Για την επέτειο του γιορτασμού της 28 Οκτώβρη του 1940 δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο. Πρόκειται για την ομιλία που έκανε ένας αντιφασίστας καθηγητής εκ μέρους των καθηγητών απευθυνόμενος στους μαθητές του σχολείου. Η ομιλία αυτή χειροκροτήθηκε πολύ θερμά από τους μαθητές παρόλες τις πολιτικά και ιδεολογικά προωθημένες θέσεις της. Αυτό αποδεικνύει ότι ο φαιοκόκκινος φασισμός έχει πολιτική κυριαρχία στην κορυφή αλλά όχι στο λαό.
ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ 28 ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 1940
Κυρία Διευθύντρια, αγαπητοί συνάδελφοι, αγαπητοί
μας μαθητές, κυρίες και κύριοι!
Σαν σήμερα, πριν από 69 χρόνια, μετά από τελεσίγραφο του πρεσβευτή της
φασιστικής Ιταλίας Γκράτσι τα ιταλικά στρατεύματα επιτέθηκαν απρόκλητα σε όλη
την έκταση των ελληνοαλβανικών συνόρων, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον ελληνικό
λαό να γράψει μια από τις πιο λαμπρές σελίδες της πολυτάραχης ιστορίας του.
Δεν ήταν μόνο η Ελλάδα που πολεμούσε κείνη τη στιγμή, κι ούτε πολεμούσε για να
υπερασπιστεί μόνο τη δική της τιμή. Συνάμα υπερασπιζόταν και όλους τους
ελεύθερους, και τους σκλαβωμένους ακόμα, λαούς του κόσμου. Η ηπειρώτισσα μάνα
δεν κου-βαλούσε τα πολεμοφόδια μόνη της στα κακοτράχαλα βουνά. Δίπλα της
στέκονταν οι άγγλοι εργάτες των ανθρακωρυχείων, οι αμερικάνοι αχθοφόροι των
λιμανιών, οι πολυπληθείς εθνότητες των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, η
ηγεσία των ΗΠΑ και σύσσωμη η πολιτική ηγεσία των δημοκρατικών χωρών της Ευρώπης.
Ο αγώνας δεν ήταν μόνο ενάντια σε κάποιους παράφρονες ξένους ηγέτες και, πολύ
περισσότερο, ενάντια σε κάποιες τυφλωμένες από έπαρση ανθρώπινες μάζες που
ακολουθούσαν σαν πιστά σκυλάκια τον «αρχηγό». Ήταν πρώτ’ απ’ όλα αγώνας ενάντια
στο φασισμό και το ναζισμό, το πιο απάνθρωπο πολιτειακό σύστημα που έχει
εμφανιστεί ποτέ στην ανθρωπότητα.
Νομίζω πως θα ήταν χρήσιμο και παραγωγικό να μη μείνουμε στο γράμμα, αλλά στο
πνεύμα της ημέρας αυτής. Ο εορτασμός μιας τέτοιας επετείου μπορεί να αποκτήσει
ένα πραγματικά βαθύ νόημα μόνο αν αποτελέσει αφορμή για περίσκεψη και γόνιμο
προβληματισμό. Κι αυτό γιατί η Ιστορία μπορεί, αν οι λαοί δεν πάρουν μαθήματα
απ’ αυτήν, να επαναληφθεί.
Τι ήταν, λοιπόν, ο ναζισμός;
Σίγουρα δεν ήταν ένα καπρίτσιο της Ιστορίας, ούτε βέβαια δημιούργημα απλά και
μόνο ενός τρελού, όπως θέλουν μερικοί να παρουσιάζουν το Χίτλερ. Ο Χίτλερ ήταν
αιμοβόρος, αλλά όχι τρελός. Μια τέτοια άποψη ουσιαστικά θα τον αθώωνε. Ο Χίτλερ
ήταν ένα πρόσωπο που παρουσιάστηκε μια καίρια ιστορική στιγμή στην τσακισμένη
οικονομικά και σε αδιέξοδο πολιτικά Γερμανία του μεσοπολέμου παριστάνοντας το
σωτήρα του λαού, το Μεσσία που θα έδινε στο γερμανικό λαό την πολυπόθητη διέξοδο
από τα προβλήματα που τον συνέθλιβαν.
