Οι κινέζοι σοσιαλφασίστες έχουν συμφέρον να αναβάλουν όσο μπορούν μια ωμή επέμβαση που θα απομονώσει πολιτικά τους ίδιους αλλά και τους ρώσους συμμάχους τους σε όλη την υφήλιο και μάλιστα σε μια στιγμή που οι διεθνείς πολιτικοί συσχετισμοί γίνονται σε γενικές γραμμές όλο και πιο ευνοϊκοί γι αυτούς, ιδιαίτερα με την παρουσία του ρωσόδουλου προβοκάτορα Τραμπ στην ηγεσία της αμερικάνικης υπερδύναμης και την άνοδο των φιλικών τους πολιτικών δυνάμεων στην ΕΕ και, κυρίως, στη Μέση Ανατολή. Γι αυτό κατά τη γνώμη μας η κύρια προσπάθεια τους συνίσταται στο να απομαζικοποιήσουν το δημοκρατικό κίνημα, να το εκθέσουν πολιτικά όσο μπορούν στον κινέζικο λαό της ενδοχώρας και, κυρίως, στο λαό του Χονγκ Κονγκ, ώστε να μπορέσουν τελικά να βρουν πατήματα για να ασκήσουν τη βία τους όσο είναι δυνατό λιγότερο οι ίδιοι και όσο γίνεται περισσότερο οι πράκτορες και οι φίλοι τους μέσα στο Χονγκ Κονγκ.
Για να πετύχουν τον παραπάνω στόχο οι κινέζοι σοσιαλφασίστες χρησιμοποιούν τη μέθοδο της προβοκάτσιας, ειδικά την ουκρανική μέθοδο του 2014, στην οποία έχουν διαπρέψει προηγούμενα οι ρώσοι συνάδελφοι τους. Αυτή η μέθοδος συνίσταται χοντρικά στο να αντικαθίσταται το μαζικό πολύ πλατύ ειρηνικό αντιφασιστικό κίνημα, από ένα τμήμα του που δίνει την κύρια έμφαση του στη σχεδόν πολεμική σύγκρουση με την αστυνομία, το οποίο τελικά όχι μόνο ρουφάει όλη την ανοιχτή ειρηνική και γι αυτό πολύ μαζική πολιτική πάλη, αλλά δίνει πιο εύκολα την ευκαιρία να ηγεμονεύσουν μέσα του ρεύματα αντιδραστικά που διασπούν εθνοτικά τον καταπιεζόμενο πληθυσμό. Στην περίπτωση της Ουκρανίας τέτοιος ήταν ο Δεξιός Τομέας. Στο Χονγκ Κονγκ το αντίστοιχο, αν και πολύ λιγότερο αντιδραστικό ρεύμα είναι ο δεξιός λοκαλισμός. Αυτός δεν έχει ακόμα εκδηλώσει ανοιχτά την παρουσία του. Όμως από το είδος της βίας που χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο τελευταία από τους διαδηλωτές, που παίρνει χαρακτηριστικά αντικινεζισμού δηλαδή αντίθεσης γενικά στους κινέζους πολίτες, όπως δείχνει το σπάσιμο καταστημάτων κινέζων ή φίλων της κινέζικης κυβέρνησης, ανησυχούμε μήπως ο λοκαλισμός επιβάλει τη γραμμή του στις μαχητικές διαδηλώσεις. Αν αυτές οι τακτικές δεν ανακοπούν από το ίδιο το δημοκρατικό κίνημα τότε μπορεί να έχουμε εξελίξεις ουκρανικού τύπου του 2014, δηλαδή εθνοτική διάσπαση και σχετικά εύκολη φασιστική δικτατορία των φίλων του Πεκίνου, δηλαδή χωρίς να ξεσηκωθεί όσο θα έπρεπε η υπονομευμένη από το σοσιαλφασισμό προοδευτική διεθνής κοινή γνώμη.
Aν ένα πραγματικά απελευθερωτικό κίνημα σαν αυτό του Χονγκ Κονγκ, υποκύψει στα λάθη του και ακόμα χειρότερα στους προβοκάτορες μέσα του, τότε όχι μόνο θα μείνουν χωρίς καρπούς αλλά θα μετατραπούν σε πολιτική τραγωδία οι αλλεπάλληλες παλλαϊκές ειρηνικές διαδηλώσεις των εκατομμυρίων του Ιούνη και του Αυγούστου, αλλά και η αυταπάρνηση της πλειοψηφίας των νεολαίων που συμμετέχουν στις συγκρούσεις με την αστυνομία και που διακινδυνεύουν κυρίως τη σύλληψη τους. Μια σύλληψη που όχι μόνο τους κατεβάζει τις μάσκες και μπορεί αύριο να τους φέρει στα νύχια της φριχτής βίας του Πεκίνου αν αυτή επιβληθεί ωμά στην πόλη, όχι μόνο άμεσα κινδυνεύουν με πολύχρονες φυλακίσεις αλλά μπορεί να φέρει και απόλυση από τις δουλειές τους καθώς όπως θα δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω το Πεκίνο ήδη ασκεί αφόρητες πιέσεις και πετυχαίνει απολύσεις ανθρώπων που υπερασπίζουν τις μαχητικές διαδηλώσεις στις προσωπικές τους σελίδες στα κοινωνικά δίκτυα. Επίσης παρόλο που οι μορφές πάλης που χρησιμοποιούν οι διαδηλωτές μοιάζουν με αυτές των φαιο«κόκκινων» στη Δύση, και τα αποτελέσματα τους δεν φαίνεται ως τώρα να εξυπηρετούν τον κεντρικό στόχο του κινήματος αλλά να κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση, αυτός ο στόχος που διαπερνά όλο τον όγκο του κινήματος είναι πέρα για πέρα προοδευτικός: να σωθεί η πόλη από την κυριαρχία του παγκόσμιου νεοχιτλερικού τέρατος που την πολιορκεί.
Στην ουσία έχουμε ως τώρα στο Χογκ Κογκ μια μορφή λαϊκής εξέγερσης, παρά το γεγονός ότι οι μειοψηφικές βίαιες μορφές πάλης έχουν πρακτικά εκτοπίσει τις πολύ μαζικές ειρηνικές. Η παλλαϊκή στήριξη συνήθως δίνει δίκιο σε ένα κίνημα και το δίκιο το έχει το κίνημα του Χονγκ Κονγκ παρόλα όλα τα σοβαρά λάθη, τις μεγάλες αδυναμίες και τις καταστροφικές αυταπάτες του γιατί χειρότερα τέρατα από τους νεοναζιστές του Πεκίνου απέναντι στους οποίους στέκεται δεν υπάρχοουν στον κόσμο.Όμως τη νίκη ή την ήττα δεν τη δίνουν οι καλές προθέσεις και οι ευγενικοί στόχοι, αλλά η σωστή πολιτική και ιδεολογική γραμμή που κυριαρχεί μέσα σε ένα κίνημα. Κρίνοντας από τις πράξεις και τα συνθήματα του κινήματος πιστεύουμε ότι αυτή που αρχίζει να επικρατεί είναι μια πολύ λαθεμένη γραμμή που όλο και περισσότερο γίνεται εκείνη που θα ήθελε ο εχθρός της, δηλαδή μια γραμμή στενού τοπικισμού με εθνικιστικά, αντιδραστικά χαρακτηριστικά και με φιλο-ιμπεριαλιστικές αυταπάτες. Αυτή η γραμμή επειδή δεν πιστεύει στα εκατομμύρια του κινέζικου λαού αλλά τον θεωρεί διαβρωμένο και υποδουλωμένο στους νεοναζί και ρατσιστές ηγέτες του, στηρίζει τις ελπίδες του είτε σε μια επέμβαση της Δύσης, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, οι οποίες αν δουν υποτίθεται το εξεγερμένο Χονγκ Κονγκ να σφάζεται θα επέμβουν τουλάχιστον κάνοντας οικονομικό πόλεμο στην Κίνα για να το σώσουν, ή, σε κάθε περίπτωση εξαιτίας της ίδιας της βίαιης εξέγερσης η Κίνα θα χάσει το Χονγκ Κονγκ σαν το χρηματιστικό της κέντρο και τον πιο βασικό σύνδεσμο της με το δυτικό κεφάλαιο και έτσι θα καταστραφεί και η ίδια οικονομικά. Αυτό είναι το νόημα ενός από τα κεντρικότερα συνθήματα που γράφουν στους τοίχους οι διαδηλωτές απευθυνόμενοι στο Πεκίνο: «Αν καούμε, θα καείτε και εσείς μαζί μας» που σημαίνει «επειδή είμαστε αποφασισμένοι να πεθάνουμε υποχωρείστε για να μην πεθάνετε μαζί μας». Πριν από δυο δεκαετίες αυτό το σύνθημα θα είχε κάποιο βάρος. Σήμερα δεν έχει: Γιατί ο όλο και πιο αποσυντιθέμενος δυτικός ιμπεριαλισμός που χωρίς αληθινά λαϊκά δημοκρατικά κινήματα στις μητροπόλεις του περνάει την πιο γουρουνίσια και γλοιωδώς υποχωρητική στάση του απέναντι στους νέους Χίτλερ ευχαρίστως θα πούλαγε και το Χ. Κογκ στην Κίνα, όπως της πούλησε το μαρτυρικό Σικιάνγκ ή ακόμα πιο πολύ όπως πούλησε τις ισοπεδωμένες Τσετσενία και Συρία, την εθνοκαθαρισμένη Βοσνία, και τη διαμελισμένη Ουκρανία στην Ρωσία. Όσο για την οικονομική σημασία του Χονγκ Κονγκ αυτό πριν 20 χρόνια έβγαζε το 25% του ΑΕΠ της Κίνας. Σήμερα βγάζει το 3%. Η Κίνα χρειάζεται πολύ το Χονγκ Κονγκ οικονομικά και πολιτικά, αλλά όχι τόσο πολύ ώστε να επιτρέψει να μπει η φασιστική της παντοδυναμία σε αμφισβήτηση σε όλη την υπόλοιπη χώρα από ένα κίνημα που δεν είναι καθόλου δεμένο με την ενδοχώρα και όχι ιδιαίτερα αγαπητό στην παγκόσμια δημοκρατική κοινή γνώμη, ακριβώς επειδή εδώ και δυο μήνες χρησιμοποιεί τις χρεωκοπημένες μορφές βίας των φαιο-«κόκκινων» κόντρα στους φαιο-«κόκκινους».
Αν εξετάσουμε βαθύτερα το ζήτημα η λαϊκή εξέγερση του Χ. Κονγκ ακολουθεί όλο και περισσότερο αυτοκαταστροφικές πολιτικές επειδή ποτέ όσο σήμερα τα λαϊκά απελευθερωτικά και αντιφασιστικά κινήματα των λαών δεν βρέθηκαν απέναντι στο φασισμό σε τόση διεθνή μοναξιά και με τόση έλλειψη προλεταριακής συμπαράστασης και μαρξιστικής καθοδήγησης. Γι αυτό άλλωστε σε τέτοιες εποχές την ηγεσία μεγαλειωδών αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων την αναλαμβάνει η αστική τάξη που είναι η τελευταία που μπορεί να αντιμετωπίσει έναν σοσιαλφασισμό, δηλαδή έναν ιμπεριαλιστικό αστισμό που έχει νικήσει από τα μέσα ολόκληρες εργατικές επαναστατικές εξουσίες και που του είναι αρκετά εύκολο να διαβρώσει τις αστικές ηγεσίες που του αντιστέκονται και να βάλει στη θέση τους τα τσιράκια του για να προβοκάρει και να οδηγήσει αυτά τα κινήματα στην ήττα και ακόμα χειρότερα σε κάποια φάση να τα χρησιμοποιήσει για τη συντριβή άλλων εχθρών του.
Έχουμε την εντύπωση ότι αυτή η διαδικασία είναι σε εξέλιξη στο Χονγκ Κονγκ όπου το πολιτικό εργαλείο που χρησιμοποιεί ο κινέζικος φασισμός είναι ο δεξιός λοκαλισμός. Αυτός κρύβεται αυτήν την περίοδο κυριολεκτικά πίσω από το αυθόρμητο και την ιερή αυτή τη στιγμή γραμμή όλου του κινήματος που είναι: «δεν μιλάμε για πράγματα που μας χωρίζουν, παρά μόνο για τα πέντε άμεσα αιτήματα, που κυρίως έχουν σήμερα να κάνουν με την αντιαστυνομική πάλη» και γι αυτό δεν μιλάμε για κόμματα και στρατηγικές, και δεν σηκώνουμε ποτέ κομματικές σημαίες. Όμως μπορεί κανείς να δει αυτό το ρεύμα στις μορφές πάλης, στα συνθήματα και στους επιμέρους στόχους του κινήματος. Όμως μπορεί κανείς να διακρίνει την ύπαρξη και την επιρροή του ρεύματος του λοκαλισμού στις μορφές πάλης, στα συνθήματα και στους επιμέρους στόχους του κινήματος.
Τι είναι ο λοκαλισμός του Χονγκ Κονγκ και πως ενισχύεται πλάγια από το Πεκίνο
Ο λοκαλισμός (localism) που στα ελληνικά θα το μεταφράζαμε «τοπικισμός» είναι ένα αντιδραστικό ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα του Χ. Κογκ αντίστοιχο του εθνικισμού. Στην πιο καθυστερημένη του έκφραση το ρεύμα αυτό αυτοπροσδιορίζεται και σαν νατιβισμός, nativism (ιθαγενισμός). Ο λοκαλισμός εκτός από ένα ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα είναι και ένα πολιτικό κίνημα, που χωρίζεται σε μικρότερες, κυρίως δεξιού χαρακτήρα κομματικά οργανωμένες συνιστώσες οι οποίες κατέβηκαν μαζί σαν «Συμμαχία» στις εκλογές του 2016. Δίπλα σε αυτές τις δεξιές τάσεις υπάρχει και μια συνιστώσα του λοκαλισμού, που διατείνεται ότι είναι αριστερή και αποκαλείται έτσι, επειδή διαφέρει με τον κυρίως λοκαλισμό, στο ότι δεν έχει αντίθεση με το λαό της Κίνας αλλά μόνο με το καθεστώς. Αυτό το ρεύμα έχει αρχηγό του τον αρχηγό του κινήματος της Ομπρέλας, τον γνωστό φοιτητή τότε Γιοσουά Βονγκ, ο οποίος είναι ο επίσημος πρεσβευτής όλης της αντιπολίτευσης στο εξωτερικό. Αυτός μιλάει με τους ηγέτες της Δύσης, και αυτός ενώνει το δεξιό λοκαλισμό με όλο το δημοκρατικό κίνημα. Η πολιτική του φυσιογνωμία, όπως την έχουμε αντιληφθεί ως τώρα είναι του αντιδραστικού γεφυροποιού. Ο λοκαλισμός σαν τέτοιος έχει σαν βασικό θεωρητικό του και ιδρυτή, τον αρχηγό μιας από αυτές της συνιστώσες, της Hong Kong Resurgence Order, τον Οράτιο Τσιν που είναι περισσότερο γνωστός με το ψευδώνυμό του ChinWan (Τσιν Βαν).
