Η δυτική διπλωματία έχει πια στην ηγεσία της ξετσίπωτους ρωσόφιλους σαν τους Τίλερσον και Μογκερίνι που επέμβηκαν στα εσωτερικά της γειτονικής χώρας με επίμονο, και απαιτητικό τρόπο να υποστηρίξουν μια κυβέρνηση Ζάεφ- τριών Αλβανικών μειονοτικών κομμάτων ενάντια στο εθνικιστικό, αν και ακόμα φιλοευρωπαϊκό-φιλοδυτικό VMRO-DPMNE του απερχόμενου πρώην πρωθυπουργού Νίκολα Γκρούεφσκι χωρίς να εκφράσουν ταυτόχρονα την έντονη αντίθεση τους στην ανάμειξη της Αλβανίας στα εσωτερικά της γειτονικής χώρας και στην προώθηση από την πλευρά της μιας πλατφόρμας που στις δοσμένες συνθήκες ευνοεί τα μεγαλοαλβανικά επεκτατικά σχέδια. Ένα από αυτά τα τρία κόμματα, το DUI, είχε τα τελευταία χρόνια συνεργαστεί με τα μακεδονικά κόμματα, τελευταία μάλιστα με το VMRO, χωρίς να οξύνει τις εθνοτικές αντιθέσεις. Τα άλλα δύο όμως κόμματα, το BESA, και η «Συμμαχία για τους Αλβανούς είναι σχετικά νεοσχηματισμένα κόμματα που έχουν μεγαλοαλβανικά χαρακτηριστικά και ο στόχος τους, που ως τώρα έχει πετύχει, είναι να σύρουν το DUI θέλοντας και μη πίσω από τα Τίρανα και την ανόητα όσο και επικίνδυνα επεκτατική πολιτική τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι η κοινή διεκδικητική πλατφόρμα των τριών μειονοτικών αλβανικών κομμάτων επιδεικτικά και προβοκατόρικα χαιρετίστηκε από τα Τίρανα σε συνάντηση των τριών αλβανικών ηγεσιών με τον Ράμα. Αυτή η πλατφόρμα αμφισβητεί έμμεσα τον κύρια εθνικά μακεδονικό χαρακτήρα του κράτους με μια σειρά σημείων, που το πιο αποκαλυπτικό για μας σχετικά με τις προθέσεις των συντακτών της, είναι η απαίτηση τους η αλβανική «κοινότητα» να συμμετέχει σαν ίση σε διαπραγματεύσεις για το όνομα και τα εθνικά σύμβολα του κράτους. Ποτέ μια εθνική μειονότητα δεν θα έπρεπε να αμφισβητήσει την ικανότητα της πλειοψηφίας του πληθυσμού του κράτους στην οποία ζει να διεκδικεί τη διεθνή αναγνώριση της εθνικής φυσιογνωμίας του κράτους αυτού, ειδικά την ώρα που αυτή για χρόνια ωμά, εκβιαστικά, με αποκλεισμούς και στρατιωτικές απειλές αμφισβητείται και μάλιστα με σχετική επιτυχία από μια πολλαπλάσια ισχυρή επιθετική γειτονική χώρα, όπως είναι η Ελλάδα του ρώσικου ορθόδοξου τόξου, καθώς αυτή συσπειρώνει και την ΕΕ και το ΝΑΤΟ σε αυτήν την πολιτική, και έτσι εμποδίζει τη γειτονική χώρα να μπει και στους δύο αυτούς ισχυρούς συλλογικούς θεσμούς, ώστε να τη στείλει στην αγκαλιά των ρώσων φασιστών.
