Στην εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2004 το ισοζύγιο
των τρεχουσών συναλλαγών του 2003 από τον Ιανουάριο μέχρι τον Αύγουστο εμφανίζει
έλλειμμα 4,730 δις ευρώ. Το έλλειμμα για τους ίδιους μήνες το 2002 ήταν 4,339
δις και το 2001 ήταν 4,384 δις. Το έλλειμμα αυτό (για το 2003) είναι το άθροισμα
από τις διαφορές 1) μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών αγροτικών και βιομηχανικών
προϊόντων που παρουσιάζουν έλλειμμα 14,683 δις ευρώ, 2) μεταξύ των εισπράξεων
και των πληρωμών για παροχή υπηρεσιών που είναι η διαφορά μεταξύ του τουριστικού
συναλλάγματος, των μεταφορών και άλλων υπηρεσιών που παρουσιάζει πλεόνασμα 8,077
δις, 3) μεταξύ των εισπράξεων και των πληρωμών για αμοιβές, μισθούς, τόκους,
μερίσματα και κέρδη που παρουσιάζει έλλειμμα 1,946 δις και 4) μεταξύ του χρήματος
που εισπράττεται και από την ΕΕ και τα εμβάσματα των μεταναστών και των πληρωμών
προς την ΕΕ και άλλους τομείς που παρουσιάζει πλεόνασμα 3,822 δις.
Όπως βλέπουμε το έλλειμμα των συναλλαγών καθορίζεται κυρίως από το εμπορικό
έλλειμμα που μεγαλώνει συνεχώς από το 1981. Η βιομηχανική και η αγροτική παραγωγή
έχουν χάσει την ανταγωνιστικότητά τους και οι απώλειες του εμπορικού ελλείμματος
αντισταθμίζονται κατά ένα μέρος, από το πλεόνασμα των υπηρεσιών. Αλλά και ο
τουρισμός παρουσιάζει πτώση στις εισπράξεις του. Ένα άλλο μέρος των οικονομικών
επιπτώσεων της αποβιομηχάνισης και της διάλυσης της αγροτικής παραγωγής, που
εκφράζεται από το εμπορικό έλλειμμα, καλύπτεται με το χρήμα της ΕΕ, τον δανεισμό
και τα εμβάσματα των μεταναστών. Όμως στο άμεσο μέλλον η κρίση θα χειροτερέψει.
Αποκαλυπτικά είναι τα συμπεράσματα που εκθέτουν οι εταιρείες BCS και RΕΜΑCO
στην έκθεση αξιολόγησης του προγράμματος ανταγωνιστικότητας του Γ’ ΚΠΣ (ΕΠΑΝ)
που έγινε κατά παραγγελία του υπουργείου οικονομίας. Το συμπέρασμα των εκθέσεων
είναι ότι μέχρι το 2006 η βιομηχανία θα συρρικνωθεί παραπέρα κατά 9%, εξαιτίας
της μικρής ανταγωνιστικότητας, σαν αποτέλεσμα του λανθασμένου σχεδιασμού για
τη χρήση των κοινοτικών κονδυλίων που χρησιμοποιήθηκαν απλά για να στηρίζουν
και όχι να αναπτύσσουν την ελληνική μεταποίηση και τις θέσεις απασχόλησης. Το
ΕΠΑΝ αποτελεί βασικό εργαλείο χρηματοδότησης των επιχειρήσεων με 6,4 δις ευρώ
από το 2000 έως το 2006, που μπορεί να επεκταθεί σε ορισμένες περιπτώσεις και
μέχρι το 2008. Τα 2/3 των επενδύσεων του ΕΠΑΝ, σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος,
πρέπει να επενδύονται στον ιδιωτικό τομέα και το 1/3 αφορά στη στήριξη της επιχειρηματικότητας
και στη δημιουργία παραγωγικών υποδομών και δικτύων. Η έκθεση υπολογίζει ότι
στο σύνολο του Γ’ ΚΠΣ οι επιχειρήσεις παίρνουν το 22%. Από το ποσοστό αυτό μόνον
οι 9,8 μονάδες αποδίδονται στη μεταποίηση, στον αγροτικό τομέα, στον τουρισμό
και στην έρευνα-τεχνολογία. Ένα 2% δίνεται για υποδομές στην ενέργεια. Να σημειωθεί
ότι στο ισπανικό ΚΠΣ οι επιχειρήσεις απορροφούν το 30% και στο ιταλικό, για
το νότο, μέχρι και 48,5%. Τα πράγματα είναι όμως ακόμη χειρότερα για την ελληνική
βιομηχανία γιατί στη χώρα μας η δημιουργία του πάγιου κεφαλαίου (μηχανήματα,
χτίρια, εξοπλισμός) εξαρτάται από το τεράστιο ποσοστό του 8,1% που απορροφάται
από τους κοινοτικούς πόρους, ενώ στην Ισπανία το ποσοστό αυτό είναι 3,2% και
στην Ιρλανδία 1,2%. Επιπλέον όμως η αξία των επενδύσεων του πάγιου κεφαλαίου
στη χώρα μας, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, είναι η χαμηλότερη σε όλα τα κράτη της
ΕΕ.
