Τότε το Βρετανικό μουσείο είχε δεχτεί να δανείσει τα γλυπτά του με τον όρο να του αναγνωριστεί το δικαίωμα ιδιοκτησίας τους, κάτι που η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε ασυζητητί, αφού επέμενε, και τώρα επιμένει με ακόμα μεγαλύτερη ένταση ότι αυτά τα αγάλματα εκλάπησαν, οπότε η διευθέτηση αυτού του ζητήματος δύσκολα θα μπορούσε να γίνει με φιλικούς όρους. Όμως ως τώρα δεν φαινόντουσαν καθόλου τα πραγματικά αίτια αυτής της στάσης της Αθήνας.
Αυτά άρχισαν να ξεπροβάλλουν κυρίως μόλις προχθές από την ώρα που ο Κυρ. Μητσοτάκης κάλεσε τον κινέζο πρόεδρο στην Ελλάδα και του έκθεσε την επίσημη ελληνική θέση για να λάβει την προφανώς προσυνεννοημένη στήριξη του τελευταίου και μια υπόσχεση συνεργασίας. Την ίδια ώρα, με παρότρυνση του προέδρου της Δημοκρατίας προς τον πρόεδρο του Δικηγορικού συλλόγου Αθηνών, στηνόταν μια «Πανελλήνια Επιτροπή Διεκδίκησης Επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα» με 54 προσωπικότητες από πολλούς κοινωνικούς φορείς η οποία ανέλαβε να προωθήσει μια πιο δραστήρια διεθνή εκστρατεία για τη διεκδίκηση των γλυπτών του Παρθενώνα ή των μαρμάρων όπως τα λέει ο κόσμος. Η υπόθεση των μαρμάρων είχε πάρει με σαφήνεια τη μορφή ψυχροπολεμικής εκστρατείας για την ανάκτηση της «εθνικής κυριαρχίας» της χώρας από τους «αποικιοκράτες», μιας εκστρατείας που ήταν όμως τώρα καθαρά τμήμα του πολέμου που ο ανερχόμενος ρώσο-κινεζικός άξονας ετοιμάζεται να εξαπολύσει στον πλανήτη κυρίως για την κατάκτηση της Ευρώπης, όπως με σπάνια οξυδέρκεια είχε ήδη πριν από 50 χρόνια είχε εκτιμήσει για την τότε σοσιαλιμπεριαλιστική ΕΣΣΔ ο Μάο Τσε Τουνγκ.
Όπως είπαμε πιο πάνω, το πάγιο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης δεν είναι απλά να έρθουν εδώ τα γλυπτά, που αποτελούν πλέον και τμήμα της ιστορίας του Βρετανικού μουσείου αλλά και του διεθνούς κοινού που τα βλέπει και τα μελετάει, σαν δάνειο του μουσείου, ουσιαστικά του βρετανικού κράτους προς την Ελλάδα· αλλά να αλλάξουν ιδιοκτησιακό καθεστώς και να γίνουν τελικά κτήμα του ελληνικού κράτους. Αυτό φρόντισε να τονίσει σε σχετική συνέντευξή του στον Observer ο Μητσοτάκης διευκρινίζοντας ότι όχι απλώς «η απαίτησή μας για επιστροφή των γλυπτών παραμένει ακέραια» αλλά και ο δανεισμός τους θα ήταν «μια ουσιαστική αναγνώριση των Βρετανών για το δίκαιο της ελληνικής απαίτησης». Το Βρετανικό μουσείο απάντησε ότι προϋπόθεση για οποιαδήποτε συζήτηση περί δανεισμού είναι η αναγνώριση ότι νόμιμος ιδιοκτήτης τους είναι το Βρετανικό μουσείο και όχι η Ελλάδα (https://www.iefimerida.gr/politismos/proklitiki-apantisi-toy-bretanikoy-moyseioy-gia-ta-glypta).
