κανένα μέτρο δεν πάρθηκε, ούτε καν για να επαληθεύσουν τον αριθμό των ανδρών που έπερναν μισθό και συσσίτιο. Όλα τα είχαν παρατήσει στους οπλαρχηγούς. Έκλειναν συμφωνίες, και αντί αμοιβής και προκαθορισμένης ποσότητος τροφίμων, παρουσίαζαν και ορισμένο αριθμό ανδρών. Μέσα σε αυτό το χάος της σπατάλης των κονδυλίων του στρατού η Μεθώνη, η Κορώνη,η Πάτρα και η Ναύπακτος απόμειναν σχεδόν αφρούρητες και ήταν τόσο λίγες οι στρατιωτικές δυνάμεις, που ήταν αδύνατο να κρατήσουν τακτικό αποκλεισμό.

Το σμπαράλιασμα των στρατιωτικών δυνάμεων της Ελλάδος οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στα άνομα κέρδη από την είσπραξη μισθών και συσσιτίων για στρατεύματα που ποτέ δεν στρατολογήθηκαν καθώς και στην απονομή των βαθμών του συνταγματάρχη και του καπετάνιου σε φαρμακοποιούς, υποκόμους και σε τσιμπουκο-βαστάζους. Σχημάτιζε κανείς την εντύπωση που οι στρατιώτες είχαν ξεχάσει τον πόλεμο με το σουλτάνο, και δεν είχαν άλλη σκέψη και απασχόληση από τα φανταχτερά ρούχα και τα αστραφτερά όπλα. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πάθος όλων των στρατιωτικών τάξεων στην Τουρκία, είτε Έλληνες ήταν είτε Αλβανοί, είτε Τούρκοι. Τα χρήματα των δανείων που μπήκαν μέσα στην Ελλάδα, προκάλεσαν ξαφνικά την ζήτηση αλβανικών ειδών. Στην Τριπολιτσά, στο Ναύπλιο, στο Μεσολόγγι και στην Αθήνα, τα παζάρια ήταν γεμάτα χρυσοκεντημένα σεγκούνια, μαλαμοκαπνισμένα γιαταγάνια κι ασημοκάπνιστα πιστόλια. Όλο και καταφθάναν ραφτάδες από τα Γιάννενα και τη Θεσσαλονίκη. Χατζάρια, πιστόλες και καταστόλιστα καριοφίλια μεταφέρονταν συνεχώς από τα Επτάνησα, και κατάντησαν είδη εμπορίου ανάμεσα στην Αλβανία και στον Μοριά. Γύρω στις πενήντα λίρες κόστιζαν τα άρματα και η φορεσιά – πιστή αντιγραφή της φορεσιάς των Τόσκηδων της νότιας Αλβανίας. Συνήθως η στολή του χιλιάρχου και του στρατηγού, μαζί με την παρδαλή υποσκευή, ξεπερνούσε τις τριακόσιες λίρες.

Για την πληρωμή όλων αυτών έπαιρναν τα χρήματα από τα δάνεια και ζημίωναν έτσι την πατρίδα στερώντας την από τα ουσιαστικά οφέλη που μπορούσε να έχει από αυτά. Ο κίνδυνος καταστροφής που διέτρεχε η Ελλάδα από τις ακατανόμαστες αυτές σπατάλες είχε ξεσηκώσει την γενική αγανάκτηση, όμως παρ’ όλα αυτά, όλοι έκαναν ότι μπορούσαν για να μεγαλώσει το κακό, ξοδεύοντας σε ματαιόδοξες επιδείξεις όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν. Κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη αλλόκοτες ιστορίες για τα τεράστια χρηματικά ποσά που κατάφεραν να στοιβάξουν διάφοροι ιδιώτες. Οι Άραβες που κυρίευσαν στην Σφακτηρία, αυτοί που έσφξαν τον υπηρέτη του Μαυροκορδάτου, φημολογείται ότι βρήκαν μέσα στο ταμείο του εγγλέζικα νομίσματα και βενετσιάνικα τσεκίνια, που η αξία τους συνολικά έφτανε τις τριακόσιες λίρες Αγγλίας. Παρ’ όλο που δεν είχε ιδέα από τα στρατιωτικά πράγματα, παρ’ όλο που το όπλο το κρατούσε λες κι ήταν δραγάτης που έχουν αναθέσει να φυλάει τα αμπέλια στο Βραχώρι από τα γιουρούσια των σκύλων του τούρκικου μαχαλά κι από τις αλεπούδες των γύρω λόφων, αυτός είχε διοριστεί αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα ο Μακρής ήταν ο ήρωας του Μεσολογγίου και καπετάνιος της γειτονικής περιοχής του Ζυγού. Ήταν γενναίος. Ήταν όμως απείθαρχος και επομένως και κακός στρατιώτης. Όταν ήταν νέος, ήταν ληστής και συχνά θυμόταν ότι πολλές φορές είχε περάσει τρώγοντας τον άψητο χυλό από κοπανισμένο καλαμπόκι.

