Το εργασιακό που κατέβασε ο Μητσοτάκης έχει δυο στόχους: Ο ένας είναι πρακτικός οικονομικός και συνίσταται στο να στηρίξει το κεφάλαιο, κυρίως το μικρομεσαίο χαμηλής οργανικής σύνθεσης και ψηλής έντασης εργασίας, όχι επιτρέποντας του να επενδύσει, αλλά αφαιρώντας κι άλλη ζωή από το ξεζουμισμένο προλεταριάτο. Περισσότερο από το χαμήλωμα του μέσου μισθού με τις απλήρωτες υπερωρίες το νέο σύστημα επειδή στη συντριπτικά μεγαλύτερη περιοχή εφαρμογής του, δηλαδή στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν θα συνοδεύεται από την ηλεκτρονική κάρτα καταγραφής του ωραρίου, θα διευρύνει την καταστρατήγηση του 8ωρου που ήδη κυριαρχεί στις πολύ μικρές.
Ο δεύτερος στόχος του νομοσχέδιου είναι να αποδυναμώσει τα πρωτοβάθμια σωματεία, που χαρακτηριστικά τα καταργεί ουσιαστικά στις επιχειρήσεις μέχρι 80 άτομα, ενώ πρακτικά τους αφαιρεί το δικαίωμα της απεργίας. Αυτό το θέλει για να παραδώσει τα δευτεροβάθμια και τα τριτοβάθμια σωματεία που στηρίζονται στα πρωτοβάθμια, και τελικά την ίδια τη ΓΣΕΕ, στους σοσιαλφασίστες του ψευτοΚΚΕ.
Αυτές οι εκμεταλλευτικές και αντιδημοκρατικές προθέσεις δεν μπορούν να κρυφτούν πίσω από μερικά θετικά μέτρα του νομοσχέδιου που αφορούν τη δυνατότητα χρήσης της ψηφιακής κάρτας εργασίας σε μεγάλες επιχειρήσεις, τις ατομικές οικογενειακού τύπου διευκολύνσεις ή τις διατάξεις ενάντια στην παρενόχληση στους χώρους δουλειάς, και έχουν μάλλον σα στόχο να καθησυχάσουν τα ευρωπαϊκά συνδικάτα εν όψει της νέας επίθεσης του σοσιαλφασισμού ενάντια στη ΓΣΕΕ.
Για τη νομοθέτηση των απλήρωτων υπερωριών και τη δυνατότητα αποσάθρωσης του οχτάωρου στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις
Αυτό που κάνει τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη για το ωράριο υπήρχε σε λιγότερο επιθετική μορφή σε νόμους για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας που ψήφισαν διαδοχικά ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ από το 1990 με τελευταίο το νόμο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ το 2017 που αφορούσε την οργάνωση του χρόνου εργασίας των νοσοκομειακών γιατρών. Αυτοί οι νόμοι έσπαγαν στην πράξη το οκτάωρο και καθιέρωναν τις απλήρωτες υπερωρίες αρκεί να συμφωνούσε σε αυτό το αντίστοιχο σωματείο. Τώρα αυτή η συμφωνία δεν χρειάζεται και αυτό έχει διπλή χρησιμότητα για την εργοδοσία. Από τη μια κάθε εργαζόμενος μένει μόνος του απέναντι στην εργοδοσία και πρακτικά υποχρεώνεται να αντέξει για πολλές συνεχόμενες μέρες ή και εβδομάδες ή και μήνες εννιάωρη και δεκάωρη εργασία με αντάλλαγμα αυτή να του μειωθεί αργότερα, δηλαδή μετά την υπερεξάντληση του και πάνω απ όλα χωρίς ποτέ να πληρωθεί σαν υπερωρία αυτή η εξάντληση.
Με αυτή τη ρύθμιση μια εργοδοσία γλυτώνει την πρόσληψη έκτακτου προσωπικού που θα έπρεπε να περάσει από τη πολυδάπανη διαδικασία εκπαίδευσης και προσαρμογής στα ειδικά καθήκοντά του. Από την άλλη όπως θα δούμε στο δεύτερο σκέλος του νόμου το σχετικό με τα συνδικαλιστικά δικαιώματα η παράκαμψη του σωματείου σε αυτή τη ρύθμιση δίνει κυρίως στα πρωτοβάθμια σωματεία ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα μαζί με τα άλλα (λιγότερη ή μη προστασία συνδικαλιστών, απεργοσπασία κλπ). Αλλά το μεγάλο πρόβλημα δεν βρίσκεται στο πως θα λειτουργήσει ο νόμος αυτός εκεί όπου υποχρεωτικά θα χρησιμοποιηθεί η ηλεκτρονική κάρτα καταγραφής του ωραρίου, δηλαδή στις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά στο πως θα λειτουργήσει στις μικρές και μεσαίες όπου τουλάχιστον για ένα απροσδιόριστο διάστημα δεν θα χρησιμοποιηθεί. Εννοούμε ότι στις μεγάλες εταιρίες, θα υπάρχει το κλέψιμο των υπερωριών και η υπερεξάντληση των εργαζομένων για μεγάλα διαστήματα, αλλά εφόσον όλα θα γράφονται στην ψηφιακή κάρτα κάποια στιγμή θα υπάρχει μια ελάχιστη μερική αναπλήρωση των δυνάμεων τους όταν θα έρχεται η ώρα του «κοντού» ωράριου. Όχι τυχαία πάντως ο ΣΕΒ, δηλαδή το μεγάλο κεφάλαιο, δεν βλέπει θετικά αυτή τη ρύθμιση γιατί πιστεύει ότι με την ψηφιακή κάρτα θα επιβαρυνθούν τα διοικητικά έξοδα για τον έλεγχο κυρίως της ώρας αποχώρησης των εργαζομένων. Όμως όπου δεν υπάρχει χρήση της ψηφιακής κάρτας, δηλαδή στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, θα έχουμε μια άγρια γιορτή της εργοδοσίας, γιατί θα έχουμε για πρώτη φορά μια εντελώς ανεξέλεγκτη κατάσταση όχι μόνο για τις υπερωρίες αλλά και για το ίδιο το 8ωρο για την πλειοψηφία των εργαζόμενων που δουλεύουν κυρίως στις μικρές και μεσαίες εταιρείες για τις οποίες προορίζεται αυτό το μέτρο, ιδιαίτερα μάλιστα για τις πιο εποχιακές.
