Έγινε σήμερα στο Νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου στη Νέα Φιλαδέλφεια, η κηδεία του ιδρυτικού μέλους και μέλους της Κεντρικής Επιτροπής της ΟΑΚΚΕ, Ελένης Κωνσταντινοπούλου. Εκ μέρους των συντρόφων και των φίλων του κόμματος απεύθυνε τον παρακάτω χαιρετισμό στην αγαπημένη μας συντρόφισσα, πάνω από τη σωρό της λίγο πριν την ταφή της, ο σ. Ηλίας Ζαφειρόπουλος, Γραμματέας της Κ.Ε.
<<Eλενίτσα,
Δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι σ αυτή τη στιγμή πόνου για την οργάνωση δεν είσαι όπως πάντα εδώ με μας.
Ότι κοιτάμε εμείς απέναντι μας αυτή τη μεγάλη καρδιά σου πούχει πάψει να χτυπάει.
Είχαμε μάθει βλέπεις που μας αγκάλιαζες όλους με τη ματιά σου, αθόρυβη, λεπτή, αλλά σταθερή και σε νιώθαμε πάντα ένα βράχο πίσω μας, απτόητη, διεισδυτική, πάντα περιφρονητική για το θορυβώδη εχθρό.
Ήσουν πάντα πρώτη στα πιο δύσκολα. Από την πρώτη στιγμή της ΟΑΚΚΕ. Από τις κόντρες με τους Διαρρήκτες, και από κει στην Ιδρυτική της Συνδιάσκεψη, και από κει σε όλες τις τομές σε όλες τις μάχες προς τα έξω, στα Μακεδονικά, στη Ζώνη, στα Λιπάσματα, στις μάχες της ενάντια στους Ναζήδες με την Αντιναζιστική, ενάντια στους σαμποταριστές και τους φασίστες κάθε λογής, πάντα σε όλες τις αλλαγές των εποχών και στις στροφές της γραμμής, εμψυχώτρια σε κάθε αγώνα που άξιζε στ αλήθεια κι ήταν γι αυτό πάντα, μα πάντα ως τώρα αγώνας μοναχικός και καταραμένος όπως όλοι όσους δώσαμε αυτά τα 32 χρόνια, αυτή η χούφτα των πεισματάρηδων.
Και ήσουν πιο πολύ κέρβερος, πιο αποφασιστική, πρώτη απ όλους στις πιο δύσκολες μάχες, ξέρεις, αυτές που σκίζουν στη μέση τα σπλάχνα του ανθρώπου, του τίμιου ανθρώπου, του επαναστάτη, τις εσωκομματικές μάχες, εκεί που ο καθένας χάνει αυτό που θεωρούσε δεδομένο, χάνει το παλιό και τη σιγουριά του, και πρέπει να πονέσει καθώς πετάει το σάπιο από πάνω του και να αναμετρηθεί ξανά και ξανά με την απεραντοσύνη των στόχων του.
Δεν είναι τυχαίο ότι όποιος ήθελε να σηκώσει το χέρι του ή να χύσει το δηλητήριο του σ’ αυτό το κόμμα μ’ εσένα τα βαζε πρώτα. Απλά γιατί εσύ έβλεπες πρώτη την ατιμία, τη διπροσωπία, την υπουλία, ιδιαίτερα τον υποκριτή ψευτοαριστερό, τον υποψήφιο δυνάστη, το φιλόδοξο εντυπωσιαστή, αυτόν που κάνει το φίλο των αδυνάτων για να κάτσει στο σβέρκο τους, αυτόν που δε θέλει την πλατιά δημοκρατία, τη βαθειά κριτική, αυτοκριτική στο κόμμα. Ο δικός σου ήταν μαοϊσμός στην πράξη, πάλη με την αστική τάξη νέου τύπου, που ήξερες πως τη γεννάει ασταμάτητα ο απέραντος ελληνικός, με βυζαντινή φλέβα, μικροαστισμός.