Βέβαια για τον αλβανικό σοβινισμό η κύρια διεκδίκηση είναι να γίνει, με αλλαγή στο μακεδονικό Σύνταγμα, η αλβανική γλώσσα η δεύτερη επίσημη γλώσσα της χώρας. Ακριβώς εκεί εκφράζονται οι μεγαλύτερες αντιστάσεις από τον εθνικά μακεδονικό πληθυσμό, και εκεί είναι συγκεντρωμένη η κεντρική άρνηση του VMRO για το σχηματισμό κυβέρνησης του SDSM με τα τρία αλβανικά κόμματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γκρούεφσκι πρότεινε στο Ζάεφ να σχηματίσει το SDSM κυβέρνηση μειοψηφίας που να τη στηρίξει το VMRO ακόμα και αν αυτή η κυβέρνηση πραγματοποιήσει διώξεις κατά του ίδιου και της προηγούμενης κυβέρνησής του. Δεν ξέρουμε αν μια τέτοια πρόταση ήταν αξιόπιστη ή ήταν ένα τέχνασμα για να εκτεθεί ανεπανόρθωτα το SDSM στους συμμάχους του ή ήταν σκέτα ένα προπαγανδιστικό πυροτέχνημα, όμως είναι έστω σαν ελιγμός χαρακτηριστικός του κινδύνου που διαβλέπει ένα μεγάλο μέρος του εθνικά μακεδονικού στοιχείου από την είσοδο του αλβανικού σοβινισμού στην κυβέρνηση.
Από μια γενική δημοκρατική άποψη δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να υπάρχουν σε μια χώρα μια ή δυο ή ακόμα και περισσότερες επίσημες γλώσσες. Στην Ελβετία οι επίσημες γλώσσες είναι 4, και οι δύο από αυτές, η ιταλική και η ρετορομανική μιλιούνται από δύο εθνότητες που αποτελούν το 6,5% και το 0,5% αντίστοιχα του ελβετικού πληθυσμού (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BB%CE%B2%CE%B5%CF%84%CE%AF%CE%B1).
Αυτό όμως που είναι πολύ καλό από τη γενική δημοκρατική άποψη και εξαιρετικό στην περίπτωση της Ελβετίας, δηλαδή της πιο παλιάς και γι αυτό καλά ριζωμένης δημοκρατίας της Ευρώπης, μπορεί να είναι καταστροφικό στην περίπτωση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας που είναι μεν μια δημοκρατική χώρα αλλά νεαρή και ο αλβανικός σοβινισμός θέλει αποδεδειγμένα να τη διαμελίσει για να πραγματοποιήσει στην εποχή των παγιωμένων από τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο κρατικών συνόρων, το τρελλό όνειρό του να φτιάξει τη Μεγάλη μικρή του Αλβανία.
Ασφαλώς αυτό που έχει τρελάνει κυριολεκτικά τον αλβανικό σοβινισμό είναι η ψευδαίσθηση που του εξασφάλισαν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές και κυρίως οι φίλοι της Ρωσίας στη Δύση, ότι πήρε ήδη το Κόσσοβο από την ισχυρή Σερβία, οπότε το να πάρει ένα κομμάτι της Δημοκρατίας της Μακεδονίας είναι κάτι σαν ανοιξιάτικη εκδρομή. Με ένα τέτοιο ιδεολογικό εξοπλισμό η απαίτηση για δεύτερη επίσημη γλώσσα την αλβανική αποκτάει ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά από τα δημοκρατικά.
Την επίμονου και επεμβατικού χαρακτήρα υποστήριξη λοιπόν που έδωσαν επί μήνες οι διπλωματικοί εκπρόσωποι της Δύσης στο σχηματισμό της κυβέρνησης Ζάεφ με τα αλβανικά κόμματα, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει προηγούμενες εγγυήσεις ότι δεν θα εφαρμοστεί χωρίς πλατειές συμφωνίες μέσα στο μακεδονικό στοιχείο η πλατφόρμα των Τιράνων, κατήγγειλαν τόσο ο Ν. Γκρούεφσκι όσο και ο πρόεδρος της χώρας Γκεόργκι Ιβανόφ, αν και όπως φαίνεται με διαφορετικές αφετηρίες και διαφορετικές στοχεύσεις.
