Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αντιστροφή βρίσκεται στο ότι παρά το δίκιο που υπάρχει στη διεκδίκηση των σχετικά πιο αδύναμων χωρών του Νότου για μια μεγάλη οικονομική βοήθεια από τις πιο πλούσιες του Βορρά, ο πολιτικός τρόπος και η οικονομική λογική με το οποίο προβάλει ο Νότος αυτή τη διεκδίκηση δείχνουν ότι η πιο άδικη πλευρά στην σύγκρουση βρίσκεται μέσα σε αυτόν και συγκεκριμένα στις κυρίαρχες τάξεις του, ιδιαίτερα σε εκείνη της Ιταλίας που σε αυτήν την περίπτωση ηγείται της σημερινής όξυνσης. Αυτό που συμβαίνει στο συνειδητό πολιτικό επίπεδο είναι ότι οι χειρότεροι εχθροί της ευρωπαϊκής ενότητας, οι ρωσόφιλοι, εμφανιζόμενοι είτε σαν φαιοί και «κόκκινοι», είτε ακόμα και σαν δημοκράτες, παίζουν τον ηγετικό ρόλο στην όξυνση της αντίθεσης Βορρά-Νότου αξιοποιώντας τα πραγματικά μεγάλα προβλήματα της πανδημίας και επιχειρώντας μέσα από την υπόθεση γενικότερα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης ένα πράγμα: τη διάσπαση και τη διάλυση της δημοκρατικά και εθελοντικά ενωμένης Ευρώπης.
Το πράγμα περιπλέκεται γιατί τον ίδιο στόχο έχει και ένα φαιού τύπου, κομμάτι της κυρίαρχης τάξης στις χώρες του Βορρά, το οποίο όμως σε αντίθεση με εκείνα της Ιταλίας και πιο πολύ της Ελλάδας δεν είναι ακόμα πολιτικά ηγεμονικό στις χώρες αυτές. Είναι αυτό το κομμάτι που λέει: Δεν πρέπει να δώσουμε τίποτα στους λαούς του Νότου που μας εκμεταλλεύονται επειδή είναι τεμπέληδες και σπάταλοι και εμείς εργατικοί και οικονόμοι. Όμως εξαιτίας της διαρκούς πίεσης των φαιο-«κόκκινων» αλλά και των ψευτοδημοκρατών του Νότου, που γίνεται με τον πιο απαιτητικό επιθετικό τρόπο χωρίς να ακολουθείται μια πραγματική πολιτική ανόρθωσης των οικονομιών το φασιστικό ρεύμα δυναμώνει τις θέσεις του και απειλεί κάποια στιγμή να γίνει ηγεμονικό και στο Βορρά.
Το πολύ χαρακτηριστικό με αυτά τα ηγούμενα της σύγκρουσης πολιτικά ρεύματα είναι ότι ενώ φαινομενικά έχουν τον ακριβώς αντίθετο στόχο, δηλαδή τα νότια ρεύματα να απαιτούν για τις χώρες τους όσο γίνεται πιο πολλά λεφτά σαν βοήθεια από τα βόρεια κράτη, και από την άλλη τα βόρεια ρεύματα να θέλουν να δίνουν οι δικές τους χώρες όσο γίνεται λιγότερα, ο αληθινός πολιτικός στόχος τους είναι κοινός, τραβώντας το ένα από την πλευρά του Βορρά και το άλλο από την πλευρά του Νότου να κόψουν την Ευρώπη στη μέση και να τη διαλύσουν ώστε Μόσχα και Πεκίνο να τη φάνε μπουκιά-μπουκιά ενώ και κάθε χώρα ξεχωριστά θα διασπιέται εσωτερικά. Η κοινότητα του στόχου τους αποκαλύπτεται από το ότι και τα δυο είναι ρωσόφιλα ενώ και η μέθοδός τους είναι κοινή, δηλαδή επιχειρούν να αποκτήσουν την πολιτική ηγεμονία στις χώρες τους δημαγωγώντας κυρίως πάνω στα εθνικά αισθήματα και τις εθνικές προκαταλήψεις των λαών τους.
H κύρια ευθύνη των αρχουσών τάξεων του Νότου στην ευρωπαϊκή διάσπαση
Το γεγονός ότι τον πρώτο ρόλο στη διάσπαση της ΕΕ τον έχουν ως τώρα οι λεγόμενες νότιες χώρες, οφείλεται στο ότι οι ρωσόφιλοι παίζουν εκεί πολύ-πολύ πιο ισχυρό πολιτικό ρόλο και για πολύ περισσότερα χρόνια από όσο οι ομόλογοί τους στο Βορρά. Η πολιτική κυριαρχία τους έχει αποκτήσει συντριπτικό βάθος στην Ελλάδα και στην Κύπρο όπου δουλεύουν δραστήρια εδώ και 40 χρόνια, στην Ιταλία κυριαρχούν πολιτικά τα τελευταία 10 χρόνια, και στην Ισπανία δυναμώνουν τις θέσεις τους δραματικά μόλις τα τελευταία χρόνια μετά την κρίση του 2010, που γέννησε το Ποδέμος (τον ισπανικό ΣΥΡΙΖΑ) και το καταλανικό κίνημα αποχωρισμού που γέννησε το φασιστικό φρανκικό Βοξ. Στην Ιβηρική τις πιο ισχυρές θέσεις τους τις έχουν στην Πορτογαλία. Όμως είναι η Ιταλία που μετράει πάνω απ όλα στις ευρωπαϊκές εξελίξεις και κάνει την πελώρια, ίσως πια ανεπανόρθωτη ζημιά καθώς αυτή βρίσκεται στο κέντρο της οικονομίας της ΕΕ και, πάνω απ όλα, στο ιστορικό κέντρο της πολιτικής συγκρότησής της. Από ιστορική άποψη η Ιταλία, μια ιμπεριαλιστική βιομηχανική χώρα, ιδρύτρια της ΕΕ συνεχίζει να είναι ιμπεριαλιστική, και συνεχίζει να είναι οικονομικός Βορράς. Η ιδορρυθμία της είναι ότι πρόκειται για έναν ξεπεσμένο Βορρά που βρίσκεται σε διαρκή πτώση οικονομική και, κυρίως, πολιτική. Αυτή η πτώση τον φέρνει μόνο πολιτικά στην κατάσταση του Νότου, ή για την ακρίβεια του δίνει το δικαίωμα να προσποιείται το Νότο και στο όνομα του να απαιτεί κεφάλαια διάσωσης από το Βορρά.
Στο Βορρά κυριαρχούν προς το παρόν, αν και όλο με πιο μεγάλη αστάθεια, οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις που θέλουν την ενότητα με το Νότο αλλά από την άλλη δεν μπορούν να υποχωρήσουν σε όλες τις απαιτήσεις του γιατί τότε θα πάρουν την πολιτική ηγεμονία και στο Βορρά οι αντιευρωπαϊκές δυνάμεις. Έτσι, ειδικά η Γερμανία, αναζητούν ασταμάτητα ενδιάμεσες, συμβιβαστικές λύσεις, κυρίως διαθέτοντας πελώρια κεφάλαια, με τα οποία ελπίζουν ότι θα κατευνάσουν την οργή που ξεσηκώνουν στους λαούς τους οι φαιο-«κόκκινοι» και γενικότερα οι ρωσόφιλοι του Νότου. Μια τέτοια μεγάλη κίνηση συνδιαλλαγής με το Νότο έκανε πρόσφατα η Γερμανία με τη μάταιη ελπίδα, αν και όχι από την πλευρά της ίδιας της δόλιας Μέρκελ, ότι θα επιτευχθεί ένα πλησίασμα των δυο στρατοπέδων. Όμως όσο ο Νότος, κυρίως η Ιταλία και η Ελλάδα επειδή είναι πολιτικά πιο διαβρωμένοι από τους ρωσόφιλους, δεν λύνουν εσωτερικά το πρόβλημα της ανάπτυξής τους και όλο και περισσότερο στηρίζονται σε μια μεγαλύτερη μεταφορά κεφαλαίων από το Βορρά. Αλλά αυτή η μεταφορά δεν σώνει τις οικονομίες τους είτε επιβάλλονται είτε δεν επιβάλλονται μνημόνια από τις χώρες του Βορρά, είτε οι ανάγκες για διασώσεις από τα έξω οξύνονται από θεομηνίες, είτε όχι, αφού το πρόβλημα τους είναι στην ουσία πολιτικό καθώς με πολιτικές αποφάσεις των εσωτερικών πιο αντιδραστικών κοινωνικών και πολιτικών τους δυνάμεων προχωράνε οι βασικές αιτίες της κακοδαιμονίας τους: που είναι η σχετική αποβιομηχάνισή τους και η παρασιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης τους.
Ανάμεσα σε αυτούς τους δυο πόλους των ευρωπαϊκών εσωτερικών αντιθέσεων, τον πιο αρνητικό ρόλο τον παίζει εδώ και μια δεκαετία η γαλλική μονοπωλιακή αστική τάξη. Η Γαλλία είναι από κάθε άποψη μια χώρα του Βορρά επειδή έχει μια ψηλή παραγωγικότητα της εργασίας και ένα πολύ ψηλό κατά κεφαλή ΑΕΠ, αν και όχι στο ύψος της οικονομικά ισχυρότερης Γερμανίας. Εξαιτίας του πολύ πιο έντονου πολιτικοστρατιωτικά ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της και του στόχου της να γίνει εκείνη η ηγετική δύναμη στην ΕΕ (ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση της επίσης πολιτικοστρατιωτικά αρκετά ισχυρής ιμπεριαλιστικής Αγγλίας), συνεργάζεται όσο ποτέ πριν με την πουτινική Ρωσία και κυρίως φοράει το μανδύα του υπερασπιστή των συμφερόντων του Νότου. Για να διασφαλίσει αυτό το ρόλο διαφθείρει το Νότο καθώς ενθαρρύνει τις χειρότερες πλευρές του, ενώ ταυτόχρονα διαβρώνεται και η ίδια από τους φαιο-«κόκκινους». Δεν είναι τυχαίο ότι πουθενά όσο στη Γαλλία δεν είναι τόσο ισχυροί οι ρωσόφιλοι σοβινοφασίστες και οι δήθεν κόκκινοι σοσιαλφασίστες και τόσο ενωμένοι στα αντιευρωπαϊκά και αντιδημοκρατικά κινήματά τους τύπου κίτρινων γιλέκων.
