ΤΟ ΔΙΑΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΜΠΛΟΚ ΕΠΕΒΑΛΕ ΕΝΑ ΔΙΚΤΑΤΟΡΑ ΑΡΧΗΓΟ ΣΤΗ ΝΔ
Όμως η θέση του Σαμαρά θα παραμείνει για καιρό πολύ εύθραυστη

Όπως το είχαμε προβλέψει εδώ και ένα χρόνο το διακομματικό μπλοκ κορυφής ήθελε να βγάλει πρόεδρο της ΝΔ τον εκλεκτό του, τον Α. Σαμαρά. Και τον έβγαλε εύκολα κυρίως γιατί αυτό ελέγχει τα ΜΜΕ και μέσα από αυτά ζυμώνει και διαδίδει την «εθνική γραμμή» σε κάθε μεγάλο ζήτημα. Αυτή η πολιτική και ιδεολογική υπεροχή του πολιτικού μπλοκ υπέρ του Σαμαρά δεν σημαίνει ότι δεν έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην εκλογή του το βρώμικο διπλό παιχνίδι του Καραμανλή στο κομματικό παρασκήνιο ή η τούμπα του γενικά φιλοδυτικού αλλά αδίστακτου καιροσκόπου Αβραμόπουλου ή το ότι μέσα στη εκλογική διαδικασία χώθηκε ένα ψηφοφορικό κομμάτι του ΛΑΟΣ. Ούτε είναι επίσης χωρίς επίπτωση στο τελικό αποτέλεσμα ή πολιτική αδυναμία της τάσης Μπακογιάννη να καταλάβει πόσο πλατύ, ισχυρό και βαθιά μελετημένο στην τακτική και στρατηγική του ήταν το πολιτικό μέτωπο πίσω από τον αντίπαλό της και πρώτα απ όλα να αντισταθεί στην αντικαταστατική και κρυφοφασιστική γραμμή «εκλογές από τη βάση».
Αλλά στο βάθος αυτή είναι έλλειψη πολιτικής οξυδέρκειας ενός ολόκληρου στρατοπέδου και όχι ενός ανθρώπου και έχει να κάνει με την έλλειψη πολιτικού ταξικού χαρακτήρα των βασικών κομματιών της αστικής τάξης που η ΝΔ εκπροσωπεί. Αν η τάση Μπακογιάννη ήθελε να δώσει μια συνεπή πάλη πολιτικής πλατφόρμας με τον Σαμαρά θα έπρεπε να συγκρουστεί τελικά με την κυρίαρχη «εθνική γραμμή» όλου του πολιτικού διακομματικού μπλοκ που τον στήριζε τόσα στα διεθνή όσο και στα περιφερειακά βαλκανικά και στα εσωτερικά ζητήματα. Αλλά αν το έκανε αυτό θα έπρεπε αυτή η τάση να συγκρουστεί και να ξεκαθαρίσει και μέσα της και μέσα στα αστικά στρώματα που εκπροσωπεί. Αλλά αυτές είναι επαναστατικές διεργασίες που όχι μόνο δεν ταιριάζουν ιστορικά στην πάντα συμβιβαστική και χωρίς αρχές ελληνική μεγαλοαστική τάξη αλλά επί πλέον δεν ζυμώνονται και δεν σκαρώνονται την τελευταία στιγμή. Γι αυτό το λόγο το στρατόπεδο που βρέθηκε σε αντικειμενικά μειονεκτική θέση δεν ήθελε να δει κατάματα όλα αυτά τα τόσο δύσκολα και επαναστατικά. Προτίμησε να δει αυτά που θα μπορούσε εύκολα να πετύχει. Έτσι η Μπακογιάννη προτίμησε να δει ότι μετά την εύκολη νίκη της θα χρειαζόταν έναν Σαμαρά που δεν θα της έκανε διάσπαση, οπότε το πιο έξυπνο που είχε να κάνει πριν από την εκλογή της ήταν να μην τον θυμώσει με τα της αποστασίας το 1993. Έτσι τον άφησε να αλωνίζει και να δημαγωγεί ασταμάτητα ώσπου πήρε προβάδισμα όταν ο καιροσκόπος Αβραμόπουλος βλέποντας τη δυναμική πέρασε μαζί του. Τότε η Μπακογιάννη θυμήθηκε τον πόλεμο αλλά ήταν αργά γιατί ο όψιμος αυτός πόλεμος εκλήφθηκε από τον κόσμο και σωστά σαν προσωπική αγωνία για την ήττα και όχι σαν μια στάση αρχής απέναντι σε έναν αποστάτη. Στο μεταξύ η Μπακογιάννη είχε έμμεσα αποδοκιμάσει και παγώσει όλους εκείνους που τόλμησαν να επιτεθούν από την αρχή στο Σαμαρά γι αυτό το εξαιρετικά τρωτό του σημείο με πρώτο τον καλύτερο σε αυτήν την πάλη Μειμαράκη.
Αλλά αυτά είναι ζητήματα τακτικής. Η μάχη χάθηκε στην στρατηγική γιατί το 40% της Μπακογιάννη δεν βρέθηκε τελικά απέναντι στο 50% του Σαμαρά αλλά στο 60% του Σαμαρά και του επίσης φασίστα Ψωμιάδη. Αλλά και στη απίθανη περίπτωση που η Μπακογιάννη κέρδιζε με μια σωστή τακτική θα βρισκόταν σύντομα σε στρατηγική άμυνα από ένα λυσσασμένα εχθρικό εσωτερικό και εξωτερικό μέτωπο.

Η σοσιαλφασιστική φύση της γραμμής: «όλα από τη βάση-κάτω οι μηχανισμοί»

Πιστεύουμε λοιπόν ότι το καθοριστικό όχημα που έφερε στην εξουσία τον Σαμαρά είναι η «εθνική γραμμή» που εύκολα και συντριπτικά κυριάρχησε στα ΜΜΕ κύρια σαν αντι-Μπακογιάννη γραμμή. Βεβαίως η αντι-Μπακογιάννη γραμμή δεν περίμενε ειδικά αυτές τις εκλογές για να ενεργοποιηθεί. Έχει δουλευτεί με την αντι-Μητσοτάκη μορφή εδώ και πολλά χρόνια - ιδιαίτερα σαν πολιτική ταχα σάτιρα- την ώρα που ο Μητσοτάκης έχει πέσει από την κομματική και κρατική εξουσία εδώ και 15 χρόνια.
Η «εθνική γραμμή» σε αυτή την εκλογή είχε στο βαθύτερο ιδεολογικό πυρήνα της δύο σκέλη που το ένα αφορούσαν το ένα τη διαδικασία και το άλλο την ουσία της εκλογής. Η διαδικαστική «εθνική γραμμή» ήταν: Έγκυρη και δημοκρατική εκλογή αρχηγού είναι μόνο η εκλογή «από τη βάση», που ορίστηκε σαν η εκλογή από όσους δηλώνουν μέλη ή φίλοι της ΝΔ. Η «εθνική» θέση ουσίας ήταν ότι πρέπει να εκλεγεί αρχηγός ο υποψήφιος που δεν θα ηγείται κομματικού μηχανισμού και που δεν θα είναι από πολιτικό «τζάκι» αλλά θα είναι και αυτός περίπου ίδιος με έναν άνθρωπο «της βάσης» ή αλλιώς του «λαού».
Αυτές οι δύο θέσεις είναι θέσεις φασιστικές, για την ακρίβεια σοσιαλφασιστικές και είναι απόλυτα δεμένες μεταξύ τους, για την ακρίβεια συμπληρωματικές. Η αποτελεσματικότητά τους, εφόσον βέβαια διακινήθηκαν πλατειά και επίμονα χάρη στα ΜΜΕ, οφείλεται στην απήχηση που έχουν πια οι σοσιαλφασιστικές ιδέες στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο ύστερα από πολλά χρόνια προπαγανδιστικής δουλειάς στις πιο ιδεολογικά καθυστερημένες μάζες μιας χώρας παραγωγικά και ηθικά υπονομευμένης όπως είναι η δικιά μας.