Εμείς όλοι, και εγώ προσωπικά σου χρωστάμε Ελένη πάνω απ’ όλα ένα πράγμα: ότι δεν κάμφθηκες ποτέ από το σαράκι που τριβέλιζε όλα αυτά τα χρόνια τη σκέψη του καθένα μας: μήπως δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κατανοητή τη γραμμή μας στο λαό; Μήπως δεν θα μπορούσαμε να σπάσουμε τον πολιτικό αποκλεισμό που έχει επιβάλει ο πιο μεγάλος παγκόσμιος εχθρός, ο πρώτος ιμπεριαλισμός που βγήκε μέσα από την προδοσία της εργατικής επανάστασης, και να έρθουμε σε επαφή με τους ταξικούς εργάτες και την επαναστατική διανόηση;
Ήσουν εσύ που τόνιζες πάντα σε όλες αυτές τις συζητήσεις: «Πέρα από τα όποια λάθη μας δεν ήρθε η ώρα μας σύντροφοι, ούτε παγκόσμια, ούτε εδώ στην Ελλάδα. Πρέπει ο καλοκρυμμένος κύριος εχθρός να φανεί κάπως, και κάπως να κινηθεί το αυθόρμητο ενάντια του. Εκεί θα ναι ο ρόλος μας. Αρκεί ν’ αντέξουμε».
Τι σκληρή που είναι η ζωή. Τώρα που αρχίζει να φαίνεται ο κύριος εχθρός, τώρα που επιβεβαιώνεται σκανδαλώδικα η γραμμή, τώρα που αρχίζει να σπάει, έστω μόνο στο πολιτικό επίπεδο η απομόνωση της ΟΑΚΚΕ. Τώρα δεν είσαι δω να χαρείς.
Ή μήπως δεν είναι έτσι;
Ή μήπως έγινε αυτό που ήθελες, να μας περάσεις τον ωκεανό και να δούμε στεριά, να μας περάσεις την έρημο και να δούμε την πηγή, και μετά άφησες την τελευταία σου πνοή; Εσύ που σκέφτηκες τόσο πολύ τους άλλους και τόσο λίγο σκέφτηκες τον εαυτό σου. Τόσο λίγο.
Ακόμα δεν ξέρουν τα ανθρωπάκια που κυβερνάνε τη χώρα μας κι αυτά που γεμίζουν τους δρόμους με τις άψυχες πορείες και τα νεκρά πανώ τους, τι είναι η Ελένη μας που κείτεται εδώ μπροστά μας.
Δεν ξέρουν τι είναι η φοιτητριούλα της βιομηχανικής που μαζί με τόσους άλλους τάβαλε με τη χούντα, που μετά την πτώση της χούντας βάλθηκε να ξεριζώσει τους χουντικούς καθηγητές από τη σχολή της και γνώρισε τη βία του ψευτοκομμουνιστή και έγινε αληθινή αριστερή. Δεν την ξέρουν αυτού του είδους την αριστερή που μετά, μόλις πήρε το πτυχίο της, δεν πήγε για καριέρα ή για τη βολή της αλλά πήγε να δουλέψει εργάτρια σ’ εργοστάσιο και έζησε για καιρό τη ζωή των καταφρονεμένων, και πήγε με τις μεταδικτατορικές πρωτοπορίες να τους οργανώσει και εκεί γνώρισε και αντιπάλεψε ξανά τον ψευτοκομμουνιστή, αυτή τη φορά σαν απεργοσπάστη και σαν συνεργάτη της εργοδοσίας, τον ίδιο που μετά από μερικά χρόνια θα άρχιζε να κλείνει τα εργοστάσια και να σκοτώνει την εργατική τάξη σαν τάξη. Έτσι έγινε αληθινή κομμουνίστρια.
Όμως οργανώθηκε σε κόμματα που δεν πρόλαβαν να γίνουν κομμουνιστικά και σαρώθηκαν και διαλύθηκαν, ή προδώσανε, όταν ο ρώσικος ψεύτικος κομμουνισμός γκρέμισε και την Κόκκινη Κίνα, το τελευταίο κάστρο της δεύτερης σειράς εργατικών επαναστάσεων στον πλανήτη. Και μετά, αφού παντού σχεδόν στον κόσμο το κόκκινο έγινε μαύρο, εκείνη η Ελένη μαζί με λίγους συντρόφους της που δεν έχασαν το δρόμο, με το ίδιο όνειρο και το ίδιο κοφτερό εργαλείο που λέγεται μαρξισμός-λενινισμός-μαοϊσμός που τόχαν δοκιμάσει μέσα στη μικρή δική τους πείρα και στην πικρή πείρα του λαού μας αποφάσισαν να κινήσουν για το μακρύ τους ταξίδι με την ΟΑΚΚΕ, μέσα στη νύχτα της ταξικής πάλης της εποχής της ήττας.