Και οι δύο μιλούν υπέρ της ένταξης της χώρας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, όμως ο δεύτερος έχει κατά τη γνώμη μας πολύ σκοτεινά κίνητρα γιατί έχει αναπτύξει τελευταία ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις με τη ρωσόδουλη και κρυφοφασιστική πολιτική ηγεσία της Ουγγαρίας, ενώ οι νέοι τσάροι του Κρεμλίνου θέλησαν να τον τιμήσουν για την προσφορά του στη δημιουργία του ορθοδοξοφασιστικού άξονα της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Συγκεκριμένα, στον Ιβανόφ απονεμήθηκε τιμητική διάκριση στη Μόσχα από το Διεθνές Ίδρυμα για την Ενότητα των Ορθοδόξων Χριστιανικών Εθνών που φέρει το όνομα του προηγούμενου πατριάρχη Αλέξιου β΄ «για το αξιόλογο έργο του για τη βελτίωση της ενότητας των ορθόδοξων χριστιανικών λαών και την προώθηση των χριστιανικών αξιών» (independent.mk, 25/4). Ο Ιβανόφ εμφανίζεται σαν ο κατεξοχήν θεματοφύλακας της κρατικής ενότητας της Δημ. της Μακεδονίας και αρνιόταν ως πρόσφατα να δώσει στο ήδη πλειοψηφικό μέσα στο κοινοβούλιο μέτωπο σοσιαλδημοκρατών-αλβανικών μειονοτικών κομμάτων την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Όμως αυτό το μέτωπο δεν μπορεί να αποκλειστεί ντε φάκτο από την εξουσία από την ώρα που ο μισός σχεδόν μακεδονικός λαός, δηλαδή οι ψηφοφόροι του Ζάεφ συν η αλβανική εθνική μειονότητα το αποδέχονται.
Εμείς έχουμε πάντως επίσης μεγάλες ανησυχίες για τον Ζάεφ όχι μόνο γιατί διευκολύνει τον αλβανικό σοβινισμό να ανεβεί στην εξουσία, αλλά γιατί στο κέντρο της στρατηγικής του βρίσκεται το σύνθημα της κάθαρσης, δηλαδή η απαίτηση του για πολιτικο-δικαστικές εκκαθαρίσεις του κυβερνητικού κόμματος. Αυτό αποτελεί για μας αδιάψευστο κριτήριο φασιστικής στόχευσης. Το ξέρουμε καλά και στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο ότι ο φασισμός έρχεται τις τελευταίες δεκαετίες στην εξουσία σχεδόν πάντα με κεντρικό το σύνθημα «κάτω η διαφθορά», και χάρη σε αυτό εξοντώνει τον αντίπαλο χωρίς να τον αντιμετωπίζει στην ανοιχτή του πολιτική γραμμή. Όχι δηλαδή ότι η διαφθορά δεν είναι ισχυρή και στη γειτονική χώρα, όπως σε όλα τα Βαλκάνια, ιδιαίτερα στους κόλπους των εθνικιστικών κομμάτων που έχουν την τάση να αδράχνουν το κράτος σαν ιδιοκτησία τους, αλλά η πάλη ενάντια στη διαφθορά για να ενώνει και να μην διασπάει το λαό πρέπει να δίνεται στο επίπεδο του δημοκρατισμού και της διαφάνειας, και όχι στο επίπεδο της ποινικής τιμωρίας και εξόντωσης του πολιτικού αντιπάλου, ιδιαίτερα με στοιχεία που προκύπτουν από υποκλοπές εγγράφων, συνομιλιών κλπ. Φαίνεται ότι αυτό που ήθελε και θέλει σε αυτή τη φάση ο Ζάεφ είναι να μετατρέψει την κοινοβουλευτική συμμαχία με τα αλβανικά κόμματα σε μια επιχείρησης εξόντωσης του Γκρούεφσκι και της γραμμής του μέσα στο VMRO και μετά από αυτό να δει τι θα κάνει με τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό, αν δεν ξέρει ήδη. Πάντως ως τώρα η τακτική του εκτός από αντιδημοκρατική και τυχοδιωκτική οδηγεί ολοταχώς στην ενθάρρυνση του αλβανικού σοβινισμού και στην εθνοτική διασπαστική όξυνση.