Όμως έτσι στην πράξη η επίσημη ελληνική πλευρά «καίει» τα κυριότερα επιχειρήματα που επικαλείται για να στοιχειοθετήσει το αίτημά της περί επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα και τα οποία είναι, μεταξύ άλλων, η τωρινή έλλειψη «συνοχής, ομοιογένειας και ιστορικότητας του μνημείου στο οποίο ανήκουν», η καλύτερη κατανόησή τους μέσα στο αυθεντικό τους ιστορικό περιβάλλον ή η δυνατότητα καλύτερης φύλαξής τους μέσα στο νέο μουσείο της Ακρόπολης κλπ. Αφήνουμε λοιπόν στην άκρη τις ενστάσεις που προβάλλουν οι οπαδοί της παραμονής των γλυπτών στο Λονδίνο και που έχουν να κάνουν π.χ. με τη μεγάλη επισκεψιμότητα που έχει το Βρετανικό μουσείο ή με το ότι αν όλα τα εκθέματα όλων των μεγάλων και ιστορικών μουσείων γυρίσουν στις χώρες προέλευσής τους τα πρώτα και μεγαλύτερα από αυτά θα άδειαζαν. Αφήνουμε προσωρινά στην άκρη το γεγονός ότι ενώ τμήματα του μνημείου βρίσκονται διασκορπισμένα και σε άλλα ευρωπαϊκά μουσεία η εκστρατεία διεκδίκησης στρέφεται αποκλειστικά κατά της Βρετανίας. Το μόνο επιχείρημα που αξίζει απάντησης μετά απ’ όλα αυτά είναι εκείνο της παράνομης απόκτησης των αρχαιοτήτων από τον άγγλο αριστοκράτη, μια κίνηση που θα νομιμοποιούσε την επιστροφή τους στο νόμιμο ιδιοκτήτη τους.
Όμως το επιχείρημα περί κλοπής δεν ευσταθεί απ’ τη στιγμή που η αφαίρεση των γλυπτών από τον κόμη του Έλγιν, είτε με άδεια από τις οθωμανικές αρχές (όπως υποστηρίζει η βρετανική πλευρά) είτε χωρίς, έγινε στις αρχές του 19ου αι., σε μια στιγμή που όχι μόνο δεν υπήρχε ακόμα ελληνικό εθνικό κράτος, αλλά δεν είχε ακόμα εκδηλωθεί ο ανεξαρτησιακός αγώνας ώστε να διαμορφωθεί μέσα στον πληθυσμό μια εθνική συνείδηση και μάλιστα μια συνείδηση συνέχειας με την ελληνική αρχαιότητα και ένας θαυμασμός έστω και μια αισθητική απόλαυση αυτής της αρχαιότητας, ώστε αυτός ο πληθυσμός να ζημιωθεί από αυτή την κίνηση και να θεωρήσει εκείνη την εποχή ότι η πράξη αυτή ήταν κλοπή. Επιπλέον μια προσφυγή του ελληνικού κράτους θα ήταν σήμερα νομικά αδύνατη εξαιτίας της παρόδου τόσων χρόνων από τη στιγμή της μεταφοράς των μαρμάρων. Στην ουσία η επιμονή πάνω σ’ αυτό το επιχείρημα βασίζεται στη σοβινιστική, και στο βάθος εθνορατσιστική θέση που η ελληνική άρχουσα τάξη επιμελώς καλλιεργεί στο λαό μας ότι το νεοελληνικό έθνος – που είναι στην πραγματικότητα όπως όλα τα έθνη του πλανήτη δημιούργημα της σύγχρονης καπιταλιστικής εποχής – είναι ο μοναδικός, ο αποκλειστικός κληρονόμος του αρχαίου ελληνικού δουλοκτητικού πολιτισμού αλλά και του φεουδαρχικού βυζαντινού. Έτσι αρχαιότητες σαν τον Παρθενώνα δε θεωρούνται από τους σοβινιστές μας μνημεία παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς, αλλά σύμβολα του «αιώνιου» ελληνικού πολιτισμικού πνεύματος, και κυρίως έκφραση της δήθεν «ανωτερότητας» του σημερινού ελληνικού έθνους το οποίο δήθεν δώρισε τον πολιτισμό του στα υπόλοιπα πολιτισμένα έθνη και νομίζει ότι έπαψαν να είναι άγρια ή ημιάγρια ακριβώς εξ αιτίας αυτής της δωρεάς. Αυτή η μυθολογία βρίσκει ακόμα μεγαλύτερη δημοτικότητα σε μια εποχή γενικότερης εξαθλίωσης για τη χώρα μας και έξαρσης των συμπλεγμάτων κατωτερότητας της χρεωκοπημένης ελληνικής άρχουσας τάξης, κάτι που κάνει δυσκολότερη την αποκάλυψη της ιστορικής αλήθειας, τόσο ως προς τις ιστορικές καταβολές του νεοελληνικού έθνους όσο και ως προς την αντίληψη που είχαν οι πρόγονοί μας της νεώτερης εποχής για τα αρχαία μνημεία των «προπάππων» τους τα οποία τόσο πολύ θαύμαζαν ώστε τα κατάστρεφαν για να χτίσουν τις δικές τους κατοικίες.
