H Εθνική Ελλάδας σήκωσε το κύπελλο Ευρώπης και ο λαός χάρηκε πολύ. Οι
άνθρωποι πάντα χαίρονται πολύ όταν η ομάδα του χωριού τους, ο αγαπημένος
τους σύλλογος ή η εθνική ομάδα της χώρας τους πετυχαίνει μια μεγάλη νίκη.
Επίσης είναι πολύ συμπαθής και σε άλλους λαούς η νίκη ενός αουτσάιντερ
επειδή από τη φύση τους οι άνθρωποι θέλουν να νικάει ο μικρός και ο αδύναμος.
Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης και οι ποδοσφαιρικοί σχολιαστές έδειξαν γι αυτό
το λόγο μια ιδιαίτερη συμπάθεια για την ελληνική ομάδα και μάλιστα πολλοί
έκφρασαν την άποψη ότι η συγκεκριμένη ομάδα νίκησε δίκαια γιατί έπαιξε
καλύτερα από τις υπόλοιπες.
Θα μπορούσε λοιπόν να θεωρήσει κανείς ότι ήταν κάτι το φυσιολογικό να
κατεβεί πολύς κόσμος στους δρόμους να πανηγυρίσει. Κάτι τέτοιο άλλωστε
θα γινόταν σε όλες τις χώρες.
Γιατί τόσο πάθος
Ωστόσο δύσκολα θα μπορούσε κανείς να δει σε μια άλλη χώρα τόσο πολύ κόσμο
να κατεβαίνει στους δρόμους σε όλες τις πόλεις τόσες πολλές φορές και
μετά από κάθε νίκη, μέσα σε μια τόσο γενική μέθη, σε ένα τέτοιο γενικό
και παρατεταμένο παραλήρημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Πορτογαλία
που ήταν η έδρα του τελευταίου αντιπάλου της ελληνικής ομάδας το ελληνικό
φίλαθλο εκστρατευτικό σώμα έκανε πολύ περισσότερο θόρυβο από τους ίδιους
τους Πορτογάλους και πιθανά, αν του ήταν δυνατό, θα είχε καταλάβει και
την πλειοψηφία της εξέδρας. Μερικοί λένε ότι αυτή η συμπεριφορά έχει απλά
σχέση με την τάση του λαού μας να εκφράζεται με υπερβολικό τρόπο. Έχει
κι αυτό να κάνει, αλλά κατά τη γνώμη μας αυτή η έκταση και ένταση των
αντιδράσεων ήταν περισσότερο ένα συλλογικό ξέσπασμα πολύ πιεσμένων ανθρώπων
παρά μια γενική εκδήλωση χαράς.
Το ευρωπαϊκό κύπελλο δεν καταχτήθηκε από τις μάζες. Δεν ήταν μια πολιτική
ή μια κοινωνική κατάκτηση που πρόκυψε από μια λίγο πολύ συλλογική κίνηση
ενός έθνους ή μιας τάξης. Δεν ήταν καν αντανάκλαση της ύπαρξης κάποιας
ιδιαίτερης εθνικής ποδοσφαιρικής σχολής. Ήταν μια νίκη μιας ομάδας 15
περίπου ελλήνων παικτών που μάλιστα σε ένα σοβαρό ποσοστό ανέπτυξαν την
τέχνη τους δουλεύοντας σε ομάδες του εξωτερικού και που είχαν επικεφαλής
τους σαν οργανωτή και καθοδηγητή έναν γερμανό ειδικό. Αυτοί εξουσιοδοτήθηκαν
και πληρώθηκαν από το ελληνικό κράτος να παλαίψουν για να κατακτήσουν
ένα αθλητικό τρόπαιο. Είναι γεγονός ότι αυτή η ομάδα των παικτών πάλεψε
με ένα πάθος που δεν είναι άσχετο με το γενικό πάθος για τη νίκη το οποίο
τους μετέφερε και με το οποίο τους διέγειρε ένας ολόκληρος λαός και ένα
έθνος. Αλλά αυτό μας ξαναγυρνάει στο αρχικό ερώτημα, γιατί τέτοιο πάθος.