O Τσιν Βαν ήταν ανώτερος σύμβουλος της κινεζόφιλης κυβέρνησης και διευθυντής ερευνών στο πολιτιστικό τμήμα του υπουργείου εσωτερικών του Χονγκ Κονγκ ως το 2007. Αυτός έγραψε το 2011 πάνω στην κρίση στο εσωτερικό του πανδημοκρατικού κινήματος ένα βιβλίο με τίτλο «Για την πόλη-κράτος του Χονγκ-Κονγκ» στο οποίο έδωσε μεγάλη δημοσιότητα η κρατική τηλεόραση του Χονγκ Κονγκ σε μια στιγμή που πρωθυπουργός ήταν ένας από τους ανοιχτούς και σκληρούς υπηρέτες του Πεκίνου (Δες Wikipedia στο λήμμα ChinWan). Αυτό το βιβλίο επηρέασε εξαιρετικά έντονα την πανεπιστημιακή δημοκρατική νεολαία του Χ.Κ, ουσιαστικά μάλιστα τη διέσπασε, και συνετέλεσε στο να έχει μεταθέσει ένα μαχητικό τμήμα της σήμερα τη σκέψη της από το σωστό που είναι να παλεύει για τον εκδημοκρατισμό όλης της Κίνας (ώστε να μην κινδυνεύει μόνο του το Χ.Κ από το φασιστικό της καθεστώς αλλά να έχει μαζί του πλατιά καταπιεζόμενα από τη φασιστική δικτατορία τμήματα του κινέζικου λαού και των εθνικών μειονοτήτων μέσα στη χώρα), στο να παλεύει αποκλειστικά για το Χ.Κ σαν να είναι μια εντελώς ξεχωριστή από την Κίνα πολιτική οντότητα. Το χειρότερο είναι ότι σύμφωνα με τον φανατικά αντικομμουνιστή Chin η κουλτούρα του λαού του Χονγκ Κονγκ έχει το καλό ότι διατηρεί τις παλιές κινέζικες παραδόσεις εξαιτίας της αγγλικής αποικιοκρατίας, ενώ αντίθετα ο κινέζικος λαός υπέστη την «κομμουνιστική βαρβαρότητα», οπότε έχασε αυτές τις παραδόσεις, γι’ αυτό και ο στόχος του κινήματος που αυτός προωθεί είναι η αναβίωση των κινέζικων παραδόσεων, δηλαδή είναι ένας στόχος εξόχως αντιδραστικός, γιατί ουσιαστικά σημαίνει νοσταλγία για τις φεουδαρχικές παραδόσεις της Κίνας τις οποίες ανέτρεψε πράγματι το πραγματικό κομμουνιστικό κίνημα. Ο ChinWan καλεί σε μια αυτόνομη κρατική ύπαρξη του Χονγκ Κονγκ στα πλαίσια ωστόσο μιας συνομοσπονδίας με την Κίνα, η οποία συνομοσπονδία θα περιλαμβάνει και την Ταιβάν και το Μακάου.
Από μόνη της η αυτοδιοίκηση του Χονγκ Κονγκ δεν είναι ένα αντιδραστικό αλλά ένα δημοκρατικό αίτημα, πολιτικής και διοικητικής αποκέντρωσης. Άλλωστε ως πρόσφατα και πριν την παραβιάσει ανοιχτά το Πεκίνο με το νόμο που ψηφίστηκε το 2014 που απαιτεί οι υποψήφιοι πρωθυπουργοί να έχουν την έγκριση του Πεκίνου, το Χ.Κ είχε σημαντική εσωτερική αυτονομία, όπως διατυπώνεται στο σύνταγμα του Χ.Κ με τη γνωστή διατύπωση «ένα κράτος, δύο συστήματα». Την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ την υπεράσπισε και ο Μάο και μάλιστα εμπόδισε μια δεξιά γραμμή πραξικοπηματικής απορρόφησης που κοίταξε να κινηθεί μέσα στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης οδηγώντας μια φιλομαοϊκή εργατική εξέγερση στην πόλη το 1967 σε βομβιστικές επιθέσεις, που την απομόνωσαν από τον πληθυσμό και νικήθηκε εύκολα από τους άγγλους αποικιοκράτες. Τώρα αυτήν την εξέγερση του 1967 την υποστηρίζει το Πεκίνο. Και όχι τυχαία καθώς τελευταία σηκώνει τη σημαία και του Μάο της πολιτιστικής επανάστασης, αλλά με όρους κινέζικου σοβινισμού των Χαν, δηλαδή ότι απεχθανόταν πιο πολύ ο Μάο. Αυτό είναι το τέρας του νεο-"μαοϊσμού" που θέλει την απόλυτη δικτατορία του κινέζικου μιλιταριστικού κρατικοφασιστικού κεφάλαιου πάνω σε κάθε μη αντιδυτικό ιδιωτικό κεφάλαιο τόσο στη χώρα όσο και στον κόσμο. Το αντίστοιχο έκανε το νεο-"σταλινικό" τέρας στη Ρωσία κιόλας από την μπρεζνιεφική εποχή όπου αποτελούσε την κυρίαρχη πολιτικά και ιδεολογικά μορφή του κρατικοφασιστικού μονοπώλιου. Ακόμα και σήμερα αποτελεί την πιο επιθετική «λαικο-απελευθερωτική» μορφή αυτού του μονοπώλιου, που ακολουθούν το «Κ»Κ της Ρώσικης Ομοσπονδίας, το ψευτοΚΚΕ και άλλα τέτοια εργαλεία του σοσιαλιμπεριαλισμού.
Το αληθινό πρόβλημα με τον ChinWan και τους λοκαλιστές ηγέτες που βαδίζουν στη γραμμή του είναι ότι κάνουν κάτι που δεν θα το έκανε ποτέ ένα δημοκρατικό κίνημα οπουδήποτε στον κόσμο, πόσο μάλλον αυτό μιας πόλης που είναι ακόμα στην κύρια πλευρά δημοκρατική και βρίσκεται κυριολεκτικά στο στόμα μιας υπερδύναμης που θέλει να την υποδουλώσει: χτυπάνε στην καρδιά το δημοκρατικό κίνημα της Κίνας, λέγοντας ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ανόητο από τη μεγάλη αγρυπνία που γίνεται κάθε χρόνο στις 4 του Ιούνη, για να τιμηθούν οι ηρωικοί νεκροί της μεγάλης εξέγερσης της Τιεν Αν Μεν. Οι λοκαλιστές λένε γι’ αυτή την εκδήλωση, που αποτελεί το μεγαλύτερο πολιτικό αγκάθι ως τώρα για τη συμμορία των πραξικοπηματιών του 1989 που διοικεί την Κίνα και αποτελεί την πιο μεγάλη παγκόσμια τιμή για το Χονγκ Κονγκ και τους δημοκράτες του, ότι αποπροσανατολίζει τον αγώνα του λαού του Χ.Κ για ένα αυτόνομο ή για άλλους λοκαλιστές ένα ανεξάρτητο Χ.Κ. Σε πρώτο επίπεδο ισχυρίζονται ότι αυτό που τους ενοχλεί στην αγρυπνία της 4ης του Ιούνη είναι ότι οι διοργανωτές της εκδήλωσης αισθάνονται ότι είναι κινέζοι πατριώτες, ενώ για τους λοκαλιστές ο λαός του Χ.Κ δεν έχει καμιά σχέση με τον σημερινό αλλοτριωμένο κινέζικο λαό και τη χώρα του. Όμως, ακόμα και αν αυτή η ένσταση έστεκε και οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ ήταν ένα άλλο έθνος από το κινέζικο (που ως τώρα δεν είναι) αυτός δεν θα ήταν ένας λόγος σύγκρουσης με την αγρυπνία όπως κάνουν τα τελευταία χρόνια οι λοκαλιστές οργανώνοντας μάλιστα εκείνη τη μέρα δικές τους διασπαστικές εκδηλώσεις που δεν έχουν καμιά σχέση με την Τιεν Αν Μεν. Η επέτειος της Τιεν Αν Μεν είναι μια παγκόσμια μέρα καταγγελίας του κινέζικου σοσιαλφασισμού που έχει αξία παντού στον κόσμο πόσο μάλλον σε μια δημοκρατική πόλη που βρίσκεται στο στόμα του λύκου.
Στην πραγματικότητα πίσω από το μποϊκοτάζ της Τιεν Αν Μεν από τους λοκαλιστές βρίσκεται η βαθύτερη και πιο αποκαλυπτική θέση τους για την Κίνα. Στην ανοιχτή του επίθεση στην αγρυπνία για την Τιεν Αν Μεν του 2013 όπου έκφρασε τη χαρά του για τη «βροχή που ξέσπασε από τους ουρανούς για να τιμωρήσει τη βλακεία των διοργανωτών», ο Τσιν Βαν δέχτηκε την εύλογη απάντηση από αυτούς ότι μόνοι οι φανατικοί του Πεκίνου μιλάνε έτσι. Αυτός ανταπάντησε ότι πρέπει να διώξουμε από τους πολίτες της Κίνας την ταυτότητα του κινέζου, καθώς δεν έχουν το δικαίωμα να φέρουν αυτόν τον τίτλο γιατί είναι απλά βάρβαροι (σαν λαός) κάτω από κομμουνιστική κατοχή.
Για τους λοκαλιστές απέναντι σε αυτή τη βαρβαρότητα της ενδοχώρας στέκεται η τάχα ανώτερη πολιτιστική φυσιογνωμία του Χονγκ Κονγκ που διαφοροποιείται από την ενδοχώρα «από την καντονέζικη διάλεκτό της (που σημειωτέον πάντα οι αριστεροί και δημοκράτες του Χ. Κ επέμεναν και πέτυχαν από τους άγγλους αποικιοκράτες να αντικατασταθεί σαν επίσημη γλώσσα τους από την πανεθνική μανδαρίνικη), από την παλιά γραφή με τα ιδεογράμματα (που επίσης κατάργησε σαν αντιδραστικό αναχρονισμό η σοσιαλιστική Κίνα και την επέβαλε με τους αγώνες της η αριστερά και οι δημοκράτες στο Χ.Κ ) και τέλος από τη λατρεία των προγόνων». Είναι φυσικό λοιπόν που αυτός ο φαιός, δηλαδή φασίστας αντιδραστικός κατηγόρησε τους φίλους των θυμάτων της Τιεν Αν Μεν σαν «αριστερά ηλίθια σκουπίδια» (https://www.scmp.com/news/hong-kong/article/1257295/independent-thinker-horace-chin-treads-bold-path).
Όμως ο ουσιαστικά φιλοκαθεστωτικός χαρακτήρας του λοκαλιστικού κινήματος βρίσκεται στη θέση του Τσιν ότι η δημοκρατία θα βλάψει την Κίνα, «Γιατί η δημοκρατία απαιτεί έντιμα ήθη, πολιτιστική αξιοπρέπεια, κοινωνία των πολιτών, επιβολή του νόμου, και επαγγελματική συμπεριφορά, τίποτα από τα οποία η Κίνα δεν διαθέτει σήμερα. Γι αυτό αν η δημοκρατία αντικαταστήσει την κυριαρχία του ενός κόμματος στην Κίνα θα θριαμβεύσει ο λαϊκισμός στη νομοθετική εξουσία, πράγμα που θα διαλύσει τη δέσμευση «μία χώρα, δύο συστήματα» και ο πλούτος του Χονγκ Κονγκ θα γίνει έρμαιο μιας αρπακτικής Κίνας» (https://www.scmp.com/comment/insight-opinion/article/1256939/will-democratic-china-harm-hong-kong).
Δεν είναι καθόλου περίεργο που ο λοκαλισμός δεν καταφέρεται μόνο ενάντια στη δημοκρατία στην Κίνα αλλά και στη δυτική κοσμοπολίτικη παγκοσμιοποίηση, όπως κάνουν παντού οι φαιο«κόκκινοι».
Μετά από τα παραπάνω δεν θα δυσκολευτεί κανείς να καταλάβει γιατί ενώ επίσημα το Πεκίνο και η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ καταφέρθηκε εξ αρχής κατά του λοκαλισμού, στο εσωτερικό της κινέζικης εξουσίας στο Χονγκ Κονγκ μεγάλα κινεζόφιλα στελέχη του Χονγκ Κονγκ (ανάμεσά τους και ο υπουργός οικονομικών JohnTsangChun-wah, όταν ο λοκαλισμός για πρώτη φορά εκδηλώθηκε με αντικινεζική ξενοφοβικού τύπου βία το 2015), έδιναν θετικό πρόσημο στην άνοδο του, λέγοντας ότι ο λοκαλισμός «μπορεί να μετατραπεί σε μια ισχυρή και δημιουργική δύναμη παρά να είναι απλά ένας επιλεκτικός, αρνητικός και καταστροφικός προστατευτισμός» ή «ότι το δυνατό πάθος και η αίσθηση τιμής για την ταυτότητα του Χονγκ Κονγκ, τις παραδόσεις και τον πολιτισμό του δεν πρέπει να κλιμακωθούν σε ένταση με την Κίνα» (Αυτά τα αποσπάσματα περιλαμβάνονται στην πολύ διαφωτιστική μονογραφία για το ιστορικό της ανόδου του λοκαλισμού και τη σύγκρουσή του με τον πανδημοκρατισμό (https://journals.openedition.org/chinaperspectives/7057?file=1).
Αλλά αυτή η υποστήριξη δεν ήταν η πιο ουσιαστική που έδωσε το Πεκίνο σε αυτό το ρεύμα. Η πολύ μεγάλη, αυτή που συνέτεινε στην αποφασιστική άνοδο του ρεύματος ήταν πάλι το 2015 όταν οι λοκαλιστές πρωτοεφάρμοσαν την πρώτη τους μαζική βία διαδηλώνοντας έξω από τα μαγαζιά του Χονγκ Κονγκ και πετώντας πέτρες στις βιτρίνες τους ενάντια στους κατοίκους της ενδοχώρας, κυρίως της γειτονικής Σεντζέν που έφταναν στην πόλη για να αγοράσουν προϊόντα που ήταν πιο φτηνά από όσο στην Κίνα, οπότε σύμφωνα με αυτούς τα προϊόντα ακρίβαιναν πολύ ή χανόντουσαν από τα ράφια, πράγμα που σε μια ελεύθερη αγορά μιας μεταπρατικής πόλης δεν μπορούσε να έχει ούτε έντονο ούτε μόνιμο χαρακτήρα.
Τότε η κινέζικη κυβέρνηση αποφάσισε να δώσει στην ξενοφοβικού τύπου βία τους μια απροσδόκητη νίκη: Όρισε ένα μέγιστο αριθμό διαβατηρίων, συγκεκριμένα 150, που θα μπορούσαν να δοθούν από την επαρχία της Σεντζέν σε κινέζους υπηκόους για ταξίδι στο Χονγκ Κονγκ. Αυτό δεν ήταν ένα αίτημα αποκλειστικά των λοκαλιστών αλλά ένα ευρύτερο δημοκρατικό αίτημα γιατί οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ ανησυχούσαν με το δίκιο τους ότι το καθεστώς του Πεκίνου ήθελε να κάνει στο Χ.Κ ότι και στο Σινκιάνγκ και στο Θιβέτ, να αλλάξει τη σύνθεση του πληθυσμού με εποίκους αποικιακού τύπου και έτσι να καταπιεί «ειρηνικά» την πόλη. Όμως είναι άλλο πράγμα ένα δημοκρατικό κίνημα να μην δέχεται τα ανοιχτά σύνορα σαν εργαλείο προσάρτησης και υποδούλωσης του τόπου του και να ζητάει μέτρα γι’ αυτό από την κυβέρνηση την οποία καταγγέλλει και άλλο να πετροβολάει τους ίδιους τους μετανάστες που ο ιμπεριαλισμός εκμεταλλεύεται και ακόμα τους απλούς ταξιδιώτες αγοραστές προϊόντων. Το ένα είναι μια δημοκρατική μεταναστευτική πολιτική, το άλλο είναι ξενοφοβία ή και ρατσισμός αν ονομάζεις τους ταξιδιώτες ακρίδες, όπως έκαναν οι λοκαλιστές εκείνες τις μέρες.