Έτσι με όχημα το παλιό δηλητήριο του μεγαλοϊδεατισμού και εθνορατσισμού οι πιο αντιδραστικοί εκπρόσωποι της ελληνικής άρχουσας τάξης, και συγκεκριμένα ο ρωσόδουλος Α. Παπανδρέου και οι επίγονοί του σε επίπεδο κυβέρνησης, κατάφεραν να στρέψουν όλο το έθνος μας απέναντι σε ένα άλλο έθνος όπως το αγγλικό, σε μια εποχή που αυτό, παρά τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της άρχουσας τάξης του, ήταν στην κύρια πλευρά φιλειρηνικό λόγω της αντιφασιστικής νίκης του αγγλικού λαού και γενικά των ευρωπαϊκών λαών και των νικών αυτών των λαών ενάντια στο αποικιοκρατικό πνεύμα και τις ίδιες τις αποικίες των αρχουσών τους τάξεων. Η καλλιέργεια από τον Α. Παπανδρέου της αντίθεσης ειδικά ενάντια την Αγγλία μέσα από τον τρόπο με τον οποίο μπήκε από την αρχή το αίτημα της επιστροφής των μαρμάρων οφείλεται στο ότι από όλες τις τότε χώρες της ΕΕ η Αγγλία είχε τους πιο στενούς πολιτικούς, στρατιωτικούς, ιστορικούς και γλωσσικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, δηλαδή εκείνη την υπερδύναμη που αποτελεί τον κύριο εχθρό της Ρώσικης υπερδύναμης ακόμα και την εποχή που η τελευταία εμφανιζόταν σαν σοσιαλιστική ΕΣΣΔ. Αλλά η έχθρα δεν οφείλεται στο ότι η Αμερική είναι ιμπεριαλιστική υπερδύναμη αλλά επειδή είναι ο κύριος εχθρός της ρώσικης υπερδύναμης που τα συμφέροντά της ο Α. Παπανδρέου υπηρετούσε. Το γενικό σύνθημα της επιθετικής αυτής γραμμής είναι το «κάτω οι αγγλοσάξονες αποικιοκράτες που μας πήραν τον πλούτο μας». Πρόκειται για ίδιου τύπου ιδεολογική σημαία με εκείνη που σηκώνει σήμερα κάθε «τίμιος» ναζί για να κάνει τους λαούς του τρίτου κόσμου και τους εργάτες στις ανεπτυγμένες χώρες να μισήσουν όχι απλά τις αστικές τάξεις αλλά τα έθνη και τους ίδιους τους γενικά φιλικούς τους λαούς στη Δύση. Γιατί όλα τα φασιστικά και σοσιαλφασιστικά ρεύματα στις σημερινές πολιτικά ανεξάρτητες χώρες του τρίτου κόσμου, πρώην αποικίες, έχουν σαν νέο βασικό τους σύνθημα όχι απλά την επιστροφή των μουσειακών εκθεμάτων στη χώρα προέλευσης, αλλά όλου του πλούτου που αφαιρέθηκε από τις αποικίες με τη θεωρία ότι το ανώτερο σημερινό επίπεδο ζωής των ιμπεριαλιστικών χωρών επιτεύχθηκε κυρίως με τη λεηλασία των αποικιών. Αυτή η θεωρία, αρνείται ουσιαστικά το γεγονός ότι οι αποικιακές μητροπόλεις πλούτισαν όχι μόνο, και συχνά όχι τόσο, από την αποικιακή αρπαγή, όσο από τη βιομηχανική εργασία και την άγρια εκμετάλλευση των δικών τους εργατών. Αρνείται επίσης ότι η ίδια η εκβιομηχάνιση αυτών των χωρών ήρθε κυρίως από τις αστικές τους επαναστάσεις που προηγήθηκαν ιστορικά από αυτές του τρίτου κόσμου, και ότι ήταν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στις ιμπεριαλιστικές χώρες που ανέβασαν το βιοτικό τους επίπεδο κυρίως μέσα από τους ηρωικούς ταξικούς οικονομικούς και αντιφασιστικούς αγώνες τους και τις όχι λίγες αιματηρές προλεταριακές επαναστάσεις τους. Παντού το σύνθημα στον