Το ξεχωριστό αυτό πάθος οφείλεται κατά τη γνώμη μας στο ότι αυτός εδώ
ο λαός ζει στην πραγματική του ζωή τη μια μετά την άλλη τις κοινωνικές,
υλικές και πολιτικές ήττες, έχει προδοθεί από αυτούς που πίστεψε για χρόνια
σαν πολιτικούς του εκφραστές και έχει χάσει κάθε εμπιστοσύνη στις δικές
του συλλογικές δυνάμεις. Δεν πιστεύει σε καμιά τάξη και πιο πολύ δεν πιστεύει
στην εργατική και σε κανένα λαό σαν τέτοιο. Στο επίπεδο της υλικής αλλά
και της ηθικής της ύπαρξης βυθίζεται διαρκώς και όλη η χώρα που εδώ και
αρκετές δεκαετίες δεν έχει να δείξει στην υπόλοιπη ανθρωπότητα τίποτα
σημαντικό καμιά τεχνική, καμιά πνευματική, καμιά κοινωνική καινοτομία.
Αντίθετα πίσω από τη βιτρίνα των φαρδιών λεωφόρων και των πεζόδρομων,
πίσω από τις νυχτερινές γραφικότητες και την εισαγόμενη τελευταία μόδα
δεν έχει να προσφέρει παρά συντρίμμια εργοστασίων, γραφειοκρατική διαφθορά
και ασημαντότητα, πνιγμό κάθε πρωτότυπης σκέψης και κάθε επιστήμης. Το
χειρότερο μέσα σε αυτά είναι ότι η τάξη που διοικεί και είναι υπεύθυνη
για αυτήν την καταστροφή έχει αναθρέψει αυτό το λαό με τη δηλητηριώδη
ιδέα ότι είναι ανώτερος από τους άλλους γιατί τάχα αποτελεί πνευματικό
κληρονόμο του πιο μεγάλου λαού της ανθρώπινης ιστορίας. Έτσι συμβαίνει
αυτός ο τσακισμένος απόγονος να γίνεται ακόμα πιο μικρός και η τωρινή
θλιβερή του πραγματικότητά ακόμα πιο αφόρητη μπροστά στο μέγεθος της εικόνας
που έχει για τον εαυτό του. Σε μια τέτοια στιγμή έρχεται σε αυτό το έθνος
το κύπελλο που λάμποντας μπροστά σε όλη την ανθρωπότητα επιβεβαιώνει έστω
και για μια στιγμή, φευγαλέα και σε πείσμα όλων των άλλων δεδομένων της
πρακτικής ζωής αυτή την ψευδαίσθηση. Αυτό θα μπορούσε πραγματικά να τρελάνει
τον καθένα.
Το ζήτημα είναι ποια τάξη διαχειρίζεται τη νίκη
Είναι λογικό να αναρωτηθεί κανείς μήπως ένα τέτοιο βραβείο μπορεί να λειτουργήσει
θετικά, τονωτικά στηρίζοντας την κλονισμένη αυτοπεποίθηση ενός έθνους;
Μήπως θα μπορούσε να το βγάλει από την απαισιοδοξία και να του δώσει όρεξη
για πάλη και πρόοδο; Θεωρητικά αυτό θα μπορούσε να συμβεί. Άλλωστε αυτή
η πλευρά υπάρχει. Σε κάθε πράγμα υπάρχει το αντίθετό του και σε κάθε τι
κρύβεται μια διαμάχη. Το πραγματικό ζήτημα είναι ποιος διαχειρίζεται αυτή
τη νίκη, που σημαίνει τι συμπεράσματα βγάζει από αυτήν και πως την ενσωματώνει
στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Στις δοσμένες συνθήκες αυτή τη νίκη τη
διαχειρίζεται η κυρίαρχη τάξη και πιο πολύ οι δυνάμεις της καταστροφής,
οι σαμποτέρ και οι κατάσκοποι που έχουν το πάνω χέρι μέσα σε αυτήν. Μια
προοδευτική τάξη θα έδινε σε αυτήν την επιτυχία την πραγματική κλίμακά
της, δηλαδή θα μιλούσε για μια επιτυχία σε έναν πολύ ειδικό τομέα και
μάλιστα σε έναν τομέα όπου η νίκη είναι εξαιρετικά δεμένη και με την τύχη.