Κι όμως αυτούς αντάμειψε το Πεκίνο το 2015, όπως ακριβώς αυτούς αντάμειψε και τώρα το 2019 όπως θα δούμε παραπέρα, το ανδρείκελό τους η Λαμ, ανταμείβοντας μόνο τις βίαιες διαδηλώσεις στις οποίες ο λοκαλισμός δίνει όλο το βάρος του και ποτέ σε καμιά από τις ειρηνικές γιγαντιαίες διαδηλώσεις.
Ο λοκαλισμός και το ζήτημα της Αυτονομίας και της Ανεξαρτησίας του Χονγκ Κονγκ
Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα μέρος των λοκαλιστών οι, Indigenous, (νατιβιστές-δηλαδή ιθαγενιστές) με ηγέτη τους τον EdwardLeung, ενώ αποδέχονται τον ChinWan σαν ιδεολογικό αρχηγό τους, δεν δέχονται τη γραμμή του της αυτονομίας μέσα σε μια συνομοσπονδία με την Κίνα και θέλουν τον πλήρη αποχωρισμό και την ανεξαρτησία του Χ.Κ. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι πιο δεξιοί από τον μέντορα τους. Νομίζουμε ότι αντίθετα βρίσκονται πιο αριστερά, καθώς από πολιτική άποψη η συνομοσπονδία του ChinWan μέσα σε μια μη δημοκρατική, δηλαδή στη σημερινή φασιστική Κίνα σημαίνει πρακτικά συμμετοχή του Χονγκ Κονγκ στα επιθετικά ιμπεριαλιστικά σχέδια της σημερινής Κίνας. Γι αυτό τα κύρια πυρά του Πεκίνου πέφτουν στους ανεξαρτησιακούς Indigenous και ίσως γι’ αυτό ο Λέουνγκ να είναι στη φυλακή για 6 χρόνια με την κατηγορία της βίας ενάντια σε αστυνομικούς το 2015, ενώ ο ChinWan είναι στο σπίτι του.
Εδώ ίσως πρέπει να ξεκαθαρίσουμε περισσότερο το ζήτημα της Αυτονομίας και της Ανεξαρτησίας για το Χ. Κονγκ. Οι λοκαλιστές δεν θεωρούν τον εαυτό τους κινέζο αλλά χονγκ-κονγκέζο, και σταδιακά έτσι αρχίζει να νιώθει η πλειοψηφία της κινέζικης νεολαίας, όπως λένε όλες οι έρευνες κοινής γνώμης τα τελευταία χρόνια. Όμως αυτό το τελευταίο δεν είναι ευθύνη των λοκαλιστών, αλλά η ευθύνη πέφτει στους κινέζους φασίστες της ενδοχώρας, καθώς κανένα πολιτικό ρεύμα δεν μπορεί να αλλάζει από μόνο του τη συνείδηση της εθνικής ταυτότητας ενός πληθυσμού. Αυτή τη συνείδηση την αλλάζει εδώ και 20 χρόνια ο κινέζικος φασισμός, φασισμός που εκδηλώνεται σαν ρατσιστικού χιτλερικού τύπου στο Σινκιάνγκ και στο Θιβέτ, και ο οποίος δείχνει όλο και περισσότερο πόσο θέλει να καταπιεί και το Χ.Κ καθώς μέρα με τη μέρα κατατρώει τη δημοκρατική ζωή του, που είναι μια από τις πιο ανεπτυγμένες στην περιοχή. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι την εποχή της αγγλικής αποικιοκρατίας το δημοκρατικό κίνημα και η νεολαία του Χ.Κ πάλεψαν σκληρά για να αναγνωρίζεται ο κινέζικός εθνικός χαρακτήρας τους και γι αυτό ζητούσαν από την αγγλική αποικιακή εξουσία να αναγνωρίζεται σαν επίσημη γλώσσα του Χονγκ Κονγκ η μανδαρίνικη κινέζικη, ενώ στη γραπτή της εκδοχή ζητούσαν να είναι η απλοποιημένη, αυτή που εισήγαγε το ΚΚ Κίνας επί Μάο Τσε Τουγκ. Τώρα από όσο λένε οι δημοσκοπήσεις η πλειοψηφία της θυμωμένης νεολαίας θέλει την αντίθετη κίνηση, δηλαδή μια αντιδραστική επιστροφή στην παλιά μορφή επειδή οι προοδευτικές μορφές υπηρετούν τώρα μια αντιδραστική ουσία.
Το πραγματικό ζήτημα είναι ποιο περιεχόμενο έχει το αίτημα της Αυτονομίας και της Ανεξαρτησίας. Αυτή δηλαδή την ιδεολογική οπισθοχώρηση στο ζήτημα του έθνους μπορεί εύκολα να την καταλάβει κανείς σε μια εποχή που όχι μόνο δεν υπάρχει μαζικό κίνημα επαναστατικού μαρξισμού, αλλά ο μαρξισμός και η επανάσταση έχουν γίνει, ιδιαίτερα στην Κίνα, οι πιο εκλεκτές σημαίες του φασισμού που τους απειλεί, πόσο μάλλον που παντού η φιλελεύθερη αστική τάξη είναι σήμερα πιο αντικομμουνιστική από ποτέ.
Σε ότι αφορά τη διοικητική αυτονομία διαφόρων τμημάτων ενός κράτους, εθνικού ή πολυεθνικού από μόνη της όχι μόνο δεν αποτελεί πρόβλημα για την ενότητα ενός δημοκρατικού κράτους αλλά είναι όρος για την πραγματική ενότητα του. Αυτή τη λενινιστική αρχή την τήρησαν τόσο η σοβιετική όσο και η κινέζικη επανάσταση που εξασφάλισαν τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία και γενικά τις πιο προωθημένες μορφές πολιτικής αυτοδιοίκησης, ιδιαίτερα σε περιοχές εθνικών ιδιαιτεροτήτων, τόσο μέσα στη Ρώσικη Ομοσπονδία όσο και στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι αν η κεντρική κυβέρνηση ενός κράτους πέσει στα χέρια φασιστών οι οποίοι, σηκώνοντας τη σημαία της ενότητάς του κράτους και του έθνους θέλουν να πνίξουν με τη βία τις δημοκρατικές ελευθερίες ενός τμήματος αυτού του κράτους που αντιστέκεται σε αυτή τη βία, (ειδικά ένα τμήμα του σαν το Χονγκ Κονγκ που εντάχθηκε σε αυτό το κράτος με την υπόσχεση ότι θα κρατήσει τις δικιές του συνταγματικές ελευθερίες τις οποίες είχε), τότε αυτό το τμήμα έχει το δικαίωμα και μάλιστα την ιστορική υποχρέωση να παλαίψει με το αίμα του για τη διατήρηση των ελευθεριών αυτών και μάλιστα να ζητήσει διεθνή βοήθεια γι’ αυτήν του την άμυνα πάνω στην σφαγή. Έτσι κάνουνε τα κάστρα της δημοκρατικής αντίστασης κάθε χώρας σε κάθε επίθεση που εξαπολύουν οι φασίστες από το εσωτερικό ή το εξωτερικό της. Αλλιώς είναι σαν να ζητάει κανείς να παραδίνονται οι δημοκρατικές Μαδρίτη και Βαρκελώνη στα φασιστικά στρατεύματα του Φράνκο το 1938 επειδή η υπόλοιπη Ισπανία έχει υποταχθεί στο φασισμό ή να παραδίνεται αμαχητί ο Γράμμος και το Βίτσι του ΔΣΕ το 1949 για να είναι ακέραιη η μοναρχοφασιστική Ελλάδα. Αν οι νεοναζί του Πεκίνου επιτεθούν στο Χονγκ Κονγκ ή στην Ταιβάν, όποιο ρεύμα και αν ηγείται στην αντίσταση, αυτή η αντίσταση θα είναι δίκαιη και κάθε μορφή αυτοκυβέρνησης τους και πολιτικής ανεξαρτησίας θα είναι επίσης δίκαιη. Αλλά και πριν εκδηλωθεί μια τέτοια επίθεση, όσο αυτή σαφώς επαπειλείται είναι απολύτως σωστό το αίτημα για πλήρη δημοκρατική αυτοκυβέρνηση στο Χονγκ Κονγκ, που μάλιστα θα πρέπει να περιλαμβάνει και το αστοδημοκρατικό δικαίωμα του εξοπλισμού του λαού για να πολεμήσει τους φασίστες. Μια τέτοια μορφή πολιτικής ανεξαρτησίας, μπορεί να σταθεί στις συνειδήσεις του κινέζικου λαού της ενδοχώρας αρκεί να προβάλλεται σαν ένα προσωρινό, αναγκαστικό και μεταβατικό βήμα διακυβέρνησης με διακηρυγμένο τελικό στόχο τη δημοκρατική ενότητα όλης της χώρας.
Όμως και η πιο προωθημένη μεταβατική μορφή δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης τόσο στο Χονγκ Κονγκ όσο και στην Ταιβάν, δεν θα μπορούν να σώσουν την πόλη και το νησί, όσο οι υποψήφιοι εισβολείς θα πετυχαίνουν να παρουσιάζουν εύκολα τα δύο αυτά τελευταία δημοκρατικά οχυρά του κινέζικου έθνους σαν εχθρούς του, και μάλιστα σαν τα πιο προχωρημένα οχυρά του δυτικού ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Άλλωστε και από πρακτική άποψη η ανεξαρτησία του Χονγκ Κονγκ σε σύγκρουση με τον κινέζικο λαό είναι βραχυπρόθεσμα οικονομικά αδύνατη, ιδιαίτερα όσο ακόμα και το νερό που πίνει και χρησιμοποιεί το Χονγκ Κονγκ έρχεται από την ενδοχώρα.
Αντίθετα προϋπόθεση κάθε αποτροπής μιας εισβολής των φασιστών του Πεκίνου ή έστω της καθυστέρησής της είναι το δημοκρατικό κίνημα τόσο στο Χ.Κ, όσο και στην Ταιβάν να ενώνεται με τον κινέζικο λαό, και μάλιστα να γίνεται η φωνή των δημοκρατών του, η ασφαλής πολιτική βάση τους, το κέντρο της αποκάλυψης της φριχτής πολιτικής καταπίεσης του κινέζικου προλεταριάτου από τους μέχρι το μεδούλι διεφθαρμένους και άρπαγες στρατοκράτες του Πεκίνου, ο ενημερωτής της παγκόσμιας κοινής γνώμης για τις πνιγμένες δεκάδες χιλιάδες αυθόρμητες ταξικές εξεγέρσεις του κινέζικου λαού κάθε χρόνο, δηλαδή το δημοκρατικό μετόπισθεν αυτού του αγώνα.
Το αντιδραστικό στοιχείο του λοκαλισμού δεν βρίσκεται λοιπόν ούτε στο αίτημα της αυτονομίας, ούτε στο αίτημα της ανεξαρτησίας καθ’ εαυτά. Βρίσκεται στο ότι αυτά τα ρεύματα στρέφονται όχι αποκλειστικά ενάντια στους φασίστες του Πεκίνου, αλλά ενάντια και στον ίδιο τον κινέζικο λαό και μάλιστα στην περίπτωση του ChinWanιδιαίτερα ενάντια στους δημοκράτες του όπως αποκαλύπτεται από τις θέσεις του. Σε αυτό το βασικό σημείο διαφέρει το αίτημα για αυτονομία ή ακόμα και για κρατική ανεξαρτησία όσο η κεντρική εξουσία που απειλεί τη χώρα ή την πόλη είναι φασιστική, από ένα αίτημα για αυτονομία ή ανεξαρτησία που στηρίζεται στην περιφρόνηση ενός ολόκληρου λαού. Γι’ αυτό η αρνητική πορεία που πήρε κατά τη γνώμη μας τελευταία το κίνημα του Χονγκ Κονγκ εκδηλώθηκε μόνο όταν άρχισε να βανδαλίζει σε μαγαζιά κινέζων ή φιλοκινέζων στις 22 του Σεπτέμβρη και μετά κλιμάκωσε αυτές τις ενέργειες. Αυτό θέλανε οι αληθινοί νεοναζί του Πεκίνου για την επιβολή καθεστώτος έκτακτων μέτρων με πρώτο την απαγόρευση της μάσκας ακόμα και στις ειρηνικές διαδηλώσεις. Ότι και να συμβεί ωστόσο δεν θα πούμε ότι σε επίπεδο βάσης είναι ίδιοι αυτοί που βανδαλίζουν στα μαγαζιά των κινέζων με αυτούς που καθοδηγούν την ανοιχτή δικτατορία στην πόλη όσο και αν οι πρώτοι με τις πράξεις τους βοηθούν τους δεύτερους σε αυτό. Δεν μπορεί να εξομοιώνει κανείς τα εγκληματικά λάθη, τη σκληρότητα, ή τις αυτοκτονικές κινήσεις του απελπισμένου και δίχως επαναστατική καθοδήγηση καταπιεσμένου πλήθους με τις ψυχρές υπολογισμένες κινήσεις του καταπιεστή τους.
Αυτός είναι ο ακριβός πολιτικός φόρος που πληρώνει μια κοινωνία όταν η εργατική πρωτοπορία και η δημοκρατική διανόηση δεν είναι έτοιμες να παίξουν το ρόλο τους, οπότε το κενό καλύπτουν οι διάφορες μορφές μικροαστικού ριζοσπαστισμού που συχνά γεμίζουν πράκτορες και παίζουν το παιχνίδι των χειρότερων καταπιεστών. Έτσι ο σοσιαλφασισμός του Πεκίνου, όπως και αυτός της Μόσχας, δίνει σε αυτές τις μορφές και σε αυτά τα ρεύματα τις κατάλληλες προσωρινές νίκες που χρειάζονται για να δυναμώσουν απέναντι στα πιο προοδευτικά ρεύματα, να γίνουν ηγεμονικές μέσα στη δημοκρατική αντίσταση και μετά αυτή ολόκληρη να συκοφαντηθεί και να νικηθεί από τους φασίστες. Αυτήν την τακτική πρέπει να τη δούμε στα πλαίσια των γενικότερων πολιτικών εξελίξεων στο Χ. Κονγκ, οπότε θα συλλάβουμε και με ποιο τρόπο δυνάμωσαν οι πολιτικές θέσεις υπέρ της βίας με λαθεμένες μορφές και πώς τελικά η λοκαλίστικη ιδεολογία άρχισε να περνάει μέσα στη νεολαία.
