Δυο αλληλένδετοι και αντίθετοι με τις διακηρύξεις στόχοι
Στην πραγματικότητα με όλες αυτές τις συμφωνίες, ειδικά την ελληνογαλλική οι δήθεν φιλοδυτικοί φιλελεύθεροι Μητσοτάκης- Δένδιας έχουν δύο αλληλένδετους και αντίθετους με τις διακηρύξεις τους στόχους:
Ο πρώτος, ο πιο άμεσος είναι να στείλουν για τα καλά την Τουρκία στα χέρια της Ρωσίας, δηλαδή να την αποκόψουν οριστικά από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ καθώς και από τις λιγότερο αυταρχικές δυνάμεις με τις οποίες αυτή είναι ακόμα –αν και όλο λιγότερο- δεμένη στο μουσουλμανικό κόσμο και στον Καύκασο. Η μεγαλύτερη δυνατή απομόνωση της Τουρκίας από τη Δύση στο πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο είναι απαραίτητη για να ανεβούν στο εσωτερικό της οι πιο επιθετικές και φασιστικές πολιτικές δυνάμεις, που δεν είναι άλλες από τις καθαρά ρωσόφιλες, τις λεγόμενες ευρασιατικές. Μόνο με την άνοδο αυτών των δυνάμεων στην εξουσία η Τουρκία θα μπορεί να ενταχθεί με τη θέληση της στο νεοχιτλερικό πολεμικό Άξονα Ρωσίας-Κίνας και όχι με την άσκηση ωμής βίας από αυτόν προκειμένου να μείνουν ανοιχτά στη Ρωσία τα στενά του Βοσπόρου και κλειστά στη Δύση στην περίπτωση ενός παγκόσμιου πόλεμου. Επειδή η Τουρκία δεν είναι Ελλάδα, δηλαδή η αστική της τάξη έχει ξεκινήσει την κρατική της κυριαρχία με μια δημοκρατική επανάσταση και γι αυτό το λόγο είναι πολιτικά ανεξάρτητη από τον ιμπεριαλισμό, η υποταγή της σε έναν τέτοιο Άξονα μπορεί να έρθει μόνο χάρη σε μια αφόρητη εξωτερική πίεση από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές. Βασικός όρος όμως για να πετύχει η δυτική πίεση αυτό το στόχο, είναι η ίδια η ελληνική διπλωματία, που κυρίως σέρνει την ΕΕ αλλά όσο μπορεί και τις ΗΠΑ στο αντιτουρκικό μέτωπο, να φαίνεται εντελώς δυτικόφιλη. Δηλαδή μόνο μια στην όψη εντελώς δυτική Ελλάδα μπορεί να ξεσηκώνει τους δυτικούς ενάντια σε μια χώρα του ΝΑΤΟ και από την άλλη μόνο έτσι μπορεί να πείθει την τουρκική κοινή γνώμη και την τουρκική άρχουσα τάξη ότι αυτή η δυτική Ελλάδα είναι το όργανο με το οποίο η Δύση επιτίθεται στην Τουρκία. Στην πραγματικότητα δεν είναι μόνο η Ελλάδα που πρέπει να φαίνεται ότι κινείται εναντίον της Τουρκίας σαν δυτική δύναμη, αλλά όλο το μέτωπο των ρωσόφιλων που σήμερα περικυκλώνει την Τουρκία πρέπει στα μάτια της τουρκικής κοινής γνώμης να φαίνεται δυτικόφιλο και μάλιστα φιλοαμερικάνικο. Γι αυτό το λόγο το χαρτί του φιλοαμερικανισμού το παίζει εδώ και πέντε χρόνια το ΡΚΚ, δηλαδή το ρώσικο πρακτορείο μέσα στο αποσχιστικό κίνημα των Κούρδων της Τουρκίας, όπως το παίζει και η βαθιά εξαρτημένη εδώ και 30 χρόνια από τη Ρωσία Αρμενία λόγω του επεκτατισμού της στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπως το παίζει και η ρωσόφιλη φασιστική τρομοκρατική κλίκα Σίσι στην Αίγυπτο.
