Πολλοί καλοπροαίρετοι δημοκρατικοί άνθρωποι στη Δύση και στην Ελλάδα στάθηκαν στη μοίρα που περιμένει τις γυναίκες, τους δημοσιογράφους, τους καλλιτέχνες κλπ. (που είχαν αναθαρρήσει κάπως, με την ενθάρρυνση μάλιστα της Δύσης την τελευταία 20ετία), μετά την επάνοδο του υπερσυντηρητικού στο πεδίο της ιδεολογίας ισλαμικού αυτού ρεύματος στην εξουσία. Άλλοι βρήκαν ευκαιρία να χύσουν το κρυφορατσιστικό τους δηλητήριο, με τάχα αθώες ερωτήσεις για το εάν ο αφγανικός λαός είναι «άξιος» να στηρίξει ένα αστικοδημοκρατικό καθεστώς που να σέβεται τις ατομικές ελευθερίες ή είναι τάχα στη φύση και την επιλογή του να κυβερνιέται αποκλειστικά με τον ισλαμικό νόμο.
Η ουσία των εξελίξεων στη φτωχή αυτή χώρα της κεντρικής Ασίας ωστόσο δεν βρίσκεται αυτή την εποχή κύρια στο εσωτερικό μέτωπο, δηλαδή στις αντιθέσεις των πολιτικών και κοινωνικών ρευμάτων εντός της, αλλά κύρια στη διεθνή πλευρά τους και αυτή είναι που θα καθορίσει για ένα μεγάλο διάστημα ακόμα το μέλλον της δημοκρατίας και της ανεξαρτησίας όχι μόνο του Αφγανιστάν, αλλά τελικά όλων των κρατών του Τρίτου Κόσμου.
Ψόφιος κοριός και «σκούπα - φαράσι»
Πρόκειται για ακόμη ένα κομμάτι που συμπληρώνει το παζλ της επέλασης του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού (και του ευρύτερου μετώπου που συγκροτεί με τον κινέζικο ομόλογό του) με όχημα την παρωχημένη σήμερα, αλλά πολύ χρήσιμη στην προηγούμενη ιστορική φάση τακτική του ψόφιου κοριού, καθώς και την ακόμη ενεργή, συμπληρωματική της πρώτης, τακτική του «σκούπα - φαράσι».
Η τακτική του ψόφιου κοριού ήταν εκείνη της «πεθαμένης και τάχα μισοπουλημένης στη Δύση» Ρωσίας του Γέλτσιν και των πρώτων χρόνων του Πούτιν, που έσπρωξε σκόπιμα και με σχέδιο τη μονοπωλιακή, οικονομίστικη και τυφλωμένη τότε (2001) από την έπαρση της μόνης υπερδύναμης Αμερική (αλλά και μεγάλο μέρος των υπόλοιπων μονοπωλιακών καπιταλιστικών χωρών της Δύσης) σε σύγκρουση σχεδόν με το σύνολο του Τρίτου Κόσμου, με την ίδια τη Μόσχα να παίζει τον αγαπημένο της ρόλο του ενδιάμεσου, δηλαδή του φίλου και του θύτη και του θύματος.
Η Μόσχα καθόταν πάντα στο τραπέζι των «μεγάλων» ως μια καθωσπρέπει δύναμη, δημιουργώντας τους όρους για την επίθεση της Δύσης στην τριτοκοσμική ανεξαρτησία, ενώ ήξερε ωστόσο πάντα να συνομιλεί ως ενδιάμεσος ή εν δυνάμει σύμμαχος με τους μικρομεσαίους τριτοκοσμικούς ανεξαρτησιακούς μισοδημοκρατικούς ηγέτες ή και δικτάτορες. Αυτούς τους τελευταίους τους απορροφάει αύτανδρους, είτε εξαρτώντας τους και διατηρώντας τους στη θέση τους (όπως κάνει πια με Άσαντ, Μαδούρο, Λουκασένκο) είτε επιτρέποντας στη Δύση να τους σκοτώσει, εντάσσοντας τα απομεινάρια των καθεστώτων τους στο από τα δεξιά αντιδυτικό μέτωπο του οποίου ηγείται (και το οποίο παρουσιάζει ως αντιιμπεριαλιστικό - όπως έκανε στις περιπτώσεις των Μιλόσεβιτς, Μουμπάρακ, Μπεν Άλι, Καντάφι). Η Δύση παίζει σε αυτή την περίπτωση, με την αρχική ενθάρρυνση της Μόσχας, το ρόλο της σκούπας, με τη Ρωσία να υποδέχεται τα θύματά της ως φιλόξενο φαράσι.