τρίτο κόσμο: «δυτικοί φέρτε πίσω τα κλεμμένα για να αναπτυχθούμε και εμείς» προωθείται από τις πιο παρασιτικές αστικές τάξεις των πρώην αποικιακών χωρών και πιο πολύ από το ρωσοκινεζικό σοσιαλιμπεριαλισμό που τους προστατεύει και που τους καλεί να συμμετέχουν σαν πλιατσικολόγοι στο μεγάλο κατακτητικό πόλεμο που ετοιμάζουν ενάντια στον β κόσμο (δηλαδή ενάντια στις δεύτερης γραμμής ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης, την Ιαπωνία, Καναδά και Αυστραλία), ενώ η ίδια η Κίνα και η Ρωσία εξελίσσονται στους μεγαλύτερους και πιο διεφθαρμένους εκμεταλλευτές των χωρών του τρίτου κόσμου, ιδιαίτερα εκείνων της αφρικανικής ηπείρου.
Δεν είναι τυχαίο ότι τέτοιου είδους αιτήματα «επιστροφής των κλεμμένων», αιτήματα που επιστρέφουν τους λαούς στο παρελθόν και τους καλούν να το «διορθώσουν», δηλαδή να ξαναγράψουν την ιστορία αντιστρέφοντας την πορεία της, δεν τα υποστήριξαν ποτέ οι μεγάλοι λαϊκοί, και συχνά με μαρξιστική καθοδήγηση, αντιαποικιακοί –αντιιμπεριαλιστικοί αγώνες της εποχής της σοσιαλιστικής ΕΣΣΔ και αργότερα της Λαϊκής Κίνας. Οι πραγματικοί μαρξιστές σε αντίθεση με τους αναθεωρητές σοσιαλφασίστες ξέρουν ότι τέτοια αιτήματα σημαίνουν πρακτικά όχι μόνο μεγαλύτερη φορολόγηση των προλετάριων του Βορρά για να πληρωθούν όχι οι λαοί αλλά οι πιο παρασιτικές αστικές τάξεις και οι ιμπεριαλιστές που εκμεταλλεύονται το Νότο, αλλά φέρνουν ρήγματα ανάμεσα στους λαούς του Βορρά και του Νότου εκεί που χρειάζεται η μεγαλύτερη ταξική και αντιιμπεριαλιστική τους ενότητα. Επιπλέον τέτοια επιχειρήματα είναι αντιδραστικά και από θεωρητική άποψη. Γιατί οι κλασικοί του μαρξισμού έβλεπαν μέσα στην αποικιοκρατία και στον ιμπεριαλισμό αξεδιάλυτα δεμένη με τον αρπακτικό και κτηνώδη χαρακτήρα τους την αντικειμενικά προοδευτική για μια περίοδο πλευρά τους, ότι δηλαδή έξω και ενάντια στις προθέσεις των ξένων εκμεταλλευτών έβγαζαν τους αποικιακούς λαούς από τα φεουδαρχικά δεσμά και τα δεσμά κάθε πολιτιστικής καθυστέρησης και αντίδρασης για να τους οδηγήσουν στο σύγχρονο βιομηχανικό κόσμο και τελικά στην πιο σκληρή επαναστατική σύγκρουση με την αποικιοκρατία, τον ιμπεριαλισμό και τελικά με τον ίδιο τον καπιταλισμό. Πρόκειται για την ίδια διαλεκτική που κάνει τους μαρξιστές να καταδικάζουνε την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής των μικρο-ιδιοκτητών από τους πρώτους καπιταλιστές στη διάρκειά της πρωταρχικής συσσώρευσης σαν μια κτηνώδη και βάρβαρη διαδικασία, με την ίδια συνέπεια με την οποία την αναγνωρίζουν σαν ένα αναγκαίο ιστορικό βήμα για τη δημιουργία τελικά της σύγχρονης μεγάλης βιομηχανίας και του σύγχρονου βιομηχανικού προλεταριάτου το οποίο ήδη έχει αρχίσει, αν και μέσα και από τα αναγκαία πισωγυρίσματα, τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής. Με τον ίδιο τρόπο η αποικιοκρατία επιτάχυνε αντικειμενικά σε μια πρώτη φάση τους υλικούς και πολιτιστικούς