ΤΟ «ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΤΑΤΑΣ»

Καθεστωτικό παραεμπόριο για το σαμποτάρισμα της αγροτικής παραγωγής, της βιομηχανίας τροφίμων και του σύγχρονου εμπορίου

Στο λεγόμενο «κίνημα της πατάτας» δεν υπάρχει τίποτα το αυθόρμητο, όπως δεν υπήρξε τίποτα το αυθόρμητο στο «Δεν πληρώνω» στα διόδια. Όπως τότε, έτσι και τώρα πρόκειται για ένα μεγάλο πολιτικό κόλπο που το ξεκινάει κρυμμένος ο ΣΥΡΙΖΑ και αμέσως το αγκαλιάζει σαν λαϊκή, τάχα, πρωτοβουλία όλο το καθεστώς με σύσσωμα τα ΜΜΕ του. Αμέσως μετά χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδες ανύποπτοι άνθρωποι του λαού πέφτουν στην παγίδα με ενθουσιασμό, καθώς όλες οι απάτες αυτού του είδους έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: αδράχνουν μια γενική μικροαστική φαντασίωση και καμώνονται πως την κάνουν πράξη.

Πρόκειται στο βάθος για τη φαντασίωση ότι αυτός ο εξαιρετικά ανοργάνωτος πληθυσμός, την ώρα που έχει γίνει έρμαιο των πιο απρόβλεπτων και άγνωστων σε αυτόν καταστροφικών δυνάμεων, απόκτησε ξαφνικά τη δύναμη να οργανωθεί μόνος του και να τις κατανικήσει έστω και σε ένα ζήτημα. Χάρη σ’ αυτή του την ψευδαίσθηση -το μηχανισμό της οποίας ξεδιπλώνει ο ταχυδακτυλουργός ΣΥΡΙΖΑ μέσα από ένα ιντερνετικό προκάλυμμα με τη βοήθεια των ΜΜΕ- ο κεραυνόπληκτος λαός αποχτάει την ελπίδα ότι θα καταχτήσει αυτοκινητοδρόμους χωρίς διόδια και τώρα ότι θα εξασφαλίσει φτηνή τροφή καταργώντας τους εμπόρους.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι ακριβώς θα γίνει με τις πατάτες, αλλά ξέρουμε τι έγινε με τα διόδια.

Τα «Δεν πληρώνω» και τα κινήματα της λαϊκής αλληλοβοήθειας

Το πρακτικό αποτέλεσμα του «Δεν πληρώνω» των διοδίων ήταν ότι όχι μόνο έμειναν ακριβά τα διόδια, αλλά ματαιώθηκαν τρεις νέοι στρατηγικοί αυτοκινητόδρομοι (Ιονία οδός, Κεντρική οδός, Ολυμπία οδός), που θα χρηματοδοτούνταν ειδικά από τα διόδια τα οποία συστηματικά έκλεινε το κίνημα «Δεν πληρώνω». Ταυτόχρονα άλλαξε ο συσχετισμός στο κατασκευαστικό κεφάλαιο υπέρ του μπλοκ των ανατολικών κρατικοολιχαρχών. Δηλαδή στους 3 αυτοκινητοδρόμους που ματαιώθηκαν ήταν σχετικά μικρή η κατασκευαστική συμμετοχή του ανατολικού ολιγάρχη Μπόμπολα και κυριαρχούσαν οι δυτικοί ανταγωνιστές του. Επέζησε μόνο ο 4ος αυτοκινητόδρομος, που τον έφτιαχνε ο Μπόμπολας μαζί με τον Κόκκαλη («αυτοκινητόδρομος του Μορέα»), γιατί το κίνημα «Δεν πληρώνω» ελάχιστα ενόχλησε τα πανάκριβα διόδιά του, ενώ ο αυτοκινητόδρομος ήταν και προς το τέλος του. Επίσης, όχι τυχαία, το «Δεν πληρώνω» καθόλου δεν ενόχλησε τα δύο πιο ληστρικά διόδια της χώρας, αυτά της Αττικής και του Ρίου-Αντίρριου, που τα εκμεταλλεύεται με φρενήρεις ρυθμούς επίσης ο Μπόμπολας. Όμως το πιο χαρακτηριστικό αποτέλεσμα του «Δεν πληρώνω» ήταν να σχηματιστεί μια διακομματική Επιτροπή για τους αυτοκινητοδρόμους, στην οποία συμμετείχε και ο ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που ήταν μια εγγύηση ότι κανένα έργο μη αρεστό σ’ αυτόν δε θα συνεχιζόταν.

Αλλά ας έρθουμε στο «κίνημα της πατάτας». Υποστηρίζουμε με θέρμη κάθε κίνημα λαϊκής αλληλοβοήθειας που βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα του λαού κινητοποιώντας τις ίδιες τις κρυμμένες και τσακισμένες από το σάπιο πολιτικό καθεστώς κοινωνικές δυνάμεις του, ιδιαίτερα τις δυνάμεις της φτωχολογιάς. Το να οικοδομεί η κάθε γειτονιά, το κάθε χωριό, η κάθε πόλη κινήματα που θα οργανώνουν τις διαθέσεις, το χρόνο, τις γνώσεις, τις δεξιότητες, το υλικό περίσσευμα αλληλέγγυων ανθρώπων που θέλουν να ανακουφίσουν την κατάσταση των μαζών γενικά και τη δικιά τους κατάσταση είναι κάτι που θα μπορέσει να αλλάξει αυτή τη χώρα όσο τίποτα άλλο. Γιατί μόνο αν κινηθούν οι ίδιες οι μάζες θα μπορεί να δημιουργηθεί μια βαθιά πολιτική και πολιτιστική βάση για να ανατραπεί όλο το κοινωνικό καθεστώς που τις καταβασανίζει. Όσο μέσα σε τέτοια πλαίσια έχουμε πρωτοβουλίες για οργανώσεις πραγματικής λαϊκής αλληλοβοήθειας πρέπει να τις υποστηρίξουμε με θέρμη και να παλέψουμε για να αποκτήσουν τα πιο διάφανα, τα πιο προωθημένα δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Ακόμη όμως και αν δεν πρόκειται για ομάδες λαϊκής αλληλοβοήθειας, αλλά για επαγελματικές προσπάθειες παραγωγών ή προσπάθειες καταναλωτών να οργανωθούν σε μια ανώτερη αστοδημοκρατική συνεταιριστική κλίμακα, για να αναπτύξουν οι πρώτοι την παραγωγική τους βάση και οι δεύτεροι για να ελέγξουν από κάθε άποψη και να αξιολογήσουν τα εμπορεύματα που καταναλώνουν, πάλι θα πρέπει να τις υποστηρίξουμε αποφασιστικά. Τέτοιες απόπειρες οργάνωσης τύπου λαϊκής αλληλοβοήθειας ή αστικές συνεταιριστικές που εκδηλώνονται και με αφορμή το κίνημα της πατάτας και με το μεγάλο ντόρο που γίνεται γύρω από αυτό επίσης πρέπει να τις υποστηρίξουμε.

Όμως δεν υποστηρίζουμε το ίδιο το λεγόμενο «κίνημα της πατάτας» σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη πολιτική και ιδεολογική του βάση και τα βασικά πρακτικά του δίκτυα ανταλλαγής όπως έχουν διαμορφωθεί από την πρώτη στιγμή. Αυτά πρέπει να τα αποκαλύψουμε στους καλοπροαίρετους ανθρώπους και να τους βοηθήσουμε να απεγκλωβιστούν από αυτά και, πάντα μέσα από την πείρα τους, να κινηθούν τελικά ενάντια σε αυτά.

Αλλά ας δούμε την πολιτική-ιδεολογική αφετηρία και την πρακτική πορεία αυτού του κινήματος.

Έχουμε λοιπόν μια ομάδα πολιτών της Κατερίνης που φέρνει σε επαφή παραγωγούς του Νευροκοπίου με καταναλωτές της Κατερίνης. Την αγοραπωλησία που ακολουθεί η ομάδα αυτή την εμφανίζει σαν μέθοδο κατάργησης των μεσαζόντων και γενικά των εμπόρων, ιδιαίτερα των σούπερ μάρκετ. Αυτήν την αγοραπωλησία και τη μέθοδό της την κάνει γνωστή και την υπερασπίζεται μεμιάς και ταυτόχρονα όλο το πολιτικό καθεστώς, όλα τα ΜΜΕ, όλα τα κόμματα σε όλη την Ελλάδα (το ψευτοΚΚΕ, που αρχικά φάνηκε αντίθετο, με γρήγορη νέα τοποθέτησή του το υποστήριξε με σαφήνεια. Απλά δήλωσε ότι δεν το θεωρεί επαρκές για τη λύση του ζητήματος των καταναλωτικών τιμών, αλλά όπως για όλα τα πράγματα θεωρεί σαν τελική λύση την «λαϊκή εξουσία», που είναι βέβαια η δικιά του πραξικοπηματική φασιστική εξουσία και -στο βάθος- η εξουσία του καταχτητή ιμπεριαλιστή αφεντικού του). Μετά από αυτές τις τοποθετήσεις σε χρόνο μηδέν, ένα αυξανόμενο πλήθος από δημόσιους οργανισμούς, όπως είναι οι Δήμοι, αλλά ακόμα και πανεπιστήμια, γίνονται κέντρα πώλησης της πατάτας πάντα της μίας και συγκεκριμένης μόνο περιοχής. Ταυτόχρονα αυτό το κίνημα δηλώνει ότι θέλει να επεκταθεί σε όλα τα προϊόντα και αρχίζει να το κάνει: Μέλι, αλεύρι, ρύζι, λάδι παίρνουν σειρά γι’ αυτήν την κατάργηση των μεσαζόντων και του εμπορίου και παντού τα δημαρχεία αρχίζουν να αναλαμβάνουν το βασικό βάρος σ’ αυτό το καθήκον. Βέβαια, δε μιλούν όλοι οι υποστηρικτές του κινήματος για κατάργηση του εμπόρου, και μάλιστα ο κορμός του πολιτικού συστήματος μιλάει για ένα κίνημα που θα πιέσει το υπάρχον εμπορικό, ακόμα και το βιομηχανικό δίκτυο για χαμηλότερες τιμές. Όμως η βασική λογική στο να ασκηθεί αυτή η πίεση είναι η κατάργηση του εμπόρου μέσω της άνθησης των κινημάτων τύπου πατάτας.