Πώς επενδύονται όμως τα κεφάλαια του ΕΠΑΝ; Η έκθεση είναι σαφής. Όπως κατανέμονται
οι κοινοτικοί πόροι, σήμερα, έχουν σαν αποτέλεσμα την αύξηση της αξίας των προϊόντων
της μεταποίησης κατά 1,2% και την αύξηση της αξίας των κατασκευών κατά 10,2%!
Τα κεφάλαια του ΕΠΑΝ επενδύονται λοιπόν στις κατασκευές, γίνονται μπετό και σίδερα.
Σύμφωνα, πάλι, με την έκθεση το μερίδιο της βιομηχανίας στο ΑΕΠ αυξάνει οριακά
ενώ το μερίδιο της μεταποίησης μειώνεται. Η απασχόληση στη βιομηχανία μειώνεται,
και η χρηματοδότηση της βιομηχανίας μειώνεται εξαιρετικά. Όπως γράψαμε και στο
προηγούμενο φύλλο της Ν. Ανατολής οι ξένες επενδύσεις για το 2002 ήταν περίπου
50 εκατ ευρώ δηλαδή είχαν μείωση κατά 97% σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Οι επενδύσεις στις κατασκευές δεν επηρέασαν θετικά τη βιομηχανία και το σύνολο
της οικονομίας και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δεν είχαν και καμιά θετική
επίπτωση στο ισοζύγιο των συναλλαγών. Kατά την περίοδο των μεγάλων έργων, αντίθετα,
η μεταποίηση και οι εισπράξεις από τον τουρισμό, από τα εμβάσματα των μεταναστών
και από την ΕΕ είχαν πτώση. Το έλλειμμα στις εξωτερικές συναλλαγές δεν μεγάλωσε
ακόμα περισσότερο γιατί περιορίστηκαν οι πληρωμές. Κόπηκαν σαν παράδειγμα ταξίδια
προς το εξωτερικό. Οι κατασκευαστικές επενδύσεις με τις επιλογές που έγιναν
δεν στηρίζουν μια μελλοντική ανάπτυξη. Το σίγουρο είναι ότι αυτή την περίοδο
γεννήθηκε ο Κόκκαλης των κατασκευών από τα δάνεια των ολυμπιακών αγώνων, από
τα κεφάλαια των αποκρατικοποιήσεων και από τα κεφάλαια της ΕΕ που προορίζονταν
για τη βιομηχανία και την παραγωγή χωρίς κανείς να το καταγγέλλει. Ο Μπόμπολας
είναι ένας νέος πόλος του κρατικοφασιστικού κεφαλαίου που σχηματίστηκε από τα
μεγάλα έργα.
