Ένας βασικός παράγοντας παραγωγικού σαμποτάζ είναι και η δικαστική γραφειοκρατία σε συνεργασία με τα κόμματα και τα κινήματα των σαμποταριστών, και εννοείται με την πολιτική κάλυψη και τις επεμβάσεις των κυβερνητικών ηγετών-σμποταριστών. Χωρίς αυτές τις καλύψεις και τις επεμβάσεις μόνοι τους οι δικαστές, σαμποταριστές δεν θα μπορούσαν να κάνουν τέτοια ζημιά στις πενδύσεις.
Η ΟΑΚΚΕ καταγγέλλει εδώ και χρόνια το δικαστικό σαμποτάζ που στο κέντρο του είναι το σαμποτάζ του Συμβούλιου της Επικρατείας, ιδιαίτερα του βιομηχανοκτόνου 5ου τμήματός του.
Το δικαστικό σαμποτάζ, λειτουργεί ως εξής: όταν ανακοινωθεί η επένδυση και κατατεθούν τα σχετικά έγγραφα για έγκριση, κάποιοι-συνήθως δήθεν οικολόγοι ή ομάδες πολιτών-που καθοδηγούνται πολιτικά κυρίως από το ΣΥΡΙΖΑ ή παλιότερα και από το ψευτοΚΚΕ, κάνουν προσφυγή στο ΣτΕ. Αυτό καθυστερεί την απόφαση, πολλές φορές και μέχρι δέκα χρόνια, και στο τέλος ο επενδυτής χρεοκοπεί ή φεύγει. Αυτή η δικαστική μορφή του παραγωγικού σαμποτάζ δεν πραγματοποιείται μόνο από το ΣτΕ, αλλά και από όλων των βαθμίδων και ειδικοτήτων τα δικαστήρια.
Για πρώτη φορά η αστική τάξη αρχίζει να συνειδητοποιεί αυτή τη ζημιά χωρίς ωστόσο να καταλαβαίνει ή να θέλει να φανερώσει ότι πρόκειται για συνειδητό, οργανωμένο και μάλιστα πολιτικό σαμποτάζ.
Σύμφωνα λοιπόν με στοιχεία που δημοσιεύει η Καθημερινή στις 26-10: “Εκατοντάδες επενδύσεις, εκατομμύρια εργατοώρες και χιλιάδες θέσεις εργασίας χάθηκαν εξαιτίας της πολυπλοκότητας και των τεράστιων καθυστερήσεων που χαρακτηρίζουν το πλαίσιο απονομής δικαιοσύνης. Ολα αυτά, ενώ συμβαίνει τα τελευταία 20 χρόνια να θεσπίζονται 4 ή 5 νόμοι ετησίως σε όλο το φάσμα της Δικαιοσύνης που τιτλοφορούνται “επιτάχυνση της Δικαιοσύνης…Το νομικό πλαίσιο είναι περίπλοκο, με πολλές αντικρουόμενες διατάξεις, ασαφές και διαρκώς μεταβαλλόμενο και μάλιστα κάποιες φορές αναδρομικά. Οι δημόσιες υπηρεσίες δεν έχουν πολλές φορές ξεκάθαρες αρμοδιότητες. Δεν έχουν επίσης υποχρέωση να λαμβάνουν αποφάσεις εντός ορισμένου χρόνου και όταν την έχουν, δεν την εφαρμόζουν χωρίς να υποστούν επιπτώσεις. Οι δικαστικές διαδικασίες είναι εξαιρετικά αργές, σε σημείο που μπορούν ακόμη και να ακυρώσουν επενδύσεις. Με αυτά τα δεδομένα, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς γιατί η Ελλάδα διατηρεί αρνητικό ρεκόρ ξένων επενδύσεων και πόσο δύσκολα θα επιτευχθεί ο διπλός στόχος ανάπτυξη- απασχόληση εάν δεν δοθεί λύσει στο πρόβλημα”.
Αυτός που αποφασίζει για τους νόμους δεν είναι βέβαια τα δικαστήρια αλλά η Βουλή, δηλαδή τα κόμματα που την αποτελούν, η οποία και ψηφίζει τους νόμους. Θα μπορούσαν δηλαδή η κυβέρνηση και τα κόμματα να φέρουν νόμους, ιδιαίτερα τώρα που η χώρα έχει χρεοκοπήσει, οι οποίοι θα απλοποιούν τις διαδιακασίες έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων και που θα έβαζαν τέρμα στη μακροχρόνια αναμονή. Άλλωστε αυτή είναι μια από τις λίγες σημαντικές μετααρρυθμίσεις στις οποίες επιμένει η Τρόικα. Εδώ είναι χαρακτηριστικό της διακομματικής συννενοχής, ότι κατά την περίοδο που στο υπουργείο δικαιοσύνης ήταν η ψευτοαριστερή ΔΗΜΑΡ, δεν ψηφίστηκε ούτε ένας νόμος που να βάζει φρένο σε αυτήν την κατάσταση.