Υπόθεση Pussy Riot: Αποκάλυψη του ρώσικου φασισμού και δείγμα επαναστατικών δημοκρατικών διαθέσεων μέσα στη ρώσικη νεολαία
Η ιστορία των τριών κοριτσιών που αψήφησαν ανοιχτά το φασιστικό και διεφθαρμένο καθεστώς Πούτιν και κατάγγειλαν την όσμωση της ρώσικης ορθόδοξης εκκλησίας μαζί του, με μια «πανκ» προσευχή στον καθεδρικό ναό του «Χριστού του Σωτήρα» στη Μόσχα είναι λίγο ως πολύ γνωστή εδώ και μήνες στους ανθρώπους που παρακολουθούνε τις ειδήσεις και τον Τύπο.
Ειδικά στη δυτική Ευρώπη, σε ένα βαθμό και στη χώρα μας, το ζήτημα της σύλληψής και στη συνέχεια της καταδίκης τους έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Φυσικά, στη χώρα όπου πρώην κνίτες - στελέχη του ψευτοΚΚΕ τύπου Δημήτρη Λιάτσου κάνουνε επί χρόνια τους «ανταποκριτές» της κρατικής τηλεόρασης στη Ρωσία σερβίροντας στο ελληνικό κοινό όλη την πουτινική προπαγάνδα, και όπου ο (επίσης με παλιούς δεσμούς με το ψευτοΚΚΕ) υπουργός του Τύπου είναι ο «κτηματομεσίτης» της Ρωσίας Σ. Κεδίκογλου, δεν μπορούσε κανείς να περιμένει άξια λόγου δημοκρατική κριτική του ρώσικου φασιστικού καθεστώτος.
Αντίθετα, δεν έλειψαν οι αιχμές από τον επίσης απαράδεκτο Αυγερινό του MEGA για την «εκμετάλλευση» του ζητήματος «από τις δυτικές κυβερνήσεις» και άλλες γελοιότητες, που βγαίναν κατ’ ευθείαν από τα πουτινικά προπαγανδιστικά χαλκεία στη Μόσχα. Οι τύποι αυτοί, που παριστάνουν τους δημοσιογράφους, είχαν μπει στη Γεωργία πάνω στα τανκς των νεοχιτλερικών ρώσων εισβολέων, θα ορρωδούσαν μπροστά σε μια «απλή» φασιστική δίκη;
Η «πανκ προσευχή» των Pussy Riot, η οποία καλούσε το θεό να απαλλάξει τη Ρωσία από τον Πούτιν και τα «άγια κόπρανα» (δηλαδή τη σύμφυση καθεστώτος – εκκλησίας, όπως εξήγησαν αργότερα οι τρεις νεαρές κοπέλες στη δίκη τους) έγινε στις 21 του Φλεβάρη.
Στις 3 του Μάρτη, οι ρωσικές αρχές, μετά από έρευνα (καθώς το συγκρότημα χρησιμοποιεί μάσκες και ψευδώνυμα) συνέλαβαν τη Ναντέζντα Τολοκονίκοβα και την Μαρία Αλιοκίνα, ενώ στις 16 του μήνα ταυτοποίησαν και τρίτο μέλος του συγκροτήματος στο πρόσωπο της Εκατερίνα Σαμουτσέβιτς.
Η Τολοκονίκοβα και η Σαμουτσέβιτς ήταν γνωστές από το 2008 από το ρωσικό καλλιτεχνικό γκρουπ – κολλεκτίβα Voina, αναρχικού - καταστασιακού προσανατολισμού.
Οι κατηγορίες για βλασφημία και υποκίνηση θρησκευτικού μίσους οδήγησαν στην πρωτόδικη καταδίκη τους στις 17 Αυγούστου σε ποινή κάθειρξης δύο ετών σε «ποινική αποικία», κατ’ ουσία σε στρατόπεδο εργασίας, με το φασίστα Πούτιν να δηλώνει ότι «επιχείρησαν να υπονομεύσουν τις ηθικές βάσεις της ρωσικής κοινωνίας» και ότι «πήραν αυτό που τους άξιζε». Παράλληλα όμως δημιούργησαν ένα παγκόσμιο κύμα αλληλεγγύης και συμπάθειας για τρεις θαρραλέες αντιφασίστριες.