Αυτό ήταν στην πραγματικότητα ένα ταξίδι μέσα στο λαό, κι όχι μόνο στο δικό μας αλλά μέσα σ όλους τους λαούς. Άμα γνωρίσεις, κι αν αγαπήσεις ένα λαό, τους αγαπάς όλους. Αυτός είναι ο πρώτος όρος για να γίνεις διεθνιστής, δηλαδή αληθινός μαρξιστής. Και λίγοι άνθρωποι μπορούν να πουν ότι ταξίδεψαν μέσα στο λαό τόσο βαθειά όσο η δική μας Ελένη και στην πολιτική, και στη δουλειά της σαν εργαζόμενη, και στην προσωπική της ζωή. Έτσι στεκόταν όρθια απέναντι σε ξένους και ντόπιους αστούς, σε αστούς παλιού και νέου τύπου, σε κάθε εκμεταλλευτή, σε κάθε καταπιεστή, σε κάθε ψεύτη, στα τέρατα του ιμπεριαλισμού, σε όλα, σε Ανατολή και σε Δύση. Έτσι την αφορούσε άμεσα και το ένιωθε το κλάμα της μάνας στα ερείπια του Χαλεπιού, του βιασμένου κοριτσιού στο Νταρφούρ, του αγκομαχητού στα κάτεργα της Κίνας, τη μοναξιά και την καταφρόνια του μετανάστη στην πλούσια Δύση, την πείνα στο Νότο.
Έτσι λαξεύτηκε αυτός ο χαρακτήρας, αυτή η ευθύτητα, έτσι φτιάχτηκε αυτή η δύναμη που συνδυάστηκε με τόση τρυφερότητα, έτσι αυτό το εγκάρδιο γέλιο που συνδυάστηκε με την αυστηρότητα της αληθινής φροντίδας, έτσι το πιο κοφτερό και ψυχρό πολιτικό κριτήριο που συνδυαζόταν με τη θέρμη του ενθουσιασμού. Έτσι αυτή η αγκαλιά για όλους μας, για τις μικρές και μεγάλες στιγμές του κόμματος. Έτσι αυτή η σοφία, αυτή η συνέπεια στις αρχές αλλά κι αυτή η κατανόηση στα ανθρώπινα πράγματα, στα δυνατά και στα αδύναμα σημεία του καθένα μας.
Αυτήν την Ελένη δεν την ξέρουν. Αυτή που δεν έχει τώρα δα τις τιμές που της αξίζουν, ούτε τις αντιπροσωπείες από τα σάπια κόμματα και τα σάπια συνδικάτα, ούτε τα αφιερώματα τους στον τύπο. Που πεθαίνει, όπως έζησε, στην κόντρα με όλους αυτούς.
Αυτές τις Ελένες που έρχονται κατά χιλιάδες ας τις φοβούνται.
Αυτές που αγαπάμε εμείς και που μας εμπνέουν.
Ναι Ελενίτσα μας. Έχεις μπει στο DNA του μικρού αυτού σπόρου που είναι το κόμμα μας, το κόμμα σου. Έχει αποτυπωθεί σ αυτό για πάντα η φωνή σου, τα λόγια που είπες δυνατά και με συγκίνηση όταν ήρθες στα γραφεία για πρώτη φορά μετά την επώδυνη χημειοθεραπεία και είχες πει: «Μην υποχωρήσετε ποτέ σύντροφοι. Συνεχίστε έτσι υπέροχα, με δύναμη».
Έτσι κάνουμε, έτσι θα κάνουμε.
Γεια σου Ελενίτσα μας. Θάμαστε πάντα μαζί, στις νέες εφόδους στον ουρανό.
Θα ζεις για πάντα μέσα στις καρδιές μας θα κυλάς για πάντα στις φλέβες μας.
Γεια σου Ελένη μας.
Αθάνατη!!!>>
(Εδώ οι σύντροφοι και φίλοι φώναξαν «Αθάνατη!» και με σηκωμένες γροθιές τραγούδησαν τη Διεθνή)