Για τους φαιο-«κόκκινους» που αποτελούν το βασικό εσωτερικό πυλώνα της ρωσικής αλλά και της κινέζικης διείσδυσης σε όλη την Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο η εξήγηση για το σχετικό φτώχαιμα (το λέμε σχετικό γιατί με τα διεθνή μέτρα και ο ευρωπαϊκός Νότος είναι μέρος του παγκόσμιου Βορρά) του ευρωπαϊκού Νότου είναι πάντα μία: ο πλούτος του ευρωπαϊκού Βορρά. Δηλαδή ότι τάχα ο Βορράς είναι πιο πλούσιος επειδή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκμεταλλεύεται το Νότο. Το κακό είναι ότι τέτοιες θεωρίες τις ενθαρρύνουν οι περισσότεροι σοσιαλδημοκράτες αλλά και αρκετοί φιλελεύθεροι που ψάχνουν να εξηγήσουν με αποκλειστικά οικονομικούς όρους την κακοδαιμονία κυρίως του πυρήνα του ευρωπαϊκού Νότου, που ποτέ δεν ήταν αλλά έγινε η Ιταλία. Λένε δηλαδή ότι η Γερμανία δεν καταναλώνει εσωτερικά το πελώριο εμπορικό πλεόνασμα της, οπότε αυτό μετατρέπεται στην ουσία σε εμπορικό έλλειμμα της Ιταλίας αλλά και του υπόλοιπου Νότου, οπότε αυτές οι χώρες υπερχρεώνονται. Άρα η λύση είναι η μεγαλύτερη ατομική και παραγωγική κατανάλωση στη Γερμανία. Αντί δηλαδή να θεωρούν την εμπορική ανισομέρεια και το επακόλουθο δημοσιονομικό έλλειμμα και τελικά την υπερχρέωση του Νότου αποτέλεσμα του παραγωγικού αδυνατίσματος χωρών σαν την Ιταλία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Κύπρο, τη θεωρούν αποτέλεσμα της υποκατανάλωσης του Βορρά. Μια πιο βάρβαρη παραλλαγή της θεωρίας αυτής είναι ότι η Γερμανία επωφελείται από το φτηνό Ευρώ και έτσι εξοντώνει εμπορικά τον ευρωπαϊκό Νότο. Όμως το αδύνατο ευρώ οφείλεται αποκλειστικά στη χαμηλή παραγωγικότητα του ευρωπαϊκού Νότου και υπήρξε η μεγαλύτερη παραχώρηση της Γερμανίας για να εγκαταλείψει το ισχυρό της μάρκο και να δεχτεί το Ευρώ που το ήθελε κυρίως η Γαλλία. Μια άλλη παραλλαγή είναι ότι η Γερμανία έριξε πριν 20 χρόνια το εργατικό της μεροκάματο και έτσι συνέτριψε την Ιταλία που το κράτησε σε ένα σχετικά ψηλό επίπεδο. Βέβαια δεν αναρωτιούνται πως αυτή η πτώση του γερμανικού μεροκάματου δεν απαντήθηκε από την Ιταλία - όπως γίνεται σε αυτήν την περίπτωση σε όλες τις ανεπτυγμένες και ανεξάρτητες καπιταλιστικές χώρας και εν μέρει έγινε στη Γαλλία - με μεγαλύτερο τεχνικό εκσυγχρονισμό και μεγαλύτερη συγκέντρωση του βιομηχανικού κεφαλαίου της, δηλαδή με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, αλλά με την ακριβώς αντίθετη πορεία.
Πως και η πολιτική μπορεί να καθορίζει την οικονομία. Το παραγωγικό σαμποτάζ στην Ελλάδα και μια αναλογία με την Ιταλία
Το ότι οι δυτικοί αστοί δεν αναζητούν άλλες εξηγήσεις και μένουν στο πιο στενό έδαφος του οικονομισμού οφείλεται κυρίως στο ότι δεν φαντάζονται ότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού είναι δυνατόν η οικονομία σε μια χώρα να καθορίζεται και μάλιστα συντριπτικά από την πολιτική κατάσταση σε αυτή, η οποία με τη σειρά της μπορεί να καθοριστεί κάτω από ορισμένες συνθήκες από τη διεθνή πολιτική, δηλαδή από τη συμπυκνωμένη παγκόσμια οικονομία.
Εμείς αυτό το φαινόμενο το ζήσαμε στην πιο τυπική ίσως στον κόσμο περίπτωση πολιτικής καταστροφής μιας χώρας σε καιρό ειρήνης, στην Ελλάδα, και είχαμε την ευκαιρία να το εξηγήσουμε με τα θεωρητικά εργαλεία του μαρξισμού–λενινισμού-μαοϊσμού. Μάταια θα προσπαθήσει κανείς να εξηγήσει με όρους κύρια εσωτερικής οικονομικής εξέλιξης και όχι παγκόσμιας πολιτικής το ότι μέσα σε 40 χρόνια η Ελλάδα έγινε από μια γοργά αναπτυσσόμενη βιομηχανική χώρα του Νότου- ισχυρότερη οικονομικά στα 1970 και από την Ιρλανδία και από την Ισπανία -η πιο αποβιομηχανοποιημένη και πιο χρεωκοπημένη χώρα της ΕΕ, χάνοντας σχεδόν όλη τη βαριά βιομηχανία της, ειδικά τη χαλυβουργία και τα ναυπηγεία της. Ακόμα περισσότερο είναι αδύνατο να διανοηθεί κανείς έξω από την παγκόσμια πολιτική ότι η μικρή Ελλάδα έγινε, ακριβώς χάρη στην καταστροφή της ο πιο καίριος μοχλός της οικονομικής και πολιτικής αποσταθεροποίησης και διάσπασης όλης της Ευρώπης. Αυτή δηλαδή η οικονομικά τσακισμένη και πολιτικά διαβρωμένη Ελλάδα μετατράπηκε από τη ρωσική διπλωματία και τους φίλους και τους πράκτορες της στις δυτικές καγκελαρίες και τους θεσμούς της ΕΕ σε μια πολιτική και οικονομική βόμβα που πυροδοτήθηκε για να παρασύρει με το δυσανάλογα ογκώδες κρατικό χρέος της όλη την ευρωπαϊκή οικονομία και την εύθραυστη πολιτική της ενότητα σε μια μακρόχρονη κρίση (1). Αυτό βέβαια έγινε με την αξιοποίηση των εσωτερικών οικονομικών και πολιτικών αντιφάσεων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε πως η «ελληνική» (στην πραγματικότητα νεοτσαρική) μέθοδος παραγωγικού σαμποτάζ, αν και σε σχετικά μικρότερη κλίμακα λειτούργησε και σε μια μεγάλη χώρα σαν την Ιταλία που το βιομηχανικό κέντρο της βρίσκεται στην καρδιά της ΕΕ, και που τώρα μπροστά στα μάτια μας έχει αναλάβει τον κοσμοϊστορικά αρνητικό ρόλο να διασπάσει για τα καλά την ΕΕ σηκώνοντας εναντίον της πάνω στην κρίση του κορονοϊού τις νεοχιτλερικές σημαίες των γενοκτόνων της Ρωσίας και των βασανιστών της Κίνας, όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας αλλά και λαού (πρόσφατα γκάλοπ δείχνουν ότι οι Ιταλοί θεωρούν σαν πιο φιλικές τους χώρες την Κίνα και τη Ρωσία και σαν πιο εχθρική τους τη Γερμανία) https://www.ft.com/content/4ca9aafe-9c37-11ea-adb1-529f96d8a00b). Η παραγωγική αποδιάρθρωση του ιταλικού καπιταλισμού, η πτώση και ο κατατεμαχισμός της μεγάλης βιομηχανίας της, ιδίως της αυτοκινητοβιομηχανίας, η αποσύνθεση και η διαφθορά της δημόσιας διοίκησής της δεν μπορούν να εξηγηθούν έξω από τη μακρόχρονη και συστηματική πολιτική επίθεση των φίλων και υποτακτικών, αρχικά της Ρωσίας (και τελευταία και της συμμάχου της Κίνας), ενάντια στα πιο ευρωπαιόφιλα κομμάτια της μεγαλοαστικής τάξης της Ιταλίας.
Tην ειδική, απότομη, παραγωγική καταβαράθρωση του ιταλικού καπιταλισμού δεν τη βρίσκει κανείς σε καμιά από τις άλλες βιομηχανικά ανεπτυγμένες ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, όπως μας δείχνουν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε ένα συγκριτικό πίνακα για την παραγωγικότητα της εργασίας σε μια δημοσίευση του πολύ καλού μελετητή του σύγχρονου καπιταλισμού ΤhomasPiketty (https://www.lemonde.fr/blog/piketty/2017/01/09/of-productivity-in-france-and-in-germany/).
Σε αυτόν βλέπουμε ότι η ιταλική παραγωγικότητα της εργασίας ανέβαινε στους ίδιους ρυθμούς με εκείνη των δυτικών παγκόσμιων πρωταθλητών της σύγχρονης τεχνολογίας: των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Γαλλίας, οπότε ξαφνικά, το 1995 καθηλώθηκε και από τότε έμεινε καθηλωμένη τόσο ώστε η Ιταλία να βγει εντελώς έξω από αυτό το ανταγωνιστικό πλαίσιο. Τα στοιχεία αυτού του πίνακα φτάνουν μέχρι το 2015, αλλά από τότε μέχρι σήμερα η παραγωγικότητα κατέβηκε πιο κάτω και σε απόλυτους αριθμούς https://www.ceicdata.com/en/indicator/italy/labour-productivity-growth.
Αν αναζητήσει κανείς τις πολιτικές αλλαγές που αντιστοιχούν σε αυτό το σημείο μόνιμης, οπότε και ποιοτικής καμπής στην τεχνολογική παραγωγική εξέλιξη της χώρας, θα ανακαλύψει ότι είναι η χρονιά που στην Ιταλία έχει ολοκληρωθεί μια επίσης ξαφνική, σεισμικού τύπου διαδικασία πολιτικών εκκαθαρίσεων μέσω δικαστικών διώξεων μοναδική σε αστικές δημοκρατίες που είναι γνωστή σαν «καθαρά χέρια». Με αυτήν εξαφανίστηκαν κυριολεκτικά από τον πολιτικό χάρτη μέσα σε δυο χρόνια τα δυο συνεργαζόμενα ευρωπαιόφιλα πολιτικά κόμματα τα οποία καθοδήγησαν τη μεταπολεμική διαδικασία του παραγωγικού εκσυγχρονισμού και της μεγάλης ανάπτυξης της Ιταλίας, το χριστιανοδημοκρατικό, και το σοσιαλιστικό, που είναι ταυτόχρονα και εκείνα που αντιστάθηκαν σθεναρά στην προσπάθεια της μεγαλορώσικης, μπρεζνιεφικής νεοχιτλερικής ΕΣΣΔ να σύρει την Ιταλία σε μια πολιτική κατευνασμού απέναντί της χρησιμοποιώντας τις πιο δεξιές πλευρές του ιταλικού ΚΚ και τη σοσιαλφασιστική τρομοκρατία. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις σφαίρες του σοσιαλφασισμού έχει εξοντωθεί προηγούμενα ο πιο προοδευτικός ηγέτης της χριστιανοδημοκρατίας Μόρο ενώ η δικαστική επιχείρηση «καθαρά χέρια» αφού κάνει την επιλεκτική πολιτική εκκαθάριση –όπως κάνει κάθε φασισμός- σταματάει όσο ξαφνικά άρχισε και μάλιστα αφήνει τη διαφθορά να συνεχίζεται και να δυναμώνει μόλις στην εξουσία έρχονται αυτοί που επωφεληθηκαν από αυτήν. Ο πρώτος και πιο μοιραίος από όλους τους κατοπινούς είναι ο Ρομάνο Προντι, πρωθυπουργός, αργότερο πρόεδρος της Κομισιόν, και μετά ξανά πρωθυπουργός της Ιταλίας που στην ανοιχτή πολιτική του γραμμή υπήρξε συνεπής υπηρέτης της ρώσικης πολιτικής από όσο αποδεικνύουν όλες οι έρευνες και οι αναφορές για το πόσο στενά ήταν δεμένος με την ΚαΓκεΜπε (2).
Εννοείται ότι στην Ιταλία, όπως και στην Ελλάδα η βασική λογική του μηχανισμού άλωσης της πολιτικής εξουσίας ήταν η αξιοποίηση όλων των πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών αδυναμιών και όλων των καπιταλιστικά πιο καθυστερημένων δομών τους. Ετσι καταλαμβάνεται η πολιτική σκηνή μιας κάποτε ευρωπαϊκής Ιταλίας από τους ρωσόφιλους ή και ρωσόδουλους Πρόντι, Μπερλουσκόνι, Ρέτζι, Σαλβίνι και ΝτιΜάγιο, έτσι στεριώνουν οι αδελφικοί πολιτικοί και οικονομικοί δεσμοί του μεγάλου ιταλικού μονοπώλιου υδρογονανθράκων της ΕΝΙ με την Γκάζπρομ και έτσι αγοράζεται από το κινέζικο κεφάλαιο η παραγωγική καρδιά της βιομηχανίας της μόδας της Ιταλίας, τμήμα της κλωστοϋφαντουργίας και της βιομηχανίας μόδας του Βορρά από την Κίνα (https://www.bbc.com/news/business-21350013).
