Η
φετινή 59η επέτειος της μεγάλης νίκης κατά του χιτλερισμού σημαδεύτηκε
από μια ισχυρή έκρηξη που σημειώθηκε στο κατάμεστο στάδιο “Δυναμό”
του Γκρόζνι, πρωτεύουσας της Τσετσενίας, στο οποίο και τελούνταν
ο επίσημος “εορτασμός” της από τις ρωσικές κατοχικές αρχές. Επίσημα
ο απολογισμός της φονικής έκρηξης ανέρχεται στους 6, μεταξύ των
οποίων ένα 8χρονο κοριτσάκι, αν και κάποια ξένα αλλά και τοπικά
μέσα ενημέρωσης αναφέρουν 30 νεκρούς και τουλάχιστον 60 τραυματίες.
Μεταξύ των νεκρών συγκαταλέγεται ο διορισμένος από τους ρώσους “πρόεδρος”
Α. Καντίροφ, ο υφιστάμενός του Ισάεφ κι ο δημοσιογράφος Αντλάν Χασάνοφ,
ενώ βαριά τραυματισμένος ανεσύρθη ο ρώσος στρατιωτικός διοικητής
Μπαράνοφ. Λίγο αργότερα ο ρώσος πρόεδρος δήλωνε με αποφασιστικότητα
ότι “η τιμωρία είναι αναπόφευκτη για τους τρομοκράτες”, φωτογραφίζοντας
με αυτά τα λόγια τον τσετσένικο λαό και τους μαχητές του που αγωνίζονται
με το όπλο στο χέρι για την απελευθέρωση της χώρας από τους ρώσους
νέους χιτλερικούς.
Όμως, τα αστυνομικά στοιχεία του εγκλήματος γεννούν πολλά ερωτηματικά
σχετικά με τη στάση των επίσημων αρχών και κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνουν
την εκτίμηση ότι πίσω από τη δολοφονία κρύβεται η τσετσένικη αντίσταση.
Έτσι, πέρα από το γεγονός της επιτυχούς τοποθέτησης και της μυστήριας
πολύμηνης παραμονής του εκρηκτικού μηχανισμού κάτω από τα μάτια
των δυνάμεων ασφαλείας, στο εσωτερικό της κερκίδας, προβληματίζει
η στάση του γιου του Καντίροφ, Ραμζάν, ο οποίος φέρεται να εμπλέκεται
άμεσα στη δολοφονία. Το γεγονός ότι ο Καντίροφ σκοτώθηκε ακαριαία
ενώ ο στρατηγός Μπαράνοφ που καθόταν δίπλα του τη γλίτωσε με έναν
ακρωτηριασμό δεν είναι καθόλου συμπτωματικό. Οδηγεί στο συμπέρασμα
ότι ο πρώτος καθόταν ακριβώς πάνω από τον εκρηκτικό μηχανισμό κι
αυτός που του υπέδειξε τη θέση δεν ήταν άλλος από τον αρχηγό της
ασφάλειας, Ραμζάν Καντίροφ, που περιέργως εκείνη την ώρα δε βρισκόταν
στο πλευρό του, όπως συνήθιζε. Οι πληροφορίες εξάλλου λένε ότι ο
ίδιος έπεισε τον πατέρα του να παραβρεθεί στο στάδιο παρότι εκείνος
σχεδίαζε να παρακολουθήσει την παρέλαση στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας.
Το πιο περίεργο όμως στην υπόθεση αυτή είναι η αντίδραση του Ραμζάν
αμέσως μετά τη δολοφονία. Ο Αλεξάντερ Λιτβινένκο γράφει για την
Chechenpress: “Αμέσως μετά το περιστατικό (έχοντας ξεχάσει να
αλλάξει την αθλητική φόρμα του) σπεύδει να παρουσιαστεί στο Κρεμλίνο
και έχει ακρόαση από τον Πούτιν. Δεν ψάχνει τους δολοφόνους του
πατέρα του, δε θρηνεί για το χαμό του σκοτωμένου γονιού του, σπεύδει
να αναφέρει το περιστατικό στον Πούτιν”. Την επομένη κιόλας
της επίσκεψης, όχι μόνο δεν καταδικάζεται έστω για εγκληματική αμέλεια,
όχι μόνο δεν ανακρίνεται για το φόνο αλλά αντίθετα “διορίζεται
“πρώτος αντιπρόεδρος της τσετσενικής κυβέρνησης”. Είναι φανερό ότι
η προαγωγή του Καντίροφ τζούνιορ είναι ένα έπαθλο για τις μεγάλες
υπηρεσίες του. Και η τελευταία μεγάλη υπηρεσία του Ραμζάν ήταν οι
προσπάθειές του να φέρει τον πατέρα του στο στάδιο εκείνη τη μέρα,
στο οποίο εκείνος, σύμφωνα με τα ομόφωνα σχόλια των ενημερωμένων
ανθρώπων, δε σκόπευε καθόλου να εμφανιστεί, και να του προσφέρει
τη θέση που από κάτω φυτεύτηκε η βόμβα. Συνεπώς, βγαίνει ότι ο διορισμός
του Ραμζάν είναι η προσωπική ευγνωμοσύνη του ρώσου προέδρου για
το θάνατο του πατέρα του” (12-6).