Ας δούμε το σκέλος εκλογή «από τη βάση»:
Σε αναλυτικό άρθρο μας στο προηγούμενο φύλλο της Νέας Ανατολής είχαμε αποδείξει ότι αυτή δεν ήταν εκλογή από την κομματική βάση, δηλαδή τη μάζα των μελών ενός κόμματος αλλά από τους οπαδούς του τηλεθεατές. Η υποχρέωση αυτών των ψηφοφόρων-τηλεθεατών να υπογράψουν πάνω στην κάλπη και ένα χαρτί όπου θα δήλωναν μέλη της ΝΔ ήταν απλά αποτέλεσμα της αντίστασης των πιο σοβαρών στελεχών αυτού του κόμματος στη διάλυσή του. Γιατί στην ουσία τα κομματικά «μέλη» της μιας στιγμής και της μιας χρήσης που ψηφίζουν για αρχηγό του κόμματος καταργούν τα πραγματικά μέλη της πραγματικής οργανωμένης βάσης του κόμματος αυτού που ακόμα και αν δραστηριοποιούνται ελάχιστα, όπως συμβαίνει σε κόμματα εκλογών σαν τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, είναι η μόνη πραγματική βάση του και η ραχοκοκαλιά του. Αυτά τα μέλη εκλέγουν τα αντιπροσωπευτικά στελέχη στα οποιαδήποτε συλλογικά όργανα ενός κόμματος και αυτά παρακολουθούν και γνωρίζουν λίγο πολύ την δράση και την πορεία των ηγετικών στελεχών στις διάφορες περιφέρειες.
Τώρα αυτή η ραχοκοκκαλιά πνίγηκε μέσα στη θάλασσα των ψηφοφόρων-τηλεθεατών της μιας στιγμής και το κυριότερο καταργήθηκε η ισχύς κάθε συλλογικού σώματος μέσα στη ΝΔ, όπως είναι το Συνέδριο, η Κεντρική Επιτροπή κλπ που εκλέγονται στην πλειοψηφία τους από τα κομματικά μέλη της βάσης και τα στελέχη. Αυτό είχε γίνει πριν δύο χρόνια και στο ΠΑΣΟΚ.
Στο σημείο αυτό βρίσκεται το καίριο σημείο και ο μεγάλος φασισμός. Δεν πρόκειται πια απλά για το ότι τον αρχηγό τον ορίζει ένα σώμα που είναι στην πλειοψηφία του έξω από το κόμμα και το οποίο επηρεάζεται συντριπτικά από τα ΜΜΕ, δηλαδή από πολιτικούς μηχανισμούς που είναι στην υπηρεσία άλλων κομμάτων. Πρόκειται κυρίως για το ότι αυτός ο αρχηγός άπαξ και εκλεγεί μπορεί να γίνει εύκολα ένας δικτάτορας μέσα στο κόμμα του. Γιατί ένας τέτοιος αρχηγός δεν χρειάζεται να απολογείται σε κανένα συλλογικό σώμα του κόμματος. Γιατί τα συλλογικά αυτά σώματα όπως τους συνέδρους ενός Συνεδρίου και τα μέλη μιας Κεντρικής Επιτροπής τα εκλέγουν τα στενά μέλη της βάσης που είναι το πολύ μερικές δεκάδες χιλιάδες ενώ τον αρχηγό τον εκλέγουν οι εκατοντάδες χιλιάδες των κομματικών οπαδών, ή των ψηφοφόρων-τηλεθεατών. Αφού όλοι συμφωνούν, και πρώτος βέβαια ο εκλεγμένος αρχηγός, ότι οι οπαδοί είναι η αληθινή πηγή εξουσίας σε ένα δημοκρατικό κόμμα και όχι τα μέλη του τότε όλα τα συλλογικά σώματα αυτού του κόμματος είναι απλά συμβουλευτικά όργανα, βοηθητικά της εξουσίας του αρχηγού και όχι όργανα που μπορούν να ελέγξουν τον ίδιο και τις αποφάσεις του. Έτσι ο αρχηγός μπορεί να ποδοπατεί αυτά τα όργανα
Αυτή είναι και η βασική διαφορά ανάμεσα στην εκλογή ενός πρωθυπουργού από τους ψηφοφόρους στις βουλευτικές εκλογές και στην εκλογή ενός αρχηγού κόμματος από τους ψηφοφόρους του κόμματος αυτού. Γιατί ο εκλεγμένος πρωθυπουργός λογοδοτεί στο σώμα της κομματικής κοινοβουλευτικής ομάδας που εκλέχτηκε ταυτόχρονα με αυτόν από τους ίδιους ψηφοφόρους και μπορεί ουσιαστικά να καθαιρείται από αυτήν την ομάδα και γενικά από τη Βουλή που επίσης ταυτόχρονα εκλέχτηκε από ένα ακόμα πιο πλατύ ψηφοφορικό σώμα. Θα ήταν δηλαδή αλλιώς αν στην εκλογή των Γ. Παπανδρέου πρόπερσι και του Σαμαρά τώρα οι οπαδοί των ΠΑΣΟΚ και ΝΔ εκλέγανε την ίδια στιγμή και μια Κεντρική Επιτροπή των κομμάτων αυτών. Τουλάχιστον έτσι θα υπήρχε ένα πραγματικό και τυπικό αντίβαρο στην αρχηγική εξουσία. Όμως οι αρχηγοί-δικτάτορες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ επίτηδες αφήνουν την ΚΕ να εκλέγεται από ένα πολύ πιο στενό ψηφοφορικό σώμα, το κομματικό Συνέδριο που με τη σειρά του μισοεκλέγεται ή διορίζεται από ότι συλλογικά οργανωμένο οι σοσιαλφασίστες αρχηγοί έχουν επιτρέψει να υπάρχει (συνδικαλιστικές παρατάξεις, νεολαία, κλπ). Αυτός είναι ο λόγος που τόσο ο Γ. Παπανδρέου όσο και ο Κ. Καραμανλής φρόντισαν να διαλύσουν τις τοπικές κομματικές οργανώσεις βάσης. Μόνο έτσι τα Συνέδρια και οι Κεντρικές Επιτροπές θα είναι πιο παρακατιανές από τους ίδιους. Επίσης με αυτόν τον τρόπο εκλογής μόνο ο «λαοπρόλητος» αρχηγός θα μπορεί να αποφασίσει αν θα κινήσει ή δεν θα κινήσει τις διαδικασίες της αντικατάστασής του. Αν αυτός δεν θέλει εκλογή αρχηγού τότε δεν θα μπορεί να τον αντικαταστήσει ο «κομματικός λαός» που τον εξέλεξε. Γιατί αυτός ο λαός δεν υπάρχει συντεταγμένος, και δεν συγκροτείται προδιαγεγραμμένα αλλά μόνο αν και όποτε το θελήσει ο αρχηγός με την παραίτησή του!