Από τη συμμετοχή του στην λεηλασία των Εβραίων και των Τούρκων στο Βραχώρι κέρδισε τα πρώτα του πλούτη. Με τα αγγλικά δάνεια πολλαπλασίασε τα πλούτη αυτά, που η υπερβολή των Μεσολογγιτών τα έφτανε σε αμύθητα ύψη. Αν και είχε όμως τόση περιουσία τίποτα δεν το εμπόδιζε να παίρνει μισθούς και συσσίτιο για πεντακόσιους άνδρες, ενώ υπό τα όπλα διατηρούσε μόνον πενήντα.

Οι μορφωμένοι Έλληνες συνήθιζαν να λένε και να γράφουν πολλά για τον πατριωτισμό και τα στρατιωτικά ανδραγαθήματα των κλεφτών, λες και οι ληστές αυτοί ήταν στην πραγματικότητα οι πρωτεργάτες της ελληνικής Ελευθερίας. Όμως, η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν κοινοί λήσταρχοι, που πριν από την επανάσταση ακόμα, και όσο κράτησε ο επαναστατικός πόλεμος και κάτω από την διακυβέρνηση του βασιλιά Όθωνα, ληστέψανε τους Έλληνες πολύ περισσότερο απ’ όσο τους λήστεψαν ποτέ οι Τούρκοι.

Πρέπει να διευκρινισθεί ότι αυτή η στρατιωτική αναρχία που επικρατούσε ξεσήκωσε την αντίδραση πολλών Ελλήνων πατριωτών. Οι αντίπαλοι όμως της αναρχίας ήταν απλοί πολίτες και γενικά άνθρωποι χωρίς πρακτική πείρα και τοπική επιρροή. Ο τρόπος που οι στρατιωτικοί αντιμετώπισαν τους λίγους που αποπειράθηκαν να περιορίσουν τις απάτες και τις καταχρήσεις των στρατιωτικών αρχηγών ήταν τέτοιος που εμπόδισε τον πατριωτισμό τους να βρει μιμητές. Προτού πολιορκήσει το Μεσολόγγι ο στρατός του Ρεσίντ πασά, ένα πατριώτης της επιμελητείας προσπάθησε να αναγκάσει τους επικεφαλής του ελληνικού στρατοπέδου να συγκεντρώσουν τους άνδρες τους, για να μην παίρνουν περισσότερες μερίδες φαγητό από όσε χρειάζονταν στην πραγματικότητα. Είχε εξακριβ΄σει ότι η ελληνική κυβέρνηση ξόδευε μεγάλα ποσά για την μεταφορά τροφίμων στο στρατόπεδο, ενώ οι επικεφαλής που παραλάμβαναν τα τρόφιμα για το συσσίτιο των στρατιωτών τους, ανάγκαζαν τους χωρικούς να τα μεταφέρουν πίσω στο Μεσολόγγι. Οι άνδρες του Μακρή, με παρακίνηση των αρχηγών τους, διακηρύξανε πως η συγκέντρωση των στρατιωτών αποτελούσε όχι μόνο αυθαίρετη αλλά και δεσποτική ενέργεια, καθώς και ότι ο μεταρρυθμιστής της επιμελητείας ήταν εχθρός των συνταγματικών ελευθεριών. Ο στρατός έβγαζε την απόφαση πως τα δικαιώματα των στρατιωτών δεν έπρεπε να θίγονται από την κεντρική κυβέρνηση που, κατά την απόφασή τους, πάντα σφετεριζόταν την εξουσία, και η έμπρακτη εφαρμογή της αποφάσεώς τους ήταν να δείρουν τον πατριώτη της επιμελητείας και να καταλεηλατήσουν τις αποθήκες του δημοσίου. Αυτός ο δύστυχος αναγκάστηκε να μείνει στο κρεβάτι αρκετές ημέρες. Μπορεί να μην μετριάστηκε ο πατριωτισμός του, είναι όμως βέβαιο πως από τότε έγινε πιο συνετός και πιο επιφυλακτικός. Συγκράτησε τον πατριωτισμό του, αυτή την αρετή που τόσο δυσαρέστησε τους υπερασπιστές της πατρίδος και που τόσες συμφορές έφερε στον εαυτό του τον ίδιο. Οι φίλοι του δεν του παραστάθηκαν όσο καιρό βρισκόταν σε ανάρρωση. Τον μέμφονταν επειδή δεν έκανε αρχή στις μεταρρυθμίσεις του με περικοπή των εκτάκτων μερίδων που έπαιρνε ο Κατσαρός, ο αρχηγός της σωματοφυλακής του Μαυροκορδάτου, ο οποίος έπαιρνε πενήντα μερίδες ενώ απασχολούσε μόνο επτά ενόπλους ακολούθους, ή ο στρατηγός Βλαχόπουλος που διατεινόταν ότι έχει υπό τα όπλα τετρακόσιους στρατιώτες, ενώ κατά τα λεγόμενα δεν ήταν ικανός να συγκεντρώσει περισσότερους από ογδόντα. Οι καταχρήσεις ήταν γενικό φαινόμενο. Ο κύριος Τρικούπης μας πληροφορεί ότι ο παλαιός πολεμιστής Αναγνωσταράς, που σκοτώθηκε στη Σφακτηρία, αντιμετώπισε τον εχθρό έχοντας στις διαταγές του μόνο δεκαεπτά αρματωμένους χωρικούς, παρ’ όλο που η ελληνική κυβέρνηση του έδινε τόσα χρήματα όσα χρειάζονταν για την στρατολόγηση επτακοσίων ανδρών.