Χωρίς λοιπόν ψηφιακή κάρτα, που όχι τυχαία καθόλου δεν τη θέλουν οι σοσιαλφασίστες, καμιά κρατική αρχή δεν θα μπορεί να ελέγχει το πραγματικό ωράριο του κάθε εργαζομένου, από την ώρα μάλιστα που οι υπερωρίες θα κανονίζονται εντελώς ατομικά χωρίς καμιά παρέμβαση του συνδικάτου, πόσο μάλλον που στο νόμο προβλέπεται ότι θα ισχύει και σπαστό ωράριο για τη μερική απασχόληση!!! Εδώ φαίνεται πόσο σημαντικό πράγμα είναι να υπάρχει πρωτοβάθμιο σωματείο και πόσο αντεργατική είναι η διάταξη που κατάργησε το δικαίωμα του να επεμβαίνει στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Ήδη βλέπουμε τι γίνεται με τις απλήρωτες υπερωρίες και το σπάσιμο του 8ωρου στις γενικά ανέλεγκτες από τις επιθεωρήσεις εργασίας μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις καθώς και σε μερικούς σχετικά πιο «εξωτερικούς» τομείς των μεγάλων επιχειρήσεων (δηλαδή τους τομείς που δουλεύουν με εξωτερικά εργολαβικά συνεργεία όπως καθαριότητα, μεταφορές, συντήρηση κλπ). Εκεί το εργοδοτικό εργολαβικό όργιο είναι απεριόριστο καθώς σε αυτές τις επιχειρήσεις δεν υπάρχει σωματείο στο χώρο δουλειάς παρά κλαδικά που ως τα σήμερα, είτε πασοκικά, είτε κυρίως κνίτικα, ένα πράγμα ξέρουν να κάνουν καλά από πολιτική και ιδεολογική πεποίθηση, να αφήνουν τους εργαζόμενους εντελώς στο έλεος των αφεντικών. Είναι σίγουρο λοιπόν κάτω από τις συνθήκες ενός περίπλοκου συστήματος υπερωριών που θα συμψηφίζονται με άλλες χωρίς ηλεκτρονική καταγραφή και κατοχύρωση, ότι όχι μόνο οι απλήρωτες υπερωρίες θα συνεχίσουν αλλά και το 8ωρο θα γίνει εντελώς ρευστό και ανεξέλεγκτο. Εννοείται εκείνη η εργοδοσία που θα οργιάζει σε βάρος των εργαζομένων της θα είναι αυτή που θα πλεονεκτεί και θα εκτοπίζει κάθε άλλη που δεν θα μπαίνει στην οικονομία της μαύρης, δηλαδή της απλήρωτης εργασίας.
Η κυβέρνηση παρουσιάζει αυτή την κλεψιά της υγείας και του μισθού των εργαζομένων, δηλαδή αυτή την αύξηση της υπεραξίας που θα αποσπά το κεφάλαιο, σαν μια μέθοδο για την παραγωγική ανάπτυξη της βυθισμένης στην αποεπένδυση χώρας μας.
Γενικά στον καπιταλισμό συμβαίνει το εξής: κάθε μορφή απόλυτης μείωσης του μισθού, μπορεί μόνο προσωρινά να οδηγήσει σε μια αύξηση της συσσώρευσης του παραγωγικού κεφάλαιου, οπότε και των επενδύσεων, γιατί σύντομα η ίδια αυτή συσσώρευση θα φέρει αναγκαστικά αύξηση των μισθών καθώς ο πιο μεγάλος όγκος κεφαλαίων θα έρθουν να επενδυθούν γιατί θα εξασφαλίζουν περισσότερα κέρδη λόγω πτώσης του μέσου μισθού, οπότε θα ζητάνε περισσότερα χέρια εργασίας, οπότε οι μισθοί θα αρχίσουν να αυξάνονται. Όμως αυτή η μέθοδος αύξησης της υπεραξίας και του κέρδους φθείρει και αχρηστεύει ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής δύναμης που εκμεταλλεύεται το κεφάλαιο, πράγμα που μακροπρόθεσμα του κοστίζει και σε κερδοφορία και σε πολιτικά ασφαλή κυριαρχία. Για αυτό το λόγο το σύγχρονο πιο ανεπτυγμένο κεφάλαιο αποφεύγει αυτή τη μέθοδο αύξησης της υπεραξίας, που λέγεται απόλυτη υπεραξία, αποφεύγει δηλαδή την απόλυτη μείωση του μισθού, και στηρίζει τα κέρδη και τη συσσώρευσή του κυρίως στην αύξηση της σχετικής υπεραξίας, δηλαδή στην ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης του εργάτη μέσω της μεγαλύτερης εκμηχάνισης της παραγωγής. Αυτό μπορεί κανείς εύκολα να το διαπιστώσει και στη χώρα μας όπου τα μεγαλύτερα κέρδη ανά εργαζόμενο καταγράφονται σήμερα στις λίγες πολύ σύγχρονες βιομηχανίες, όπως πχ στα διυλιστήρια, παρόλο που οι μέσες αμοιβές είναι εκεί αρκετά μεγαλύτερες από τη μέση βιομηχανική. Αυτός είναι και ένας λόγος που το ευλύγιστο ωράριο, ειδικά αυτό χωρίς κάρτα θα βοηθήσει πολλαπλάσια το πιο παραγωγικά καθυστερημένο και γι αυτό πιο εξουθενωτικό για τους εργαζόμενους κεφάλαιο που στηρίζεται στην απόλυτη υπεραξία.
