Ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου είχε προσκαλέσει τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών να συναντηθούν στην Άγκυρα και να συζητήσουν για όλα τα ζητήματα που βαραίνουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σε τέτοιου είδους υψηλού επιπέδου συναντήσεις μπαίνουν στο τραπέζι των συζητήσεων, που γίνονται με συνεννόηση μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, όλες οι διαφορές (ή, έστω, αυτά που η κάθε πλευρά θεωρεί διαφορές) και αναζητούνται πιθανοί τρόποι ειρηνικής επίλυσής τους. Και συνήθως, μετά το τέλος μιας τέτοιας συνάντησης, είθισται οι επικεφαλής των συζητήσεων (στην προκείμενη περίπτωση οι δύο υπουργοί Εξωτερικών) να κάνουν μπροστά στους δημοσιογράφους και στα κανάλια, δημόσια, μια σύντομη αναφορά και επισκόπηση όσων συζητήθηκαν, αποφεύγοντας προσεκτικά τις αιχμές ο ένας εναντίον του άλλου. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή οι συζητήσεις δεν πάνε αρκετά καλά, απλά δεν κάνουν κοινή εμφάνιση και τοποθετήσεις μπροστά στον Τύπο, αλλά η κάθε πλευρά εκδίδει μια απλή ανακοίνωση του τύπου ότι «υπήρξε ειλικρινής ανταλλαγή απόψεων», που σημαίνει ότι υπήρξαν έντονες διαφωνίες, αλλά όχι εχθρότητα.Πάντως, όταν προαναγγέλλεται μια συνέντευξη Τύπου, αυτό σημαίνει ότι η γενική ατμόσφαιρα είναι καλή και δεν πρόκειται επ’ ουδενί να υπάρξει μια ανοιχτή σύγκρουση μπροστά στο διεθνές κοινό.
Γιατί υπάρχουν αυτοί οι άγραφτοι διπλωματικοί κανόνες; Για να μην προκληθεί μια περιττή νέα ένταση και εκτραχυνθεί η κατάσταση ανάμεσα σε δύο χώρες που θέλουν, υποτίθεται, να βρουν λύση στα προβλήματά τους. Αλλιώς όχι μόνο δεν δίνουν την κοινή συνέντευξη Τύπου, αλλά, αν, αντίθετα, οι διαφορές είναι αγεφύρωτες και οξύτατες, απλά δεν γίνεται καν η συνάντηση και η κάθε πλευρά συνεχίζει να καταγγέλλει την άλλη ανοιχτά μένοντας στο έδαφός της. Πόσο μάλλον δεν πάει να συνεχίζει τον καβγά στο έδαφος της άλλης. Αυτό το τελευταίο έκανε ο Δένδιας, ποδοπατώντας ωμά όχι μόνο όλα τα διπλωματικά πρωτόκολλα, αλλά και την κοινή λογική που διέπει τις μη πολεμικές διακρατικές σχέσεις.
Αφού δηλαδή, στην προκείμενη περίπτωση, ο Δένδιας είχε διαπιστώσει, όπως λέει, ότι διαφώνησαν σε όλα με τον Τσαβούσογλου, θα μπορούσε τουλάχιστον να ζητήσει από τον ομόλογό του να μη γίνει καθόλου η κοινή συνέντευξη Τύπου, και μάλιστα, αφού αυτές οι διαφωνίες δεν είχαν εμφανιστεί τα τελευταία πέντε εικοσιτετράωρα, αλλά τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, απλά δεν θα έπρεπε να κάνει την επίσκεψη.
Η δικαιολογία της ελληνικής κυβέρνησης ήταν η εξής: Αφού μας κάλεσε να κάνουμε διάλογο, εμείς δεν μπορούσαμε να μην πάμε, γιατί τότε θα μας κατηγορούσαν (όχι μόνο οι Τούρκοι, αλλά και οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ) ως αρνητές του διαλόγου. Ήμασταν υποχρεωμένοι να πάμε, λένε.
Ακόμα κι αν θεωρήσει κανείς ότι στέκει το επιχείρημα αυτό, η κατοπινή εξέλιξη δεν το δικαιώνει. Αν όντως ήθελε να δείξει καλό, διαλλακτικό πρόσωπο στη Δύση, θα είχε μια τελείως διαφορετική συμπεριφορά στην κοινή συνέντευξη Τύπου. Ή θέλεις να δείξεις διαλλακτικό πρόσωπο και το πας μέχρι τέλους ή έχεις προγραμματίσει να τα τινάξεις όλα στον αέρα σαν καμικάζι, και το πας πάλι μέχρι τέλους.