Σχετικά με το αμερικάνικο άλλοθι του σοσιαλφασιστικού πραξικοπήματος

Οι σοσιαλφασίστες στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ που προώθησαν αυτή τη μέθοδο εκλογής τα τελευταία χρόνια επικαλέστηκαν το αμερικάνικο παράδειγμα εκλογής του υποψήφιου για την προεδρία των ΗΠΑ από όσους δηλώνουν οπαδοί του ρεπουμπλικανικού ή του δημοκρατικού κόμματος των ΗΠΑ αντίστοιχα. Έχει μεγάλη πλάκα που οι έτσι εκλεγμένοι αρχηγοί της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ενώ είναι ρωσόδουλοι και ηγούνται του αντιαμερικανισμού στην πράξη επικαλούνται το αμερικάνικο πρότυπο. Στην πραγματικότητα παίρνουν από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές όλα τα χειρότερά τους. Από τις ΗΠΑ παίρνουν την ουσιαστική παρακμή της δημοκρατικής λειτουργίας των μεγάλων τους κομμάτων μετά τα 1970 με την αντικατάσταση και εκεί του κομματικού μέλους από το ρευστό ρεύμα των ψηφοφόρων της μιας χρήσης που εκλέγουν τον υποψήφιο του κόμματος για την προεδρία που είναι ταυτόχρονα και αρχηγός του κόμματος. Και εκεί οι ψηφοφόροι είναι σε μεγάλο βαθμό τηλεθεατές. Αλλά οι διαφορές εξακολουθούν να είναι πελώριες σε σχέση με το ελληνικό φασιστικό έκτρωμα διότι:
1ον. Εκεί ο υποψήφιος πρόεδρος και αρχηγός του κόμματος δεν εκλέγεται απ ευθείας από το άμορφο και στιγμιαίο ψηφοφορικό πλήθος. Αυτό το πλήθος ψηφίζει σε κάθε πολιτεία κάποιους αντιπροσώπους και αυτοί οι αντιπρόσωποι μαζεύονται κάθε τετραετία σε ένα προγραμματισμένο Εθνικό Συνέδριο στο οποίο οι αντιπρόσωποι εκλέγουν τον υποψήφιο πρόεδρο που είναι ταυτόχρονα και αρχηγός του κόμματος μόνο για τη συγκεκριμένη τετραετία. Βέβαια οι κομματικοί αντιπρόσωποι κάθε περιοχής ψηφίζουν στο Εθνικό Συνέδριο του κόμματος τον υποψήφιο που τους ανέθεσαν να ψηφίσουν οι ψηφοφόροι εντολείς τους, όμως εκτός από αυτόν εκλέγουν και μια Εθνική Επιτροπή που αποτελείται από εκατοντάδες μέλη όλων των ομόσπονδων κρατών και περιοχών η οποία είναι η συλλογική ηγεσία του κόμματος για την τετραετία. Αυτή η Επιτροπή αναλαμβάνει ανάμεσα στα άλλα να οργανώσει την εκλογή του υποψήφιου προέδρου και αρχηγού του κόμματος την επόμενη τετραετία, να μαζεύει λεφτά για τους κομματικούς υποψηφίους και να συντάσσει την πολιτική πλατφόρμα του κόμματος. Ο αρχηγός του κόμματος που κατέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ έχει μια ισχύ στην Εθνική Επιτροπή αλλά ο υποψήφιος που δεν εκλέχτηκε δεν έχει καμιά εξουσία στο αντιπολιτευτικό κόμμα.
2ο και το σημαντικότερο: Ο αρχηγός του κυβερνητικού κόμματος και πρόεδρος των ΗΠΑ είναι αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή της κυβέρνησης, αλλά όχι της νομοθετικής εξουσίας, του Κογκρέσου. Τα δύο νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ, η Βουλή των αντιπροσώπων και η Γερουσία, που αποτελούν το Κογκρέσο δεν ελέγχονται από τον πρόεδρο και από την εκτελεστική εξουσία όπως γίνεται στην πράξη στην Ελλάδα όπου οι βουλευτές ακολουθούν πιστά τις όποιες αποφάσεις του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης του εκτός εν είναι έτοιμοι να προκαλέσουν πολιτική κρίση και εκλογές. Όμως στις ΗΠΑ για να περάσει ένα νόμο ο πρόεδρος και οι υπουργοί πρέπει να δώσουν σκληρές μάχες και να κάνουν πολύμηνα παζάρια με τις δύο Βουλές. Ακόμα και αν το κόμμα τους έχει την πλειοψηφία και στις δύο Βουλές, πράγμα που συχνά δεν συμβαίνει, πρέπει να παλέψουν σκληρά για να κερδίσουν την πλειοψηφία των βουλευτών του δικού τους κόμματος αλλά και ένα μέρος από το αντίπαλο κόμμα. Αυτό οφείλεται στο ότι οι αντιπρόσωποι και οι γερουσιαστές κάθε κόμματος δεν έχουν εκλεγεί στη θέση τους από έναν κεντρικό κομματικό μηχανισμό που να είναι στα χέρια του κάθε φορά αρχηγού του κόμματος. Εκλέγονται σε ξεχωριστές βουλευτικές εκλογές από εκείνες που εκλέξανε τον πρόεδρο οι οποίες διεξάγονται στις ξεχωριστές πολιτείες του ομοσπονδιακού αμερικανικού κράτους. Σε αυτές τις τοπικές εκλογές ο κεντρικός κομματικός μηχανισμός έχει ελάχιστη ισχύ επειδή στις ΗΠΑ η κομματική δομή είναι εξαιρετικά αποκεντρωμένη και χαλαρή ανάλογα με το ομοσπονδιακό τους σύστημα και οι τάσεις άφθονες και ελεύθερες να συγκροτούνται. Οι αναλυτές της αμερικάνικης πολιτικής ζωής μιλάνε χαρακτηριστικά όχι για ένα αλλά για 100 Δημοκρατικά ή Ρεπουμπλικανικά κόμματα. Εκεί στις τοπικές εκλογές σε επίπεδο πολιτείας ή περιφέρειας κάθε υποψήφιος για το Κογκρέσο στήνει το δικό του εκλογικό μηχανισμό που δεν είναι απλά κομματικός αλλά υποστηρίζεται από μια σειρά οργανωμένους μηχανισμούς που προβάλλουν διεκδικητικές πλατφόρμες για επί μέρους ζητήματα και συμφέροντα. Οι βασικότεροι από αυτούς τους μηχανισμούς είναι οι πολύ ισχυρές πλέον επιτροπές πολιτικής δράσης (political action committees ή PAC) που συνήθως ξεπερνάνε τα κομματικά σύνορα. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα της μεγάλης ανεξαρτησίας των βουλευτών από τη Προεδρία των ΗΠΑ το γεγονός ότι οι βουλευτές κάθε κόμματος στις δύο Βουλές οργανώνονται οι ίδιοι μέσα από ειδικά κομματικά συνέδρια που εκλέγουν τους κομματικούς ηγέτες κάθε σώματος καθώς και τα στελέχη που απαρτίζουν τις πολύ ισχυρές διακομματικές επιτροπές του Κογκρέσου που ελέγχουν την εκτελεστική εξουσία.
Στο βάθος αυτής της σχετικής ανεξαρτησίας της νομοθετικής απέναντι στην εκτελεστική εξουσία στις ΗΠΑ δεν βρίσκεται σήμερα κάποιος πλατύς λαϊκός δημοκρατισμός αλλά η μεγάλη ισχύς των ξεχωριστών και σκληρά ανταγωνιζόμενων μεταξύ τους για την πολιτική εξουσία τμημάτων της αμερικάνικης αστικής τάξης που επιλέγουν τους ξεχωριστούς πολιτικούς τους αντιπροσώπους στις πολιτείες και στις περιφέρειες και από εκεί στα δύο νομοθετικά σώματα. Αυτή είναι η αντανάκλαση του ελεύθερου οικονομικού ανταγωνισμού στο επίπεδο του πολιτικού δημοκρατισμού ή καλύτερα του μισοδημοκρατισμού.