Στην πραγματικότητα όμως στη σημερινή Ελλάδα ούτε η μία ούτε η άλλη μορφή απόσπασης της υπεραξίας, δηλαδή ούτε η απόλυτη, ούτε η σχετική δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ουσιαστική αύξηση της συσσώρευσης του παραγωγικού κεφάλαιου, δηλαδή σε βιομηχανικές επενδύσεις οπότε και σε μια σχετική αύξηση ή σταθεροποίηση του μεροκάματου, γιατί απλά αυτές οι επενδύσεις με 100 τρόπους (περιβαλλοντικούς, αρχαιολογικούς, διοικητικούς, φορολογικούς, δικαστικής καθυστέρησης) εμποδίζονται από τους ρωσόφιλους όλων των κυβερνήσεων και ήλων των κοινοβουλευτικών αντιπολιτεύσεων. Τέτοιες επενδύσεις επιτρέπονται βασικά στα ρωσοκινέζικα μονοπώλια, σε μερικούς ντόπιους υποτακτικούς τους κρατικούς ολιγάρχες και σε μερικά φιλικά τους δυτικά μονοπώλια, τα οποία, όλα τους ρίχνουν το βάρος τους κυρίως σε στρατηγικά δίκτυα σαν τα ενεργειακά, τα τηλεπικοινωνιακά, τα συγκοινωνιακά (αεροδρόμια) κλπ.
Όμως επειδή η Ρωσία και η Κίνα θέλουν η χώρα μας να βρίσκεται οπωσδήποτε μέσα στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ ώστε να τη χρησιμοποιούν κυρίως σαν διπλωματική αλλά και σαν οικονομική βάση, πρέπει να της επιτρέπουν να κρατάει ένα στοιχειωδώς ευρωπαϊκό επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της, οπότε και μια στοιχειωδώς ανεπτυγμένη, ευρωπαϊκού τύπου παραγωγική βάση. Το μόνο όριο που βάζουν στα ντόπια τσιράκια τους είναι αυτή η βάση να μη δημιουργεί μια οικονομικά και πολιτικά ισχυρή ντόπια αστική τάξη, όπως είναι η μεγάλη βιομηχανική, αλλά ούτε και μια πολυάριθμη και συγκεντρωμένη βιομηχανική εργατική τάξη. Αυτό το τελευταίο δεν το θέλουν οι νεοαποικιοκράτες ακόμα και αν το επενδεδυμένο βιομηχανικό κεφάλαιο είναι κινέζικης και ρώσικης ιδιοκτησίας. Γι αυτό τον καθαρά πολιτικό λόγο η τόσο βιομηχανική Κίνα δεν στήνει μια δικιά της μεταποιητική βιομηχανία στην Ελλάδα με τα τόσο χαμηλά μεροκάματα, παρόλο που συμβαίνει να βρίσκεται τόσο κοντά στα ευρωπαϊκά κέντρα. Δεν θέλει δηλαδή να φτιάξει ένα ελληνικό προλεταριάτο που εκτός από τη σκληρή ταξική θα αντιστέκεται και στην εθνική κινέζικη καταπίεση, οπότε θα γίνεται πολιτικά επικίνδυνο πόσο μάλλον που ιστορικά, αντίθετα με την πλειοψηφία της αστικής τάξης, έβαζε πάντα με συνέπεια το ζήτημα της πολιτικής οπότε και της οικονομικής ανεξαρτησίας της χώρας. Γι αυτό η ΚΟΣΚΟ δεν θέλει ούτε μια βίδα να κατασκευάζει στην Ελλάδα από τους θεόρατους γερανούς της που κατασκευάζει στην Κίνα και στέλνει με καράβια στις προβλήτες της στον άνεργο Πειραιά και ούτε ένα κοντέινερ εμπόρευμα δεν θέλει να μετασκευάζει σε αυτό το παλιό της βιομηχανικό κέντρο.
Η λύση αυτής της αντίφασης, δηλαδή ο στραγγαλισμός της σύγχρονης μεγάλης βιομηχανίας στην Ελλάδα, χωρίς την απόλυτη οικονομική απομάκρυνση της από τον πολιτικό πυρήνα της ΕΕ είναι η επικράτηση της μικρής και μεσαίας παραγωγής, και μάλιστα όσο γίνεται λιγότερο στη βιομηχανία και στην αγροτική παραγωγή και περισσότερο στις υπηρεσίες. Γι αυτό τα δυο πιο μεγάλα κόμματα-τσιράκια των νεοαποικιοκρατών, το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ καλύπτουν τα μικρά αφεντικά στις άγριες εκμεταλλευτικές συνθήκες που επικρατούν στις επιχειρήσεις τους. Στην πραγματικότητα ούτε αυτωνών την παραγωγική ανάπτυξη τη θέλουν, δηλαδή να εξελιχθούν σε μεσαίες και μεγάλες, απλά φροντίζουν να μένουν πάντα στάσιμες αλλά να επιβιώνουν και τα αφεντικά τους να καλοπερνάνε χάρη στο άθλιο μεροκάματο.