όρους μέσα από τους οποίους γεννήθηκαν τα νέα έθνη του Νότου τα οποία σε κάποια στιγμή της ανάπτυξης τους πραγματοποίησαν τις δημοκρατικές αντιαποικιακές και αντιιμπεριαλιστικές τους επαναστάσεις και όλο και περισσότερο, και σε όσο βαθμό έχουν κερδίσει την πολιτική ανεξαρτησία τους και μπαίνουν στο δρόμο της εκβιομηχάνισης, δημιουργούν τους όρους των προλεταριακών τους επαναστάσεων οπότε και των πιο βαθιών τους συγκρούσεων με τον ιμπεριαλισμό και το σοσιαλιμπεριαλισμό. Με αυτή τη λογική το να θέλει κάποιος να επιστρέψουν οι ιμπεριαλιστές πίσω στη γη κάθε νέου ανεξάρτητου έθνους του τα αρπαγμένα εδώ και αιώνες μεταλλεύματα, τα αρπαγμένα μπαμπάκια, τον αρπαγμένο καφέ, τα αρπαγμένα τοτέμ ή τα αρπαγμένα μάρμαρα είναι το ίδιο προοδευτικό με το να απαιτεί πχ το εργατικό κίνημα της Αγγλίας να παραδώσουν σήμερα οι καπιταλιστές εκεί τη μεγάλη ιδιοκτησία τους στους προλετάριους απογόνους των μικρο-ιδιοκτητών τους οποίους αυτοί τον 18 και 19ο αιώνα με ωμή βία απαλλοτρίωσαν ή να ζητήσουν να φορολογήσει το αγγλικό κράτος όλο το αγγλικό έθνος, οπότε και τους εργάτες για να αποζημιωθούν αυτοί και μόνο οι συγκεκριμένοι κληρονόμοι. Εννοείται ότι στην περίπτωση των αποικιών αυτές θα πρέπει να αποτιμήσουν σε χρήμα και να αφαιρέσουν από τα χρωστούμενα το κόστος των σιδηροδρομικών δικτύων, των μηχανικών μέσων παραγωγής και των σύγχρονων διοικητικών και μορφωτικών μηχανισμών που έφτιαξαν οι αποικιοκράτες για να εκμεταλλευτούν και αντικειμενικά να φέρουν, έστω και στην πιο βάρβαρη εκδοχή της την καπιταλιστική ανάπτυξη σε αυτές τις χώρες.
Η σύγχυση αυτή των διαφορετικών εποχών, όπου η αποικιοκρατία έπαιζε άλλο ρόλο από εκείνον που παίζει σε μια άλλη εποχή και η αναστροφή της ιστορίας έχει εξαιρετικά αντιδραστικές μέχρι κωμικότητας συνέπειες στην περίπτωση του Παρθενώνα, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η πρωτοφανής κλιμάκωση της καμπάνιας για την επιστροφή των μαρμάρων είναι συντονισμένη με την εξίσου μεγάλη καμπάνια για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821. Αυτή η δεύτερη θα αποτελεί μια νέα χρήση της ιστορίας για να αναδειχθεί ότι όχι μόνο η Ελλάδα αλλά και ο Παρθενώνας, το παγκόσμιο σύμβολο της δημοκρατίας και κάθε διαφωτισμού απελευθερώθηκε τάχα χάρη στην τσαρική Ρωσία, (της μάνας κάθε ευρωπαϊκής αντίδρασης εκείνη την εποχή καθώς και της πιο αντιδραστικής φράξιας μέσα στον αγώνα του 21 και όχι εντελώς τυχαία και κάθε σημερινής αντίδρασης στον κόσμο) και ότι τάχα σήμερα με τη βοήθεια αυτής της Ρωσίας και, κυρίως της συμμάχου της, ακόμα πιο ανοιχτά φασιστικής Κίνας, ο Παρθενώνας και η Δημοκρατία θα απελευθερωθούν καθώς η Δύση των πλούσιων θα αναγκαστεί, χάρη στην πίεση των υπέροχων δημοκρατών προστατών μας Σι και Πούτιν να δώσει πίσω στην πατρίδα τους τα κλεμμένα μάρμαρα και ότι άλλο αυτή χρωστάει στο φωτοδότη όχι μόνο αρχαίο αλλά και νέο ελληνικό πολιτισμό.