Τα γεγονότα απέδειξαν το δεύτερο: ότι ο Δένδιας είχε προγραμματίσει -μαζί με το Μητσοτάκη και με την απόλυτη επιδοκιμασία σύσσωμης της αντιπολίτευσης, των ΜΜΕ κτλ.- να τορπιλίσει τη σχέση της Ελλάδας με την Τουρκία. Αυτό δεν το κάνει τυχαία, αλλά σε μια κρίσιμη διεθνή στιγμή. Το κάνει τη στιγμή που η Δύση, έστω και δειλά, φαίνεται να ορθώνει ένα κάποιο ανάστημα στη νεοναζιστική πουτινική Ρωσία, που απειλεί να καταπιεί ολόκληρη, πια, την Ουκρανία, οπότε αναζητάει μια συνεργασία με την Τουρκία, που επίσης από την πλευρά της στέκεται σταθερά- και μάλιστα ακόμα πιο αποφασιστικά- στο πλευρό της Ουκρανίας.
Αν κατηγορείται ο Δένδιας για κάτι όχι μόνο και όχι κυρίως από τους Τούρκους, αλλά από σύσσωμο το διεθνή Τύπο και από κάθε λογικό άνθρωπο, δεν είναι γιατί έθεσε τα ζητήματα αυτά στο τραπέζι των συζητήσεων, ούτε γιατί τα είχε θέσει 100 φορές ο ίδιος μιλώντας από τη χώρα του και σε όλα τα διεθνή όργανα. Αλλά γιατί χρειάστηκε να επιπλήξει μια ξένη χώρα μιλώντας στο έδαφός της μπροστά στο λαό της, σε μια επίσκεψη που έκανε με ομολογημένο και ανακοινωμένο διεθνώς στόχο μια ειρηνική επίλυση των πασίγνωστων αντιθέσεων.
Μια άλλη δικαιολογία γι’ αυτή την προσβλητική και πρωτοφανή συμπεριφορά του Δένδια στην Άγκυρα ήταν ότι εδώ και καιρό οι Τούρκοι, είτε με δηλώσεις είτε με ενέργειες όπως οι έρευνες του Ορούτς Ρεΐς κτλ., είχαν δυναμιτίσει το κλίμα, οπότε χρειαζόταν και από ελληνικής πλευράς μια «ηχηρή απάντηση», όπως αρέσκονται να λένε φουσκώνοντας από εθνική περηφάνια οι κάθε λογής δημοσιολογούντες.
Μα η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη απαντήσει πριν προχωρήσει στο «μακελειό της Άγκυρας» όχι απλά με δηλώσεις, αλλά και με πράξεις. Πόσες φορές δεν την είδαμε να προσπαθεί να απομονώσει διπλωματικά την Τουρκία και να συμπήξει έναν ευρύτατο αντιτούρκικο Άξονα, που να ξεκινάει από την ΕΕ, να συνεχίζεται στο ΝΑΤΟ και να καταλήγει στο Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα; Μήπως δεν την είδαμε να απαντάει στο τουρκολιβυκό μνημόνιο με το ελληνοαιγυπτιακό μνημόνιο; Δεν είδε ο διεθνής Τύπος και όλη η Ευρώπη την ελληνική φρεγάτα που ακολουθούσε κατά πόδας το Ορούτς Ρεΐς να πέφτει πάνω στην τούρκικη φρεγάτα, και κράτησε για λίγο την ανάσα της μη γίνει κανένας πόλεμος;
Επειδή ούτε αυτό το επιχείρημα πείθει οποιονδήποτε παρακολουθεί τις διεθνείς σχέσεις, το κυριότερο επιχείρημα που επικαλέστηκε η ελληνική πλευρά είναι ότι ο Δένδιας «προκλήθηκε». Αυτό κοπανάνε απ’ το πρωί ως το βράδυ τα κανάλια της ενστικτώδικης, πια, αντιτούρκικης προπαγάνδας.
Ας δούμε λοιπόν συγκεκριμένα τι ήταν αυτό που «προκάλεσε» τον αγνών προθέσεων Δένδια και δεν άντεξε να μην απαντήσει.
Στην κοινή συνέντευξη Τύπου το λόγο παίρνει πρώτος ο προσκαλών υπουργός Εξωτερικών και μετά ο προσκεκλημένος, ώστε να έχει τον τελευταίο λόγο αυτός. Αυτό απαιτεί το διπλωματικό πρωτόκολλο και η στοιχειώδης διπλωματική αβρότητα.
Κατά γενική ομολογία των πιο σοβαρών και αντικειμενικών διεθνών πρακτορείων Τύπου, αλλά και ορισμένων ελληνικών ΜΜΕ, «ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας είχε ξεκινήσει νωρίτερα την αρχική τοποθέτησή του σε ήπιους τόνους» (capital.gr, 15 Απρίλη.). Γι’ αυτό άλλωστε και αιφνιδιάστηκε από το μπαράζ του Δένδια. Ήταν κάτι που δεν το περίμενε σε καμία περίπτωση: «Πολλοί θεώρησαν ότι η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε δημόσια ο Νίκος Δένδιας από την Άγκυρα (…) ήταν ένα δημόσιο κατηγορώ πέρα από την συνηθισμένη διπλωματική γλώσσα (…) Η δημόσια απάντηση του Νίκου Δένδια φάνηκε να αιφνιδιάζει τον τούρκο υπουργό Εξωτερικών» (Πρώτο Θέμα, 15 Απρ., ρεπορτάζ του Μάκη Πολλάτου).