Γι αυτό το λόγο οι συντριπτικά πολύ περισσότεροι εργαζόμενοι στη χώρα μας, σε σχέση με κάθε άλλη χώρα της ΕΕ, απασχολούνται σε αυτή τη μικρομεσαία, ασύνδετη παραγωγική άμμο, και αναλαβαίνουν να σηκώσουν πάνω στις κατακουρασμένες πλάτες τους και δίπλα στις λίγες δεκάδες χιλιάδες των εργατών της μεγάλης βιομηχανίας που απέμεινε, την «ευρωπαική» επιβίωση όλης της χώρας. Είναι αυτοί δηλαδή στην πόλη και στη ύπαιθρο, ντόπιοι και μετανάστες, που κυριολεκτικά ζουν ένα αρκετά σημαντικό τμήμα της κρατικής υπαλληλίας που λειτουργεί σχεδόν παρασιτικά, δηλαδή παράγει ένα ελάχιστο κομμάτι του μισθού της, ένα τμήμα των συνταξιούχων που πήραν πρόωρες συντάξεις ή πολλαπλάσιες στις ΔΕΚΟ, και βέβαια είναι κυρίως αυτοί που παράγουν τις κρατικές προσόδους που η πολιτική εξουσία μοιράζει στους νέους ανατολικούς ολιγαρχες-ληστές. (Σαββίδηδες, Κοκκάληδες, Μπόμπολες, Γερμανούς, Μυτιληναίους, Κοπελούζους, κλπ). Εννοείται ότι είναι αυτοί οι εργαζόμενοι που πρέπει να εξοφλήσουν το μεγαλύτερο μέρος από τα τοκοχρεολύσια του γιγαντιαίου εξωτερικού χρέους της χώρας μας, καθώς το υπόλοιπο θα βαρύνει, ήδη βαραίνει με τα διάφορα κουρέματα του χρέους, τις ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις.
Για να συντηρήσουν λοιπόν αυτού του είδους την παραγωγική μηχανή οι ρωσόδουλες κυβερνητικές ηγεσίες και η ψευτοαριστερά, ακόμα και πριν από τη χρεωκοπία του 2009, έχουν βρει τη λύση του τσακισμένου μεροκάματου στον ιδιωτικό τομέα, που σε τελική ανάλυση παρασύρει προς τα κάτω και το μεροκάματο στο πιο παραγωγικό κομμάτι της δημοσιουπαλληλικής γραφειοκρατίας. Αυτό το τσάκισμα κατά το μεγαλύτερο μέρος του επιτυγχάνεται αυτόματα από την ανεργία που τη φέρνει το παραγωγικό σαμποτάζ, και κατά το μικρότερο από την εργατική νομοθεσία που απλά το απελευθερώνει.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο εξοργιστικό από τους ψευτοαριστερούς επικεφαλής του σαμποτάζ της παραγωγής, ειδικά των μηχανών, που ενώ είναι κυρίως αυτοί που με αυτόν τον τρόπο εξαθλιώνουν τους εργαζόμενους παριστάνουν τους πιο μαχητικούς υπερασπιστές του μεροκάματου τους. Βεβαίως αυτοί δεν έχουν καμιά σχέση με τους εργάτες λουδιστές που σπάγανε κάποτε τις μηχανές για να μην χάσουν τη δουλειά τους. Αυτοί είναι νεολουδιστές του ιμπεριαλισμού που σπάνε τις μηχανές για να χάσουν οι εργάτες τη δουλειά και τη ζωή τους. Έτσι την ευθύνη των μισθολογικών χτυπημάτων την αναλαμβάνει το δυτικό κεφάλαιο, η ΝΔ, ο ΣΕΒ και η ΕΕ, οπότε οι εργαζόμενοι βλέπουν σε αυτούς και στον άμεσο μικρομεσαίο εργοδότη τους τον κύριο εχθρό τους. Δεν βλέπουν το σοσιαλιμπεριαλισμό και τα ντόπια νεολουδιστικά τσιράκια του που τους παρέδωσαν, και βέβαια χωρίς καμιά ουσιαστική συνδικαλιστική κάλυψη, αλλά μόνο με πορείες μαύρης μαγείας ανάμεσα σε Χαφτεία-Βουλή, στο πιο εξουθενωτικό είδος αφεντικού και στις παλιές, χαμηλής παραγωγικότητας μηχανές που του αντιστοιχούν.
Είναι αλήθεια ότι ένα κομμάτι από τη ντόπια βιομηχανική αστική τάξη βλέπει κάπως το κρατικό παραγωγικό σαμποτάζ και διαμαρτύρεται γι αυτό, αλλά δεν βλέπει την πολιτική αιτία του, δηλαδή τον συνειδητό ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του. Έτσι βολεύεται και παρηγοριέται αρκετά με την κλιμακούμενη θυσία της ζωντανής εργατικής δύναμης σε μερική αντικατάσταση των μηχανών που της απαγορεύεται να χρησιμοποιήσει. Μάλιστα τα χειρότερα κομμάτια αυτού του κεφάλαιου ανταμείβονται από το διεφθαρμένο «ανατολικό» ηγεμόνα του κράτους γιατί τους επιτρέπει να βυθίζονται όλο και πιο ατιμώρητα στη μαύρη οικονομία, τόσο σε σχέση με τους εργάτες τους όσο και με τους φόρους που δεν πληρώνουν, δηλαδή μπαίνουν στην αποικιακή οικονομία.
Κοντολογής η κυβέρνηση Μητσοτάκη με το νόμο για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας που κατεβάζει σήμερα προσφέρει στην αστική τάξη λίγο ακόμα φτηνό εργατικό κρέας σαν το συνηθισμένο ναρκωτικό που της εξασφαλίζει για να μην αντιστέκεται στη λυσσαλέα πολιτική παρεμπόδιση των βιομηχανικών επενδύσεων της. Γι αυτό το λόγο εκτιμάμε ότι αυτό το οικονομικά άμεσα εκμεταλλευτικό σκέλος του νόμου θα γίνει πράξη, ενώ θα γίνει πράξη και ένα μέρος του νόμου που αφορά τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, και είναι το πιο φριχτό απ όλα, όπως θα δούμε παρακάτω: εκείνο που αφορά το αδυνάτισμα και τελικά την σταδιακή απονομιμοποίηση των πρωτοβάθμιων σωματείων. Αντίθετα ό,τι συνδικαλιστικό δικαίωμα έχει εξασφαλίσει ο σοσιαλφασισμός σε βάρος της εργατικής τάξης, του λαού ή της παραγωγής, αυτό θα διαφυλαχτεί σαν κόρη οφθαλμού από τον εγκάθετο της Ρωσίας και αφοσιωμένο φίλο του ψευτοΚΚΕ, υποτιθέμενο φιλελεύθερο Μητσοτάκη.