Με ποια συνθήματα ο Χίτλερ συγκίνησε και κατάφερε να πείσει το λαό να του δώσει
την εξουσία; Θα άξιζε τον κόπο και το χρόνο να ψάξουμε λίγο αυτή την πλευρά, τη
συνήθως αδιόρατη, του φασισμού, πώς δηλαδή προσπαθεί να εξεγείρει τις λαϊκές
μάζες και να τις βάλει στην υπηρεσία του.
Ο Χίτλερ το πρώτο που έκανε ήταν να τα βάλει με τη Δύση γενικά, με την Αγγλία
και τις ΗΠΑ ιδιαίτερα. Τις κατηγορούσε ως ιμπεριαλιστικές, λες και δεν ήταν ο
ίδιος ο πολιτικός εκπρόσωπος των πιο αντιδραστικών ιμπεριαλιστικών
κεφαλαιοκρατικών κύκλων της τότε Γερμανίας. «Κάτω το κεφάλαιο», βροντοφώναζε για
να κερδίσει τους εργάτες. Μέχρι και τη σημαία του, τη σβάστικα με τον αγκυλωτό
σταυρό, τη χρωμάτισε κόκκινη για να τους πάρει με το μέρος του. Μήπως όμως και
το κόμμα του εθνικοσοσιαλιστικό δεν το ονόμασε, για να θυμίζει συνειρμικά στους
εργαζομένους τα σοσιαλιστικά ιδεώδη; Τα ράσα όμως δεν κάνουν τον παπά, λέει μια
σοφή παροιμία. Κι όπως τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, έτσι και η επίκληση του
Χίτλερ σε συνθήματα που παρέπεμπαν στην πρόοδο ήταν κάλπικη. ΄Όσο κι αν καμώθηκε
το σφοδρό πολέμιο του καπιταλισμού, όσο κι αν έκανε τον αντικαπιταλιστή, δεν
έπαυε να είναι ο πιο μαύρος εκπρόσωπος του μεγάλου κεφαλαίου στη χώρα του. Αυτή
η φύση των εθνικοσοσιαλιστών και του Χίτλερ αποκαλυπτόταν τότε από το γεγονός
ότι ταυτόχρονα αυτοί θεωρούσαν ακόμη πιο μεγάλο εχθρό της Γερμανίας τους
διεθνιστές κομμουνιστές και την τότε σοσιαλιστική Σοβιετική Ένωση.
Τον πόλεμο ενάντια στα καπιταλιστικά, αλλά δημοκρατικά κράτη της Δύσης, και τον
πόλεμο ενάντια στη σοσιαλιστική Ανατολή ο Χίτλερ τον προετοίμασε με τον εξής
τρόπο: Καλλιέργησε στα μυαλά των συμπολιτών του το μίσος και την απέχθεια για
τους άλλους λαούς μέσω της δήθεν ανωτερότητας της γερμανικής φυλής. ΄Ηταν δηλαδή
ένας κλασικός ρατσιστής. Πρόβαλλε τη ρατσιστική θεωρία του “ζωτικού χώρου”, ότι
δηλαδή τα σύνορα της χώρας του ήταν μικρά για έναν τόσο σπουδαίο λαό όπως ο
δικός του, και την αντίληψη πως ο δικός τους πολιτισμός είναι ανώτερος από τον
πολιτισμό όλων των άλλων εθνών, και επομένως θα έπρεπε αυτό να το αναγνωρίζουν
όλα τα έθνη και να υποκλίνονται όλοι μπροστά στο γερμανικό μεγαλείο, όπως έλεγε.
Με αρωγό την γκεμπελίστικη προπαγάνδα έκανε το λαό να πιστέψει πως στα πολιτικά
παρασκήνια του εξωτερικού, εννοώντας και πάλι τη Σοβιετική Ένωση και τη Δύση,
εξυφαίνεται μια παγκόσμια απειλητική συνωμοσία εναντίον του περιούσιου, δήθεν,
γερμανικού λαού, τον οποίο τάχατες όλοι ζηλεύουν και όλοι αδικούν και
εποφθαλμιούν για το μεγαλείο του. Κατά τη δική του άποψη, όλοι οι άλλοι λαοί
“χρωστούσαν” στη Γερμανία πολιτισμό και παγκόσμια αναγνώριση. Και καθόρισε ως
κέντρο τής κατά φαντασίαν αυτής συνωμοσίας τους Εβραίους, συνήθεις και εύκολους
φταίχτες που προσωποποιούν αυτό που κάθε φασισμός διαλέγει να θεωρεί ως κακό.
