Σίγουρα ένα τμήμα της εξήγησης για το γεγονός ότι η χώρα μας είναι δεύτερη παγκόσμια σε ποσοστό του πληθυσμού που πιστεύει σε θεωρίες συνομωσίας σχετικά με τον κορωνοϊό, ανήκει και σε αυτήν την κατάσταση στην εκπαίδευση (https://www.kathimerini.gr/society/561133852/27 Οκτ 2020).
Αυτή η εκπαιδευτική πορεία προς την απαξίωση καλύπτεται με την απαίτηση από τη ΔΟΕ (σωματείο Δασκάλων) και την ΟΛΜΕ με επικεφαλής τα κόμματα της ψευτοαριστεράς, που είναι οι φορείς του σαμποτάζ στην εκπαίδευση, για καθόλου ή και πολύ εύκολες εξεταστικές διαδικασίες για την προαγωγή των μαθητών, με αποτέλεσμα την προαγωγή όλων, χωρίς εξαιρέσεις. Η αρρωστημένη αυτή κατάσταση, αποκαλύπτεται στην ακραία μορφή της κατά τη διαδικασία εισαγωγής στα ΑΕΙ, στην οποία περίπου 70% των υποψηφίων γράφει κάτω από τη βάση, και αποτυπώνεται στις πολύ χαμηλές βάσεις εισαγωγής. Είναι χαρακτηριστική η φετινή περίπτωση όπου υποψήφιος με 3 να εισαχθεί στο Μαθηματικό Σάμου. Σε όλα σχεδόν τα πρώην ΤΕΙ, της επαρχίας κυρίως, οι βάσεις ήταν κάτω από το 8. Το γεγονός ότι ξαφνικά ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς κανένα εκπαιδευτικό, παιδαγωγικό ή από τις ανάγκες τις παραγωγής λόγο, βάφτισε τα ΤΕΙ σε ΑΕΙ, απλά σημαίνει ακόμη χειρότερα ότι οι υποψήφιοι εισάγονται στα ΑΕΙ χωρίς να έχουν ούτε τις στοιχειώδεις γνώσεις των μαθημάτων που είναι αναγκαία και που αντιστοιχούν σε κάθε σχολή, με προφανές αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να αποφοιτήσουν ή και να παρατούν τις σπουδές τους.
Η επίκληση του επιχειρήματος ότι οι πανελλήνιες εξετάσεις (όπως και οι ενδοσχολικές) είναι ταξικές και κατά συνέπεια αυξάνουν την ταξική ανισότητα και άρα πρέπει να καταργηθούν, όπως έχει στο πρόγραμμά του ο ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει να σημαίνει όχι ότι πρέπει να καταργηθούν ή να ελαφρύνουν, αλλά ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στους αδύνατους μαθητές που είναι κύρια τα παιδιά της εργατικής τάξης, της φτωχής αγροτιάς και της φτωχολογιάς της πόλης. Η ισότητα προς τα κάτω, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να επιδεινώνει και να σκεπάζει αυτήν την κατάσταση όταν οι φτωχοί μαθητές γίνουν φοιτητές σε κάποιο ΑΕΙ ιδιαίτερα όταν αυτό είναι μακριά από τον τόπο της κατοικίας τους. Οι γονείς πληρώνουν πολύ περισσότερα γιατί οι σπουδές κρατούν πολύ περισσότερο.
Για κάθε προοδευτικό άνθρωπο η μικρότερη συμμετοχή των φτωχών στις σπουδές και οι χαμηλότερες επιδόσεις τους έχουν πράγματι κοινωνικές αιτίες, αλλά αυτές οι αιτίες δεν μπορεί να σχετικοποιούν ούτε τις επιδόσεις, αλλά ούτε και τις ελάχιστες απαιτήσεις και εφόδια για να πραγματοποιηθεί μία ανώτατη σπουδή. Απλά εξηγούν το πρόβλημα, δίνουν την ιστορική - κοινωνική διάστασή του. Οι κρατικοκομματικές συνδικαλιστικές οργανώσεις της εκπαίδευσης επιμένουν όμως ότι μέχρι να καταργηθούν οι «κοινωνικές αιτίες» της ανισότητας, δηλαδή μέχρι να καταργηθεί ο καπιταλισμός που τις παράγει, θα πρέπει να συνεχίσουν να εισάγονται στα ανώτατα ιδρύματα μαθητές με βαθμολογίες ακόμα και κοντά στο μηδέν! Αυτή η φαιο«κόκκινη» γραφειοκρατία επέβαλε στην ουσία σαν «δημοκρατικό» μέτρο την κατάργηση κάθε ελάχιστου ποσού γνώσεων για την είσοδο στα ανώτατα ιδρύματα. Η άρνηση κάθε αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των καθηγητών, που συστηματικά υποστηρίζουν, κρύβει την καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, την καταστροφή των ανθρώπων και την καταστροφή της επένδυσης της κοινωνίας στην εκπαίδευση, καλλιεργεί και διαιωνίζει την εξουσία της.