Στις 10 του Οχτώβρη, η Σαμουτσέβιτς, με τη χρήση μιας νομικής φόρμουλας και με μια κατάλληλη δήλωση έβγαλε έξω από την κοινή δράση των τριών γυναικών τη μέρα της διαμαρτυρίας στην εκκλησία τον εαυτό της. Έτσι το καθεστώς μετέτρέψε την ποινή της σε 2 χρόνια με αναστολή και την έβγαλε από τη φυλακή. Πρόκειται σαφώς για κίνηση του καθεστώτος, για να αποδυναμώσει το μέτωπο της συμπαράστασης και να διασπάσει και το ίδιο το συγκρότημα.
Άλλωστε, και ο ίδιος ο Πούτιν για να καθησυχάσει τη Δύση ανέθεσε στο άλλο του πρόσωπο, στο «φιλελεύθερο» υπάλληλό του και πρωθυπουργό Μεντβέντεφ, να υποδυθεί τον «προβληματισμένο» για την ποινή και να δηλώσει πριν λίγες ημέρες ότι οι Pussy Riot δεν θα έπρεπε να βρίσκονται στη φυλακή. Δεν παρέλειψε βέβαια και αυτός να σημειώσει πόσο απεχθής του είναι η πράξη τους και γενικότερα τα όσα πρεσβεύουν (http://bitly.com/UujwyS ).
Η υπόθεση των Pussy Riot εκφράζει, όσο κι αν δε φαίνεται με μια πρώτη ματιά, βαθιές ιδεολογικές διεργασίες που αφορούν βέβαια ακόμη μια συνειδητή δημοκρατική μειοψηφία του ρωσικού λαού.
Σημαία των PR αποτελεί ο φεμινισμός και η αντίσταση στη βαθιά ηθικολογική υποκρισία του νέου ανδροκρατικού προτύπου που προωθούν μαζί ο εθνικοσοσιαλιστής Πούτιν και η φασιστική στην ηγεσία της ρώσικη ορθόδοξη εκκλησία.
Η Ρωσία είναι μία χώρα όπου η δικτατορία του προλεταριάτου που εγκαθίδρυσε η σοσιαλιστική επανάσταση του Οχτώβρη του ’17 έβγαλε τη γυναίκα στο προσκήνιο και ξέσχισε την τσαρική – φεουδαρχική καθυστέρηση και θρησκοληψία. Η γυναίκα επί Λένιν και Στάλιν βίωσε μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση, στην οποία ήταν συμμέτοχος και συνδημιουργός του νέου σοσιαλιστικού πολιτισμού. Αυτό το νέο πνεύμα πέρασε βαθιά και στις οικογενειακές σχέσεις και στο δίκαιο που αφορούσε το γάμο και γενικότερα τις σχέσεις των δύο φύλων και παρέμεινε ισχυρό ακόμα και μετά την πολιτική και οικονομική παλινόρθωση.
Οι σοσιαλφασίστες της εποχής Χρουστσόφ – Μπρέζνιεφ – Γκορμπατσόφ, πριν σηκώσουν την τρίχρωμη τσαρική σημαία και πετάξουν από πάνω τους το σφυροδρέπανο και το κόκκινο χρώμα (αφού πρώτα τα έσυραν στη λάσπη) δεν επιτέθηκαν ανοιχτά σε αυτές τις κατακτήσεις, και τις γκρέμιζαν μόνο έμμεσα, μέσα από την παλινόρθωση, σε απέραντη κλίμακα, των πιο σάπιων καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, εκείνων του γραφειοκρατικού κρατικοφασιστικού καπιταλισμού που ετοίμαζε τον ολιγαρχικό «ιδιωτικό» (εξίσου κρατικοφασιστικό και υπερσυγκεντρωμένο) καπιταλισμό των Γέλτσιν – Πούτιν.
Ο νεοτσαρισμός και η πλήρης παράδοση των ρώσικων μαζών στην ιδεολογική αποκτήνωση του συνομωσιολογικού αντιαμερικανισμού (για τις ΗΠΑ που δήθεν «διάλυσαν την ΕΣΣΔ και φτώχυναν την αιώνια Ρωσία»), του αντισημιτισμού και του μεσαιωνικού πνεύματος αντιδραστικής ολιγάρκειας είχαν ανάγκη μια ρώσικη εκκλησία πλήρως παραδομένη στο Κρεμλίνο. Κάτι που είχε ήδη συμβεί επί Μπρέζνιεφ, με την KGB να έχει το Πατριαρχείο της Μόσχας υπό τον πλήρη έλεγχο της, ήδη από τη δεκαετία του ’70.