Η πρόφαση για την «αγανάκτηση» του Δένδια
Τι πείραξε λοιπόν τόσο πολύ το Δένδια, αφού η πρωτολογία του Τσαβούσογλου ήταν, κατά γενική ομολογία, σε ήπιους τόνους; Όλοι εδώ λένε ότι αυτό κυρίως που τον πείραξε ήταν η αναφορά του Τσαβούσογλου σε «τουρκική μειονότητα» και όχι σε «μουσουλμανική», όπως ορίζει η Συνθήκη της Λωζάννης. Τι ακριβώς είπε ο Τσαβούσογλου; Διαβάζουμε: «“Μιλήσαμε για την τουρκική μειονότητα που ζει στη Θράκη”, όπως είπε ο τούρκος ΥΠΕΞ,προσθέτοντας ότι “για την ελληνική μειονότητα που ζει εδώ από την πρώτη στιγμή μπορέσαμε να υλοποιήσουμε βέλτιστες πρακτικές» (...) «Και οι δύο μειονοτικές ομάδες πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο που θα οδηγεί σε ευημερία και ειρήνη» (στο ίδιο).
Όπως μπορεί ο καθένας να δει, αυτή η απλή αναφορά του Τσαβούσογλου κάθε άλλο παρά προκλητική ήταν. Ίσα-ίσα, αναφέρθηκε και στην ελληνική μειονότητα στην Τουρκία ακριβώς με το όνομά της. Δεν έκανε κάποια αξιολογική κρίση για τη συμπεριφορά των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στην τούρκικη μειονότητα στην Ελλάδα. Άλλωστε, όπως προείπαμε, δεν ήταν αυτό το αντικείμενο της κοινής συνέντευξης Τύπου. Θίχτηκε δηλαδή ο Δένδιας από το χαρακτηρισμό «τουρκική»; Μα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων δεν είναι αυτό που έχει καταδικάσει τις ελληνικές κυβερνήσεις, γιατί δεν επιτρέπουν σε μειονοτικούς συλλόγους να αυτοχαρακτηρίζονται τουρκικοί;
Δεν είναι στις προθέσεις του άρθρου αυτού να αποδείξει ότι υπάρχει τουρκική μειονότητα στην Ελλάδα. Όμως θα ήταν παράλογο να δεχτεί κανείς πως η παραπάνω αναφορά του Τσαβούσογλου ήταν αυτή που έκανε το Δένδια έξω φρενών, για τον εξής απλό λόγο.
Γιατί όλη η οργισμένη αντίδραση του Δένδια ήταν στο σύνολό της γραπτή, δηλαδή προετοιμασμένη από τα πριν, που σημαίνει ότι δεν υπήρξε καμιά αντίδραση, αλλά μια προμελετημένη επίθεση, η οποία έψαξε εκ των υστέρων να βρει μια δικαιολογία.
Άλλωστε, όπως δέχεται το σύνολο των ελληνικών ΜΜΕ, ο Δένδιας δεν ενέργησε αυθόρμητα, αλλά σε προσυνεννόηση με το Μητσοτάκη: «εξαρχής ήταν σαφές ότι η Αθήνα θα στείλει το δικό της σαφές μήνυμα, με δεδομένο ότι η Άγκυρα δεν έκανε “εκπτώσεις” σε ρητορική το προηγούμενο διάστημα προδιαγράφοντας, ουσιαστικά, τις εξελίξεις (…) Η επίσκεψη προετοιμάστηκε λεπτομερώς από Μέγαρο Μαξίμου και ΥΠΕΞ, σε κάθε της βήμα» (in.gr, 18 Απριλίου 2021, Αλεξάνδρα Φωτάκη).
Ακόμη όμως κι αν υποθέσουμε ότι ο Δένδιας πράγματι αγανάκτησε από το χαρακτηρισμό «τουρκική» για τη μειονότητα, τότε θα μπορούσε να κάνει κάτι απλό, και μάλιστα εκτός γραπτού κειμένου, αφού δεν ήξερε από πριν τι θα έλεγε ο Τσαβούσογλου: Θα μπορούσε να πει πως η Συνθήκη της Λωζάννης τη χαρακτηρίζει μουσουλμανική και όχι τουρκική, και να σταματήσει το θέμα εκεί. Αυτό μόνο θα έκανε, αν πράγματι θεωρούσε ότι αυτή ήταν μια πρόκληση, πράγμα που πάντως θα ερχόταν σε σύγκρουση με την υπόλοιπη γενικά ενωτικών διαθέσεων πρωτολογία του Τσαβούσογλου.