Ο δεύτερος αλλά κατά τη γνώμη μας στρατηγικότερος στόχος που ικανοποιούν για λογαριασμό της ρώσικης διπλωματίας αυτές οι δύο συμφωνίες, ελληνοαμερικανική και ελληνογαλλική, κυρίως η τελευταία, είναι να διασπαστεί παραπέρα η ΕΕ σε ότι αφορά την αντίσταση της στη συντριπτικά κύρια στρατιωτική και ενεργειακή απειλή εναντίον της που προέρχεται από τη Ρωσία. Από την άποψη αυτή η βασική συμφωνία και το καινούργιο στην ελληνική εξωτερική πολιτική είναι η ελληνογαλλική συμφωνία, καθώς η ελληνοαμερικανική απλά συνεχίζει και δυναμώνει τη νέα ελληνική τακτική του να καθησυχάζονται οι ΗΠΑ ώστε να κυνηγάνε τον Ερντογάν έχοντας την αυταπάτη ότι αν στο χειρότερο ενδεχόμενο χάσουν τελικά την Τουρκία από τη Ρωσία, θα έχουν τουλάχιστον εντελώς δικιά τους την Ελλάδα.
Ο πιο βασικός στόχος του δίδυμου Μητσοτάκη-Δένδια πίσω από την ελληνογαλλική συμφωνία η διάσπαση της ΕΕ
Αλλά πέρα από αυτόν τον καθησυχασμό η επέκταση της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας τόσο ως προς τη χρονική διάρκεια όσο και ως προς τον αριθμό των βάσεων που δίνονται στις ΗΠΑ μετριάζει τις ανησυχίες των τελευταίων για το ότι η Ελλάδα ερωτοτροπεί με την όλο και πιο αντιαμερικάνικη και όλο πιο αντι-Νατοϊκή Γαλλία σχηματίζοντας μαζί της το πρώτο στην πράξη πυρήνα του κατά το όνομα ευρωπαϊκού στρατού. Στην πραγματικότητα με την ελληνογαλλική συμφωνία το ελληνικό κράτος προσπαθεί να αξιοποιήσει τη σύγκρουση της Γαλλίας με τις ΗΠΑ ακριβώς τη στιγμή που η Γαλλία δέχεται ένα μεγάλο οικονομικό και πολιτικό πλήγμα από αυτές. Έτσι δίνει στη Γαλλία μια όχι ασήμαντη οικονομική αποζημίωση αλλά και μια παρηγοριά για το πληγωμένο γόητρο της παραγγέλνοντας και χτίζοντας τις τρεις γαλλικές φρεγάτες στα γαλλικά ναυπηγεία και όχι τις τρεις αμερικάνικες στο ναυπηγείο της Ελευσίνας. Επειδή οι ΗΠΑ προσπαθούν με τις επενδύσεις τους στα ναυπηγεία της Ελευσίνας να αντιρροπήσουν την επιρροή της Κίνας στο λιμάνι του Πειραιά, το ελληνικό κράτος τα ενίσχυσε, μετά την απώλεια των φρεγατών από τις ΗΠΑ. Έτσι έχωσε προχθές δίπλα στην αμερικάνικη ONEX και την κρατική ιταλική Fincantieri, στενά συνεργαζόμενη με το κινεζικό κράτος αλλά και τα γαλλικά πολεμικά ναυπηγεία.
Δηλαδή η επίσημη Ελλάδα κάνει τη συμφωνία με τη Γαλλία όχι για να βάλει ένα εμπόδιο στον αμερικάνικο ηγεμονισμό στην Ευρώπη και στον κόσμο, αλλά για να ενθαρρύνει τις γαλλικές ιμπεριαλιστικές διαθέσεις κυρίως στη Βόρεια και την υποσαχάρια Αφρική και να οξύνει σε αυτά τα μέτωπα τις αντιθέσεις της με ένα μέλος του ΝΑΤΟ που έχει περιφερειακές κυριαρχικές φιλοδοξίες όπως είναι η Τουρκία. Ταυτόχρονα όμως και ακόμα βαθύτερα επιδιώκει να δυναμώσει την αντίθεση στο εσωτερικό του ηγετικού πυρήνα της ΕΕ που είναι ως τώρα η γερμανο-γαλλική ενότητα. Στο ζήτημα της Τουρκίας είναι εκεί που η ενότητα αυτή κλονίζεται επειδή η Γερμανία όντας πιο κοντά στη Ρωσία και στρατιωτικά πολύ πιο αδύναμη απέναντι της από όσο είναι η Γαλλία, στηρίζεται πολύ πιο έντονα στο ΝΑΤΟ για την άμυνα της, οπότε παλεύει να κρατηθεί μέσα σε αυτό η Τουρκία και γι αυτό δεν θέλει μια ρήξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πράγμα για το οποίο την κατηγορεί η ελληνική διπλωματία. Για τον ίδιο λόγο δεν είναι πρόθυμη για έναν ευρωπαϊκό στρατό σαν αντίβαρο στο ΝΑΤΟ έτσι όπως τον θέλει η Γαλλία και όπως άλλωστε ανοιχτά τον θέλει η Ρωσία. Βέβαια η Ελλάδα δεν θέλει με τίποτα να εμφανιστεί ένας τέτοιος αντινατοϊκός χαρακτήρας στον ευρωπαϊκό στρατό γι αυτό επέμεινε ότι ο ευρωπαϊκός στρατός που ξεκινάει με την ελληνογαλλική συμφωνία να είναι ένας σταθερός πυλώνας του ΝΑΤΟ.