Αλλά αν είναι να επιστραφούν κάποια στιγμή όλα τα πολιτιστικά χρωστούμενα στην Ελλάδα τότε θα πρέπει να αναγνωρίσει προηγούμενα το ελληνικό κράτος ότι στην Αγγλία, όπως και στη Γαλλία και στη Γερμανία κλπ, δηλαδή στους διάφορους άρπαγες πολιτιστικών θησαυρών, χρωστάει τη σωτήρια για τη διάσωση αυτών των θησαυρών γνώση της αξίας τους, ότι δηλαδή από αυτούς τους άρπαγες και τους αντίστοιχους λαούς έμαθε, όσο έμαθε, το νεοελληνικό έθνος την αξία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και κυρίως από την επαφή με αυτούς τους λαούς το ίδιο εκπολιτίστηκε. Όπως με τιμιότητα και τόλμη έλεγε ο αθάνατος αρχηγός του ελληνικού επαναστατικού προλεταριάτου Ν. Ζαχαριάδης «Η αρχαιοελληνική κληρονομιά, πανανθρώπινη στην ουσία της, όχι μόνο δεν αποτελεί ελληνικό μονοπώλιο, μα αντίθετα εμείς πήραμε απόξω – από τους ξένους, Γερμανούς, Γάλλους, Άγγλους, Ολλανδούς κ.α. – τα αρχαιοελληνικά φώτα, και όπως έλεγε ένας γνωστός καθηγητής μας, ο δρόμος προς την Ακρόπολη περνά από το Παρίσι, το Βερολίνο κλπ και όχι από την Πλάκα» (Ο Μαρξισμός –Λενινισμός στην Ελλάδα με την ευκαιρία των 25 χρόνων της ΚΟΜΕΠ. Σημείωση δικιά μας: Η ονομασία Πλάκα προέρχεται από το αρβανίτικο πλιάκα που σημαίνει παλιά. Πλιάκα Αθήνα ονόμαζαν οι κατά κύριο λόγο αρβανίτες κάτοικοι της την περιοχή κάτω από την Ακρόπολη που ως το 1834 ήταν και το μεγαλύτερο μέρος της πόλης).
Και αυτό χωρίς να λογαριάσουμε ότι ακόμα και την ίδια την ανεξαρτησία του από το οθωμανικό κράτος – αλλά ποτέ από τις μεγάλες δυνάμεις γι αυτόν ακριβώς το λόγο - την πήρε η Ελλάδα και από τα αγγλικά χέρια εκτός από τα ρώσικα, καθώς πριν τη ναυμαχία του Ναυαρίνου η επανάσταση του 21 είχε νικηθεί. Με την ίδια επίσης ανόητη ετεροχρονισμένη χρήση της ιστορίας θα πρέπει να αναγνωρίσει το ελληνικό κράτος μπροστά στα αγγλικά και γαλλικά μουσεία ότι και τον αρχικό κολοβό δημοκρατισμό του το χρωστάει στο βάθος στη σύγκρουση των τότε κυρίως αγγλόφιλων και γαλλόφιλων μερίδων της επαναστατικής ηγεσίας με τις εντελώς αντιδραστικές ρωσόφιλες.