Όμως όλοι οι μη υποψιασμένοι παρευρισκόμενοι είδαν με απορία και έκπληξη (και πρώτ’ απ’ όλους ο Τσαβούσογλου) έναν Δένδια να αραδιάζει όλο το κατεβατό αυτών που η Αθήνα θεωρεί τουρκική προκλητικότητα:
«Μίλησε για την εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού στον Έβρο, για τη Συνθήκη της Λωζάννης και τη “μουσουλμανική μειονότητα”, για τις παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και το τουρκολιβυκό μνημόνιο, για τις παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, για το Κυπριακό και τη λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, για την Αγία Σοφία και τη Μονή της Χώρας, για το casus belli, για fake news από συγκεκριμένους κύκλους. Τόνισε δε ιδιαίτερα τα μέτρα που είναι στο τραπέζι της ΕΕ, εάν δεν υπάρξει αποκλιμάκωση, κάτι που “θα σηκώσει” από εδώ και πέρα η Αθήνα» (στο ίδιο).
Αυτό το τελευταίο, κυρίως, ήταν που εξόργισε τον τούρκο ΥΠΕΞ και τον έκανε να απαντήσει στο Δένδια: η απειλή δηλαδή της Ελλάδας για κυρώσεις κατά της Τουρκίας από την ΕΕ. Όταν το λες αυτό δημόσια σε μια κοινή συνέντευξη Τύπου, αναλαμβάνοντας μάλιστα και το ρόλο εκπροσώπου της ΕΕ στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάτι για το οποίο δεν έχεις εξουσιοδοτηθεί από την ίδια την ΕΕ (να μιλάς για λογαριασμό της δηλαδή), τότε πρόκειται για διπλωματικό σκάνδαλο πρώτου μεγέθους. Αυτό γιατί απειλείς τη χώρα στην οποία υποτίθεται ότι πήγες για να δείξεις στην ΕΕ ότι δεν θέλεις σύγκρουση μαζί της, ότι, αντίθετα, αυτήν την ΕΕ θέλεις να τη στρέψεις εναντίον της.
Πέρα απ’ αυτό, είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η τοποθέτηση του Τσαβούσογλου αναλώθηκε σε φιλοφρονήσεις προσωπικά προς τον Δένδια και στη θετική -κατά Τσαβούσογλου πάντα- προοπτική των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η «γλώσσα του σώματος» του Δένδια, για όσους πρόσεξαν το βίντεο με τις δηλώσεις, και ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε ο Δένδιας ήταν: συνεχή ειρωνικά χαμογελάκια, κούνημα του δάχτυλου στον εκπρόσωπο μιας γειτονικής χώρας, στιλ εξυπνακίστικο αμφιθεάτρου του τύπου «οι συνεργάτες σου είναι “βασιλικότεροι του βασιλέως” - τη Λωζάννη, αν θυμάμαι καλά, την έχει υπογράψει και η Τουρκία. Αυτή είναι η Συνθήκη. Μπορεί να αρέσει στην Τουρκία, μπορεί να μην αρέσει στην Τουρκία - Τα 6 έως 10 μίλια στον αέρα και τη θάλασσα, αν θυμάμαι καλά, ξεκινάνε το 1930» κτλ.
Όπως δηλαδή διαπιστώνει κανείς, η όλη του στάση ήταν στημένη για καβγά, όπως σωστά παρατήρησε ο κεραυνοβολημένος Τσαβούσογλου. Ήταν η στάση του προβοκάτορα που πάει επίτηδες να προκαλέσει φασαρία. Δεν ήταν ο θαρραλέος υπερασπιστής των εθνικών δικαίων, όπως παρουσιάστηκε στο εσωτερικό της χώρας μας, αλλά ο νταής που δεν ορρωδεί προ ουδενός, προκειμένου να υπερασπιστεί τα δίκαια όχι της Ελλάδας, αλλά των πανίσχυρων ανατολικών αφεντικών του, ενώ για να το κάνει αυτό κρύφτηκε μες στα φουστάνια των πιο μεγάλων δυτικών δυνάμεων, που τον περνάνε για φίλο τους. Αυτό το παλικάρι ύψωσε το ανάστημά του επειδή ήξερε ότι δεν θα πάθαινε τίποτα. Την ικανότητα να συμπεριφέρεται «ηρωικά» απέναντι σε μεγαλύτερες από το ίδιο δυνάμεις, υποδουλωνόμενο στις μεγαλύτερες κάθε εποχής, την έχει το ελληνικό κράτος στο ιδρυτικό του DNA. Από τότε δηλαδή που το «απελευθέρωνε» και ταυτόχρονα το σκλάβωνε ο τσάρος βάζοντας να πολεμήσουν γι’ αυτό οι μεγαλύτεροι εχθροί του, οι δύο τότε μεγαλύτερες δυτικές δημοκρατίες, η Αγγλία και η Γαλλία.
