Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΟΖ ή η πρώτη από τις δύο ελληνικές αντι-ΑΟΖ

Χάρτης της υφαλοκρηπίδας Ελλάδας-Ιταλίας του 1977, όπου φαίνονται όλες οι συντεταγμένες και τα σημεία καμπής Χάρτης της υφαλοκρηπίδας Ελλάδας-Ιταλίας του 1977, όπου φαίνονται όλες οι συντεταγμένες και τα σημεία καμπής

Όταν η συμφωνία Ελλάδας- Ιταλίας είχε υπογραφεί στις 9 του Ιούνη, είχε γίνει και αυτή αντικείμενο θριαμβολογιών, όπως έγινε αργότερα και εκείνη με την Αίγυπτο. Αυτές οι θριαμβολογίες καταλήγουν και στις δυο περιπτώσεις σε έναν κοινό ισχυρισμό: ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει καλές σχέσεις με όλους τους γείτονές της εκτός από την Τουρκία, που αυτή φταίει για το ότι είναι κακές.

 

Έχουμε ήδη απαντήσει σ’ αυτόν τον ισχυρισμό στο πρόσφατα αναρτημένο κείμενό μας που καταπιάνεται με την ελληνοτουρκική επαπειλούμενη σύρραξη στην ανατολική Μεσόγειο αυτές τις μέρες, λέγοντας ότι και οι δυο συμφωνίες οριοθέτησης που υπέγραψε η χώρα μας δεν είναι συμφωνίες για καλή γειτονία με αυτές τις δύο χώρες, την Ιταλία και την Αίγυπτο αλλά συμφωνίες για τη δημιουργία διπλωματικών και -αν ήταν δυνατόν- και στρατιωτικών συμμαχιών εναντίον του κοντινότερου γείτονα της Ελλάδας που είναι η Τουρκία. Διατυπώναμε δηλαδή τη θέση ότι δεν πρόκειται για οριοθέτηση κάποιων ΑΟΖ, αλλά κάποιων αντι-ΑΟΖ. Ειδικά μάλιστα η οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο απαντά άμεσα στην οριοθέτηση της ΑΟΖ που έχει κάνει η Τουρκία με τη Λιβύη, η οποία είναι και αυτή μια αντι-ΑΟΖ από την πλευρά της Τουρκίας που στρέφεται ενάντια στην Ελλάδα και επίσης την αδικεί. Αλλά αν αναζητήσουμε ποιος άρχισε πρώτος την αδικία θα δούμε ότι η τουρκική ΑΟΖ με τη Λιβύη είναι η απάντηση στο γεγονός ότι η Ελλάδα δηλώνει εδώ και χρόνια αξίωση κυριαρχίας σε μια ΑΟΖ που αδικεί κατάφωρα την Τουρκία στα νότια του Καστελόριζου.

Το αποτέλεσμα από αυτήν την πολεμική χρήση των τριών οριοθετήσεων που αναφέραμε είναι ότι και οι τρεις είναι άδικες και ετεροβαρείς μεταξύ αυτών που τις υπογράψανε. Η ελληνοϊταλική και η ελληνοαιγυπτιακή είναι άδικη και ετεροβαρής για την Ελλάδα, ενώ η τουρκολιβυκή δίνει μια ΑΟΖ στη Λιβύη πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που δικαιούται, αλλά με αντάλλαγμα να την μπλέξει σε μια σύγκρουση με την Ελλάδα και, κυρίως, να την απομονώσει από την Ευρώπη, την οποία τόσο χρειάζεται η νόμιμη κυβέρνηση της Τρίπολης.

Ο στόχος του παρακάτω άρθρου είναι να εξετάσει αποκλειστικά την ελληνοϊταλική συμφωνία και να αναδείξει από τη μια την κατάπτυστη αφαίρεση της κυριαρχίας της χώρας μας στον ενάλιο πλούτο της, και από την άλλη πόσο μεγάλη είναι η έλλειψη αρχών της άρχουσας τάξης της χώρας μας, η οποία ό,τι δικαιούται η Ιταλία της το δίνει γενναιόδωρα (στους Οθωνούς), αλλά το ίδιο πολύ μεγαλύτερο δικαίωμα της Τουρκίας (στο Καστελόριζο) της το καταπατά κατάφωρα. Στην πραγματικότητα στο σημείο αυτό αποδεικνύεται κάτι το ιδιαίτερο: ότι η Ελλάδα δεν κοιτάει το συμφέρον της, δηλαδή το οικονομικό συμφέρον του ελληνικού λαού, αλλά να πλήξει την Τουρκία, πράγμα που δεν είναι το συμφέρον της Ελλάδας και του ελληνικού λαού, αλλά το συμφέρον μιας επιθετικής αναθεωρητικής υπερδύναμης που είναι η ρωσική.

 

Η ιστορία του ζητήματος

 

Στις 24 Μαΐου 1977 η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε υπογράψει συμφωνία με την ιταλική κυβέρνηση (υπουργοί Εξωτερικών οι Μπίτσιος και Φορλάνι, αντίστοιχα) για την οριοθέτηση των υφαλοκρηπίδων Ελλάδας και Ιταλίας στο Ιόνιο. Η συμφωνία αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 12 Νοεμβρίου 1980, μετά από την ανταλλαγή των εγγράφων επικύρωσης.

Η οριοθετική γραμμή οριζόταν από 16 σημεία-συντεταγμένες και εκτεινόταν στην κατεύθυνση βορρά-νότου για 268 ναυτικά μίλια (ν.μ.). Η οριοθέτηση έγινε τότε, σε γενικές γραμμές, «στη βάση της αρχής της μέσης γραμμής», όπως ακριβώς αναφέρεται στη συμφωνία (αυτό ακριβώς είναι ένα από τα σημεία για τα οποία επαίρεται ότι πέτυχε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, καθώς θεωρεί ότι αυτό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τη σχετική θέση της Τουρκίας, η οποία δε θεωρεί τη μέση γραμμή κυρίαρχο κριτήριο της όποιας οριοθέτησης). Παρ’ όλ’ αυτά, στο άρθρο 1 της συμφωνίας σημειώνεται ότι αυτό θα ισχύει μεν, αλλά «λαμβάνοντας υπόψη οποιεσδήποτε αμοιβαία εγκεκριμένες ελάσσονες προσαρμογές». Συγκεκριμένα, σημαντικές (και όχι «ελάσσονες») προσαρμογές συμφωνήθηκαν:

α) Στα σημεία καμπής 1, 2 και 3, όπου η οριοθετική γραμμή είναι 1,9-3,3 ν.μ. πιο κοντά στο ελληνικό νησί Οθωνοί παρά στην ιταλική ακτή. Αυτό σημαίνει ότι οι Οθωνοί δεν έχουν πλήρη υφαλοκρηπίδα, όπως έχει η ιταλική στεριά.

β) Στο σημείο 8, όπου η οριοθετική γραμμή είναι 6,1 ν.μ. πιο κοντά στην ιταλική ακτή από την Κεφαλλονιά.

γ) Στα σημεία 15 και 16, όπου η οριοθετική γραμμή βρίσκεται 1,8-5,5 ν.μ. πλησιέστερα στο ελληνικό νησί Σταμφάνη (ένα από τα νησιά Στροφάδες). Αυτό για τις Στροφάδες σημαίνει ό,τι και για τους Οθωνούς.

Τα υπόλοιπα σημεία καμπής απέχουν 1,5 ν.μ. από την εμφανή μέση γραμμή.

Για να μη ζαλίζουμε τον αναγνώστη με υπερβολικές (αλλά όχι ανούσιες) λεπτομέρειες, καταλήγουμε στο ότι η τεθλασμένη οριοθετική γραμμή του 1977 χοντρικά τηρούσε την αρχή της μέσης γραμμής, αλλά χωρίς να δέχεται σαν υπέρτατη αρχή αυτήν που η χώρα μας θεωρούσε απέναντι στην Τουρκία: ότι τα νησιά έχουν πλήρη υφαλοκρηπίδα.