Αυτό που κάνει σε τελική ανάλυση με την ελληνογαλλική συμφωνία η Ελλάδα είναι να ενθαρρύνει τον ενδοτισμό της Γαλλίας τόσο απέναντι στη Ρωσία, όσο ακόμα περισσότερο απέναντι στην Κίνα. Η βαθύτερη αιτία αυτού του ενδοτισμού βρίσκεται στο ότι ενώ η Γαλλία σαν μια ευρωπαϊκή δημοκρατική χώρα βρίσκεται και αυτή κάτω από την απειλή του νεοχιτλερικού ρωσοκινεζικού Άξονα και θέλει να αντισταθεί σε αυτόν, από την άλλη σαν δεύτερης γραμμής ιμπεριαλιστική δύναμη προτιμάει να μην τον αντιμετωπίσει ούτε στην Ευρώπη όπου βρίσκεται απέναντι στη Ρωσία σε ενότητα με την ΕΕ, ούτε και στον Ειρηνικό όπου βρίσκεται απέναντι στην Κίνα σε ενότητα με τη γιαπωνέζικη και την αυστραλιανή δημοκρατία. Αντίθετα, ακολουθώντας τις ελεεινότερες παραδόσεις του γαλλικού ιμπεριαλισμού που εκδηλώθηκαν με τη στάση του απέναντι στο Χίτλερ στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι γαλλικές κυβερνήσεις, ιδίως αυτές μετά τον Σαρκοζί κρατάνε την πιο ερμαφρόδιτη, και συχνά την πιο φιλική σχέση με τη Ρωσία και με την Κίνα στον Τρίτο κόσμο. Είναι εκεί όπου τα γαλλικά μονοπώλια επιδιώκουν μοιρασιές με αυτές σε άγρα πρώτων υλών, ιδιαίτερα υδρογονανθράκων και πυρηνικών καυσίμων όπου τα γαλλικά μονοπώλια τρέχουν πίσω από τη ρώσικη διπλωματική ισχύ και την κινέζικη οικονομική αντίστοιχα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κόντρα στη γαλλική δημοκρατική κοινή γνώμη η γαλλική άρχουσα μονοπωλιακή αστική τάξη επιδιώκει επίσημα να κρατάει μια συνειδητά ενδιάμεση ως φιλική στάση απέναντι στη Ρωσία σε σχέση με την πολύ πιο καθαρή που κρατάνε χώρες σαν την Πολωνία, την Ολλανδία, τις Σκανδιναβικές και τις Βαλτικές ή η Αυστραλία και η Ιαπωνία απέναντι στην Κίνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γαλλία και η Γερμανία σέρνουν σαν κυβερνήσεις την Κομισιόν και το Συμβούλιο πίσω τους στο να είναι δουλικά απέναντι στη Ρωσία και στην Κίνα, ενώ το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που εκπροσωπεί πολύ καλύτερα τις διαθέσεις των ευρωπαϊκών λαών, τολμάει να καταδικάζει με ψηφίσματα και κυρώσεις τους δυο μεγάλους φασισμούς για τη συμπεριφορά τους απέναντι στους λαούς τους, ειδικά τη χιτλερική της Κίνας απέναντι στους Ουιγούρους. Μάλιστα ο Μακρόν, ακόμα πιο ξεδιάντροπα από τη ρωσόδουλη Μέρκελ, δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι «το να αποξενώσει κανείς τη Ρωσία σημαίνει ότιδιαπράττει ένα βαθύ στρατηγικό λάθος» και θέλει η Μόσχα «να βοηθήσει στο να λυθούν οι πιο δύσκολα διαχειρίσιμες κρίσεις στο κόσμο και να μειωθεί η ανεμπιστοσύνη μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ». Αντίστοιχη είναι και η στάση του Μακρόν απέναντι στην Κίνα που επίσης θέλει η ΕΕ να μην την αντιμετωπίζει σαν εχθρό και να μην ακολουθεί τις ΗΠΑ σε ένα αντικινέζικο μέτωπο, αλλά αντίθετα να την εμπλέκει σε συνεργασίες . Σύμφωνα με