Ο ξένος Τύπος
Οι Δυτικοί, ειδικά οι Ευρωπαίοι, που δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη με ποιανού το μέρος είναι πραγματικά η Ελλάδα, περίμεναν με αγωνία να δουν να βγαίνει για τα ελληνοτουρκικά αν όχι λευκός καπνός, πάντως μια χαραμάδα αισιοδοξίας μπας και κλείσουν τη βαθιά ανοιχτή πληγή τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Γιατί καταλαβαίνουν ότι η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση έχει κλιμακωθεί επικίνδυνα και τείνει να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, που μπορεί να απειλήσουν και το ΝΑΤΟ και την ΕΕ συνολικά.
Προφανώς δεν ξέρανε τι σημαίνει το ότι το μεγάλο πρότυπο του Δένδια, όπως ο ίδιος με περηφάνια το έχει παραδεχτεί, είναι ο τσαρικός ανθύπατος πρώτος κυβερνήτης και τύραννος του ελληνικού κράτους Καποδίστριας.
Είναι αλήθεια ότι κάποιοι στη Δύση τον τύπο αυτό τον είχαν υποψιαστεί και στο παρελθόν για αντιευρωπαίο προβοκάτορα, πριν ακόμη το πρόσφατο επεισόδιο. Σε άρθρο ντόπιας ιστοσελίδας (Newsbrake, 26-8-2020) διαβάζουμε για το γερμανικό περιοδικόSpiegel: «Εξαιρετικά σημαντικός είναι και ο τρόπος με τον οποίο το γερμανικό περιοδικό αντιμετωπίζει τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια. Τον παρουσιάζει σχεδόν σανπολεμοκάπηλο και εμπόδιο για τη συνεννόηση Ελλάδας-Τουρκίας!“Πώς μπορείς όμως να περιορίσεις την κρίση, όταν κάποιος μιλά όπως ο έλληνας υπουργός Νίκος Δένδιας;”, αναρωτιέται το περιοδικό, επιτιθέμενο σαφώς και συκοφαντικά στον έλληνα υπουργό Εξωτερικών».
Βέβαια, εδώ το περιοδικό άφηνε, λαθεμένα, να εννοηθεί ότι υπήρχε διάσταση απόψεων μεταξύ Μητσοτάκη-Δένδια στο ζήτημα της επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία. Δεν επρόκειτο όμως για τίποτε άλλο παρά για το γνωστό ρώσικο παιχνίδι του μοιράσματος των ρόλων και για τη γνωστή πλάνη του καλού-κακού ασφαλίτη. Αυτό το παιχνίδι πιάνει στην πολιτικά διχασμένη και αδυνατισμένη Δύση, ώστε αυτή να εμπιστεύεται τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη και να εκλαμβάνει τον υπουργό του των Εξωτερικών Δένδια σαν έναν πολιτικάντη που θέλει να κάνει καριέρα στον αντιτουρκισμό και κάνει ένα σόου γι’ αυτό, και να νομίζει ότι στην ουσία ακολουθεί τη φιλειρηνική πολιτική του προϊσταμένου του.
Βέβαια, το Μαξίμου έσπευσε να διαρρεύσει ότι «Διπλωματικές πηγές ανέφεραν ότι η αντίδραση του Δένδια “ικανοποίησε” το Μαξίμου και τη χαρακτήρισαν μονόδρομο έπειτα από ένα χρόνο ακραίας έντασης και των όσων ειπώθηκαν από τον Τσαβούσογλου» (in.gr, 18 Απρ.). Αλλά και αυτή η διαρροή διαβάστηκε από πολλούς φιλελεύθερους φιλοδυτικούς αναλυτές σαν μια απόδειξη ότι, για να αναγκαστεί ο πρωθυπουργός να καλύψει τον υπουργό του, σημαίνει ότι κάποια αντίθεση διέρρευσε από την πλευράΜητσοτάκη.
Πάντως, παρόλο που καμιά ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν καταδίκασε τη στάση του Δένδια, σύσσωμος ο πιο έγκυρος διεθνής Τύπος και τα ειδησεογραφικά πρακτορεία δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας για το ποιος «ἤρξατο χειρῶν ἀδίκων». Καταγράφουμε αρκετά διεξοδικά τα σχετικά σχόλια μόνο και μόνο για να έχουν οι αναγνώστες μια εικόνα για το πόσο πολύ σύσσωμα τα ελληνικά ΜΜΕ, ακόμα και τα οικονομικά πιο φιλελεύθερα, δηλητηριάζουν το λαό με το σοβινιστικό αντιτουρκισμό τους λέγοντάς του ότι ο Δένδιας απάντησε σωστά σε μια ακόμα τουρκική πρόκληση, χωρίς να του πουν πώς εισέπραξε αυτό το διπλωματικό επεισόδιο η διεθνής κοινή γνώμη.