Επίσης στο άρθρο 5 της συμφωνίας του 1977 οριζόταν ρητά ότι «καμία από τις προβλέψεις αυτής της συμφωνίας δεν θα επηρεάσει το καθεστώς των υπερκείμενων υδάτων και του (υπερκείμενου) εναέριου χώρου». Λογικό, αφού τότε δεν είχε εμφανιστεί στο Διεθνές Δίκαιο η έννοια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), κάτι που έγινε 5 χρόνια αργότερα με τη Σύμβαση του MontegoBay στη Τζαμάικα.

Τέλος, στο άρθρο 4 προβλεπόταν ότι, σε περίπτωση ανεπίλυτης διαφοράς ανάμεσα στις δύο χώρες για ζητήματα εφαρμογής της συμφωνίας, οι διαφορές αυτές «θα παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (σ.σ.: εννοεί το ΔΔ της Χάγης) μετά από αίτηση ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη ή σε οποιαδήποτε άλλη διεθνή αρχή επιλέξουν με κοινή συμφωνία».

 

Από το 1977 μέχρι σήμερα

 

Στο μεταξύ το 1982 θεσμοθετήθηκε η νεότερη συμφωνία, γνωστή ως UNCLOS (αναφερθήκαμε πιο πάνω σ’ αυτήν), που πρόβλεπε, μεταξύ άλλων, το (κυριαρχικό) δικαίωμα των παράκτιων κρατών σε ΑΟΖ 200 ν.μ. από τις ακτές τους, καθώς και το αυθύπαρκτο δικαίωμά τους να επεκτείνουν το όριο των χωρικών τους υδάτων μέχρι τα 12 ν.μ.

Από τότε η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή το τελευταίο, ενώ η Ελλάδα όχι, ούτε καν στο Ιόνιο, όπου, όπως μας έλεγαν όλες οι μέχρι τώρα ελληνικές κυβερνήσεις, δεν θα υπήρχε πρόβλημα με την Ιταλία, αφού είχε ήδη υπογραφεί η συμφωνία του 1977 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.

Αλλά ούτε καν αλιευτική ζώνη 12 ν.μ. θέσπισε ποτέ η χώρα μας στο Ιόνιο. Στην ιστοσελίδα mignatiou.com δημοσιεύτηκε στις 30 Αυγούστου 2017 άρθρο του Θεόδωρου Καρυώτη* με τον τίτλο «Η οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιταλία», όπου διαβάζουμε τα εξής: «Έτσι δημιουργήθηκε ένας Κανονισμός (σ.σ.: εννοεί της Ευρωπαϊκής Ένωσης) το 1983, που ξεκάθαρα ανέφερε ότι το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης των κρατών-μελών δεν θα έχει καμία επίπτωση σ’ αυτή την αλιευτική ζώνη (σ.σ.: των 200 ν.μ.). Δηλαδή κράτη-μέλη που είχαν αιγιαλίτιδα ζώνη 3 ή 6 ν.μ. θα έπρεπε να αποκτήσουν αλιευτική ζώνη 12 ν.μ. Η Ελλάδα δεν έκανε τότε καμία ενέργεια για να δημιουργήσει μια αλιευτική ζώνη 12 ν.μ.».

Την ώρα δηλαδή που η («εθνικά υπερήφανη») κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου βρυχόταν σαν λιοντάρι απέναντι στην Τουρκία, κακάριζε σαν κοτούλα απέναντι σε μια Ιταλία που, στο κάτω-κάτω, δεν μας απειλούσε και με πόλεμο…

Γιατί άλλο είναι να πηγαίνεις για μια διαπραγμάτευση για ΑΟΖ με την Ιταλία κι εσύ να έχεις 6 ν.μ. χωρικά ύδατα, ενώ η Ιταλία 12, και καμία αλιευτική ζώνη διακηρυγμένη, και άλλο με ίσης έκτασης χωρικά ύδατα. Αλλάζει η βάση εκκίνησης της διαπραγμάτευσης.

 

Το μεγάλο εμπόδιο για μια συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας για ΑΟΖ

 

Το ερώτημα που έμπαινε σε όλα, σχεδόν, τα ΜΜΕ (Τύπος, τηλεόραση) όλα αυτά τα (43 !!!) χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στις δύο συμφωνίες ήταν: Τι εμποδίζει την υπογραφή συμφωνίας με την Ιταλία για οριοθέτηση της ΑΟΖ;

Αυτή η φαινομενική «παραξενιά» εμφανίζεται από την αρχή κιόλας του άρθρου που προαναφέραμε: «Είναι μια πολύ παράξενη ιστορία για ένα πρόβλημα που, ασφαλώς, δεν έπρεπε ούτε καν να υφίσταται. Πρόκειται για την οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιταλία, την ευκολότερη οριοθέτηση στον κόσμο, διότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας των δύο κρατών έχει ήδη συντελεστεί και η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ πάντα συμπίπτουν» (σημειώνουμε ότι συμπίπτουν πάντα στη Μεσόγειο λόγω των γενικά χαμηλών βαθών της, αλλά δεν συμπίπτουν πάντα και στους ωκεανούς).

Γιατί λοιπόν η «ευκολότερη οριοθέτηση στον κόσμο» χρειάστηκε 43 ολόκληρα χρόνια για να γίνει;

Την απάντηση δίνει ο ίδιος ο Καρυώτης στον επίλογο του άρθρου του: «Ο κύριος λόγος της άρνησής τους (σ.σ.: εννοεί των Ιταλών, αφού αυτοί ήταν που αρνούνταν) είναι ότι σήμερα, επειδή διαθέτουν μεγάλο αλιευτικό στόλο, ψαρεύουν πολύ κοντά στα χωρικά μας ύδατα και θα χάσουν αυτούς τους ψαρότοπους, όταν η οριοθέτηση της ΑΟΖ γίνει με βάση τη μέση γραμμή».

Σε ένα άλλο άρθρο, του Άγγελου Αθανασόπουλου αυτή τη φορά (Το Βήμα, 14 Ιουνίου), αναφέρεται επίσης ότι: «Το μείζον θέμα για αυτούς (σ.σ.: εννοεί τους Ιταλούς) ήταν η συμπερίληψη στο “σώμα” της συμφωνίας ειδικής πρόβλεψης για την κατοχύρωση των ιστορικών αλιευτικών δικαιωμάτων τους».

Αυτή η φράση για «ιστορικά αλιευτικά δικαιώματα» των Ιταλών στο Ιόνιο μας θυμίζει την εποχή που οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις αλώνιζαν όλο τον κόσμο με τα αλιευτικά και τα πολεμικά τους πλοία και εναντιώνονταν όποτε έμπαινε θέμα περιορισμού των «δικαιωμάτων» τους αυτών προς όφελος των μικρότερων παράκτιων ή και νησιωτικών χωρών. Άλλωστε και η ίδια η UNCLOS ακριβώς γι’ αυτό θεσμοθετήθηκε κυρίως, για να περιορίσει τα «δικαιώματα» των Μεγάλων Δυνάμεων στις θάλασσες του κόσμου.

Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται στο τι συνέβη με μια άλλη συμφωνία οριοθέτησης, μεταξύ Γαλλίας-Ιταλίας αυτή τη φορά (Μάρτιος 2015): «οι ιταλοί αλιείς αντέδρασαν τόσο σφοδρά στη συμφωνία αυτή, που το ιταλικό Κοινοβούλιο δεν την επικύρωσε καν. Αμέσως άλλαξε και η στάση της Ρώμης στις ελληνοϊταλικές συνομιλίες με ισχυρότερη επιμονή για αναγνώριση των ιστορικών αλιευτικών τους δικαιωμάτων» (βλ. σχετικά και το άρθρο «Μόνο οι κόκκινες γαρίδες απομένουν για την υπογραφή της ΑΟΖ», του Μάκη Πολλάτου στο Πρώτο Θέμα (5 Ιουνίου).