Η παραπάνω εκδοχή του ζητήματος συμφωνεί απόλυτα με τα πολιτικά
στοιχεία που βγαίνουν στο φως και που καταδεικνύουν ότι το Κρεμλίνο
είχε άμεσο συμφέρον από την εξουδετέρωση αυτού του υποκειμένου.
Όταν οι ρώσοι σφαγείς διόριζαν τον Καντίροφ “πρόεδρο” της κατεχόμενης
Τσετσενίας με σκοπό να αμβλύνουν το μίσος των κουρασμένων από τις
δολοφονίες, τους εξευτελισμούς και την κακομεταχείρηση τσετσένικων
μαζών προς τις δυνάμεις κατοχής, παρουσιάζοντάς τους έναν ‘’πρόεδρο’’
προερχόμενο από τις τάξεις της αντίστασης, αλλά και για να βγάλουν
προς τα έξω την εικόνα μιας ομαλοποιημένης και “αυτοκυβερνούμενης”
Τσετσενίας που αρχίζει να δένει τις πληγές της, ήξεραν ότι η συνεργασία
τους μαζί του δεν προοριζόταν να διαρκέσει. Γιατί αν ένας άνθρωπος
αλλάξει μια φορά στρατόπεδο, και μάλιστα τόσο εύκολα σε μια κρίσιμη
στιγμή, κανείς δεν εγγυάται ότι δε θα το ξανακάνει. Κι ενώ η αντίσταση
εξακολούθησε να διεξάγεται σε όλη τη χώρα, καταστρέφοντας την εικόνα
που ήθελαν να προβάλουν οι ρώσοι γκαουλάιτερ, και ο λαός να δυσφορεί,
το πάθος του Καντίροφ για εξουσία άρχισε να ξεπερνά το βαθμό αφοσίωσής
του προς το Κρεμλίνο με αποτέλεσμα συχνά να έρχεται σε σύγκρουση
με τους προϊσταμένους του. Ο τοποτηρητής των ρώσικων συμφερόντων
στην κατεχόμενη μικρή χώρα, με την πάροδο των χρόνων, απέκτησε τόση
εξουσία, που μεταφράζεται είτε στη συγκρότηση δικού του στρατού
υπεύθυνου για απαγωγές κι εκβιασμούς, είτε σε πετρελαϊκά κέρδη και
φόρους, είτε ακόμα σε κονδύλια από τη Μόσχα για την πάταξη της “τρομοκρατίας”,
ώστε έγινε επικίνδυνος για το Κρεμλίνο. Έφτασε να έχει “σοβαρές
διαφωνίες με ρώσους στρατηγούς σχετικά με την περαιτέρω ανάπτυξη
της χώρας, συχνά δηλώνοντας ότι είναι απαραίτητο να μειωθεί η ρωσική
στρατιωτική παρουσία στην Τσετσενία. Και τελευταία πρότεινε να διευρυνθεί
η εντολή της τσετσένικης αστυνομίας και των άλλων δυνάμεων”,
τονίζει ο Ρ. Ισάγεφ στην Prague Watchdog, 12-5. Γι’ αυτό οι ρώσοι
του είχαν προτείνει πέρσι το αξίωμα του απεσταλμένου στον ΟΗΕ. Το
ενδεχόμενο παραμερισμού του ήταν αδύνατο γιατί ήξερε πολλά, η εξόντωσή
του πριν τις ρώσικες εκλογές θα έπληττε το κύρος του ρώσου προέδρου
καθώς θα κατέστρεφε την εικόνα της “ομαλοποίησης”, συνεπώς το πέρας
των εκλογών αυτών σηματοδότησε και τη λήξη της θητείας του Καντίροφ.