Στην προκείμενη περίπτωση ως κακό θεωρούσε τους μπολσεβίκους κομμουνιστές στην
ΕΣΣΔ και τους φιλελεύθερους καπιταλιστές στη Δύση. Έλεγε λοιπόν ότι αυτά τα δύο
καθεστώτα τα είχαν ανακαλύψει και τα οδηγούσαν Εβραίοι με στόχο να καταστρέψουν
τη Γερμανία. Τέτοιοι παραλογισμοί βρίσκουν απήχηση σε εποχές μεγάλης οικονομικής
κρίσης, δηλαδή περιόδους απελπισίας των φτωχών και καταστροφής των μικρομεσαίων
στρωμάτων.
Και σήμερα μήπως αρκετοί -και στη χώρα μας και παγκοσμίως- δεν επαναλαμβάνουν τα
ίδια χιτλερικά στερεότυπα, δηλαδή ότι για όλα φταίνε οι μοχθηροί Εβραίοι; Και
σήμερα δε λένε αρκετοί «όλοι οι λαοί χρωστάνε σ’ εμάς, γιατί εμείς τους δώσαμε
τον πολιτισμό που σήμερα αυτοί έχουν»; Δε λένε ακόμα και σήμερα ότι «πρέπει η
Δύση να αναγνωρίσει την ανωτερότητα του δικού μας πολιτισμού»; Δεν υποστηρίζουν
και σήμερα ότι για την οικονομική εξαθλίωση, τη φτώχεια και τους πολέμους φταίνε
όλοι οι άλλοι λαοί και κυβερνήσεις, αλλά όχι οι δικές τους κυβερνήσεις και οι
ίδιοι;
Έχουμε κάτσει ποτέ να σκεφτούμε σοβαρά ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα; Ο
ρατσισμός και ο φασισμός δεν είναι μια μακρινή ιστορία. Ας μην έχουμε την
αυταπάτη ότι ξεμπερδέψαμε μια και καλή μ’ αυτόν όταν τελειώσαμε με το Χίτλερ. Με
το Χίτλερ τελειώσαμε, όχι όμως και με το χιτλερισμό. Ο φασισμός, αν οι λαοί δεν
έχουν τα μάτια τους ανοιχτά, μεταμορφώνεται συνεχώς προσπαθώντας να τους
εξαπατήσει και να τους παρασύρει στο παιχνίδι του πολέμου και της
αλληλοεξόντωσης. Ο λύκος αλλάζει συνεχώς προβιά, προβάροντας κάθε φορά την πιο
φανταχτερή για την περίσταση. Δεν είναι και πολύ δύσκολο για ένα λαό τσακισμένο
από την ανέχεια και απογοητευμένο από την πολιτική και τους πολιτικούς να πέσει
στα νύχια ενός επιτήδειου φασίστα. Ο φασισμός αυτή τη στιγμή που μιλάμε μπορεί
να είναι δίπλα μας και να μας χτυπάει την πόρτα. Δεν είναι κάτι που εκδηλώνεται
από τη μια μέρα στην άλλη. Προετοιμάζει τις συνειδήσεις με μεθοδικό τρόπο, έτσι
που χωρίς να το καταλάβει ένας λαός βρίσκεται να παλεύει με λύσσα για να
εξοντώσει το γείτονά του.
Τέτοιες συμπεριφορές παρατηρούμε και σήμερα. Πριν από λίγα χρόνια, για
παράδειγμα, οι ΗΠΑ εισέβαλαν απρόκλητα στο Ιράκ θεωρώντας τον εαυτό τους
«παγκόσμιο προστάτη της δημοκρατίας», λες και οι λαοί τους είχαν αναθέσει αυτό
το ρόλο.
Πολύ χειρότερη συμπεριφορά επέδειξε πέρσι μια ανερχόμενη υπερδύναμη του καιρού
μας, η Ρωσία, όταν επιτέθηκε στη μικρή γειτονική της Γεωργία με πρόσχημα την
προστασία της ρωσικής μειονότητας στην Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία και
προσάρτησε, ουσιαστικά, αυτές τις δύο περιοχές. Είναι εκπληκτική στην περίπτωση
αυτή η ομοιότητα με τη χιτλερική πολιτική: Η πρώτη επιθετική ενέργεια του
ναζισμού εναντίον ξένης χώρας ήταν η προσάρτηση της Σουδητίας -περιοχής που
ανήκε στην τότε Τσεχοσλοβακία- με πρόσχημα ακριβώς την υπεράσπιση της γερμανικής
μειονότητας στην περιοχή αυτή!