Ο αντιδραστικός ορθοδοξο-φασιστικός μεσαιωνισμός ήρθε να συναντήσει το πρότυπο του «ματσό – αθλητικού τύπου – κυνηγού» Πούτιν, και να θέσει «νέα όρια» στη θέση της γυναίκας στη ρώσικη κοινωνία. Η γυναίκα παρουσιάζεται και πάλι ως η φιγούρα «για το σπίτι και την ανατροφή των παιδιών», όπως την ήθελε ο ναζισμός και τώρα τη θέλει ο ισλαμοφασισμός, την ώρα που ο άντρας είναι ο μόνος «άξιος» να συμμετέχει στην ευρύτερη κοινωνικοπολιτική ζωή και στην παραγωγή. Πρόκειται για βήματα ολοταχώς προς τα πίσω, σε μια κοινωνία που δηλητηριάζεται καθημερινά από το μείγμα του πιο κανιβαλικού εθνικισμού και του αντεστραμμένου «σοσιαλισμού» των σουσλοφικών «αντικαπιταλιστών», που κάνουν ιδεολογικό κουμάντο στο πουτινικό καθεστώς.
Αυτό το πνεύμα χτύπησαν, έστω με τον δικό τους, «προκλητικό» και όχι ιδιαίτερα πειστικό για τις πλατιές μάζες τρόπο οι θαρραλέες αυτές νεολαίες. Πήραν μια φόρμα της δυτικής μουσικής και κοινωνικής κουλτούρας, που κουβάλαγε μέσα της εχτός από πολύ παρακμή και ένα γνήσιο πνεύμα νεολαιίστικης αντίδρασης τη δεκαετία του ’70 στην Αγγλία, το πανκ, και την έστρεψαν με μανία ενάντια στο υποκριτικά καθωσπρέπει κέντρο της παγκόσμιας αντίδρασης και καταπίεσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι μολονότι η ιδεολογική γραμμή των PR δεν είναι αστοφιλελεύθερη στην κύρια πλευρά της, ο φασίστας Ναβάλνι, που υποδύεται τη σκληρή «αντιπολίτευση» στον Πούτιν, αλλά είναι ρατσιστής μεγαλορώσος και εθνικοφασίστας, χτύπησε τις PR σαν «ανόητες που έκαναν ό,τι έκαναν καθαρά για λόγους δημοσιότητας», αν και δήθεν «διαφώνησε» με την καταδίκη τους, για να καλύπτεται σαν «αντιπολιτευόμενος».
Το ιδεολογικοπολιτικό στίγμα των PR το δίνει η ίδια η «αρχηγός» του συγκροτήματος Τολοκονίκοβα, σε συνέντευξή της από τη φυλακή στο γερμανικό περιοδικό Spiegel τον περασμένο Μάρτη:
«Ναι, είμαστε μέρος του παγκόσμιου αντικαπιταλιστικού κινήματος, το οποίο αποτελείται από αναρχικούς, τροτσκιστές, φεμινίστριες και αυτόνομους. Ο αντικαπιταλισμός μας δεν είναι αντιδυτικός ούτε αντιευρωπαϊκός. Βλέπουμε τον εαυτό μας σαν τμήμα της Δύσης, και είμαστε προϊόν της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Οι αδυναμίες και οι ατέλειες της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας μας ενοχλούν βέβαια, αλλά δεν θέλουμε να καταργήσουμε το δικαίωμα των ανθρώπων να απολαμβάνουν τα καταναλωτικά αγαθά. Η ελευθερία βρίσκεται στον πυρήνα της ιδεολογίας μας, και η λογική της ελευθερίας που πρεσβεύουμε είναι δυτική στην ουσία της. Δίνουμε μια μάχη για τον ορθό ορισμό της έννοιας της ελευθερίας». (http://bitly.com/UujwyS )
Τα παραπάνω λόγια δεν δείχνουν κατασταλλαγμένες ιδέες αλλά ανησυχίες και σε κάθε περίπτωση η πολιτική πράξη αυτών των γυναικών δείχνει ότι δεν μιλάμε για «αναρχικούς, τροτσκιστές, φεμινιστές και αυτόνομους» ελληνικού υπερκαθεστωτικού τύπου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μολονότι διάφορες αντιδραστικές δυνάμεις εμφανίζονται σήμερα στη Ρωσία ως «λάβρες» κατά του πουτινισμού, ως εκ «θαύματος» οι ψευτοκομμουνιστές του Ζιουγκάνοφ, ο συνδετικός κρίκος «αριστεράς» και ναζιστών Ουνταλτσόφ, και ο εθνικομπολσεβίκος-χιτλερικός Λιμόνοφ, καθώς και οι οπαδοί τους, παραμένουν πάντα άθικτοι, ενώ οι συνεπείς αστοδημοκράτες, καθώς και τμήμα των αναρχικών και μαχητικών αντιφασιστών, είναι οι μόνοι που έχουν νεκρούς από ψυχρές, ωμές καγκεμπίτικες δολοφονίες, που συνήθως γίνονται στο δρόμο ή και στα σπίτια των θυμάτων.