Το πρακτικό συμπέρασμα που βγάζουν οι αστοί οικονομόλογοι (και με χαρά το χειροκροτούν οι φαιο-«κόκκινοι») από τις λαθεμένες οικονομίστικες αναλύσεις τους για τις αιτίες της τόσο άνισης ανάπτυξης Βορρά και Νότου της ΕΕ, είναι ότι ο Βορράς πρέπει να μεταβιβάζει διαρκώς κεφάλαια στο Νότο, καθώς αν δεν το κάνει δεν θα μπορεί ο Νότος να αγοράζει τα πλεονασματικά προϊόντα που παράγει ο Βορράς, οπότε και αυτός θα καταστραφεί. Αυτή είναι μια συνταγή για τη διαιώνιση και το δυνάμωμα της άνισης ανάπτυξης στο εσωτερικό της ΕΕ που θα έχει σαν αποτέλεσμα την παρασιτικοποίηση και φασιστικοποίηση ενός όλο και πιο φτωχού Νότου, με ένα νότιο προλεταριάτο που θα μισεί εθνικά το βόρειο για την κατάσταση του από τη μια μεριά, και από την άλλη θα τροφοδοτείται στο βόρειο προλεταριάτο η αίσθηση μιας τάχα πολιτιστικής, ρατσιστικού τύπου υπεροχής. Έτσι και εκεί οι εργαζόμενοι θα γίνονται φτωχότεροι σαν αποτέλεσμα της όλο και μεγαλύτερης ταξικής τους εθνικιστικού τύπου αποδυνάμωσης. Μια τέτοια ταξική τραγωδία δεν θα σημάνει τίποτα άλλο από την απόλυτη εθνική διάσπαση των προλεταριάτων σε δύο εθνικιστικά και υπο-ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα που θα δημιουργηθούν με ηγεμόνα το νεοχιτλερικό Άξονα. Εννοείται ότι αυτός μπορεί εύκολα να χρησιμοποιεί προς όφελός του και τους απωθητικούς οικονομικούς και στρατιωτικοπολιτικούς εκβιασμούς του αμερικάνικου κατερχόμενου ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη και στη νότια περιφέρεια της.
Εκείνος ο παράγοντας που πολιτικά αποπροσανατολίζει τους λαούς του ευρωπαϊκού Νότου για να διακρίνουν την αλήθεια πίσω από τα φαινόμενα είναι ότι δίπλα στους κλασικούς φασίστες στρατευμένοι κάτω από την ίδια αντιευρωπαϊκή, κυρίως αντιγερμανική, και σε όλα τα μεγάλα διεθνή ζητήματα φιλορώσικη-φιλοκινέζικη σημαία, βρίσκεται χωρίς ντροπή όλη η ψευτοαριστερά της Ευρώπης.
Ποτέ οι λαοί της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας όταν ήταν κάτω από την καθοδήγηση της προλεταριακής αντιφασιστικής δημοκρατίας, όπως έγινε στη μακριά και βαθιά κρίση στις παραμονές του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου δεν ζήτησαν να λύσουν τα προβλήματα αυτής της κρίσης μέσα από τη μαζική μεταφορά κεφαλαίων από τον τότε ιμπεριαλιστικό Βορρά της Ευρώπης στον πολύ πιο φτωχό Νότο της γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε εθνικιστική σύγκρουση με τους λαούς του κάθε Βορρά. Αυτό που κάνανε ήταν να στρέφονται συντριπτικά ενάντια στις ντόπιες αστικές τάξεις και το ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο στο βαθμό και μόνο που αυτό υπερεκμεταλλευόταν παραγωγικά και χρηματιστικά τη χώρα ζητώντας πάντα ένα πράγμα: την πολιτική εξουσία του δημοκρατικού αντιφασιστικού μετώπου για το μοίρασμα του εσωτερικά παραγόμενου πλούτου.
Πόσο αντιιστορικός είναι ο ισχυρισμός για έναν Βορρά της ΕΕ που τάχα εκμεταλλεύεται το Νότο της
Το ότι οι διαχωριστικές γραμμές εντός της ΕΕ δεν είναι ανάμεσα σε κάποιον παγιωμένο Βορρά που εκμεταλλεύεται κάποιον παγιωμένο Νότο, όπως ισχυρίζονται οι «κόκκινοι» του Νότου, αλλά και του Βορρά αποδεικνύεται από το ότι στο διάστημα που η Ιταλία και ιδίως η Ελλάδα άρχισαν να πέφτουν βιομηχανικά η Ιρλανδία από χώρα του οικονομικού Νότου έγινε μια χώρα του οικονομικού Βορρά, ενώ μια πολύ γρήγορη κίνηση προς τη βιομηχανική ανάπτυξη είχαν η Ισπανία και η Πορτογαλία μόλις βγήκαν από τις δύο φασιστικές δικτατορίες τους και μπήκαν στην Ένωση. Η μόνη χώρα του Νότου που βυθίστηκε μπαίνοντας στην Ένωση μια δεκαετία αφότου βγήκε από τη δικτατορία των δικών της σοβινοφασιστών ήταν η Ελλάδα ακριβώς επειδή κινήθηκε προς τη Ρωσία και τελικά υποτάχθηκε πολιτικά σε αυτήν μετατρεπόμενη σε πολιτικό δούρειο ίππο μέσα στην ΕΕ.
Η αντιδραστική θεωρία ότι ο ευρωπαϊκός Νότος φτώχυνε από την εκμετάλλευση του ευρωπαϊκού Βορρά, πέρα από τα οικονομικά στοιχεία, θέλει να αγνοεί τη φύση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτή είχε σαν πυρήνα της την ένωση των πιο συντριπτικά νικημένων ιμπεριαλισμών της ιστορίας, του γερμανικού και του ιταλικού, με τα πρώτα θύματά του, του Βελγίου και της Ολλανδίας. Αργότερα μπήκαν σε αυτήν την ένωση, όχι τυχαία μόλις νικήθηκαν από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των αποικιών τους, οι δύο μεγάλοι αποικιοκρατικοί ιμπεριαλισμοί, ο γαλλικός και μετά ο αγγλικός, αμέσως μετά ήρθαν στην Ένωση οι απελευθερωμένες από την αμερικάνικη ιμπεριαλιστική ηγεμονία χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και τελικά απελευθερωμένες από τη ρώσικη κατοχή ήρθαν οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης.
Η περίπτωση της Γαλλίας είναι πολύ χαρακτηριστική για το πόσο η ΕΕπρόκυψε σαν πολιτική ένωση μέσα από την ήττα των ιμπεριαλισμών της. Η Γαλλία συμμετείχε στην πρώτη μορφή ευρωπαϊκής ενοποίησης επειδή αυτή ήταν αποκλειστικά οικονομική μαζί με την αποικία της την Αλγερία σαν γαλλικό έδαφος. Μετην ιδιότητά της να είναι ως τότε η μόνη συμμετέχουσα χώρα που ήταν νικήτριαιμπεριαλιστική, με πυρηνικά και ένα δικαίωμα βέτο στον ΟΗΕ εξασφάλιζετην απόλυτη πολιτικοστρατιωτική ηγεσία σε έναν ευρύ ασπόνδυλο οικονομικό χώρο.Γι αυτόπάλεψε με λύσσαπαρά την αντίθετη επιμονή των υπόλοιπων ιδρυτών αυτού του χώρου δυο πράγματα: Πρώτοννα μηναποκτήσει αυτή η ενότητα πολιτικά, συναποφασιστικά χαρακτηριστικά και Δεύτερονα μηνμπει μέσα σε αυτήν η Αγγλία, η άλλη πολιτικοστρατιωτικά ισχυρή ιμπεριαλιστική χώρα που αντίθετα με τη Γαλλία είχε χάσει όλες τις αποικίες της. Η Γαλλία υποχώρησε και στις δύο αυτές απαιτήσεις της μόνο μετά το 1962 αφού έχασε τη Αλγερία νικημένη από τον εθνικοαπελευθερωτικό της αγώνα. Έτσι δημιουργήθηκε η ΕΟΚ σαν πρώτη πολιτική ενότητα στα 1967 (και όχι στα 1957 με τη συνθήκη της Ρώμης). Με την έξοδο της Αγγλίας από την ΕΕ το 2016 ξαναξύπνησε και ο γαλλικός μπατιρημένος ιμπεριαλισμός στην Ευρώπη έτοιμος να αναζητήσει συμμαχίες με την επελαύνουσα στον πρώην αποικιακό της χώρο και ανερχόμενη νεοτσαρική και νεοχιτλερική συνάμα υπερδύναμη (3).
Αυτή η Ένωση ήταν και είναι ακόμα εθελοντική και όχι καταναγκαστική, γι αυτό δεν είχε σαν τέτοια έναν κύρια ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα, παρόλο που μέσα της υπάρχουν τέσσερις υπολογίσιμες αν και δεύτερης γραμμής ιμπεριαλιστικές χώρες. Και έγινε δυνατή μια τέτοια Ένωση όχι μόνο και όχι τόσο επειδή και οι τέσσερις αυτοί ιμπεριαλισμοί νικήθηκαν σε παγκόσμιου βάρους αναμετρήσεις και το σημαντικότερο, αλλά κυρίως επειδή απέναντί στις χώρες της Ευρώπης, ιμπεριαλιστικές και μη υψώθηκαν δύο νικηφόροι υπερσυγκεντρωμένοι ιμπεριαλισμοί, ο υπεραντλαντικός αμερικάνικος και, κυρίως ο ρώσικος ευρασιατικός, που σφετεριζόμενος την ισχύ και το κύρος της ΕΣΣΔ μετετράπη σε μια νέα χιτλερικού τύπου απειλή. Αυτές οι δύο υπερδυνάμεις καταπίεζαν με τις επεμβάσεις τους ή απειλούσαν με κατοχή και τις ίδιες τις μητροπόλεις αυτών των ιμπεριαλισμών που γι αυτό το λόγο αναγκάστηκαν να παραμερίσουν τους παλιούς δολοφονικούς σοβινισμούς τους, τις επεκτατικές διαθέσεις τους μέσα στην ευρωπαϊκή ήπειρο και να φτιάξουν μια ενότητα χωρών ακόμα και ένα κοινό ευρωπαϊκό κράτος που περιλάμβανε και χώρες του τρίτου κόσμου, ως πρόσφατα καταπιεσμένες από τον ιμπεριαλισμό. Αυτή η ενότητα θα ήταν αδύνατη αν οι τέσσερις παλιές μητροπόλεις έβλεπαν το Νότο της ένωσής τους σαν χώρες προς ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, οπότε προς λεηλασία του εθνικού πλούτου τους, της βιομηχανικής υπανάπτυξης τους και του άθλιου μεροκάματου. Όχι βέβαια για συναισθηματικούς λόγους αλλά γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν η συνταγή διάσπασης και διάλυσης του κοινού ανεπτυγμένου καπιταλιστικά ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού ή συνομοσπονδιακού κράτους που θέλαν να στήσουν και αποτυχίας κάθε ιδέας άμυνας απέναντι στις δύο υπερδυνάμεις.