Ας έρθουμε όμως στα δικά μας. Ας ψάξουμε βαθιά μέσα μας να δούμε τι συμβαίνει τα
τελευταία, ιδιαίτερα, χρόνια στην ίδια μας τη χώρα.
Δεν είδαμε τον περασμένο Δεκέμβρη την απρόκλητη δολοφονία του νεαρού
Γρηγορόπουλου από έναν αστυνομικό που δε μετάνιωσε για το έγκλημά του, επειδή
και αυτός και μεγάλο μέρος της σημερινής αστυνομίας είναι βαθιά διαβρωμένοι από
τους ρατσιστές και ναζιστές της «Χρυσής Αυγής»; Μετά δεν είδαμε το απροστάτευτο
από τα όργανα της τάξης κέντρο της Αθήνας να καίγεται από τις μολότοφ φασιστικών
ταγμάτων εφόδου, που τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται ως αναρχικοί; Δε βλέπουμε
συχνά-πυκνά το πανεπιστημιακό άσυλο, που στο παρελθόν αποτελούσε την ασπίδα των
δημοκρατικών ανθρώπων στο πανεπιστήμιο απέναντι στις ορέξεις των χουντικών, να
το εκμεταλλεύονται ψευτοπροοδευτικά στοιχεία, για να εδραιώσουν την πολιτική
τους κυριαρχία μέσα κι έξω από το πανεπιστήμιο, να τρομοκρατούν δημοκράτες
καθηγητές, όταν αυτοί απλά προσπαθούν να κάνουν μάθημα και να μεταγγίσουν τη
γνώση στους φοιτητές τους, μπας και πάει μπροστά η πολύπαθη αυτή χώρα;
Δε βλέπουμε να αφήνεται σχεδόν ανεξέλεγκτη η συρροή λαθρομεταναστών στη χώρα, με
στόχο το γιγάντωμα της μαύρης εργασίας, ώστε να πέσει το εργατικό μεροκάματο και
για τους ντόπιους εργάτες και για τους εγκατεστημένους μετανάστες, και έτσι να
δυναμώσει το ρατσιστικό μίσος μέσα στη χώρα μας ενάντια στους τελευταίους; Δε θα
‘πρεπε το ελληνικό κράτος, όπως προβλέπουν οι διεθνείς συμβάσεις που έχει από
καιρό υπογράψει, να εμποδίσει τη μαύρη εργασία και το λαθρεμπόριο ανθρώπων και
ταυτόχρονα να αποδώσει την ελληνική ιθαγένεια αρχικά στα παιδιά των
εγκατεστημένων μεταναστών και σταδιακά σε όλους τους εγκατεστημένους μετανάστες,
για να είναι ενωμένος ο λαός να παλέψει για τα δίκια του και να μην
καταναλώνεται σε ρατσιστικούς αποκλεισμούς και μίση;
Αυτές οι καταστάσεις είναι ιδανικές για να εκκολαφθεί και στη χώρα μας το αβγό
του φιδιού, να βγουν δηλαδή στο προσκήνιο δυνάμεις που, με πρόσχημα την
υπεράσπιση του μεροκάματου του εργάτη ντόπιου και μετανάστη από τη
λαθρομετανάστευση, των δικαιωμάτων του πολίτη και την προστασία του
ανυπεράσπιστου μαγαζάτορα από τους κουκουλοφόρους, σπρώχνουν τη χώρα προς την
πολιτική ανωμαλία και το φασισμό.