Οι FinancialTimes στις 15 Απριλίου και σε ανταπόκρισή τους από Αθήνα και Κωνσταντινούπολη αναφέρουν τα εξής: «Κορυφαίοι διπλωμάτες της Τουρκίας και της Ελλάδας διαπληκτίστηκαν δημόσια το απόγευμα της Πέμπτης μετά από γύρο συνομιλιών που αποσκοπούσαν στη μείωση των εντάσεων σχετικά με τις εδαφικές διαφωνίες των γειτόνων και τη διχοτομημένη νήσο της Κύπρου (...) Σε κοινή τηλεοπτική συνέντευξη ο Δένδιας ανέφερε ότι η Αθήνα στήριξε την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ (...) ωστόσο η Τουρκία έπρεπε πρώτα να “αποκλιμακώσει και να αποφύγει δηλώσεις που θα μπορούσαν να δυναμιτίσουν τις σχέσεις μας”. (...) “εάν η Τουρκία συνεχίσει να παραβιάζει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, τότε οι κυρώσεις, τα μέτρα που έχουν τεθεί επί τάπητος, θα ξανατεθούν στην ημερήσια διάταξη”. Οι ισχυρισμοί του εξόργισαν εμφανώς τον υπουργό Εξωτερικών της Άγκυρας Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο οποίος κατηγόρησε το Δένδια ότι βγήκε εκτός σεναρίου από ένα “θετικό” μήνυμα που είχαν συμφωνήσει κατά τη διάρκεια των συνομιλιών κεκλεισμένων των θυρών και ότι διατύπωσε “εξαιρετικά απαράδεκτες κατηγορίες” για να απευθυνθεί στην ελληνική κοινή γνώμη όσο ήταν μπροστά στις κάμερες» (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Το πρακτορείο Reuters, με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια για το ποιος έφταιξε, αναφέρει:
«Αναζητώντας τρόπους να αμβλύνουν μήνες έντασης για τις διαφορές τους στην Ανατολική Μεσόγειο, ο έλληνας υπουργός εξωτερικών Νίκος Δένδιας συνάντησε τον τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν και τον τούρκο υπουργό εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην πρώτη συνάντηση για τις δυο πλευρές από τότε που οι δύο στόλοι ήρθαν κοντά στον πόλεμο πέρυσι. Ωστόσο μια αρχικά εγκάρδια ατμόσφαιρα σε μια εμφάνιση μπροστά στα ΜΜΕ μετά από τις δυο συναντήσεις χάλασε όταν ο Δένδιας είπε ότι οι παραβιάσεις της ελληνικής κυριαρχίας θα αντιμετωπιστούν με κυρώσεις και ο Τσαβούσογλου απέρριψε αυτά τα σχόλια σαν απαράδεκτα».
Ακριβώς στην ίδια γραμμή με του Reuters είναι και η αναφορά του ΑssociatedΡress.
Πάντως, η πολιτικά πιο αποκαλυπτική ανταπόκριση για το ποιος φέρει την ευθύνη του ναυαγίου της κρίσιμης αυτής συνάντησης είναι αυτή του Γαλλικού Πρακτορείου, δηλαδή του επίσημου ειδησεογραφικού οργανισμού μιας χώρας που ο πολιτικός της κόσμος στέκεται απέναντι στην ερντογανική Τουρκία. Όπως σημειώνει το πρακτορείο: «οι συνομιλίες είχαν ως στόχο τη μείωση της έντασης μεταξύ των δύο γειτόνων, μετά από ένα χρόνο αυξημένης έντασης. Η συνέντευξη Τύπου ξεκίνησε με συμφιλιωτικό τόνο από τον Τσαβούσογλου για τον πολύ θετικό διάλογο που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο πλευρών, ωστόσο στην τοποθέτηση του Ν. Δένδια τέθηκε μία σειρά ζητημάτων της τουρκικής πολιτικής που ενοχλούν την Ελλάδα, από τις τουρκικές έρευνες για φυσικό αέριο στην Μεσόγειο έως ζητήματα της ελληνικής ορθόδοξης μειονότητας στην Τουρκία και το μεταναστευτικό».