Τις χώρες που οι ιμπεριαλιστές θέλουν να εκμεταλλευτούν δεν τις βάζουν στο δικό τους τραπέζι να συναποφασίζουν για τη διανομή του κόσμου και να μοιράζονται με αυτές την οποία λεία. Μόνο έξω από αυτό το τραπέζι λειτουργούν ως λεία. Ή για να το πούμε αλλιώς: Η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία λειτουργούν περισσότερο σαν ιμπεριαλιστές έξω από το κοινό ευρωπαϊκό τραπέζι όπου και η πιο μικρή χώρα έχει δικαίωμα βέτο στις αποφάσεις τους παρά μέσα σε αυτό, δηλαδή μέσα στην ΕΕ. Να γιατί όποια από αυτές τις ξεπεσμένες αυτοκρατορίες έχει όνειρα παλινόρθωσής της, η πρώτη δουλειά που έχει να κάνει είναι να βγει από την ΕΕ ή πρακτικά να δρα ανεξάρτητα και έξω από αυτήν. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, όλες οι βρωμιές των 4 στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Λιβύη ή στην Ακτή του Ελεφαντοστού έχουν γίνει έξω από τις αποφάσεις της ΕΕ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Γαλλία συνεργάζεται τόσο στενά τελευταία με την πουτινική Ρωσία. Είναι επειδή μόλις τώρα τη βλέπει να προελαύνει δραματικά στη Μέση Ανατολή καθώς και στη Βόρεια και στην υποσαχάρια Αφρική οπότε την αναγνωρίζει σαν έναν σύμμαχο για τους δικούς της δευτεροκλασάτους ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς στο χώρο των παλιών αποικιών της, ιδίως στην Βόρεια Αφρική. Είναι σε αυτό τον ελεεινό δρόμο που η Γαλλία του Μακρόν αλλά και οι Λεπέν και Μελανσόν συναντάνε την Ελλάδα των Τσίπρα και Μητοστάκη που είναι, όπως και οι προκάτοχοί τους Σαμαράς, ΓΑΠ, Καραμανλής, Σημίτης, και Α Παπανδρέου ο δούρειος ίππος των νεοχιτλερικών μέσα στην Ένωση και γι αυτό οι νεκροθάφτες της βιομηχανικής της ανάπτυξης, οι μεγαλύτεροι χρεωκόποι και βδέλλες της Ένωσης.
Το μόνο δηλαδή για το οποίο δεν είχε σχεδιαστεί από την αρχή η ΕΕ, και ούτε μπορεί να λειτουργήσει σαν τέτοια, ήταν η μεταφορά στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής λεηλασίας. Δεν ήταν δηλαδή δυνατό να ακολουθήσει η οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού κράτους έναν δρόμο αντίστροφο από αυτόν που ακολούθησαν τα γερμανικά κρατίδια και αργότερα οι αμερικάνικες πολιτείες για να ενωθούν σε ένα κράτος. Αυτός ο δρόμος ήταν η οικονομική ενίσχυση του κάθε Νότου τους από τον κάθε Βορρά τους, ακριβώς για να μην υπάρξει πολιτική διάσπαση μέσα από μια αυθόρμητη στον καπιταλισμό άνιση ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίοδο που ο αμερικάνικος δουλοκτητικός Νότος υπονόμευσε τη δημοκρατία και την ανάπτυξη του αμερικάνικου βιομηχανικού Βορρά χρειάστηκε ένας εξαιρετικά αιματηρός εμφύλιος για να ενοποιηθεί εντελώς η χώρα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη δουλειά της ΕΕ για να ομογενοποιήσει οικονομικά το Βορρά και το Νότο της ήταν τα διαρθρωτικά προγράμματα μέσω των οποίων τεράστια κεφάλαια από το Βορρά, κυρίως από τις τέσσερις ιμπεριαλιστικές χώρες πηγαίνανε και πηγαίνουν ακόμα ανεπιστρεπτί κυρίως για τη βιομηχανική ανάπτυξη του Νότου και το κλείσιμο της ψαλίδας με το Βορρά, (στη χώρα μας οι ρωσόδουλοι φρόντισαν αντί για τη βιομηχανία αυτά τα πελώρια ποσά να πάνε για την παρακμή και παρασιτικοποίηση ενός μεγάλου κομματιού της αγροτικής παραγωγής). Αυτή η προσπάθεια της οικονομικής ομογενοποίησης συνεχίστηκε και εντάθηκε μετά την πρόωρη νομισματική ενοποίηση της ΕΕ με τη διοχέτευση τεράστιων κεφαλαίων μέσω τραπεζικού δανεισμού προς το Νότο της ΕΕ. Με τη συνεργασία των φασιστών εθνοσοβινιστών (που ζητούσαν σε όλες τις χώρες της ΕΕ μια ρεβάνς από τους λαούς και τις φιλελεύθερες αστικές τάξεις για το μεγαλύτερο εκδημοκρατισμό των χωρών τους μέσω της ευρωπαϊκής ενοποίησης) με τις ρωσόφιλες ηγεσίες της ψευτοαριστεράς διαδόθηκε από τότε και συνεχίζει να είναι κυρίαρχος ο προπαγανδιστικός ισχυρισμός ότι η ΕΕ φτιάχτηκε για να εκμεταλλεύεται ο ευρωπαϊκός Βορράς τον ευρωπαϊκό Νότο.
Σε αυτόν τον ισχυρισμό επιμένουν με ένταση και οι δήθεν «κόκκινοι» ρωσόφιλοι του Βορρά (με πρώτους τους σταζίτες της Γερμανίας) που καμώνονται έτσι τους διεθνιστές ενώ θέλουν μόνο να δυναμώσουν τις διασπαστικές διαθέσεις των νότιων φαιο-«κόκκινων» και των κλασικών ρωσόφιλων αστών και επίσης να αναγκάσουν τους βόρειους αστοφιλελεύθερους να υποχωρήσουν στις άδικες και εκβιαστικές απαιτήσεις των προηγούμενων. Παράλληλα οι όλο και θρασύτεροι φαιοί του Βορρά νοσταλγοί των ναζί και γι αυτό ακόμα πιο ανοιχτοί φίλοι του Κρεμλίνου έχουν σαν κύριο σύνθημα το ρατσιστικό αντίστροφο, που δυναμώνει μετά από κάθε άδικη διεκδίκηση για μεταφορά χωρίς όρους δωρεάν κεφαλαίου στο Νότο: το «Κάτω οι παρακατιανοί λαοί-επαίτες και παράσιτα που θέλουν να εκμεταλλευτούν τον ανώτερο πολιτισμό μας».
Η ελληνική εμπειρία αποδεικνύει ότι κάθε εκβιασμένη «αλληλεγγύη» δεν είναι πολιτική ευρωπαϊκής ενότητας αλλά διάσπασης
Σαν άδικη και μάλιστα αδιέξοδη διεκδίκηση μεταφοράς δωρεάν ή πάμφθηνων κεφαλαίων από τη μεριά του Νότου ονομάζουμε αυτήν που δεν συνοδεύεται από τη δέσμευση του τελευταίου για την ανατροπή των πολιτικών που οδήγησαν σε υποχώρηση της ανάπτυξης, οπότε σε υπερχρέωση ή και σε χρεωκοπία την κάθε Ιταλία, Ελλάδα, Κύπρο, Πορτογαλία κλπ. Το τυπικό παράδειγμα της αντιδραστικής διεκδίκησης πόρων από το Βορρά ήταν αυτό που ζήσαμε στην Ελλάδα την εποχή των μνημονίων, όπου το πανεθνικό σύνθημα ήταν ότι ο αληθινός εχθρός ήταν ο Βορράς και ειδικά η καρδιά του η Γερμανία την ώρα που τη χρεωκοπία οπότε και την ανάγκη για πελώρια και μάλιστα με πολύ ευνοϊκούς όρους δανεικά, οπότε και για τα μνημόνια δηλαδή για τις δεσμεύσεις προς τους δανειστές, τα προκάλεσε το πολιτικής φύσης βιομηχανικό και γενικότερα παραγωγικό σαμποτάζ που δεν έγινε από Γερμανούς αλλά από Έλληνες μέσα στην Ελλάδα. Δηλαδή αντί η χρεωκοπία να οδηγήσει σε όξυνση της εσωτερικής πολιτικής και ταξικής οικονομικής πάλης του λαού ενάντια στους σαμποταριστές και τις χειρότερες πιο κρατικοληστρικές και πιο παρασιτικές φράξιες της αστικής τάξης μεγάλης και μικρομεσαίας, οδήγησε σε μια γενικευμένη εθνοσοβινιστική και αντιδημοκρατική- αντιευρωπαϊκή υστερία που έφερε τους κύριους φταίχτες της ελληνικής χρεωκοπίας και της φτώχιας στην εξουσία. Αυτό έγινε εντελώς κραυγαλέα μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ένα σημαντικό βαθμό και στην Ιταλία και στην Ισπανία, ακόμα και στη Γαλλία οι έλληνες φαιο-«κόκκινοι» «αγανακτισμένοι» του 2012 έγιναν η γενική μήτρα όλων των φαιο-«κόκκινων» αντιευρωπαϊκών κινημάτων.
Η αντιευρωπαϊκή, ειδικά αντι-βόρεια, πολιτική στην Ελλάδα διευκολύνθηκε ιδιαίτερα από το ότι οι δανειστές επικέντρωσαν την προσοχή τους, όπως κάνουν συνήθως, στο να μειώνουν τους μισθούς και να αυξάνουν τη φορολογία των μικρομεσαίων (τις μόνες δεσμεύσεις στις οποίες ευχαρίστως ήταν συνεπείς οι ρωσόφιλες κυβερνήσεις), αντί να δώσουν την έμφαση τους και να απαιτήσουν να σταματήσει έστω για λίγο το λυσσασμένο σαμποτάζ των μεγάλων επενδύσεων, ιδίως των βιομηχανικών. Αυτή η στάση των δανειστών δεν οφειλόταν τόσο στην άγνοια της αληθινής κατάστασης της χώρας μας γιατί ξέρανε για το ελληνικό χτύπημα στις παραγωγικές επενδύσεις μόνο που το αποδίδανε στη γραφειοκρατία, όπως άλλωστε τους διαβεβαίωναν και το πιστεύουν ακόμα οι εδώ φιλελεύθεροι (4). Οφειλόταν στο ότι υποκύπτανε στις πολιτικά αποφασισμένες μεταβιομηχανικές κυβερνήσεις που επιμένανε στο παραγωγικό σαμποτάζ και εκβίαζαν το Βορρά με τη βοήθεια των ρωσόφιλων της ΕΕ (Μέρκελ, Γιουνκέρ) με την πολιτική κρίση της χώρας, με την οικονομική της χρεωκοπία, με το οικονομικό πλήγμα στο Βορρά και τελικά με την πολιτική διάσπαση της Ένωσης. Οι αστικές τάξεις του Βορρά συνεχίζουν να υποκύπτουν σε αυτούς τους εκβιασμούς, τώρα από μια μεγαλύτερη χώρα σαν την Ιταλία, γιατί προτιμάνε μια εύκολη διέξοδο δίνοντας λεφτά για να αναβάλουν για αργότερα μια πολιτική ρήξη μέσα στην ΕΕ ή ένα άμεσο οικονομικό τραύμα στις χώρες τους.
Αυτή η χωρίς αρχές υποχωρητικότητα του Βορρά είναι που σταθεροποιεί τους φαιο-«κόκκινους» και τους ψευτοδημοκράτες ρωσόφιλους όλο και πιο ισχυρά στην εξουσία της κάθε χώρας του Νότου. Αυτό γίνεται και σήμερα με την πανδημία. Η εχθρική στάση της ιταλικής κυβέρνησης απέναντι στη Γερμανία και την Ολλανδία, που απαιτεί με οργή «αλληλεγγύη», δηλαδή μαζική μεταφορά κεφαλαίων, δεν είναι μια συγκυριακή αντίδραση ενός λυπημένου έθνους μπροστά στις εκατόμβες των νεκρών του Μπέργκαμο που δεν βρήκε την ιατρική και υγειονομική βοήθεια που έπρεπε τη δοσμένη στιγμή από το Βερολίνο και το Άμστερνταμ. Αντίθετα είναι οι εκατόμβες των νεκρών και οι αδυναμίες μια πανικόβλητης Ευρώπης για μια επιδημία, που για τη διάδοση της στον πλανήτη την ευθύνη έχει ο κινέζικος φασισμός, εκείνες που έγιναν άλλοθι και πολιτικό εργαλείο για την όξυνση μιας έχθρας ενάντια στην Ευρώπη που υποδαυλίζεται πάνω από μια δεκαετία στο λαό της Ιταλίας από τα πιο επιθετικά τμήματα της αστικής της τάξης με την υποστήριξη και υπόθαλψη, μιας στρατιάς πρακτόρων αλλά και κεφαλαίων της ιμπεριαλιστικά ανερχόμενης κρατικομονοπωλιακής αστικής τάξης της Ρωσίας και πρόσφατα και της σύμμαχού της Κίνας. Μόνο τέτοια τέρατα θα μπορούσαν να χειροκροτούν με ενθουσιασμό τους βασανιστές των Ουιγούρων για λίγα φορτία μάσκες και ακόμα χειρότερα θα καλούσαν στο Μπέργκαμο να απολυμαίνει τα δημόσια κτίρια από τον ιό και θα αποθέωναν τον ρωσικό στρατό, εκείνον δηλαδή που τόλμησε και βομβάρδισε συστηματικά και στοχευμένα μπροστά στα μάτια όλης της δημοκρατικής ανθρωπότητας νοσοκομεία και σχολεία και έθαψε κάτω από τα ερείπια χιλιάδες αρρώστους και παιδιά για να αδειάσει τις πόλεις που αντιστέκονταν στη φασιστική κατοχή της Συρίας.