Tο ότι ο Ιβανόφ, προφανώς σε συνεννόηση με τον Γκρούεφσκι, απάντησε στο προβοκατόρικο μέτωπο Ζάεφ-αλβανικών κομμάτων με ένα βέτο να σχηματίσουν κυβέρνηση, ήταν μια ανοιχτά αντιδημοκρατική πράξη που ουσιαστικά δεν έδινε στο μακεδονικό λαό τη δυνατότητα να δει μέσα από την πείρα του που θα οδηγούσε η γραμμή Ζάεφ και με αυτόν τον τρόπο έδινε σε αυτόν πολιτικά επιχειρήματα για να συσπειρώνει τη βάση του ενάντια σε όλο το VMRO. Από την άλλη μεριά όμως από την ώρα που υπήρχε αυτό το βέτο και δεν παραβίαζε τυπικά το σύνταγμα δεν έπρεπε ο Ζάεφ και το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να πάρουν την πρωτοβουλία να ορκίσουν μόνοι τους τη Βουλή. Δηλαδή στις 27/4 κι αφού ο ως τότε πρόεδρός της Βουλής Τ. Βελιανόφσκι είχε κηρύξει τη λήξη της συνεδρίασης, οι βουλευτές της συμμαχίας Ζάεφ-Αλβανικών κομμάτων δια βοής εξέλεξαν στην προεδρία του κοινοβουλίου τον ηγέτη του DUI, Ταλάτ Τζαφέρι, δηλαδή προχώρησαν σε μια τυπικά αντισυνταγματική κίνηση.
Όμως στο σημείο αυτό ο Ιβανόφ και οι ρωσόφιλοι που βρίσκονται πίσω του προχώρησαν σε μια όχι μόνο ωμά αντισυνταγματική πραξικοπηματική κίνηση, αλλά σε μια πρωτοφανή μαζική πράξη βίας ενάντια σε ένα κοινοβούλιο, μια πράξη πέρα για πέρα τραμπούκικου φασιστικού τάγματος εφόδου, που νομίζουμε ότι θα αποτελέσει αρνητικό σταθμό στη μελλοντική πορεία της χώρας. Δηλαδή 200 περίπου φασίστες του ρατσιστικού και βαθιά ρωσόδουλου κινήματος «Για μια ενωμένη Μακεδονία» προφανώς συνεννοημένα μπούκαραν μέσα στο κοινοβούλιο και έδειραν βουλευτές και δημοσιογράφους της αντιπολίτευσης προκαλώντας βανδαλισμούς μέσα στο χτίριο. Αυτή η εισβολή έδειξε τον κύριο κίνδυνο και τον κύριο εχθρό της χώρας.
Στο σημείο αυτό σε ένα γενικά αντιδημοκρατικό διασπαστικό πολιτικό παιχνίδι δύο πόλων της ντόπιας αστικής τάξης ήρθε να εμπλακεί η ωμή φασιστική βία για να τσακίσει τον τραυματισμένο αστικό μισοδημοκρατισμό. Εδώ φάνηκε πόσο τουλάχιστον ο Ιβανόφ εκπροσωπεί κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από το γενικό χαρακτήρα των δύο πόλων της πρόσφατης αντιπαράθεσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο Γκρούεφσκι καταδίκασε αμέσως την επίθεση των τραμπούκων, ο Ιβανόφ το έκανε μόνο κατόπιν συνάντησής του με τον αμερικανό αναπληρωτή υφυπουργό εξωτερικών Χόιτ Γη.
Επίσης το τάιμινγκ της επίθεσης φαίνεται να μην είναι άσχετο με τις εξελίξεις στην περιοχή. Π.χ. εκείνη τη στιγμή στη Βουλγαρία διαμορφωνόταν η νέα κυβερνητική συμμαχία του δυτικόφιλου GERB με τη ρωσόδουλη ακροδεξιά που έχει εκφράσει στο παρελθόν επεκτατικές αξιώσεις σε βάρος της Δημ. της Μακεδονίας. Ταυτόχρονα στην Αλβανία η προβοκατόρικη μεγαλοαλβανική, αλλά με φιλευρωπαϊκή πρόσοψη κυβέρνηση Ράμα συνέχιζε τις προκλήσεις μιλώντας για αναπότρεπτη ένωση με το Κόσσοβο μέσα στα πλαίσια της ΕΕ, ενώ ο UCK βγήκε να δηλώσει ότι μπορεί να επέμβει στις μακεδονικές εξελίξεις. Ο αλβανικός επεκτατισμός πυροδοτεί την ανάπτυξη του αντίστοιχου μεγαλοσέρβικου σοβινισμού, ο οποίος κάνει ντε φάκτο σύμμαχό του τη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η Αθήνα που εδώ και χρόνια εμποδίζει την ένταξη της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ με πρόσχημα την ονομασία, δηλ. αρνούμενη την κυριαρχία της και τις διεθνείς σχέσεις που η ίδια έχει αποφασίσει, τώρα εμφανίζεται είτε σαν ουδέτερος παράγοντας είτε σαν προστάτης του «χριστιανικού της πληθυσμού». (Βέβαια μέσω Καμμένου δίνει δίκιο και στον αλβανικό σοβινισμό όταν λέει ότι η καταγωγή του πληθυσμού της χώρας είναι αλβανική…)
