Πρωταθλητές στην υποστήριξη των πραξικοπηματιών σε πρώτη φάση ήταν οι πολιτικοί αναλυτές του ελληνικού κράτους που υποστήριξαν τη βρώμικη θεωρία -που προωθήθηκε για μια ολόκληρη νύχτα και από πολλά ΜΜΕ της ΕΕ- ότι είχαμε να κάνουμε με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα των δημοκρατικών και κοσμικών δυνάμεων της Τουρκίας ενάντια στην αυταρχική της ισλαμική κυβέρνηση.
Πέρα από το ότι οι οποιεσδήποτε δημοκρατικές δυνάμεις που ανατρέπουν αυταρχικές κυβερνήσεις στηρίζονται πάντα στην κινητοποίηση των λαών και όχι στα τανκς, και, κυρίως, πέρα από το ότι ποτέ ως τώρα στο σύγχρονο κόσμο δεν έχει παρατηρηθεί ένας λαός να βγαίνει μαζικά γυμνός απέναντι στα τανκς για να υποστηρίξει μια αυταρχική κυβέρνηση, αυτό που κρύβουν συστηματικά αυτού του είδους οι αναλυτές είναι ότι το κέντρο του ισλαμικού φασισμού στην Τουρκία και επί των κυβερνήσεων του ΑΚΠ ήταν και είναι το ρωσόφιλο δίκτυο του Φετχιουλάχ Γκιουλέν.
Ήταν αυτό το πανίσχυρο δίκτυο, που δουλεύοντας για μια ολόκληρη περίοδο μέσα στο κόμμα του Ερντογάν (το ΑΚΠ), έσυρε το κόμμα αυτό με προβοκάτσιες και συνομωσίες στο να πραγματοποιήσει από το 2003 τις μεγάλες μαζικές φασιστικές δίκες και φυλακίσεις κεμαλιστών πολιτικών, δημοσιογράφων και στρατιωτικών, για τις οποίες ποτέ αυτού του είδους η δήθεν δημοκρατική διανόηση της Δύσης και βέβαια οι ρωσόφιλοι δεν διαμαρτυρήθηκαν. Όταν το δίκτυο Γκιουλέν απέτυχε να πάρει την εξουσία μέσα στο ΑΚΠ οπότε και συγκρούστηκε ανοιχτά με τον Ερντογάν το 2013, το ρωσόδουλο και σοσιαλφασιστικό κούρδικο ΠΚΚ έσπασε τη μακρά εκεχειρία του με τον Ερντογάν και άρχισε έναν διαμελιστικό εμφύλιο χρησιμοποιώντας ακόμα και δολοφονική τρομοκρατία κατά αμάχων. Ταυτόχρονα, η ίδια η πουτινική Ρωσία ξεκίνησε μια εκστρατεία οικονομικού αποκλεισμού και στρατιωτικών και πολιτικών προκλήσεων κατά της Τουρκίας με στόχο την πτώση της κυβέρνησης Ερντογάν. Σε αυτήν την πολύπλευρη εκστρατεία της η πουτινική διπλωματία είχε την υποστήριξη της αντιπολίτευσης Κιλιντζάρογλου αλλά και την ουσιαστική στήριξη όλων σχεδόν των δυτικών κυβερνήσεων που έχουν ανακαλύψει ότι αξίζει να συμμαχούν με το διαμελιστή της Ουκρανίας Πούτιν ενάντια στον ΙΣΙΣ, (που όμως είχε γιγαντωθεί χάρη στη βοήθεια του υποτακτικού του Πούτιν μακελάρη Άσαντ και της φιλο-ιρανικής κυβέρνησης του Ιράκ), παρά να στηρίξουν τον Ερντογάν που του αντιστεκόταν. Αυτός παρόλη την υπερσυντηρητική του ισλαμική πολιτική και ιδεολογική φυσιογνωμία, αμυνόταν τα τελευταία χρόνια αντικειμενικά στους μεγαλύτερους φασίστες της χώρας του και του κόσμου.
Έτσι αυτός, μισητός από την Ανατολή και απομονωμένος από τη Δύση οδηγήθηκε στην ταπεινωτική πρόσφατη συγνώμη του στον Πούτιν και στην ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση του από τη Δύση. Όμως, όπως κάθε φασίστας έτσι και ο Πούτιν δεν στηρίζει ταπεινωμένους εχθρούς, αλλά τους αποτελειώνει.
Έτσι εξηγείται γιατί σ το σημείο αυτό της μέγιστης πολιτικής πτώσης του κύρους του Ερντογάν και στο εξωτερικό και στο εσωτερικό έκαναν το πραξικόπημά τους οι γκιουλενιστές πιθανότατα με μια μειοψηφία κεμαλιστών. Το λέμε αυτό γιατί μετά την ήττα των γκιουλενιστών ο Ερντογάν αποφυλάκισε τους κεμαλικούς στρατιωτικούς, θύματα του Γκιουλέν, και δυνάμωσε τους πολιτικούς δεσμούς του μαζί τους. Βέβαια αποδεικνύεται ότι η κύρια αιτία της αποτυχίας των πραξικοπηματιών δεν ήταν η αδυναμία τους να συσπειρώσουν τους κεμαλικούς στρατιωτικούς, αλλά ότι δεν είχαν υπολογίσει τις δημοκρατικές διαθέσεις και την αυτοθυσία του τουρκικού λαού. Είναι φανερό ότι οι πραξικοπηματίες συνθλίφτηκαν από το δίλημμά τους : είτε να πραγματοποιήσουν μια πελώρια σφαγή αμάχων, που θα τους αφαιρούσε κάθε μελλοντική διεθνή νομιμοποίηση, είτε να παραδοθούν στις στρατιωτικές και κυρίως στις αστυνομικές δυνάμεις που είχαν εκκαθαριστεί από τους γκιουλενιστές.