Η Μόσχα μπαίνει όμως με ανθρώπους της και στις υποτιθέμενες φιλοδυτικές εξουσίες που στήνουν οι δυτικοί φιλελεύθεροι ιμπεριαλιστές στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, στις οποίες επεμβαίνουν βλακωδώς, με ιμπεριαλιστική έπαρση και σε τελική ανάλυση προβοκατόρικα. Αυτές τις εξουσίες οι δυτικοί συνήθως τις στήνουν με τα χειρότερα ανθρώπινα υλικά που βρίσκουν σε κάθε δοσμένη χώρα, αφού δεν εξετάζουν σε βάθος τα ρεύματα και τις αντιθέσεις, αλλά σαν κλασσικοί ιμπεριαλιστές ψάχνουν εκείνους που θα εμφανιστούν δουλικότεροι απέναντί τους και θα τους θέτουν τις λιγότερες δυνατές απαιτήσεις και ενστάσεις.
Αυτό το ταξικό κουσούρι των δυτικών αστών μονοπωλιστών είναι βούτυρο στο ψωμί των νεοτσαρικών - νεοτροτσκιστών του Κρεμλίνου, που συνήθως προστάζουν τους χαφιέδες τους στον Τρίτο Κόσμο να υποδύονται για ένα διάστημα τους γλοιωδώς υποτακτικούς προς τις ΗΠΑ, μέχρι να πιάσουν τα πόστα εξουσίας και να ελέγξουν τα νευρικά γάγγλια της εκάστοτε χώρας. Όταν οι όροι είναι έτοιμοι, τότε η χώρα αρχίζει τη «στροφή εθνικής υπερηφάνειας», που στην πραγματικότητα είναι στροφή προς τη Μόσχα ή τους φίλους της. Αυτό έγινε και στη Σερβία μετά την ανατροπή του Μιλόσεβιτς και στο Ιράκ μετά την ανατροπή του Σαντάμ, με την ηλίθια και μυωπική Δύση να κοιτάζει αποσβολωμένη και να συμβιβάζεται με τις νέες ρωσόδουλες και ιρανόδουλες εξουσίες που η ίδια έσπρωξε στην εξουσία. Ένα από τα αριστουργήματα αυτής της ρώσικης τακτικής παίχτηκε και στο Αφγανιστάν, με ορισμένες διαφοροποιήσεις στο σενάριο.
Πώς οι ΗΠΑ αυτοϋπονομεύτηκαν στο Αφγανιστάν
Η -σε τελική ανάλυση- άδικη επίθεση των ΗΠΑ το 2001 στο μαχητικά αντιρώσικο - αντισοσιαλιμπεριαλιστικό (αν και από ιδεολογική άποψη καθυστερημένο υπερσυντηρητικό και με ισχυρές αντιδραστικές τάσεις μέσα του) καθεστώς, εκείνο των τότε Ταλιμπάν του μουλά Ομάρ, που είχε το σθένος να αναγνωρίσει, μόνο αυτό στον κόσμο, την ανεξαρτησία της μαρτυρικής Τσετσενίας από τη Ρωσία, έγινε με την εμφατική στήριξη και ώθηση της Μόσχας.
Αυτή εκμεταλλεύτηκε το βαρύ λάθος των Ταλιμπάν να καλύψουν, έστω και ανόρεχτα, τον Μπιν Λάντεν, που προβοκατόρικα είχε σκοτώσει κτηνωδώς 3.000 αμάχους στη Νέα Υόρκη την 11η Σεπτεμβρίου. (Τότε η πλέον μετριοπαθής και αντιρώσικη τάση τους, με επικεφαλής τον υπουργό Εξωτερικών τους, Μουταβακίλ, προσπαθούσε να πείσει την υπόλοιπη ηγεσία των Ταλιμπάν για παράδοσή του με ταυτόχρονη παράδοση κάποιων στοιχείων από τις ΗΠΑ ότι η Αλ Κάιντα διέπραξε τη σφαγή, αλλά η Αμερική δεν ήθελε τότε να συζητήσει τίποτα).
Η Ρωσία καλούσε τότε τις ΗΠΑ «να μην αργούν να χτυπήσουν στο Αφγανιστάν εάν έχουν στοιχεία που δείχνουν την ενοχή του Λάντεν» (τηρώντας έτσι βρώμικα και ορισμένες αποστάσεις διπροσωπίας από την εισβολή, ρίχνοντας στους Αμερικάνους το βάρος της απόδειξης). Τη στήριξη της Ρωσίας στην αμερικάνικη εισβολή στο Αφγανιστάν τη θύμισε τούτες τις μέρες ο παλιός ηγέτης και «αναμορφωτής» του σοσιαλιμπεριαλισμού, νυν απλός οπαδός του Πούτιν, Γκορμπατσόφ, για να συμπληρώσει ότι οι Αμερικάνοι ήταν πάντα «καταδικασμένοι να αποτύχουν» στη συγκεκριμένη χώρα.