Επειδή τα παιδιά των φτωχών μειονεκτούν έναντι των παιδιών των εύπορων σε όλα τα επίπεδα της μόρφωσης γι’ αυτό και ένα εκπαιδευτικό προοδευτικό κίνημα πρέπει να διεκδικεί από την άρχουσα τάξη καλύτερους δασκάλους, καλύτερα σχολεία, την ενίσχυση στην μελέτη με περισσότερη ενισχυτική διδασκαλία, για να αναπληρώνουν την για ταξικούς λόγους μικρότερη γονική στήριξη στο διάβασμα και για να καλύπτουν τις επιστημονικές και πολιτιστικές ελλείψεις της οικογένειας. Αυτό για να γίνει απαιτεί ακόμα και θυσίες από τους εκπαιδευτικούς και όχι γραφειοκράτες αστούς νέου ανατολικού τύπου που σαμποτάρουν κάθε προοδευτική αλλαγή στην εκπαίδευση και οι οποίοι με επικεφαλής την ΟΛΜΕ και την ψευτοαριστερά δεν ήθελαν ούτε Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση να κάνουν στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Οι υπεύθυνοι της διάλυσης της εκπαίδευσης διαστρέφουν την πραγματικότητα και προπαγανδίζουν ότι με περισσότερα λεφτά, με την διόγκωση της γραφειοκρατίας και την κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης, η εκπαίδευση θα πάει καλύτερα. Η άρνηση να αποδεχτούν ένα ελάχιστο ποσό γνώσεων σαν προϋπόθεση εισαγωγής στα ΑΕΙ και το κατρακύλισμα των βάσεων εισαγωγής κοντά στο μηδέν οφείλεται στο ότι έτσι δεν φαίνεται η γύμνια της εκπαιδευτικής διαδικασίας τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και, κυρίως, στην δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση. Δεν φαίνεται η διάλυση που επικρατεί στα σχολεία και που γίνεται ορατή ιδιαίτερα την περίοδο κοντά στις εξετάσεις όπου οι υποψήφιοι-μαθητές αδειάζουν τις σχολικές αίθουσες του υποτιθέμενου δημόσιου δωρεάν σχολείου για να αγοράσουν λίγη παραπάνω γνώση στα ιδιωτικά φροντιστήρια.
Η ελάχιστη βάση εισαγωγής που έθεσε το υπουργείο βρίσκεται στην τυπική λογική της ελάχιστης γνώσης, αλλά δεν πρόκειται ούτε καν γιαυτήν. Γιατί δεν ορίζεται όπως παλιά σαν βάση το 10, αλλά ένα +20% ή -20% -ποσοστό που θα ορίζει το αντίστοιχο τμήμα των ΑΕΙ, ενώ σαν βάση θα παίρνεται η διάμεση τιμή του μέσω όρου των υποψηφίων. Δηλαδή θα αθροίζεται ο μέσος όρος των γραπτών των υποψηφίων και στη συνέχεια θα εξάγεται η μέση τιμή όλων αυτών των μέσων όρων και στη συνέχεια η κάθε σχολή θα προσθαφαιρεί ένα ποσοστό 20% οπότε έτσι προκύπτει η βάση εισαγωγής. Ουσιαστικά δηλαδή θα έχουμε το πολύ ένα 20% πάνω από τις βάσεις που διαμορφώνονται με το παλιό σύστημα, στην πραγματικότητα δηλαδή περίπου μιάμιση μονάδα πάνω από τις σημερινές βάσεις, μιλώντας πάντα για βάσεις πολύ κάτω του 10.
Ειδικότερα το κίνημα που ξεπήδησε σαν αντίδραση στο νόμο, λέει ειδικά για τις βάσεις εισαγωγής στο ψήφισμα που έβγαλε:
«Το αποτέλεσμα ενός τέτοιου μέτρου θα είναι αφ’ ενός η άμεση μείωση του αριθμού των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, κίνηση που διασπά την ενιαία και με μαζικούς όρους ένταξη της νεολαίας στην Τριτοβάθμια, η οποία σαν τέτοια αποτελεί αγκάθι διαχρονικά για τα σχέδια των κυβερνήσεων, αφ’ ετέρου εντατικοποίηση της νεολαίας ήδη από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, προσθέτοντας έξτρα εξεταστικά φίλτρα τα οποία κάνουν ακόμα πιο επίπονη τη διαδικασία των εξετάσεων για να μπορέσει κάποιος να περάσει σε μια σχολή, ενώ διαμορφώνουν ένα πρότυπο μαθητικής ζωής στο οποίο η έννοια της συλλογικής διεκδίκησης δεν θα χωράει. Με αυτόν τον τρόπο θα οδηγήσει με βεβαιότητα στο πέταγμα μεγάλου ποσοστού μαθητών εκτός των Πανεπιστημίων, οι οποίοι θα οδηγούνται στην επαγγελματική εκπαίδευση. Στην κατηγορία αυτή θα ανήκουν κυρίως οι μαθητές, οι οικογένειες των οποίων θα αδυνατούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά στα αλλεπάλληλα εξεταστικά φίλτρα που τίθενται σε ισχύ» (https://www.tanea.gr/2021/01/12).