Η διάσπαση του δημοκρατικού κινήματος και η εμφάνιση του δεξιού λοκαλισμού
Μελετώντας όσο μπορέσαμε πιο διεξοδικά τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων 16 χρόνων στο Χονγκ Κονγκ διαπιστώσαμε ότι οι κινέζοι φασίστες πριν κιόλας από την τελευταία τους κίνηση να προωθήσουν τον γνωστό νόμο για την έκδοση κατηγορουμένων από το Χονγκ Κονγκ στην Κίνα που πυροδότησε όλο το σημερινό κίνημα, ήξεραν ότι θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν το λοκαλιστικό ρεύμα υπέρ της βίας μέσα στη δημοκρατική αντιπολίτευση. Για τους δόλιους παλινορθωτές του καπιταλισμού μέσα στο ΚΚ Κίνας, που έγιναν μετρ στην προβοκάτσια κιόλας από τα 1966 όταν μπήκαν μέσα στην πολιτιστική επανάσταση στο πρώτο της στάδιο για να την προβοκάρουν, στέλνοντάς τους ερυθροφρουρούς ενάντια στην παλιά αστική τάξη και όχι ενάντια στους ρεβιζιονιστές σοσιαλφασίστες (πριν ξεσκεπάσει τον ελιγμό τους ο Μάο τσε Τουγκ), το δεξιό λοκαλιστικό ρεύμα μπορούσε εύκολα να προβοκάρει αντικειμενικά το ευρύτερο δημοκρατικό κίνημα του Χονγκ Κονγκ.
Η ανάδυση της θέσης υπέρ της βίας μετά το 2014 και μάλιστα της βίας που έχει στη μορφή της (αν και όχι ακόμα στο περιεχόμενο της στην κύρια πλευρά) φαιο-«κόκκινα» δυτικού τύπου αντι-αστικοδημοκρατικά και καταστροφικά χαρακτηριστικά, σε μια πόλη που κινδύνευε από φασισμό χιτλερικού τύπου, δεν ήρθε από το πουθενά. Αυτό πέρα από τις ραδιουργίες του Πεκίνου οφείλεται στο ότι η δημοκρατική αστική τάξη του Χονγκ Κονγκ, οι πανδημοκράτες (που σημαίνει αυτοί που θέλουν, και σωστά, τη δημοκρατία για όλη την Κίνα), με κορμό τους ως το 2010 το Δημοκρατικό Κόμμα, που ήταν επικεφαλής κάθε πλατιού ειρηνικού και ως τότε νικηφόρου κινήματος κατά των φασιστών του Πεκίνου (δες το μεγάλο μαζικό κίνημα του 2003), συμβιβάστηκε αισχρά σε επίπεδο ηγεσίας με το Πεκίνο το 2010 και δέχτηκε ένα νόμο εκλογής των αντιπροσώπων στην Βουλή (το Νομοθετικό Συμβούλιο) βάσει του οποίου η πλειοψηφία του κοινοβούλιου και πιο πολύ η κυβέρνηση του Χονγκ-Κονγκ θα οριζόταν πρακτικά από την Κίνα. Αυτή η προδοσία είχε πίσω της την υλική πραγματικότητα ότι η μεγαλοαστική τάξη του Χονγκ Κονγκ ενθαρρύνθηκε από το Πεκίνο τόσο πριν όσο ιδιαίτερα μετά την ενσωμάτωση του Χ. Κονγκ στην Κίνα στα 1997, να χωθεί με τα μούτρα στις επενδύσεις στην ενδοχώρα, δηλαδή να συμμετέχει μαζί με όλους τους δυτικούς φιλελεύθερους μονοπωλιστές στο μεγάλο πλιάτσικο της υπερεργασίας της προδομένης και λιωμένης στα νέα κάτεργα κινέζικης εργατικής τάξης. Έτσι ευχαρίστως δέχτηκαν το «μια χώρα δύο συστήματα» όπως τους το πρότεινε ο Τεγκ Σιάο Πιγκ για να μπουν στη φάκα, δηλαδή δέχτηκαν το: «σας επιτρέπουμε να σκάτε από την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου σας αν επενδύσετε στο άθλιο μεροκάματο της ενδοχώρας μας και σας δίνουμε όση ανεξαρτησία χρειάζεστε στο Χονγκ Κονγκ για να την νέμεστε αυτή την υπεραξία μόνοι σας». Αφού οι αστοί μπήκαν για τα καλά στη φάκα και χόντρυναν από το πολύ φαί και δεν μπορούσαν πια να βγουν, ήρθε το 2010 ο Χου Γιν Ταο και πιο πρόσφατα ο ανοιχτά φασίστας Σι Τζινπίνγκ και τους είπαν: «Μπορείτε να κρατήσετε και να αυγατίσετε τα λεφτά σας με τον όρο να μας παραδώσετε την ανεξαρτησία του Χονγκ Κονγκ και πάνω απ όλα την πολιτική ελευθερία του λαού του». Αυτό έκαναν οι περισσότεροι πανδημοκράτες αφού διαπραγματεύτηκαν με το Πεκίνο από τα 2010 ως το 2014.
Αυτός ο συμβιβασμός, ή καλύτερα η προδοσία της δημοκρατικής αστικής τάξης (γιατί η ανοιχτά αντιδραστική και γι΄ αυτό ανοιχτά φιλική στο Πεκίνο μπήκε στην πουλημένη «Δημοκρατική Συμμαχία για την Καλυτέρευση και την Πρόοδο του Χονγκ Κονγκ») είχε σαν αποτέλεσμα τη διάσπαση του Δημοκρατικού Κόμματος το 2010, και τη δημιουργία και άλλων μικρότερων πανδημοκρατικών κομμάτων, που διατήρησαν την ανεξαρτησία τους από το Πεκίνο και τους οποίους ονομάζουμε συμβατικά συνεπείς πανδημοκράτες σε αντιπαραβολή με τους συμβιβαστές που τους ονομάζουμε δεξιούς. Και αυτοί λοιπόν άρχισαν να αμφισβητούν τον αποκλειστικά ειρηνικό ως τότε τρόπο διαδηλώσεων στον οποίο επέμεναν οι δεξιοί πανδημοκράτες. Αυτή ήταν και η τάση της φοιτητικής νεολαίας ενώ στη βίαιη μορφή του κινήματος αυτοί που πρωτοστατούσαν και στα λόγια και στην πράξη ήταν οι λοκαλιστές. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε μετά το 2014, όταν το τελευταίο θεωρούμενο ειρηνικό κίνημα, το κίνημα της ομπρέλας νικήθηκε, οπότε κατηγορήθηκε από τους οπαδούς της βίαιης τακτικής, κυρίως τους δεξιούς λοκαλιστές που χώθηκαν προς το τέλος του σε αυτό αλλά και τους συνεπείς πανδημοκράτες ότι ή ήττα οφειλόταν ακριβώς στην ειρηνική μορφή του της «πολιτικής ανυπακοής» τύπου Γκάντι, δηλαδή στη μη σύγκρουση του με την αστυνομία. Η γνώμη μας είναι ότι αυτή δεν ήταν τακτική Γκάντι όπου το πλήθος των ινδών πατριωτών και δημοκρατών διαδήλωνε ειρηνικά κόντρα στις ωμές αποικιακές απαγορεύσεις και δεχόταν την βία της αστυνομίας χωρίς να απαντάει σε αυτήν ξεσηκώνοντάς τις μάζες. Η τακτική ανυπακοής της ομπρέλας είχε δάνεια από την βία των φαιο-«κόκκινων» στις αστικές δημοκρατίες, ειδικά στην Ελλάδα. Τέτοιο δάνειο ήταν η κατάληψη βασικών κεντρικών δρόμων του Χονγκ Κονγκ το 2014 από τους διαδηλωτές επί περίπου 3 μήνες, πράγμα που τελικά τους αποξένωσε από τις πλατειές μάζες, επειδή στο βάθος επρόκειτο για έμμεση μορφή βίας και πολιτικής ομηρίας σε βάρος μέρους του πληθυσμού της, ειδικά των μεσοστρωμάτων του μικρεμπόριου, και του τουρισμού. Γι αυτό η αστυνομία διέλυσε εύκολα τελικά την κατάληψη αυτή. Πάντως μετά την ήττα της Ομπρέλας η αντικαθεστωτική βία εμφανίστηκε σαν μια πρωτότυπη και κυρίως αποφασιστική πολιτική μέθοδος, σαν μια διέξοδος που θα μπορούσε να δώσει τη νίκη. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο το Πεκίνο έδωσε τη νίκη στην πιο δεξιά και βίαιη έκφραση του δεξιού λοκαλισμού ενάντια στους απλούς πολίτες της Κίνας βάζοντας την επόμενη ακριβώς χρονιά το ημερήσιο πλαφόν των 150 στην είσοδο των κινέζων μεταναστών στην πόλη από την ενδοχώρα, όπως αναφέραμε παραπάνω. Έτσι άρχισε να κερδίζει πολιτικά ο δεξιός λοκαλισμός και η τακτική της βίαιης αναμέτρησης με την κυβέρνηση και την αστυνομία, ενώ την επόμενη χρονιά, το 2016, απέκτησε επιπλέον γόητρο καθώς οι λοκαλιστές, για να υπερασπίσουν τους πλανόδιους μικροπωλητές φτηνών γευμάτων που η κυβέρνηση τους απαγόρευσε να πουλάνε στις γιορτές την πραμάτεια τους για υγειονομικούς λόγους, εγκαινίασαν την ειδική μορφή μαζικής μάχης με την αστυνομία που βλέπουμε σήμερα με τα κίτρινα κράνη οικοδομής, τις μάσκες και τα προστατευτικά γυαλιά. Στην σύγκρουση αυτή του 2016, γνωστή ως «επανάσταση της ψαροκροκέτας» (fishballrevolution επειδή αυτό το έδεσμα πουλούσαν οι πλανόδιοι μικροπωλητές) οι λοκαλιστές σήκωσαν τη σημαία της υπεράσπισης της λαϊκής παράδοσης ενάντια στον καταστροφικό εκσυγχρονισμό του μεγάλου κεφάλαιου, που ήθελε σύμφωνα με αυτούς μια πόλη με μια αποστειρωμένη εικόνα η οποία απαιτούσε περιθωριοποίηση της φτωχολογιάς. Είναι σε αυτές τις διαδηλώσεις που συνελήφθη ο αρχηγός των HongKongIndigenous, ο EdwardLeung και καταδικάστηκε σε 6 χρόνια φυλακή τα οποία εκτίει ακόμα, και ο οποίος έχει πολλή μεγάλη δημοφιλία στην μαχητική νεολαία, πράγμα που αποδεικνύεται από το ότι το βασικό σύνθημα του κινήματος: «η απελευθέρωση του Χονγκ Κονγκ είναι η επανάσταση των καιρών μας» είναι δικό του (liberateHong, revolutionofourtimes).
Σύμφωνα με διάφορες αναφορές δεν ήταν ως τώρα οι λοκαλιστές αλλά οι πολιτικά ανεξάρτητοι και οι μαχητικοί πανδημοκράτες που είχαν μετά την διάσπαση του φοιτητικού κινήματος το 2014 την πλειοψηφία στην φοιτητική νεολαία. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι πολιτικοί συσχετισμοί υπάρχουν πραγματικά σήμερα στις διαδηλώσεις αφού όλα τα πολιτικά ρεύματα είναι κρυμμένα πίσω από το αυθόρμητο στο όνομα της ενότητάς του κινήματος. Eκείνο πάντως που βλέπουμε είναι ότι το Πεκίνο κάνει στο Χονγκ Κονγκ ακριβώς το ίδιο που έκαναν στην Ουκρανία το χειμώνα του 2013-14 οι διεθνείς μαιτρ του εισοδισμού σε εχθρικά ρεύματα, οι ρώσοι σοσιαλιμπεριαλιστές: υποχωρεί μόνο στις βίαιες και ποτέ στις ειρηνικές διαδηλώσεις του Χονγκ Κονγκ που σημαίνει ότι εκεί βρίσκονται σε καλύτερη αναλογία, οι πιο συμφερτικές σε αυτό πολιτικές και ιδεολογικές τάσεις.
Το ουκρανικό πρότυπο προβοκάτσιας σε βάρος ενός μαζικού δημοκρατικού κινήματος απειλεί τώρα το Χονγκ Κονγκ
Βλέπουμε δηλαδή ότι όπως το ανδρείκελο του Πούτιν ο Γιαννούκοβιτς υποχωρούσε μόνο στο βίαιο κίνημα του Κιέβου, στο όποιο ήδη ανοιχτά ηγεμόνευαν οι φιλοναζιστές του Δεξιού Τομέα και όχι τα αστοδημοκρατικά κόμματα που ηγούντο των συγκεντρώσεων των εκατοντάδων χιλιάδων, έτσι και το ανδρείκελο του Σι, η Κάρυ Λαμ, υποχώρησε ως τώρα μόνο στο βίαιο κίνημα του Χ. Κογκ το οποίο δεν είναι φασιστικό αλλά σε αυτό διεκδικεί την ηγεμονία ο εθνικιστικός δεξιός λοκαλισμός. Η Λαμ δηλαδή σε πρώτη φάση πάγωσε στις 15 Ιούνη, τον νόμο για την έκδοση στην Κίνα μόνο αμέσως μετά τις μεγάλες συγκρούσεις των ριζοσπαστών διαδηλωτών με την αστυνομία έξω από το Νομοθετικό Συμβούλιο (το Κοινοβούλιο του Χονγκ Κονγκ) στις 12 Ιούνη, ενώ δεν υποχώρησε καθόλου μετά την εντελώς ειρηνική πελώρια διαδήλωση του ενός εκατομμυρίου στις 9 Ιούνη. Στην συνέχεια η Λαμ αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα των ειρηνικών διαδηλωτών που απαίτησαν όχι απλά να παγώσει, αλλά να καταργηθεί εντελώς ο νόμος για την έκδοση αψηφώντας δύο γιγαντιαίες ειρηνικές διαδηλώσεις που γίνανε, η μία στις 16 του Ιούνη με 2 εκ. διαδηλωτές και η άλλη στις 18 του Αυγούστου με 1,7 εκατομμύρια. Αυτή υποχώρησε μόνο στις 4 του Σεπτέμβρη και παραχώρησε πολιτικά την τιμή της πλήρους κατάργησης του νόμου στις καταστροφικές βίαιες διαδηλώσεις που είχαν φτάσει στον κολοφώνα τους με το κόψιμο των συγκοινωνιών προς το αεροδρόμια, τις καταστροφές στους σταθμούς του μετρό και τη διακοπή των συγκοινωνιών. (https://www.bbc.com/news/world-asia-china-49340717?intlink_from_url=https://www.bbc.com/news/topics/cp7r8vglne2t/hong-kong&link_location=live-reporting-story).