Στη σύγχυση σχετικά με τους υπεύθυνους της δολοφονίας σίγουρα συνέβαλαν
οι πανηγυρισμοί της ολοένα και πιο ισχυρής ισλαμοφασιστικής αντιπολίτευσης
μέσα στις τάξεις της τσετσένικης αντίστασης, που έχει σαν εκφραστή
της τον πράκτορα της Μόσχας Μπασάεφ, αμέσως μετά το συμβάν. Η ρητή
καταδίκη της όμως από τον πραγματικό πρόεδρο της χώρας Ασλάν Μασχάντοφ
δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις. Με δήλωσή του, ο τελευταίος
κατήγγειλε ως υπαίτιους “τις μυστικές υπηρεσίες των κατακτητών,
ώστε να εξοντώσουν την κυβέρνηση-μαριονέτα που εξάντλησε τις δυνατότητες
της ψευδο-πολιτικής διαδικασίας” (Ελευθεροτυπία, 11-5). Πάγιο
αίτημα του τσετσένου προέδρου ήταν και είναι η έναρξη πολιτικού
διαλόγου με τη συμμετοχή τρίτης πλευράς. Άλλωστε, ήταν ο συνεργάτης
του προέδρου, Ζακάεφ, που μερικούς μήνες πριν είχε στείλει εκ μέρους
της κυβέρνησης και του προέδρου μήνυμα συμπαράστασης προς την ισπανική
κυβέρνηση και τον ισπανικό λαό για το τραγικό δολοφονικό χτύπημα
της Μαδρίτης. Η περήφανη αυτή στάση του τσετσένου ηγέτη που, παρά
τα πρωτοφανή δεινά για τα δεδομένα της εποχής μας που δέχεται ο
λαός του και παρά την αφόρητη απομόνωση που του ασκείται παγκόσμια,
δεν κάνει εκπτώσεις στην πολιτική του για να αρέσει στην παγκόσμια
καθυστέρηση κι ούτε δέχεται να παίξει το παιχνίδι των ισλαμοφασιστών
είναι καρφί στα μάτια του Κρεμλίνου. Αυτός είναι ο λόγος του επιχειρούμενου
αποκλεισμού του από τους ρώσους ναζί κι αυτή η βασική αιτία της
προβοκάτσιας με τον Καντύροφ.
Οι ρώσοι θα ήθελαν πολύ να είχαν απέναντί τους έναν ανίσχυρο Μασχάντοφ,
όμηρο στα χέρια του Μπασάγεφ, ανίκανο να προλαμβάνει ή ακόμη να
καταδικάζει τις προβοκάτσιες του τελευταίου, με αποτέλεσμα να εκτείθεται
στο σύνολό της η αντίσταση στα μάτια της Δύσης και να αφεθούν έτσι
ανενόχλητοι, αν όχι και με τη συνδρομή των δυτικών, οι σφαγείς να
συνεχίσουν το αποτρόπαιο έργο τους. Τα μέσα που χρησιμοποιούν οι
ρώσοι για να του προκαλέσουν πολιτική ασφυξία δε θα μπορούσε να
είναι άλλα από αυτά που χρησιμοποιούν όταν θέλουν να υποτάξουν έναν
ολόκληρο λαό που αντιστέκεται στην εξουσία τους: το ψέμα, η αρπαγή
και οι βασανισμοί, ο εκβιασμός, οι δολοφονίες. Μ’ αυτό τον τρόπο
απέσπασαν την ‘’εθελοντική’’ παράδοση του υπουργού υγείας, Μαγκομέντ
Χαμπίεφ, στις ρωσικές αρχές, αφού πρώτα είχαν απαγάγει 16 μέλη της
οικογένειάς του κι απειλούσαν ότι θα τα εκτελέσουν. Προφανώς, με
ανάλογο τρόπο έπεισαν αρκετούς βουλευτές του Α. Μασχάντοφ να περάσουν
στο πλευρό τους. Χαρακτηριστικός της δράσης τους είναι ο τρόπος
που χειρίστηκαν την εξουδετέρωση του πρώην προέδρου Γιανταρμπίεφ,
ο οποίος δε γνωρίζουμε εάν όντως σχετίζονταν άμεσα με τρομοκρατικές
οργανώσεις, αλλά σίγουρα περισσότερη σχέση μ’ αυτές έχει ο αρχηγός
της KGB και νυν πρόεδρος Πούτιν παρά οποιοσδήποτε υπάλληλος. Ο τύπος
αυτός σκοτώθηκε από έκρηξη βόμβας κι όταν οι αρχές του Κατάρ, όπου
διεπράχθη η εκτέλεση, έπιασαν τους ρώσους μυστικούς που την έφεραν
εις πέρας, οι ρώσικες αρχές συνέλαβαν την εθνική αθλητική ομάδα
του Κατάρ απαιτώντας ανταλλαγή ομήρων!