Το «κίνημα» δηλαδή πέρα από το παραπάνω γενικό περίγραμμα, βάζει νέα αιτήματα για πρώτη φορά. Θέλει δηλαδή για πρώτη φορά «την ενιαία και με μαζικούς όρους ένταξη της νεολαίας στα ΑΕΙ» γιατί αυτό είναι προοδευτικό αφού δεν το θέλουν οι κυβερνήσεις. Δηλαδή πέρα και ενάντια σε κάθε κοινωνική αναγκαιότητα, στις σημερινές συνθήκες, πρέπει όλοι να σπουδάζουν σε ΑΕΙ και μάλιστα ακόμα και σε ένα ΑΕΙ που να έχει το χειρότερο δυνατό επίπεδο και με κλάδους σπουδών που έχουν ελάχιστη σχέση με τις κοινωνικές ανάγκες και ειδικότερα με τις ανάγκες της παραγωγής. Και επειδή μερικοί, που δεν έχουν καμιά προαπαιτούμενη γνώση και δεν θα γράψουν πάνω από 2, γιαυτό και πρέπει να καταργηθεί η ελάχιστη βάση εισαγωγής! Μα στην πραγματικότητα, όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες του πλανήτη, και φυσικά συνέβαινε και στις χώρες που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό, ο αριθμός των υποψηφίων καθορίζεται από τις ευρύτερες κοινωνικές και παραγωγικές ανάγκες και δεν υπήρξε ποτέ η αντίληψη να σπουδάσουν όλοι στην ανώτατη εκπαίδευση.
Το πιο αποτρόπαιο είναι το σημείο για όσους θα μείνουν έξω εξ αιτίας της νέας βάσης εισαγωγής. Λένε «Με αυτόν τον τρόπο θα οδηγήσει με βεβαιότητα στο πέταγμα μεγάλου ποσοστού μαθητών εκτός των Πανεπιστημίων, οι οποίοι θα οδηγούνται στην επαγγελματική εκπαίδευση». Τι λένε δηλαδή εδώ οι αντιδραστικοί σοσιαλφασίστες; Ότι η επαγγελματική εκπαίδευση είναι κακό, αφού εκεί θα ξωπεταχτούν όσοι δεν θα φοιτήσουν στα ΑΕΙ!
Πιστεύουμε ότι αρκεί και μόνο αυτό το σημείο για να χαρακτηριστεί το κίνημα αυτό μαύρο από πάνω ίσαμε τα κάτω, με αυτή την περιφρόνηση που δείχνουν ενάντια στην επαγγελματική εκπαίδευση, δηλαδή ενάντια στην τεχνική εκπαίδευση και ειδικά ενάντια στην χειρωνακτική εργασία, και βέβαια ενάντια στα παιδιά της φτωχολογιάς που φοιτούν εκεί, και πάνω απ όλα ενάντια στην εργατική τάξη. Αυτό το πρόγραμμα για την εκπαίδευση είναι συμπυκνωμένο το ταξικό μίσος της κρατικής, μικροαστικής στη νοοτροπία της, παρασιτικής γραφειοκρατίας που αποτελεί την πλατύτερη κοινωνική βάση του σοσιαλφασισμού στη χώρα μας. Ο αντεργατισμός τους είναι ρατσιστικού τύπου και το πρώτο άρθρο πίστης τους είναι: Ο άνθρωπος πίσω από ένα γραφείο που εκπροσωπεί την κρατική ισχύ έχει την πνευματική υπεροχή που το πανεπιστημιακό του χαρτί αποδεικνύει να καταπιέσει τον αμόρφωτο χειρώνακτα που έχει απέναντι του.
Μήπως υπάρχει εκπαιδευτικό σύστημα ακόμα και στην ταξικά απελευθερωμένη κοινωνία που με απόλυτη δικαιοσύνη μπορεί να κατατάξει την αξία των υποψηφίων για σπουδές; Αυτό που κάνουν όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα είναι να κατηγοριοποιούν τις απαιτήσεις τους και να εντάσσουν τους υποψηφίους σε αυτές με διαφορετικά κριτήρια βέβαια στα διάφορα κοινωνικά συστήματα. Η ικανότητα του υποψηφίου όμως να ανταποκριθεί στις δυσκολίες της σπουδής είναι το αυτονόητο, το «φυσικό» κριτήριο. Αλλά και αυτό ακόμα κρίνεται.
Το ερώτημα πως θα πρέπει να γίνεται η επιλογή στο πρώτο στάδιο του κομμουνισμού, δηλαδή ποιο θα είναι το σοσιαλιστικό μας πρόγραμμα μας για τις εξετάσεις, θα το απαντήσουμε σε ένα άλλο μας κείμενο αλλά εδώ μπορούμε να πούμε ότι αυτό το σημερινό πανεπιστήμιο αποθήκη της νεολαίας, συνέχεια της αποθήκης που λέγεται λύκειο, από τα χειρότερα στοιχεία του οποίου θα στρατολογεί ο σοσιαλφασισμός τον πολιτικό του στρατό, δεν το δεχόμαστε.