Αυτή είναι η μία πλευρά, που αφορά την ουσία της ΑΟΖ, δηλαδή την προστασία του υδάτινου πλούτου, που σημαίνει κυρίως των αλιευτικών δικαιωμάτων ενός κράτους. Η άλλη έχει να κάνει με την πλήρη επήρεια ή όχι των ελληνικών νησιών στον καθορισμό της ΑΟΖ, δηλαδή σχετίζεται άμεσα με το πιο βασικό σήμερα σημείο αντίθεσης της Ελλάδας με την Τουρκία, για το οποίο η Ελλάδα έσπευσε να κλείσει τη συμφωνία με την Ιταλία: «η ιταλική πλευρά (σ.σ.: το 2014) δεχόταν να γίνει μια αναφορά στα αλιευτικά της δικαιώματα σε χωριστό πολιτικό κείμενο. Η αμφισβήτηση εστιάστηκε στο ζήτημα της απόδοσης πλήρους επήρειας στις Στροφάδες» (στο άρθρο του Αθανασόπουλου).

Κανονικά, με βάση αυτά που υποστήριζαν ανέκαθεν ως τα σήμερα όλες οι μέχρι σήμερα ελληνικές κυβερνήσεις, ότι δηλαδή όλα τα νησιά έχουν πλήρη επήρεια στην ΑΟΖ, δηλαδή ότι όλα τα νησιά έχουν ίση ακριβώς ΑΟΖ που έχουν και τα χερσαία εδάφη (με εξαίρεση κάτι αμφιλεγόμενες δηλώσεις επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για την περίπτωση του Καστελόριζου), θα έπρεπε στη συμφωνία με την Ιταλία να επιβεβαιωθεί αυτή ακριβώς η θέση. Αφού δηλαδή ανάμεσα στην Ιταλία και στην Ελλάδα υπάρχουν μόνο ελληνικά νησιά και όχι ιταλικά, η οριοθετική γραμμή της ΑΟΖ θα έπρεπε, με βάση το νέο Διεθνές Δίκαιο (βλέπε UNCLOS), να πάει ακριβώς στη μέση ανάμεσα στους Οθωνούς και την Ιταλία (δείτε το στο χάρτη της συμφωνίας που δημοσιεύουμε με το όνομα Othonoi). Έπρεπε δηλαδή η ΑΟΖ στο μέρος αυτό, στα περίφημα στενά του Οτράντο, να μετακινηθεί πολύ πιο δυτικά, που σημαίνει σε βάρος της Ιταλίας και σε όφελος της Ελλάδας, και έτσι να αλλάξει η οριοθετική γραμμή της υφαλοκρηπίδας (συμφωνία του 1977), για την οποία περιέργως κανείς δεν είχε διαμαρτυρηθεί από αυτούς που σκίζαν και σκίζουν τα ιμάτιά τους για κάθε υποτιθέμενη παραχώρηση της Ελλάδας στο Αιγαίο προς την Τουρκία. Το να βρίσκεται η γραμμή της ελληνοϊταλικής ΑΟΖ στη μέση ακριβώς ανάμεσα στο πιο μακρινό νησάκι της Ελλάδας στο Ιόνιο και στις ιταλικές ακτές είναι αυτό ακριβώς που απαιτεί μόνιμα σαν ζήτημα αρχής η Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία σε ό,τι αφορά το πιο μακρινό από την Ελλάδα νησί της, που είναι ακριβώς δίπλα στην Τουρκία, το Καστελόριζο. Η Ελλάδα δηλαδή θέλει η ΑΟΖ της Τουρκίας να είναι ανάμεσα στην Τουρκία και το Καστελόριζο, δηλαδή η Τουρκία -μια ηπειρωτική χώρα με πελώριο μήκος ακτών στο νότο και στα δυτικά της- να έχει 500 μέτρα υφαλοκρηπίδα, δηλαδή πρακτικά μηδέν ΑΟΖ, ενώ η ίδια, με ένα μικρό ελληνικό νησί, να εξασφαλίζει όλο το εκτεταμένο κομμάτι της Μεσογείου που αντιστοιχεί στην Τουρκία.

Ενώ λοιπόν στο Αιγαίο, και κυρίως στη ΝΑ Μεσόγειο, η Ελλάδα θεωρεί -κατά παράβαση κάθε έννοιας Διεθνούς Δικαίου- ότι ουσιαστικά όλη η ΑΟΖ της ανήκει και δεν αφήνει στην Τουρκία παρά κάτι ψιχία ανάξια λόγου, στο Ιόνιο δίνει όλα τα μίλια της ΑΟΖ στην Ιταλία και μηδέν υφαλοκρηπίδα στους Οθωνούς στο σημείο των στενών του Οτράντο. Περήφανη, πράγματι, εξωτερική πολιτική… με πολύ περίεργα επιλεκτική περηφάνια…

 

Η τωρινή συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας ως προς τον ουσιώδη λόγο ύπαρξης μιας ΑΟΖ, δηλαδή τα αλιευτικά δικαιώματα

 

Ας έρθουμε όμως στην τωρινή ελληνοϊταλική συμφωνία να δούμε τι ακριβώς προβλέπει:

α) «Η οριοθετική γραμμή των θαλασσίων ζωνών στις οποίες οι δύο χώρες νομιμοποιούνται να ασκούν, αντιστοίχως, τα κυριαρχικά δικαιώματα ή τη δικαιοδοσία τους σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο θα είναι η οριοθετική γραμμή για την υφαλοκρηπίδα που καθορίσθηκε με τη Συμφωνία του 1977 μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας για την οριοθέτηση των αντίστοιχων υφαλοκρηπίδων» (άρθρο 1).

Στην ουσία «πρόκειται για καθ’ ύψος (από το βυθό προς την επιφάνεια) επέκταση της συμφωνίας του 1977» (Βασίλης Νέδος, Καθημερινή, 9 Ιουνίου).

Τι παραπάνω κερδίζουν δηλαδή οι δύο χώρες (Ελλάδα, Ιταλία) μ’ αυτή τη συμφωνία σε σχέση μ’ αυτά που κέρδιζαν το 1977 με τη συμφωνία για την υφαλοκρηπίδα; Το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται οικονομικά ό,τι υπάρχει στην υδάτινη στήλη από την επιφάνεια της θάλασσας ως το βυθό. Και τι το εκμεταλλεύσιμο, κυρίως, υπάρχει σ’ αυτό το χώρο; Τα ψάρια και τα οστρακοειδή!

Τώρα φτάσαμε στο (οικονομικό) μεδούλι της υπόθεσης. Γιατί ΑΟΖ σημαίνει: αποκλειστική εκμετάλλευση -από τη χώρα που τη δικαιούται- των κάθε είδους πλουτοπαραγωγικών πηγών της υδάτινης αυτής στήλης. Προσέξτε αυτό το «αποκλειστική»: σημαίνει ότι στο συγκεκριμένο χώρο αποκλείεται να ασκεί εκμετάλλευση οποιαδήποτε άλλη χώρα.

Ισχύει κάτι τέτοιο μ’ αυτή τη συμφωνία; Όχι, βέβαια. Γιατί, παράλληλα μ’ αυτήν, υπογράφτηκε και μια «Κοινή Γνωστοποίηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή», με την οποία οι δύο χώρες ζητούν τη μελλοντική τροποποίηση του Κανονισμού περί κοινής αλιευτικής πολιτικής, ώστε, όταν (προσέξτε αυτό το «όταν»!!!) η Ελλάδα αποφασίσει να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της ως τα 12 ν.μ., να διατηρηθεί η υπάρχουσα αλιευτική δραστηριότητα των ιταλών ψαράδων στην περιοχή μεταξύ 6-12 ν.μ., που σήμερα αποτελεί διεθνή ύδατα (βλ. άρθρο «Αυτή είναι η συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας για την ΑΟΖ», Πρώτο Θέμα, 12 Ιουνίου).