τον Μακρόν που βολικά γι αυτόν θεωρεί ότι υπάρχουν τρεις Κίνες από τις οποίες μόνο η μία είναι αντίπαλος αυτή «είναι ταυτόχρονα ένας “εταίρος (εννοεί στην κλιματική αλλαγή), ένας ανταγωνιστής (στο οικονομικό επίπεδο) και ένας συστημικός αντίπαλος (εννοεί στο στρατιωτικό επίπεδο)». Η κορυφαία συνεισφορά που επιδιώκει η Γαλλία του Μακρόν για την ειρήνευση στον πλανήτη είναι μια διάσκεψη στην οποία θα αποφασίσουν για το μέλλον του τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, δηλαδή από τη μια οι ΗΠΑ και η Αγγλία, από την άλλη η Ρωσία και η Κίνα, ενώ στη μέση σαν ενδιάμεσος ρυθμιστής των πάντων θα βρίσκεται η Γαλλία η μόνη πυρηνική δύναμη της ΕΕ και ο μόνος εκπρόσωπος της μετά το Μπρέξιτ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η ουσιαστική λοιπόν αιτία για την πρόσφατη όξυνση των σχέσεων της Γαλλίας με τις ΗΠΑ, οπότε και η αντιτουρκική συμμαχία με την Ελλάδα, δεν είναι το πραγματικό οικονομικό ρίξιμο και η πολιτική δολιότητα με την οποία οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν την πρώτη και γενικότερα την ΕΕ στο ζήτημα των αυστραλιανών υποβρυχίων, αλλά ότι η Γαλλία δεν θέλει καμιά σύγκρουση με την Κίνα επειδή συνεργάζεται μαζί της στον Ειρηνικό, όπου η Γαλλία διαθέτει πολύτιμες υπερπόντιες κτήσεις ενώ μαζί της χτίζει πυρηνικά εργοστάσια παντού ακόμα και στην Ευρώπη, ενώ οι ασίγαστες ιμπεριαλιστικές βλέψεις της στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική τη φέρνουν σε άμεσες η έμμεσες συμμαχίες με τη Ρωσία. Αυτό γίνεται στη Βόρεια Αφρική (όπου στηρίζει τον σφαγέα Χαφτάρ και τον βασανιστή Σίσι), στη Μέση Ανατολή όπου στηρίζει το φασιστικό ΡΚΚ, στον Καύκασο όπου στηρίζει τον αρμένικο επεκτατισμό στο Ναγκόρνο Καραμπάχ και στο Σαχέλ, όπου παρά το πραξικόπημα που έκανε η Ρωσία στο Μαλί και της πήρε το έδαφος κάτω από τα πόδια, συνεχίζει να συνεργάζεται με τη νέα κυβέρνηση των πραξικοπηματιών*.
Ο δήθεν ευρωπαϊκός στρατός που θέλουν η Γαλλία και η Ελλάδα
Από αυτή τη ρωσόφιλη πλευρά δηλαδή, και όχι από την πλευρά της πάλης ενάντια στον αμερικάνικο ηγεμονισμό μέσα στο ΝΑΤΟ και μέσα στην Ευρώπη ο Μακρόν μίλησε το 2019 για το «εγκεφαλικά νεκρό ΝΑΤΟ» όταν αυτό αρνήθηκε να πάρει το μέρος της Γαλλίας ενάντια στη διοχέτευση όπλων από την Τουρκία στη Λιβύη, που μάλιστα στη συγκεκριμένη στιγμή που αυτά τα όπλα βοηθούσαν την αντίσταση της Τρίπολης στον κτηνώδη Χαφτάρ. Αυτός είναι και ο λόγος που η Γαλλία δεν συγκρούστηκε με τις ΗΠΑ στη διάρκεια της προεδρίας του φασίστα Τραμπ του οποίου η βασική γραμμή ήταν η συνεργασία με τη Ρωσία, αλλά συγκρούεται με την προεδρία Μπάιντεν που τουλάχιστον βλέπει τη Ρωσία σαν εχθρό έστω δευτερεύοντα σε σχέση με την Κίνα. Δηλαδή η προεδρία Μπάιντεν κάνει το καίριο για την ΕΕ λάθος ιμπεριαλιστικού οικονομισμού, να θεωρεί τη Ρωσία έναν δευτερεύοντα και πολύ πιο