Μιλάμε για μισοδημοκρατισμό γιατί η αμερικάνικη δημοκρατία, ειδικά στη σημερινή ιμπεριαλιστική κρατικομονοπωλιακή εποχή, είναι κι αυτή μια δικτατορία του κεφάλαιου και μάλιστα από τις πιο ξεδιάντροπες αφού κάθε τοπική και κεντρική εκλογή έχει σαν προϋπόθεση το μάζεμα τεράστιων χρηματικών ποσών για τις ανάγκες του προεκλογικού αγώνα του κάθε υποψήφιου και την υποστήριξη του από τα πιο ισχυρά ΜΜΕ, που σημαίνουν και τα δύο τελικά υποστήριξη του κάθε υποψήφιου από το μεγάλο κεφάλαιο. Επίσης οι συνταγματικοί και εκλογικοί κανόνες είναι τέτοιοι ώστε είναι πρακτικά αδύνατο σε ένα τρίτο κόμμα εκτός από το δημοκρατικό και το ρεπουμπλικανικό, οπότε και σε ένα λαϊκό κόμμα, να φτάσει ποτέ στην διακυβέρνηση της χώρας. Όμως αυτή η αστική ή έστω μονοπωλιακή αστική δημοκρατία δεν μπορεί να επιτρέψει να έρθει στην εξουσία πραξικοπηματικά και να ασκήσει μια φασιστική δικτατορία ένα μόνο τμήμα του κεφάλαιου και ένα μονοπωλιακό μπλοκ πάνω σε όλα τα άλλα και τελικά πάνω στον ίδιο το λαό. Ειδικά το τελευταίο το αποτρέπουν σε αρκετό βαθμό δυο συνταγματικές καταχτήσεις του αμερικάνικου λαού από την εποχή της αστικής του επανάστασης: το να οπλοφορεί και το να εκλέγει τις αστυνομικές αρχές κάθε περιοχής.

Οι λαοπρόβλητοι αρχηγοί και η πορεία προς ένα κοινοβουλευτικό φασισμό στην Ελλάδα

Επιμένουμε σε αυτές τις διαφορές του πρόσφατου ελληνικού με το αμερικάνικο σύστημα εκλογής κομματικού αρχηγού γιατί κάτω από την επιλεκτική διαστροφή του και μέσα στις ιδιαίτερες ελληνικές πολιτικές συνθήκες προωθείται τα δύο τελευταία χρόνια ο εκφασισμός των δύο μεγάλων ελληνικών πολιτικών κομμάτων και τελικά η επιβολή μιας φασιστικής δικτατορίας στην Ελλάδα με κοινοβουλευτικό μανδύα.
Εδώ δεν πρόκειται για τη φασιστική δικτατορία ενός κόμματος πάνω στα άλλα. Πρόκειται για την φασιστική δικτατορία που ασκείται εντός όλων των κομμάτων από ορισμένες ηγετικές κλίκες μέσα σε αυτά που έχουν όμως την ίδια στρατηγική και υπηρετούν το ίδιο ταξικό συμφέρον, συγκεκριμένα το συμφέρον μιας ανερχόμενης φασιστικής ιμπεριαλιστικής δύναμης. Αυτή η άσκηση δικτατορίας είναι πιο δύσκολη στα δύο μεγάλα κόμματα που είναι στον κορμό τους φιλοευρωπαϊκά ή εθνικιστικά κόμματα.
Στην περίπτωση Σαμαρά η φασιστικοποίηση της διαδικασίας εκλογής αρχηγού ήταν πιο χτυπητή από ότι στο ΠΑΣΟΚ γιατί έγινε ουσιαστικά με παραβίαση του υπάρχοντος καταστατικού της ΝΔ από την εφορευτική επιτροπή που είχε αναλάβει την διοργάνωση των εκλογών και μετά, πάλι με παραβίαση του καταστατικού, από ένα έκτακτο και όχι από ένα τακτικό συνέδριο, δηλαδή πραξικοπηματικά.
Αυτός ο εκφασισμός που γίνεται με κοινοβουλευτικό και μάλιστα υπερδημοκρατικό μανδύα είναι πάντα δυνατός στη χώρα μας γιατί εδώ η πολιτική ισχύς μέσα σε κάθε κόμμα και μέσα στην κάθε φορά εκτελεστική εξουσία δεν είναι στα χέρια μιας ντόπιας ισχυρής αστικής τάξης που όλα τα ξεχωριστά της τμήματα αντιπροσωπεύονται λίγο πολύ στην πολιτική εξουσία αλλά στα χέρια των πιο ισχυρών κάθε φορά τμημάτων του ιμπεριαλισμού. Σήμερα ο σκληρός πυρήνας της πολιτικής εξουσίας στη Ελλάδα είναι στα χέρια μιας φασιστικής ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης, της Ρωσίας, και του πολεμικού άξονα που αυτή έχει συστήσει με την επίσης φασιστική Κίνα.
Οι ντόπιες πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις που προσπαθούν να σύρουν τη χώρα μας στο άρμα αυτού του φασιστικού άξονα είναι υποχρεωμένες να ασκήσουν πολιτική δικτατορία στη χώρα γιατί καμιά άλλη ταξική δύναμη πλην των κομπραδόρων ρωσόδουλων αστών (Κόκκαλης, Μπόμπολας, Βγενόπουλος κλπ) δεν θα τις ακολουθούσε εθελοντικά σε αυτό το σχέδιο. Και από την ώρα που η πιο οργανωμένη και με εξουσία τάξη που βρίσκουν απέναντί τους, είναι προς το παρόν η αστική τάξη και όχι η εργατική είναι υποχρεωμένες να ασκήσουν μια μορφής δικτατορία πάνω σε αυτή που μπορεί να φτάνει και ως τη δολοφονία. Αυτή τη δικτατορία οι ρωσόδουλοι κομπραδόροι δεν μπορούν να την ασκήσουν χωρίς να συγκροτήσουν ένα πλατύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο εναντίον των τμημάτων της αστικής τάξης που τους αντιστέκονται. Σε αυτό το μέτωπο που το ονομάζουν «λαό» ή μέτωπο «των μη προνομιούχων», προσπαθούν να εντάξουν εκτός από την μισοτσακισμένη, ανασφαλή και πάντα ανοργάνωτη μικροαστική τάξη, την άνεργη μισομορφωμένη νεολαία, το λούμπεν προλεταριάτο και τους ανοργάνωτους, μισοάνεργους και παραγωγικά διασκορπισμένους εργάτες, δηλαδή όλους εκείνες τις κοιινωνικά ενδιαμεσες δυνάμεις που σε συνθήκες επανάστασης ακολουθούν το προλεταριάτο . Είναι αυτό το μέτωπο που δίνει ως τώρα στους ρωσόδουλους όλες τις πολιτικές νίκες τους και τους εξασφαλίζει την άσκηση της φασιστικής τους δικτατορίας με κοινοβουλευτικό μανδύα. Είναι αυτό το ετερόκλητο ανοργάνωτο πλήθος που τους ακολουθεί με πάθος όταν αυτοί καλούν σε πάλη ενάντια στους κομματικούς μηχανισμούς και ενάντια στα τζάκια. Το πάθος αυτό είναι ακόμα μεγαλύτερο όταν αυτά τα τζάκια και αυτούς τους μηχανισμούς τους έχουν φορτώσει οι ρωσόδουλοι για δεκαετίες με την κατηγορία της γενικευμένης διαφθοράς συχνά χωρίς κανένα στοιχείο την ίδια ώρα που οι ίδιοι σαν ολιγάρχες και σαν κρατικοκομματική γραφειοκρατία βαρύνονται με το έγκλημα της γιγαντιαίας ληστείας του δημόσιου πλούτου και το έγκλημα του οικονομικού σαμποτάζ. Ταυτόχρονα και για δεκαετίες έχουν κατηγορήσει αυτούς τους μηχανισμούς και αυτά τα τζάκια για τις σχέσεις τους με το φιλοδυτικό κεφάλαιο και τη Δύση γενικά, για την εκμετάλλευση του μικροαστού από τις τράπεζες και τις βιομηχανίες, για τη δηλητηρίαση όλου του πληθυσμού από τη βιομηχανική μόλυνση και το χειρότερο για την προδοσία του έθνους από το δυτικό μονοπώλιο και, ανομολόγητα ψιθυριστά, από τον «συνομώτη σιονιστή εβραίο».