Στην σταδιακή πολιτική απομόνωση της ηρωικής τσετσένικης αντίστασης
συνέτειναν ακόμη οι κάθε λογής φίλοι των νέων τσάρων ανά τον κόσμο
καθώς και τα δουλικά τους καθεστώτα που με τη συνεχιζόμενη σιωπή
τους επικροτούν τη γενοκτονία και την κατοχή του μικρού έθνους.
Πρώτο-πρώτο βέβαια το ελληνικό καθεστώς που, σε αντίθεση με την
Ευρώπη, ουδέποτε έκανε την παραμικρή δήλωση καταδίκης για τις βαρβαρότητες
που διαπράττουν ακόμη εκεί οι ‘’ομόδοξοι αδελφοί μας’’. Ούτε τα
χείλη κάποιου κυβερνητικού παράγοντα ξεστόμισαν κάτι τέτοιο, ούτε
ανάλογο πόρισμα προτάθηκε ποτέ στην ελληνική βουλή, ούτε ανακοίνωση
εκδόθηκε από κάποιο κοινοβουλευτικό κόμμα. Αντίθετα, ο θάνατος των
ρώσων υπαλλήλων στην Τσετσενία συγκίνησε σφόδρα τον αρχηγό του κράτους
Στεφανόπουλο που, εκ μέρος όλου του ‘’έθνους’’, έσπευσε να εκφράσει
τον αποτροπιασμό του για την επίθεση με τηλεγράφημά του προς τον
Πούτιν.
Σημείωση. Πρόσφατα η Ρωσία έστησε και μια άλλη
προβοκάτσια βάζοντας τον πράκτορά της Μπασάγιεφ να κάνει εισβολή
στην φιλική των Τσετσένων Ιγκουσετία και να σκοτώσει και να πάρει
ομήρους αθώους. Για μέρα της επίθεσης διάλεξε πάλι μια μέρα σημαδιακή
της αντιχιτλερικής νίκης στο β παγκόσμιο πόλεμο, όπως έκανε και
με τη μέρα της δολοφονίας του Μασκάντοφ. Ο στόχος είναι σαφής. Η
Καγκεμπέ θέλει να ταυτίσει το σημερινό κίνημα των Τσετσένων με τον
χιτλερισμό. Κι αυτό γιατί ένα από τα μεγάλα ιστορικά λάθη που βαρύνουν
αυτό το έθνος είναι ότι ένα μεγάλο τμήμα των τσετσένων εθνικιστών
ηγετών τάχθηκε το ’42 υπέρ της χιτλερικής εισβολής επειδή είχε σαν
κύριο εχθρό του το ρώσικο σοβινισμό που τον ταύτιζε με το σοβιετικό
καθεστώς. Αυτό το λάθος οι Τσετσένοι το πλήρωσαν δυστυχώς και σαν
λαός όταν εκτοπίστηκαν από τη σοβιετική μεταπολεμική εξουσία και
μεταφέρθηκαν στην κεντρική Ασία, πριν τους επιτραπεί να γυρίσουν
στα σπίτια τους το ’57. Τώρα οι καγκεμπίτες προσπαθούν να λερώσουν
το μεγάλο αντιφασιστικό αγώνα που δίνουν οι τσετσένοι χρησιμοποιώντας
την ιστορία. Με αυτή τη μέθοδο κάθε λαός και κάθε έθνος μπορούν
να λερωθούν γιατί δεν υπάρχει έθνος και λαός που σε κάποια φάση
της ύπαρξής του να μην έκανε άδικους πολέμους και να μην πέρασε
τουλάχιστον μια φορά στο στρατόπεδο της μεγαλύτερης διεθνούς αντίδρασης.
Ειδικά δεν μπορεί να χρησιμοποιεί αυτή τη μέθοδο η άρχουσα τάξη
μιας Ρωσίας, που αν εξαιρέσει κανείς τα 35 χρόνια της σοβιετικής
εξουσίας, είτε σαν τσαρισμός είτε σαν σοσιαλιμπεριαλισμός αποτέλεσε
για αιώνες το κέντρο της διεθνούς αντίδρασης.
|