Αλλά το πιο βασικό με τη νέα εκστρατεία για τα μάρμαρα δεν είναι το πόσο αλλοτριώνεται ιδεολογικά και το πόσο υποδουλώνεται πολιτικά η χώρα μας στα νέα ανατολικά αφεντικά. Με το τελευταίο ταξίδι του Σι στην Ελλάδα η εκστρατεία για την επιστροφή των μαρμάρων φεύγει από τα εθνικά πλαίσια και αποκτάει μια νέα ποιότητα, δηλαδή χρησιμοποιείται σαν ιδεολογική σημαία για μια παγκόσμια εκστρατεία του νεοχιτλερικού άξονα για την επιστροφή του λεηλατημένου από το δυτικό ιμπεριαλισμό πλούτου σε όλες τις πατρίδες που αυτοί θέλουν να παρασύρουν στο δικό τους πόλεμο. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι είναι ακριβώς η εκστρατεία για τα μάρμαρα του Παρθενώνα από το ρωσόδουλο Α. Παπανδρέου που πυροδότησε μια σειρά αντίστοιχων διεκδικήσεων από χώρες του τρίτου κόσμου των θησαυρών που βρίσκονται αποκλειστικά σε δυτικά μουσεία. Σ’ αυτό το μέτωπο «διόρθωσης των πιο παλιών αδικιών» ο ευρωπαϊκός Νότος, ιδίως η «φωτοδότρια της Δύσης Ελλάδα» έχει μία περίοπτη θέση καθώς φαίνεται σαν υπόδειγμα απομάκρυνσης και ρήξης της ίδιας της Ευρώπης με τη βλαβερή επιρροή των αγγλοσαξόνων εντός της, ακριβώς όπως προτείνουν οι ευρασιατιστές του Ντούγκιν.
Να γιατί απ’ όλα τα μουσεία της Ευρώπης που διατηρούν τμήματα του Παρθενώνα μόνο το Βρετανικό δέχτηκε την επίθεση της ελληνικής εκστρατείας για την αποκατάσταση του μνημείου. Σ’ αυτό βοήθησε πολύ και η σημερινή δύσκολη κατάσταση των σχέσεων Βρετανίας-ΕΕ, τις οποίες φρόντισαν να οξύνουν όσο μπορούσαν περισσότερο οι φίλοι και οι πράκτορες του Κρεμλίνου τόσο στο Ενωμένο Βασίλειο όσο και στην ΕΕ.
Να γιατί σ’ αυτό το ιερό μέτωπο συμμετέχουν ένθερμα όλα τα κοινοβουλευτικά πολιτικά κόμματα που κονταροχτυπιούνται για το ποιος θα ακολουθήσει πιο πιστά τους ρώσους και κινέζους νέο-αποικιοκράτες στα σχέδιά τους και για το ποιος θα είναι ο πιο αφοσιωμένος προωθητής της γραμμής του διπλωματικού πολέμου με την Αγγλία. Έτσι ο πρώην πρωθυπουργός του ΣΥΡΙΖΑ Τσίπρας χαρακτήρισε αφελή την πρωτοβουλία του Μητσοτάκη να βάλει ζήτημα δανεισμού των ελγίνειων σα χειρονομία καλής θέλησης από μέρους του Λονδίνου και του πρότεινε «με τη στήριξη όλων μας» να ζητήσει «την οριστική επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα» (Πρώτο Θέμα, 3/9) για να τον καθησυχάσει αμέσως η υπουργός πολιτισμού της ΝΔ Μενδώνη ότι «δεν τίθεται θέμα κυριότητας των γλυπτών. Δεν μπορούμε να αποδεχθούμε την κλοπή». Με αυτή την απάντηση αποδεικνύεται αυτό που είπαμε στην αρχή, ότι δηλαδή το αίτημα του δανεισμού που βάζει κατά καιρούς η Ελλάδα είναι καθαρά ένα διπλωματικό πρόσχημα για να στριμώξει την Αγγλία. Γιατί όταν δανείζεσαι από κάποιον κάτι που τον κατηγορείς ανοιχτά ότι σου το έκλεψε, τότε έχεις το απόλυτο δικαίωμα να μην του τα δώσεις ποτέ πίσω. Δηλαδή ο Τσίπρας λέει στην κυβέρνηση: κοίταξε μήπως για να τα δανειστείτε δεχτείτε ότι τα μάρμαρα δεν είναι δικά μας. Τότε η κυβέρνηση διά στόματος Μενδώνη απαντάει στον Τσίπρα : Μην ανησυχείς. Τους λέμε ότι είναι κλέφτες και δεν θα τους αναγνωρίσουμε ποτέ την κυριότητα, οπότε ποτέ δεν θα μας τα δανείσουν. Ο πόλεμος με την Αγγλία θα συνεχιστεί, η υποταγή στους ρωσοκινέζους «φίλους» μας θα δυναμώσει.