Τέλος, η Deutsche Welle (15-4-2021), που εκφράζει όμως, όπως θα μπορούσε να αναμένει κανείς, τις γενικές διαθέσεις του Τύπου μιας χώρας που μεσολάβησε να μειώσει τις ελληνοτουρκικές εντάσεις τον τελευταίο χρόνο: «Ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου και ο έλληνας ομόλογός του Νίκος Δένδιας συναντήθηκαν στην Άγκυρα σε μια προσπάθεια να εξομαλύνουν μήνες εντάσεων μεταξύ των δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ (...) Η συνάντηση ξεκίνησε εγκάρδια, ωστόσο οι δυο άνδρες σύντομα διαπληκτίζονταν ανοιχτά, όταν ο Δένδιας ανέφερε ότι παραβιάσεις της ελληνικής κυριαρχίας θα αντιμετωπιστούν με κυρώσεις» (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Η πραγματική αιτία της υπολογισμένης έκρηξης Δένδια
Νομίζουμε πως είναι αδύνατο να καταλάβει κάποιος γιατί έγιναν όλ’ αυτά, αν δεν δει το συγκεκριμένο επεισόδιο στη γενικότερη εικόνα στην οποία εντάσσεται και, κυρίως, τη χρονική στιγμή που επελέγη από την ελληνική πλευρά για να γίνει το επεισόδιο.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πασχίζει (και σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματικά) να δείξει στη Δύση ότι δε χρειάζεται, όπως γινόταν μέχρι προ τινος, να έχει στήριγμα και βοηθό της την Τουρκία (βλέπε βάση Ιντσιρλίκ και γεωγραφική θέση της Τουρκίας) στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και γενικότερα στη Μέση Ανατολή, γιατί το ρόλο αυτό μπορεί να τον παίξει κάλλιστα η νατοϊκή και ευρωπαϊκή Ελλάδα, ενώ η Τουρκία φλερτάρει με τον αυταρχισμό και το νεοοθωμανισμό και -το χειρότερο- τα τελευταία χρόνια έχει στενές σχέσεις με τη Ρωσία. Γιατί λοιπόν η Δύση να μη στηριχτεί σε μια υποτίθεται δυτική, υποτίθεται δημοκρατική και υποτίθεται φιλειρηνική χώρα σαν την Ελλάδα και να απομονώσει ή, έστω, να στριμώξει και να συνετίσει την Τουρκία;
Η ρώσικη στρατηγική για το ξωπέταγμα της Τουρκίας από οποιοδήποτε δυτικό θεσμό και την απομόνωσή της από Δύση, Ανατολή και Νότο και τη συνεπόμενη προσφυγή της για προστασία στο νέο φασιστικό Άξονα της Ρωσίας και της Κίνας συνίσταται βασικά στο εξής: στο να σπρώχνουν οι ρωσόδουλες ηγεσίες της Ελλάδας και της Κύπρου βασικά την ΕΕ, στην οποία και οι δύο ανήκουν, αλλά και το ΝΑΤΟ, στο οποίο ανήκει η Ελλάδα, σε όσο γίνεται πιο έντονη σύγκρουση με την Τουρκία αξιοποιώντας κυρίως τις ελληνοτουρκικές αντιθέσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Όσο ιδιαίτερα η ΕΕ, αλλά σε ένα βαθμό και οι ΗΠΑ, διστάζουν από δικαιολογημένη ανησυχία απέναντι στη Ρωσία να απομονώσουν την Τουρκία και να τη στείλουν μια ώρα αρχύτερα στην αγκαλιά του Πούτιν, που τόσο επιδέξια φλερτάρει μαζί της στη Συρία, στη Λιβύη και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, τόσο η ελληνική διπλωματία ψάχνει να βρει πατήματα για να οξύνει τον αντιτουρκισμό, χωρίς όμως να πολυεκτεθεί ότι προκαλεί εντάσεις.
Σήμερα ωστόσο υπάρχει ένας ιδιαίτερος λόγος, για να χρειάζεται πιο πολύ η Ρωσία την όξυνση των σχέσεων της ΕΕ με την Τουρκία μέσω Ελλάδας: η κρίση της Ουκρανίας, δηλαδή η αναθέρμανση της ρώσικης επιθετικότητας σε αυτό το μέτωπο στο βαθμό που τόσο η ίδια η Ρωσία όσο και η Κίνα βγαίνουν ενισχυμένες από την προώθηση των θέσεών τους, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή-Αφρική και τον Ειρηνικό, αντίστοιχα, σε συνδυασμό με το οικονομικό δυνάμωμα της Κίνας μετά την πανδημία, σε σχέση με ΕΕ και ΗΠΑ.