Εννοείται ότι δεν θα μπορούσαν να είναι οι λαοί της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας με την πλούσια δημοκρατική και αντιφασιστική παράδοση εκείνοι που θα σπέρναν ποτέ το εθνικό μίσος για τον ευρωπαϊκό Βορρά, ειδικά για τη Γερμανία, τη μόνη ευρωπαϊκή δημοκρατία που τουλάχιστον έχει εκτός νόμου τους χιτλερικούς της, κατηγορώντας την σαν τέταρτο Ράιχ. Είναι οι πολιτικοί απόγονοι των επιθετικότερων μονοπωλιστών του μεσοπολέμου θαυμαστών ή συνεργατών του Χίτλερ, όπως οι Λεπέν του Εθνικού μετώπου, δηλαδή οι απόγονοι των φιλοχιτλερικών του Βισύ, όπως οι Αμπασκάλ του Βοξ, οι απόγονοι του επίσης φιλοχιτλερικού Φράνκο και πάνω απ όλους οι δήθεν πατριώτες Σαλβίνι της Λέγκας, δηλαδή οι πολιτικοί απόγονοι του Μουσολίνι που συμπεριφέρονται έτσι. Αν αυτό δεν γίνεται σήμερα αντιληπτό στους δημοκράτες της Ευρώπης είναι γιατί συνεργοί και φίλοι αυτών των τεράτων, διαφθορείς και δήθεν υπερασπιστές του ευρωπαϊκού Νότου είναι οι κάθε λογής δήθεν «κόκκινοι» των ψευτοΚΚ όλης της Ευρώπης και όλων των ΣΥΡΙΖΑ, των Ποδέμος και των «Κομμουνιστών», που είναι στην ουσία οι απόγονοι της τροτσκιστικής 4η Διεθνούς οι πιο ορκισμένοι εχθροί του παγκόσμιου αντιφασιστικού αγώνα και οι πιο δόλιοι φιλοχιτλερικοί στην πράξη.
Επειδή ο πολιτικός και οικονομικός εκβιασμός αυτού του δήθεν Νότου κρύβεται πίσω από την πανδημία, στην πρώτη θέση της αντίθεσης βρίσκεται η μεγάλη Ιταλία των χιλιάδων νεκρών και λείπει η Ελλάδα (5).
Σε ότι αφορά τον ιταλικό εκβιασμό: Ναι οι καραντίνες χτυπάνε οικονομικά πιο πολύ την κάθε υπερχρεωμένη χώρα του Νότου από όσο τις αντίστοιχες του Βορρά, αλλά αυτό δεν επιτρέπει στις πρώτες να απαιτούν από τις δεύτερες να καλύψουν τη διαφορά ιδιαίτερα όσο ο ίδιος ο Νότος δεν κατευθύνει τα κύρια πολιτικά πυρά του και τα κύρια μέτρα ανόρθωσης της οικονομίας του συντριπτικά στην ανατροπή των εσωτερικών οικονομικών και κυρίως πολιτικών συνθηκών που τον κάνουν τόσο οικονομικά εύθραυστο απέναντι στην κάθε πανδημία. Τα οποιαδήποτε λεφτά από το Βορρά που θα πάνε δωρεάν και χωρίς κανέναν όρο στο Νότο κύρια κάτω από πολιτικό εκβιασμό, θα πάνε τελικά στους συνεχιστές της σχετικής βιομηχανικής αποεπένδυσης και της πολιτικής οπισθοδρόμησης του Νότου, και πολύ λιγότερο στους λαούς του Νότου. Κυρίως θα πρόκειται για πολιτική ανταμοιβή στους φασίστες και τους σοσιαλφασίστες του Νότου όσο αυτοί δεν καταγγέλλονται από τους δημοκράτες όλης της Ευρώπης σαν διασπαστές της και εφόσον δεν μπαίνουν πολιτικοί και οικονομικοί όροι για τη μείωση της ψαλίδας με το Βορρά. Στην πραγματικότητα οι προλετάριοι και οι μικρομεσαίοι, δηλαδή ο ιταλικός λαός, θα ελαφρύνουν για λίγο τη θέση τους από ένα κομμάτι αυτής της με το ζόρι αποσπασμένης «αλληλεγγύης» αλλά μετά θα την πληρώσουν πολλαπλάσια με μεγαλύτερη φτώχεια που πάλι οι ντόπιοι δυνάστες τους θα τη χρεώσουν στο Βορρά.
Που είναι η πραγματική υλική βάση και που ο στοχευμένος πολιτικός εκβιασμός στη διαπραγμάτευση Βορρά -Νότου
Το ζήτημα του πόσα θα πρέπει να είναι και με ποια μορφή θα πρέπει να δοθούν στο Νότο τα κεφάλαια από το Βορρά πρέπει να κρίνεται τελικά κάτω από ένα κριτήριο που είναι πολιτικό. Αν δηλαδή θα αναπτύσσουν την εθελοντική πολιτική ενότητα των λαών του ευρωπαϊκού Βορρά και του Νότου ή θα την υπονομεύουν. Αυτό το ζήτημα συσκοτίζεται επίμονα από τους οικονομιστές κάθε είδους, που το αντιμετωπίζουν σαν η ΕΕ να είναι μια ενιαία χώρα όπου θα ήταν αυτόματα υποχρεωμένο το πιο πλούσιο τμήμα της να βοηθήσει με μεταφορά οικονομικών πόρων το πιο φτωχό, πράγμα που και οι δύο πλευρές αποδέχονται σε μια ενιαία χώρα για δυο λόγους: Πρώτον γιατί αυτή είναι μια συναπόφαση που εκφράζεται από την κοινά αποδεκτή κεντρική κυβέρνηση και Δεύτερον γιατί και οι δυο πλευρές συμμετέχουν μέσω του κεντρικού κρατικού μηχανισμού και στον έλεγχο της διανομής των πόρων και στη μείωση της ψαλίδας της άνισης ανάπτυξης.
Τώρα όμως που έχουμε μια χαλαρή ενότητα ανεξάρτητων κρατών όπως είναι η ΕΕ οποιαδήποτε μεταφορά πελώριων πόρων πρέπει να γίνεται με σεβασμό στις διαθέσεις των λαών όχι μόνο εκείνων που παίρνουν αλλά και εκείνων που διαθέτουν τη βοήθεια. Η προσφορά εκατοντάδων δις Ευρώ χωρίς υποχρέωση επιστροφής πρέπει να στηρίζεται στη θερμή διάθεση για βοήθεια των χωρών και κυρίως των λαών που τη δίνουν γιατί σε τελική ανάλυση δεν θα είναι κυρίως οι αστικές τάξεις αλλά αυτοί οι λαοί που θα πληρώσουν με τον ιδρώτα τους αυτά τα δις, χώρια από εκείνα που θα πληρώσουν από τη μεγάλη παραγωγική και εισοδηματική κρίση που και εκείνοι θα ζήσουν στις δικές τους χώρες εξαιτίας της πανδημίας. Μέσα σε αυτές τις πολιτικές συνθήκες πολύ δύσκολα ένας λαός θα παραχωρούσε ευχαρίστως μια πελώρια δωρεάν βοήθεια σε έναν άλλον που θα τον γέμιζε όπως η Ιταλία με καταγγελίες και απειλές του τύπου: «πρέπει να πληρώσετε επειδή ο λαός μας πεθαίνει πιο πολύ από τον δικό σας και είμαστε πιο φτωχοί και χρεωμένοι και η αιτία είσαστε κυρίως εσείς» και «αν δεν μας βοηθήσετε θα υποστείτε το πλήγμα της διάσπασης της κοινής αγοράς μας, του κοινού νομίσματός μας και τελικά της ευημερίας σας».