Η φασιστική εκλογή του δικτάτορα αρχηγού Σαμαρά

Όταν μιλάνε για μηχανισμούς και τζάκια οι σοσιαλφασίστες εννοούν ό,τι αστικό μπορεί να διοικεί και ό,τι μπορεί να καθοδηγεί την πολιτική και οικονομική ζωή, αλλά οι ίδιοι δεν το ελέγχουν. Από την άλλη οι ανοργάνωτοι «μη προνομιούχοι» τρελαίνονται όταν κάποιος ηγέτης που τον αισθάνονται έξω από τους «μηχανισμούς» τους δώσει την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούν να παραμερίσουν και να συντρίψουν κάθε ξένη προς αυτούς κομματική εξουσία και αρχηγία αρκεί να κάνουν κάτι απλό, να φέρουν στην εξουσία τον υποτιθέμενο δικό τους ηγέτη. Μέσω αυτού που είναι τόσο καλύτερος όσο πιο «παραμερισμένος και καταφρονεμένος» είναι, δηλαδή μέσω ενός Σαμαρά, παίρνουν και οι ίδιοι οι παραμερισμένοι και καταφρονεμένοι «μη προνομιούχοι» την κοινωνική τους εκδίκηση και έρχονται ιδεατά στην εξουσία. Έτσι όχι μόνο δεν ενοχλούνται αν ο εκλεκτός τους γίνει αρχηγός-δικτάτορας αλλά τον φέρουν στην εξουσία ακριβώς σαν δικτάτορα γιατί μόνο αν είναι τέτοιος έχουν την αυταπάτη ότι η εξουσία τους, η εξουσία αυτού του πλήθους δεν θα ανατραπεί από κανέναν «παλιό, έμπειρο και ύπουλο κομματικό μηχανισμό». Σε αυτό το αναρχικό αίσθημα πάτησε ο Σαμαράς όταν έλεγε και ξανάλεγε ότι ο ρόλος του σαν αρχηγού της ΝΔ θα είναι να υπερασπίζει με συνέπεια τα συμφέροντα των προδομένων μικρομεσαίων.
Μόνο δηλαδή μέσω ενός «καλού και αδιάφθορου δικτάτορα» οι πραγματικά παραπεταμένοι και πολιτικά ανίκανοι λόγω της ανοργανωσιάς τους μικροαστοί ελπίζουν ότι μπορούν να ενωθούν μεταξύ τους και να γίνουν κοινωνική και πολιτική δύναμη και τελικά προνομιούχοι στη θέση των προνομιούχων. Αυτή η ιδεατή ταξική οργάνωση «δι αντιπροσώπου» είναι η ψευδαίσθηση που μετέτρεψε τους εκπροσώπους των μονοπωλίων Χίτλερ και Μουσολίνι, σε δήθεν αρχηγούς του λαού. Αυτή ανέβασε στην σχεδόν απόλυτη κομματική εξουσία τον υποτιθέμενο «εκκαθαριστή της βρωμιάς» του παλιού ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου συγχωρώντας του ότι ήταν και αυτός από «τζάκι» και ηγετικό στέλεχος του παλιού ΠΑΣΟΚ, αυτή έφερε στη Βουλή τον πολιτικό παρία Καρατζαφέρη με τους ως χθες άγνωστους και ανυπόληπτους φασίστες του. Στο βάθος αυτό το κίνημα των «μη προνομιούχων» είναι εκείνο που δίνει συνοχή και στη βάση του κατεξοχήν φασιστικού κόμματος, του ψευτοΚΚΕ. Αυτό δεν έχει για δικτάτορα έναν αρχηγό αλλά ένα μικρό σώμα πρακτόρων, το Πολιτικό Γραφείο, που υποτίθεται ότι ξέρει τα πάντα που η κομματική βάση δεν οφείλει και δεν πρέπει να ξέρει, και το οποίο στο όνομα του απόλυτου «μη προνομιούχου» που είναι ο εντελώς ξένος προς αυτό το κόμμα πραγματικός εργάτης, ασκεί την απόλυτη δικτατορία του μέσα στο κόμμα και την σχετική δικτατορία του έξω από αυτό (γιατί εκεί δεν το παίρνει ακόμα να ασκήσει την απόλυτη).
Μπορεί κανείς να καταλάβει λοιπόν πόσο ακαταμάχητη έγινε αυτή η δουλεμένη για δεκαετίες «εθνική γραμμή» στην διάρκεια της εκλογής του αρχηγού της ΝΔ όταν μεγεθύνθηκε στο δεκαπλάσιο από τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα, από τους «ψύχραιμους σχολιαστές» από τους πληρωμένους κυνηγούς κεφαλών (Τριανταφυλλόπουλος) και τους σαδιστές εθνικούς γελωτοποιούς (Λαζόπουλος,) κλπ. Για όλους αυτούς υπήρξαν δύο υποψήφιοι κατά των «μηχανισμών», ο Σαμαράς και ο αβανταδόρος του ο Ψωμιάδης, που αυτοπροβλήθηκαν και εικονογραφήθηκαν και οι δύο από την πρώτη στιγμή σαν παιδιά του λαού και πατριώτες.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι πραγματικά να απορεί κανείς που η Μπακογιάννη πήρε το 40% των ψήφων και όχι το 20%. Αυτό οφείλεται στο ότι αυτή ήταν ο πραγματικός εκπρόσωπος της πλειοψηφίας αυτού του κόμματος σαν πολιτικού οργανισμού, δηλαδή των οργανωμένων σωμάτων του, όπως της ΚΕ, του Συνέδριου, της Κοινοβουλευτικής ομάδας, της νεολαίας, των εκλεγμένων βουλευτών του, των συνδικαλιστών και των δημάρχων του, δηλαδή όλων των ανθρώπων μέσα σε αυτό που ξέρουν να διοικούν, δηλαδή που το κάνουν πολιτικό κόμμα. Γιατί ο μεν Ψωμιάδης ήταν ένας κομματικά περιθωριακός τύπος που έγινε γνωστός στον ελληνικό λαό χάρη στην θεατρινίστικη υπερπροβολή του από τα ΜΜΕ ο δε Σαμαράς ήταν ο υποψήφιος ενός πραγματικά σκοτεινού πολιτικού μηχανισμού μέσα στο κόμμα που δρούσε ενάντια στα φανερά και επίσημα κομματικά όργανά του. Αυτά τα όργανα ο σκοτεινός πολιτικός μηχανισμός τα κατηγόρησε ότι αποτελούν έναν μηχανισμό ξένο προς το κόμμα και τα περικύκλωσε και τα εξουδετέρωσε με τον όγκο του εξωκομματικού πλήθους της μιας χρήσης. Στην πραγματικότητα όλο αυτό ήταν ένα πραξικόπημα του σκοτεινού μηχανισμού της ΝΔ που είχε όμως θυελλώδη διακομματική ενίσχυση. Πραγματικά μόνο ένας τέτοιος μηχανισμός θα μπορούσε να βγάλει μεθοδικά από την καθολική αφάνεια και την περιφρόνηση και μετά να σπρώξει στην κομματική ηγεσία έναν τύπο που πρόδωσε το κόμμα του ρίχνοντάς το από τη κυβέρνηση και ο οποίος αμέσως μετά επεχείρησε να το διασπάσει.
Βλέπουμε λοιπόν ότι εκλογή του αρχηγού-δικτάτορα Σαμαρά προϋπέθετε την ύπαρξη μιας καλοδουλεμένης φασιστικής γραμμής που θα ήταν κυρίαρχη στα ΜΜΕ και μιας φασιστικής φράξιας που θα δούλευε στο σκοτάδι. Εδώ δηλαδή δεν υπήρχαν τα αμερικάνικα και ευρωπαϊκά ΜΜΕ που μοιράζονται ανάμεσα στα ξεχωριστά τμήματα της αστικής τάξης και στους ξεχωριστούς υποψήφιους. Εδώ υπάρχει η κυριαρχία ενός φασιστικού τμήματος της αστικής τάξης που κυριαρχεί στις ηγεσίες όλων των κομμάτων από την εποχή της εκλογής του Κ. Καραμανλή στην ηγεσία της ΝΔ και σε όλα τα ΜΜΕ.