Εδώ κάθε λογικός άνθρωπος πρέπει να σκεφτεί το εξής: Πώς είναι δυνατό μια τόσο κοσμοϊστορικής σημασίας πράξη, όπως είναι η έστω και προσωρινή, έστω και για ορισμένα είδη κατάργηση του εμπόρου μετά από 5000 χρόνια παγκόσμιας και σχεδόν απρόσκοπτης δράσης του, να έγινε δεκτή με τόσους ύμνους και με τόση πρακτική ζέση από ένα τόσο ελεεινό καθεστώς διεθνών, πλέον, υπερμπαταχτσήδων, ένα καθεστώς που κατάφερε να χρεωκοπήσει τη χώρα του, να εξαθλιώσει σε έσχατο βαθμό το λαό του, να κλονίσει βαθιά την πιο προωθημένη ως τώρα εθελοντική ένωση δημοκρατικών κρατών της ιστορίας, την ΕΕ, και ταυτόχρονα να την ενοχοποιήσει για το κανόνι αυτό; Πώς έγινε και όλα τα κανάλια, όλα τα κόμματα που έχουν ρίξει αυτή τη χώρα στο πιο λασπώδες χάος υποστήριξαν αυτήν την πρωτοβουλία; Πραγματικά, ούτε τα τζάμπα διόδια δεν είχαν τέτοια πανεθνική δόξα. Και όχι μόνο πανεθνική. Και από άλλες χώρες, όπως την Ιταλία και τη Γαλλία, κάποιοι τζάμπα κοινωνικοί αναμορφωτές είδαν με μεγάλο ενδιαφέρον και συγκίνηση αυτό το «ιστορικό πείραμα των λίγων εθελοντών της Κατερίνης».

Η εθελοντική ομάδα της Κατερίνης, το Νευροκόπι και ο υπερμεσάζοντας ΣΥΡΙΖΑ

Στην πραγματικότητα η εθελοντική ομάδα της Κατερίνης ήταν απλά ένας εντελώς προσωρινός μικρός κράχτης του «κινήματος της πατάτας» για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ. Η ομάδα αυτή, και κυρίως ο επικεφαλής της Τσολακίδης, που αποσπά συνήθως όλη τη δημοσιότητά της, έχει πάρει δραστήριο και πρωτοπόρο μέρος σε όλες τις βασικές καμπάνιες «κινήσεων πολιτών» στις οποίες όσοι ανεξάρτητοι συμμετέχουν διαβουλεύονται για όλα, αλλά τελικά ο κεντρικός ΣΥΡΙΖΑ αποφασίζει για τα βασικά. Πριν από την πατάτα η ομάδα αυτή έγινε γνωστή για τη συμμετοχή της στις κινητοποιήσεις του «Δεν πληρώνω» στα διόδια της Κατερίνης και μετά ασχολήθηκε με το «Δεν πληρώνω το χαράτσι της ΔΕΗ», ψυχή του οποίου ήταν επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ. Νομίζουμε, ωστόσο, ότι το όνομα που θα αφήσει αυτή και περισσότερο ο αρχηγός της θα είναι για κάτι που θα καταγραφεί με κατάμαυρα γράμματα στην πολιτική ιστορία της χώρας και ίσως όλης της Ευρώπης: Το κίνημα αυτό ήταν το πρώτο μαζικό κίνημα μετά την Κατοχή που δέχτηκε και προσκάλεσε στους κόλπους του επίσημα και με πανό οργανωμένη ναζιστική ομάδα με αρχηγό τον συνεργαζόμενο της Χρ. Αυγής Αστέριο Χάμο. Τότε ένα τμήμα του πανελλαδικού κινήματος των διοδίων αποχώρησε από αυτό διαμαρτυρόμενο γι’ αυτή τη συνεργασία. Απαντώντας αυτό κεντρικά σαν «Πανελλαδικό Συντονιστικό Επιτροπών Αγώνα κατά των Διοδίων»  με τον Τσολακίδη επέμεινε ότι καλά έκανε και συνεργάστηκε με τους ναζιστές, αφού και αυτοί έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στις λαϊκές κινητοποιήσεις!!!

Ο περιώνυμος στη Θεσσαλία Αστέριος Χάμος (στον αριστερό κύκλο) δίπλα στον επικεφαλής της «Επιτροπής Αγώνα» και άλλων «πλατιών» κινημάτων  του ΣΥΡΙΖΑ στην Πιερία  Ηλία Τσολακίδη (στο δεξιό κύκλο)

Δεν είναι τυχαίο το ότι και στο «κίνημα της πατάτας» συμμετέχει η Χρυσή Αυγή καλώντας το λαό να απευθυνθεί σε φιλικά της σχήματα, που παίρνουν παραγγελίες και μοιράζουν πατάτες συνεργαζόμενα με το Δήμο Χολαργού!

Ο Τσολακίδης, λοιπόν, λέει στις συνεντεύξεις του ότι έμαθε πως υπήρχε απούλητη φτηνή πατάτα στο Νευροκόπι από μια διαμαρτυρία των πατατοπαραγωγών του Νευροκοπίου το Φλεβάρη στη Θεσσαλονίκη και έτσι του ήρθε η ιδέα να φέρει σε επαφή το Νευροκόπι με την Κατερίνη. Ό,τι και να συμβαίνει από προσωπική άποψη, σημασία έχει ότι την ταχύτατη πολιτική ώθηση στο κίνημα την έδωσε με την ενθουσιώδη ανακοίνωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ και η πιο «φρόνιμη» δίδυμη αδελφή του, η ΔΗΜΑΡ, και ότι οι πρώτοι Δήμοι που έδωσαν στο κίνημα την πελώρια υλική υποδομή του και τη νομικοπολιτική του κάλυψη ήταν αυτός του Ελληνικού (Σκορτζίδης -εκλεγμένος και εκλεκτός του ΣΥΝ) και εκείνος του Δήμου Σαρωνικού (Φιλίππου του ΣΥΝ), ενώ ο πρύτανης του Αριστοτέλειου στη Θεσσαλονίκη είναι ο φιλοσύριζα Μουλόπουλος. Αμέσως μετά το πράγμα φούντωσε και όλο το καθεστώς έγινε προωθητής-διαφημιστής της πατάτας Νευροκοπίου. Όμως ακόμα περισσότερο αποκαλυπτικό της όχι αυθόρμητης φύσης του κινήματος είναι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αναλάβει από πέρσι το Δεκέμβρη να βοηθήσει τους παραγωγούς του Νευροκοπίου να αδειάσουν οι αποθήκες τους. Στις 13 Δεκέμβρη η βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ Αμανατίδου έκανε επερώτηση στη Βουλή, με την οποία διαμαρτυρόταν ότι η χοντρική τιμή της πατάτας Νευροκοπίου έπεσε στα 16 λεπτά το κιλό, ενώ πέρσι ήταν στα 25-30, και καλούσε την κυβέρνηση να πάρει μέτρα, «ώστε η φετινή παραγωγή πατάτας να διοχετευθεί στην αγορά με ικανοποιητικές τιμές που να καλύπτουν το κόστος παραγωγής της». Τη βασική ευθύνη για τη χαμηλή τιμή ο ΣΥΡΙΖΑ τότε δεν την έριχνε στους χοντρεμπόρους, αλλά στη φτηνή γαλλική πατάτα που ερχόταν στα λιμάνια με 9 λεπτά το κιλό, και ισχυριζόταν ότι το γαλλικό κράτος επιδοτούσε κρυφά τους πατατοπαραγωγούς του, υπονοώντας ότι κάτι ανάλογο έπρεπε να κάνει η κυβέρνηση για το Νευροκόπι. Τα λέμε αυτά για να γίνει κατανοητό ότι ο ΣΥΝ δεν ξεκίνησε να βοηθήσει τους φτωχούς καταναλωτές, αλλά τους μικρομεσαίους και αστούς παραγωγούς του Νευροκοπίου να ξεπουλήσουν. Οι ίδιοι το καλοκαίρι του 2011 είχαν πουλήσει πολύ ακριβά την πατάτα τους, χωρίς βέβαια κανένας φτωχός στη συνέχεια να επωφεληθεί από αυτό.