Στη συνέχεια θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα, έστω η αστική, μπορεί
να έχει επιτυχίες αν βγει από το καβούκι της, αν ανοιχτεί στον κόσμο,
αν ταξιδέψει και διδαχτεί από τους άλλους λαούς, αν συνεργαστεί και συχνωτιστεί
μαζί τους, αν χρησιμοποιήσει την τεχνική και οργανωτική πείρα των ειδικών
τους, και τελικά αν αναμετρηθεί με τον υπόλοιπο κόσμο με πρακτικούς και
σύγχρονους όρους. Γιατί πραγματικά αυτή η επιτυχία ήταν από ποδοσφαιρική
άποψη όχι η έκφραση αυτού που συμβαίνει μέσα στη χώρα, αλλά του αντιθέτου
του. Ήταν μια νίκη σε σύγκρουση με το εσωτερικό ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα
που για να βρίσκεται στην υπηρεσία των πρακτόρων έχει παραδοθεί στους
χουλιγκάνους, στις φασιστικές συμμορίες στις εξέδρες και στους πουλημένους
διαιτητές. Ήταν δηλαδή σε σύγκρουση με την Ελλάδα της παρακμής και της
αυταπάτης. Αυτά λίγο πολύ ειπώθηκαν εκείνες τις μέρες από αρκετούς σχολιαστές,
ειδικούς και μη.
Όμως σκεπάστηκαν από την κυρίαρχη επίσημη κραυγή που ήταν ένα κάλεσμα
για ακόμα πιο μεγάλη βύθιση στην αρρώστια. Οι κυρίαρχοι της προπαγάνδας
είχαν κάθε λόγο να πνίξουν αυτή την κατεύθυνση και στα συμπεράσματα και
στους πανηγυρισμούς. Ενώ στην αρχή παρακολούθησαν με επιφυλακτικότητα
τις αναμετρήσεις της Εθνικής, όταν φάνηκε ότι αυτή θα προχώραγε και ο
κόσμος άρχισε να κατεβαίνει στο δρόμο, βγάλανε μπροστά το "Ίτε παίδες
Ελλήνων" από την κρατική τηλεόραση και ενθαρρύνανε τον επίσημο τηλεοπτικό
σχολιαστή των αγώνων να ξερνάει σοβινιστικά κλισέ που αυτοί τα αναπαράγανε
αναπαράγοντας ασταμάτητα τα γκολ. Παντού άκουγες για την νίκη της "μεγάλης
ελληνικής ψυχής" που, αν και προαιώνια, δεν είχε εμποδίσει την εθνική
ποδοσφαίρου στις προηγούμενες μάχες της να γεμίσει εξευτελιστικές τεσσάρες
και πεντάρες. Ταυτόχρονα αρχίσανε να μεγεθύνουν όλη την ώρα και όλες τις
μέρες από την κρατική τηλεόραση την έκταση του γεγονότος, δηλαδή να μετατρέπουν
μια οπωσδήποτε σημαντική ποδοσφαιρική επιτυχία σε κοσμοϊστορικό γεγονός.
Άρχισαν δηλαδή να χτυπάνε τη γνωστή λεπτή χορδή για να ντοπάρουν τις μάζες
και να τις σπρώξουν στο παραλήρημα. Μόλις αυτός ο μηχανισμός άρχισε να
δουλεύει μπήκαν στο παιχνίδι υποχρεωτικά πια για λόγους τηλεθέασης, αλλά
βέβαια χωρίς βαριά καρδιά, όλα τα κανάλια και όλα τα δελτία ειδήσεων και
τελικά όλος ο τύπος. Ξαφνικά κάθε άλλο ζήτημα, κάθε άλλη επικαιρότητα
και σχεδόν κάθε άλλη εκπομπή εξαφανίστηκαν. Όλα τα κατάπιε η εθνική μέθη.
Οι δύο γραμμές μέσα στους πανηγυρισμούς
Παρ όλα αυτά θα μπορούσε κανείς παρακολουθώντας ψύχραιμα το φαινόμενο
να διαπιστώσει ότι η αυθόρμητη κίνηση των μαζών δεν ήταν η ίδια με εκείνη
που τους υποδείκνυαν οι ηγέτες τους. Από την αρχή ως το τέλος των πανηγυρισμών
ανάμεσα στην κορυφή και τη βάση της κοινωνίας, ανάμεσα στο συνειδητό του
καθεστώτος και το αυθόρμητο των μαζών διεξήχθη μια χαρακτηριστική διαπάλη,
που βασικά εκδηλώθηκε σαν πάλη στα συνθήματα.