Η εκτίμησή που διατυπώσαμε πριν από τις εκλογές ότι ο νέος αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας θα είναι ένας αρχηγός-δικτάτορας στη ΝΔ έχει ήδη επιβεβαιωθεί. Η πρώτη δήλωση του Σαμαρά μετά την εκλογή του (στις 30.11) ήταν ότι «σβήνει με σφουγγάρι όσα ειπώθηκαν ως τώρα» αλλά ότι από εδώ και εμπρός θα περιφρουρήσει «απόλυτα την ενότητα της βάσης και η βάση, ας το γνωρίζουν όλοι, δε θα δεχθεί οποιαδήποτε υπονόμευση της ενότητας». Αυτό σημαίνει ότι από εδώ και εμπρός οι αντίπαλοί του πρέπει να σβήσουν την κριτική τους εναντίον του αρχηγού και εναντίον της πλατφόρμας του. Αυτό σημαίνει ότι για τον νέο αρχηγό το κόμμα δεν χωρίζεται αντικειμενικά σε δύο μεγάλα πολιτικά ρεύματα τα οποία αυτός θα προσπαθήσει να ενώσει, αλλά ότι το ένα ρεύμα, το μειοψηφικό αλλά πολύ ισχυρό θα πρέπει από δω και μπρος να εγκαταλείψει τις απόψεις του και τις κριτικές του στο ρεύμα που πήρε την αρχηγία. Δηλαδή το 40% θα πρέπει να πάψει να είναι ξεχωριστό ρεύμα, δηλαδή θα πρέπει να απορροφηθεί από το ρεύμα του αρχηγού. Όποιος δεν συμμορφωθεί σε αυτήν την απαίτηση του αρχηγού θα αντιμετωπιστεί σαν διασπαστής της ιερής «βάσης» του κόμματος, δηλαδή σαν εχθρός του κόμματος, και όχι μόνο της «βάσης» του κόμματος, αλλά όλου του λαού. Οι συναντήσεις που είχε ο Σαμαράς μετά την εκλογή του με μερικά στελέχη του στρατοπέδου Μπακογιάννη και την ίδια δεν σήμαινε διάθεση για ενότητα με το αντίπαλο ρεύμα. Ακριβώς αντίθετα σήμαινε ότι δεν τα αναγνώριζε σαν ρεύμα αλλά σαν ξεχωριστά στελέχη που ήθελε να τα προσεταιριστεί σαν άτομα για να τα διασπάσει σαν ρεύμα.
Αυτή η αντίληψη για την «ενότητα» του κόμματος είναι η ίδια με την αντίληψη που έχουν οι εθνικοφασίστες για την υποχρεωτική ενότητα του λαού και του έθνους κάτω από τη μία και μοναδική πατριωτική γραμμή, τη γραμμή του κάθε φύρερ. Βέβαια στην περίπτωση μας ο Φύρερ Σαμαράς δεν θα είναι ο φύρερ όλης της χώρας αλλά μόνο της ΝΔ. Αυτό κάνει και ο φύρερ Γ. Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ. Να γιατί η φιλορώσικη πολιτική δεν ασκείται σήμερα σαν δικτατορία του ενός κόμματος πάνω σε όλα τα άλλα αλλά σαν δικτατορία μιας διακομματικής γραμμής που ενοποιεί όλες τις κομματικές ηγεσίες εναντίον όλων των «αντιφρονούντων» που βρίσκονται κατανεμημένοι σε όλα τα κόμματα. Να γιατί στη διακήρυξή του της 30 Νοέμβρη λίγο παρακάτω ο Σαμαράς κάνει το γενικότερο κάλεσμα. “Ζητώ από όλους τους Έλληνες πολίτες να έρθουν κοντά μας. Η δημοκρατική επανάσταση που έχει ξεκινήσει αφορά κι εκείνους”. Αυτή η «δημοκρατική επανάσταση» δεν σημαίνει τίποτα άλλο από το ότι η δήθεν «επαναστατική», δηλαδή η πραξικοπηματική εξαφάνιση της αντιπολίτευσης στην ΝΔ δεν είναι απλά ένα νεοδημοκρατικό αλλά ένα πανεθνικό καθήκον. Λίγο μετά ο αρχηγός δηλώνει σύμμαχος του Γ. Παπανδρέου στην πάταξη της διαφθοράς ενώ σε συνέντευξή του στην Καθημερινή διατυπώνει τη θέση ότι δεν θα δεχτεί στην κομματική ενότητα εκείνους για τους οποίους υπάρχουν “ανοικτά ζητήματα δημόσιου ήθους και προσωπικής ακεραιότητας”. Ήδη στην προεκλογική εκστρατεία του ο Σαμαράς είχε κατηγορήσει το στρατόπεδο της Μπακογιάννη ότι στεγάζει αυτούς που έχουν «πληγώσει την παράταξη». Αυτοί είναι εκείνοι που ο Γ. Παπανδρέου, το ΛΑΟΣ, ο ΣΥΝ, το ψευτοΚΚΕ έχουν στοχοποιήσει σαν διεφθαρμένους χωρίς στοιχεία ή για ολότελα δευτερεύοντα παραπτώματα τους και που αυτόματα τους έχει αποκηρύξει και εξαφανίσει από τα ψηφοδέλτια της ΝΔ ο Καραμανλής. Αλλά ποιοι είναι αυτοί; Είναι μερικά από τα πιο ισχυρά στελέχη του δυτικόφιλου ρεύματος μέσα στη ΝΔ γιατί αυτά και μόνο αυτά εκκαθαρίζονται εδώ και χρόνια μέσα στη ΝΔ, όπως εκκαθαρίζονται και τα αντίστοιχα μέσα στο ΠΑΣΟΚ από το διακομματικό σοσιαλφασιστικό μπλοκ κορυφής.

Αυτή η γραμμή των φασιστικών εκκαθαρίσεων είναι η ουσία της νέας γραμμής της διακομματικής ενότητας ή αλλιώς της συνεργασίας των πολιτικών αρχηγών που προανήγγειλε πρόσφατα ο Παπανδρέου, αυτό είναι και το νόημα της εγκάρδιας συνάντησης Παπανδρέου Σαμαρά αμέσως μετά την εκλογή του δεύτερου και η αποκάλυψη του κρυμμένου στη προεκλογική περίοδο μυστικού ότι αυτοί οι δυο ήταν φίλοι και συγκάτοικοι στα νιάτα τους στα αμερικάνικα πανεπιστήμια. Αν αυτή η φιλία τονιζόταν στη διάρκεια των εκλογών μέσα στη ΝΔ τότε θα επιβαρυνόταν πολύ η θέση του Σαμαρά.

Η αμερικάνικη φόρμα της ρώσικης πολιτικής Παπανδρέου-Σαμαρά.

Αλλά αυτός ο ξαφνικός έντονος διατυμπανισμός της παλιάς φιλίας Παπανδρέου-Σαμαρά δεν βοηθάει μόνο τις ανάγκες της διακομματικής, οικουμενικής διακυβέρνησης. Κάνει και κάτι άλλο πολύ πιο σημαντικό: εμφανίζει αυτή την διακυβέρνηση τα μάτια της Δύσης σαν φιλοδυτική και μάλιστα φιλοαμερικάνικη στο βαθμό που προβάλλεται το γεγονός πως η φιλία αυτή πρόκυψε μέσα από τις κοινές σπουδές των δύο στα αμερικάνικα πανεπιστήμια. Τον ίδιο στόχο υπηρετεί και το γεγονός ότι οι δύο πραξικοπηματίες, ιδιαίτερα ο Παπανδρέου, παρουσίασαν σαν μια αμερικάνικης έμπνευσης φόρμα «δημοκρατίας», την φασιστικού περιεχομένου εκλογή τους «από τη βάση».
