ΤΟ ΙΡΑΚ ΣΤΑ ΠΡΟΘΥΡΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ

Τα αμερικανικά στρατεύματα έχουν μόλις εγκαταλείψει το Ιράκ, αφήνοντας πίσω τους μια χώρα διαιρεμένη από βαθύ σεχταριστικό θρησκευτικό μίσος. Στην πραγματικότητα όμως, πίσω από αυτή τη σύγκρουση κρύβεται το ζήτημα του πολιτικού προσανατολισμού της χώρας: αν δηλαδή αυτή θα ακολουθήσει μία γενικά ανεξάρτητη και φιλειρηνική πορεία ή θα υποταχτεί στον επιθετικό χιτλερικό άξονα Μόσχας-Πεκίνου-Τεχεράνης. Μέχρι στιγμής οι οπαδοί της δεύτερης γραμμής βρίσκονται σε συντριπτικά πλεονεκτική θέση καθώς – εξαιτίας της αμερικανικής επέμβασης και ειδικά με τη βοήθεια της προεδρίας Κλίντον – σήμερα ελέγχουν θέσεις κλειδιά μέσα στον κρατικό μηχανισμό και απολαμβάνουν πελώρια διπλωματική στήριξη από το γειτονικό Ιράν, κάτι που τους επιτρέπει να εξαπολύουν αυτή τη στιγμή ένα πρωτοφανές πογκρόμ στους αντιπάλους τους.

Αυτή είναι η φασιστική γραμμή του σιίτη πρωθυπουργού Μαλίκι, που ηγείται μίας κυβέρνησης συνασπισμού και ο οποίος έκανε τα πάντα προκειμένου να αποκτήσει τον έλεγχο των δύο κρίσιμων υπουργείων Άμυνας και Εσωτερικών αρνούμενος να εφαρμόσει τη συμφωνία του 2010 που έδινε στο σουνιτικό μπλοκ εξουσίας μερίδιο αυτού του ελέγχου. Έτσι σήμερα επικρατεί στις δυνάμεις ασφαλείας η εχθρότητα απέναντι στους σουνίτες και η διαφθορά ενώ ο στρατός έχει ουσιαστικά μετατραπεί σε ένα συνονθύλευμα από σιιτικές πολιτοφυλακές που κραδαίνουν τις δικές τους σημαίες αντί της ιρακινής (βλ. Νιου Γιορκ Τάιμς, 28/12). Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει σε τίποτα τον αδίσταχτο και ιντριγκαδόρο πρωθυπουργό να επικαλείται την εθνική ενότητα, απειλώντας με «ποταμούς αίματος» τις επαρχίες που ζητούν ένα συνταγματικά προβλεπόμενο καθεστώς ημιαυτονομίας, σαν αυτό που χαίρει ήδη η επαρχία του Κουρδιστάν. Πρόκειται για περιοχές στις οποίες υπερτερεί η σουνιτική μειονότητα και το αίτημα της αυτονομίας λειτουργεί μάλλον εδώ σαν μια πρόχειρη γραμμή άμυνας απέναντι στο επιχειρούμενο πογκρόμ. Όμως οι φιλο-ιρανοί φασίστες κατάφεραν να το χρησιμοποιήσουν σαν πρόσχημα για την άσκηση διώξεων σε βάρος των πολιτικών τους αντιπάλων. Το ίδιο έκαναν με τις δολοφονικές ναζιστικές συμμορίες της σουνίτικης Αλ Κάιντα, οι οποίες, πάνω στην ώρα, δυνάμωσαν τις προβοκατόρικες επιθέσεις τους κατά αμάχων σιιτών, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην όξυνση αυτής της αντίθεσης.