Ο κράχτης λοιπόν που λέγεται «ομάδα εθελοντών Κατερίνης» έφερε αρχικά τον πατατοπαραγωγό του Νευροκοπίου στην Κατερίνη, για να πάρουν τη σκηνή οι τηλεοράσεις, και μετά ανέλαβε όλο το καθεστώς το ρόλο του υπερμεσάζοντα για να πουληθεί η πατάτα πανελλαδικά. Τι έκανε ο υπερμεσάζων; Ειδοποίησε το πλατύ κοινό με όλη την τηλεόραση, με όλο τον Τύπο και με το ίντερνετ ότι έχει μια ευκαιρία να αγοράσει πολύ φτηνή πατάτα και ταυτόχρονα την ευκαιρία να ξεκινήσει την εκστρατεία της κατάργησης των εμπόρων. Το κράτος διέθεσε γι’ αυτό το σκοπό τα δημαρχεία σε όλη τη χώρα σαν χώρους διεξαγωγής αυτού του εμπορίου και τα μετέτρεψε σε απλήρωτα γιγαντιαία μανάβικα, καθώς ανέθεσε σε κάποιους από τους υπεράφθονους υπαλλήλους τους να μαζεύουν τις παραγγελίες από τους καταναλωτές, δηλαδή τους έβαλε να δουλεύουν σαν παραγγελιοδόχους του πωλητή. Επίσης το κράτος διέθεσε στο «κίνημα» την Τροχαία του, για να μη γίνεται συνωστισμός στο χώρο. Το βασικότερο είναι ότι το κράτος συνολικά κατάργησε υπέρ του πωλητή κάθε φορολογικό, υγειονομικό, ποιοτικό και ποσοτικό έλεγχο σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής της διαδικασίας. Δηλαδή το κράτος, καταργώντας τα αρμόδια όργανά του, έγινε φοροφυγάς και προστάτης του συγκεκριμένου παραγωγού σε κάθε πιθανό ποινικό αδίκημα που αυτός θα μπορούσε να διαπράξει. Κάτω από αυτό το πρίσμα, αυτό το δημαρχειακό κίνημα είναι στον αντίποδα κάθε απλής πρωτοβουλιακής αλληλλέγγυας δράσης του λαού.

Σχετικά με το παραεμπόριο των δημαρχείων

Αλλά μπορεί να αναρωτηθεί κανείς εδώ: Και τι κακό έχει που ο ΣΥΡΙΖΑ βοήθησε έστω με την καθεστωτική ισχύ του να πουλήσει το Νευροκόπι τη φτηνή απούλητη πατάτα του στους φτωχούς της χώρας;

Το ένα κακό είναι ότι εμφάνισε αυτή τη διευκόλυνση μιας ομάδας μικρομεσαίων παραγωγών, δηλαδή μικροαστών ή και αστών της υπαίθρου. που σήμερα θα πουλούσαν με 10 λεπτά ή και λίγο αργότερα θα πλήρωναν για να πετάξουν στη χωματερή την απούλητη πατάτα τους, σαν μια μεγάλη λαϊκή κατάχτηση. Συγκεκριμένα και ο ΣΥΡΙΖΑ και όλο το καθεστώς έκρυψαν από τους καταναλωτές ότι αυτή είναι μια πατάτα που παράχθηκε το καλοκαίρι του 2011. Ο ΣΥΡΙΖΑ ασχολήθηκε μετά από άλλους 5 μήνες, δηλαδή το Δεκέμβρη του ’11, με την πατάτα αυτή, όταν η τιμή της, όπως μας λέει στην επερώτησή του ο ΣΥΝ, είχε πέσει στον χοντρέμπορα στα 16 λεπτά το Δεκέμβρη του 2011. Τώρα ο παραγωγός εισπράτει 25-30 λεπτά (που μέσα τους είναι βέβαια και τα μεταφορικά και η συσκευασία, που είναι περίπου 10 λεπτά ως την Αθήνα, αλλά λιγότερα ως τη Θεσ/νίκη και την Κατερίνη), αλλά αφού έχουν περάσει κι άλλοι 3 μήνες από το Δεκέμβρη, όπου έχουν μεσολαβήσει θερμοκρασίες κάτω από -20 βαθμούς στο Νευροκόπι, που χτύπησαν άγρια, δηλαδή αχρήστευσαν, πολλές από αυτές τις πατάτες. Αυτά όμως τα 25-30 λεπτά τα εισπράττει ο παραγωγός τις περισσότερες φορές χωρίς θεωρημένες αποδείξεις, οπότε το κράτος δεν εισπράττει ΦΠΑ, και χωρίς να υπάρχει ο χοντρέμπορας, που αφαιρεί από την κάθε ποσότητα την πρώτη φύρα. Όσο για τον αγοραστή στο δημαρχείο, έχει κι αυτός κόστη παραπάνω από αυτά τα 25-30 λεπτά που δεν τα έχει ο καταναλωτής ούτε στη λιανική ούτε στο σούπερ μάρκετ. Ο αγοραστής στο δημαρχείο με το σακί που παίρνει δεν έχει δικαίωμα οποιασδήποτε διαλογής, όπως έχει ο καταναλωτής στην κανονική λιανική, ούτε έχει τυποποιημένη συσκευασία και πιστοποίηση, όπως συμβαίνει συνήθως στο σούπερ μάρκετ. Επίσης πρέπει να πάει και να ‘ρθει με αυτοκίνητο στο δημαρχείο, για να μπορέσει να κουβαλήσει ένα τσουβάλι βάρους 20-30 κιλών. Τέλος, πρέπει να καταναλώσει όλα αυτά τα κιλά μέσα σε 15 μέρες, γιατί μετά χαλάνε εύκολα επειδή είναι φυλαγμένα πολύ καιρό πριν στις αποθήκες. Αν όλες αυτές οι απώλειες υπολογιστούν συνολικά, το πραγματικό κόστος αγοράς θα πρέπει να φτάνει τουλάχιστον στα 40-45 λεπτά, λίγο πιο κάτω δηλαδή από τις λαϊκές εκείνο τον καιρό. Και δεν πήραμε υπόψη μας το πολύ βασικό ότι στην «αγορά του δημαρχείου» ο καταναλωτής δεν μπορεί να βρει ποιος ήταν αυτός ο παραγωγός που μπορεί να του έδωσε για οποιοδήποτε λόγο βλαβερό προϊόν για την υγεία του, κάτι που θα βρει πιο εύκολα στη λαϊκή, στο μανάβικο και στο σούπερ μάρκετ.

Αλλά και αν κάποια απ’ αυτά τα αρνητικά θα διορθώνονται σταδιακά από κάποιους ας πούμε ευσυνείδητους και ικανούς δήμαρχους, πάλι θα έμπαινε το ερώτημα: Πρέπει να εμπιστευτούμε τους Δήμους να λειτουργούν σαν μεσάζοντες, και μάλιστα σαν ανεύθυνους μεσάζοντες, επειδή τάχα αυτοί δε βγάζουν κέρδος; Όχι βέβαια, γιατί μόνο θεωρητικά και μόνο σε πρώτη φάση δε θα βγάζουν κέρδος. Γιατί όσο κάθε Δήμος θα φέρνει χωρίς κανένα διαγωνισμό τη συγκεκριμένη πατάτα και όχι κάποια άλλη, το συγκεκριμένο μέλι και όχι κάποιο άλλο, το συγκεκριμένο λάδι, το συγκεκριμένο ρύζι και όχι κάποια άλλα και παίρνει παραγγελίες από τους δημότες του χωρίς να δίνει ο ίδιος καμιά εγγύηση ποιότητας, ποσότητας και καμιά φορολογική απόδειξη προσποιούμενος ότι γι’ αυτό έχουν ευθύνη οι παραγωγοί και οι καταναλωτές, η μηχανή διαφθοράς των Δήμων θα αποχαλινωθεί. Δηλαδή μπορεί ο Δήμος σα δήμος τυπικά να μην έχει κέρδος, αλλά θα έχουν πρακτικό κέρδος οι συγκεκριμένοι παραγωγοί, οι δήμαρχοι, οι αντιδήμαρχοι, οι δημοτικοί σύμβουλοι, οι μόνιμοι υπάλληλοι του Δήμου που εμπλέκονται σ’ αυτές τις διαδικασίες και γενικά όσοι έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν για την πηγή προέλευσης και την πορεία των εμπορευμάτων. Δηλαδή το διεφθαρμένο κομματοκρατικό σύστημα των Δήμων θα γίνει ακόμα πιο διεφθαρμένο απ’ όσο είναι κάνοντας όσο γίνεται πιο κρυφό και πιο διεφθαρμένο εμπόριο στη θέση του ανοιχτού.