Δηλαδή οι ιταλοί ψαράδες θα ψαρεύουν αυτά που ήθελαν (και τα οποία ψαρεύουν και μέχρι τώρα) και στην περιοχή μεταξύ 6-12 ν.μ., όταν η περιοχή αυτή θα αποτελεί χωρικά ύδατα της Ελλάδας (στο απώτερο και άγνωστο μέλλον δηλαδή), χώρια που θα ψαρεύουν σε ολόκληρη τη μελλοντική ΑΟΖ της Ελλάδας στο Ιόνιο! Τότε, τι σόι ΑΟΖ είναι αυτή;

Για να χρυσώσει το χάπι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε το εξής: «Τα υπάρχοντα δικαιώματα των Ιταλών αλιέων περιγράφονται με σαφήνεια, αλλά πλέον περιοριστικά, τόσο ως προς τον αριθμό των σκαφών όσο και ως προς τα είδη που δύνανται να αλιεύσουν, και εξαιρούνται τα είδη που αλιεύουν οι Έλληνες αλιείς» (στο ίδιο).

Δηλαδή, τα 68 ιταλικά αλιευτικά που προβλέπονται είναι λίγα για μια μικρή θάλασσα όπως το Ιόνιο; Ή μήπως θα υπάρχει από ελληνικής πλευράς καθημερινή παρακολούθηση του αριθμού των ιταλικών αλιευτικών, μπας και ξεπεράσουν τα 68; Αστεία πράγματα.

Όσο για τα είδη που μπορούν να αλιεύουν οι Ιταλοί, άφησαν σ’ εμάς το γαύρο και τη σαρδέλα κι αυτοί ψαρεύουν την κόκκινη γαρίδα, που στην αγορά μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 40 ευρώ το κιλό (βλ. άρθρο του Πολλάτου). Τέτοιο ξεγύμνωμα πια…

Εδώ να κάνουμε μια σημαντική παρατήρηση. Η κυβέρνηση, και πιο πολύ ο αρμόδιος υπουργός Εξωτερικών, επιχαίρουν γιατί, όπως λένε, η Ιταλία με τη συμφωνία αυτή δέχεται το δικαίωμα της Ελλάδας για 12 μίλια όχι μόνο στο Ιόνιο, αλλά και στις άλλες θάλασσες (Αιγαίο, Λιβυκό, Καρπάθιο, Κρητικό κτλ.).

Σε συνέντευξή του ο Δένδιας στη δημοσιογράφο του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA Σ. Παπαϊωάννου και στην εκπομπή 360ο είπε και τα εξής: «Ερώτηση: Έχετε σκέψεις και για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο; Δένδιας: Η χώρα έχει δικαίωμα που προέρχεται από το σκληρό πυρήνα της κυριαρχίας της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα. Είναι θέμα πολιτικής πότε θα γίνει αυτό το πράγμα. Είναι ένα δικαίωμα το οποίο της ανήκει απόλυτα. Και, εμμέσως, αυτή η συμφωνία που υπεγράφη με την Ιταλία της το αναγνωρίζει. Δηλαδή η Ιταλία δέχεται ότι όχι μόνο και στο Ιόνιο, αλλά και στο Αιγαίο και στο Λιβυκό η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να ασκήσει την επέκταση της κυριαρχίας της στα 12 ναυτικά μίλια και ζητάει από την Ελλάδα -τον ιδιοκτήτη αυτού του δικαιώματος- την άδεια να ψαρέψει σ’ αυτά τα ύδατα, όταν η Ελλάδα ασκήσει αυτό το δικαίωμα»! (η συνέντευξη πάρθηκε από την ιστοσελίδα του ΥΠΕΞ)

Τι μας λέει δηλαδή εδώ ο Δένδιας; Ότι παραχώρησε στα μεγάλα ιταλικά αλιευτικά το δικαίωμα να ψαρεύουν μεταξύ 6-12 ν.μ., οψέποτε θεσπιστούν τα 12 μίλια, όχι μόνο στο Ιόνιο, αλλά και σε όλες τις θάλασσες που περιβρέχουν την Ελλάδα. Και θα ψαρεύουν όχι μόνο έξω από την Κεφαλλονιά, την Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο, αλλά και έξω από τη Ρόδο, την Κάρπαθο, την Κρήτη και -γιατί όχι;- έξω από το Λαύριο, ακόμα και έξω από το Φάληρο. Ο Μητσοτάκης, κάτω από τα χειροκροτήματα του Τσίπρα, περηφανεύεται για την προκλητική παραχώρηση εδώ και τώρα του αλιευτικού πλούτου της χώρας μας μέσα στις ακτές της, και την ίδια ώρα -με το στόμα του νέου αρχηγού ΓΕΕΘΑ- δηλώνει ότι θα κάψει ζωντανούς τους Τούρκους, αν τολμήσουν να βγάλουν σε ένα αμφίβολο μέλλον αμφίβολες ποσότητες υδρογονανθράκων, τις οποίες ο ίδιος απαγορεύει να αντλεί η χώρα του ακόμη και στη στεριά… Στόχος αυτού του ψευτοπατριώτη, όπως και όλου του ελληνικού «πατριωτικού πολιτικού κόσμου», είναι να στείλει την Τουρκία μια ώρα αρχύτερα βαθύτερα στην αγκαλιά της Ρωσίας! Είναι χαρακτηριστικό ότι τον τελευταίο χρόνο, που για πρώτη φορά η Τουρκία απάντησε στις παράλογες και επεκτατικές αξιώσεις της Ελλάδας για την ΑΟΖ στο Νότο της Τουρκίας με το να προβάλει και η ίδια παράλογες και επεκτατικές αξιώσεις σε βάρος της Ελλάδας κυρίως στην Κρήτη και στη Ρόδο, επιτελικοί εμπνευστές αυτών των αξιώσεων είναι οι τούρκοι στρατηγοί που θέλουν έξοδο της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ και συμμαχία με τη Ρωσία!

Το ότι αυτή είναι η ουσία της συμφωνίας επιβεβαιώνεται και σε ένα σχετικό κείμενο του Βενιζέλου με τίτλο «Οριοθετήσεις» στην Καθημερινή (14 Ιουνίου), ο οποίος, ενώ είναι σύμφωνος με τη γενική σοβινιστική αντίληψη, βλέπει τα εξής σε ό,τι αφορά την ελληνοϊταλική συμφωνία: «Η νέα συμφωνία έχει συναφθεί μεταξύ μιας χώρας με χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων, την Ιταλία, και μιας χώρας με χωρικά ύδατα 6 ναυτικών μιλίων, την Ελλάδα. Είναι συνεπώς λογικό να αναγνωρίζει ως αυτονόητο το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει και αυτή τα χωρικά της ύδατα, έστω αναγνωρίζοντας ήδη από τώρα παραδοσιακά αλιευτικά δικαιώματα της Ιταλίας στη ζώνη 6-12 ν.μ., όχι μόνο στο Ιόνιο, αλλά και στο Αιγαίο. Αυτός μάλιστα ο διακανονισμός λαμβάνει τη μορφή νομικά δεσμευτικής πρότασης των δύο χωρών προς την ΕΕ για τροποποίηση του σχετικού ενωσιακού κανονισμού αλιείας. Ο διακανονισμός ισχύει, μάλιστα, και πριν από τη θέση σε ισχύ της νέας συμφωνίας».

Πάρτε τα όλα δηλαδή, και μάλιστα προκαταβολικά.

 

Δημιουργείται από σήμερα ελληνική ΑΟΖ στο Ιόνιο; Λάθος!

 

β) Όταν εμφανίζεται ένα «εθνικό θέμα» στον αφρό της επικαιρότητας, όλα τα ΜΜΕ στην Ελλάδα -που τα καθοδηγεί η παγιωμένη εδώ και χρόνια ενότητα γραμμής όλων των ρωσόδουλων κομματικών ηγεσιών στα λεγόμενα εθνικά θέματα- είναι μασίφ στην «υπεράσπισή» τους και στο κατακεραύνωμα του «αντιπάλου», που συνήθως είναι η Τουρκία. Αυτό λοιπόν που πλάσαραν αυτή τη φορά στον κόσμο, μαζί κυβέρνηση και αντιπολίτευση φυσικά, είναι ότι πρόκειται για συμφωνία καθορισμού τωρινής, από σήμερα, ΑΟΖ Ελλάδας-Ιταλίας.