εύκολα διαχειρίσιμο εχθρό, ενώ είναι ο πολιτικός, οικονομικός (μέσω της ενεργειακής αυτάρκειας της) και στρατιωτικός ηγέτης του ρωσοκινεζικού Άξονα. Όμως τουλάχιστον δεν τη βλέπει σαν μια φιλική ή ενδιάμεση δύναμη. Δηλαδή η Γαλλία δεν θέλει να διαλύσει το ΝΑΤΟ ως «εγκεφαλικά νεκρό» από τα αριστερά, ώστε να μην είναι η άμυνα της ΕΕ απέναντι στη Ρωσία (και δευτερευόντως απέναντι στην Κίνα) έρμαιο στα καπρίτσια και τις εσωτερικές πολιτικές αντιθέσεις της αμερικάνικης υπερδύναμης. Δεν θέλει δηλαδή η Γαλλία και η Ελλάδα να παραταχθεί απέναντι στη Ρωσία ένας πραγματικά ενωμένος, αποτελεσματικός και πολιτικοστρατιωτικά ανεξάρτητος ευρωπαϊκός στρατός, αλλά να αντικατασταθεί το σε στρατηγική πτώση και έστω υπό όρους αντιρώσικο ΝΑΤΟ με έναν μεσευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό στρατό κάτω από γαλλική ηγεμονία, που αντί για το Βορρά ενάντια στη Ρωσία θα είναι προσανατολισμένος σε επεμβάσεις ενάντια στον Τρίτο κόσμο στην κύρια πλευρά σε συνεργασία με τη Ρωσία και την Κίνα. Η απόδειξη είναι ότι όλες οι διπλωματικές επεμβάσεις σήμερα της Γαλλίας και της Ελλάδας σε ότι αφορά τη Βόρεια Αφρική, το Σαχέλ, τη Μέση Ανατολή και τον Καύκασο είναι στην πράξη όλες ενάντια στα συμφέροντα της Ευρώπης. Πιο χαρακτηριστικές αυτές στη Βόρεια Αφρική, όπου είχαμε το με γαλλική ηγεσία βομβαρδισμό της Λιβύης του Καντάφι που έγινε και με ελληνική υποστήριξη, στη συνέχεια την υπεράσπιση της χειρότερης πλευράς του λιβυκού εμφύλιου, της πλευράς Χαφτάρ και ταυτόχρονα την υπονόμευση όλων των νόμιμων κυβερνήσεων της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (που λυσσαλέα τη χτυπάει δίπλα στη Ρωσία ο Δένδιας), στην Αίγυπτο και στην Τυνησία και την υποστήριξη των δικτατόρων εκεί. Το χειρότερο βέβαια απ όλα είναι ότι έχουν στείλει τουλάχιστον σε επίπεδο ψυχολογίας του λαού της πεσκέσι στη Ρωσία αλλά και στην Κίνα την Τουρκία που τουλάχιστον στις περισσότερες επεμβάσεις της στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική, στον Καύκασο και στο Σαχέλ έπαιρνε για χρόνια το μέρος της σχετικά πιο προοδευτικής πλευράς σε σχέση με εκείνες που το μέρος τους παίρνει η Γαλλία και η Ελλάδα.
Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους κιόλας από το 2018 όταν ο Μακρόν έκανε κόντρα στον προβοκάτορα αντιευρωπαίο Τραμπ το κάλεσμα για να φτιαχτεί ένας ευρωπαϊκός στρατός ο Πούτιν δήλωνε αμέσως την υποστήριξη του σε αυτόν, ενώ από τότε το Σπούτνικ δεν χάνει ευκαιρία να υπερασπίζει τον ευρωστρατό σαν τη σπουδαιότερη ευρωπαϊκή απάντηση στο ΝΑΤΟ (https://sputniknews.gr/20211022/to-nato-ta-vazei-me-tin-anerhomeni-kina-kai-ton-logariasmo-plironei-i-ellada-19287097.html). Είναι ωστόσο χαρακτηριστικό ότι όταν το Σπούτνικ μιλάει για τις σχέσεις της Γαλλίας και της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ δεν αναφέρεται στην αντιρώσικη