Φαίνεται δηλαδή ότι διαμορφώνεται ο οριζόντιος κι ο κάθετος πολιτικός άξονας στα Βαλκάνια, στο σημείο τομής του οποίου βρίσκεται η γειτονική μας χώρα. Ένας «ορθόδοξος» κάθετος άξονας, Ουγγαρίας του Ορμπάν, Σερβίας, Ελλάδας υπό ρωσική ηγεσία, που αγωνίζεται να κυριαρχήσει έναντι του οριζόντιου, Αλβανίας, Βουλγαρίας ο οποίος εμφανίζεται σαν φιλοδυτικός και εν μέρει είναι, αλλά στην κύρια πλευρά δουλεύει απλά σαν προβοκάτορας του κάθετου. Αυτός ο άξονας στέλνει τις μακεδονικές πατριωτικές μάζες στην αγκαλιά του κάθετου ρώσικου άξονα. Με τον όρο προβοκάτορας δεν αναφερόμαστε τόσο στις διάφορες ηγεσίες των βαλκανικών κρατών και πολιτικών ρευμάτων, που εμφανίζονται σαν φιλοδυτικές όσο στους πολιτικούς εκπροσώπους των μονοπωλιστών της Δύσης που είναι πράκτορες ή φίλοι του ρωσικού κρατικοφασιστικού μονοπωλίου (Τραμπ, Μέρκελ, Ρέντσι, Μογκερίνι, Γιουνκέρ κτλ.) οι οποίοι επεμβαίνουν ωμά στα εσωτερικά όλων των βαλκανικών χωρών λες και είναι χωράφι τους. Όλοι αυτοί δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να προωθούν τη διάσπαση στη μικρή και βασανισμένη από τους γειτονικούς σοβινισμούς χώρα, παίρνοντας κυρίως το μέρος των Αλβανών επεκτατιστών και των τυχοδιωκτών της, ενώ αύριο θα πάρουν το μέρος των ρωσόφιλων φασιστών αν αυτοί επικρατήσουν ασκώντας συνιστώντας τότε σύνεση και όχι αντίσταση στο φασισμό.
Ένα ερώτημα που μπαίνει είναι γιατί τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά μονοπώλια ανέχονται μια τέτοια στάση των ρωσόδουλων πολιτικών τους ηγεσιών;
Αυτό συμβαίνει διότι όπως λέει ο Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός είναι η εποχή του χρηματιστικού κεφάλαιου και των μονοπωλίου που παντού έχουν την τάση προς την κυριαρχία και όχι προς την ελευθερία» (άπαντα, τ. 23). Αντί να στηριχθούν στη μεγάλη πλειοψηφία των ειρηνόφιλων και δημοκρατικών κρατών και εθνών για να βοηθήσουν στην αποτροπή της περικύκλωσης της Ευρώπης από τους νέους χίτλερ του Κρεμλίνου, οι παρακμασμένοι δυτικοί μονοπωλιστές στηρίζονται σε αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις κι επεμβαίνουν στα εσωτερικά των κρατών του Τρίτου κόσμου σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν τη φθίνουσα κυριαρχία τους εκεί. Δεν έχουν κανένα πρόβλημα να θυσιάσουν την εδαφική ακεραιότητα μιας ειρηνόφιλης και δημοκρατικής χώρας όπως είναι σήμερα η Δημ. της Μακεδονίας προκειμένου να σώσουν τον οριζόντιο άξονα που ενώνει την Τουρκία με τη Δύση, δηλαδή να στηριχθούν στον αλβανικό επεκτατισμό και έτσι να τον ενθαρρύνουν να κάνει το δεύτερο μεγαλύτερο έγκλημά του μετά τη διαμελιστική του κατά της Σερβίας πολιτική στο Κόσσοβο, που λίγοι ξέρουν ότι ήταν εκείνη που ξύπνησε το αιμοβόρο τέρας που λέγεται σέρβικος σοβινισμός. Όμως όπως συνέβη και με την Τουρκία, οι κινήσεις τους αυτές οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: Ενισχύουν τον επιθετικό κάθετο άξονα και στέλνουν τις χώρες της περιοχής κατευθείαν στην αγκαλιά του χίτλερ-Πούτιν, πράγμα που αυτά τα παχύδερμα δεν φαίνεται ακόμα καθόλου να τα ανησυχεί.