Ουδέν ψευδέστερον. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2 της Συμφωνίας λέει: «Όταν το ένα Μέρος λάβει την πρωτοβουλία να ανακηρύξει μια θαλάσσια ζώνη που εκτείνεται μέχρι την οριοθετική γραμμή του άρθρου 1 της παρούσας Συμφωνίας, θα ενημερώσει σχετικά το άλλο Μέρος το συντομότερο δυνατόν» (πολλά «όταν» και «θα» μαζεύτηκαν).

Αυτό το άρθρο δεν θα είχε λόγο ύπαρξης, αν η ΑΟΖ Ελλάδας-Ιταλίας καθοριζόταν από τώρα με βάση τις συντεταγμένες του άρθρου 1. Άλλωστε, το ίδιο το άρθρο 1 λέει ρητά ότι «Η οριοθετική γραμμή των θαλασσίων ζωνών (…) θα είναι η οριοθετική γραμμή για την υφαλοκρηπίδα». Προσέξατε αυτό το «θα»;

Τα ίδια με τα παραπάνω υιοθετεί και ο Βενιζέλος στο άρθρο που προαναφέραμε: «Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι, όταν η Ελλάδα ανακηρύξει αποκλειστική οικονομική ζώνη, γενικά ή μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή, αυτή θα είναι ήδη οριοθετημένη και η έκτασή της θα ταυτίζεται με την έκταση της οριοθετημένης ήδη από το 1977 υφαλοκρηπίδας της. Το άρθρο 2 της συμφωνίας προβλέπει ότι, αν ένα από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη αποφασίσει να κηρύξει μια θαλάσσια ζώνη, πρακτικά ΑΟΖ, πρέπει να ενημερώσει σχετικά, το ταχύτερο δυνατό, το άλλο μέρος».

Αυτή η αμφισβήτηση της συμφωνίας που περιλαμβάνεται μέσα στη συμφωνία έχει -κατά τη γνώμη μας- ένα και μόνο στόχο: όλα τα προνόμια για την Ιταλία που απορρέουν από αυτήν να μπορούν να αναιρεθούν, αν η τελευταία διαφοροποιηθεί από τη ρωσόφιλη γραμμή Κόντε, ο οποίος αρχίζει να απομακρύνεται από τον Σάρατζ και να κινείται σαν τάχα ισορροπιστής προς τον Χαφτάρ, δηλαδή να παίζει λίγο πολύ το ίδιο ακριβώς ενδιάμεσο παιχνίδι που παίζει και ο Πούτιν στον λιβυκό εμφύλιο.

 

Πλήρης η επήρεια των ελληνικών νησιών ή όχι;

 

γ) Σε ό,τι αφορά τη μη αναγνώριση πλήρους επήρειας των Οθωνών και των Στροφάδων στη συμφωνία, κάτι που μπορεί να αποτελέσει προηγούμενο και για το Αιγαίο, που έχει πληθώρα τέτοιων νησιών, και ουσιαστικά καταρρίπτει τα ελληνικά επιχειρήματα έναντι των τουρκικών (αλλά και των αλβανικών), ο Δένδιας στην ίδια συνέντευξη προσπαθεί να διασκεδάσει παρόμοιους ισχυρισμούς, ωστόσο το ζήτημα παραμένει: «Τα περί μη πλήρους επήρειας των δυο μικρών νησιών εγώ τα ακούω -θα μου επιτρέψετε να σας πω- ελαφρώς κωμικά. Γιατί; Διότι η συμφωνία αυτή είναι μια ισοσκελισμένη συμφωνία (…) αυτό το 0,0019% που η Ελλάδα παραχωρεί στα δύο ακραία σημεία των μικρών νησιών το παίρνει στο κέντρο αυτής της έκτασης. Άρα, συνολικά παίρνει ακριβώς την ίδια έκταση (…) Αυτό δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα και κανένα νομικό προηγούμενο. Αντιθέτως, δημιουργεί ένα εξαιρετικά ευνοϊκό προηγούμενο».

Φυσικά και δεν είναι έτσι. Ακόμη κι αν η συνολική έκταση ισοφαρίζεται σε κάποιο άλλο σημείο της ΑΟΖ, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα νησιά χάνουν την πλήρη επήρεια. Αν, για παράδειγμα, δεν πάρει πλήρη επήρεια το Καστελόριζο και αυτή μεταφερθεί σε ένα άλλο σημείο της (υποτιθέμενης, αφού δεν έχει ανακηρυχθεί τέτοια) ελληνική ΑΟΖ στο Αιγαίο, τότε χάνονται εκατοντάδες μίλια ΑΟΖ, γιατί νότια από το Καστελόριζο η ελεύθερη θαλάσσια έκταση (δηλαδή αυτή χωρίς νησιά) είναι τεράστια, ενώ αν υποθέσουμε ότι θα μεταφερθεί στο Αιγαίο (κάτι σαν τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης) θα το μετατρέψει σε ελληνική λίμνη.

Για το ίδιο ζήτημα ο Βενιζέλος παρατηρεί τα εξής: «Τότε η Ελλάδα, για να επιτευχθεί γρήγορα η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ιταλία, επέδειξε διπλωματική ευελιξία. Αποδέχθηκε μειωμένη επήρεια των Στροφάδων και των Διαποντίων Νήσων και αντιμεταθέσεις περιοχών, αντιμετώπισε συνεπώς με “δημιουργικό τρόπο” τον κανόνα της μέσης γραμμής, ενώ οι συντεταγμένες συμφωνήθηκαν με τρόπο που δεν θα ενοχλούσε τις γειτονικές χώρες (Αλβανία, Λιβύη, Μάλτα) (…) Έπρεπε, όμως, κατά τη γνώμη μου, να περιληφθεί στη νέα συμφωνία ρητή δήλωση ότι οι αποκλίσεις που υπάρχουν στη συμφωνία του 1977 ως προς την πλήρη επήρεια των νησιών κατά τον καθορισμό της μέσης γραμμής οφείλονται στο γεγονός ότι η συμφωνία του 1977 είναι προγενέστερη της ισχύουσας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας».

Για ποιο λόγο να μπει τέτοια δήλωση, αν όντως δεν υπάρχει πρόβλημα και δεν δημιουργεί προηγούμενο για άλλες οριοθετήσεις, όπως με Αλβανία και Τουρκία; Άλλωστε, εκεί που σκάλωσε η συμφωνία Ελλάδας-Αλβανίας για την οριοθετική γραμμή της ΑΟΖ τους στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας ήταν ακριβώς το γεγονός ότι εκείνη η συμφωνία πρόβλεπε πλήρη επήρεια στα Διαπόντια νησιά. Αυτό δεν το δέχτηκαν, τελικά, οι Αλβανοί. Επομένως, οποιαδήποτε μελλοντική διαπραγμάτευση της Ελλάδας με την Αλβανία για ΑΟΖ, αν γίνει, θα έχει ως προαπαιτούμενο τη μη πλήρη επήρεια των Διαπόντιων νησιών. Αυτό δεν είναι κάτι που ισχυροποιεί εντελώς τις θέσεις της Τουρκίας π.χ. για το Καστελόριζο;

Ακόμη όμως κι αν υποθέσουμε -για να προχωρήσει η συζήτηση- ότι η Ελλάδα κατάφερνε να κερδίσει την αναγνώριση από την Ιταλία πλήρους επήρειας των Διαποντίων και των Στροφάδων, τι θα σήμαινε αυτό για μια θάλασσα (Ιόνιο) όπου όλα τα νησιά βρίσκονται στην πλευρά μόνο της μιας από τις δύο χώρες, συγκεκριμένα της Ελλάδας, οπότε τα νησιά αυτά κάλλιστα μπορούν να θεωρηθούν φυσική προέκταση της (ελληνικής) ηπειρωτικής ακτής;

Αυτή ακριβώς είναι και η μεγάλη διαφορά μεταξύ Ιονίου και Αιγαίου ως προς τη γεωγραφική θέση των ελληνικών νησιών: στο Αιγαίο τα περισσότερα (και τα πιο μεγάλα) νησιά βρίσκονται ακριβώς μπροστά από τις τούρκικες ακτές! Αυτό, με βάση το ισχύον Διεθνές Δίκαιο, εξυπηρετεί τα επιχειρήματα της Ελλάδας ή της Τουρκίας; Προφανώς της δεύτερης, αφού, σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή εφαρμοστεί η «μέση γραμμή» μεταξύ ελληνικών νησιών και τουρκικών ακτών, τότε η Τουρκία δεν θα πάρει σχεδόν καθόλου ΑΟΖ, ενώ έχει τεράστιο μήκος ακτών!