Έτσι το καθεστώς, στην ουσία το καθεστωτικό παρακράτος, που έχει σαν πρωταγωνιστική του μορφή το ΣΥΡΙΖΑ, ενώ θα προσποιείται ότι κατάργησε τον έμπορο και το αυτονομημένο από τον παραγωγό εμπόριο, στην ουσία θα γυρίζει πολλά χρόνια πίσω το εμπόριο, σε μια εποχή πριν τους υγειονομικούς, τους αγορανομικούς και τους φορολογικούς ελέγχους, πριν από την πλατιά και απρόσωπη εθνική και διεθνή αγορά και πριν από τις υπεραγορές, που μειώνουν στο ελάχιστο τα εμπορικά έξοδα.

Αν, βέβαια, αυτό το σύστημα των Δήμων αρχίσει κάτω από την πίεση των πολιτών να κάνει διαγωνισμούς για τους προμηθευτές που επιλέγει και ελέγχους στα εμπορεύματα που παραγγέλλει και αν αρχίσει να χρησιμοποιεί αποθήκες, ψυγεία και άλλο εξοπλισμό για την ασφαλή διακίνηση αυτών των εμπορευμάτων και αν οργανώσει ένα λογιστήριο για όλη αυτήν την υπόθεση, τότε ο Δήμος θα γίνει ένας εμπορικός μηχανισμός. Αλλά τότε, αφού όλα θα γίνονται με το γνωστό διεφθαρμένο, γραφειοκρατικό, ρουσφετολογικό οπότε και σπάταλο τρόπο, κοινωνικά θα κοστίζουν πολύ περισσότερο απ’ όσο το σημερινό εμπόριο. Τότε όλη αυτή η διακηρυγμένη κατάργηση του ενδιάμεσου θα καταργηθεί και η ίδια έχοντας αφήσει πίσω της πελώριους όγκους οικονομικής σπατάλης και κυρίως πολιτικής και ηθικής διαφθοράς.

Η δημαγωγία «υπέρ της κατάργησης του οργανωμένου εμπορίου» στον καπιταλισμό

Ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι νομοτελειακό, γιατί, εκτός από πολιτικά αντιδραστική, είναι και θεωρητικά και ιστορικά λαθεμένη η βαθύτερη ιδεολογική αφετηρία κάθε κινήματος που έχει σαν στόχο την κατάργηση του εμπορικού κεφαλαίου, όσο θα υπάρχει παραγωγή για το κέρδος και γενικότερα καπιταλισμός. Το αυτονομημένο, σαν μια ξεχωριστή από την παραγωγική διαδικασία, εμπόριο δεν είναι αναγκαίο σε μια κομμουνιστική κοινωνία. Δηλαδή δεν είναι αναγκαίες εκείνες οι διαδικασίες του που ταυτίζονται με την αγορά και την πώληση. Το εμπόριο είναι οικονομικά αναγκαίο -που σημαίνει ότι είναι και κοινωνικά αναγκαίο- στην καπιταλιστική κοινωνία. Δηλαδή στην κοινωνία που παράγει εμπορεύματα και στην οποία έχει γίνει εμπόρευμα και η ίδια η εργασία. Είναι τόσο αναγκαίο όσο είναι το ίδιο το παραγωγικό σύστημα πάνω στο οποίο στηρίζεται το εμπόριο. Η δημιουργία του σύγχρονου εμπορίου είναι μια σιδερένια απαίτηση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Αυτό δηλαδή που κάνει αντικειμενικά το εμπόριο είναι ότι μειώνει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο που απαιτείται για να παραχθεί κάτι στο καθαυτό πεδίο της παραγωγής, δηλαδή στη βιομηχανία και στην αγροτική παραγωγή μεγάλης κλίμακας. Αν δηλαδή δεν υπήρχε το εμπορικό κεφάλαιο, τότε το βιομηχανικό και το γεωργικό κεφάλαιο θα καταπιάνονταν όχι μόνο με τη διαδικασία αυτής καθαυτής της παραγωγής, αλλά και με τη διαδικασία της κυκλοφορίας, πράγμα που θα επιβάρυνε πολύ την πρώτη. Θα έπρεπε δηλαδή ο βιομήχανος ή ο φάρμερ καπιταλιστής, εκτός από το να παράγουν το εμπόρευμά τους Ε, να το πουλήσουν οι ίδιοι μετά στη χοντρική αγορά και μετά στη λιανική (ή να το πουλήσουν στο σούπερ μάρκετ, που η κοινωνική του χρησιμότητα είναι ότι ενοποιεί και τα δυο αυτά στάδια του εμπορίου σε ένα, και έτσι μειώνει στο ελάχιστο τα κόστη του εμπορίου συνολικά), να το μετατρέψουν δηλαδή σε χρήμα και μετά να πάνε μ’ αυτό το χρήμα και να αγοράσουν τα μέσα παραγωγής και τα εργατικά χέρια που χρειάζονται για να ξαναβάλουν μπρος τη διαδικασία της παραγωγής. Κάνοντας αυτό το πράγμα θα έβαζαν σε κίνηση πολύ περισσότερη κοινωνική εργασία συνολικά για να παραγάγουν το ίδιο εμπόρευμα? αρκεί να φανταστεί κανείς πόσο παραγωγικό κεφάλαιο σε μηχανές, σε κτίρια, σε πρώτες ύλες και σε εργατικά χέρια, θα έμενε αναξιοποίητο για πολύ χρόνο, ώσπου να μετατραπεί το εμπόρευμα Ε σε κεφάλαιο-χρήμα (Χ) και το χρήμα σε νέο εμπόρευμα Ε, το οποίο θα έμπαινε στο νέο παραγωγικό κύκλο. Αν δηλαδή όλα αυτά γίνονταν απ’ το παραγωγικό κεφάλαιο. Αντίθετα, αν την ειδική δουλειά της μετατροπής του εμπορεύματος σε χρήμα και του χρήματος σε νέο εμπόρευμα την αναλάμβανε ένα ειδικευμένο σ’ αυτή τη λειτουργία κεφάλαιο, το εμπορικό, τότε θα έμενε πολύ περισσότερο παραγωγικό κεφάλαιο στα χέρια του βιομήχανου ή του φάρμερ καπιταλιστή. Κι αυτό γίνεται όχι μόνο γιατί είναι μεγαλύτερη η ειδίκευση του εμπορικού κεφάλαιου στη δουλειά αυτή, οπότε την κάνει πιο αποτελεματικά, αλλά και γιατί κάνει αυτή τη δουλειά όχι μόνο για έναν εμπορευματοπαραγωγό καπιταλιστή, αλλά για πολλούς ταυτόχρονα και σε πολύ πιο μεγάλη, σε διεθνή έκταση, σε ό,τι αφορά τους καταναλωτές των δοσμένων εμπορευμάτων. Έτσι το εμπορικό κεφάλαιο πετυχαίνει να κάνει πολύ πιο μαζική και πιο γρήγορη την κυκλοφορία του κεφαλαίου, οπότε και πολύ πιο μεγάλο τον όγκο της παραγωγής. Γιατί χάρη στο εμπόριο ο παραγωγός καπιταλιστής θα έχει στα χέρια του πιο γρήγορα έναν πιο μεγάλο όγκο από χρηματικό κεφάλαιο Χ, με το οποίο θα αγοράσει τα εμπορεύματα (μέσα παραγωγής-–εργατική δύναμη) που θα μπουν στο νέο κύκλο παραγωγής πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο αν έκανε ο ίδιος την πώληση. Καταλαβαίνει κανείς τι χάνει το παραγωγικό κεφάλαιο, αν το εμπόρευμα που παράγει φθείρεται και πιο εύκολα, όπως συμβαίνει με το αγροτικό προϊόν, που όσο μένει απούλητο τόσο χάνει ο παραγωγός του και τόσο περισσότερη κοινωνική εργασία χάνεται, όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος των χαλασμένων αγροτικών προϊόντων. Βεβαίως στις κρίσεις, που πριν ξεσπάσουν βιομηχανία και εμπόριο δούλευαν στο φουλ, μένουν απούλητα και καταστρέφονται κάθε είδους εμπορεύματα, και συχνά σταματάνε και η παραγωγή και το εμπόριο. Αλλά αυτό το γεγονός διορθώνεται με την κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου της παραγωγής. Σ’ αυτή την περίπτωση η διαφορά είναι ότι η βιομηχανία συνεχίζεται, αλλά το εμπόριο καταργείται. Βεβαίως καταργείται σταδιακά, γιατί σταδιακά καταργείται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, από τη στιγμή που το προλεταριάτο έχει αποσπάσει την πολιτική εξουσία. Ωστόσο, όταν λέμε ότι καταργείται το εμπόριο, εννοούμε ότι καταργούνται οι λειτουργίες πώλησης και αγοράς και όχι οι παραγωγικές λειτουργίες που είναι ενσωματωμένες μέσα στο εμπόριο, όπως είναι οι μεταφορές, καθώς και ένα μέρος των τηλεπικοινωνιακών, αποθηκευτικών και λογιστικών του λειτουργιών. Αυτές οι τελευταίες θα είναι αναγκαίες και στην αταξική κοινωνία όσο είναι και η ίδια η βιομηχανία. Ειδικά μάλιστα οι λογιστικές λειτουργίες θα είναι πολύ μεγαλύτερες σε μια παραγωγή που θα προσδιορίζεται από τις σύνθετες, όλο και πιο διευρυνόμενες καταναλωτικές ανάγκες της κοινωνίας.