Πιστεύουμε ότι μετά από αυτή την δεύτερη μέσα στο 2019 νίκη του βίαιου κινήματος, και την τρίτη μετά το 2015 απέναντι στους κινέζους φασίστες, αντικειμενικά οι πιο ενισχυμένοι πολιτικά είναι οι λοκαλιστές, ακριβώς επειδή αυτοί υποστήριξαν πρώτοι στα λόγια αλλά κυρίως στην πράξη τη γραμμή της βίαιης αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση και την αστυνομία στα 2015 και 2016, και αυτοί πρωτοστατούν σε μια πιο εύπεπτη γενικά αντικινεζική εθνικιστικού τύπου γραμμή, όσο είναι πνιγμένο το δημοκρατικό κίνημα της Κίνας. Η αληθινή δύναμη αυτής της γενικά αντικινέζικης γραμμής οφείλεται στο πραγματικό γεγονός ότι και στο Χονγκ Κονγκ η Κίνα επιχείρησε να κάνει αυτό που έκανε προηγούμενα στο Θιβέτ και στο Σινκιάνγκ όπου μετέφερε πληθυσμό κινέζων Χαν από την υπόλοιπη Κίνα για να αλλάξει την πληθυσμιακή τους σύνθεση σε μια καθαρά αποικιακή γραμμή. Δεν υπάρχει δημοκράτης του Χονγκ Κονγκ που δεν φοβάται αυτόν τον εποικισμό. Όμως αυτός ο εποικισμός δεν υπάρχει σαν μια άμεση απειλή σήμερα στο Χ. Κονγκ, αλλά όποτε προκύψει η απάντηση των δημοκρατών δεν πρέπει να είναι η επίθεση στους ίδιους τους κινέζους φτωχούς πολίτες και μετανάστες που σπρώχνονται σε αυτόν τον ρόλο από την ηγεσία τους αλλά η πάλη ενάντια σε αυτήν την ηγεσία και το κέρδισμα ή ουδετεροποίηση των εποίκων η ακόμα περισσότερο των ταξιδιωτών από την ενδοχώρα. Βέβαια υπήρξαν αντιαποικιακά κινήματα υπό την ηγεσία της εθνικιστικής αστικής τάξης που έχουν κάνει το λάθος να τα βάζουν με τους εποίκους και μάλιστα να τους σκοτώνουν, όπως το αλγερινό αντιαποικιακό αντάρτικο. Όμως οι κινέζοι δεν γίνανε ως τα σήμερα τέτοιοι καθαρά αποικιακοί έποικοι στο Χ.Κ, αφού η Κίνα δεν έχει κυριαρχήσει σε αυτό, όπως είχαν κυριαρχήσει οι γάλλοι φασίστες στην Αλγερία. Ούτε ήταν η Αλγερία μια παραλιακή πόλη της Γαλλίας, ώστε μια βία κατά των εποίκων των ίδιων και όχι κατά της κυβέρνησης του στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας της χώρας εκτός από αντιδραστική να είναι και αυτοκτονική. Το ότι λοιπόν μετά από την νίκη της 4 του Σεπτέμβρη οι διαδηλώσεις έκαναν εκείνο το βήμα που δεν είχαν κάνει ως τότε, ότι άρχισαν δηλαδή από τις 22 του Σεπτέμβρη να βανδαλίζουν και να κάνουν καταστροφές στα κινέζικα μαγαζιά, τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις αποτελεί κατά τη γνώμη μας εκδήλωση του δεξιού λοκαλισμού, που δυστυχώς δεν καταδικάστηκε ως τώρα από την ηγεσία του ειρηνικού κινήματος που είναι ανοιχτή ηγεσία και δεν ισχυρίζεται ότι το κίνημα που καθοδηγεί είναι αυθόρμητο. Αυτή η βία σημαίνει σε πολιτικό επίπεδο σύγκρουση του κινήματος μετωπικά με τα αισθήματα του κινέζικου λαού της ενδοχώρας αλλά και των πρόσφατων μεταναστών από την ενδοχώρα που ζουν στο Χονγκ Κονγκ που μαζί με τους φίλους του καθεστώτος του Πεκίνου αποτελούν ένα 30% του πληθυσμού του Χονγκ Κονγκ σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Μόλις τώρα η βίαιη μορφή του κινήματος μπήκε στην πιο επικίνδυνη φάση του, στην ουκρανική φάση του.
Στην Ουκρανία τη βίαιη αντικυβερνητική και ειδικά αντιαστυνομική δράση την ξεκίνησαν ανοιχτοί φασίστες διακηρυγμένοι κτηνώδεις εχθροί του ρώσικου λαού χωρίς η πολιτική αντίδραση να έχει πρώτη χτυπήσει με τη βία τις καθαρά ειρηνικές διαδηλώσεις ώστε ο ρώσικος λαός και ο ρωσόφωνος της Ουκρανίας να το δει αυτό και να πλησιάσει το δημοκρατικό κίνημα. Αντίθετα βλέποντας ρατσιστικά αντιρώσους φασίστες να ασκούν βία σε μια αστυνομία που δεχόταν εντολές από τον ρωσόφιλο πρωθυπουργό άρχισαν να ανησυχούν για την ασφάλειά τους. Αυτό μπορεί να συμβεί σύντομα και στο Χ. Κονγκ αν ο γενικός αντικινεζισμός ηγεμονεύσει στο κίνημα.
Ακόμα και τώρα οι ουκρανοί δημοκράτες και πατριώτες πιστεύουν ότι η πτώση της ρωσόδουλης συμμορίας Γιαννούκοβιτς το 2014 οφειλόταν κυρίως σε αυτή τη βίαιη δράση παρόλη την πλειοψηφική αντίθεσή τους στον φιλοχιτλερισμό, (η οποία αποδείχτηκε αργότερα στις εκλογές όταν ο Δεξιός Τομέας έμεινε μικρή μειοψηφία). Ταυτόχρονα δεν αισθάνθηκαν παραγκωνισμένοι, αντίθετα ένοιωσαν θαυμασμό και συγκίνηση για τον στρατό της βίας όχι μόνο γιατί αυτός πέτυχε τον υποτιθέμενο κοινό στόχο ειρηνικών και βίαιων διαδηλωτών αλλά και γιατί είχε αρκετούς νεκρούς στη σύγκρουση με την αστυνομία, οπότε αυτό εμφανίστηκε σαν ο ήρωας απελευθερωτής της Ουκρανίας.
Όμως αποδείχθηκε ότι αυτή η απελευθέρωση μέσω μιας βίας που καθοδηγούσαν φασίστες ήταν μόνο επιφανειακή. Για την ακρίβεια ήταν η αρχή μιας νέας διαδικασίας υποδούλωσης της χώρας που μπήκε σε κίνηση όταν η υποτιθέμενη νικηφόρα πατριωτική βία του Δεξιού Τομέα έφτασε στον κολοφώνα της όταν μετά την πτώση του Γιανούκοβιτς οι ουκρανοί φιλοναζιστές «απελευθερωτές» έκαψαν ζωντανούς στην Οδησσό στο κτίριο των Συνδικάτων εκατοντάδες ρωσόφωνους φασίστες που είχαν κλειστεί μέσα, ενώ ταυτόχρονα το εθνικιστικό ρεύμα που γενικά είχε δυναμώσει στη Μεϊντάν, περνούσε από το νέο ουκρανικό κοινοβούλιο διάταγμα για τον περιορισμό της χρήσης της ρώσικης γλώσσας στη χώρα.
Αυτές οι δυο καίριες ενέργειες ήταν αυτές που έδωσαν στους νεοχιτλερικούς του Κρεμλίνου τη δυνατότητα να καταγγείλουν τους φιλοναζιστές της Ουκρανίας σαν τους αληθινούς ηγέτες της κυβερνητικής αλλαγής η οποία τάχα θα επέβαλε εθνοκάθαρση στους ρωσόφωνους πληθυσμούς, πράγμα που οι τελευταίοι πίστεψαν. Έτσι η πουτινική Ρωσία με την βοήθεια των τελευταίων κατάφερε για πρώτη φορά να διασπάσει βαθιά τους ρωσόφωνους με τους ουκρανόφωνους πληθυσμούς της Ουκρανίας, να τρομοκρατήσει τους πρώτους ότι θα εκκαθαριστούν από τους φιλοναζί, και μετά να επέμβει τάχα για τα τους σώσει. Έτσι διαμέλισε την Ουκρανία ρίχνοντας την σε ατέλειωτο εμφύλιο, και τελικά με ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση προσάρτησε ένα πολύ μεγάλο και στρατηγικά σημαντικό κομμάτι της όπως είναι Κριμαία. Ταυτόχρονα η κυβερνητική αλλαγή του 2014 που επιτεύχθηκε με την πτώση του Γιανούκοβιτς, ακριβώς επειδή δεν ήταν βαθιά, δηλαδή δεν ήταν πραγματικά αντικαθεστωτική, (καθώς δεν την πραγματοποίησε μια παλλαϊκή ένοπλη αντιφασιστική εξέγερση, αλλά ήταν ένα πραξικόπημα κορυφής κρυμμένο πίσω από τις μάζες και των βίαιων διαδηλωτών), διατηρήθηκε ανέπαφη η ισχύς των ρωσόδουλων κρατικο-ολιγαρχών της Ουκρανίας. Μέσω αυτών των τελευταίων, οι φιλοπουτινικοί ουκρανοί ολιγάρχες ανέβασαν πρόσφατα έναν φίλο τους, τον ψευτο-ειρηνιστή Ζελένσκι στην πρωθυπουργική καρέκλα της Ουκρανίας.
Σε όλη αυτήν την πλούσια σε αλλαγές περίοδο οι δυτικοί ιμπεριαλιστές έδρασαν με το γνωστό τους μίγμα παρακμιακής πολιτικής τύφλας, πρωτόγονου αντικομμουνισμού και καιροσκοπικής χοντροπετσιάς καθώς με τη στάση τους από τη μια υποστήριξαν άνευ όρων την βία της φιλοναζιστικής τάσης που την καθοδηγούσε, καθώς και τα εθνικιστικά μέτρα της νέας κυβέρνησης. Μιλάμε για πρωτόγονο αντικομμουνισμό γιατί από την ώρα που οι δυτικοί φιλελεύθεροι αποφάσισαν ότι ο ναζισμός είναι ίδιος με τον επαναστατικό κομμουνισμό των Στάλιν και Μάο έδωσαν την άδεια σε κάθε κίνημα στον κόσμο που είχε απέναντι του κομμουνιστές, σαν τέτοιους και τους σημερινούς ψευτοκομμουνιστές της Ρωσίας και της Κίνας να έχει μέσα του και μια δραστήρια ναζιστική ή φασιστική ή ακροδεξιά φράξια. Από την άλλη όμως όταν η Ρωσία εισέβαλε και διαμέλισε την Ουκρανία αποδέχτηκαν στην πράξη τα τετελεσμένα, δηλαδή δεν εξόπλισαν με τα κατάλληλα βαριά όπλα την Ουκρανία, ενώ και μόνο για να μην εκτεθούν στην κοινή τους γνώμη επέβαλαν τις γνωστές οικονομικές κυρωσούλες τους σε μια Ρωσία από την οποία ειδικά οι ευρωπαίοι μονοπωλιστές συνέχισαν να εξαρτούν την ενεργειακή τους ύπαρξη. Το ίδιο ακριβώς κάνουν οι δυτικοί φιλελεύθεροι τώρα και στο Χονγκ Κονγκ καθώς σωστά μεν υποστηρίζουν το κίνημα ενάντια στην κινέζικη φασιστική ηγεσία, αλλά δεν το καλούν καθαρά και ξάστερα να μην διαταράξει τις σχέσεις του με τον κινέζικο λαό. Ουσιαστικά οι δυτικοί είναι υπέρ της ενότητάς του δημοκρατικού κινήματος με τον λοκαλισμό γιατί αυτός, όπως κάθε εθνικισμός μιας μικρής χώρας, για να νικήσει αναγκαστικά πρέπει να προσκοληθεί σε έναν δυνατό ιμπεριαλισμό, κατά προτίμηση μια υπερδύναμη. Αλλά αυτό αφού διαλέγει τις ΗΠΑ δείχνει τη χαρά του για τον ψευτοεθνικιστή Τραμπ και καλεί αυτόν ειδικά και όχι γενικά τις ΗΠΑ με το σύνθημα : «Τραμπ απελευθέρωσε το Χονγκ Κονγκ» που κρατούσαν οι κρανοφόροι διαδηλωτές. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ο Τραμπ υποστήριξε για πρώτη φορά έντονα τις διαδηλώσεις μόνο όταν ξεκίνησαν οι μεγάλες βίαιες συγκρούσεις.
Έτσι, όσο ο λοκαλισμός δεν θέλει να εμφανίζεται, ο έγκυρος και μαζικός δυτικός τύπος δεν τον αναφέρει καθόλου, όπως δεν τoν αναφέρει και ο αντίστοιχος του Πεκίνου, ακριβώς για να μην στρέψει σε αυτό το ρεύμα τα βλέμματα της διεθνούς δημοκρατικής κοινής γνώμης, και αρχίσουν να μπαίνουν διάφορα ερωτηματικά. Μόνο κάποιοι τροτσκιστές και αναρχικοί, οι οποίοι δουλεύουν μέσα στο κίνημα του Χονγκ Κονγκ και γράφουν για να το επηρεάσουν, αναφέρονται στις αναλύσεις τους στον λοκαλισμό ζητώντας από αυτόν να τα βάλει κυρίως με τον «εσωτερικό ταξικό εχθρό», δηλαδή τους μεγαλοαστούς του Χ.Κ, ιδιαίτερα τους γαιοκτήμονες της οικιστικής γης (κυρίως οι τροτσκιστές) ή να χτυπάει την Κίνα μαζί με τις ΗΠΑ σαν φασιστικές χώρες (κυρίως οι αναρχικοί). Μπορεί να δει κανείς από αυτούς το αρκετά ενδιαφέρον για τις εσωτερικές διεργασίες άρθρο https://crimethinc.com/2019/09/20/three-months-of-insurrection-an-anarchist-collective-in-hong-kong-appraises-the-achievements-and-limits-of-the-revolt). Αυτό ακριβώς ζητάει τώρα και το Πεκίνο από τους διαδηλωτές λέγοντας ότι η βία τους δεν οφείλεται στο μίσος τους απέναντι στον επερχόμενο κινέζικο φασισμό, όπως νομίζουν οι ίδιοι, αλλά στο βάθος στα πανύψηλα νοίκια που επιβάλουν οι γαιοκτήμονες και εργολάβοι της οικιστικής γης, οπότε τους καλούν να ζητήσουν ένα μεγάλο μέρος της γης των πλούσιων που τους ανήκει. Αυτό ζήτησε μόλις τώρα και η κυβέρνηση Λαμ. Στόχος του Πεκίνου είναι να τσακίσει τους πιο μεγάλους από αυτούς τους γαιοκτήμονες, που με επικεφαλής τον Λι Κα Σεγκ, δεν έχουν επενδύσει ιδιαίτερα στην ενδοχώρα αλλά στο Χ. Κογκ και στο εξωτερικό. Ο Λι Κα Σεγκ πήρε ανοιχτά το μέρος των διαδηλωτών. Τα ψηλά νοίκια είναι πραγματικά το πρώτο υλικό πρόβλημα του λαού του Χονγκ Κονγκ που ζει με πανάκριβα νοίκια σε διαμερίσματα κλουβιά, αλλά το πιο ζωτικό τους πρόβλημα είναι η επερχόμενη δικτατορία του Πεκίνου.