Ο Γκούρας έπαιρνε για δώδεκα χιλιάδες άνδρες ενώ είχε στις διαταγές του μόνο τρεις ή τέσσερις χιλιάδες άνδρες. Είναι ανώφελο να διαλαλούν οι ιστορικοί και οι ρήτορες πως μπορούσε να υπάρχει αληθινός πατριωτισμός μέσα στην καρδιά ανθρώπων που δεν είχαν ίχνος τιμιότητος. Ας αφήσουμε τα γαλλικά μυθιστορήματα να εκθειάζουν ανθρώπους που διέπονται ταυτόχρονα από ηρωισμό και δόλο.

Στο ναυτικό η σπατάλη ήταν ακόμη μεγαλύτερη από ότι ήταν στο στρατό. Καράβια με ανεπαρκή εξοπλισμό και βραδύπλοα ναυλώθηκαν και συμπλήρωσαν τον ελληνικό στόλο μόνο και μόνο επειδή οι ιδιοκτήτες τους ανήκαν στο κόμμα του Κουντουριώτη και του Μπότσαρη. Επίσης επειδή ορισμένοι πλοιοκτήτες επιθυμούσαν να διαθέσουν τα άχρηστα καράβια τους, έγιναν περιττές δαπάνες για την αγορά τους και για τον εξοπλισμό του αυτών των πυρπολικών.

Το 1824 και το 1825 κάηκαν πολλά πυρπολικά της Ύδρας χωρίς να προξενήσουν καμμιά απώλεια στον τουρκικό στόλο. Το γεγονός αυτό είναι μια επι πλέον μαρτυρία για την κακή διοίκηση που επικρατούσε σ’ αυτή την υπηρεσία του ναυτικού. Οι ναύτες που έπαιρναν είδηση τις μανούβρες των προεστών και των καπετάνιων, από μήνα σε μήνα καταντούσαν όλο και πιο αυθάδεις όλο και πιο απείθαρχοι. Σε ένα περίπλου, αποβιβάσθηκαν στην Σαντορίνη, και δεν τους έφτασε που πήραν μαζί τους τεράστιες ποσότητες σταφύλια και σύκα, αλλά ορμήσανε και στις βαμβακοκαλλιέργειες και φόρτωσαν στα καράβια τους μεγάλες ποσότητες βαμβάκι. Θα έλεγε κανείς πως είχαν λαφυραγωγήσει εχθρικό έδαφος.

Εν τούτοις παρ’ όλη τη σπατάλη, τις καταχρήσεις, την αναρχία και την ασυδοσία, παρ’ όλα αυτά, δύσκολα μπορεί κανείς να εξηγήσει το φαινόμενο του τόσο σύντομου χρονικού διαστήματος μέσα στο οποίο εξανεμίστηκε το δάνειο. Στην πραγματικότητα βοήθησαν για να αδειάσει το ελληνικό θησαυροφυλάκιο, ανάλογες σπατάλες και παρόμοιες απάτες στο Λονδίνο και στην Νέα Υόρκη. Η επιχείρηση έγινε με γοργό ρυθμό και με ιδιαίτερη δραστηριότητα. Η κυβέρνηση του Ναυπλίου στις αρχές κιόλας του 1826 είχε ξοδέψει και το τελευταίο φαρδίνι και έκανε μια μάταιη απόπειρα να δανειστεί 800.000 λίρες από τους Έλληνες που θα έπαιρναν αμέσως τα λεφτά τους από τα έσοδα της πωλήσεως των εθνικών γαιών. Όμως αυτή η περιουσία είχε ήδη λίγο πριν μπει υποθήκη, από την ίδια την κυβέρνηση, σαν εγγύηση για το δεύτερο δάνειο από τους Άγγλους ομολογιούχους. Ωστόσο οι Έλληνες που ήταν πολύ πιο καλά κατατοπισμένοι από τους ξένους για την κακοπιστία και τις ενέργειες των συμπατριωτών τους δεν έδωσαν ούτε μια πεντάρα. Πρόδρομοι των συμφορών του έθνους ήταν η ανεντιμότητα της κυβερνήσεως, η απληστία των στρατιωτικών και η απειθαρχία του ναυτικού.