Ενώ η κρατική γραμμή προσπαθούσε να βγάζει πάντα μπροστά τον εθνικό ύμνο
και το "Ελλάς, Ελλάς" οι μάζες φωνάζανε κυρίως δύο συνθήματα
που τελικά έγιναν τα χαρακτηριστικά των πανηγυρισμών. Το ένα ήταν το γνωστό
"Σήκωσε το το γ..." και το άλλο ήταν το "Είναι τρελός ο
Γερμανός". Είχαν και τα δυο ποδοσφαιρικό, ειρωνικό και αυτοσαρκαστικό
ύφος και σαν τέτοια απομυθοποιούσαν το κλίμα της εθνικής έξαρσης. Το πρώτο,
που έκφραζε το γνήσιο πάθος του λαού "για μια νίκη επιτέλους"
δεν μπορούσε να μεταφραστεί με καμάρι μπροστά σε όλη την ανθρωπότητα χωρίς
να γελοιοποιήσει τον εθνικό και ιστορικό χαρακτήρα της νίκης. Από τη φύση
του και παρά τη γλωσσική μεταφορά και υπερβολή ένα γ... τρόπαιο δεν μπορεί
ποτέ να είναι ιερό. Το δεύτερο σύνθημα έδινε το κύριο βάρος της νίκης
όχι στους "11 ελληνικούς θεούς" των εκφωνητών, αλλά σε έναν
ξένο τεχνικό και μάλιστα δυτικό. Οι μάζες δηλαδή αυθόρμητα αναγνώρισαν
και το πραγματικό μέγεθος του επιτεύγματος και τη σύγχρονη, εντελώς πρακτική
και διεθνική του φύση.
Από πάνω οι οργανωτές της κρατικής προπαγάνδας προσπάθησαν να πνίξουν
και τα δύο συνθήματα, αλλά μάταια. Μάλιστα το πρώτο προσπάθησαν να το
αλλάξουν και υπόδειξαν στο πλήθος την αλλαγή: Το "γ..." έπρεπε
επειγόντως να μετατραπεί σε "τιμημένο" ή τουλάχιστον "ονειρεμένο"
και καλούσαν ένα πλήθος με βραζιλιάνικες και καρναβαλικές διαθέσεις να
φωνάζει το "εθνικά σωστό" μπροστά στις κάμερες. Το αποτέλεσμα
ήταν ο κόσμος να φωνάζει το αρχικό σύνθημα με μεγαλύτερο πάθος έχοντας
ανακαλύψει ότι πέρα από τις υπόλοιπες αρετές του δεν άρεσε καθόλου και
στις αρχές.
Πραγματικά ο κόσμος έδειξε ότι δεν ήθελε να σφετεριστούν αυτή τη νίκη
οι κυρίαρχες δυνάμεις. Ήθελε να βλέπει στους παίκτες τα δικά του παιδιά
και όχι τα παιδιά του κράτους. Αυτό το έδειξε με σαφήνεια στο Στάδιο τη
μέρα της υποδοχής. Αυτή την τελετή τη σκάρωσε το καθεστώς για να πάρει
τη νίκη στα χέρια του και γι' αυτό προσπάθησε να ακυρώσει τη συνηθισμένη
υποδοχή που κάνουν οι φίλαθλοι στα αεροδρόμια. Αυτό δεν το κατάφερε. Η
ουσιαστική υποδοχή και η πιο θερμή έγινε στο αεροδρόμιο και σε όλη τη
διαδρομή και ήταν μια σχέση κυρίως ανάμεσα στη μάζα και στους ήρωές της,
αν εξαιρέσει κανείς τον πονηρό Γκαγκάτση της ΕΠΟ που χώθηκε στο πούλμαν
των νικητών. Αντίθετα μέσα στο Στάδιο επικράτησε η παγωμάρα. Ο κόσμος
δεν χειροκρότησε ούτε τον πρωθυπουργό, ούτε τον αρχιεπίσκοπο, ούτε κανέναν
άλλο από τους πολιτικούς που μπήκαν στο στάδιο, φιγούρες μοναχικές και
θλιβερές μέσα στα πλήθη που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν. Μάλιστα δείχνοντας
ένα σπάνιο πολιτικό κριτήριο με μια γιούχα, που σκέπασε όλο το στάδιο,
οι συγκεντρωμένοι αποδοκίμασαν τον Γκαγκάτση την ώρα ακριβώς που έπαιρνε
το μετάλλιό του από τα χέρια του Χριστόδουλου. Και γι' αυτόν τον τελευταίο
ήταν επίσης μια άτυχη μέρα. Το καθεστώς τον είχε στήσει εκεί για να πάρει
τη νίκη η "ορθοδοξία", για να φανεί δηλαδή ότι η νίκη δεν ήταν
του δυτικού ρεύματος της χώρας, αλλά του ανατολικού. Ποτέ αυτός ο επιδέξιος
και αδίστακτος δημαγωγός δεν δέχτηκε τόση κριτική γι αυτή του την ιδιότητα
και ποτέ δεν φάνηκε τόσο φλύαρος και ενοχλητικός. Γενικά αυτή η απόπειρα
σφετερισμού στο άμεσο πολιτικό επίπεδο απέτυχε. Ο κόσμος χειροκρότησε
μόνο τους παίχτες που το καθεστώς φρόντισε να τους κρατήσει αμίλητους.