Καταλαβαίνει κανείς πόσο μεγάλη θα ήταν η κοινωνική οπισθοδρόμηση αν ικανοποιούνταν το αντιδραστικό όνειρο των μικροαστών να καταργηθεί το οργανωμένο εμπόριο και ο έμπορος σήμερα. Στην πραγματικότητα μάλιστα δεν πρόκειται απλά για την κατάργηση του εμπορίου, αλλά του εμπορικού κεφαλαίου, δηλαδή και των μισθωτών που κάνουν τη δουλειά του εμπόρου και που χρειάζονται και ορισμένα μέσα εργασίας για να κάνουν αυτή τη δουλειά, όπως γραφεία, τηλέφωνα, υπολογιστές, αποθήκες κτλ. (ένα από τα μη παραγωγικά έξοδα του εμπορικού κεφαλαίου είναι η διαφήμιση, που μάλιστα έχει αυτονομηθεί και έχει γίνει ξεχωριστός κλάδος της παραγωγής. Η βιομηχανία της διαφήμισης παράγει ένα υλικό προϊόν που έχει αξία, αλλά αυτή δεν προσθέτει αξία στα ίδια τα εμπορεύματα που διαφημίζει, και γι’ αυτό το λόγο δεν είναι αναγκαία σαν τέτοια στην κομμουνιστική κοινωνία. Λέγοντας «δεν είναι σαν τέτοια» εννοούμε ότι πλευρές της μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην ενημέρωση και στην καλλιτεχνική δημιουργία). Η οικονομολογία των ψευτομαρξιστών επιμένει, παρόλ’ αυτά, για να φανατίσει τους μικροαστούς ενάντια στο εμπόριο γενικά, ότι δεν μπορεί να είναι αναγκαίο ένα πράγμα που δεν είναι παραγωγικό ή σε όρους καπιταλιστικούς δεν παράγει αξία.

Η αντίφαση αυτή (αναγκαίο, αλλά όχι παραγωγικό) λύνεται με το ότι το εμπόριο δεν παράγει αξία, αλλά γλιτώνει, δηλαδή εξοικονομεί αξία, για την κοινωνία. Να τι γράφει σχετικά μ’ αυτό ο Μαρξ στο 2ο τόμο του «Κεφαλαίου», στο 6ο κεφ. για τα «έξοδα κυκλοφορίας»:

Για τον κεφαλαιοκράτη (εννοεί τον έμπορο κεφαλαιοκράτη), που βάζει άλλους να εργάζονται γι’ αυτόν, η αγορά και η πούληση γίνονται κύρια λειτουργία. Επειδή ο κεφαλαιοκράτης ιδιοποιείται το προϊόν πολλών (εννοεί εργαζομένων) σε μεγάλη κοινωνική κλίμακα, οφείλει επίσης να το πουλήσει στην ίδια κλίμακα, και αργότερα το χρήμα να το ξαναμετατρέψει σε στοιχεία της παραγωγής. Όπως πάντα ο χρόνος πώλησης και αγοράς δε δημιουργεί αξία. Εδώ η λειτουργία του εμπορικού κεφαλαίου δημιουργεί μιαν αυταπάτη. Χωρίς όμως να επεκταθούμε εδώ περισσότερο στο ζήτημα, ένα πράγμα είναι από τα πριν ξεκάθαρο: όταν με τον καταμερισμό της εργασίας μια λειτουργία, που αυτή καθαυτή είναι μη παραγωγική, που αποτελεί όμως αναγκαίο στοιχείο της αναπαραγωγής (η υπογράμμιση δική μας), μετατρέπεται από δευτερεύουσα λειτουργία πολλών σε αποκλειστική λειτουργία λίγων, σε ειδική τους απασχόληση, δεν αλλάζει ο χαρακτήρας της ίδιας της λειτουργίας. Ένας έμπορος (εδώ τον παίρνουμε σαν απλό πράχτορα της μεταμόρφωσης των εμπορευμάτων, σαν απλό αγοραστή και πουλητή) μπορεί με τις επιχειρήσεις του να συντομεύσει το χρόνο αγοράς και πούλησης για πολλούς παραγωγούς. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να θεωρείται σαν μια μηχανή που μειώνει την ανώφελη δαπάνη δύναμης ή που βοηθάει ν’ απελευθερωθεί χρόνος για την παραγωγή. Για ν’ απλουστεύσουμε το ζήτημα (επειδή μόνο αργότερα θα εξετάσουμε τον έμπορο σαν κεφαλαιοκράτη και σαν εμπορικό κεφάλαιο), θα υποθέσουμε πως ο πράχτορας αυτός για τις αγοραπωλησίες είναι ένας άνθρωπος που πουλάει την εργασία του (ο Μαρξ εννοεί εδώ έναν εμπορικό υπάλληλο). Ο άνθρωπος αυτός ξοδεύει την εργατική του δύναμη και το χρόνο του εργασίας σ’ αυτές τις πράξεις Ε-Χ (μετατροπή του εμπορεύματος σε χρήμα) και Χ-Ε (χρήματος σε εμπόρευμα). Επομένως ζει απ’ αυτή τη δουλιά, όπως λ.χ. ένας άλλος ζει κλώθοντας ή κάνοντας το φαρμακοτρίφτη. Εκτελεί στο προτσές της αναπαραγωγής μια αναγκαία (αν και μη παραγωγική) λειτουργία, γιατί το ίδιο το προτσές αναπαραγωγής περικλείει και μη παραγωγικές λειτουργίες. Εργάζεται το ίδιο όπως και κάθε άλλος, το περιεχόμενο όμως της δουλιάς του δε δημιουργεί ούτε αξία ούτε προϊόν. Ο ίδιος ανήκει στα faux frais [μη παραγωγικά, αλλ’ αναγκαία έξοδα] της παραγωγής. Η ωφελιμότητά του δε συνίσταται στο ότι μετατρέπει μια μη παραγωγική λειτουργία σε παραγωγική, ή μια μη παραγωγική εργασία σε παραγωγική, θα ήταν θαύμα αν θα μπορούσε να κατορθωθεί μια τέτια μετατροπή με μια παρόμοια μεταβίβαση της λειτουργίας από ένα άτομο σε άλλο. Αντίθετα, η ωφελιμότητά του συνίσταται στο ότι σ’ αυτήν τη μη παραγωγική λειτουργία δεσμεύεται ένα μικρότερο μέρος της εργατικής δύναμης και του χρόνου εργασίας της κοινωνίας (οι υπογραμμίσεις δικές μας).

Ας υποθέσουμε δηλαδή ότι η τιμή ενός εμπορεύματος ισούται με την αξία του και ότι ο έμπορος το αγοράζει από τον παραγωγό καπιταλιστή σε μια τιμή ας πούμε Α και το μεταπουλάει σε μια τιμή Α+α, όπου το α αποτελείται από μέσα της εμπορικής εργασίας, από μισθούς και από το κέρδος του εμπόρου. Ο έμπορος πιστεύει ότι αγόρασε από τον παραγωγό κάτι που έχει αξία Α και ότι του πρόσθεσε μια αξία α. Όμως για τη μαρξιστική Πολιτική Οικονομία το προϊόν έχει από την αρχή αξία Α+α και απλά ο βιομήχανος καπιταλιστής εισέπραξε το Α (από το οποίο πλήρωσε τα μέσα παραγωγής και τους μισθούς και απέσπασε ένα μέρος της υπεραξίας) και ο καπιταλιστής έμπορος εισέπραξε το α. Αν δεν υπήρχε μεγάλης κλίμακας καπιταλιστικό εμπόριο, το προϊόν δε θα στοίχιζε στον καταναλωτή, δηλαδή στην κοινωνία, Α+α =Γ, που στοιχίζει σήμερα, αλλά πολύ περισσότερο.

Εξαπολύουν «το κίνημα της πατάτας» για να σαμποτάρουν την παραγωγή μέσω της προώθησης του παραεμπορίου

Αλλά αφού στις συνθήκες της πιο ανεπτυγμένης εμπορευματικής παραγωγής, όπως η σημερινή, είναι κοινωνικά απαραίτητο το εμπόριο, τι νόημα έχει όλη αυτή η καμπάνια του καθεστώτος, και ειδικά του σοσιαλφασισμού των ΣΥΡΙΖΑ-ΔΗΜΑΡ, για άμεσες εμπορικές ανταλλαγές παραγωγών-καταναλωτών χωρίς εμπόρους; Κυνηγάνε αυτοί οι παμπόνηροι και κυνικοί διαχειριστές ελπίδων, που κάποιοι από αυτούς κάτι ξέρουν από μαρξισμό, μια χίμαιρα; Και, αφού ξέρουν πως είναι χείμαιρα, γιατί το κάνουν;

Το κάνουν για να σαμποτάρουν την παραγωγή μέσα από το χτύπημα του εμπορίου, ειδικά του εμπορίου πιο μεγάλης κλίμακας, του πιο σύγχρονου εμπορίου, εκείνου των σούπερ μάρκετ που σαν τέτοιο μειώνει περισσότερο την «ανώφελη δαπάνη δύναμης από την κοινωνία» και «βοηθάει ν’ απελευθερωθεί χρόνος για την παραγωγή».