Ας δούμε πως έχει εξελιχθεί μέσα σε αυτές τις συνθήκες η πολιτική διαπραγμάτευση ανάμεσα στις δυο πλευρές που αναγνωρίζουν ότι πρέπει να δοθεί πάνω στην πανδημία μια σημαντική οικονομική βοήθεια από τις οικονομικά πιο ισχυρές χώρες στις οικονομικά πιο αδύναμες γιατί ενώ ο ιός θα χτυπήσει όλες τις χώρες της ΕΕ περίπου στον ίδιο βαθμό σε ότι αφορά το ανθρώπινο και το οικονομικό κόστος, οι συνέπειες αυτού του κόστους θα είναι δυσανάλογα βαριές για εκείνες τις χώρες του Νότου που είναι πιο αδύναμες από αυτές του Βορρά. Δηλαδή ενώ σε όλες σταμάτησε η παραγωγή, εκείνες που έχουν το πιο μεγάλο χρέος, όπως είναι η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα (η οποία επειδή χτυπήθηκε η βιομηχανία της έχει μια οικονομία που στηρίζεται στον τουρισμό), πιο δύσκολα θα έχουν τα κεφάλαια που είναι αναγκαία για να σώσουν τις επιχειρήσεις τους, οπότε και τη δουλειά των εργαζομένων τους. Όταν λέμε πιο δύσκολα εννοούμε ότι ναι μεν μπορούν και αυτές να δανειστούν από τις διεθνείς αγορές, σαν χώρες της ΕΕ που είναι, αλλά θα δανειστούν με πολύ πιο ψηλά επιτόκια από όσο δανείζονται οι χώρες του Βορρά που έχουν πολύ μικρό χρέος πράγμα που θα αύξαινε τη δημοσιονομική απόσταση ανάμεσα τους εξαιτίας της πανδημίας. Γι αυτό οι νότιες χώρες ζήτησαν αρχικά το εξής: Να δανειστεί τα λεφτά η ΕΕ και μετά να τα δανείσει εκείνη σε κάθε χώρα του Νότου, που σημαίνει να εγγυηθεί κεντρικά η ΕΕ, ουσιαστικά οι χώρες του Βορρά που δανείζονται με φτηνά επιτόκια, ότι αν πχ χρεωκοπήσει η Ιταλία τα δανεικά θα τα πληρώσουν η Γερμανία, η Ολλανδία, η Αυστρία κλπ. Δηλαδή ναι μεν οι χώρες του Νότου δεσμεύονται να δώσουν πίσω τα λεφτά που θα πάρουν, αλλά θέλουν να τα πάρουν με πιο χαμηλό επιτόκιο σαν να ήταν χώρες του Βορρά, αφού όλη η ΕΕ, οπότε και οι χώρες του Βορρά θα έχουν εγγυηθεί για την αποπληρωμή τους. Οι βόρειες χώρες απάντησαν αρχικά ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούν να το δεχτούν, δηλαδή δεν δέχονται να εγγυηθούν οι ίδιες για την αθέτηση ενός δανείου που θα πάρουν για λογαριασμό του Νότου και δεύτερον δεν δέχονται να δώσουν ένα τέτοιο δάνειο χωρίς κάποιας μορφής επιτήρηση στις οικονομίες του Νότου, δηλαδή χωρίς καθόλου μνημόνια που θα τις εξασφάλιζαν από μια νέα χρεωκοπία των νότιων. Οι Νότιοι απάντησαν ότι τα μνημόνια ήταν υποχρεωτικά το 2019 γιατί τότε χρεωκόπησαν με ευθύνη τους ενώ τώρα φταίει ο κορονοϊός και θεωρούν ταπείνωση και έλλειψη αληθινής αλληλεγγύης να πάρουν λεφτά με νέα επιτήρηση στις οικονομίες τους. Σε πρώτη φάση υπήρξε η εξής συμβιβαστική λύση που ήταν προς την κατεύθυνση των θέσεων του Νότου και εκφράστηκε με δύο αλλεπάλληλες αποφάσεις που ουσιαστικά αλλά άτυπα κατοχύρωναν τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού και πρακτικά χωρίς επιβολή μνημονίων, ή έστω μόνο με πολύ μικρές δεσμεύσεις για το που θα πάνε τα λεφτά. Η μία απόφαση ήταν αυτή της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζες) να δανείσει μαζικά το Νότο με 750 δις Ευρώ αγοράζοντας κρατικά ομόλογα χαμηλής διαβάθμισης, όπως είναι αυτά του κρατικού χρέους της Ελλάδας. Η άλλη ήταν του Γιουρογκρουπ να διαθέσει δανεικά κεφάλαια 540 δις Ευρώ μέσω τριών κοινών χρηματοδοτικών μηχανισμών της ΕΕ, του ESM, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Κομισιόν, που θα πηγαίνανε στις χώρες για το πλήγμα από τον κορονοϊό πρακτικά χωρίς ευρύτερα μνημόνια. Αυτή η συνολική βοήθεια του 1,3 τρισεκατομμυρίου Ευρώ σε δάνεια, που δόθηκε στην αρχή της πανδημίας αποτελούσε μια μεγάλη οικονομική και πολιτική επιτυχία για το Νότο και οδήγησε τα πράγματα σε μια αρχική καταλλαγή. Δηλαδή ναι μεν δεν πέρασαν τα κορονο-ομόλογα επίσημα, αλλά πρακτικά αυτά τα 1,3 τρις ουσιαστικά ήταν χαμηλότοκα δάνεια έμμεσα αμοιβαίας εγγύησης, δηλαδή ήταν κορονο-ομόλογα με άλλο όνομα. Και ενώ συζητιόντουσαν τρόποι για αύξηση αυτών των κεφαλαίων όσο η κρίση συνεχιζόταν ο Νότος απαίτησε τα πρόσθετα κεφάλαια να δοθούν χωρίς επιστροφή και χωρίς όρους με το επιχείρημα ότι τα όποια νέα δάνεια θα επιβάρυναν πολύ το συνολικό χρέος τους που ήταν ήδη πολύ μεγαλύτερο από αυτό του Βορρά και έτσι ο Νότος θα δανειζόταν με πιο ακριβά επιτόκια και δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί το Βορρά με ίσους όρους. Αυτό ήταν τράβηγμα στην άκρη των απαιτήσεων του Νότου γιατί αναιρούσε τα δυο σημεία των ανταλλαγμάτων που ζητούσε ο Βορράς δηλαδή και να μην είναι υποχρεωτικό να πάρει πίσω τα λεφτά του και να μην έχουν καμιά λογοδοσία οι οικονομίες που παίρνανε αυτά τα κεφάλαια.
Αυτή η απαίτηση του Νότου ερχόταν σε σύγκρουση ιδιαίτερα με τη θέληση των λαών των μικρών χωρών του Βορρά σαν την Ολλανδία, τη Δανία, τη Σουηδία, και την Αυστρία που είχαν δώσει ήδη μεγάλα χαμηλότοκα δάνεια στην Ιταλία. Αλλά επειδή το οικονομικό επιχείρημα ότι θα φούσκωνε πολύ το χρέος του Νότου και αυτό θα επιβάρυνε το κόστος δανεισμού του είχε λογική, οι 4 χώρες αντιπρότειναν ότι ήταν διατεθειμένες τα δάνεια να δοθούν με πολύ μακριά αποπληρωμή και με ελάχιστα επιτόκια, που πρακτικά δεν θα επιβάρυναν τους προϋπολογισμούς τους οπότε δεν θα υπονόμευαν σημαντικά τις θέσεις τους στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων.Αυτές οι χώρες, ειδικά οι τρεις πρώτες δεν μπορούν να κατηγορηθούν για ηγεμονισμό και διασπαστισμό απέναντι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Γι αυτό το λόγο άλλωστε για να τις ενοχοποιήσουν στα μάτια των λαών του Νότου οι ρωσόφιλοι τις συκοφαντούν σαν δορυφόρους της Γερμανίας, ενώ είναι πλουσιότερες από αυτήν και με εξαίρεση την Αυστρία πιο ανεξάρτητες πολιτικά από τη Ρωσία, αλλά και από την αμερικάνικη υπερδύναμη. Μάλιστα τώρα μόλις αποδείχτηκε πόσο δεν είναι δορυφόροι της Γερμανίας αφού με επικεφαλής την Ολλανδία διαφώνησαν ανοιχτά όπως θα δούμε και με τη Γερμανία στην κρίσιμη αυτή καμπή.
Ο άνθρωπος της Μέρκελ στην Κομισιόν, η Φον ντερ Λάιεν, που από την αρχή της κρίσης σήκωσε τη σημαία του Νότου ενθαρρύνοντας ιδιαίτερα την ιταλική επιθετικότητα, συμφώνησε στη νέα απαίτηση του Νότου και μάλιστα την ενθάρρυνε μιλώντας για 1 έως 1,5 τρις Ευρώ από την Κομισιόν που ένα κομμάτι της θα ήταν δάνειο και το άλλο θα δινόταν δωρεάν σαν ενίσχυση από τον 7χρονο προϋπολογισμό της ΕΕ. Μετά την πρόταση της Φον ντερ Λάιεν η ίδια η Μέρκελ εμφανίστηκε σαν υπερασπιστής μιας τάχα συμβιβαστικής λύσης παίζοντας το γνωστό κεντρίστικο παιχνίδι της με το οποίο αποκοιμίζει κάθε φορά τη γερμανική χριστιανοδημοκρατία και διασπά την Ευρώπη. Στο σημείο αυτό έμειναν οι διαπραγματεύσεις Βορρά-Νότου ανάμεσα στις δυο πλευρές στην τελευταία τηλεδιάσκεψη της Συνόδου Κορυφής στις 23 του Απρίλη.
Πως η συμφωνία Μακρόν- Μέρκελ μετέφερε τη διάσπαση της ΕΕ στο εσωτερικό του Βορρά. Ο Κουρτς και η λεγόμενη βόμβα της Καρλσρούης
Όπως ήταν φανερό η Μέρκελ είχε πάρει τις αποφάσεις της και είχε κλείσει τα εσωτερικά της μέτωπα στη Γερμανία ποδοπατώντας τις έντονες αντιρρήσεις των 4 μικρών του Βορρά. Στις 18 του Μάη συμφώνησε με τον «αρχηγό του Νότου» Μακρόν ένα πακέτο δωρεάν ενισχύσεων της Κομισιόν ύψους μισού τρισεκατομμυρίου Ευρώ. Αυτή η συμφωνία προβλήθηκε και αντιμετωπίστηκε με ανακούφιση από όλη σχεδόν τη Δύση σαν μια πρόταση που εγγυόταν την ενότητα της ΕΕ. Στην πράξη το μόνο που έκανε αυτή η απόφαση ήταν ότι μετέφερε τη διάσπαση Βορρά-Νότου μέσα στις γραμμές του Βορρά, αφού η Γερμανία πήγε με το Νότο αφήνοντας εκτεθειμένες και απομονωμένες τις τρεις πιο δημοκρατικές και σε μεγαλύτερη σύγκρουση με την πουτινική Ρωσία χώρες της Ένωσης: την Ολλανδία, την Δανία και τη Σουηδία. Η πρώτη συνέπεια αυτής της πολιτικής στροφής της Γερμανίας προς τις θέσεις της Ιταλίας είναι ότι οι διαφωνούντες του Βορρά επέτρεψαν να εμφανιστεί σαν εκπρόσωπος τους για να ανακοινώσει επίσημα τη διαφωνία τους ο μεγαλύτερος διασπαστής και εχθρός της Ευρώπης από την πλευρά του Βορρά, ο αυστριακός καγκελάριος Κουρτς, ένας αφοσιωμένος πουτινικός, φίλος του Ορμπάν και συνεργάτης της αυστριακής φιλοναζιστικής ακροδεξιάς. Είναι αξιοσημείωτο ότι ως τη στιγμή που η Μέρκελ έκανε την ξαφνική στροφή της προς το Νότο την κεντρική πολιτική διαπραγματευτική πάλη εκ μέρους του Βορρά την έδινε η Ολλανδία του Ρούτε, ενώ ο Κουρτς έμενε προσεκτικά στο περιθώριο. Τώρα που έγινε το ρήγμα μέσα στο Βορρά ο Κουρτς μπαίνει μπροστά και πιστεύουμε ότι το κάνει για να το διευρύνει και να το οδηγήσει στα ακροδεξιά, οπότε και στα φιλοπουτινικά λημέρια του. Τώρα για τους τέσσερις του Βορρά πιθανά να υπάρχουν δύο δρόμοι, ή να αποδεχτούν τη νέα μεγάλη πλειοψηφία που έχει διαμορφωθεί μέσα στην ΕΕ και να την ακολουθήσουν διατηρώντας την πολιτική τους θέση ότι αυτή είναι μία λαθεμένη γραμμή και να επιχειρήσουν να πάρουν κάποια ανταλλάγματα προς την πλευρά τους στην τελική διαπραγμάτευση ή να ακολουθήσουν μία γραμμή βέτο που ενδεχόμενα να τους απομονώσει μέσα στην ΕΕ και να δυναμώσει το ρήγμα μέσα στο Βορρά δίνοντας ηγεμονική θέση στον Κουρτς και στους φαιούς του Βορρά. Το ποια πάντως είναι η πιο σωστή γραμμή για τους 4 θα κριθεί από το ποια θα αδυνατίσει και ποια θα ενισχύει την ακροδεξιά στο Βορρά, που κατά τη γνώμη μας είναι και το πιο σημαντικό σε αυτή τη φάση για όλη την Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση το γεγονός ότι έχει επιτραπεί από τους άλλους 3 να μπαίνει σαν επικεφαλής τους ο πουτινικός αρχιδιασπαστής του Βορρά δεν εγγυάται τις καλύτερες εξελίξεις.
Η Μέρκελ προσπάθησε να δικαιολογήσει την κίνηση της στη γερμανική και τη βορειοευρωπαϊκή κοινή γνώμη σαν μια αναγκαία απάντηση σε μια δικαστική απόφαση λίγες μέρες πριν τη συμφωνία με τον Μακρόν που σχολιάστηκε σαν βόμβα στα θεμέλια του Ευρώ και της ΕΕ. Στις 5 του Μάη το ανώτατο γερμανικό δικαστήριο, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης είχε αποφασίσει ότι «χωρίς επαρκή δικαιολόγηση», η ΕΚΤ είχε τυπώσει δανεικό χρήμα 2,6 τρις Ευρώ για την Ευρωζώνη στο γνωστό πρόγραμμα της «ποσοτικής ελάφρυνσης» με το οποίο αντιμετωπίστηκε η κρίση χρέους των νότιων της Ευρωζώνης, κυρίως της Ιταλίας μεταξύ 2015 και 2018. Έτσι το δικαστήριο κάλεσε την ΕΚΤ να δώσει «επαρκείς εξηγήσεις εντός 3 μηνών» με το επιχείρημα ότι η ΕΚΤ δεν έδινε τα λεφτά στα πλαίσια της νομισματικής της αρμοδιότητας, αλλά για να ενισχύει με έμμεσο τρόπο χώρες που είχαν μεγάλα ελλείμματα. Η ΕΚΤ απάντησε ότι σαν διακρατικό ευρωπαϊκό όργανο δεν έχει καμιά υποχρέωση να δώσει οποιεσδήποτε εξηγήσεις σε ένα δικαστικό όργανο ενός μεμονωμένου κράτους μέλους καθώς αυτό έπρεπε να σεβαστεί την απόφαση ενός ανώτερου του οργάνου, που είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το οποίο είχε εγκρίνει προηγούμενα την απόφαση της ΕΚΤ. Η Καρλσρούη είχε σημειώσει στην απόφαση της ότι και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπερέβη την αρμοδιότητα του όταν ενέκρινε την απόφαση της ΕΚΤ.