Είναι αυτό συμβατό με το ισχύον Διεθνές Δίκαιο; Όχι, βέβαια. Γιατί το Διεθνές Δίκαιο δεν έχει αναγάγει τη «μέση γραμμή» σε χρυσό κανόνα, απαράβατο σε οποιαδήποτε περίπτωση. Ίσα-ίσα όταν ένα νησί μιας χώρας είναι πολύ πιο κοντά στις ακτές μιας άλλης χώρας δεν της αφαιρεί το μεγαλύτερο μέρος της υφαλοκρηπίδας η της ΑΟΖ αλλά παίρνει ένα ποσοστό της που να αντιστοιχεί στον όγκο του νησιού και το μήκος των ακτών της άλλης αυτής χώρας. (https://www.oakke.gr/global/2013-02-16-19-26-19/item/1243-, https://www.oakke.gr/global/2013-02-16-19-26-19/item/1249-)

Ο πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα Μπουράκ Οζουγκέργκιν σε συνέντευξή του στην Καθημερινή έφερε «παραδείγματα από τα θαλάσσια σύνορα ΗΠΑ-Καναδά, Ρουμανίας-Ουκρανίας και Βρετανίας-Γαλλίας στη Μάγχη, ότι η οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών δεν είναι “τόσο απλή όσο η χάραξη μιας μέσης γραμμής ανάμεσα σε δυο ακτές, με απόδοση επήρειας στα νησιά όπως στις ηπειρωτικές ακτές”» (capital.gr, 22 Ιουνίου).

 

Για την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια

 

δ) Σ’ ό,τι αφορά το ζήτημα γιατί μέχρι τώρα η Ελλάδα δεν έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια στο Ιόνιο, όπου δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την Ιταλία, αφού κι αυτή έχει ήδη 12 μίλια, απάντηση από την κυβέρνηση δεν υπάρχει.

Σε άλλη συνέντευξη του Δένδια, στο ΣΚΑΪ αυτή τη φορά (10 Ιουνίου), τον ρωτάει η δημοσιογράφος Μ. Αναστασοπούλου: «Μετά απ’ αυτές τις υπογραφές είμαστε πιο κοντά και στην επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια;». Δένδιας: «Έχουμε λύσει ένα προαπαιτούμενο. Πάντοτε η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης, όχι μόνο στο Ιόνιο, και στο Λιβυκό και στο Κρητικό και στο Καρπάθιο και στο Αιγαίο, είναι δικαίωμα της Ελλάδας. Κυριαρχικό μας δικαίωμα είναι, ό,τι ώρα θέλουμε το κάνουμε».

Από πού κι ως πού η ελληνοϊταλική συμφωνία αποτελεί «προαπαιτούμενο» για τα μίλια; Αν ήταν έτσι, τότε γιατί η Ιταλία είχε ήδη επεκτείνει τα μίλια της σε 12 πριν την υπογραφή της τωρινής συμφωνίας;

Σε ό,τι αφορά το Ιόνιο, πράγματι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να επεκτείνει η Ελλάδα τα χωρικά της ύδατα μέχρι τα 12 μίλια. Αν όμως το κάνει εκεί, θα αρχίσει να τίθεται όλο και πιο εμφατικά το ερώτημα: Γιατί μόνο στο Ιόνιο και όχι και στις άλλες θάλασσες από τις οποίες βρέχεται η Ελλάδα;

Επειδή λοιπόν η «απάντηση» του Δένδια δεν έπεισε, ο δημοσιογράφος Δ. Οικονόμου επιμένει: «“Γιατί δεν το έχουμε κάνει τόσα χρόνια”, θα σου πει ο άλλος». Η απάντηση του Δένδια είναι αποκαλυπτική: «Διότι η Ελλάδα σταθμίζει τα συμφέροντά της, σταθμίζει τις σχέσεις της με άλλες χώρες (σ.σ.: ηθελημένα εδώ δεν καθορίζει σε ποιες χώρες αναφέρεται). Δεν είναι μόνο το θέμα της Τουρκίας, να είμαστε συνεννοημένοι. Υπάρχουν διάφορες χώρες που έχουν απόψεις. Το Αιγαίο είναι μια διάβαση, οδηγεί σε πάρα πολλές περιοχές. Η Ελλάδα δεν θέλει να διαταράξει ή να δυσχεράνει τις σχέσεις της με μια σειρά από χώρες».

Να, λοιπόν, που η ρώσικη μαϊμού δεν άντεξε και έδειξε την ουρά της. Τι να πει ο Δένδιας; Ότι οι πρώτοι που θα αντιδρούσαν θα ήταν οι Ρώσοι, που θέλουν διακαώς να παραμείνει ελεύθερη γι’ αυτούς η διέλευση των πολεμικών τους πλοίων στο Αιγαίο και γενικά στη Μεσόγειο και γι αυτό με σαφήνεια έχουν παλιότερα αντιδράσει στα 12 μίλια; Και οι Αμερικάνοι ήταν αντίθετοι στα 12 μίλια, αλλά όχι με την ίδια ένταση, γιατί γι αυτούς και για τους άλλους Δυτικούς δεν τίθεται με τον ίδιο τρόπο το θέμα της ελεύθερης διέλευσής τους στο Αιγαίο, αφού μπορούν, όντας (τυπικά, έστω) στην ίδια συμμαχία με την Ελλάδα, να το κάνουν και με «την άδεια του χωροφύλακα». Να, λοιπόν, πώς το casusbelli των Τούρκων εξυπηρετεί, σε τελευταία ανάλυση, τα συμφέροντα των Ρώσων, και μάλιστα τα αποκρύπτει, τους δίνει την απαραίτητη κάλυψη.

 

Για την παραπομπή στη Χάγη

 

ε) Η κυβέρνηση εμφανίζει ως επιτυχία της και κάτι άλλο, τη λεγόμενη «ειρηνική διευθέτηση των διαφορών με την παραπομπή τους στη Χάγη». Συγκεκριμένα, στο άρθρο 4 της Συμφωνίας Ελλάδας-Ιταλίας διαβάζουμε:

«1. Τα Κράτη θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια να διευθετήσουν, δια της διπλωματικής οδού, κάθε διαφορά που ενδέχεται να ανακύψει σχετικά με την ερμηνεία ή εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας.

2. Αν μια τέτοια διαφορά δεν διευθετηθεί εντός τεσσάρων μηνών (…), η διαφορά αυτή θα παραπεμφθεί, με αίτηση οποιουδήποτε από τα δύο Μέρη, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή σε οποιοδήποτε άλλο διεθνές όργανο που έχει επιλεγεί με κοινή συμφωνία».

Εδώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη θεωρεί ότι πέτυχε τρίποντο απέναντι στην Τουρκία. Άλλωστε, ο βασικός και ανομολόγητος στόχος της ήταν ακριβώς αυτός: να υπογραφεί η συμφωνία «στέλνοντας ένα μήνυμα προς την πλευρά της Τουρκίας» (βλ. άρθρο Γιώργου Σκαφιδά στο Έθνος, 9 Ιουνίου: «Συμφωνία ΑΟΖ Ελλάδας-Ιταλίας: Τα συν, τα “πλην” και η απειλή της Τουρκίας»). Πάγιος στόχος της ρωσόδουλης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν και παραμένει για δεκαετίες να απομονώσει την Τουρκία πολιτικά, διπλωματικά και -ει δυνατόν- και στρατιωτικά από τη Δύση και να τη στείλει πακέτο στην αγκαλιά του Πούτιν. Και σ’ ένα βαθμό, και απ’ ό,τι φαίνεται στην κύρια πλευρά, το έχει καταφέρει**.