Οι σοσιαλφασίστες μάλιστα (που ηγεμονεύουν πολιτικοϊδεολογικά και πάνω στους φαιούς φασίστες) έχουν από πολλά χρόνια κατασταλάξει σε μια κατανομή ρόλων στο εσωτερικό τους. Άλλο ρόλο παίζουν οι σοσιαλφασίστες του «κομμουνισμού», που θέλουν τάχα την άμεση κατάργηση της καπιταλιστικής οικονομίας (ψευτοΚΚΕ και άλλοι τροτσκιστές) δίχως να το θέλουν τώρα αυτό οι μάζες, δηλαδή δίχως να είναι έτοιμες να πάρουν οι ίδιες την πολιτική εξουσία και τα μέσα παραγωγής στα χέρια τους, και άλλο ρόλο παίζουν οι «ρεφορμιστές» ή οι «ριζοσπάστες» σοσιαλφασίστες. Αυτοί οι τελευταίοι ανέχονται την εμπορευματοπαραγωγική, και μάλιστα την καπιταλιστική οικονομία (ΣΥΡΙΖΑ-ΔΗΜΑΡ-«Αριστερό» ΠΑΣΟΚ, ναζιστές), αλλά τη θέλουν να βρίσκεται στην υπηρεσία του λαού ή του έθνους και να είναι κατά του μεγάλου κεφαλαίου, ιδιαίτερα κατά των τραπεζών!

Οι σοσιαλφασίστες του πρώτου είδους, δηλαδή οι ψευτοκομμουνιστές, χτυπάνε την παραγωγή μέσα από την ίδια την παραγωγική διαδικασία με το να απαιτούν με την πολιτική βία μια άμεση, χωρίς όρους, χωρίς όρια και ανεξάρτητα από τις ανάγκες και τις δυνατότητες της παραγωγής της συγκεκριμένης επιχείρησης υπερτίμηση της τιμής του εμπορεύματος που λέγεται εργατική δύναμη, αλλά και αύξηση του όγκου του, δηλαδή απαιτούν αύξηση χωρίς όρους και χωρίς όρια του ύψους των μισθών και του αριθμού των εργαζομένων, των αποζημιώσεων, την κατάργηση των απολύσεων ειδικά στις επιχειρήσεις που θέλουν να συντρίψουν, ενώ κάνουν το αντίθετο στις φιλικές τους. Στόχος τους σ’ αυτές τις επιχειρήσεις είναι να καταργήσουν το κέρδος του καπιταλιστή και να το μετατρέπουν όσο μπορούν σε ζημιά, ώστε αυτός να υποχρεωθεί να διακόψει τη λειτουργία της παραγωγικής μονάδας. Στην ουσία οι «κομμουνιστές» σοσιαλφασίστες θέλουν να συντρίψουν τους υλικούς και κοινωνικούς όρους της ίδιας της παραγωγής, και μάλιστα μόνο για τους εχθρικούς τους καπιταλιστές και δίχως αυτό να το θέλει ο λαός. Αντίθετα, οι πραγματικοί κομμουνιστές θέλουν να καταργήσουν την ιδιοποίηση αυτών των υλικών και κοινωνικών όρων απ’ όλο ανεξαίρετα το κεφάλαιο μόνο όταν αυτό το θέλει ο λαός και μόνο για να δυναμώσουν, να απελευθερώσουν αυτούς τους υλικούς και κοινωνικούς όρους της παραγωγής από τα καπιταλιστικά δεσμά. Στο επίπεδο της άμεσης οικονομικής πάλης οι μαρξιστές παλεύουν για την αύξηση της αμοιβής και τη μείωση της έντασης και της διάρκειας της εργασίας, πράγματα που έχουν σαν προϋπόθεση την ύπαρξη της παραγωγικής μονάδας, ενώ έχουν σαν στρατηγικό τους στόχο το πέρασμα της ιδιοκτησίας της παραγωγικής μονάδας στο σύνολο του λαού, δηλαδή στο σύνολο των παραγωγών.

Οι «ρεφορμιστές» και οι «ριζοσπάστες» σοσιαλφασίστες, ανάμεσά τους και οι κυβερνητικοί σοσιαλφασίστες (Παπανδρέου-Βενιζέλος-Λοβέρδος-Χρυσοχοΐδης-Σαμαράς) αναγνωρίζουν τον καπιταλισμό στο επίπεδο της παραγωγής, γιατί πρέπει να φροντίσουν για την παραγωγική δραστηριότητα του αφεντικού τους, όταν αυτό ιδιοποιείται τις παραγωγικές δυνάμεις και το φυσικό πλούτο της χώρας μας (κρατικολιγάρχες, Γκάζπρομ, ΚΟΣΚΟ). Γι’ αυτό χτυπάνε την παραγωγή κυρίως μέσα από τη σφαίρα της κατανάλωσης, οπότε και μέσα από το χτύπημα του εμπορίου. Ακόμα και όταν αυτού του είδους οι σαμποταριστές χτυπάνε την ίδια την παραγωγή, το κάνουν γιατί τάχα η συγκεκριμένη δραστηριότητα καταστρέφει τη ζωή του υπόλοιπου πληθυσμού σαν καταναλωτή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών ή γενικότερα σαν ατόμων που η βιομηχανία τούς στερεί, τάχα, την ικανοποίηση σημαντικών αναγκών, όπως είναι η αναψυχή (θάλασσες, ποτάμια, άγρια φύση), η μορφωτική καλλιέργεια (αρχαιότητες) και, βέβαια, η ίδια η υγεία και η ζωή του πληθυσμού (μόλυνση του περιβάλλοντος).

Αυτού του είδους οι σοσιαλφασίστες σαμποταριστές επιδιώκουν την υποτίμηση της τιμής των καταναλωτικών προϊόντων κάτω από το κοινωνικά αναγκαίο για την παραγωγή τους. Το χτύπημα των «ψηλών εμπορικών τιμών» για τον καταναλωτή είναι το πιο βασικό τέτοιο εργαλείο έμμεσων χτυπημάτων στην παραγωγή, είτε στην αγροτική παραγωγή απευθείας είτε στη βιομηχανία τροφίμων είτε στη βιομηχανία φαρμάκων (Χρυσοχοΐδης παλιότερα, Λοβέρδος τώρα). Το χτύπημα της παραγωγής μέσω του χτυπήματος του εμπορίου γίνεται με πολλά προσχήματα, από τα οποία το βασικότερο είναι η κατηγορία για αισχροκέρδεια, και πιο ειδικά για σχηματισμό καρτέλ, την ώρα που η βιομηχανία τροφίμων, όπως κάθε άλλη ελαφριά βιομηχανία στην Ελλάδα, σε γενικές γραμμές πνίγεται μέσα στον πιο σκληρό ανταγωνισμό. Η κατηγορία του σοσιαλφασισμού για σχηματισμό καρτέλ (συντονισμένες πρακτικές) στην ελαφριά βιομηχανία, που ήταν σχεδόν πάντα ως τώρα αναπόδεικτη, τουλάχιστον για τις πιο σημαντικές από αυτές, χρησιμοποιήθηκε και ενάντια στην αγορά της καταναλωτικής (και λιγότερο της παραγωγικής) τραπεζικής πίστης την εποχή της ακμής της και σε μια περίοδο όπου τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις τράπεζες τον έζησε ο καθένας. Στην ουσία ο μεγαλύτερος προστάτης και προωθητής της αιχροκέρδειας είναι ο ίδιος ο καθεστωτικός σοσιαλφασισμός. Είναι τέτοιος όχι μόνο και όχι τόσο όταν αισχροκερδεί μέσω των ΔΕΚΟ που ελέγχει χτυπώντας καταναλωτές και παραγωγούς της βαριάς βιομηχανίας, αλλά κυρίως όταν προστατεύει ή και προωθεί τα παράνομα εμπορικά κυκλώματα, χοντρικής και λιανικής, που το ονομάζουν γενικά παραεμπόριο από την πλευρά του της φοροδιαφυγής. Στην ουσία πρόκειται για ένα μαυραγορίτικο εμπόριο, ιδιαίτερα είναι τέτοιο το λαθρεμπόριο με έδρα την Κίνα, το οποίο με εργαλείο του τους λιανοπωλητές του δρόμου, δηλαδή του λιανεμπορίου χωρίς έξοδα, εκτοπίζει ένα μέρος απ’ το νόμιμο εμπόριο και μ’ αυτό τον τρόπο χτυπάει την ντόπια βιομηχανική παραγωγή κυρίως στην ένδυση και υπόδηση. Και τούτο γιατί αυτού του είδους η παραγωγή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα παράνομα κυκλώματα τα οποία το σοσιαλφασιστικό καθεστώς επιτρέπει να χρησιμοποιούν οι φιλικές του δυνάμεις. Με ανάλογους τρόπους το σοσιαλφασιστικό καθεστώς χτυπάει ήδη και σκοπεύει να χτυπήσει στο μέλλον περισσότερο το μεγάλης κλίμακας νόμιμο εμπόριο των αγροτικών προϊόντων, για να προωθήσει κάθε «δημαρχιακό παραεμπόριο» ή κάθε άλλο παραεμπόριο. Και τούτο γιατί κάθε παραεμπόριο έχει υποπολλαπλάσια κόστη. Ό,τι χειρότερο λοιπόν ποιοτικά προϊόν, ό,τι λαθρεμπορικό, ό,τι μεταβαπτισμένο σε ελληνικό θα μπορεί να περνάει μοιραία μέσα από αυτά τα κυκλώματα της παρακρατικής αρπαχτής και θα συντρίβει ό,τι πιο προωθημένο. Η εκτόπιση του πιο σύγρονου, του πιο μεγάλης κλίμακας και του σχετικά πιο έντιμου με αστικούς όρους εμπορίου θα φέρει σε πολύ μειονεκτική θέση τη βιομηχανικής κλίμακας παραγωγή αγροτικών προιόντων που αντιστοιχεί σ’ αυτό το εμπόριο, που χρειάζεται δηλαδή αυτό το εμπόριο για να αναπαραχθεί σε όλο και πιο διευρυμένη κλίμακα. Ιδιαίτερα θα χτυπηθεί καίρια ο μηχανισμός παραγωγής-κυκλοφορίας που ενοχλεί θανάσιμα τους σαμποταριστές στο επίπεδο της αγροτικής παραγωγής: το βιομηχανικής οργάνωσης αγρόκτημα και η βιομηχανία τροφίμων στη μια άκρη – και στην άλλη άκρη το σούπερ μάρκετ, που αποτελεί τη σύγχρονη μορφή συγκέντρωσης του λιανεμπορίου και τη σύνθεσή του με το χοντρεμπόριο σε επίπεδο χώρας.