Όπως σημειώναμε τότε, λίγες εβδομάδες μετά την 11/9 του 2001, «η απ’ ευθείας απόπειρα του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού να καταλάβει το Αφγανιστάν τη δεκαετία του ΄80 κατέληξε σε οικτρή αποτυχία. Η Ρωσία απέτυχε για δύο λόγους: ο ένας ήταν η τρομακτική αντίσταση του αφγανικού λαού και ο δεύτερος το διεθνές μέτωπο ΗΠΑ – Δύσης – Τρίτου κόσμου ενάντια στη ρώσικη κατοχή. Στο Αφγανιστάν η Ρωσία διδάχτηκε ότι είναι αδύνατο να ελέγξει μια οποιαδήποτε χώρα δίχως να τη διασπάσει εσωτερικά και κυρίως, δίχως να την απομονώσει διεθνώς. Η βασική αλλαγή της ρώσικης τακτικής ύστερα από την εποχή του ψυχρού πολέμου ήταν ακριβώς αυτή. Κάθε απόπειρά της για τον έλεγχο μιας πολιτικά ανεξάρτητης χώρας, θα έπρεπε να περιλαμβάνει τη διεθνή απομόνωση ή τη διάσπαση αυτής της χώρας και ύστερα την αξιοποίηση και όξυνση κάθε αντίθεσης ανάμεσα σε αυτή τη χώρα με τη Δύση και ειδικότερα με τις ΗΠΑ.
Ο ψυχρός πόλεμος αντιστοιχούσε στην τακτική της ρώσικης μετωπικής επίθεσης, η νέα τακτική από την περεστρόϊκα και μετά είναι αυτή της “οικουμενικής” επέμβασης σε μια χώρα, που σημαίνει στο βάθος επέμβαση του Κρεμλίνου μέσα από τακτικές συμμαχίες με τη Δύση».
Η Αμερική και οι νατοϊκοί σύμμαχοί της καθάρισαν έτσι άμεσα σαν αβγό όχι βέβαια το Λάντεν, που έμεινε πρακτικά και για χρόνια άθικτος, αλλά τους εθνοανεξαρτησιακούς Ταλιμπάν, δηλαδή το μεγαλύτερο περιφερειακό αντίπαλο της Μόσχας και στην ουσία μια δύναμη η οποία αποτελούσε εγγύηση ενεργειακής αυτονομίας της Δύσης έναντι του ρωσοκινέζικου άξονα (βλ. σχέδια του 1997 της Unocal για την κατασκευή του στρατηγικού αγωγού Τουρκμενιστάν – Αφγανιστάν – Πακιστάν προς τον Ινδικό Ωκεανό, που είχαν εξοργίσει τη Ρωσία).
Την ίδια ώρα, η υπεραντιδραστική, ισλαμοναζιστική Αλ Κάιντα, κατάλληλα χαφιεδωμένη στα ανώτατα κλιμάκιά της από τον πράκτορα της Ρωσίας Αλ Ζαουάχρι (βλ. καταγγελίες του δολοφονημένου από την FSB (πρώην KGB) Λιτβινένκο για την εκπαίδευσή του στο ρωσικό Νταγκεστάν στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 από την FSB), έμεινε ουσιαστικά απείραχτη από την εισβολή των ΗΠΑ, γέννησε νέα εκτρώματα (βλ. Αλ Κάιντα στο Ιράκ που έγινε Ισλαμικό Κράτος - ISIS, Αλ Νούσρα στη Συρία, δολοφόνοι των συντακτών του Charlie Hebdo στη Γαλλία της Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο, Αλ Σεμπάμπ στη Σομαλία κλπ.) και τελικά, μετά την εκτέλεση του Μπιν Λάντεν στο έδαφος του Πακιστάν με καταδρομική επιχείρηση από τον Ομπάμα το 2011, πέρασε ολοκληρωτικά, τουλάχιστον στην κορυφή της, στην υπηρεσία της Μόσχας, με τον Ζαουάχρι να χρίζεται και τυπικά αρχηγός της.
Ερχόμενη απ’ έξω, χωρίς καμία επαφή με τις εσωτερικές νομοτέλειες της αφγανικής κοινωνίας, η ιμπεριαλιστική Δύση, δύναμη στην πραγματικότητα ενδιάμεση ανάμεσα στο σύγχρονο νεοναζιστικό άξονα Ρωσίας - Κίνας και στους λαούς, με τις ΗΠΑ να παίζουν κυρίως εχθρικό προς τους λαούς του τρίτου κόσμου και φιλικό προς τη Ρωσία ρόλο, έφτιαξε στην επιφάνεια μια ψευδοαστική δημοκρατία, πνιγμένη στη διαφθορά και την ανυποληψία, χρησιμοποιώντας ως εργαλεία μεταξύ άλλων τους παλιούς χαφιέδες της ρώσικης κατοχής και τα πιο οπορτουνιστικά στοιχεία της αφγανικής πολιτικής ζωής.Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα τα χειρότερα στοιχεία της αντιΤαλιμπάν «Βόρειας Συμμαχίας» (στο πολιτικό επίπεδο κυρίως τους Καρζάι, Γκάνι και τον παλιό χαφιέ της Ρωσίας, τον αρχιδολοφόνο Ντοστούμ). Παράλληλα, περιθωριοποίησε και άφησε έρμαιη στις εκλογικές νοθείες και στον πολιτικό τραμπουκισμό εναντίον της τη μοναδική προοδευτική ισλαμοδημοκρατική τάση μέσα στο αντιΤαλιμπάν ρεύμα του Αφγανιστάν και στη Βόρεια Συμμαχία, εκείνη του ισλαμοδημοκράτη Αχμάντ Σαχ Μασούντ, που εκφραζόταν κύρια (μετά τη δολοφονία του τελευταίου, δύο ημέρες πριν την 11η Σεπτεμβρίου), από τον δημοκράτη Αμπντουλάχ Αμπντουλάχ.