πλευρά του δεύτερου αλλά στην αντικινέζικη. Και αυτό έχει μέσα του μια αλήθεια και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση Μητσοτάκη δίνει τόση άνεση σε ότι αφορά την αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια αλλά και σε ότι αφορά τον αρκετά μεγάλο αριθμό των βάσεων της νέας στρατιωτικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ. Εκείνο δηλαδή που διασταυρώνεται από μια σειρά δυτικές αναλύσεις, μια από τις οποίες είναι και η παρακάτω: (https://cepa.org/the-eastern-mediterranean-time-for-the-u-s-to-get-serious/) είναι ότι οι ΗΠΑ βλέπουν και στο μεσανατολικό και στο μεσογειακό χώρο σαν κύρια για τα αμερικανικά συμφέροντα την απειλή από την Κίνα και λιγότερο από τη Ρωσία, παρόλο που στην πραγματικότητα είναι η Ρωσία που προελαύνει αλματωδώς και κυριαρχικά σε αυτό το χώρο, κυρίως στο έδαφος και εσωτερικά-πολιτικά και όχι από τη θάλασσα όπως η Κίνα, και εξωτερικά με τη μορφή εμπορικών ή ενεργειακών (ηλεκτρικών) δικτύων. Από αυτήν την αντικινέζικη κυρίως πλευρά οι ΗΠΑ επιδιώκουν τη συμμαχία με την Ελλάδα, και επίσης θέλουν από αυτήν ένα ΝΑΤΟ του Νότου, κληρονόμο των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων του ΝΑΤΟ των τελευταίων δεκαετιών ενάντια στον Τρίτο κόσμο, οι οποίες πρόσφεραν τελικά στον Πούτιν το Αφγανιστάν, το Ιράκ, αλλά και το Ιράν. Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι οι ΗΠΑ για να αντιμετωπίσουν την Κίνα θα ακολουθήσουν την προσφιλή τους επεμβατική τακτική να απαιτούν από τις χώρες της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής να έχουν τις σχέσεις που εκείνες θέλουν να έχουν με την Κίνα επεμβαίνοντας στα εσωτερικά τους με τρόπο που εξοργίζει τους λαούς τους και πετυχαίνει το αντίθετο αποτέλεσμα. Αυτό το έχουν κάνουν ήδη με την Ευρώπη απέναντι στη Ρωσία επιβάλλοντας αρχικά οικονομικές κυρώσεις πχ στη Γερμανία για τον αγωγό NordStream2. Το να αντισταθεί η ΕΕ στη Ρωσία είναι δική της υπόθεση, όχι των ΗΠΑ. Γι αυτούς τους λόγους και με αυτό το πνεύμα απασχολεί τις ΗΠΑ κυρίως η ΚΟΣΚΟ στον Πειραιά και ελάχιστα ο Σαββίδης στη Θεσσαλονίκη, ή ο κίνδυνος μιας εξάρτησης της Ελλάδας από το κινέζικο 5G και όχι εκείνη η πιο ζωτική από το ρώσικο φυσικό αέριο. Γι αυτό το λόγο εκείνο που έκανε η ελληνική κυβέρνηση ήταν πρώτα να κλείσει ταχύτατα τη συμφωνία με την ΚΟΣΚΟ δίνοντας της όλο το Λιμάνι (και αφού αυτή είχε ποδοπατήσει όλες τις υποχρεώσεις της απέναντι στο ελληνικό κράτος), και μετά να κλείσει τη συμφωνία με τη Γαλλία ώστε να βάλει προ τετελεσμένου τις ΗΠΑ πριν την ελληνοαμερικανική συμφωνία. Πάντως από πέρυσι είχε εγκαταλείψει το κινέζικο 5G μόνο και μόνο για να μην έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση με τις ΗΠΑ και όχι γιατί το κινέζικο 5G σημαίνει κατασκοπία του κινέζικου στρατού σε βάρος όποιας χώρας το χρησιμοποιεί.