Φαίνεται ότι η γραμμή των PR, παρά την κάποια συγγένειά της με το μικροαστικό αντιδραστικό «κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης», εξοργίζει το καθεστώς πρώτα απ όλα για τον αντικληρικαλισμό της, που χτυπά τη στενή ενότητα και την διεφθαρμένη υποκρισία Κρεμλίνου – ρωσικής Εκκλησίας, αλλά και για την άρνησή της να ενταχθεί στο κυρίαρχο στη Ρωσία αντιδυτικό (με την έννοια του αστικοδημοκρατισμού) καθεστωτικό ρεύμα, σε επίπεδο ιδεολογίας.
Στη Ρωσία σήμερα, μπορείς να είσαι «εθνικιστής – πατριώτης» Πούτιν και «εθνικοφιλελεύθερος» Μεντβέντεφ, μπορείς να είσαι «κομμουνιστής» Ζιουγκάνοφ, «αριστερός» Λέβιτσεφ και «ριζοσπάστης» Ουνταλτσόφ ή Ναβάλνι, εθνικομπολσεβίκος – ναζιστής Λιμόνοφ, μπορείς τέλος να είσαι αρχιφασίστας «υπερεθνικιστής» Ζιρινόφκσκι. Το μόνο που δεν επιτρέπεται να είσαι είναι συνεπής δημοκράτης και διεθνιστής σαν την Πολιτκόφσκαγια ή την Εστεμίροβα, που «ανταμείφθηκαν» από το καθεστώς με σφαίρες στα κορμιά τους.
Στη Ρωσία δεν είναι «απαγορευμένος» στη φόρμα ούτε ο αντικαπιταλισμός, μάλιστα μια υπεραντιδραστική ανεστραμένη και επιλεκτική μορφή του τη σερβίρουν όλες οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις. «Απαγορευμένος» ή εν πάση περιπτώσει καταδιωκόμενος είναι ο αστικός (κι ακόμα περισσότερο ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ μαρξιστικός) διαφωτισμός, η ελεύθερη ατομικότητα, ο αθεϊσμός, ο διεθνισμός, η αντικαθεστωτική πάλη, η πάλη για τα δικαιώματα των μειοψηφικών εθνοτήτων μέσα στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Στην υπόθεση των PR, ο Πούτιν «τέσταρε» τις αντιδράσεις της διεθνούς κοινής γνώμης και της μισοδημοκρατικής Δύσης και στη συνέχεια έστειλε το μήνυμά του, με την αποστολή των δύο κοριτσιών στα στρατόπεδα της κεντρικής Ρωσίας. Για τμήματα της «αντιπολίτευσης», που έχει μέσα της μπόλικη ορθοδοξία, τσαρισμό, μέχρι και ανοιχτούς χιτλερικούς, η υπεράσπιση μιας ανοιχτά αναρχοφεμινιστικής πλατφόρμας αντίστασης στον πουτινισμό ήταν από δύσκολη έως αδύνατη.
Τα πάντα κρίνονται και μετριούνται με τα αντίθετά τους. Οι PR δεν έχουν απέναντί τους μια προλεταριακή ή έστω συνεπή δημοκρατική κριτική του πουτινισμού, ώστε να βρίσκονται στα δεξιά της. Αντίθετα, και παρά την (εντελώς δευτερεύουσα από πολιτική άποψη αυτή τη στιγμή) αισθητικά παρακμιακή πλευρά του πανκ που υιοθετούν σαν φόρμα για να εκφράσουν την αντίθεσή τους στο σιδερόφραχτο σοσιαλφασιστικό καθεστώς της Ρωσίας, οι τρεις αυτές γυναίκες βρίσκονται, αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά, στο προοδευτικό στρατόπεδο και αξίζουν την αλληλεγγύη κάθε ελεύθερου και δημοκρατικού ανθρώπου. Και για το θάρρος τους, και για τις γεμάτες αξιοπρέπεια «απολογίες» τους στο δικαστήριο, που τις μετέτρεψαν σε κατηγορητήριο κατά του καθεστώτος, και για τη λεβέντικη στάση τους μετά την καταδίκη τους.