Είναι γεγονός ότι και αυτοί, με εξαίρεση το Ζαγοράκη, που έκανε ένα σοβινιστικό
σχόλιο μετά την κατάχτηση του τρόπαιου ("το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί
να δώσει ο θεός στον άνθρωπο είναι η ελληνική ψυχή"), κινήθηκαν από
την αρχή ως το τέλος με μέτρο, και με μια σπάνια σεμνότητα για ανθρώπους
που εκσφενδονίστηκαν ξαφνικά στο διάστημα.
Αυτά τα φαινόμενα και μια σειρά άλλα δείχνουν την εσωτερική πάλη μέσα
στο "μπλοκ της νίκης" αλλά δεν σημαίνουν ότι την ιδεολογική
ηγεμονία σε αυτό την είχε τελικά ο λαός. Αυτό θα ήταν έξω από τη φύση
του ανταγωνιστικού αθλητισμού και ακόμα περισσότερο ενός αθλητισμού που
υψώνει στα ουράνια τα εθνικιστικά αισθήματα των μαζών και ενώνει τους
καταπιεσμένους με τους καταπιεστές τους και ακόμα χειρότερα τους δημοκράτες
με τους φασίστες. Σε μια χώρα μάλιστα σαν την δικιά μας όπου τα φασιστικά
ρεύματα προστατεύονται από το καθεστώς αυτή η συνύπαρξη και ο συνεορτασμός
πρόσφερε την πιο αποκαλυπτική και ανατριχιαστική πλευρά του μετατρέποντας
για πολλούς το νυχτερινό ξεφάντωμα σε νυχτερινό εφιάλτη.
Πανηγυρίζοντας στην Ομόνοια μαζί με τους ναζιστές
Πολύ λίγα σχόλια πέρασαν στον τύπο και από όσο ξέρουμε κανένα στην τηλεόραση
για τους ξυλοδαρμούς στην περιοχή της Ομόνοιας πολλών από τους μετανάστες
που θέλησαν να πανηγυρίσουν μαζί με τους έλληνες από τους ναζιστές της
"Χρυσής Αυγής". Αυτά τα καθάρματα είχαν κατέβει οργανωμένα στο
κέντρο της Αθήνας και σε μερικές άλλες πόλεις. Μάλιστα είχαν σηκώσει και
πανό σαν "Γαλάζια Στρατιά" και ασχολήθηκαν βασικά με ένα πράγμα:
να πετάξουν τους μετανάστες έξω από το ευρύτερο "έθνος" και
να σπάσουν την λαϊκή ενότητα στη βάση που φανερώθηκε εκείνα τα βράδια
από τη μαζική και χρωματιστή συμμετοχή τους στους πανηγυρισμούς. Το ότι
αυτή η ενότητα έγινε κάτω από το ενιαίο απέραντο πέπλο της ελληνικής σημαίας
δεν ησύχαζε τους ναζιστές, γιατί μια τέτοια σημαία έπαυε να είναι το σύμβολο
του προσδιορισμένου από το δίκαιο του αίματος έθνους και γινόταν σημαία
του πολυεθνοτικού σύγχρονου δημοκρατικού έθνους, που σαν τέτοιο δεν έχει
να κάνει με την κοινότητα της εθνικής καταγωγής αλλά της κοινής πολιτικής
ζωής σε ένα κοινό για όλους δημοκρατικό κράτος. Στην ουσία οι κοινοί πανηγυρισμοί
αποτελούν μια φυσική εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνικής ζωής και αποκαλύπτουν
ότι είναι δυνατή και μάλιστα με αυθόρμητο τρόπο η ειρηνική συνύπαρξη των
εθνοτήτων στο ίδιο εθνικό δημοκρατικό κράτος. Περισσότερο και από τους
από τους ξυλοδαρμούς οι ναζιστές κάνανε τη ζημιά του διαχωρισμού, ρίχνοντας
το σύνθημα: "Ότι και να κάνεις Αλβανέ, δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ".