Η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε γείωσης αυτής της 20χρονης εξουσίας, στημένης όπως όπως από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές, με τους πόθους και τις ανάγκες του αφγανικού έθνους, βρήκε την αντανάκλασή της στην πλήρη διάλυση του επίσημου αφγανικού στρατού μέσα σε λίγες μέρες μπροστά στον σαφώς πιο συμπαγή στρατό των Ταλιμπάν.
Πρόκειται για ένα καλό μάθημα για το πόσο, όχι μόνο αντιδραστικές, αλλά και ανεφάρμοστες είναι οι θεωρίες της εξαγωγής της επανάστασης και του σοσιαλισμού (που την εισήγαγε θεωρητικά ο τροτσκισμός και την τελειοποίησε ο σοσιαλφασισμός), αλλά και αντίστοιχα, στη δυτική ιμπεριαλιστική φιλελεύθερη εκδοχή, οι θεωρίες της εξαγωγής της δημοκρατίας, χωρίς καμία έγνοια για τις ειδικές συνθήκες κάθε χώρας και τη βούληση κάθε χωριστά παρμένου λαού και έθνους.
Το πιο βασικό, η άδικη, προβοκατόρικη και βλακώδης αμερικάνικη μισοκατοχή της χώρας οδήγησε το πλατύ ρεύμα της συντηρητικής αγροτικής φτωχολογιάς που εξέφραζαν οι Ταλιμπάν όχι μόνο στον πολιτιστικό (λόγω συντηρητισμού), αλλά και στο στρατηγικό αντιδυτικισμό και άρα, νομοτελειακά, στην προσέγγιση με τον ρωσοκινέζικο άξονα.
Το έγκλημα δεν είναι λοιπόν εδώ η τωρινή αποχώρηση των ΗΠΑ. Αν αυτές ήταν μια πραγματικά δημοκρατική χώρα και όχι μια ιμπεριαλιστική υπερδύναμη, αν δηλαδή είχαν μπει στο Αφγανιστάν μόνο αφού πρώτα είχαν εξαντλήσει κάθε προσπάθεια συνεννόησης με την τότε νόμιμη κυβέρνηση του και όχι με ταπεινωτικά τελεσίγραφα, για να εξουδετερώσουν μια Αλ Κάιντα που είχε σφάξει χιλιάδες πολίτες μέσα στο έδαφός τους, τότε, μετά το πλήγμα που έδωσαν στην Αλ Κάιντα, καμία δουλειά δεν θα είχαν από εκεί και πέρα να μπλέκονται και να καθορίζουν ως κατοχική δύναμη τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στο Αφγανιστάν. Η καταισχύνη της μορφής που έδωσαν στην αποχώρησή τους αντιστοιχούσε έτσι στον τρόπο που έκαναν την είσοδό τους. Δηλαδή αφού έκαναν το άδικο κατοχικό τους γιουρούσι σε μια ανεξάρτητη χώρα, πριν φύγουν δεν αναζήτησαν καν την ενότητα των πλέον εθνικών - πατριωτικών ρευμάτων μέσα σε αυτήν, να τα φέρουν σε επαφή και να διευκολύνουν να κλείσει το χάσμα που άνοιξαν οι ρωσόδουλοι προβοκάτορες όπως ο παλιός ταγματαλήτης των μπρεζνιεφικών, σφαγέας Ντοστούμ. Αυτός είχε εκτελέσει μαρτυρικά πάνω στην εισβολή των ΗΠΑ 2.000 στρατιώτες των Ταλιμπάν - αιχμαλώτους πολέμου, που είχαν μάλιστα παραδοθεί στις δυνάμεις του, ως τάχα συνεπής αντιισλαμιστής σύμμαχος των Αμερικάνων.