Βέβαια όλοι οι σοσιαλφασίστες με πρώτο το ψευτοΚΚΕ κάνουν σημαία αντίστασης τους στο νόμο το οικονομικό σκέλος του, ενώ όσο μπορούν υποβιβάζουν το θεσμικό, που είναι το στρατηγικά πιο καταστροφικό του σκέλος. Εννοείται ότι δεν κάνουν τίποτα για να εμποδίσουν να ψηφιστεί το οικονομικό σκέλος αφού δεν υποστηρίζουν αλλά χτυπάνε το πιο θετικό από τα λίγα θετικά μέτρα που προβλέπει αυτός ο νόμος, πόσο μάλλον δεν απαιτούν την καθολική εφαρμογή του : Δηλαδή δεν ζητάνε και δεν θέλουν να εφαρμοστεί τώρα σε ΟΛΕΣ ανεξαίρετα τις επιχειρήσεις και όχι μόνο στις μεγάλες και μόνο για τις ανάγκες του «ευλύγιστου» ωράριου, η ηλεκτρονική κάρτα εργασίας. Η ηλεκτρονική κάρτα εργασίας μπορεί από τεχνική άποψη να εφαρμοστεί σήμερα και στις πιο μικρές επιχειρήσεις μιας καθώς το ηλεκτρονικό είναι το μόνο ουσιαστικό διοικητικό επίπεδο στο οποίο έχουν γίνει σημαντικά βήματα τελευταία. Αλλά αν αυτή εφαρμοστεί θα είναι πιο δύσκολο να σταθεί όχι τόσο η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, όσο οι άπειρες μικρές, μεσαίες, αλλά και μερικές μεγάλες αποικιακές γαλέρες της απλήρωτης και αυθαίρετης υπερωρίας που με τόση πολλή αυταπάρνηση προστατεύει εδώ και χρόνια ο σοσιαλφασισμός με αποτέλεσμα να μην έχει καμιά υποστήριξη από τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.
Σε σωματειακές ρυθμίσεις κλειδιά το στρατηγικά πιο αντεργατικό σκέλος του νόμου
Ο Μητσοτάκης σέρνει πίσω του όλη τη δυτικόφιλη αστική τάξη, υποσχόμενος σε αυτήν ότι με ένα νόμο και λίγα άρθρα θα εμποδίσει τις πραξικοπηματικές απεργίες στην κοινή ωφέλεια καθώς και εκείνες στα εργοστάσια που οι σοσιαλφασίστες αρχικά τις υποκλέπτουν με απατηλές υποσχέσεις από τους εργαζόμενους για να τις μετατρέπουν σύντομα με τη βία σε παρατεταμένη κατάληψη και τελικά καταστροφή ή ερημοποίηση εργοστασίων ή εργοταξίων (Πιρέλι, Χαλυβουργία Ασπροπύργου, Σόφτεξ, Ζώνη Περάματος) με τα οποία αυτοί παράγουν εκτός από τα κέρδη του κεφάλαιου και τη δική τους υλική ύπαρξη.
Αυτού του είδους τις ψευτοαπεργίες κανείς δεν τις απεχθάνεται περισσότερο από όσο οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που γίνονται θύματά τους είτε επειδή χάνουν τις δουλειές τους στις εργοστασιακές, είτε βασανίζονται και κρατιούνται όμηροι από αυτές σαν καταναλωτές των υπηρεσιών της κοινής ωφέλειας υποφέροντας, ειδικά στις συγκοινωνίες, πολύ περισσότερο από όσο παθαίνει οικονομική ζημιά στην παραγωγή της η αστική τάξη. Όμως ο Μητσοτάκης εκστρατεύει ακριβώς ενάντια στους εργαζόμενους με το νομοθέτημα που έφτιαξε για τις υπερωρίες, και έτσι τους προσφέρει πολιτική βορρά στην ταξικίστικη δημαγωγία των σοσιαλφασιστών, οργανωτών των πραξικοπηματικών ψευτοαπεργιών. Το χειρότερο είναι ότι επιτίθεται στρατηγικά στις αληθινές ταξικές απεργίες επιβάλλοντας με το νέο νόμο την προστασία του απεργοσπαστισμού. Στο σημείο αυτό φαίνεται πόσο αντιδημοκρατική είναι στο σύνολό της η εργοδοσία καθώς ομόφωνα ακολουθεί τον Μητσοτάκη σε αυτή τη διεθνούς επιπέδου καταστρατήγηση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων με το απεργοσπαστικό άρθρο 92 σύμφωνα με το οποίο οι απεργοί πρέπει να προστατεύουν τους απεργοσπάστες και να φροντίζουν να δουλεύουν αυτοί χωρίς καμιά απολύτως ψυχολογική ή σωματική πίεση αλλιώς η απεργία θα κηρυχθεί παράνομη!!! Ο νόμος δηλαδή απαιτεί από την εργατική τάξη να στραγγαλιστεί με τα ίδια της τα χέρια αφού πρώτα ξεφτιλίσει τα συνδικάτα της.