Αλλά το δημοτικό παραεμπόριο δεν είναι ο μόνος, και ίσως να μην είναι ο κύριος σκοπός των ρωσόδουλων σαμποταριστών, καθώς αυτό θα συναντήσει -όπως είπαμε παραπάνω- σύντομα τις αντιθέσεις του από την υπόλοιπη κοινωνία, και κυρίως τις ανυπέρβλητες εσωτερικές αντιφάσεις του. Φαίνεται μάλλον ότι το δημοτικό παραεμπόριο θα βοηθάει να στήνονται δομές σοσιαλφασιστικού παρακρατικού και κρατικού ελέγχου στην ανεπτυγμένη παραγωγή και στο εμπόριο και θα ενισχύει την επιθετική ψευτο-αντικαπιταλιστική προπαγάνδα κατά των «ψηλών τιμών», η οποία διευκολύνει αυτόν τον έλεγχο. Αυτήν την πρόθεση τη μαρτυρά όσο τίποτ’ άλλο το κατεξοχήν κόμμα του «ρεφορμιστικού» και «κυβερνητικού» σοσιαλφασισμού, η ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη. Να τι λέει αυτός ο ανώτερος κρίκος στη γενετική εξέλιξη των πολιτικών χαμαιλεόντων:

«Το “κίνημα της πατάτας” είναι μια ακτιβιστική κίνηση η οποία αναδεικνύει ένα υπαρκτό πρόβλημα. Γι’ αυτό τη χαιρετίζουμε και την υποστηρίζουμε. Φέρνει στο προσκήνιο την γκρίζα ζώνη των τιμών των προϊόντων, από τη στιγμή που εγκαταλείπουν το χωράφι και μέχρι να φτάσουν στο ράφι του καταναλωτή. Θέτει την πολιτεία προ των ευθυνών της. Μια πολιτεία που μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να ελέγξει την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, τα καρτέλ, τον ανταγωνισμό. Αλλά και οι παραγωγοί καταλαβαίνουν πλέον τα πλεονεκτήματα της συλλογικής δράσης. Μια νέα ισορροπία θα πρέπει να επιτευχθεί ανάμεσα στην αμοιβή του κόπου του παραγωγού που παράγει ποιότητα και συνεταιρίζεται και στο διαθέσιμο από τον καταναλωτή εισόδημα. Στο πλαίσιο αυτό η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να έχει καταλυτικό ρόλο, υποβοηθώντας στην άμεση επαφή παραγωγών και καταναλωτών επ’ ωφελεία και των δυο μερών, προσεγγίζοντας το θέμα με φαντασία, δημιουργώντας νέες δομές που θα έχουν θετικό αντίκτυπο στη ζωή της πόλης».

Απ’ όλες τις παραπάνω φράσεις που έχουμε υπογραμμίσει η πιο ανησυχητική είναι η «προσέγγιση του θέματος με φαντασία». Οι τύποι αυτοί έχουν τόσο αστείρευτα καταστροφική φαντασία, που φτάνει να τη συνδυάσει κανείς με τις λέξεις-κλειδιά: «αυτοδιοίκηση», «έλεγχος» και «πολιτεία», για να γεμίσει αγωνία για το μέλλον αυτού του τόπου. Αυτό πάντως που μπορούμε να προσθέσουμε είναι ότι, εκτός από το να χτυπήσουν το υγιές εμπόριο, την αγροτική παραγωγή και τη βιομηχανία τροφίμων, βλέπουν το δημαρχιακό παραεμπόριο και σαν ένα μέσο για να επέμβουν στους συνεταιρισμούς που τελευταία προσπαθούν να ξαναγεννηθούν από τις στάχτες τους σε προοδευτική βάση.

Πώς να απαντήσουμε πρακτικά στους δημαγωγούς

Βέβαια, δεν είναι να περιμένουμε να γίνει ύλη η φαντασία του Κουβέλη, του Τσίπρα και των κυβερνητικών φίλων τους για να αντιδράσουμε. Πρέπει να αντιδράσουμε από τώρα και σε όλα τα επίπεδα, και κυρίως πρακτικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει απέναντι στο παραεμπόριο των σοσιαλφασιστών, αλλά και γενικότερα απέναντι στο υπαρκτό εμπόριο της αισχροκέρδειας, το οποίο αυτοί ποτέ τους δεν πολέμησαν, αλλά το χρειάζονται για να κάνει κακό στην παραγωγή, πρέπει να αντιτάξουμε μια άλλη μίνιμουμ δημοκρατική και πατριωτική γραμμή που θα αντιπαλεύει το παραγωγικό σαμποτάζ στο επίπεδο της παραγωγής και του εμπορίου γενικά. Το ότι οι τιμές των αγροτικών προϊόντων στη χώρα μας είναι ψηλές σε σχέση με εκείνες χωρών με πολύ ψηλότερα μεροκάματα από τα δικά μας δεν οφείλεται -σαν γενικό φαινόμενο- στην αισχροκέρδεια ούτε των βιομηχανιών των τροφίμων ούτε των εμπόρων, όπως ισχυρίζεται ασταμάτητα η καθεστωτική προπαγάνδα, αλλά στη χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής γεωργίας. Είναι ο μικροπαραγωγικός και επιστημονικοτεχνικά καθυστερημένος χαρακτήρας της ελληνικής γεωργίας αυτός που κάνει το μικρομεσαίο αγρότη υποχείριο της εμπορικής αισχροκέρδειας, αν και αυτή είναι λιγότερη απ’ όση ισχυρίζονται γενικά οι σοσιαλφασίστες. Αυτός όμως ο χαρακτήρας δεν οφείλεται πια στις γενικές ιστορικές αδυναμίες του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά στα μεθοδικά στρατηγικά χτυπήματα που έχουν δοθεί στη γεωργία από τους σαμποτέρ τα τελευταία 30 χρόνια με την οργάνωση όλων των αδυναμιών του λαού και του έθνους σε ένα καταστροφικό σύστημα το οποίο πάλεψε: 1. Για τη μεθοδευμένη διατήρηση του κατατεμαχισμού της γης με την υπονόμευση κάθε αναδασμού, αλλά και κάθε χωροταξικού της υπαίθρου, που θα ξεχώριζε τις αγροτικές χρήσεις γης και θα διευκόλυνε την συγκέντρωση της καλλιεργήσιμης γης, αλλά και εκείνης των μηχανικών μέσων καλλιέργειας, που σήμερα κατασπαταλιούνται μέχρι γελοιότητας. 2. Για τη διάβρωση, το προβοκάρισμα και τη διάλυση του συνεταιριστικού κινήματος σε πρωτοφανή βαθμό, πράγμα που επιδείνωσε στο έπακρο και έφερε τη σπατάλη ανθρώπινων, μηχανικών και φυσικών πόρων στην παραγωγή και το εμπόριο και δυνάμωσε τα ολέθρια αποτελέσματα του κατατεμαχισμού της γης. 3. Για την παρεμπόδιση των στρατηγικών έργων αγροτικής υποδομής, ιδιαίτερα εκείνου της εκτροπής του Αχελώου, για το τσάκισμα της γεωτεχνικής έρευνας, καθώς και για την εξαφάνιση της κρατικής επιστημονικοτεχνικής βοήθειας και επιμόρφωσης των αγροτών. Μια χαρακτηριστική εκδήλωση σαμποτάζ είναι ότι αφέθηκε να ρημαχτεί ο πλούτος των ποικιλιών στη φυτική και ζωική παραγωγή, ότι υπονομεύτηκε η δημιουργία νέων προσαρμοσμένων ποικιλιών και ότι δαιμονοποιήθηκε η βιοτεχνολογία. 4. Για την αρνητική χρησιμοποίηση των επιδοτήσεων, ώστε να εθιστούν οι μικροί και μεγαλύτεροι παραγωγοί στο χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας και στη σπατάλη, στην ηθική διαφθορά (με τις κλεψιές των επιδοτήσεων), στην παραγωγική διαφθορά (με την οργανωμένη καταστροφή της παραγωγής στις χωματερές) και στην ταξική διαφθορά (με τη μετατροπή τους σε ραντιέρηδες και μισοδουλοχτήτες). 5. Για το μεθοδευμένο εμπορικό περιορισμό της γεωργίας στα στενά εθνικά πλαίσια, για να μην μπορεί να ενωθεί η ελληνική γεωργική παραγωγή με την ευρωπαϊκή αγορά και να μείνει υποχείριο της ρωσοκρατούμενης «εθνικής» πολιτικής, αλλά και να προσανατολιστεί όλο και περισσότερο προς την ανατολική αγορά.