Πρακτικά αυτό θα σήμαινε ενότητα του ισλαμοδημοκρατικού, εθνικοανεξαρτησιακού ρεύματος Μασούντ με την πιο συνεπή πατριωτική και αντιαλκαϊντιανή τάση των Ταλιμπάν, που θα έφερνε πολιτικό χτύπημα των ρωσόφιλων τόσο μέσα στο αντιΤαλιμπάν στρατόπεδο, όσο και των πιο ισλαμοφασιστικών τάσεων μέσα στο ταλιμπανικό ρεύμα. Μια τέτοια ενότητα, με εγγυήσεις και εξωτερική οικονομική βοήθεια σε μεγάλο βαθμό θα γινόταν ασπίδα στις όποιες δημοκρατικές κατακτήσεις πέτυχε ο αφγανικός λαός έστω στις πόλεις και κυρίως σε ό,τι αφορά την κατάσταση των γυναικών, μέσα από την επαφή με τη σύγχρονη τεχνολογία, τα νέα μέσα, την αστικοδημοκρατική κουλτούρα, που ήρθε ως αποτέλεσμα του αντικειμενικού ανοίγματος της χώρας στον κόσμο, έστω με τον άδικο και ιμπεριαλιστικό τρόπο που αυτό έγινε. Τέτοιες δουλειές όμως χρειάζονται πλατύ, ανοιχτό δημοκρατικό πνεύμα - και τέτοιο δεν διαθέτουν οι σε πτώση υπερδυνάμεις και γενικά οι ιμπεριαλιστές, γιατί αρέσκονται πολύ στο να υποτιμάνε και όποτε τους βολεύει να ποδοπατάνε τους λαούς, ενώ ελάχιστα ασχολούνται με το να καταλάβουν τις βαθύτερες διαθέσεις τους.
Πώς η μαριονέτα της Ρωσίας Τραμπ έστρωσε το έδαφος - Ο ρόλος του Ιμρα Χαν
Η σημερινή απόσυρση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν έγινε με τον ίδιο τρόπο που έγινε και η αρχική επέμβαση: όπως ακριβώς την ήθελε και τη σχεδίασε το Κρεμλίνο. Ουσιαστικά την προετοίμασε στη συντριπτικά κύρια πλευρά της η υποτακτική της Ρωσίας προεδρία του Τραμπ, ενώ θα τη χρεωθεί πολιτικά η προεδρία Μπάιντεν. Αυτή έχει στη βάση της εξωτερικής της πολιτικής τη νέα, οικονομίστικης λογικής θεωρία που έχει πλασάρει ή μάλλον έχει ενισχύσει ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός μέσα στα επιτελεία τόσο της φιλελεύθερης, όσο και της συντηρητικής αστικής τάξης των ΗΠΑ: αναπροσανατολισμός όλης της εξωτερικής και εμπορικής πολιτικής στην αντιπαράθεση με το «μεγάλο εχθρό» Κίνα, άρα πνεύμα ύφεσης ή κάποιου είδους «προσεταιρισμού» της Ρωσίας στο μεγάλο αντικινέζικο μέτωπο (παρά το γεγονός ότι ο Μπάιντεν μιλάει πού και πού για στρατηγικό ανταγωνισμό και με τη Μόσχα). Αυτή η θεωρία λανσαρίστηκε επιθετικά από τον Τραμπ και ακολουθείται σε γενικές γραμμές και από το επιτελείο Μπάιντεν.
Τα περί ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Κίνας και δυνατότητες τάχα προσεταιρισμού της πρώτης ενάντια στη δεύτερη είναι από στρατηγική άποψη γελοιότητες με τις οποίες πιθανότατα ξεκαρδίζονται στα φαγοπότια τους οι Πούτιν και Σι, ωστόσο οι σε πλήρη παρακμή δυτικοί αστοί δημοσιολόγοι τις παίρνουν πολύ στα σοβαρά και τις θεωρούν απαύγασμα σύγχρονης σκέψης, επικαλούμενοι μερικές τακτικές, συνεννοημένες κινήσεις του Πούτιν, όπως το να μην δίνει ορισμένα οπλικά σύστημα (π.χ. S-400) στην Κίνα.
Στη βάση αυτή, κομβικό ρόλο για να πάρει η αποχώρηση των Αμερικανών τη μορφή της ταπεινωτικής για τη Δύση επέλασης των Ταλιμπάν έπαιξε η πρωθυπουργία του ανοικτά υποτακτικού στην Κίνα και ανοικτά ρωσόφιλου Ιμράν Χαν στο Πακιστάν. Το τελευταίο υπήρξε πάντα βάση στήριξης των Ταλιμπάν εκτός Αφγανιστάν από την περίοδο του αντικατοχικού πολέμου κατά των Ρώσων τη δεκαετία του ‘80, ενώ το κίνημά τους διατηρούσε καλυμμένες πλην γνωστές σχέσεις με τις πακιστανικές υπηρεσίες πληροφοριών και ασφάλειας.