Πως το αυθόρμητο της μορφής του επιτρέπει την πολιτική χειραγώγηση ενός κινήματος στην ουσία
Η αλήθεια είναι ότι ο λοκαλισμός δεν είναι Δεξιός Τομέας. Άλλωστε αυτή είναι μια ιδιομορφία της Ουκρανίας, καθώς εκεί το εθνοανεξαρτησιακό κίνημα έχει εντάξει στην δικιά του ιστορία εθνικιστικά ρεύματα τόσο πολύ αντικομμουνιστικά που στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο στον ένα ή στον άλλο βαθμό συμμάχησαν με τους χιτλερικούς εισβολείς ενάντια στη σοβιετική εξουσία. Το ότι δημοκράτες σαν τον δηλητηριασμένο από τον Πούτιν ουκρανό πρόεδρο Γιούσενκο ενέταξαν στην εθνική τους αντίσταση εθνικιστές ηγέτες σαν τον Μπαντέρα που αρχικά συνεργάστηκε με τους χιτλερικούς εισβολείς το 1941 πριν συγκρουστεί μαζί τους αργότερα, οφείλεται κυρίως στο ότι εκεί μετά τον πόλεμο εμφανίστηκε σαν σοβιετική εξουσία επί 40 ολόκληρα χρόνια ο πιο μαύρος και καταπιεστικός μεγαλορώσικος σοβινισμός, πράγμα που στα μάτια τους ελάφρυνε τη θέση των αντικομμουνιστών. Έτσι οι δημοκράτες της Ουκρανίας επιτρέπουν στους νεοχιτλερικούς του Δεξιού Τομέα να εμφανίζονται σαν πατριώτες. Τέτοια φαινόμενα έχουν εμφανιστεί σε όλη την πρώην ΕΣΣΔ και σε όλη την Ανατολική Ευρώπη και θα τα στοιχειώνουν για καιρό μην αφήνοντας να αναδυθεί από μέσα τους ένα αριστερό προλεταριακό και γι’ αυτό διεθνιστικό, οπότε και βαθύ αντιιμπεριαλιστικό αντινεοχιτλερικό κίνημα.
Όμως στο Χονγκ Κονγκ ίσως λόγω μαοϊσμού υπάρχει δίπλα στην επίσης κυρίαρχη αντικομμουνιστική και μια άλλη παράδοση. Έτσι ο ΜartinLee, o ιδρυτής του Δημοκρατικού Κόμματος που καθαιρέθηκε από την ηγεσία από τους συμβιβαστές και προδότες του το 2010 και είναι ακόμα ουσιαστικά ο μέντορας του συνεπούς πανδημοκρατισμού, και γι΄ αυτό εισπράττει το κύριο μίσος του Πεκίνου σήμερα αφού το κατηγορεί για χιτλερισμό, είχε υποστηρίξει την πολιτιστική επανάσταση το 1967 και την Τιεν Αν Μεν το 1989. Τώρα υποστηρίζει και τις βίαιες μορφές πάλης, αν και θεώρησε προβοκάτσια της αστυνομίας την εισβολή των διαδηλωτών στο Νομοθετικό Συμβούλιο. Όμως γενικά οι συνεπείς πανδημοκράτες ήταν σαφώς αντίθετοι με τους λοκαλιστές του Χονγκ Κονγκ όταν πρωτοεμφανίστηκαν στην πολιτική σκηνή, και μάλιστα τους κατηγορούσαν για κρυφούς φίλους της Κίνας ειδικά για την αντίθεση τους στην αγρύπνια της 4ης του Ιούνη και πιστεύουμε ότι γι΄ αυτό δεν τους εμπιστεύονται και πιθανά αυτός είναι ένας από τους λόγους που κάνει τους λοκαλιστές να κρύβουν τη δύναμή τους πίσω από το αυθόρμητο και τη γραμμή της ενότητας του μαχητικού κινήματος. Η γραμμή που έχει επικρατήσει στα μαχητικά φόρα στο ίντερνετ από την πρώτη στιγμή είναι ότι ο κάθε μαχητής δεν πρέπει να κριτικάρει ανοιχτά τα λάθη του άλλου ούτε να εμποδίζει τη δράση του, ούτε να συζητιούνται στρατηγικές αλλά μόνο άμεσα καθήκοντα και τα δεδομένα πλέον πέντε αιτήματα* γιατί αλλιώς θα υπήρχε τάχα πολυκομματική ηγεσία του κινήματος, οπότε και φαγωμάρες, όπως έγινε το 2014, οπότε τις διαφωνίες τις εκμεταλλεύτηκε ο εχθρός. Μια τέτοια ομοφωνία στον πλουραλισμό της δράσης φαίνεται σαν φιλελευθερισμός, αλλά είναι μια μορφή αντιδημοκρατίας και ένας σίγουρος δρόμος για την ήττα.. Με μια τέτοια ομοφωνία κερδίζουν τα πιο οργανωμένα ρεύματα καθώς και συνήθως τα πιο αντιδραστικά γιατί αυτά δεν θέλουν την βαθιά πάλη γραμμών, αυτά θέλουν να κρύβουν την στρατηγική τους στα λόγια αλλά να την επιβάλουν με την πλειοψηφία που μπορούν να έχουν στην πράξη, οπότε η μειοψηφία θα είναι υποχρεωμένη να τους ακολουθεί, ενώ η προβοκάτσια γίνεται το ευκολώτερο πράγμα του κόσμου αφού κανείς δεν μπορεί να την καταγγείλει. Ο λοκαλισμός όντας ένα ανοιχτά αντι-Τιεν Αν Μεν, δηλαδή ένα αντιδημοκρατικό ρεύμα δεν θα μπορούσε, τουλάχιστον εξ αρχής να ηγηθεί ανοιχτά όχι μόνο του πλατιού δημοκρατικού, αλλά ούτε καν του μαχητικού κινήματος το οποίο προσπαθεί να το κερδίσει σταδιακά μέσα από μια παρόξυνση μιας χωρίς σαφή στρατηγική βίας, ιδιαίτερα της καταστροφικής βίας, και κυρίως μέσα από τις ζυμώσεις τακτικής, τις δράσεις και τα συνθήματα των συγκρούσεων. Ως τώρα πάντως βλέπουμε στις άφθονες ανώνυμες συνεντεύξεις των νεολαίων με τις μάσκες στα ντόπια και διεθνή ΜΜΕ συνήθως μια διάθεση αυτοθυσιακής αντίστασης στο κινέζικο φασιστικό τέρας που έχουν απέναντί τους, αλλά όχι έναν αντικινεζισμό. Γι’ αυτό νομίζουμε το βασικό για τον δεξιό λοκαλισμό δεν είναι να ρίχνει στις διαδηλώσεις όλη την πλατφόρμα του αλλά να επικεντρώνεται σε ένα σημείο της: την ανάγκη άσκησης όλο και πιο μεγάλης βίας και μετά να επεκτείνει τους στόχους αυτής της βίας. Σε αυτό το σημείο γίνεται η βασική πλατειά συσπείρωση όλων των μαχητικών δυνάμεων και από εκεί ξεδιπλώνεται σταδιακά όλη η στρατηγική γραμμή ουσίας. Δεν είναι τυχαίο, όπως αποδεικνύεται από τις σχετικές τοποθετήσεις μαχητικών νεαρών διαδηλωτών: (https://www.nytimes.com/2019/08/12/world/asia/hong-kong-protests-communist-party.html), ότι στην απόφασή τους να μπουν στο βίαιο ρεύμα έπαιξε τον πιο αποφασιστικό ρόλο ένα ντοκυμαντέρ για την Ουκρανία, που διακινήθηκε πλατειά στους νεολαιίστικους κύκλους πριν τα επεισόδια και τώρα συνεχίζεται να προβάλλεται ακόμα πιο πλατειά είναι το WinteronFire της δυτικής φιλελεύθερης Νetflix, στο οποίο προβάλλεται η τακτική της βίας σαν ο βασικός κρίκος για την «νίκη» της ουκρανικής εξέγερσης του 2014, και στο οποίο κρύβεται ο ρόλος των φιλοναζί που τρομοκράτησαν το ρωσόφωνο πληθυσμό και κυρίως κρύβεται η συνακόλουθη μεγάλη ήττα του ουκρανικού δημοκρατικού και εθνοανεξαρτησιακού κινήματος με τη στροφή του ρωσόφωνου πληθυσμού για προστασία στη Ρωσία με τα γνωστά αποτελέσματα. Άλλωστε η τεράστια επίδραση του ουκρανικού κινήματος σε αυτό του Χονγκ Κονγκ αποτυπώνεται στο σύνθημα που έγινε ο ύμνος του κινήματος : «Δόξα στο Χονγκ Κονγκ» και είναι μεταφορά του κεντρικού συνθήματος του ουκρανικού κινήματος του 2013-14, που ήταν το «Δόξα στην Ουκρανία» το οποίο αποτελούσε επαναφορά του κλασικού ουκρανικού εθνικιστικού συνθήματος.
Στο Χ.Κ όπως και στην Ουκρανία η βίαιη τάση του κινήματος θεμελίωσε το δικαίωμά της να επιτεθεί στην αστυνομία στο ότι η αστυνομία υπεράσπιζε τα κυβερνητικά και γενικά τα κρατικά κτίρια από τις δυναμικές διαμαρτυρίες χρησιμοποιώντας δυσανάλογη σκληρότητα, οπότε από εκεί και πέρα το κίνημα θεωρούσε ότι είχε το δικαίωμα να ανταπαντήσει έως την έσχατη κλιμάκωση, που στην Ουκρανία οδήγησε και σε πολλούς νεκρούς διαδηλωτές και μερικούς νεκρούς αστυνομικούς.
Επίσης στο Χονγκ Κονγκ όπως και στην Ουκρανία το ευρύτερο ειρηνικό δημοκρατικό κίνημα υποστήριξε ως το τέλος σαν ηγεσία και σαν βάση τη βίαιη μορφή πάλης και μάλιστα ήταν έτοιμη να την ακολουθήσει σε κάθε κλιμάκωση της αντιπαράθεσης. Αυτή η υποστήριξη της βάσης οφειλόταν αρχικά στο ότι τόσο η κυβέρνηση Γιαννούκοβιτς, όσο και αυτή της Λαμ, ήταν αναντίρρητα εργαλεία του εχθρού που έτρωγαν σταδιακά τις συνταγματικές ελευθερίες του λαού και επιδεικτικά δεν λογάριαζαν την παλλαϊκή θέλησή του που εκφράστηκε αρχικά με μαζικότατες ειρηνικές μορφές. Όμως κυρίως οφειλόταν στο ότι η ρωσόδουλη και η κινεζόδουλη κυβέρνηση αντίστοιχα φρόντισαν να υποχωρούν και να δίνουν νίκες πρακτικά μόνο στις βίαιες μορφές και όχι στις ειρηνικές μορφές πάλης της, οπότε αχρήστευαν τις τελευταίες. Αν αυτό όμως το συνδυάσει κανείς με το ότι τα όποια θύματα στον κοινό αγώνα τα προσφέρουν οι βίαιοι διαδηλωτές και όχι οι ειρηνικοί, τότε είναι οι πρώτοι που στα μάτια των δημοκρατικών μαζών μετατρέπονται αυτόματα σε ηγεσία του αγώνα. Ο συνδυασμός των δύο μορφών κάτω από ορισμένες περιστάσεις μπορεί να συμβεί και στους πραγματικούς εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες (πχ ελληνική εθνική αντίσταση στο β΄ παγκόσμιο) αλλά εκεί η βία είναι πολεμικού τύπου, δηλαδή η μία πλευρά εξοντώνει καθαρά την άλλη διεκδικώντας την απόλυτη εξουσία, οπότε η λαϊκή επαναστατική δεν κρύβεται πίσω από την ειρηνική ζητώντας νομιμότητα και ατιμωρησία για τη βίαιη πτέρυγα του κινήματος, όπως συμβαίνει τώρα στο Χονγκ Κονγκ. Αυτόν τον εσωτερικά αντιφατικό και στο βάθος υποκριτικό αγώνα τον κάνουν κατά κόρον τα σύγχρονα φαιο-«κόκκινα», δηλαδή τα στρατηγικά φιλορώσικα και φιλοκινέζικα κινήματα στις αστικές δημοκρατίες για να εμφανίσουν αυτές τις δημοκρατίες σαν φασισμούς, να αδυνατίσουν έτσι πολιτικά τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις να προωθούν τις θέσεις τους μέσα στο αστικό κράτος και τελικά να ανεβάσουν στην κυβέρνηση τις δικές τους όχι απλά αστικές, αλλά φασιστικές κομματικές φράξιες. Αυτό έκαναν οι Αγανακτισμένοι και ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, οι Ποδέμος στην Ισπανία, αυτό επιχειρούν τα Κίτρινα Γιλέκα στην Γαλλία, και αυτό κάνουν αντικειμενικά όλα τα σύμμαχά τους blackblocs στην Ευρώπη. Τέτοια κινήματα δεν υπάρχουν στις πραγματικά φασιστικές χώρες, όπου οι αστυνομίες μόνο όταν θέλουν να παραστήσουν τις δημοκρατικές κρατάνε ασπίδες απέναντι στους άοπλους διαδηλωτές, όπως πχ στη Ρωσία, όπου δεν επιτρέπονται ούτε συρράξεις χαμηλού επιπέδου βίας. Στις ανοιχτά φασιστικές χώρες δεν υπάρχει πραγματικός, δηλαδή λειτουργικός λόγος ούτε για ασπίδες, ούτε για μολότωφ, γιατί εκεί δεν μπορούν να υπάρχουν, όπως στις αστικές δημοκρατίες θεσμοθετημένες αψιμαχίες με στόχο - στην περίπτωση των πραγματικών προοδευτικών κινημάτων - την εκτόνωση της οργής των πραγματικά καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων μαζών με τη μίνιμουμ αιματοχυσία που προκαλεί η αντιπαράθεση με ραβδιά, πλαστικές ασπίδες και μικρές εκτοξευόμενες φωτιές. Στις ανοιχτά φασιστικές χώρες αντίθετα υπάρχουν μόνο φυλακές, θάλαμοι βασανιστηρίων και εκτελέσεις και εκεί μόνο ήρωες τολμούν να κάνουν άμαζες ειρηνικές διαδηλώσεις. Σε αυτές τις χώρες δηλαδή η επανάσταση εκδηλώνεται είτε σαν μια ειρηνική διαδήλωση που αντιμετωπίζεται με βία, είτε σαν ένας ανοιχτός επαναστατικός πόλεμος που προκαλείται από αυτή την απρόκλητη βία. Σε χώρες όπου οι φασιστικές κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες για εσωτερικούς ή διεθνείς λόγους να δείξουν κάπως δημοκρατικό πρόσωπο ή σε χώρες ή πόλεις, όπως το Χονγκ Κονγκ που απειλούνται από φασιστική κατοχή, αλλά ακόμα είναι δημοκρατικές, ένα βαθύ και ώριμο δημοκρατικό κίνημα είναι υποχρεωμένο να επιμείνει στις ειρηνικές μορφές, και να κλιμακώνει με παρατεταμένες απεργίες ή καθιστικές διαμαρτυρίες που πλήττουν το κύρος των κυβερνήσεων αλλά παρεμποδίζουν όσο γίνεται λιγότερο τις δραστηριότητες των μαζών. Τέτοια κινήματα συνδυασμένα με καμπάνιες λαϊκής παγκόσμιας ενημέρωσης και δημοκρατικών μετώπων δυσκολεύουν τους φασίστες και τους υποχρεώνουν είτε να υποχωρήσουν τελικά είτε να απαντήσουν με βία οπότε θα εκτεθούν βαριά πολιτικά οπότε και τότε το κίνημα μπορεί δυναμώνοντας τη μαζικότητα και το κύρος του να φτάσει ως και τη βίαιη, ακόμα και ένοπλη ανταπάντηση, εφόσον υπάρχουν οι κατάλληλες εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες.