Ήδη οι σοσιαλφασίστες και οι αστοφιλελεύθεροι συνεπείς στην υποκριτικά «δημοκρατική» αντι-Ερντογάν γραμμή τους -καθώς οι περισσότεροι από αυτούς ποτέ τους δεν κατήγγειλαν τον αρχιφασίστα Πούτιν για τις ασύλληπτες σφαγές αμάχων, διαμελισμούς κρατών και κατά συρροή δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων- έχουν βγει να επισημάνουν ότι από δω και μπρος το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Τουρκία θα είναι η αυταρχική αποθράσυνση του «σουλτάνου».
Κατά τη γνώμη μας, και σε όσο βαθμό ακόμα τα πράγματα δεν είναι ξεκαθαρισμένα, ο μεγαλύτερος και πιο άμεσος πολιτικός κίνδυνος για την Τουρκία, αλλά και την Ευρώπη είναι να θεωρήσει το μέτωπο των νικητών ότι η κύρια διεθνής πηγή του πραξικοπήματος εναντίον τους είναι οι ΗΠΑ του Ομπάμα, και να κινηθεί προς τη Ρωσία παρά και τη δικιά της εχθρικά «ουδέτερη» στάση στη διάρκεια του πραξικοπήματος.
Το λέμε αυτό γιατί είναι ο Ομπάμα που ως τώρα πεισματικά, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της Άγκυρας, και τα άφθονα στοιχεία για τον πραξικοπηματικό του χαρακτήρα του Γκιουλέν, τον φιλοξενεί και τον προστατεύει και αρνείται ακόμα και τώρα δα να τον παραδώσει στην Τουρκία για να δικαστεί, βάζοντας μια νέα σειρά όρων και προϋποθέσεων. Όλη ως τώρα η ιστορία του φιλορώσου προβοκάτορα Ομπάμα, και των φίλων του προβοκατόρων του ζεύγους Κλίντον, είναι να επιτίθενται ουσιαστικά απρόκλητα σε χώρες και λαούς του Τρίτου Κόσμου, ενοχοποιώντας γι αυτό στα μάτια τους κύρια τη Δύση έτσι ώστε να εμφανίζουν αντικειμενικά στους λαούς αυτούς σαν φίλους τους την ανοιχτά αντιδυτική Ρωσία και τη σύμμαχό της Κίνα και να τους σπρώχνουν στην αγκαλιά αυτού του πολεμικού άξονα.
Μάλιστα δεν μπορούμε να αποκλείσουμε η Ρωσία να έπαιξε εδώ, όπως το συνηθίζει άλλωστε και στα δύο αντίθετα ενδεχόμενα αυτού του πραξικοπήματος. Το σαφώς καλύτερο γι αυτήν ήταν το πραξικόπημα να πετύχει οπότε η Τουρκία θα γινόταν με τη βία σταδιακά ένα ρώσικο εξάρτημα. Το χειρότερο γι αυτήν ενδεχόμενο ήταν το πραξικόπημα να αποτύχει αλλά την ευθύνη για αυτό να την πάρουν οι ΗΠΑ μέσω Γκιουλέν, οπότε η Τουρκία θα πλησίαζε με τη θέλησή της τον άξονα, χωρίς ωστόσο να γίνει υποτελής σε αυτόν, όπως αν το πραξικόπημα νικούσε. ΄
Πάντως πιστεύουμε, όπως και να εξελιχθούν βραχυπρόθεσμα τα πράγματα, ότι σε τελική ανάλυση η νίκη του τουρκικού λαού και της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησής του, είναι μια μεγάλη νίκη της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας στο σπαρασσόμενο από ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και φασιστικά πραξικοπήματα Τρίτο Κόσμο. Δεν είναι εύκολο ένας λαός, που μόλις έδειξε στον πλανήτη ότι ένα στρατιωτικό πραξικόπημα μπορεί να νικηθεί από άοπλες μάζες που είναι αποφασισμένες να πεθάνουν για τη λευτεριά τους, να υποταχθεί σε έναν οποιοδήποτε μελλοντικό δικτάτορα ή σε μια ξένη κατοχή. Δεν πρέπει ακόμα να ξεχνάμε ότι ο ίδιος αυτός λαός και η ίδια αυτή χώρα πριν περίπου από έναν αιώνα, στα 1920-22, είχαν δώσει ένα άλλο μάθημα, πολύ βέβαια μεγαλύτερου ιστορικού βάρους, στους αποικιακούς και μισοαποικιακούς λαούς που μόλις αφυπνίζονταν, όταν είχαν πραγματοποιήσει την πρώτη μεγάλη αστοδημοκρατική επανάσταση της Ανατολής τσακίζοντας τους πανίσχυρους τότε αγγλογάλλους ιμπεριαλιστές και τον υποτακτικό τους κατακτητικό ελληνικό βενιζελικό στρατό, που αυτοί είχαν εξαπολύσει ενάντια στο τουρκικό κράτος.
Αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά ότι το κέντρο της αντίστασης στο φασισμό, στον ιμπεριαλισμό και στο σοσιαλιμπεριαλισμό εξακολουθεί να βρίσκεται στους λαούς και στις χώρες του τρίτου κόσμου.