Τα γεγονότα λένε ότι στις 15/12, ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων δύο κυβερνείων, το επαρχιακό συμβούλιο της Ντιγιάλα ανακήρυξε την επαρχία ημιαυτόνομη, με βάση το άρθρο 119 του ιρακινού συντάγματος και με την υποστήριξη του σουνιτικού και κουρδικού στοιχείου. Αμέσως οι ισλαμοφασίστες οργάνωσαν κινητοποίηση 1000 ατόμων με στόχο την τρομοκράτηση των σουνιτών. Εισέβαλαν στο επαρχιακό μέγαρο αναγκάζοντας τα μέλη του συμβουλίου να εγκαταλείψουν την πόλη και τους κούρδους συμβούλους να άρουν την υποστήριξή τους στο σχέδιο αυτονόμησης. Η σύγκρουση προσέλαβε νέα ποιότητα στις 19/12, την επομένη δηλ. της αποχώρησης του τελευταίου αμερικανού στρατιώτη από τη χώρα, όταν το δικαστικό συμβούλιο του Ιράκ απάγγειλε κατηγορίες σε βάρος του ιρακινού αντιπροέδρου, του μπααθικού και σουνίτη Ταρίκ αλ-Χασίμι, για το δήθεν σχεδιασμό μίας τρομοκρατικής επίθεσης αυτοκτονίας και εξέδωσε ένταλμα σύλληψης. Εκείνος πρόλαβε να διαφύγει στο Κουρδιστάν αλλά τρεις σωματοφύλακές του δεν γλίτωσαν τη σύλληψη. Η δίωξη του Χασίμι ήταν η αιχμή ενός πολιτικού πραξικοπήματος, ανάλογου εκείνου που οδήγησε στη δικτατορία της Χαμάς στη Γάζα. Σήμανε το τέλος της «συνεργασίας» ανάμεσα σε ιρανόφιλους και μη και θα δώσει το σύνθημα για ένα γενικευμένο πογκρόμ σε βάρος των σουνιτών. Εκτός από τον Χασίμι έχουν στο μεταξύ συλληφθεί εκατοντάδες στελέχη του συνασπισμού «Ιρακίγια», που συσπειρώνει υποστηρικτές του κοσμικού κράτους σουνίτες και σιίτες. Ο συνασπισμός «Ιρακίγια» σταμάτησε πλέον να συμμετέχει στις διαδικασίες του κοινοβουλίου* και οι υπουργοί του στην κυβέρνηση απειλούν τώρα με παραίτηση. Μια άλλη κίνηση που δεν μπορεί παρά να έφερε ανατριχίλα σε πολλούς δημοκράτες ήταν το κάλεσμα από τον Μαλίκι στην δολοφονική πολιτοφυλακή Ασάιμπ Αλ αλ-Χακ, που αποτελεί διάσπαση του σιιτικού σκληροπυρηνικού κινήματος Σαντρ, για συμμετοχή στην επίσημη πολιτική σκηνή. Ίσως τώρα οι αμερικανοί επεμβατιστές να καταλάβουν το σφάλμα που έκαναν κάτω προφανώς από την καθοδήγηση της ρωσόδουλης Κλίντον όταν επιχείρησαν να προωθήσουν αυτή τη συμμορία στην κυβέρνηση το 2009 αφού είχαν πειστεί για την ειλικρίνεια του «μεταμελημένου» αρχηγού της και τον απελευθέρωσαν. Τώρα αναγνωρίζουν ότι: «Απελευθερώσαμε αυτούς τους τύπους, κι αυτοί γύρισαν στο Ιράν και δεν κατάθεσαν ακριβώς τα όπλα τους» (6/1/12). Όμως οι τελευταίες κινήσεις της αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παρέχουν στρατιωτική υποστήριξη με όπλα και εκπαίδευση στον ιρακινό στρατό, δηλ. στον Μαλίκι, μια συμφωνία ύψους 11 δις δολ. Οι εκπρόσωποι των αμερικανικών μονοπωλίων επιδεικνύουν μεγάλη πολιτική μυωπία και κυνισμό όταν δικαιολογούν τη συμφωνία λέγοντας πως: «Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες σταματήσουν τις πωλήσεις, (…) ο κ. Μαλίκι “θα μπορούσε απλά να πάρει τα όπλα του από αλλού”» (28/12).

Από την άλλη επιβεβαιώνουν την ανάλυση της ΟΑΚΚΕ που από την πρώτη στιγμή μίλησε για τη ρώσικη τακτική της σκούπας-φαρασιού στην οποία οι ΗΠΑ λειτούργησαν σαν σκούπα για να σύρουν το Ιράκ μέσα στο ιρανικό και βαθύτερα μέσα στο ρώσικο φαράσι. Να μην ξεχνάμε ότι όταν μιλάμε για ιρανόφιλες δυνάμεις μέσα στο Ιράκ, πρέπει να μπορέσουμε κάποια στιγμή να διακρίνουμε ποιες είναι με το εθνοσοβινιστικό και ποιες με το ρωσόφιλο στρατόπεδο της ιρανικής πολιτικής. Πάντως ότι πολιτικό στοιχείο ανάλυσης διαθέτουμε αυτή τη στιγμή μας εμφανίζει έναν Μαλίκι τουλάχιστον ρωσόφιλο.

*Πρόσφατα η σουνίτικη αντιπολίτευση συμφώνησε να επιστρέψει στο Κοινοβούλιο