Η πολιτική της καταστροφής της βιομηχανίας και των παραγωγικών δυνάμεων συνεχίζεται
σταθερά από το 1981. Από τότε άρχισαν να αποεπενδύουν και να γκρεμίζουν την
παραγωγή, όχι μόνο την βιομηχανική. Η κυρίαρχη χρηματοδότηση που γνώρισε, σαν
παράδειγμα, η αγροτική παραγωγή ήταν η επιδότηση, που στην πραγματικότητα ήταν
επιδότηση της κατανάλωσης του αγρότη και όχι η παραγωγική επένδυση.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής σε ότι αφορά στα αγροτικά προϊόντα είναι ότι
οι τιμές παραγωγής, δηλαδή το κόστος παραγωγής, όπου δεν μπαίνει το εμπορικό κέρδος,
των αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα, τον Ιούλιο του 2003 ήταν αυξημένες σε σχέση
με τον Ιούλιο του 2002 κατά 17,2%, ενώ ο μέσος όρος στην ευρωζώνη ήταν 1,4%. Εδώ
η βαρυχειμωνιά δεν έχει να κάνει πέρα από ορισμένα φρούτα, ροδάκινα κλπ. Από το
τέλος της περασμένης άνοιξης μέχρι και το καλοκαίρι δεν έγιναν ούτε φυσικές καταστροφές
ούτε αυξήθηκαν ανάλογα οι τιμές των σπόρων, των φυτών των λιπασμάτων κλπ που να
δικαιολογούν αυτή την έκρηξη στις τιμές παραγωγής. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι
ενώ δεν έχει γίνει αναδιάρθρωση του αγροτικού κεφαλαίου, όπως συμβαίνει και με
το βιομηχανικό. Επίσης το αλβανικό μεροκάματο, που σ’ αυτό στηρίζονταν οι προηγούμενες
χαμηλότερες τιμές αυξήθηκε. Ο αλβανός δουλεύει σήμερα ακριβότερα. Για να διατηρηθούν
οι τιμές των αγροτικών προϊόντων στα παλιά επίπεδα και για να κατέβουν στη συνέχεια,
πρέπει να γίνει αναδιάρθρωση της παραγωγής. Όμως δεν σκέφτονται έτσι οι δουλέμποροι.
Αυτοί θα επιχειρήσουν να εισάγουν ακόμη φθηνότερους εργάτες και από τους Αλβανούς,
δηλαδή εργάτες από την Ασία. Όμως το 92% των αυξήσεων των τιμών σύμφωνα με την
εισηγητική έκθεση για τον προϋπολογισμό οφείλεται σε εμπορεύματα εκτός από οπωροκηπευτικά
και καύσιμα. Έτσι ο πληθωρισμός αποκαλύπτεται ότι δεν οφείλεται κυρίως στα αγροτικά
προϊόντα και στις πατάτες και τις ντομάτες όπως έλεγε ο Κουλούρης, αλλά κυρίως
στα βιομηχανικά προϊόντα και στις υπηρεσίες. Η ευρωζώνη παρουσιάζει σχεδόν το
μισό πληθωρισμό που οφείλεται κυρίως στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και στον πόλεμο
του Ιράκ.
Όμως στη χώρα μας που οι μισθοί είναι καθηλωμένοι, η ακρίβεια των αγροτικών
προϊόντων όπως και των βιομηχανικών, οφείλεται στο ότι το κόστος παραγωγής συνεχώς
μεγαλώνει. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη εκσυγχρονισμού, στη διατήρηση παλιών
τεχνολογιών και τεχνικών παραγωγής στην μικρή συγκέντρωση και συγκεντροποίηση
του κεφαλαίου που επιβάλλει το πολιτικό ανατολικό μονοπώλιο. Έτσι η παραγωγικότητα
της εργασίας στη χώρα μας είναι η μικρότερη, και το κόστος για κάθε μονάδα προϊόντος
μεγαλύτερο. Επομένως οι τιμές των ελληνικών προϊόντων θα αυξάνονται όλο και
με μεγαλύτερο ρυθμό από τις διεθνείς τιμές, όσο το κόστος μας αυξάνεται σε σχέση
με το κόστος των αναπτυγμένων χωρών. Η οικονομία βρίσκεται σε μια σταθερή τροχιά
χρεωκοπίας.
|