Με την ελληνοϊταλική συμφωνία η Ελλάδα έδωσε στην Ιταλία ένα σιχαμερό αντάλλαγμα με την ελεεινή της παραχώρηση στην αλιεία, για να τη δελεάσει να μην υποστηρίξει την Τουρκία στο σκηνικό όξυνσης που στήνεται πάνω στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση στη Μεσόγειο, καθώς η Ιταλία κρατάει μια ουδέτερη στάση με περισσότερη κλίση προς τον Σάρατζ και την Τουρκία παρά με τον Χαφτάρ και τη Ρωσία στη Λιβύη. Μέχρι στιγμής η Ιταλία δεν έχει ακουστεί να παίρνει θέση για την κρίση στα νότια του Καστελόριζου.

Αν, πάντως, η ελληνική διπλωματία είχε και την ελπίδα ότι η Τουρκία θα απαντούσε αρνητικά στη συμφωνία, με αποτέλεσμα να ενοχλήσει την Ιταλία, αυτό δεν συνέβη. Αντίθετα, η Τουρκία δήλωσε με τον Τσαβούσογλου και τους αναλυτές της ότι η συμφωνία είναι θετική, ότι «δίνει ιδέες», ότι είναι «πολύ ενθαρρυντικό ότι η Ελλάδα εντέλει άρχισε να επιλύει τα μακροχρόνια ζητήματα οριοθέτησης με τους γείτονές της», ενώ βέβαια δεν παρέλειψαν να παρατηρήσουν πως «Το ότι η ελληνοϊταλική συμφωνία (…) δεν αποδίδει πλήρη επήρεια στο σύμπλεγμα των Οθωνών, μετατρέπεται έτσι σε επιχείρημα για να κληθεί η Αθήνα να επιδείξει αντίστοιχη “ευελιξία” και στο Αιγαίο» (βλ. άρθρο του Κ. Ράπτη στο capital.gr, 22 Ιουνίου).

Όσο για την προσφυγή στη Χάγη, οι Τούρκοι χρόνια τώρα προτείνουν στην Ελλάδα πρώτα άμεσες διαπραγματεύσεις για όλα τα ζητήματα όπου θεωρούν ότι υπάρχουν διαφορές, και μετά, για όσα ζητήματα παραμείνουν εκκρεμή, προσφυγή από κοινού είτε στο ΔΔ της Χάγης είτε σε οποιοδήποτε άλλο προβλεπόμενο από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ διεθνές διαιτητικό όργανο. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, για να στριμώξουν τους Τούρκους, να τους οδηγήσουν στην πλήρη άρνηση και να τους απομονώσουν διπλωματικά, λένε: «καμία διαπραγμάτευση-κατευθείαν στη Χάγη και μόνο για την υφαλοκρηπίδα». Γι’ αυτό άλλωστε και, ενώ ξελαρυγγιάζονται για τη Χάγη, είναι αυτές ακριβώς που έχουν καταθέσει στη Χάγη δηλώσεις εξαίρεσης από πιθανή προσφυγή για ζητήματα που θέτει η Τουρκία, όπως η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, η αντίθετη με κάθε έννοια Διεθνούς Δικαίου διαφοροποίηση μεταξύ μιλίων χωρικών υδάτων-εναέριου χώρου κ.ά. Πάμε στη Χάγη, αλλά μόνο γι’ αυτό που θέλουμε εμείς και (νομίζουμε ότι) μας βολεύει. Αυτή είναι η θέση όλων των μετά τον Καραμανλή τον Α΄ κυβερνήσεων, με προεξάρχοντα τον Ανδρέα Παπανδρέου. Έτσι όμως προκοπή η χώρα δε βλέπει.

 

Τα απόνερα της συμφωνίας

 

Δεύτερος στόχος της ελληνοϊταλικής συμφωνίας είναι η περαιτέρω διπλωματική απομόνωση της Τουρκίας, καθώς τα επόμενα βήματα είναι μια πιθανή συμφωνία με την Αλβανία, κυρίως όμως (γιατί πιστεύουν ότι αυτό θα τσούξει την Τουρκία) η επιδίωξη συμφωνίας για οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Τώρα τελευταία μάλιστα κορυφαίοι δημόσιοι παράγοντες, όπως ο διεθνολόγος και βουλευτής Φίλης, τάσσονται -κατά παράβαση κάθε έννοιας Διεθνούς Δικαίου- υπέρ μιας «μερικής» οριοθέτησης με την Αίγυπτο:

«Το μεγάλο ζητούμενο πλέον για την Ελλάδα είναι να καταφέρει να προχωρήσει και σε μια έστω μερική ή τμηματική οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ με την Αίγυπτο του Σίσι (…) Και προς αυτήν την κατεύθυνση έχει γίνει άλλωστε σημαντική προεργασία τα προηγούμενα χρόνια από το Γιάννη Βαληνάκη και πιο πρόσφατα από το Νίκο Κοτζιά. Ο Νίκος Κοτζιάς μάλιστα και η πλευρά του Σίσι λέγεται πως είχαν επί της ουσίας καταλήξει το 2018 και στους χάρτες μιας τμηματικής/μερικής οριοθέτησης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, που θα κάλυπτε τις περιοχές νοτίως και ανατολικά της Κρήτης, αφήνοντας έξω ως μόνη εκκρεμότητα προς μελλοντική διευθέτηση το Καστελόριζο, με την υποσημείωση ότι θα επρόκειτο για το πρώτο βήμα προς μια συνολική οριοθέτηση» (Σκαφιδάς, στο ίδιο).

Πόσο εφευρετικά, αλήθεια, είναι τα ρώσικα μυαλά!

Και ο ίδιος ο Δένδιας όμως, στη συνέντευξη στον ALPHA που προαναφέραμε, υποστηρίζει ανοιχτά τη «μερική οριοθέτηση». Γι’ αυτό άλλωστε βιάστηκε να ταξιδέψει στην Αίγυπτο αμέσως μετά την υπογραφή της ελληνοϊταλικής συμφωνίας.

Όμως το τι τρέχει με την Αίγυπτο και ποια είναι τα πιθανά εμπόδια μιας τέτοιας συμφωνίας ξεφεύγει από τα όρια αυτού του άρθρου.

*Ο Θεόδωρος Καρυώτης είναι ομότιμος καθηγητής οικονομικών του πανεπιστημίου του Μέριλαντ των ΗΠΑ. Διετέλεσε οικονομικός σύμβουλος της πρώτης κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου στην πρεσβεία της Ουάσιγκτον και ήταν μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Θεωρείται ειδικός στο θέμα της ΑΟΖ κα έχει γράψει σχετικά άρθρα και βιβλία στα αγγλικά και ελληνικά.

**Σήμερα όχι μόνο ο Ερντογάν, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του τούρκικου πολιτικού κόσμου υποστηρίζει την πολιτική της όλο και μεγαλύτερης συνεργασίας με την πουτινική Ρωσία με όρους υποϊμπεριαλιστικού επεμβατισμού τόσο στη Συρία όσο και στη Λιβύη. Όσο για τον ίδιο τον Ερντογάν, αυτός έχει μπει στο δρόμο της πολιτικής δικτατορίας στο εσωτερικό της Τουρκίας, επιδιώκοντας να γίνει εθνικός ηγέτης όλης της τουρκικής νέας βιομηχανικής μεγαλοαστικής τάξης που αναπτύχθηκε με κέντρο την Ανατολία (οι λεγόμενες «τίγρεις της Ανατολίας») κόντρα στην παλιά εκδυτικισμένη κεμαλική μεγαλοαστική τάξη, και ταυτόχρονα διεθνής ηγέτης της αποδυναμωμένης Μουσουλμανικής Αδελφότητας, που είναι ο κύριος πολιτικός εκφραστής των νέων αραβικών μεσαίων αστικών στρωμάτων. Πρόκειται για τα ηγεμονικά όνειρα της ερντογανικής Τουρκίας, ενός ανερχόμενου μεν, αλλά μικρομεσαίου επεμβασία, που νομίζει ότι έγινε μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη.