Ο αποφασιστικός ρόλος της Ελλάδας στον εκφασισμό της Τουρκίας
Να λοιπόν πως στο όνομα ενός ευρωπαϊκού στρατού και μιας δήθεν ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας από τις ΗΠΑ οι ρωσόφιλοι που διοικούν τη χώρα μας θέλουν να στρέψουν την ΕΕ και μαζί της το σε στρατηγική αποσύνθεση ΝΑΤΟ απέναντι στον Νότο, δηλαδή στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, των Βαλκανίων και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής όπου προβάλουν σαν κύριο εχθρό τους όχι το ρωσοκινεζικό άξονα και τις φιλικές σε αυτόν δικτατορίες των βασανιστών του Άσαντ ή του Σίσι ή του Χαφτάρ, ή πρόσφατα του αρχιπραξικοπηματίαΣαγέντ της Τυνησίας (τον οποίο με θέρμη συνάντησε πρόσφατα ο διπρόσωπος Δένδιας), αλλά τη σε σύγκρουση με αυτές τις ανοιχτές δικτατορίες μισοδημοκρατική και ακόμα πολύ πιο ανεξάρτητη από τον Άξονα Τουρκία. Ειδικά στη χώρα μας, ακόμα και οι πιο διορατικοί φιλελεύθεροι που βλέπουν τον κίνδυνο από τον Άξονα αρνούνται να δουν ότι προς το παρόν η ερντογανική Τουρκία είναι η μόνη από όλες αυτές τις μουσουλμανικές χώρες η οποία ακόμα έχει νόμιμη την αντιπολίτευση της απέναντι στον «Σουλτάνο» της, και κάνει τις εκλογές της ακριβώς επειδή οι ρωσόφιλοι ευρασιατιστές δεν έχουν ακόμα πάρει την εξουσία σε αυτήν για να επιβάλουν ολόκληρο το μεγαλοκρατικό φασιστικό και επεκτατικό τους πρόγραμμα. Ο ένας λόγος είναι ότι οι ντόπιοι φιλελεύθεροι είναι και αυτοί αρκετά τυφλωμένοι από την τσαρικής προέλευσης εθνική μας τουρκοφοβία, και ο άλλος, που μοιράζονται με όλους σχεδόν τους δυτικούς φιλελελεύθερους, είναι η ταύτιση του τζιχαντισμού με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στην οποία ανήκει και το κόμμα του Ερντογάν. Αυτή η ταύτιση στη συνείδηση τους συγχωρεί ακόμα και την πιο στυγνή κοσμική δικτατορία εναντίον της τελευταίας.
Έτσι πολλοί λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν μέσα σε συνθήκες μεθοδικά δουλεμένων προκαταλήψεων και διαστρέβλωσης του τι συμβαίνει στα αλήθεια με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις να κατανοήσουν ότι η τελευταία αληθινή ελπίδα για μια ειρηνική εξωτερική πολιτική και μια δημοκρατική εσωτερική εξέλιξη της Τουρκίας, που θα ήταν η σύνδεση της με την ΕΕ έστω σε επίπεδο τελωνειακής ενοποίησης, έσβησε στα 2017 στις ίσως σημαντικότερες συνομιλίες για τη λύση του Κυπριακού στο Κραν Μοντανά κυρίως με ευθύνη της Ελλάδας και όχι της Τουρκίας, όχι της Ευρώπης, όχι οποιασδήπτε άλλης χώρας. Στο Κραν Μοντανά (δες άρθρο Νέας Ανατολής, https://www.oakke.gr/global/2013-02-16-19-26-19/item/845- ) συνετρίβη η προεδρία Ακιντζί, η τελευταία δημοκρατική ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας που ήταν πραγματικά υπέρ της ενοποίησης του νησιού και κατά του τούρκικου σοβινισμού που έχει βάλει πια μπρος για την προσάρτηση του βόρειου κομματιού του νησιού. Δεν είναι τυχαίο που ακριβώς από κείνη τη στιγμή και πέρα κυριάρχησε πολιτικά και ιδεολογικά στην Τουρκία η γραμμή του ευρασιατισμού, δηλαδή του ρωσόφιλου επεκτατισμού, και την υιοθέτησε σχεδόν σε ένα σημαντικό μέρος της ο Ερντογάν για να επιβιώσει το κόμμα του στην εξουσία την ώρα που σφυροκοπιόταν παράλληλα από τους ακροδεξιούς του εθνικιστή Μπαχτσελί και τους ρωσόφιλους επίσης εθνικιστές του Κιλιντσάρογλου και πιο πολύ της Ακσενέρ που σύντομα ντύθηκαν δυτικόφιλοι. Ο Ερντογάν είχε ξεκινήσει την πρωθυπουργία του στα 2002 με ένα πρόγραμμα αρκετά φιλειρηνικό σε όλα τα μέτωπα και ιδιαίτερα στο Κουρδικό. Κατάντησε έτσι μόνο αφού προδόθηκε από την ΕΕ και τις ΗΠΑ πρώτα στα 2015 όταν τον άφησαν εντελώς έκθετο στην εκδίκηση της Ρωσίας γιατί με συνέπεια είχε υποστηρίξει το αντιασσαντικό δημοκρατικό κίνημα. Το χειρότερο στα 2016 ΕΕ και ΝΑΤΟ αβάνταραν τους γκιουλενιστές στο αιματηρό τους εναντίον του πραξικόπημα οπότε προχώρησε σε συνεργασία με τη Ρωσία αφού αυτή εμφανίστηκε εκείνη την κρίσιμη στιγμή σαν ο μοναδικός φίλος του, ενώ οι γκιουλενιστές ήταν ευρασιατιστές που χάρη στον Ομπάμα είχαν αποκτήσει δυτικό προσωπείο και καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα.