Αυτή η αμερικάνικα χρωματισμένη πολιτική φιλολογία έχει σα στόχο να στείλει το μήνυμα στις ίδιες τις ΗΠΑ ότι οι Παπανδρέου και Σαμαράς είναι ρωσόφιλοι κύρια από τις ανάγκες της πολυμερούς στήριξης στα εθνικά ζητήματα αλλά αυτό μόνο στο βαθμό που η ίδιες οι ΗΠΑ έχουν σήμερα ρωσόφιλη πολιτική. Αυτό το σημείο πρέπει να αναλυθεί λίγο παραπάνω γιατί έπαιξε μεγάλο ρόλο στην άνετη εκλογή των δύο αρχηγών, ιδιαίτερα του Σαμαρά, και θα παίξει ακόμα μεγαλύτερο στο μέλλον. Η πιο μεγάλη δυσκολία της συγκρότησης μιας δημοκρατικής και φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης μέσα στη ΝΔ απέναντι στο Σαμαρά αλλά και μιας αντίστοιχης μέσα στο ΠΑΣΟΚ απέναντι στον Γ. Παπανδρέου θα βρίσκεται στο ότι στο πλευρό του διακομματικού μετώπου των ρωσόδουλων θα βρίσκεται και η πιο ισχυρή σήμερα μερίδα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Ποτέ μετά τον πόλεμο δεν έχει εκλεγεί στην Ελλάδα πρωθυπουργός που δεν έχει την έγκριση ή έστω την ανοχή της αμερικάνικης υπερδύναμης. Αυτό το ξέρουν καλά οι ρωσόδουλοι και φροντίζουν να καθησυχάζουν πάντα την αμερικάνικη υπερδύναμη και μάλιστα να της κάνουν τον φίλο προκειμένου να πάρουν όχι μόνο την πρωθυπουργία αλλά ακόμα και την ηγεσία της ΝΔ ή και του ΠΑΣΟΚ. Αυτό το έχουν διδάξει από την εποχή Χρουστσόφ και οι καγκεμπίτες αλλεπάλληλοι αρχηγοί της ΕΣΣΔ και της Ρωσίας προκειμένου να βαθύνουν την εξουσία τους και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Πάντα αυτοί ξεκινούσαν εμφανιζόμενοι σαν αμερικανόφιλοι μεταρρυθμιστές για να μετατραπούν στο τέλος σε μεγαλορώσους πατριώτες. Ο ίδιος ο πατριάρχης της ρώσικης πολιτικής στην Ελλάδα, ο Παπανδρέου φρόντισε να καθησυχάσει τις ΗΠΑ στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου για να έρθει και να ριζώσει στη εξουσία αξιοποιώντας τους δεσμούς του με τις υφεσιακές τάσεις του δημοκρατικού κόμματος των ΗΠΑ, τις οποίες συντηρούσε κανονικά με την αμερικανίδα γυναίκα του, με τα παιδιά του, με τη γνωστή διπλή του γλώσσα και με αρκετές διπλωματικές παραχωρήσεις στις ΗΠΑ σε μια σειρά διεθνή ζητήματα εκτός Αιγαίου και Κύπρου.
Έτσι έγινε αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ο ρωσόδουλος Σημίτης σε σύγκρουση με τους εθνικιστές και αντιαμερικάνους λόγω αντιτουρκισμού Αρσένη και Τσοχατζόπουλο, έτσι πήρε την ηγεσία της ΝΔ ο Καραμανλής από τα χέρια των γενικά φιλομερικάνων μητσοτακικών εξ αιτίας των φιλοσέρβικων-εθνικιστικών τους ανοιγμάτων στα Βαλκάνια. Η ουσιαστική δύναμη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, δύναμη που αντιρροπίζει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική-οικονομική επίδραση της ΕΕ στα ελληνικά πράγματα βρίσκεται στον έλεγχο του εξοπλιστικού και διπλωματικού συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στις δύο αντίπαλες χώρες όχθες του Αιγαίου. Στο βάθος του αυτός ο επεμβατισμός των ΗΠΑ στις ελληνικές εσωτερικές εξελίξεις στηρίζεται στον ηγεμονικό ρόλο που οι ΗΠΑ παίζουν μέσο του ΝΑΤΟ στην άμυνα της ΕΕ. Αν οποιαδήποτε πολιτική εξουσία στην Ελλάδα συγκρουστεί ανοιχτά με τις ΗΠΑ θα υποστεί το αντίποινο της μείωσης της εξοπλιστικής και διπλωματικής-νατοϊκής ισχύος της σε σχέση με εκείνη της Τουρκίας. Αυτό σημαίνει σύγκρουση της δοσμένης ελληνικής πολιτικής εξουσίας με τον στρατό που είναι κύρια εθνικιστικός στην Ελλάδα και ο οποίος ακόμα δεν έχει στη διάθεσή του τη στρατηγική εναλλακτική εξοπλιστική και διπλωματική-στρατιωτική κάλυψη από τη Ρωσία. Γι αυτό Έλληνας ανοιχτά αντιαμερικάνος πρωθυπουργός δεν μπορεί να σταθεί και να μην πέσει από το στρατό αν η βαθιά πολιτική εξουσία στην Τουρκία δεν περάσει από τους κεμαλιστές στους ρωσόφιλους του Ερντογάν ώστε από εκεί να μπορεί να προκύψει μια «ρώσικη αντιδυτική ειρήνη» στο Αιγαίο.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Σαμαράς φρόντισε όχι απλά να καθησυχάσει τις ΗΠΑ σαν φίλος τους αλλά να εμφανιστεί σαν πιο αμερικανόφιλος από την Μπακογιάννη.
Ο Σαμαράς αξιοποίησε δύο πράγματα: το ένα ήταν ότι η Μπακογιάννη πήρε πάνω της, περισσότερο ακόμα και από τον Καραμανλή, την ευθύνη της πολιτικής της παρεμπόδισης της εισόδου της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ που στην ουσία ευνοεί αποκλειστικά τη Ρωσία. Αυτή η παρεμπόδιση σήμαινε την πιο ανοιχτή ως τώρα σύγκρουση ελληνικής κυβέρνησης με τις ΗΠΑ που σύσσωμες ( Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί) ήθελαν την είσοδο της χώρας αυτής στο ΝΑΤΟ. Αυτό για το οποίο καμάρωνε η Μπακογιάννη έγινε μια από τις βασικές αιτίες της ήττας της, αφού για να γίνει αρεστός στις ΗΠΑ ο «μακεδονομάχος» Σαμαράς κράτησε το στόμα του στη διάρκεια της μακεδονικής (αντιμακεδονικής) μάχης της Μπακογιάνννη. Εννοείται ότι αυτός και όλη η «εθνική» συμμορία δούλεψε όσο τίποτα άλλο στις εκλογές την υποτιθέμενη «προδοσία» του πατέρα της Μητσοτάκη στο μακεδονικό και γενικότερα .