Μετά από 30 χρόνια ψυχρών σχέσεων με τη Ρωσία, ο Ιμρα Χαν δηλώνει πια ωμά ότι η χώρα του έχει συνδέσει ολόπλευρα το μέλλον της με εκείνο της Κίνας και ότι ευελπιστεί σε μια θερμή σχέση συνεργασίας με τη Μόσχα.
Την ίδια ώρα, η Ρωσία έχει χτίσει τα τελευταία χρόνια σχέσεις «αλληλοκατανόησης» με τους Ταλιμπάν, στους οποίους φέρεται να έχει προμηθεύσει όπλα, ενώ έφτασε να τους παρέχει χρηματικές αμοιβές ανάλογα με το πόσες ανθρώπινες απώλειες θα προκαλούσαν στα αμερικανικά στρατεύματα. Την ίδια στιγμή, η Ουάσινγκτον αναγνώριζε τη Μόσχα ως μεσολαβητή μεταξύ της κυβέρνησης της Καμπούλ και των Ταλιμπάν, σε βαθμό που έστειλε Αμερικανό παρατηρητή στις διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών που έστησε το Κρεμλίνο σε ρωσικό έδαφος.
Τόσο η Ρωσία, όσο και το Ιράν και η Κίνα έχουν αναπτύξει για πρώτη φορά σχέσεις με τους Ταλιμπάν τα τελευταία χρόνια, με τις ευλογίες μάλιστα του φασίστα Τραμπ, στο όνομα της τάχα κοινής τους μάχης ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος στο Χορασάν και με άλλες εξτρεμιστικές ισλαμοναζιστικές οργανώσεις. Οι οργανώσεις αυτές βέβαια ελάχιστα έχουν ενοχλήσει το ρωσοκινέζικο άξονα ή το Ιράν, αφού η αιχμή του δόρατός τους είναι πάντα στραμμένη προς τη Δύση. Απλώς παίζουν σταθερά το ρόλο του προβοκάτορα, ώστε οι σοσιαλιμπεριαλιστές να παρουσιάζονται ως κοσμικοί (Ρωσία, Κίνα) ή ως εχέφρονες, κάπως μετριοπαθέστεροι ισλαμιστές (Ιράν) ενάντια στο σκόπιμα απάνθρωπο σε κινηματογραφικό βαθμό, κτηνώδη ισλαμικό τζιχάντ (αυτό τον ρόλο έπαιξε το ISIS και η Νούσρα στη Συρία ώστε η Μόσχα να γκρεμίζει ανενόχλητη νοσοκομεία και να θάβει ζωντανά νεογέννητα παιδιά στο όνομα της υπεράσπισης του «κοσμικού» Άσαντ).
Με ένα Πακιστάν, το οποίο με όλες τις ταξικές αθλιότητές της αστοφεουδαρχικής άρχουσας τάξης του, ανήκε χοντρικά για δεκαετίες στο αντισοσιαλιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, να βαδίζει ορμητικά προς τα δίχτυα του ρωσοκινέζικου άξονα, κάτι τέτοιο γίνεται αρκετά πιο εύκολα με τους δεμένους (και εθνολογικά, ως Παστούν, με το Ισλαμαμπάντ) Ταλιμπάν, που βίωσαν ιστορικά την προδοσία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, τον οποίο οι ίδιοι αντιμετώπιζαν ως εταίρο (ενώ έβλεπαν - και σωστά - τη Ρωσία ως εχθρό) και εκείνος αφού εξόντωσε χιλιάδες από αυτούς, τους έστειλε 20 χρόνια να τρέχουν να κρύβονται ή να πολεμάνε στα βουνά. Έτσι έσβησε σε μεγάλο βαθμό από τις καρδιές τους τις μνήμες της μεγαλορώσικης κατοχής του Αφγανιστάν το 79-89, που βρήκε τότε απέναντί της το μέτωπο ΗΠΑ - Ευρώπης - Κίνας - Τρίτου Κόσμου και συντρίφτηκε.
Φαίνεται δηλαδή ότι η Μόσχα, σε συνεργασία με το Πεκίνο και την Τεχεράνη, πρόσφερε στο πιάτο την εξουσία του Αφγανιστάν στους Ταλιμπάν, ξέροντας ότι πέραν των δεσμών που αναπτύσσει αυτόνομα μαζί τους, δουλεύοντας όπως συνηθίζει με ανθρώπους της στο εσωτερικό τους, διαθέτει και την τουλάχιστον φιλική της πρωθυπουργία Χαν, που ασκεί έμμεσα την άλλη πλευρά του ελέγχου - «τανάλιας», με τους πιο άμεσους δεσμούς με τους Αφγανούς μουλάδες. Η παραμονή των διπλωματικών αποστολών Ρωσίας - Κίνας - Ιράν (αλλά και της όλο και πιο φιλορώσικης Τουρκίας του Ερντογάν) στην Καμπούλ, μετά την κατάληψή της από τους Ταλιμπάν, σε χτυπητή αντίθεση με την κλωτσοπατινάδα των δυτικών διπλωματών, που τρέχουν ακόμη ασθμαίνοντας προς το αεροδρόμιο της Καμπούλ για να γλιτώσουν, λέει πολλά για τις εγγυήσεις που έχουν λάβει ο Άξονας και οι φίλοι του και για το τι έχει προηγηθεί.