Αυτή η σειρά αποκάλυψης της αναγκαιότητας της βίας δεν υπήρξε στο Χονγκ Κονγκ, ιδιαίτερα από την ώρα που η σύγκρουση του κινήματος δεν κλιμακώθηκε στην καθεαυτό σύγκρουση με την αστυνομία, όπου έβρισκε μια κάπως πειστική βάση όσο η αστυνομία γινόταν πιο βάναυση, αλλά επεκτάθηκε σε αντιπαραθέσεις με το κοινό στο αεροδρόμιο, σε καταστροφές στο μετρό και τελικά σε μπούκες σε mall και σε σπάσιμο μαγαζιών. Ταυτόχρονα και ενώ η βίαιη μορφή γινόταν αντικειμενικά ηγεμονική απέναντι στην ειρηνική, η οποία είχε μια συγκεκριμένη ανοιχτή ηγεσία, το κίνημα έμπαινε στα πιο βαθειά πολιτικά νερά της σύγκρουσης με μια υπερδύναμη χωρίς καμιά ηγεσία αλλά ένα υποτιθέμενο αυθόρμητο που δεν μπορούσε να ακολουθήσει συγκεντρωτικές και δημοκρατικές διαδικασίες στην παρανομία, όπως ήταν υποχρεωμένο.
Συνέχισαν δηλαδή να παίρνουν αποφάσεις μέσα από ανώνυμες μαζικές ζυμώσεις τους στο ίντερνετ, κυρίως σε μια ιστοσελίδα (την LIGHK) στην οποία όχι μόνο οι ίδιοι αλλά και ο διαχειριστής είναι ανώνυμος για λόγους προστασίας από την αστυνομία. Όμως τα σχήματα των πλασματικών συνελεύσεων με ιντερνετική μορφή όπου οι συμμετέχοντες είναι ανώνυμοι και άγνωστοι μεταξύ τους και με έναν άγνωστο διαχειριστή, ουσιαστικό πρόεδρο της ιντερνετικής συνέλευσης, η οποία αποφασίζει μια δράση που θα γίνει τελικά με μάσκες ενάντια σε μια υπερδύναμη αποτελούν το καλύτερο έδαφος για την κυριαρχία τελικά των χειρότερων κρυφών κομματικών φραξιών και των πιο ελεύθερων προβοκατόρων.
Όπως έχουμε μάθει στη χώρα μας κυρίως από τους Αγανακτισμένους του χαμαιλέοντα υπερφραξιονιστή ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι ξεκίνησαν από το ίντερνετ, δεν υπάρχει κανένα μαζικό κίνημα τόσο χειραγωγημένο από αρχηγούς, κόμματα και κομματικές φράξιες όσο αυτό στο οποίο δεν υπάρχουν συλλογικά όργανα εκλεγμένων αντιπροσώπων των διαφόρων τομέων ή πολιτικών τάσεων του κινήματος που να συνεδριάζουν, που να παίρνουν αποφάσεις, που να εκλέγουν υπεύθυνους για την εφαρμογή αυτών των αποφάσεων και αυτοί να λογοδοτούν στην συνέχεια σε ένα λίγο πολύ συγκεκριμένο κεντρικό συλλογικό ή τοπικά συλλογικά σώμα ανεξάρτητα από το αν αυτό είναι νόμιμο ή παράνομο. Το ίντερνετ εκσυγχρονίζει τη δημοκρατία δεν την καταργεί. Γι αυτό οι Αγανακτισμένοι της Αθήνας έγιναν το πρότυπο όλων των αντιδημοκρατικών κινημάτων της Δύσης στα οποία ανώνυμα ενώθηκαν χωρίς πανό και αρχηγούς οι φασίστες και οι δήθεν κόκκινοι χωρίς να φαίνονται και να εκτίθενται στη βάση τους για την ανίερη αυτή μεταξύ τους πολιτική συμμαχία κορυφής.
Αυτές οι δήθεν αυθόρμητες μορφές μπορούν να κρύψουν για αρκετό καιρό στελέχη και αρχηγούς από τη βάση των κινημάτων (αν και σχεδόν καθόλου τους εκτός γραμμής της βάσης από τις κατά τόπους κρατικές ασφάλειες), όμως δεν μπορούν να κρύψουν τα βαθιά πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα που βρίσκονται μέσα τους, γιατί αυτά αναγκαστικά εκδηλώνονται σε όλες τις πολιτικές συγκρούσεις, βίαιες ή όχι.
Εκτιμάμε λοιπόν ότι περισσότερο από κάθε άλλο ρεύμα οι λοκαλιστές θα είχαν πολιτικό συμφέρον να υψωθεί σαν κεντρική σημαία του κινήματος η αποικιακή του Χονγκ Κονγκ στην κεντρική αίθουσα του Συμβουλευτικού Συμβούλιου, δηλαδή της Βουλής του Χονγκ Κονγκ, στις 31 του Ιούλη όταν οι διαδηλωτές κατέλαβαν και βανδάλισαν σε μεγάλη κλίμακα το κτίριο χωρίς η αστυνομία να τους σταματήσει επί 6 ολόκληρες ώρες στη διάρκεια των οποίων έσπαγαν τη μια μετά την άλλη τις πολλές εισόδους του κτιρίου. Μόνο ένα τέτοιο ρεύμα επίσης θα μπορούσε ευχαρίστως να ερεθίζει αντί να κερδίζει την τεράστια πλειοψηφία του κινέζικου λαού, ειδικά αυτού που ζει στο Χονγκ Κονγκ κουρελιάζοντας επιδεικτικά και πετώντας στη θάλασσα την κινέζικη εθνική σημαία και όχι πχ. την φάτσα του χίτλερ Σι, όπως θα έκανε ένα πιο διεθνιστικό αντιφασιστικό κίνημα. Το ότι αυτή η κόντρα στο εθνικό σύμβολο θα μπορούσε να σημαίνει αντίσταση απλά στην κινέζικη κυβέρνηση και στο ψευτοκομμουνιστικό κόμμα που τους καταπιέζει, όπως συμβαίνει σε πολλά αντιιμπεριαλιστικά κινήματα, αλλά όχι στο λαό της χώρας αυτό το ξεκαθάρισαν με τις επιθέσεις στην τελευταία φάση στα κινέζικα μαγαζιά και στις επιχειρήσεις.
Γι΄ αυτό η ιστορία δεν γράφεται από τις προθέσεις της βάσης ενός κινήματος αλλά από την πολιτική και ιδεολογική γραμμή του.
Πως οι φασίστες του Πεκίνου κεφαλαιοποιούν τα λάθη του κινήματος όσο η ηγεσία του δεν τα διορθώνει
Έτσι η προπαγάνδα του Πεκίνου έχει κρύψει ως τώρα από τον κινέζικο λαό τις ειρηνικές ασύλληπτα μαζικές κινητοποιήσεις των εκατομμυρίων κατά της υποτακτικής του κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ και δείχνει αποκλειστικά τις βίαιες και μάλιστα κατά προτίμηση αυτές με άρωμα λοκαλισμού στις οποίες οι διαδηλωτές έρχονται σε σύγκρουση με τις διαθέσεις μεγάλου μέρους του πληθυσμού του Χονγκ Κονγκ και πιο πολύ της κινέζικης ενδοχώρας, ακόμα και πριν γίνουν οι επιθέσεις στα μαγαζιά. Τέτοιες είναι ιδιαίτερα εκείνες κατά τις οποίες κάνουν τελευταία τους βανδαλισμούς στις κινέζικες επιχειρήσεις ή όταν τον Αύγουστο που ξυλοκόπησαν ή αιχμαλώτισαν δημοσιογράφους κινέζικων κρατικών εφημερίδων την ίδια ώρα που εμπόδιζαν την τελευταία στιγμή τις πτήσεις των ταξιδιωτών και ενεπλάκησαν σε αντεγκλήσεις με αυτούς στα αεροδρόμια, ή όταν εμποδίζουν την κίνηση των επιβατών στο μετρό και προκαλούν μεγάλες καταστροφές στους σταθμούς. Εννοείται ότι το Πεκίνο δείχνει με την πιο μεγάλη έμφαση στην τηλεόραση τις βίαιες διαδηλώσεις να σηκώνουν την αγγλική αποικιακή σημαία του Χονγκ Κονγκ και να κουρελιάζουν την εθνική κινέζικη ή όταν οι διαδηλωτές με τα κράνη και τις μάσκες σηκώνουν αμερικάνικες σημαίες και καλούν (ειδικά στην διαδήλωση της 8/9) ειδικά τον φασίστα Τραμπ να απελευθερώσει το Χονγκ Κονγκ, που σημαίνει να κάνει πόλεμο στην Κίνα.
Με όλα αυτά, ενώ πριν αρχίσουν οι βίαιες διαδηλώσεις δεν υπήρχε καμιά ειδική αντίθεση του λαού της κινέζικης ενδοχώρας για το δημοκρατικό κίνημα του Χονγκ Κονγκ σε όσο βαθμό αυτό ήταν γνωστό, σήμερα υπάρχει και στηρίζεται στην πεποίθηση που εύκολα καλλιέργησε η σοσιαλφασιστική προπαγάνδα ότι το κίνημα του Χονγκ Κονγκ είναι βίαιο γιατί είναι δημιούργημα των ΗΠΑ και αποτελεί το πρόσχημα τους για μια δήθεν εισβολή στην Κίνα με στόχο τον ακρωτηριασμό της.
Έτσι μπόρεσαν οι σοσιαλφασίστες του Πεκίνου να τσιμεντάρουν, σύμφωνα με πολλές ανταποκρίσεις, την κινέζικη κοινή γνώμη συντριπτικά ακόμα και στις παροικίες των κινέζων σε δημοκρατικές χώρες του εξωτερικού, οι οποίοι πολύ πιο εύκολα μαθαίνουν τι συμβαίνει στον κόσμο και στη χώρα τους και γι΄ αυτό εκτιμούν την πολιτική δημοκρατία που επικρατεί στις χώρες αυτές σε σύγκριση με την κινέζικη φασιστική δικτατορία. Έτσι πιο εύκολα από ποτέ, τουλάχιστον σε αυτήν την κλίμακα, τα οργανωμένα φασιστάκια του Πεκίνου τραμπουκίζουν μπροστά στις κάμερες σε φοιτητές του Χονγκ Κονγκ που κυρίως σπουδάζουν σε χώρες σαν την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και τον Καναδά, οι οποίοι τολμούν παρά τους χαφιέδες της κινέζικης κυβέρνησης που τους παρακολουθούν και τους απειλούν προσωπικά και διαδικτυακά, να διαδηλώνουν υπέρ του δημοκρατικού κινήματος, ενώ σε μεγάλο βαθμό οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών και ιδίως οι πανεπιστημιακές αρχές, επειδή προσκυνούν το κινέζικο χρήμα που ρέει στις σχολές τους, τους αφήνουν ακάλυπτους. Ακόμα και στο ίδιο το Χονγκ Κονγκ για πρώτη φορά στα 20 χρόνια των δημοκρατικών αγώνων του ξεθαρρεμένοι οι φίλοι του Πεκίνου βγαίνουν στους δρόμους και διαδηλώνουν υπέρ της κυβέρνησης και υπέρ της αστυνομίας, ενώ ήδη ομάδες τραμπούκων ανάμεσα στους τελευταίους έρχονται στα χέρια με τους διαδηλωτές επεμβαίνοντας υπέρ της αστυνομίας στις συρράξεις των τελευταίων με αυτήν.
Παραπέρα, με πρόσχημα τις καταστροφές που γίνονται στις βίαιες διαδηλώσεις και τα όποια συμπτώματα αντικινεζισμού σε επίπεδο κινέζικου λαού οι σοσιαλφασίστες του Πεκίνου έχουν καταφέρει για πρώτη φορά από την ενσωμάτωση του Χονγκ Κονγκ να τρομοκρατήσουν τους υπαλλήλους των μεγάλων εταιριών, ιδιωτικών και κρατικών, ντόπιων και ξένων, ιδιαίτερα αυτών που έχουν σημαντικά συμφέροντα στην αγορά της Κίνας, όπως είναι πια οι περισσότερες, απειλώντας τες με οικονομικά αντίποινα αν δεν «σωφρονίσουν» τους υπαλλήλους τους που υπερασπίζουν έστω στις προσωπικές ιντερνετικές τους σελίδες τις βίαιες διαδηλώσεις. Και αυτές σκουληκοειδώς το κάνουν με αποτέλεσμα μια τρομοκρατική σιωπή, πρωτοφανής στην πρόσφατη ιστορία του Χονγκ Κονγκ, να έχει απλωθεί στους εργαζόμενους στις μεγάλες επιχειρήσεις που οι περισσότερες είναι εξαρτημένες από την κινέζικη αγορά.
Ο εκβιασμός του Πεκίνου και η εργοδοτική υποταγή σε αυτόν τον εκβιασμό έγινε παραδειγματική στην περίπτωση του διεθνή αεροπορικού γίγαντα του Χονγκ Κονγκ, της CathayPacific, ενώ είναι εντελώς χαρακτηριστική για την πολιτική και ταξική αδυναμία του κινήματος για να μην πούμε για την ενδεχόμενη διάβρωση της ηγεσίας του από τον εχθρό. Με ωμή απαίτηση λοιπόν από το Πεκίνο η Cathay απέλυσε μετά τα επεισόδια του Αυγούστου στο αεροδρόμιο του Χονγκ Κονγκ την προηγούμενη ανώτατη διοίκηση της, εγκατέστησε στη θέση της τους φίλους του Πεκίνου και, το χειρότερο, απέλυσε τα συνδικαλιστικά στελέχη της που ηγήθηκαν μιας προαναγγελμένης απεργίας συμπαράστασης στα πλαίσια των ειρηνικών εκδηλώσεων του αγώνα.
Αυτοί οι απεργοί έμειναν πολιτικά εκτεθειμένοι αρχικά από τη ριζοσπαστική τάση του κινήματος όταν αυτή μετά την λήξη της γενικής απεργίας που κήρυξε το κίνημα στις αρχές του Αυγούστου μετέτρεψε ξαφνικά μια καθιστική διαμαρτυρία στο αεροδρόμιο σε κατάληψη του αεροδρομίου, σε ακύρωση των πτήσεων και στις συμπλοκές με τους επιβάτες και τις βιαιοπραγίες που περιγράψαμε πριν. Το χειρότερο, που δείχνει και τον ταξικό χαρακτήρα όλης της ηγεσίας του δημοκρατικού κινήματος, δηλαδή και της επώνυμης ηγεσίας των ειρηνικών διαδηλώσεων, είναι ότι αυτή άφησε απροστάτευτους στα νύχια των φασιστών του Πεκίνου τους απολυμένους απεργούς της CathayPacificκαθώς δεν διοργάνωσε καμιά κεντρική μαζική ειρηνική διαδήλωση για να απαιτήσει την επαναπρόσληψή τους, ούτε ενέταξε, όπως έπρεπε, αυτό το καίριο αίτημα στα πέντε βασικά αρχικά αιτήματα σαν προϋπόθεση για την άμυνα των εργαζομένων του Χονγκ Κονγκ στην κινέζικη πολιτική τρομοκρατία (λευκή τρομοκρατία την λένε οι δημοκράτες) ώστε να είναι δυνατή η μαζική συμμετοχή τους σε αυτό το κίνημα, ιδιαίτερα η συμμετοχή τους σε απεργιακές πολιτικές κινητοποιήσεις, που ως γνωστό δεν γίνεται να γίνονται με μάσκες.