Για ένα δημοκρατικό και επαναστατικό κίνημα ενάντια στους σαμποταριστές

Αυτή η ατέλειωτη υπονόμευση της αγροτικής παραγωγής, που έχει σαν πρακτικό της αποτέλεσμα να ακριβαίνουν τα τρόφιμα και τώρα πια να φτωχαίνουν οι αγροτοπαραγωγοί, μπορεί να αντιμετωπιστεί πάνω απ’ όλα με ένα αντισαμποταριστικό κίνημα, που είναι δευτερευόντως ένα παραγωγικό και κύρια ένα πολιτικό κίνημα. Λέγοντας δευτερευόντως παραγωγικό εννοούμε το εξής: Ότι παλεύει με ένταση, π.χ., για τη δημιουργία συνεταιρισμών όσο γίνεται πιο δημοκρατικών, όσο γίνεται πιο βαθιά εμπλεκόμενων στην ίδια την παραγωγική διαδικασία. Επίσης προσπαθεί ώστε αυτοί οι συνεταιρισμοί να ενσωματώνουν μέσα τους όσο γίνεται πιο πολύ την παραμερισμένη φτωχή αγροτιά και να αλλάζουν την κατάστασή της. Όμως αυτά δεν πρέπει να τα προωθούμε τόσο γι’ αυτή καθαυτή την αγροτική παραγωγή, αλλά για να κάνουμε πιο «εποπτική», δηλαδή πιο κατανοητή στις μάζες μέσα από την ίδια τους την πείρα, την πολιτική μας δουλειά, δηλαδή για να συσπειρώνουμε διαρκώς όλο και πιο πλατιές κοινωνικές δυνάμεις ενάντια στους σοσιαλφασίστες σαμποτέρ, που είναι από τη φύση τους υποχρεωμένοι να χτυπήσουν κάθε προοδευτικό συνεταιριστικό κίνημα. Επίσης πρέπει να υποστηρίξουμε παντού και στην πόλη και στην ύπαιθρο αντίστοιχα δημοκρατικά εθελοντικά κινήματα και διαφανείς ενώσεις καταναλωτών που αξιολογούν και ελέγχουν προϊόντα και που πολεμάνε την αισχροκέρδεια του εμπορικού, αλλά και του γεωργικού και του βιομηχανικού παραγωγικού κεφαλαίου. Ένα τέτοιο αντισοσιαλφασιστικό κίνημα στην ύπαιθρο θα γίνει και η πολιτική βάση, η προϋπόθεση για ένα προλεταριακό επαναστατικό κίνημα. Αυτό πρέπει να ξεκινήσει από τη δημοκρατική και αντιιμπεριαλιστική-πατριωτική πάλη ενάντια στους σαμποτέρ, αλλά δεν πρέπει να μείνει μόνο στο δημοκρατικό και πατριωτικό συνεταιριστικό κίνημα, που είναι στην οικονομική του ουσία ένα αστικό κίνημα, αλλά να προετοιμάζει πολιτικά και ιδεολογικά το βιομηχανικό προλεταριάτο, το προλεταριάτο γης και τη φτωχή αγροτιά για την πολιτική εξουσία τους και στην ύπαιθρο. Αυτή η εξουσία σημαίνει -στο οικονομικό επίπεδο- κοινωνικοποίηση της παραγωγής σε όλο και ανώτερη σφαίρα, μέχρι την κατάκτηση της ιδιοχτησίας όλου του λαού στα μέσα της παραγωγής και την κατάργηση της εμπορευματικής παραγωγής και του εμπόρου, που τόσο πολύ καμώνεται πως επιδιώκει ο «μαρξιστής» Τσίπρας από τώρα κιόλας. Αν, βέβαια, μέσα από το συνεταιριστικό κίνημα αδυνατίσουμε το σοσιαλφασισμό, θα δώσουμε μεγάλη ώθηση και στο εργατικό επαναστατικό κίνημα, γιατί ο σοσιαλφασισμός είναι η πιο προωθημένη μορφή εργατικής προδοσίας και αποσύνθεσης. Αλλά, με αδύναμο το σοσιαλφασισμό, και η σοσιαλδημοκρατία θα μείνει χωρίς τη σκληρή ταξική της καθοδήγηση, οπότε η αστική τάξη θα μείνει πολιτικά πολύ μόνη της, και γι’ αυτό θα είναι πολύ ευάλωτη. Στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο πρόβλημα για την επαναστατική, αλλά και τη δημοκρατική δουλειά στην ελληνική ύπαιθρο σήμερα είναι η απουσία σε μεγάλο βαθμό ενός μαζικού και δεμένου με τον υπόλοιπο λαό προλεταριάτου γης. Η μεγαλύτερη ζημιά που έχει κάνει το καθεστώς τα τελευταία χρόνια στην ύπαιθρο είναι ότι φρόντισε και φροντίζει να φέρνει διαρκώς καινούριες φουρνιές όλο και πιο φτηνών μεταναστών, για να σπάνε ασταμάτητα τα προηγούμενα μεροκάματα στα χωράφια και να εκτοπίζουν σε μεγάλο βαθμό τους παλιότερους, πιο ακριβούς και πιο δεμένους κοινωνικά με τον ντόπιο πληθυσμό μετανάστες. Δηλαδή το εγκληματικό αυτό καθεστώς ειδικά στην ύπαιθρο «αλλάζει διαρκώς εργατική τάξη», για να είναι σίγουρο ότι δε θα του προκύψει μια επανάσταση ακόμα και αν ο μισός πληθυσμός της χώρας ψάχνει στα σκουπίδια για φαΐ. Βέβαια, κάθε πράγμα έχει μέσα του το αντίθετό του, οπότε και κάθε μειονέκτημα μπορεί να μετατραπεί σε πλεονέκτημα. Ήδη οι σαμποταριστές με τη χρεωκοπία και την προϊούσα καταστροφή της βιομηχανίας στέλνουν ένα κομμάτι ανέργων εργατών από την πόλη στην ύπαιθρο είτε σαν μικροπαραγωγούς είτε σαν εργάτες γης. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να ενισχύσουν τη ριζοσπαστικοποίηση της υπαίθρου, που ήδη βγαίνει μαζικά από τις αυταπάτες της προηγούμενης εποχής των επιδοτήσεων και των φτηνών δανείων, και να δώσουν μια νέα ώθηση στην πάλη ενάντια σε όλα τα στοιχεία της διαφθοράς, της αντιανάπτυξης και της υπερεκμετάλλευσης. Βέβαια, την ίδια ριζοσπαστικοποίηση επιχειρεί να εκμεταλλευτεί -και μάλιστα όντας πιο καλά πλασαρισμένος- ο φασισμός. Αν αυτός δεν προλάβει, τότε το πιο νέο προλεταριάτο γης, όντας απόλυτα εκμεταλλευόμενο, απόλυτα χωρίς ασφάλεια και συχνά με αρκετή μόρφωση μπορεί -αν αγκαλιαστεί από το υπόλοιπο προλεταριάτο, ιδιαίτερα εκείνο των βιομηχανικών εργατών της επαρχίας- να οργανωθεί για την ενότητα και την υπεράσπιση του μεροκάματου στους αγρούς και τελικά να γίνει μια σπουδαία επαναστατική δύναμη.

Με τέτοια κινήματα μπορούν να αποκαλυφθούν και να συντριβούν τα προβοκατόρικα αντιδραστικά κινήματα τύπου διοδίων, τύπου αγανακτισμένων, τύπου πατάτας κτλ. Βέβαια, αυτά θα έρχονται και θα σβήνουν, αλλά οι σκηνοθέτες τους θα προετοιμάζουν διαρκώς νέες, μεγαλύτερες προβοκάτσιες και νέες αντιδραστικές φαντασμαγορίες. Όμως κάθε μια νέα αποτυχία τους θα αποσαθρώνει το γενικότερο οικοδόμημά τους. Ήδη μόλις τώρα που τελειώνουμε αυτό εδώ το κείμενό μας ακούσαμε από κάποιους καταναλωτές της «πατάτας του ΣΥΡΙΖΑ» φράσεις του τύπου «ρε παιδί μου, μέσα στο σακί δε βρήκα ούτε μια που να είναι καλή». Έτσι η πρώτη εικόνα που έχει ο καταναλωτής για την επιχείρηση «εξαφάνιση του έμπορα» είναι η εξαφάνιση της πατάτας του.