Μετά δε το πλήγμα με drone από τον Ομπάμα, που σκότωσε τον προηγούμενο ηγέτη των Ταλιμπάν, Αχτάρ Μανσούρ, διάδοχο του μουλά Ομάρ, το 2016, την ηγεσία τους έχει αναλάβει από τότε, αλλά σε ιδεολογικό επίπεδο, ο Χιμπατουλάχ Αχουντζάντα, ο οποίος όμως αναγνωρίστηκε με ενθουσιασμό από το ρωσόδουλο αρχηγό της Αλ Κάιντα Αλ Ζαουάχρι ως «εμίρης των πιστών» και άρα κάηκε - προβοκαρίστηκε από τη Ρωσία ως πιθανός συνομιλητής των Αμερικάνων, αφού οι τελευταίοι δεν θα διαπραγματεύονταν ποτέ με κάποιον που τον υμνεί ο διάδοχος του Μπιν Λάντεν. Πρακτικός πολιτικός αρχηγός τους και αρχιδιαπραγματευτής τους έγινε έτσι ο μουλάς Μπαραντάρ, ο οποίος προαλείφεται για νέος πρόεδρος του Αφγανιστάν, και αποτελεί σκοτεινή φιγούρα γιατί, αν και παλιός συνεργάτης του Ομάρ, σώθηκε από το ρωσόφιλο Καρζάι και μπήκε με τη βοήθεια του Ομπάμα στις φυλακές του Πακιστάν από το 2010 έως το 2018, οπότε και αποφυλακίστηκε με απαίτηση της προεδρίας Τραμπ, αναλαμβάνοντας στη συνέχεια επικεφαλής της ομάδας διαπραγμάτευσης των Ταλιμπάν με τους Αμερικανούς στο Κατάρ. Ο Μπαραντάρ είναι που εμφανίστηκε και στο Πεκίνο, στο πλευρό του υπουργού Εξωτερικών, Βάνγκ Γι, πριν ακόμα την κατάληψη της εξουσίας στην Καμπούλ, να προσφέρει τον ορυκτό πλούτο του Αφγανιστάν στους Κινέζους σε αντάλλαγμα για οικονομική βοήθεια και δοσοληψίες.
Είναι ακριβώς η κυβέρνηση του παλιάτσου της Ρωσίας, Τραμπ, που έστησε τη συμφωνία της Ντόχα απευθείας με τους Ταλιμπάν, ακριβώς τη στιγμή που αυτή διένυαν την πλέον αντιδυτική, ρωσόφιλή τους φάση, αγνοώντας την αναγνωρισμένη από τη Δύση κυβέρνηση της Καμπούλ. Αυτή η συμφωνία, που ουσιαστικά δεχόταν τις εγγυήσεις των Ταλιμπάν ότι δεν θα διευκολύνουν ξανά τρομοκρατικές οργανώσεις για να χτυπούν στόχους στη Δύση με εφαλτήριο το έδαφος του Αφγανιστάν, είναι που οδήγησε κατά βάση στην πρωτοφανή διάλυση και στο ύψωμα «λευκής σημαίας» από τον αφγανικό στρατό μπροστά στις ορδές των Ταλιμπάν, καθώς, σε συνδυασμό με την εσπευσμένη αποχώρηση των Αμερικανών, θεωρήθηκε ως «σημάδι» εγκατάλειψης από τους μέχρι χτες «εγγυητές» της ασφάλειας του Αφγανιστάν.
Σε κάθε περίπτωση, οι Ταλιμπάν έχουν ως ρεύμα και μια αντικειμενικά πατριωτική πλευρά και η πανσπερμία τάσεων στο εσωτερικό τους, δηλαδή η ιδιότυπη «δημοκρατία των φυλάρχων» που εκφράζεται στα ηγετικά τους κλιμάκια, δεν επιτρέπει εύκολα να γίνουν άθυρμα της μίας ή της άλλης ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης, χωρίς ισχυρές αναταράξεις.