Αυτή η ανερχόμενη αστική τάξη ψάχνει για ένα ένδοξο παρελθόν και το αναζητάει στην οθωμανική ακμή, πράγμα που υποθάλπει η Ρωσία με τους νέο-ευρασιατιστές του τούρκικου στρατού, που επηρεάστηκαν σοβαρά από τον εθνικιστή, πρώην μαοϊκό και ελεεινό αποστάτη Ντογκού Περιντσέκ, οπαδό του νεοναζί Ντούγκιν. Αυτοί πιέζουν τον Ερντογάν να στραφεί στη Ρωσία κόντρα στη Δύση, που «κάνει τα χατίρια των Ελλήνων» (και πράγματι, δεν κάνει τίποτε άλλο ηλιθίως εδώ και χρόνια).

Έτσι έρχεται ο Πούτιν και δίνει ξαφνικά στον Ερντογάν -εκεί που τα είχε χάσει όλα σε Συρία και Λιβύη προδομένος και απομονωμένος από τη Δύση- νίκες τόσο στρατιωτικές όσο και διπλωματικές, αλλά νίκες εντελώς εύθραυστες, και το χειρότερο ανά πάσα στιγμή εξαρτημένες από την καλή διάθεση της ίδιας της Ρωσίας. Μάλιστα ειδικά τις διπλωματικές νίκες και το ξαφνικό κύρος της Τουρκίας στην Ευρώπη το δίνει στον Ερντογάν η Γερμανία της Μέρκελ, αυτή που τον σταύρωσε σε όλη την προηγούμενο περίοδο όταν αυτός αντιστεκόταν στον Πούτιν. Δηλαδή αυτόν τον υποψήφιο αετό τον ανεβάζει στα ύψη με τα δικά της δανεικά φτερά η ρώσικη διπλωματία, και τον ξαμολάει μέσα στο μισοπαράλυτο ΝΑΤΟ της ομοφωνίας και των βέτο και το αποσυντονίζει εντελώς, ειδικά τόσο στο μέτωπο της Λιβύης καθώς και στο παράλληλο μέτωπο της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης για την ΑΟΖ, σε δύο στρατόπεδα όπου από τη μια είναι η συμμαχία Γαλλίας-Ελλάδας και από την άλλη η Τουρκία, ενώ η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία παίρνουν μια θέση στο κέντρο. Αυτό γίνεται πιο καθαρά στις μεγάλες αίθουσες της ΕΕ που ακέφαλη και πολιτικά τυφλή συνεδριάζει για τις ίδιες συγκρούσεις αλλά που το μυαλό της είναι στην οικονομική της συνοχή.

Αν ο Ερντογάν θελήσει να προσεγγίσει ξανά, στα αλήθεια, την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ και όχι να δυναμώσει τις εσωτερικές τους αντιθέσεις, ξέρει ότι θα πρέπει να συγκρουστεί με τη Ρωσία, που θα του αφαιρέσει τα αυτοκρατορικά φτερά εν πτήσει και αυτός θα τσακιστεί. Νομίζουμε ότι αυτό η ερντογανική Τουρκία το ξέρει, και γι’ αυτό μπορεί να δεχτεί ξανά αληθινή συμμαχία με τη Δύση μόνο με κοσμοϊστορικές αλλαγές στην Ευρώπη, αν αυτή κάποτε αποφασίσει να συγκρουστεί στ’ αλήθεια με τη Ρωσία και με τα ελληνικά φιλορώσικα και φιλοκινέζικα βέτο και να φερθεί με συνέπεια απέναντι στην Τουρκία, και ταυτόχρονα να συγκρουστεί με τα ευρασιατικά νεοαυτοκρατορικά όνειρα των ευρασιατιστών της Τουρκίας. Η τούρκικη μεγαλοαστική τάξη είναι σήμερα αιχμάλωτος της Μόσχας σε ένα άνομο πάθος και όχι όπως συνέβαινε για δεκαετίες ολόκληρες, όταν ήταν διπλωματικός αιχμάλωτος της άδικης εισβολής της στην Κύπρο (που επίσης υποθάλπηκε από τη ρώσικη ΕΣΣΔ και την οποία η Τουρκία από μια στιγμή και πέρα ήθελε να την τελειώσει, γι’ αυτό και υποστήριξε τη λύση Ανάν) και των ελληνικών μηχανορραφιών στην ΕΕ. Τότε ήταν η μακριά περίοδος όπου όλα τα ελληνοτουρκικά ζητήματα μπορούσαν να λυθούν, αρκεί να ήθελε η Ελλάδα. Αλλά η Ελλάδα του Α. Παπανδρέου και των διαδόχων του, τορπιλίζοντας την κυβέρνηση του Καραμανλή του Α΄ και μετά του Μητσοτάκη του Α΄, που επιδίωξαν μια ειρηνική λύση στην Κύπρο και το Αιγαίο, ήθελε πάντα την όξυνση επειδή, όπως είπαμε, αυτή διευκόλυνε τα ρώσικα σχέδια. Ακόμα περισσότερο δεν θέλει σήμερα η επίσημη διακομματική Ελλάδα την ειρήνη με την Τουρκία ούτε στη Μεσόγειο ούτε στην Κύπρο. Η όξυνση είναι απαραίτητη στη Ρωσία για να σπρώχνει μέσω Ελλάδας την Τουρκία στη δική της αγκαλιά. Από την άλλη αυτή την όξυνση δεν θέλει να τη φτάνει σε πολεμική ρήξη για να μην διωχθεί η «άτακτη και φιλορώσικη» Τουρκία έξω από την ΕΕ και έξω από το ΝΑΤΟ, ώστε αυτά να διασπιούνται μέσα από την ατέλειωτη διελκυστίνδα με την Ελλάδα. Κυρίως η Ρωσία δεν θέλει η ελληνοτουρκική όξυνση να φτάσει σε πόλεμο, γιατί τότε δεν θα μπορεί να παίζει αυτή τον δήθεν ουδέτερο ρόλο της ανάμεσα στις δυο χώρες και θα αναγκαστεί να διαλέξει.

Αυτές τις παγκόσμιας σημασίας αρνητικές εξελίξεις στη γειτονική χώρα δεν τις πέτυχε βέβαια, μόνος του ο θρασύδειλος αντιτουρκισμός των ελλήνων -πάντα ξενόδουλων- σοβινιστών, που τον οργάνωσαν σε μακρόχρονη διπλωματική προβοκάτσια ο Α. Παπανδρέου και οι διάδοχοί του επίσης ρωσόδουλοι ευρωπαιοφανείς πρωθυπουργοί Σημίτης, Καραμανλής ο Β΄, ΓΑΠ, Σαμαράς, Τσίπρας και Μητσοτάκης. Αυτές οι προβοκάτσιες καρποφόρησαν χάρη στο ότι συνδυάστηκε η πολιτική τύφλα των ευρωπαίων μονοπωλιστών με την ικανότητα των νέων τσάρων, την κληρονομημένη από τους παλιούς τσάρους και την ανεπτυγμένη από τους τροτσκιστές, να διαβρώνουν κάθε κυβέρνηση και κάθε αντιπολίτευση με τους νέους φαιούς ή τους παλιούς «κόκκινους» πράκτορές τους, τους Μέρκελ, Σρέντερ, Σταϊνμάγερ, Μπλερ, Γιουνκέρ, Ντι Μάγιο και Σαλβίνι, και βέβαια τους γάλλους ιμπεριαλιστές τύπου Ολάντ και Μακρόν, που συνεργάζονται με τη Ρωσία στην Αφρική και τη Μεσόγειο.