Το ρατσιστικό αυτό σύνθημα φωνάχτηκε για μέρες και πέρασε σε έναν κύκλο
μερικών χιλιάδων, χωρίς πάντως να μπορέσει σε καμιά στιγμή να κυριαρχήσει
δίπλα στα άλλα μαζικά συνθήματα. Επίσης δεν ακολουθήθηκε παρά σε ένα μικρό
βαθμό και το ισλαμικού τύπου κάμωμα των ναζιστών να γονατίζουν γύρω από
μια ελληνική σημαία και ύστερα να σκύβουν το κεφάλι ως το χώμα και να
την προσκυνάνε. Αυτή η απροθυμία των μαζών να ακολουθήσουν τους ναζιστές
απέδειξε βέβαια ότι δεν πάσχουν από ρατσισμό, αλλά απέδειξε κιόλας ότι
δεν είναι σε θέση να αντιδράσουν στους ρατσιστές και ακόμα περισσότερο
να τους απομονώσουν πολιτικά και να συντρίψουν τη βία τους. Αυτό είναι
ένα ζήτημα οργάνωσης, αλλά είναι και ένα ζήτημα πολιτικών αντιλήψεων και
συσχετισμών. Οι ναζιστές δεν είναι μια φράξια του περιθώριου είναι εργαλείο
του καθεστώτος για μια ορισμένη χρήση, όπως αυτή που μόλις περιγράψαμε.
Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε ο διοικητής της Ασφάλειας του
Αστυνομικού τμήματος της Ομόνοιας όταν ρωτήθηκε γιατί η αστυνομία δεν
επενέβη να εμποδίσει τους ξυλοδαρμούς των μεταναστών και να πιάσει τους
χρυσαυγίτες. Αυτή η ερώτηση έγινε στο διοικητή από τους δημοσιογράφους
μιας τακτικής ραδιοφωνικής εκπομπής στο Σκάι με τον τίτλο Scooligans που
αφιέρωσε μια εκπομπή στους ξυλοδαρμούς αυτούς. Ανάμεσα στις άλλες δικαιολογίες
που πρόβαλε για την αδιαφορία της αστυνομίας ο διοικητής είπε: "και
τι θέλανε οι Αλβανοί στους πανηγυρισμούς".
Τα παράξενα μονοπάτια της ιστορίας και οι σοσιαλφασίστες
Αυτή η τρομερή φράση του αστυνομικού λεει όσα χίλιες αναλύσεις σχετικά
με το ποιος έχει σήμερα το πάνω χέρι στις εθνικές νίκες και για το αν
σε αυτές δυναμώνει η υγεία ή δυναμώνει η αρρώστια μέσα στην πολιτική και
κοινωνική ζωή. Βέβαια το τι θα μείνει τελικά στη λαϊκή συνείδηση από αυτές
τις "μαγικές μέρες" του Ιούνη του 2004 αυτό δεν μπορεί κανείς
να το ξέρει με σιγουριά. Αυτό ισχύει για κάθε κίνημα των μαζών που έχει
μέσα του μεγάλο αυθορμητισμό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο κόσμος
που βγήκε στους δρόμους το 1970 να γιορτάσει την πρόκριση του Παναθηναίκού
στον τελικό του Γουέμπλευ μαζί με την επίσης ενθουσιασμένη χούντα, ήταν
ο ίδιος που 4 χρόνια αργότερα πιστεύοντας στις δυνάμεις του κατέβηκε στους
δρόμους για να την συντρίψει. Τα μονοπάτια της ιστορίας είναι παράξενα.
Και αυτό το ξέρουν καλά οι σοσιαλφασίστες που δεν έδειξαν να πολυχαίρονται
τη δευτερεύουσα εθνική πλευρά αυτής της νίκης από τη δικιά τους πρακτορική
πλευρά, ούτε και τους μαζικούς πανηγυρισμούς πάλι από το δικό τους τρόμο
για το τι μπορεί να κρύβει τελικά η αυθόρμητη κίνηση των μαζών. Είναι
χαρακτηριστικό ότι στα μηνύματά τους τόσο το ψευτοΚΚΕ, όσο και ο ΣΥΝ περιορίστηκαν
στη στενά ποδοσφαιρική και τελικά τριτεύουσα πλευρά των γεγονότων και
όχι στην γενικότερη πολιτική και ιδεολογική τους.
|