Εδώ, στην Ουκρανία κρίνονται κυρίως αυτή τη στιγμή τα διεθνή στρατόπεδα, αν και δεν πρέπει κανείς να έχει εμπιστοσύνη στους συγκεκριμένους χειρισμούς του σκοτεινού προέδρου της Ζελένσκι, τον οποίο η Ρωσία βοήθησε να έρθει στην εξουσία. Είναι δηλαδή κανείς με την πλευρά των στοιχειωδών αρχών που πρέπει να διέπουν τις διεθνείς σχέσεις, η σημαντικότερη από τις οποίες είναι ο σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας κάθε χώρας, και εν προκειμένω της Ουκρανίας, από την οποία η Ρωσία έχει αποσπάσει και προσαρτήσει την Κριμαία και επιχειρεί να αποσπάσει το Ντονμπάς (Λουγκάνσκ, Ντονέτσκ); Ή είναι με την πλευρά του πιο ωμού καταπατητή αυτών των αρχών σε σχέση με κάθε τι το αντίστοιχο -τόσο σε έκταση όσο και σε ωμότητα- έχει συμβεί από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο ως τα σήμερα σε διεθνές επίπεδο;
Στο καίριο αυτό ζήτημα η Τουρκία, παρά τη δικιά της ένοχη στάση στην Κύπρο*, έχει πάρει από την πρώτη στιγμή με σταθερότητα και σαφήνεια, που δεν την είχαν οι αστοδημοκρατίες των δυτικών μονοπωλιστών, το μέρος της Ουκρανίας. Μάλιστα είναι η Τουρκία που την έχει προμηθεύσει με πολεμικά ντρόουν, ενώ στο ζήτημα της Κριμαίας έχει πάρει ανοιχτά θέση κατά της προσάρτησής της από τη Ρωσία στην πρόσφατη συνάντηση Ζελένσκι-Ερντογάν. Άρα, πρέπει να φάει μια γερή σφαλιάρα, για να επανέλθει στον «ίσιο δρόμο», στη συνδιαλλαγή δηλαδή με τη Ρωσία και, τελικά, στην υποταγή της στον Πούτιν.
Η Ρωσία λοιπόν επιφυλάσσει στην Ελλάδα το ρόλο του πολιορκητικού κριού: όσο η Τουρκία θα αντιστέκεται στον Πούτιν, τόσο η Ελλάδα θα χτυπάει. Αλλά είναι και κάτι άλλο: η προβοκάτσια Δένδια δεν απευθύνεται μόνο στην Τουρκία, αλλά και στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ, γενικά στους Δυτικούς. Είναι δηλαδή σαν να τους λέει: είτε πάτε μαζί με την Τουρκία, οπότε μπαίνω σαν ταύρος στο υαλοπωλείο σας και σας το διαλάω το μαγαζί, είτε έρχεστε μαζί μου, οπότε είστε υποχρεωμένοι να με στηρίξετε στην αντιπαράθεσή μου με την Τουρκία και να έρθετε κι εσείς σε σύγκρουση μαζί της. Γιατί είναι άλλο να χτυπάει την Τουρκία μόνη της η Ελλάδα, άντε και η Κύπρος, και άλλο να τη χτυπάει όλη μαζί η Ευρωπαϊκή Ένωση, όλο μαζί το ΝΑΤΟ και γενικά όλη μαζί η Δύση.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς θα καταλήξει αυτή η διπλωματική μάχη, που κρύβει ένα πολύ ευρύτερο θερμό πολεμικό μέτωπο. Είμαστε όμως υποχρεωμένοι να επιστήσουμε την προσοχή σε κάθε ενδιαφερόμενο για την ειρήνη στην περιοχή μας και στον κόσμο όλο, και πρώτ’ απ’ όλα στον ελληνικό λαό, για το πώς έχουν τα πράγματα και προς τα πού κατευθύνονται. Όταν βλέπουν τον Δένδια να καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι στην Άγκυρα, αντί να φουσκώνουν από περηφάνια, να βλέπουν τον κίνδυνο μιας υποδούλωσης πιο σκληρής από κάθε άλλη που έχει δοκιμάσει ο ελληνικός λαός στη σύγχρονη ιστορία του. Μάλιστα να βλέπουν ότι ο Δένδιας, χτυπώντας την Τουρκία με τον τρόπο που το κάνει, δηλαδή εμφανιζόμενος σαν ευρωπαίος τιμωρός της, δυναμώνει τους φασίστες και τους σοσιαλφασίστες μέσα της και τους σπρώχνει στην αγκαλιά του προστάτη κάθε δικτατορίας στον πλανήτη, που είναι ο ρωσοκινέζικος νεοναζιστικός Άξονας. Γι’ αυτό στο Δένδια αξίζει ο χαρακτηρισμός του προβοκάτορα, και μάλιστα του προβοκάτορα διεθνούς επιπέδου.
* Η Τουρκία τουλάχιστον πάτησε στην πραγματική ελληνική εθνοκάθαρση των Τουρκοκύπριων από τον ελληνικό και ελληνοκυπριακό σοβινισμό στα 1964-70, ενώ η Ρωσία δεν είχε κανένα τέτοιου είδους πρόσχημα για την Κριμαία, αλλά και για το Ντονμπάς, χώρια που η Τουρκία, τουλάχιστον ως τώρα, δεν έχει επιχειρήσει ούτε έχει διεκδικήσει ανοιχτή προσάρτηση του βόρειου κομματιού της Κύπρου.