Απέναντί τους δημιουργείται ήδη ένα μέτωπο στο οποίο συμμετέχει ηγετικά δίπλα στον ως χθες αντιπρόεδρο του Αφγανιστάν Σαλέχ ο γιος του Αφγανού πατριώτη και δημοκράτη Μασούντ. Όμως αυτός επαναλαμβάνει το καταστροφικό λάθος του πατέρα του να θεωρήσει τον Ντοστούμ ως στενό του σύμμαχο και βασικό στρατιωτικό του στήριγμα. Έτσι, ενώ ο ίδιος ο Μασούντ καλεί κυρίως τη Δύση να τον βοηθήσει, αναγνωρίστηκε από το Λαβρόφ σαν αρχηγός του βασικού πόλου αντίστασης στους Ταλιμπάν. Εννοείται ότι ο Λαβρόφ παριστάνει τον ενδιάμεσο μεταξύ των Ταλιμπάν και του «Μετώπου Εθνικής Αντίστασης» του Μασούντ που συγκροτείται στο Παντσίρ. (βλ. δηλώσεις του στις 20/8). Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Μόσχα θα παίξει και με τα δύο στρατόπεδα, προφανώς επειδή δεν εμπιστεύεται ακόμα κανένα από τα δύο, κυρίως το πολύ πλατύτερο των Ταλιμπάν. Υποθέτουμε δηλαδή ότι ετοιμάζει να στήσει και στο Αφγανιστάν το γνωστό της δίπολο. Από την μια δηλαδή να είναι οι Παστούν εθνικιστές και αντιδυτικοί πλέον Ταλιμπάν με ρωσόφιλο αρχηγό και κάποια ηγετικά στελέχη και από την άλλη μια συμμαχία με τους δημοκρατικούς και δυτικόφιλους μουσουλμάνους Τατζίκους που θα έχουν ρωσόδουλους συναρχηγούς-κλειδιά σαν τον Ντοστούμ (τον οποίο μάλιστα η Μόσχα, για να μην εκτίθεται, τον έχει στείλει στην Τουρκία, ώστε να παρουσιάζεται σήμερα από το διεθνή Τύπο ως «ο άνθρωπος του Ερντογάν στο Αφγανιστάν»). Τα δύο αυτά στρατόπεδα θα μπορούν να αλληλοεξοντώνονται και να αλληλοεκκαθαρίζονται ώστε να κυριαρχήσουν τελικά και στα δύο οι ρωσόφιλοι.
Κείνο που είναι σίγουρο, ωστόσο, είναι ότι σε αυτή τη φάση το πάνω χέρι το έχουν οι Ταλιμπάν, η προέλαση των οποίων έρχεται τη στιγμή που βρίσκονται στην πλέον αντιδυτική τροχιά της ιστορίας τους και σε γενικές γραμμές χαιρετίζεται από εκείνους που κάποτε ήταν οι μεγαλύτεροι εχθροί τους (Ρωσία - Ιράν), αλλά και από την Κίνα των Χαν σωβινιστικών και ιμπεριαλιστικών τεράτων, που τους πλέκει το εγκώμιο στον κρατικό Τύπο της.
Ήδη η Ρωσία και η Κίνα, απευθυνόμενες στην Ουκρανία και στην Ταϊβάν αντίστοιχα, φωνάζουν: «Δείτε τους Αμερικάνους συμμάχους σας, πόσο ελεεινά πουλάνε τους υποτιθέμενους φίλους τους. Υποταχτείτε ήσυχα σε μας, γιατί καμία Αμερική δεν θα σας σώσει και όλο το τίμημα μιας σύγκρουσης μαζί μας θα το φορτωθείτε εσείς και θα συντριβείτε».
Ο σύγχρονος ρωσοκινέζικος ναζισμός, δηλαδή, εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο τη σήψη στην οποία έχει οδηγηθεί πολιτικά το φιλελεύθερο μονοπώλιο, που μέσα στην υφεσιακή χαύνωση και την παρακμή του πράγματι πουλάει χωρίς έλεος τους ανθρώπους που εκτίθενται στο πλευρό του και συχνά τους παραδίδει βορά στο μαχαίρι ρωσόφιλων φασιστών τυράννων ή και πολλές φορές των ίδιων των Ρωσο-Κινέζων νεοχιτλερικών ιμπεριαλιστών.
Άλλος ένας κύκλος στον Τρίτο Κόσμο μοιάζει να κλείνει σε παρονομαστή που φέρνει το ρωσοκινέζικο άξονα ένα βήμα πιο κοντά στο παλιό όνειρο των τσάρων, την έξοδο στον Ινδικό Ωκεανό και τον πλανήτη ένα βήμα πιο κοντά στον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
*Ο πόλεμος ΗΠΑ - Αφγανιστάν: Θρίαμβος του προβοκάτορα ήταν ο τίτλος του εκτεταμένου άρθρου ανάλυσης της ΟΑΚΚΕ, λίγες εβδομάδες μετά τους Δίδυμους Πύργους (συγκεκριμένα στις 28 του Οκτώβρη του 2001), για την εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Αξίζει να διαβαστεί ως απαραίτητο συμπλήρωμα της σημερινής μας ανάλυσης, καθώς δικαιώνεται σκανδαλωδώς από τις σημερινές εξελίξεις.