Το άλλο, που είναι και το βασικότερο που αξιοποίησε ο Σαμαράς ήταν το ότι στην εξουσία των ΗΠΑ βρίσκεται σήμερα η ακραία υφεσιακή προς τον ρωσοκινεζικό άξονα τάση του δημοκρατικού κόμματος που έχει σαν εκπρόσωπο το συμμαχικό δίδυμο του Ομπάμα με την ρωσόδουλη Κλίντον. Αυτή η ηγετική ομάδα οδηγεί τις ΗΠΑ σε συμμαχία με τον νεοναζιστικό άξονα Μόσχας-Πεκίνου ενάντια στον Τρίτο κόσμο και σε αποσύνδεση με τις ενωσιακές αντιρώσικες και αντι-ηγεμονιστικές δυνάμεις της ΕΕ. Πάνω σε αυτή τη νέα γραμμή της αμερικάνικης αστικής τάξης πάτησε ο Σαμαράς για να εμφανίσει τη δικιά του ρωσοφιλία σαν την πιο μοντέρνα γραμμή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Στην ουσιαστικά απευθυνόμενη στις ΗΠΑ και πρωθυπουργικού ύφους ομιλία του στο ίδρυμα Καραμανλή το 2008 ο Σαμαράς πρόβαλε σαν διεθνή πλατφόρμα του την επίσημη πλατφόρμα Πούτιν που είναι η στρατηγική σύγκλιση των ΗΠΑ με τη Ρωσία για τη δημιουργία ενός μετώπου ενάντια στην ισλαμική τρομοκρατία. Σύμφωνα με το Σαμαρά μόνο μια Ευρώπη ενωμένη με τη Ρωσία θα μπορούσε να είναι ενωμένη και με τις ΗΠΑ και μόνο έτσι ενωμένη εσωτερικά. Για το Σαμαρά ο βασικός διεθνής ρόλος της Ευρώπης είναι ένας: να ενώνει τις ΗΠΑ με τη Ρωσία. Για να δείξει την αφοσίωσή του σε αυτόν τον στόχο και να γοητέψει ολότελα τις ΗΠΑ ο Σαμαράς κατέκρινε όλες τις αντιαμερικάνικες ηγεσίες στην ΕΕ με επικεφαλής τη Γαλλία του Σιράκ που αρνήθηκε να ακολουθήσει τις ΗΠΑ στον πόλεμο ενάντια στο Ιράκ! Ταυτόχρονα βέβαια κατέκρινε την κυβέρνηση Μπους για το σφάλμα που έκανε «να ανοίξει ταυτόχρονα το μέτωπο με το Πολεμικό Ισλάμ και το μέτωπο με τη Ρωσία. Να εξουδετερώσει δηλαδή το πολεμικό Ισλάμ στην Ασία και ταυτόχρονα να ανακόψει την προσπάθεια της Ρωσίας να επανέλθει σε στάτους διεθνούς υπερδύναμης».
Να λοιπόν τι φταίει για όλα, το ότι δεν αναγνωρίζεται στη Ρωσία αυτό που δικαιούται, δηλαδή το στάτους της διεθνούς υπερδύναμης. Δηλαδή πρέπει να παλεύουμε όλοι μας για τα δικαιώματα του ιμπεριαλιστή που είναι ανώτερα από εκείνα όλων των χωρών που δεν έχουν στάτους υπερδύναμης, ανάμεσά τους και της Ελλάδας! Αυτός ο ξεδιάντροπος πλασιέ των τάχα ειδικών και ξεχωριστών δικαιωμάτων μιας ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης θέλει να περνάει στη χώρα μας σαν μεγάλος πατριώτης.
Όμως αυτό που μας διδάσκει αυτή η τακτική είναι πόσο εκτεταμένο είναι το πολιτικό μέτωπο που έχει χτίσει ο Σαμαράς και γενικότερα οι ρωσόφιλοι για την ολοκληρωτική άλωση της εξουσίας στη ΝΔ ή αλλιώς για τη συντριβή και έξωση από τη ΝΔ των ευρωπαϊστών. Στην ουσία αυτή η μάχη μόλις τώρα αρχίζει και θα είναι παρατεταμένη. Η μεγάλη αντίφαση των ρωσόδουλων πραξικοπηματιών είναι από τη μια μεριά η μεγάλη τους ισχύ στην κορυφή και ο πολύ καλός συντονισμός τους, από την άλλη η μεγάλη τους αδυναμία είναι ο αποτελεσματικός έλεγχος της μεγάλης πλειοψηφίας των στελεχών, των μελών και των οπαδών των κομμάτων τους. Γενικά δεν είναι δυνατό η μεγάλη πλειοψηφία του λαού να δεχτεί για πολύ καιρό να τον διοικούν και να τον ποδοπατούν διπρόσωποι και συνομώτες καταπιεστές. Έτσι πάντα σημειώνονται μεγάλες αντιστάσεις ακόμα και αυθόρμητες σε όλα τα επίπεδα. Τις καταπιεσμένες μάζες και τα στελέχη οι ρωσόδουλοι μπορούν εύκολα να τα ελέγχουν και να τα εκκαθαρίζουν με την δικιά τους «εθνική γραμμή» μόνο όταν δεν έχει δουλευτεί από κανέναν η αντίθετη γραμμή. Αλλά έτσι και εμφανιστεί ένας πυρήνας με σωστή σκέψη και αποφασιστική πράξη μέσα στην πολιτική ζωή, που θα αρχίσει να αποκτά κάποια απήχηση όλες οι αυθόρμητες αντιστάσεις σε όλα τα κόμματα θα ενοποιούνται αυτόματα και αποτελεσματικά ενάντια στη δράκα των καλά οργανωμένων φαιοκόκκινων. Βεβαίως η ένωση Ρωσίας ΗΠΑ είναι μια ισχυρή ένωση όταν πρόκειται για ένα σημείο της γης, αλλά και η ένωση του τρίτου κόσμου με τον δεύτερο κόσμο ενάντια σε Ρωσία και ΗΠΑ είναι μια ισχυρότερη ένωση που μπορεί επίσης να βρίσκει χίλια ρήγματα στον εχθρό σε κάθε σημείο δράσης του. Για παράδειγμα μπορεί η προεδρία Ομπάμα-Κλίντον να είναι καταστροφική αλλά δεν είναι σε θέση να κάνει ότι θέλει στις ΗΠΑ την ώρα που υπάρχουν και οι αντίθετες πολύ ισχυρές δυνάμεις που δεν θέλουν οι ΗΠΑ να ενώνεται αλλά να αντιπαρατίθεται στον νεοναζιστικό άξονα τουλάχιστον σε ορισμένα ζητήματα. Στην Ονδούρα για παράδειγμα οι Ομπάμα-Κλίντον απέτυχαν εξ αιτίας αυτού ακριβώς του λόγου να εγκαταστήσουν το τσιράκι του Τσάβες τον Ζελάγια ξανά στην εξουσία.
Αυτή η ιστορία να περικυκλώνεται κανείς και ταυτόχρονα να περικυκλώνει είναι η πολιτική διαλεκτική. Ο Σαμαράς με τη βοήθεια όλου του διακομματικού καθεστώτος περικύκλωσε από παντού τους εσωκομματικούς αντιπάλους του. Αλλά αυτός ο ίδιος είναι γεμάτος ρήγματα και πόρους γιατί δίπλα του έχει ελάχιστους αφοσιωμένα στελέχη με την ίδια στρατηγική που έχει και αυτός. Το τίμημα για το ότι κρύβει την αληθινή, την ρωσόδουλη στρατηγική του είναι το ότι συντριπτικά οι περισσότεροι που τον ακολουθούν δε είναι τέτοιοι, αλλά ευρωπαιόφιλοι και εθνικιστές. Αν τον βλέπουν να τους πουλάει πχ να παραενώνεται με τον Παπανδρέου ή να τους παραπουλάει στον Πούτιν θα τον αμφισβητούν. Αυτές οι εσωτερικές αντιθέσεις θα δυναμώνουν στο στρατόπεδό Σαμαρά αν θα υπάρξει ένα αντίπαλο στρατόπεδο έστω και μειοψηφικό που θα μπορεί να ξεδιπλώνει όλη του τη στρατηγική και που αυτή η στρατηγική θα μπορεί να το ενώνει με το λαό.
Οι πραξικοπηματίες προχωράνε γρήγορα. Είναι αλήθεια. Όμως έχουν λίγα δάχτυλα για να πιάσουν πολλές μύγες ταυτόχρονα όπως θέλουν. Πόσο μάλλον αν οι μύγες οργανωθούν.