Εδώ ας κάνουμε μια επισήμανση: Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που θέλει να λέγεται
ότι ανήκει στη δημοκρατική Ευρώπη και ταυτόχρονα επιτρέπει σε ναζιστικές
οργανώσεις να λειτουργούν και να εκφράζονται πολιτικά ελεύθερα, χωρίς κανέναν
περιορισμό. Στη χώρα μας όποιος θέλει έχει από το νόμο το δικαίωμα να κατεβεί
στο δρόμο με χιτλερική σημαία, να φωνάζει χιτλερικά συνθήματα και να χαιρετά
φασιστικά όπως ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ. Αυτά στη δημοκρατική Ευρώπη
απαγορεύονται δια νόμου. Μήπως θα έπρεπε να εφαρμοστεί κι εδώ κάτι ανάλογο;
Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Το αβγό του φιδιού δεν περιορίζεται σε μικρές ομάδες
του περιθωρίου. Όταν βλέπουμε, για παράδειγμα, πολιτικό ηγέτη να καλεί τον
ελληνικό λαό να πάρει πίσω την Κωνσταντινούπολη, την ίδια ώρα βλέπουμε την
υπόλοιπη πολιτική ηγεσία της χώρας να μην καταγγέλλει τέτοιες απόψεις ως
χιτλερικές, αφού ωθούν σε καταχτητικό πόλεμο για ανακατανομή συνόρων, αλλά να
τις αφήνει να καλλιεργούνται στον ελληνικό λαό? αυτό δεν είναι εκκόλαψη του
αβγού του φιδιού;
Και αναρωτιέται κανείς: Έτσι θα πάει μπροστά η χώρα μας; Πού πήγε όλο αυτό το
αίμα που έχυσαν οι λαοί στο διάβα της Ιστορίας, για να κατακτηθεί η εθνική
ανεξαρτησία και η δημοκρατία;
Αν θέλουμε να σβηστεί για πάντα από τη μνήμη της ανθρωπότητας η ναζιστική
θηριωδία, δεν αρκεί να την καταδικάζουμε σε εκδηλώσεις επετειακού χαρακτήρα σαν
τη σημερινή. Πρέπει να επαγρυπνούμε και να πολεμάμε το φασισμό όπου και όπως κι
αν εκδηλώνεται: Στη δουλειά, στην πολιτική, στην οικονομία, στις εθνικές
μειονότητες, στις διακρατικές σχέσεις, στην επικοινωνία μας με τους άλλους
λαούς, ιδιαίτερα τους γειτονικούς, ακόμα και μέσα στην ίδια μας την οικογένεια.
Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να επιδοθούμε σε μια ευγενική άμιλλα με τους άλλους
λαούς και να πάρουμε απ’ αυτούς ό,τι καλύτερο έχουν, όπως κι αυτοί από το δικό
μας λαό. Μόνο έτσι θα μπορέσει να βαδίσει ολόκληρη η ανθρωπότητα χέρι-χέρι στο
δρόμο της προόδου και της προκοπής.
Γι’ αυτά τα ιδανικά έχυσαν το αίμα τους οι πρόγονοί μας το ’40 στα βουνά της
Ηπείρου και της Αλβανίας.
Το 1941 οι δυνάμεις του ξένου φασισμού, στηριγμένες στα υπέρτερα τεχνικά μέσα
και στην αριθμητική τους δύναμη, κατάφεραν να κατακτήσουν την Ελλάδα. Τι, στην
ουσία, κατάκτησαν όμως; Μπόρεσαν να κερδίσουν τη λαϊκή ψυχή με τη, δήθεν, «νέα
τάξη πραγμάτων» που υπόσχονταν; Σίγουρα όχι. Κι αυτό φάνηκε περίτρανα στα χρόνια
‘41-’44, στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης. Ήταν τότε που σύσσωμος ο ελληνικός
λαός και η πολιτική του ηγεσία, εκτός από μερικές θλιβερές εξαιρέσεις δοσίλογων
φασιστών, έδωσε ένα γερό χαστούκι στο πρόσωπο των κατακτητών. Έδωσε ένα μάθημα
σ’ όλους αυτούς που νομίζουν πως ένας μικρός, αριθμητικά, λαός είναι μοιραίο να
υποταχτεί σ’ έναν ισχυρότερο.
Το δίκιο είναι αυτό που κάνει το μικρό λαό να γιγαντώνεται και να αντιστέκεται,
να κουρελιάζει και να εξευτελίζει το μεγάλο στρατό στο πεδίο της μάχης.
Τη Ρωμηοσύνη, λοιπόν, δεν πρέπει να την κλαίμε. Εκεί που πάει να σκύψει, με το
σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο, να τη! Πετιέται από ‘ξαρχής κι
αντριεύει και θεριεύει.
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940!
Ζήτω η αδούλωτη ψυχή του ελληνικού λαού!