Στην πραγματικότητα η ΝΔ πάτησε και εδώ πάνω στους προβοκάτορες που έχουν κυλίσει χιλιάδες φορές στη λάσπη μια από τις πιο θρυλικές εκδηλώσεις της εργατικής αντίστασης στο κεφάλαιο. Η πιο μεγάλη δηλαδή ντροπή για το άρθρο 92 δεν πέφτει στην αστική τάξη που η φυσική της κλίση ήταν πάντα ο απεργοσπαστισμός, τον οποίο εκδηλώνει όπου μπορεί, αλλά στο σοσιαλφασισμό, κυρίως των ψευτοΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ για εκείνες τις ψευτοαπεργίες που κηρύσσει στο δημόσιο σαν ΑΔΕΔΥ και ειδικά σαν ΟΛΜΕ , όπου μόνο μια μειοψηφία απεργεί, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία πάει στη δουλειά της. Έτσι ο διασπαστής της ενότητας των εργαζομένων είναι ο υποτιθέμενος απεργός, ενώ αυτός που εκφράζει την αληθινή διάθεσή τους είναι ο υποτιθέμενος απεργοσπάστης. Είναι χάρη σ αυτή την αντιστροφή ο αληθινός απεργοσπαστισμός που επιβάλλεται με το άρθρο 92 περνάει σχεδόν απαρατήρητος από τους ανθρώπους που δεν έχουν επαφή και εμπειρία από ταξικό και δημοκρατικό συνδικαλισμό
Εκτός όμως από το ζήτημα της πρωτοβάθμιας απεργίας η κυβέρνηση επιχειρεί με αυτό το νόμο να αποδυναμώσει άμεσα τα πρωτοβάθμια σωματεία δηλαδή τα επιχειρησιακά. Υπάρχουν γι αυτό το σκοπό οι εξής διατάξεις: Η μία, η χειρότερη είναι ότι ενώ ως τώρα με τον 1264 του Α. Παπανδρέου δεν προστατεύονταν τα ιδρυτικά μέλη και τα ΔΣ ενός σωματείου για επιχειρήσεις που είχαν λιγότερα από 40 μέλη, που όπως είπαμε δεν ενοχλούσαν τους ρωσόφιλους, τώρα καταργείται η προστασία και για όσους εργαζόμενους πρωτοστατούν για να συγκροτήσουν σωματείο σε πάνω από 40 και μέχρι 80. Ως τώρα προστατεύονταν γι αυτά μόνο μέχρι 7 ιδρυτικά μέλη κατά την τάξη υπογραφής της ιδρυτικής πράξης και όχι 21 όπως για τις μεγαλύτερες. Επίσης μειώνεται και στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις η προστασία καθώς περισσότεροι συνδικαλιστές μπορούν να απολυθούν.
Ακόμα ένα χτύπημα στα πρωτοβάθμια, ενώ δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα για τα δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια, είναι η υποχρέωση με το νέο νόμο κάθε σωματείο να εξασφαλίζει στα μέλη του τη δυνατότητα να ψηφίζουν ηλεκτρονικά σε όλες τις γενικές συνελεύσεις και οπωσδήποτε στις απεργιακές, αλλιώς αυτές μπορούν να κηρυχθούν άκυρες. Μια ηλεκτρονική ψηφοφορία δεν αποτελεί πρόβλημα για τις εκλογές για ΔΣ αφού θα έχουν γίνει πρώτα οι εκλογοαπολογιστικές συνελεύσεις, και θα ήταν κάτι πολύ καλό να το επιβληθεί από τους εργάτες στα κλαδικά στα οποία ανθεί η βία και η νοθεία (πχ Ζώνη Περάματος, Οικοδόμοι), όπως είναι κάτι πολύ καλό που την εισήγαγε το διδακτικό προσωπικό των ΑΕΙ, για την εκλογή πρυτανικών αρχών στα ΑΕΙ όπου ασκούσαν ωμή βία τα σοσιαλφασιστικά τάγματα εφόδου. Όμως δεν έχει κανείς δικαίωμα να επιβάλει ηλεκτρονικές ψηφοφορίες για να παρακάμπτονται οι ζωντανές συνελεύσεις, όπου εκφράζονται ανοιχτά οι διαφορετικές απόψεις και παίρνονται δημοκρατικά αποφάσεις που η εργοδοσία έχει συμφέρον να τις εμποδίζει και να τις τορπιλίζει με τους δικούς της ανθρώπους χωρίς αυτοί να εκτίθενται ανοιχτά. Η απόφαση για ηλεκτρονικές ψηφοφορίες γενικά δεν επιβάλλεται από το κράτος, αλλά να αποφασίζεται κάθε φορά από τους ίδιους τους εργαζόμενους μετά από τις δικές τους ζυμώσεις.
Με την υπονόμευση του πρωτοβάθμιου συνδικαλισμού η κυβέρνηση κάνει ένα μεγάλο βήμα για να ικανοποιήσει το στρατηγικό στόχο του ψευτοΚΚΕ από τη μεταπολίτευση και μετά, να διαλύσει τα πρωτοβάθμια σωματεία και να τα αντικαταστήσει με τις δικές της συνδικαλιστικές συμμορίες των δήθεν κλαδικών. Αυτές οι συμμορίες επιχειρούν εδώ και δυο χρόνια να υφαρπάξουν με βία και νοθεία το δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο συνδικαλισμό, και τελικά να αλώσουν τη ΓΣΕΕ, η οποία αν και στα χέρια του αστορεφορμισμού της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ στηρίζεται κυρίως στα μισοδημοκρατικά πρωτοβάθμια σωματεία. Από την άλλη ο σοσιαλφασιστικός συνδικαλισμός που παριστάνει τον ταξικό, ξεδιάντροπα υπηρετεί τη νεοαποικιακή εργοδοσία τύπου ΚΟΣΚΟ και τα κάθε λογής ενσωματωμένα στο καθεστώς της υποανάπτυξης μικρά και μεγάλα αφεντικά.