Για την ΕΚΤ, την πρόεδρό της Λαγκάρντ και κάθε ευρωπαίο που θέλει να βλέπει τα ζητήματα στο στενό φορμαλιστικό επίπεδο του ευρωπαϊκού δικαίου ή σε σχέση με τις άμεσες οικονομικές ανάγκες μιας Ε. Ένωσης που εσωτερικά βρίσκεται σε μόλις καλυμμένη πολιτική διάσπαση, η Καρλσρούη έδρασε και παράνομα και διασπαστικά για την Ευρώπη. Έτσι η ΕΚΤ συνέχισε να τυπώνει δανεικά δις με τον ίδιο ρυθμό. Την απόφαση της Καρλσρούης τη χαιρέτησαν όλοι οι φαιοί της Γερμανίας και της ΕΕ με πρώτο το φασίστα Ορμπάν της Ουγγαρίας σαν ένα καλό προηγούμενο για να προβάλει και η δικιά του χώρα μια ανάλογη απαίτηση αλλά με καθαρά αντιευρωπαϊκή και διασπαστική διάθεση. Η Φον ντερ Λάιεν από την πλευρά της σαν πρόεδρος της Κομισιόν έβαλε κι άλλο λάδι στη φωτιά απειλώντας, πάντα σαν σημαιοφόρος του Νότου, ότι θα προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατά της Καρλσρούης, δηλαδή στην ουσία κατά του γερμανικού κράτους.
Δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τις πραγματικές πολιτικές προθέσεις αυτού του δικαστηρίου, δηλαδή αν θέλησε να ενθαρρύνει τους εθνικιστές του Βορρά, όπως λένε οι αντίπαλοί του ή αν ήθελε να δώσει το μέτρο σε όλη την ΕΕ της μεγάλης αντίθεσης και των ερωτηματικών που υπάρχουν μέσα στη γερμανική κοινωνία για μια μεταβίβαση πελώριων κεφαλαίων στο Νότο χωρίς αυτή να έχει πειστική εικόνα για την αναγκαιότητα της, όπως λένε οι φίλοι του δικαστηρίου. Ούτε ακόμα μπορούμε να αποκλείσουμε ότι στόχος της απόφασης αυτής ήταν το αποτέλεσμα της: να προσφέρει το πρόσχημα στη Μέρκελ να εγκαταλείψει τους 4 και να πάει με τον Μακρόν και τον Κόντε.
Το μόνο που κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει είναι ότι το δικαστήριο αυτό είναι ο εγγυητής των μεταπολεμικών γερμανικών δημοκρατικών θεσμών και ότι η γερμανική κοινωνία συντριπτικά το εμπιστεύεται. Από αυτήν την άποψη αν και μόνη της μια δικαστική απόφαση δεν μπορεί να αποτελεί μια πολιτική βόμβα στα θεμέλια της ΕΕ, είναι πολύ σημαντική γιατί αποτελεί οπωσδήποτε την πρώτη επίσημη νομική διαπίστωση από την πιο κεντρική χώρα της ευρωπαϊκής ενοποίησης του γεγονότος ότι υπάρχει μια πολιτική βόμβα στα θεμέλια του Ευρώ, που δεν μπορεί παρά να εκραγεί αν δεν λυθεί η ουσιώδης αντίφαση της ΕΕ: Ότι υπάρχει ένα κοινό νόμισμα χωρίς μια κοινή οικονομική πολιτική ή έστω μια οικονομική πολιτική που να γίνεται δεκτή από τη μεγάλη πλειοψηφία των λαών της Ευρώπης. Η απόφαση της Καρλσρούης έτσι κι αλλιώς επιταχύνει τη λύση αυτής της αντίφασης ή προς την πολιτική ενότητα ή προς την πολιτική διάλυση της ΕΕ, αφού δείχνει ότι η κοινή γνώμη της Γερμανίας αρχίζει να ταλαντεύεται σοβαρά σε ότι αφορά τις υποχωρήσεις που πρέπει να κάνει απέναντι στο Νότο.
Θεωρητικά αν η ΕΚΤ δεν δώσει με κάποιο τρόπο, έστω έμμεσα κάποιες εξηγήσεις για την απόφασή της του 2015-18, η γερμανική Βουλή είναι και πολιτικά και θεσμικά υποχρεωμένη να ακολουθήσει την Καρλσρούη και να ζητήσει από τη Γερμανική Κεντρική Τράπεζα να μην δώσει έγκριση για να δοθεί ούτε ένα γερμανικό Ευρώ στην ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε προφανώς κατάρρευση του Ευρώ και πιθανότατα της ΕΕ.
Βέβαια δεν αφήνονται να καταρρέουν εύκολα νομίσματα και διακρατικές ενότητες που συνδέονται με την πρακτική ζωή 400 εκατομμυρίων ανθρώπων. Άλλωστε έτσι όπως λειτουργεί αυτό το νόμισμα δεν ενοχλεί τους μεγαλύτερους εχθρούς της Ευρώπης καθώς χωρίς την πολιτική ενοποίηση, σέρνει πίσω του την πολιτική διάσπαση και πολύ περισσότερο ξυπνάει παρά καταλαγιάζει τα εθνικά μίση της Ηπείρου. Αντικειμενικά η Καρλσρούη νομοθετεί πάνω σε ένα υπαρκτό ρήγμα που πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστεί. Πρόκειται για το ψυχολογικό ρήγμα που τείνει να εγκαθιδρυθεί στο λαό της Γερμανίας και στους άλλους λαούς του Βορρά απέναντι σε έναν Νότο που απαιτεί μεταφορά όλο και περισσότερων κεφαλαίων προς αυτόν, που την αναγκαιότητα της εδώ και χρόνια δεν την υπερασπίζει καθαρά η άρχουσα τάξη της Γερμανίας καθώς στόχος της είναι να κερδίζει χρόνο μέχρι την εκδήλωση μιας κάθε φορά μεγαλύτερης πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Ο δικαστής που συνέταξε την απόφαση της Καρλσρούης είπε στη Λαγκάρντ ότι συμπεριφέρεται σαν Άρχοντας του Διαστήματος, σχολιάζοντας τη θεσμικά καλυμμένη περιφρόνηση της απέναντι σε αυτήν την απόφαση. Το να δίνουν δηλαδή μερικές χώρες κάποια τρισεκατομμύρια Ευρώ σε κάποιες άλλες χώρες και σε κάποιους άλλους λαούς είναι φανερό ότι δεν μπορεί να αποφασίζεται ερήμην της κοινής γνώμης των πρώτων μέσα από όργανα σαν την ΕΚΤ που δεν λογοδοτούν σε αυτή. Στην πραγματικότητα πίσω από την απόφαση της ΕΚΤ να δώσει στα 2015-18 τα 2,6 τρις και τώρα τα 750 δις βρίσκεται η άρνηση των πολιτικών ηγετών της ΕΕ, όπως πχ του Συμβούλιου της ΕΕ, να πάρουν την ευθύνη μπροστά στους λαούς τους και να εξηγήσουν οικονομικά και πολιτικά την ανάγκη για μια τέτοια μεγάλη μεταφορά πόρων από κάποιες χώρες σε άλλες. Αυτή την άρνηση τη μεταφέρουν σε μη πολιτικά τεχνοκρατικά όργανα, που πρακτικά είναι υποχρεωμένα να διαστρεβλώνουν τον αληθινό ρόλο τους για να λύνουν αυτά τα άλυτα πολιτικά προβλήματα της Ένωσης και να κρύβουν από τους λαούς την πολιτική βάση των αποφάσεων τους. Γι αυτό εκείνο που ζήτησε η Καρλσρούη δεν ήταν να αναιρέσει η ΕΚΤ την απόφασή της αλλά να την τεκμηριώσει πιο καθαρά, έστω όταν ένα κράτος της Ένωσης το ζητάει. Και αυτό πραγματικά μπορεί να το ζητάει κάθε κράτος όσο οι αστικές τάξεις της Ευρώπης θέλουν να συνεννοούνται και να βρίσκουν τις όποιες ενότητες και να λύνουν τις όποιες αντιθέσεις τους πάνω από τα κεφάλια των λαών τους.
Όταν η Μέρκελ δικαιολόγησε την απόφαση της σε συμφωνία με τον Μακρόν να δώσει τα ανεπίστρεπτα 500 δις στο Νότο, είπε ότι αυτή ήταν μια αναγκαία απάντηση στην Καρλσρούη από εκλεγμένους πολιτικούς ηγέτες της Ευρώπης και όχι από ένα μη πολιτικό όργανο όπως η ΕΚΤ. Δηλαδή ισχυρίστηκε ότι με αυτήν την πολιτική απόφαση δικαιώνεται έμμεσα και η ΕΚΤ και τα δικά της 2,6 τρις και μετά τα 750 δις. Αλλά όπως αποδείχθηκε με τη στάση των 4 του Βορρά η ψευτοφιλελεύθερη αυτή πρώην σταζίτισα, έκανε μια θεαματική παράσταση υποκριτικού έρωτα Βορρά Νότου χωρίς αληθινές και βαθιές εξηγήσεις όχι για να λύσει αλλά για να οξύνει τις αντιθέσεις αρχικά μέσα στον ίδιο τον ευρωπαϊκό Βορρά και πολύ πιθανά μέσα στην ίδια τη Γερμανία, πράγμα που θα δυναμώσει τη γερμανική και γενικά τη βόρεια ακροδεξιά, ενώ θα αναβληθεί για αργότερα μια ακόμα μεγαλύτερη όξυνση των σχέσεων ενός περισσότερο εκφασισμένου Βορρά με έναν πιο εκφασισμένο Νότο.