Έτσι πιεζόμενος από τη Δύση ο Γκρούεφσκι κλήθηκε από το ρώσο πρέσβη στη Μακεδονία, Ο. Σερμπάκ, μέσα στον Απρίλη να «ανταποδώσει» την υποστήριξη και να κινηθεί φιλορωσικά. Σε αντίθετη περίπτωση οι Ρώσοι απείλησαν με εμπάργκο στα αγροτικά προϊόντα της χώρας, σύμφωνα με τη SundayTimes (7/5). Όμως ο Γκρούεφσκι αντιστέκεται ακόμα στις ρωσικές παραινέσεις. Σε συνέντευξή του στη σερβική εφημερίδα Blic (independent.mk, 9/4) δήλωσε: «Για το αν η Ρωσία στηρίζει ή όχι το κόμμα μας, το καλύτερο είναι να ρωτήσετε την ίδια τη Ρωσία. Το VMRO-DPMNE είναι ένα δυτικόφιλο κόμμα, και ο βασικός μας στόχος είναι η Μακεδονία να αποτελέσει τμήμα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Δεν το βρίσκω απροσδόκητο να έχει η Ρωσία συμφέροντα στα Βαλκάνια και τη Μακεδονία. Εγώ ενδιαφέρομαι περισσότερο για τα συμφέροντα της Μακεδονίας και των πολιτών της». Σε άλλη ερώτηση περί του εάν ο Τραμπ θα εξομαλύνει την ευρωπαϊκή στάση, στην ίδια συνέντευξη, είπε: «Δεν πιστεύω στην ξένη βοήθεια ή στο ανακάτεμα των ξένων δυνάμεων στις εσωτερικές υποθέσεις της Μακεδονίας. Πιστεύω ότι ο ίδιος ο λαός είναι αρκετά ώριμος για να αποφασίσει αν θα δεχτεί την πλατφόρμα των Τιράνων».
Δεν γνωρίζουμε πολύ καλά την εσωτερική πολιτική κατάσταση στη γειτονική χώρα για να είμαστε σε θέση να ξέρουμε αν τελικά προέρχεται κύρια από το εσωτερικό της χώρας ή κύρια από εξωτερικές πιέσεις η απόφαση του Ιβανόφ να δεχτεί τελικά ο πρώτος να σχηματιστεί η κυβέρνηση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος με τα αλβανικά κόμματα στη γειτονική χώρα, αφού αυτά πρώτα αναγνώρισαν ότι θα σεβαστούν το σύνταγμα, δηλαδή ότι δεν θα ζητήσουν άμεσες αλλαγές του στην κατεύθυνση της πλατφόρμας των Τιράνων, ειδικά αλλαγή του στο ζήτημα της επίσημης γλώσσας.
Διαπιστώνοντας πάντως ότι καμιά υπερδύναμη, ιδιαίτερα η Ρωσία που οργανώνει όλες τις μεγάλες αναμπουμπούλες στην ευρύτερη περιοχή, καθώς και ότι κανένα από τα αρπακτικά που περικυκλώνουν τη μικρή αυτή φιλειρηνική γειτονική μας χώρα, δεν βγήκε να διαμαρτυρηθεί γι αυτή τη συμφωνία, ανησυχούμε πολύ ότι περισσότερο παρακολουθούμε μια ανακωχή που προετοιμάζει τους όρους μιας μελλοντικής ελεγχόμενης ανάφλεξης, και φέρνει στην εξουσία μια κυβέρνηση οργανωμένης αστάθειας και έντασης, παρά μια λύση ειρήνης και σταθερότητας.
Είμαστε λοιπόν σε επιφυλακή.