Στην πραγματικότητα λοιπόν όλες αυτές οι συνδικαλιστικές ρυθμίσεις που εξαγγέλλονται ευνοούν την εργοδοσία, και μάλιστα τη νέα αποικιακή μεγάλη και μικρή, αποκλειστικά απέναντι στους εργάτες και καθόλου απέναντι στο ψευτοΚΚΕ που λυσσαλέα πολεμάει από τις πρώτες μέρες της αντιφασιστικής μεταπολίτευσης τα πρωτοβάθμια επιχειρησιακά σωματεία που είναι η βάση κάθε ταξικού ή τουλάχιστον δημοκρατικού συνδικαλισμού. Γιατί το ψευτοΚΚΕ θέλει μόνο τύποις κλαδικά σωματεία, δηλαδή κλαδικά που να μην στηρίζονται σε πρωτοβάθμια από κάτω τους. Θέλει δηλαδή κλαδικά, όπου ένα μεγάλο κόμμα-συμμορία έχει ελάχιστα μεμονωμένα μέλη του σε κάθε μια από πολλές ξεχωριστές επιχειρήσεις ενός κλάδου που σε καμιάς το σωματείο δεν έχει πλειοψηφία. Αλλά έχει πλειοψηφία ή και απόλυτη κυριαρχία στη διοίκηση του κλαδικού γιατί σε αυτό τα κομματικά μέλη του αποτελούν πλειοψηφία. Αυτά τα μέλη, χωρίς αληθινή αποδοχή στους ξεχωριστούς αυτούς χώρους δουλειάς, εμφανίζονται σαν εκπρόσωποι του κάθε ενός από αυτούς και μέσω του καθεστωτικού κόμματος-συμμορία, που στην πραγματικότητα τους συγκροτεί, ελέγχουν το κλαδικό σωματείο. Στη συνέχεια μέσω αυτού επιχειρούν να ελέγξουν όλους τους επιμέρους χώρους δουλειάς και να μάλιστα και τα μεγαλύτερα πρωτοβάθμια σωματεία τους, στα οποία δεν έχουν πραγματική πλειοψηφική αποδοχή, καθώς τα στελέχη τους είναι απομονωμένα από τους εργαζόμενους εξαιτίας του αυταρχισμού και της υπεροψίας τους. Στη συνέχεια μέσω αυτού του είδους των «κλαδικών», το ψευτοΚΚΕ ως ΠΑΜΕ προσπαθεί να καταλάβει με νοθεία στα μητρώα εγγεγραμμένων και με τη βία ολόκληρες ομοσπονδίες, εργατικά κέντρα και τελικά τη ΓΣΕΕ την ίδια αποκλειστικά με τη βία. Το τελευταίο το δοκίμασαν δυο φορές το 2019 και δεν τα κατάφεραν. Με τη σημερινή ηγεσία της ΓΣΕΕ βρίσκεται σε ακήρυκτο πόλεμο ο ίδιος ο Μητσοτάκης αν και όχι η ΔΑΚΕ. Με το νέο νόμο που θα βάλει εμπόδια στα σωματεία της βάσης της, αλλά και στις ΔΕΚΟ που ακόμα ελέγχει η ΓΣΕΕ, οι επελάσεις του σοσιαλφασιστικού τάχα ταξικού μετώπου για την άλωση της ΓΣΕΕ θα επαναληφθούν με τη μεγαλύτερη ορμή. Είναι χαρακτηριστικό ότι με αφορμή και με πρόσχημα το νομοσχέδιο τα κύρια πυρά του Ριζοσπάστη πέφτουν στην ηγεσία της ΓΣΕΕ.
Η νομοθέτηση του νέου εργασιακού από την κυβέρνηση Μητσοτάκη διευκολύνει εξαιρετικά τους ρωσόδουλους γιατί την πολιτική ευθύνη της επιβολής των αντεργατικών μέτρων την παίρνει το δυτικόφιλο τμήμα της αστικής τάξης, που εκφράζεται από τη ΝΔ και θεωρεί δικό της τον Μητσοτάκη. Αυτό λοιπόν το κεφάλαιο, ιδιαίτερα το μικρομεσαίο, από τη μια πάει με τις απλήρωτες υπερωρίες να αποσπάσει κάθε ικμάδα δύναμης που έχει απομείνει στην εργατική τάξη, πράγμα που πιθανά θα μπορέσει να πετύχει, και από την άλλη έχει την αυταπάτη να λύσει διοικητικά, δικαστικά και αστυνομικά ένα πολιτικό πρόβλημα, που είναι οι πραξικοπηματικές απεργίες στις ΔΕΚΟ για τις οποίες θεωρεί υπεύθυνη κύρια την ΓΣΕΕ, που στην πραγματικότητα όλο και μικρότερο ρόλο παίζει σε αυτές και γι αυτό άλλωστε μειώνονται, ενώ ο βασικός επικεφαλής τους γίνεται σταδιακά ο σοσιαλφασισμός. Σε ότι αφορά μάλιστα τις σαμποταριστικές στα εργοστάσια ο σοσιαλφασισμός είναι ο μόνος υπεύθυνος. Αλλά δεν είναι δουλειά της αστικής τάξης και μάλιστα της αστυνομίας να λύσει το πρόβλημα μιας άλλης τάξης, είναι δουλειά της εργατικής τάξης και του λαού γενικότερα και των σωματείων του που ήδη έχουν σε μεγάλο βαθμό απομονώσει τους πραξικοπηματίες και προβοκάτορες των ταξικών αγώνων.