Αυτό το φαύλο κύκλο θα μπορούσαν να τον ανακόψουν μόνο πραγματικά διεθνιστικές τάξεις που θέλουν την ευρωπαϊκή ενότητα απέναντι σε αυτή τη σύνθετη, την ας πούμε διπολική προβοκάτσια, αν μπορέσουν να έχουν τα έστω μειοψηφικά πολιτικά κόμματα και την ταξική εργατική συγκρότηση για την οποία διψάνε σήμερα όλες οι δημοκρατικές χώρες. Η αληθινή ζημιά που έχει κάνει ο ρώσικος σοσιαλφασισμός και γενικά ο συνεργάτης του ευρωπαϊκός ρεβιζιονισμός και σοσιαλφασισμός και χορεύει μόνος του στη γριά Ήπειρο μαζί με τους ανατολικούς συνβασανιστές και συνραδιουργούς του είναι ότι τσάκισε τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα και συνακόλουθα τα πραγματικά ταξικά και διεθνιστικά εργατικά συνδικάτα στην ΕΕ. Ότι δηλαδή άφησε την ευθύνη της ενοποίησης των κρατών της Ηπείρου αποκλειστικά στις αστικές της τάξεις, τις μόνες που δεν μπορούν να το κάνουν όσο η άνιση οικονομική ανάπτυξη, οι εθνικοί της εγωισμοί και τα μονοπωλιακά τους συμφέροντα δεν εξουδετερώνονται από μια εξωτερική απειλή κατοχής των χωρών τους. Χωρίς ένα εργατικό αντιφασιστικό κίνημα η διάσπαση της ΕΕ μπορεί να αναχαιτιστεί μόνο αν οι μονοπωλιστές της αισθανθούν πάνω στις ίδιες τις χώρες τους ζεστή την ανάσα των νεοχιτλερικών της Ανατολής. Αλλά αυτοί φροντίζουν να μην την αισθάνονται άμεσα όσο τους περικυκλώνουν εξωτερικά και τους διασπούν εσωτερικά. Αυτό το έχουν διαπιστώσει όταν κατασφάζουν τους Τσετσένους και τους Σύρους δημοκράτες και πατριώτες, όταν τεμαχίζουν την Ουκρανία ή όταν σταυρώνουν τους Ουιγούρους και καταπίνουν τη σινική θάλασσα. Βλέπουν ξανά και ξανά και βεβαιώνονται πόσο αδιάφοροι είναι οι ξεπεσμένοι ιμπεριαλιστές της Ευρώπης, πόσο απρόσβλητα χοντρό το πετσί τους και πόσο ασθενική η ιστορική μνήμη τους, αφού κάνουν τα ίδια με τους προγόνους τους που άφηναν μοιραίοι κι άβουλοι τους χιτλερικούς να διαμελίζουν και να καταπίνουν τις δημοκρατικές Τσεχοσλοβακίες και τις Αυστρίες.
Θα γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο φανερό μέσα στη μεγάλη πολιτική και οικονομική κρίση που θα δυναμώνει στο εσωτερικό της και τα σύννεφα του πολέμου που θα πλησιάζουν από το εξωτερικό της ότι η Ενωμένη Ευρώπη δεν μπορεί να σωθεί από δω και μπρος αν δεν ενωθούν οι εργαζόμενοι, οι λαοί, οι δημοκράτες και αντιφασίστες της μέσα στις ξεχωριστές χώρες της αλλά και μεταξύ τους σε πανευρωπαϊκή κλίμακα και δεν συλλάβουν τη λειτουργία της Ένωσης και την ταξική και πολιτική της πάλη στο σύνολό της. Πρέπει δηλαδή μέσα από τις αφάνταστες δοκιμασίες που έρχονται κάθε άνθρωπος που ποθεί την ειρήνη και τη δημοκρατία να ανοίξει το μυαλό και την καρδιά του και εκτός από έλληνας διεθνιστής και δημοκράτης, να γίνει και Ιταλός και Γερμανός και Γάλλος και Ολλανδός και Πορτογάλος και Σλοβένος και Άγγλος διεθνιστής και δημοκράτης αξιοποιώντας τα ασύλληπτα ηλεκτρονικά όργανα της επικοινωνίας και της γλωσσικής κατανόησης που η ίδια αυτή η εποχή του ανεπτυγμένου ιμπεριαλισμού μας προσφέρει. Αυτή η νέα κρίση με την πανδημία δεν θα είναι σαν τις άλλες όχι επειδή είναι η μεγαλύτερη οικονομικά, αλλά επειδή ποτέ όσο τώρα ο νεοχιτλερισμός δεν είχε τόσο πολύ περικυκλώσει εξωτερικά και τόσο πολύ διαβρώσει εσωτερικά την Ευρώπη όσο σήμερα. Ο κορονοϊός δεν θα ήταν τίποτα το επικίνδυνο αν δεν ήταν πολύτιμος σύμμαχος και εργαλείο επέλασης αυτού του μαύρου μετώπου. Όμως αυτό ακριβώς το μαύρο μέτωπο εκτός από ένας θανάσιμος κίνδυνος για την ενότητα της Ευρώπης είναι και μια μοναδική ευκαιρία για την ανασυγκρότηση ενός πανευρωπαϊκού, ενιαίου εργατικού και λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου.
…………………………………………….........................................................................…………………………………………………………………………………………
(1) Πουθενά αλλού όσο στην Ελλάδα, την πρώτη χώρα της ΕΕ στην οποία έγιναν τόσο ισχυροί οι πράκτορες της Ρωσίας με επικεφαλής τους έναν «κόκκινο» γόνο της μεγαλοαστικής τάξης, τον Α. Παπανδρέου, όλα τα ελαττώματα του έθνους και όλες οι καθυστερήσεις του ελληνικού καπιταλισμού, χρησιμοποιήθηκαν για να στηθεί μια εκτεταμένη μικρή και μεγάλη κληροκρατία, καθώς τα ευρωπαϊκά κεφάλαια συνοχής κατευθύνθηκαν προς τη μη παραγωγική κατανάλωση (δηλαδή την κατανάλωση που δεν αφορά πρώτες ύλες, ενέργεια, καθώς και τη φθορά των μηχανών και κτιρίων στη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας), προς την επιδοματική γεμάτη απάτη γεωργία, προς τον πιο ογκώδη και πιο αντιπαραγωγικό κρατικογραφειοκρατικό παρασιτισμό, και προς μια νέα ανατολικού τύπου ρωσόδουλη κρατικοδίαιτη ολιγαρχία. Την ίδια ώρα οι ρωσόδουλοι σκότωναν με σαμποτάζ τη μία μετά την άλλη βιομηχανική μονάδα και επένδυση. Φυσικό ήταν αυτή η χώρα να χρεωκοπήσει και να παρασύρει το δυτικό χρηματιστικό κεφάλαιο να αποσύρει τα κεφάλαιά του και να οδηγήσει σε χρεωκοπία και δύο βιομηχανικά γοργά αναπτυσσόμενες χώρες σαν την Ισπανία και την Ιρλανδία. Έτσι συνταράχθηκε όλη η Ευρώπη η οποία επειδή ήταν πολιτικά διασπασμένη αντέδρασε με το μόνο τρόπο που θα μπορούσε η κεφαλαιοκρατική φύση της αφού δεν μπορούσε να σταματήσει το ελληνικό παραγωγικό σαμποτάζ. Απαίτησε από τον ελληνικό και τους άλλους λαούς του Νότου να μειώσουν την κατανάλωση ενώ στην Ελλάδα αυτή η μείωση σήμαινε και παραπέρα αποβιομηχάνισή της. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο δώρο προς τους ρωσόδουλους στην Ελλάδα που χάρη στο κίνημα των πραγματικά αγανακτισμένων μεσοστρωμάτων που καθοδήγησαν οι φαιο-«κόκκινοι» (κυρίως οι δεύτεροι) ήρθαν με το Σύριζα μαζικά στην εξουσία ενώ ως τότε υπήρχαν μόνο ρωσόδουλοι πρωθυπουργοί. Ταυτόχρονα αυτή η Ελλάδα έγινε και το κέντρο όλου του αντι-Βορρά και ειδικά αντιγερμανικού κινήματος των αγανακτισμένων φαιο-«κόκκινων» όλου του Νότου και στο βάθος όλης Ευρώπης. Δίπλα σε όλο αυτό το κίνημα ανίκανη να καταλάβει οτιδήποτε από το συνειδητό πολιτικό σαμποτάζ που αργοπεθαίνει οικονομικά την Ελλάδα στάθηκε από την πρώτη στιγμή και στέκεται ακόμα η παγκόσμια σοσιαλδημοκρατία και όλη η κεϋνσιανή σχολή των φιλελεύθερων αστών. Όλοι αυτοί λοιπόν είδαν με συμπάθεια το άνοιγμα των συνόρων της ΕΕ από τους ρωσόδουλους ηγέτες του Σύριζα, για να αιφνιδιάζουν την Ευρώπη και έτσι να στηθούν στο Βορρά τα αντιμεταναστευτικά κινήματα που στη Γερμανία δυνάμωσαν όλους τους φαιούς που είναι όλοι φίλοι του νεοχιτλερικού Άξονα. Έτσι στη Γερμανία κάναν τρίτο κόμμα τους νοσταλγούς του Χίτλερ (Afd), στη Γαλλία έφεραν τους νοσταλγούς του Βισί στα πρόθυρα της εξουσίας (Λεπέν), στην Ιταλία φέραν στην εξουσία στους νοσταλγούς τους Μουσολίνι, ενώ στην Αγγλία ξύπνησαν τους νοσταλγούς της αυτοκρατορίας, οι οποίοι την πέταξαν έξω από την ΕΕ. Ασφαλώς μια μικρή Ελλάδα δεν θα μπορούσε να διασπάσει την Ευρώπη. Όμως μπόρεσε η καλύτερη διπλωματική μηχανή στον πλανήτη, που είναι η νεοτσαρική, να αξιοποιήσει όλες τις αντικειμενικές και υποκειμενικές αντιθέσεις της ΕΕ, ενδο-ιμπεριαλιστικές αλλά και ταξικές και με πυροκροτητή τον ελληνικό δούρειο ίππο να γονιμοποιήσει και να συστρατεύει τους φαιο-«κόκκινους» του Νότου και του Βορρά στο κοινό μεγάλο σχέδιο να σκίσουν στη μέση τη με τόσους κόπους και οικονομικές θυσίες των λαών της και κυρίως μετά από τόσο αίμα βγαλμένη εθελοντική ένωση των αντιφασιστικών χωρών.
(2) https://en.wikipedia.org/wiki/Romano_Prodi#Early_political_career Δες το κεφάλαιο: Υπουργείο Βιομηχανίας και απαγωγη του Μόρο. Στο υποκεφάλαιο αυτό της αγγλικής Βικιπαίδεια γίνονται μια σειρά αναφορές για τη σχέση του με τη δολοφονία του Μόρο και πόσο συχνά επανέρχονται οι κατηγορίες εναντίον του από αλλά μέλη της ευρωπαϊκής επιτροπής της οποίας υπήρξε πρόεδρος, από τον ερευνητή της ΚαΓκεΜΠε ιταλό Μάριο Σκαραμέλλα, από την επιτροπή Μιτρόχιν, από το μέλος του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου GerardBaten, από τον ηρωικό φίλο του τσετσένικου απελευθερωτικού αγώνα και δολοφονημένου από την ΚαΓκεΜπε Λιτβινένκο, και από τα στοιχεία της δίκης για τον άνθρωπο του Τραμπ και της Ρωσίας Μάναφορτ, σύμβουλο του Γιαννούκοβιτς.
(3) Η Γαλλία συμμετείχε στην πρώτη μορφή ευρωπαϊκής ενοποίησης, αρχικά στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (1952) και στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας που ιδρύθηκαν με τις συμβάσεις της Ρώμης (1957). Μετά το 1962 αφού η Γαλλία έχασε την Αλγερία έγινε δυνατή η συγχώνευση των τριών κοινοτήτων το 1967, οπότε ιδρύθηκε μία κοινή Επιτροπή (Κομισιόν) και ένα κοινό συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με κοινό προϋπολογισμό, και τελικά το 1973 αφού κάμφθηκαν τα γαλλικά βέτο εντάχθηκαν σε αυτήν η Βρετανία, η Δανία και η Ιρλανδία.
(4) Ενώ η κρατική γραφειοκρατία είναι απλά ένα εργαλείο του πολιτικού σαμποτάζ που λειτουργεί παραγωγικότατα αν μια επένδυση είναι να την κάνουν οι ρώσοι ή οι κινέζοι νεοαποικιοκράτες
(5) Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι έτοιμη να ξαναθυμώσει στο λεπτό με την Ευρώπη αλλά κρυπτόμενη πίσω από την Ιταλία μπορεί και πιο εύκολα να περνάει τη ρωσική στρατηγική της στην ανατολική Μεσόγειο σαν μια ευρωπαϊκή στρατηγική και επίσης να παίρνει και ένα επίδομα παραπάνω από τα τρις του Βορρά παριστάνοντας το καλό παιδί και όχι το άτακτο όπως πριν.