Είναι επίσης ανεξήγητο, τουλάχιστον για εμάς που κοιτάμε τα πράγματα από μακρυά, ότι η ηγεσία του ειρηνικού δημοκρατικού κινήματος δεν έχει ανακηρύξει ακόμα σαν άμεσο κύριο εχθρό του λαού την εγκάθετη του Πεκίνου πρωθυπουργού Λαμ και δεν ζητά πλέον την παραίτηση της όπως είχε κάνει αρχικά, ενώ αυτή μένει η εκλεκτή του Πεκίνου και αυτή έχει επιβάλει όλα τα βρώμικα μέτρα και τους εκβιασμούς του και αυτή ηγείται της αστυνομικής βίας. Αυτή η έλλειψη αφήνει τόσο περισσότερα ερωτηματικά όσο το κίνημα έχει ανακηρύξει σαν κύριο εχθρό του κινήματος το εκτελεστικό όργανο της πολιτικής της Λαμ: την αστυνομία. Αλλά αυτή σαν σώμα μετά την μεταπολεμική στρατηγική ήττα της αγγλικής αποικιοκρατίας λειτουργούσε όπως κάθε δυτική αστυνομία με αστοδημοκρατικούς όρους και με αυτήν την έννοια ήταν πιο κοντά στη ντόπια αστική τάξη και στη Δύση, παρά στο Πεκίνο, ενώ τώρα κινείται ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση, πράγμα που είναι το πιο υλικό χειροπιαστό κέρδος του Πεκίνου σε επίπεδο πολιτικής εξουσίας στο Χονγκ Κονγκ. Κι αυτό δεν οφείλεται κυρίως στις άμεσες συγκρούσεις με τους διαδηλωτές, όσο στο ότι οι διαδηλωτές έκαναν το μεγάλο για ένα δημοκρατικό κίνημα λάθος και αντικειμενική προβοκάτσια να μαζεύονται έξω από τα σπίτια των αστυνομικών και να τα πετροβολούν ή να απειλούν στο ίντερνετ ή να προσβάλουν και να απειλούν συγγενείς αστυνομικών. Αυτές οι πρακτικές έσπρωξαν τους αστυνομικούς μια ώρα αρχύτερα στην αγκαλιά του Πεκίνου καθώς όλο αυτόν το καιρό η κινέζικη τηλεόραση τους αποθεώνει συστηματικά σαν μεγάλους πατριώτες και ήρωες (https://www.scmp.com/news/hong-kong/politics/article/3027311/hong-kong-police-officer-who-pointed-shotgun-protesters) για αυτές τις συγκρούσεις τους με τον «φιλοαποικιακό, φιλοδυτικό όχλο» ενώ το Πεκίνο οργανώνει διαδηλώσεις συμπαράστασης υπέρ τους τόσο στην Κίνα όσο και στο Χονγκ Κονγκ. Έτσι εκεί που ποτέ δεν είχε στην πόλη δικό της κατασταλτικό μηχανισμό, δηλαδή δικό της πραγματικό κράτος η Κίνα αρχίζει να αποκτάει. Η πιο τρανή απόδειξη είναι ότι η ηγεσία δήλωνε στην αρχή των συγκρούσεων ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να δικαιολογούν τον ισχυρισμό του Πεκίνου ότι οι βίαιοι διαδηλωτές καθοδηγούνται από το εξωτερικό. Όμως τελευταία η κυβέρνηση Λαμ διόρισε σαν υπαρχηγό της αστυνομίας αλλά υπεύθυνο της καταστολής των διαδηλώσεων, ένα νυν συνταξιούχο και προηγούμενο αρχηγό της, που διακρίθηκε για την σκληρότητά στην καταστολή των μαζικών διαδηλώσεων του 2016 ο οποίος δήλωσε πρόσφατα στους αστυνομικούς ότι η επίθεση εναντίον τους από τους διαδηλωτές οφείλεται σε μια πελώρια συνομωσία, υπονοώντας σαφώς τη Δύση.
Στην ουσία το πιο μεγάλο πρόβλημα για το δημοκρατικό κίνημα του Χ. Κονγκ είναι, όπως προηγούμενα γι΄ αυτό της Ουκρανίας, ότι και η ηγεσία της διοργάνωσης των πελώριων ειρηνικών διαδηλώσεων του Ιούνη και του Αυγούστου, το Μέτωπο των Πολιτικών και Ανθρωπίνων δικαιωμάτων (CivicandHumanRightsFront - CHRF), στο οποίο συμμετέχουν τα πολιτικά δημοκρατικά ρεύματα, η καθολική εκκλησία και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμφωνεί ως τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές με τη βίαιη τακτική ανεξαρτήτως των στόχων που χτυπάει και των μεθόδων που ακολουθεί, αλλά θεωρεί ότι αυτή αλληλοσυμπληρώνεται ταιριαστά με την ειρηνική. Μάλιστα, όταν οι διαδηλωτές που έκαναν την καθιστική διαμαρτυρία στο αεροδρόμιο τον Αύγουστο, ανησύχησαν για τις βιαιότητες που τους έφεραν σε σύγκρουση με τους επιβάτες και την κοινή γνώμη της πόλης, ζήτησαν την άλλη μέρα επίσημα με πανό συγνώμη από τους επιβάτες ενώ άρχισε συνολικά να ζυμώνεται η επιστροφή στις ειρηνικές μορφές πάλης, η ηγεσία του CHRF ανακοίνωσε ότι πρέπει το ειρηνικό κίνημα να είναι σφιχτά ενωμένο με τους βίαιους διαδηλωτές αφού ο σκοπός είναι κοινός και μάλιστα δήλωσε ότι οι τελευταίοι είναι οι πιο γενναίοι «καθώς κάνουν αυτό που οι ειρηνικοί δεν μπορούν να κάνουν».
Η συνέχιση των λαθών του δημοκρατικού κινήματος του Χ.Κ εξηγεί κατά τη γνώμη μας γιατί το Πεκίνο θέλει η Λαμ να μην κάνει απολύτως τίποτα για να σταματήσει τις ταραχές, δηλαδή ούτε την σπρώχνει να ικανοποιήσει έγκαιρα τα αιτήματα των διαδηλωτών στις ειρηνικές και μη διαδηλώσεις, ούτε την θέλει να δηλώνει καθαρά ότι δεν θα υποχωρήσει σε κανένα από αυτά. Γι΄ αυτό εκφράζει την ικανοποίηση του γι΄ αυτήν, ως ότου την αδειάσει σ΄ έναν σκουπιδοτενεκέ όταν θα είναι το Πεκίνο να δείξει την αποφασιστικότητά του. Είδαμε λοιπόν πως η Λαμ μόνο μετά από 3 μήνες ταραχών δέησε να ικανοποιήσει το πρώτο και βασικό αίτημα των διαδηλωτών: αυτό για την κατάργηση του νόμου περί έκδοσης στην Κίνα. Τελευταία αυτή ρίχνει υπονοούμενα ότι μπορεί να ικανοποιήσει το αρχικά δεύτερο αίτημα, που σήμερα έχει γίνει αυτό πρώτο, δηλαδή για την ανεξάρτητη έρευνα για τη βία της αστυνομίας, το οποίο ακριβώς αυτή τη στιγμή της το ζητάει και ο ΟΗΕ μέσω της επιτροπής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς η Κίνα να βάλει ζήτημα στον ΟΗΕ γι αυτό. Έτσι κλείνει το μάτι στους διαδηλωτές να συνεχίσουν όχι μόνο χωρίς να ικανοποιεί το αίτημά τους αλλά οξύνοντας την αστυνομική βία και τις συλλήψεις με τον νόμο για τις μάσκες. Αυτό δείχνει η παράταση των ταραχών, το πολιτικό αδιέξοδο και οι οικονομικές ζημιές που απορρέουν ως τώρα από αυτές είναι ακριβώς αυτό που θέλει το Πεκίνο σε αυτή τη φάση, πρώτον για να εκθέσει το δημοκρατικό κίνημα στις πλατιές μάζες, ιδίως στις πιο συντηρητικές, δεύτερον για να δυναμώσει τους κινέζους σοσιαλφασίστες στην πόλη, στην ενδοχώρα και παγκόσμια, τρίτον για να τσακίσει τα τμήματα της μεγαλοαστικής τάξης που λίγο η πολύ του αντιστέκονται και πήραν το μέρος των διαδηλωτών, και τέταρτον και το πιο σημαντικό με όλα αυτά να μπορέσει να ασκήσει το ίδιο ή οι εγκάθετοί του στο Χονγκ Κονγκ τη μεγάλη βία, που θα φέρει την «κοινωνική ειρήνη, τον νόμο και την τάξη» που δεν θα είναι αυτή των αψιμαχιών με τις ασπίδες και τα κράνη, αλλά η τρομοκρατική δικτατορία, που η Κίνα των έμπειρων και δόλιων νεοχιτλερικών θέλει να την προετοιμάσει και οργανώσει με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις.
Ο μόνος τρόπος για να ανατραπεί μια τέτοια στρατηγική είναι το κίνημα να αναζητήσει τρόπους να κριτικάρει τις λαθεμένες θέσεις και δράσεις μέσα του και να δεθεί βαθύτερα με τις μάζες στο Χονγκ Κονγκ, και να προσεγγίσει ό,τι πιο δημοκρατικό και προοδευτικό υπάρχει στην Κίνα, και με όλη τη δημοκρατική διεθνή κοινή γνώμη, πράγμα που ως τώρα ουσιαστικά δεν το επιχειρεί. Αυτή η αρνητική πραγματικότητα κρύβεται προς στιγμήν από μια σχετική ευφορία των δημοκρατών επειδή η κυβέρνηση των ανδρείκελων υποχώρησε στο ζήτημα της έκδοσης των κρατουμένων στην ενδοχώρα. Γι αυτό το λόγο μια θεαματική διόρθωση πορείας του κινήματος δεν φαίνεται προς το παρόν άμεση.
Το κίνημα του Χονγκ Κονγκ παρά τα σοβαρά λάθη του είναι δίκαιο και πρέπει στην κύρια πλευρά του να υποστηριχθεί
Όμως, το κίνημα του Χονγκ Κονγκ έχει ακόμα παλλαΐκά χαρακτηριστικά και βρίσκεται στην πλευρά του δίκιου όσο ο διακηρυγμένος και πραγματικός στόχος που κινεί τη μάζα του, είναι να κρατήσει ελεύθερη μια πόλη που ήδη έχει αρχίσει να καταλαμβάνεται από έναν ασύλληπτο σε όγκο και χιτλερικού τύπου φασισμό ο οποίος χρησιμοποιεί εναντίον των εχθρών του τα καλύτερα συστήματα ηλεκτρονικής παρακολούθησης που υπάρχουν, ενώ λίγο έξω από τα χαμηλά τείχη της τροχίζει θορυβωδώς τις λαιμητόμους του διατυμπανίζοντας παγκόσμια το μίσος του για τους διαδηλωτές.Η παρουσία αυτού του εχθρού στην πόλη -πέρα από το ότι εκείνος ορίζει τον πρωθυπουργό του Χονγκ Κονγκ-, εμφανίστηκε για πρώτη φορά με ανατριχιαστική σαφήνεια στην απαγωγή στα τέλη του 2015 των 5 εργαζομένων (υπαλλήλων και διευθυντών) ενός βιβλιοπωλείου και ταυτόχρονα εκδοτικού οίκου, που πουλούσε βιβλία, τα οποία κυρίως αγόραζαν κινέζοι από την ενδοχώρα και έβγαζαν στη φόρα τις αληθινές εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις στην Κίνα, ειδικά αυτές μέσα στο ψευτοκομμουνιστικό ΚΚ Κίνας (https://www.nytimes.com/2018/04/03/magazine/the-case-of-hong-kongs-missing-booksellers.html). Αμέσως μετά από αυτήν την απαγωγή όχι μόνο έκλεισε αυτό το βιβλιοπωλείο, αλλά και χάθηκαν από τα ράφια όλες οι εκδόσεις στο Χονγκ Κονγκ που αποκάλυπταν τις αληθινές βαθιές πολιτικές εξελίξεις και ζυμώσεις στην ενδοχώρα.
Έτσι όσο λαθεμένες και να είναι κάποιες από τις πρακτικές και τα συνθήματα του συνολικού κινήματος, κυρίως της βίαιης πλευράς του, και όσο κάποια από αυτά να είναι ενδεχόμενα υποδαυλισμένα από προβοκάτορες οπότε μπαίνουν αντικειμενικά στην υπηρεσία του εχθρού, εφόσον αυτό το κίνημα και στην βίαιη μορφή του έχει ακόμα τη συμπάθεια από τη μεγάλη πλειοψηφία των δημοκρατικών μαζών και δεν δέχεται ανοιχτή κριτική από τα δημοκρατικά ρεύματα της αντιπολίτευσης θα πρέπει να υποστηρίζεται. Άλλωστε κάτω από αυτές τις συνθήκες τα λάθη αυτού του κινήματος έχουν και τραγικότητα και ιστορική βαρύτητα γιατί είναι μέρος της επαναστατικής και όχι της αντεπαναστατικής εμπειρίας ενός λαού, αντίθετα από αυτό που συμβαίνει με τα βρώμικα φαιο-«κόκκινα», καθεστωτικά στην κύρια πλευρά τους, κινήματα. Άλλωστε τα νέα επαναστατικά κινήματα των λαών, που όλο και περισσότερο θα συναντούν μπροστά τους το σοσιαλφασισμό και αυτόν θα αντιμετωπίζουν σαν κύριο εχθρό θα γίνουν νικηφόρα μόνο μετά από αρκετές ήττες στην πρώτη φάση τους, γιατί ο εξωτερικός εχθρός αυτών των κινημάτων είναι κυρίως οι προδότες των προηγούμενων επαναστάσεων τους και αυτό που ξέρουν αυτοί πιο καλά από τον καθένα είναι πως αυτές υπονομεύονται, προβοκάρονται και νικιούνται από τα μέσα. Έτσι χτυπάνε από τα μέσα όσο καλά χτυπάνε και απ΄ έξω. Έτσι ο έξω κύριος εχθρός είναι ο ίδιος ακριβώς με τον μέσα. Αλλά όταν ο μέσα και ο έξω εχθρός ταυτίζονται τότε όταν μαθαίνει κανείς τον έναν πολύ σύντομα θα μάθει και τον άλλον και ο δρόμος προς την επανάσταση γίνεται πιο φαρδύς και πιο σύντομος από ποτέ.
Αυτή είναι η μεγάλη δυσκολία αλλά και η πολύ πλούσια συγκομιδή των επαναστάσεων που έρχονται.
*τα πέντε αιτήματα είναι α) η κατάργηση του νόμου για την δυνατότητα έκδοσης κατηγορουμένων στην Κίνα για εγκλήματα που έγιναν στο Χ. Κονγκ, το οποίο ικανοποιήθηκε από την κυβέρνηση β) η έρευνα από έναν ανεξάρτητο οργανισμό για τη βία που χρησιμοποίησε η αστυνομία του Χονγκ Κονγκ, γ) η κατάργηση του νομικού χαρακτηρισμού των μαχητικών διαδηλώσεων σαν στάση, δ) η αμνηστία για όλους τους κατηγορούμενους στις διαδηλώσεις και ε) η καθιέρωση εκλογικού συστήματος για το Νομοθετικό Συμβούλιο (τη Βουλή του Χονγκ Κονγκ) ώστε κάθε ψήφος να μετράει το ίδιο.