Στην πραγματικότητα με τα νέα μέτρα ο Μητσοτάκης και η κυβέρνηση του καθόλου δεν θέλουν να χτυπήσουν τις πραξικοπηματικές απεργίες του σοσιαλφασισμού (ψευτοΚΚΕ-ΠΑΜΕ), παρά μόνο εκείνες, τις λιγότερες και όλο και πιο αδύναμες της ΓΣΕΕ, των ομοσπονδιών και των εργατικών κέντρων που στην ουσία τα ελέγχει η συμμαχία ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Όχι τυχαία ακριβώς τις 24ωρες της ΓΣΕΕ μερικών ΔΕΚΟ χτυπάει ανοιχτά ο Μητσοτάκης και μόνο αυτές, όταν μιλάει για κρατικούς συνδικαλιστές. Πιστεύουμε αντίθετα ότι οι πιο πραξικοπηματικές και χωρίς καμιά μαζική και εθελοντική βάση ενός κλάδου η μιας ΔΕΚΟ, που είναι εκείνες κηρύσσει το ΠΑΜΕ και τα δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια που εκείνο ελέγχει, θα ενισχυθούν. Είμαστε της άποψης οτι αυτό το κομμάτι της αστικής τάξης που αναζητάει τη σωτηρία του στον Μητσοτάκη, και στην αστυνομία του Χρυσοχοΐδη θα πάθει ό,τι επαθε ένα κομμάτι της, οι λιανέμποροι και ιδιοκτήτες των ακινήτων του κέντρου της Αθήνας όταν ανέθεσαν στην αστυνομία να αποφασίζει με ένα νόμο έκτρωμα για τις πορείες- συγκοινωνιακά μπλόκα του σοσιαλφασισμού και εκείνη τις παρέδωσε ολοκληρωτικά στο ψευτοΚΚΕ ακόμα και μέσα στην πανδημία. Ή θα πάθει ότι έπαθε ένα άλλο κομμάτι της, το καθηγητικό και ερευνητικό προσωπικό των ΑΕΙ και οι εταιρείες που συνεργάζονται μαζί του, όταν πήγαν να αντιμετωπίσουν την πανεπιστημιακή βία από τους στρατούς κατοχής των ψευτοΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ μεσω της πανεπιστημιακής αστυνομίας, οπότε αυτοί οι στρατοί κατέλαβαν για τα καλά την πρυτανεία του ΑΠΘ, αποδεικνύοντας ποιο είναι το αληθινό αφεντικό της χώρας. Οι νόμοι που ψηφίζονται εφαρμόζονται μόνο σε όσο βαθμό συμφωνεί μ αυτούς ή τους ανέχεται το ψευτοΚΚΕ ως καθοδηγητικό κόμμα, ο ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως ο μετωπικός οργανωτής των ταγμάτων εφόδου του, και ο ΣΥΡΙΖΑ ως το μετωπικό του κόμμα εξουσίας. Σε όποιους νόμους εναντιώνεται στ αλήθεια αυτή η βαθύτερη εξουσία της χώρας, αυτοί τελικά δεν εφαρμόζονται. Κι αυτό για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι οι νόμοι που επιχειρούν να φέρουν τη δημοκρατία με αστυνομικά μέτρα δεν πείθουν τις προοδευτικές μάζες αλλά τις έχουν απέναντι τους. Οι μάζες θέλουν το εργατικό κίνημα να νικάει την ψευτοαπεργία, τους φοιτητές να τσακίζουν τα φοιτητικά τάγματα εφόδου, το λαό της Αθήνας να νικάει τους βασανιστές του που του κλείνουν τους δρόμους. Ο άλλος λόγος έχει να κάνει με το ότι όταν το ψευτοΚΚΕ λέει στα μέλη του ότι οι νόμοι που δεν του αρέσουν «θα μείνουν στα χαρτιά», ξέρει ότι η ρώσικη νεοναζιστική υπερδύναμη, που δουλικά υπηρετεί, ελέγχει όλους τους πρωθυπουργούς και αρχηγούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τα 2000 και πέρα.
Ειδικά τα δυο χρόνια της πρωθυπουργίας Μητσοτάκη έχει αποδειχθεί, ότι δεν είναι δυνατό να μην ποδοπατήσει οποιοδήποτε απαγόρευση το ψευτοΚΚΕ και να μην έχει δίπλα του το Μητσοτάκη, το Χρυσοχοΐδη, και πελιδνούς απέναντι του τους εισαγγελείς.
Αυτή είναι η ανταμοιβή του για την κατακρεούργηση της συνδικαλιστικής δημοκρατίας στη χώρα τον έστρωσαν οι πραξικοπηματικοί τραμπουκισμοί του, οι μπούκες και το ξύλο στις γενικές συνελεύσεις, τα κλεισίματα απ έξω των πυλών εργοστασίων χωρίς να έχουν αποφασίσει οι εργάτες τους απεργία και ενάντια στη θέλησή τους. Το ψευτοΚΚΕ και το ΠΑΜΕ απολαμβάνουν σήμερα τα εύσημα της φερέγγυας δύναμης εξουσίας γιατί έχουν διαλύσει σε ένα μεγάλο βαθμό τον πρωτοβάθμιο συνδικαλισμό με αποτέλεσμα να τελειώσουν οι απεργιακές κινητοποιήσεις στον ιδιωτικό τομέα ιδιαίτερα από τη στιγμή που η εργατική τάξη παλεύει για τη επιβίωση της μέσα σε συνθήκες οικονομικής καταστροφής και παραγωγικού σαμποτάζ. Σε αυτό το έδαφος η κυβέρνηση Μητσοτάκη έρχεται να δώσει ένα τελειωτικό χτύπημα στις απεργίες για λογαριασμό κυρίως των νέων αφεντικών και ιδιαίτερα των πιο βάναυσων, αυτών της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά.
Χρειάζεται πάλη παντού στους εργασιακούς χώρους για την ενίσχυση και ανοικοδόμηση του ανεξάρτητου πρωτοβάθμιου συνδικαλισμού, για να ξεκινήσει ένας αληθινός αγώνας για την ανατροπή αυτών των αντεργατικών μέτρων που μπορεί να πετύχει μόνο αν δοθεί ταυτόχρονα με την πάλη για το σταμάτημα του παραγωγικού σαμποτάζ και τη συνδικαλιστική δημοκρατία ενάντια σε κάθε εργοδοτική καταπίεση και πάνω απ όλα ενάντια στην πραξικοπηματική βία και τους τραμπουκισμούς του ΠΑΜΕ, ιδιαίτερα όπου αυτό έχει τη συνδικαλιστική εξουσία.