Πόσο θρασείς και απατεώνες. Πόσο θα ήταν πραγματικά εύκολο για να μην ξαναγράφεται η ιστορία και να μην συγκρουόμαστε με μια δημοκρατική χώρα σε συνεργασία με μια φασιστική και μάλιστα με αποικιοκρατική συμπεριφορά απέναντί μας, το να αποδεχτούμε την κυριότητα του Βρετανικού Μουσείου και να επιδιώξουμε μακρόχρονο δανεισμό.
Η αρρώστια είναι εθνική επειδή είναι καλλιεργημένη διακομματικά. ΚΙΝΑΛ και Βαρουφάκης κινούνται σε παρόμοιο μήκος κύματος ενώ το υποτίθεται διεθνιστικό ψευτοΚΚΕ, ο πρωταθλητής της ρωσοδουλείας απαιτεί διπλωματικό πόλεμο τώρα με την Αγγλία και όχι μεσοβέζικες λύσεις: «Η αντιπαράθεση για την υπόθεση των γλυπτών του Παρθενώνα αγγίζει τα όρια της μικροπολιτικής υποκρισίας, καθώς μέχρι σήμερα καμία ουσιαστική πίεση δεν έχει ασκηθεί, τόσο προς το Βρετανικό Mουσείο, όσο και προς μουσεία άλλων κρατών, για την παράνομη κατοχή των πολιτιστικών θησαυρών της χώρας μας, αφού ο στόχος των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων της χώρας μας να συνεργάζονται, σε βάρος των συμφερόντων του ελληνικού λαού, με αυτά τα κράτη, προέχει σε σχέση με την τύχη των μαρμάρων» (News24/7, 3/9). Τι άλλο θα λέγανε οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας του Ζαχαριάδη.
Έτσι έγινε και σύσσωμη η ελληνική άρχουσα τάξη συντάχθηκε πρόθυμα με τον κινέζικο φασισμό που υποσχέθηκε να τη βοηθήσει να πάρει πίσω τα μάρμαρα αρκεί να της παραδώσει τη χώρα για άγρια εκμετάλλευση, για φασιστική δικτατορία και για πολεμικές περιπέτειες.
Eτσι γινόταν πάντα στην Ελλάδα. Αυτοί που πιο δυνατά από όλους φώναζαν για το αρχαίο ελληνικό παρελθόν ήταν εκείνοι που σκότωναν το νεοελληνικό παρόν. Αλλά πρώτη φορά αυτή η αντίθεση έχει γίνει τόσο χτυπητή. Πρώτη φορά είναι έτοιμοι ακόμα και για πόλεμο για να υπερασπίσουν το μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας, εκείνοι που τόσο ξεδιάντροπα ποδοπατούν οτιδήποτε μπορεί να δώσει στοιχειώδη αξιοπρέπεια, ευημερία και κύρος στη σημερινή Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκεί που η αρχαία Αθήνα στήριζε τους Παρθενώνες της πάνω στις τριήρεις και την ανεπτυγμένη βιοτεχνία της, οι αλητήριοι που διοικούν τη νέα Αθήνα καταστρέφουν τα ναυπηγεία της και κλείνουν τη βιομηχανία της φωνάζοντας: «Τίποτα το παραγωγικό και βέβηλο δεν πρέπει να χτιστεί και να μαγαρίσει το ένδοξο πνεύμα της αρχαιότητάς μας». Τίποτα εκτός από κάτεργα στην υπηρεσία των χειρότερων τυράννων οι οποίοι γι αυτούς τους γεννημένους δούλους είναι πράγματι η μόνη λύση. Το τρομερό δηλαδή με τα μάρμαρα σε αυτή τη φάση είναι ότι η άρχουσα τάξη της χώρας μας στο όνομα της πάλης ενάντια στην αποικιοκρατία την εποχή όπου αυτή είχε και την ιστορικά θετική πλευρά της παραδίδει το λαό μας σε μια νέα αποικιοκρατία που μόνο γυρίζει πίσω τον τροχό της ανθρωπότητας γιατί υποδουλώνει μια οικονομικά, πολιτιστικά ανεπτυγμένη και ακόμα αρκετά δημοκρατική χώρα στον πιο εκμεταλλευτικό, διεφθαρμένο και παρακμασμένο καπιταλισμό.
Ο λαός μας και η ανθρωπότητα ολόκληρη θα φρίξουν όταν καταλάβουν τι ετοιμάζουν αυτοί που μας διοικούν.