Τελικά η ίδια αυτή Ρωσία που είχε οργανώσει όλη του την απομόνωση από όλες τις πλευρές και πιο πολύ από τη Δύση μέσω τρίτων, καταπτοημένο και στα όρια της οικονομικής συντριβής τον αντάμειψε γενναιόδωρα προσφέροντας του την ηρωίνη των εθνικιστών, δηλαδή τμήματα πολιτικής και εδαφικής εξουσίας σε βάρος τρίτων χωρών στις οποίες η Ρωσία σαν φασισμός είχε βρεθεί απέναντι τους και απέναντι στην Τουρκία που είχε σταθεί δίπλα τους σαν δημοκρατία. Ο Ερντογάν που ασφαλώς δεν ήταν πιο δημοκράτης από κάθε οπορτουνιστή αστό πήρε αυτό το δηλητηριασμένο δώρο, δηλαδή τα δυο κομμάτια εδαφικής κυριαρχίας στη Συρία, στο Ιντλίμπ και στον κουρδικό βορρά της, στο δυτικό κομμάτι της Λιβύης με την πρωτεύουσα Τρίπολη. Επίσης πήρε από τα χέρια της Ρωσίας μια θεαματική νίκη στο Ναγκόρνο Καραμπάχ που σήμαινε δυνάμωμα της πολιτικής επιρροής της και όνειρα για εδαφική προσάρτηση του Αζερμπαϊτζάν. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις διανομής και μοιράσματος ισχύος με τη Ρωσία η Τουρκία είχε πάρει αρχικά τη σωστή πλευρά ενός εμφύλιου ή ενός εθνικού αγώνα κόντρα στη Ρωσία και κόντρα στη γαϊδουρινή στάση των δυτικών και κατέληξε να εξαγοράσει αυτή τη στάση παίζοντας το ρόλο ενός επεμβασία υπο-ιμπεριαλιστή. Αυτός ο Ερντογάν λοιπόν ήταν που τελικά προσχώρησε στο ρωσοκίνητο επεκτατικό σχέδιο της Γαλάζιας Πατρίδας το 2018, ενώ το 2020 ξεκίνησε την πραγμάτωση του με το τουρκολιβυκό σύμφωνο. Τελευταία πάλι στα πλαίσια αυτού του σχεδίου προσχώρησε ανοιχτά στην παλιά για τους σοβινιστές προσαρτησιακή θέση των δυο κρατών στην Κύπρο και έκανε και το πρακτικό βήμα να ανοίξει την Αμμόχωστο, δίνοντας ένα τεράστιο δώρο στη Ρωσία και στη ρωσόδουλη διπλωματία της χώρας μας καθώς έκανε πολύ πιο εύκολο στους τελευταίους να τον εμφανίζουν σαν τον αληθινό κακό της Μεσογείου. Στην πραγματικότητα μπορεί να γίνει και πραγματικό τέρας, αλλά αυτό δεν έχει γίνει ακόμα μόνο για ένα λόγο: Γιατί τόσο ο ίδιος, όσο και το κόμμα του, και γενικότερα η τουρκική αστική τάξη ξέρουν ότι είναι πολιτικοί και στρατιωτικοί όμηροι της Ρωσίας. Όποτε αυτή αποφασίσει μπορεί όλο αυτό το μοίρασμα εξουσίας και το ξαφνικό αυτοκρατορικό μεγαλείο να καταρρεύσει στο λεπτό σε όλα τα μέτωπα από το Ιντλίμπ και το συριακό Κουρδιστάν, ως το Ναγκόρνο Καραμπάχ και ως την Τρίπολη και την Αμμόχωστο. Μάλιστα δεν χρειάζεται όλη τη δουλειά να την κάνει η Ρωσία. Θα αφήσει το μεγαλύτερο μέρος να το αναλάβουν οι δυτικοί. Αυτή μόνο θα τους δώσει το μήνυμα ότι ο «Σουλτάνος» είναι στη διάθεση τους.
Και για να μην μένει κανείς με την εντύπωση ότι η εξουδετέρωση των φιλοευρωπαϊκών διαθέσεων της Τουρκίας οφείλεται σε κάποιο ελληνικό διπλωματικό δαιμόνιο ή έστω στις ικανότητες των ρωσόδουλων διπλωματών της, διευκρινίζουμε ότι η ελληνική πίεση είναι απλά η αιχμή του δόρατος της ρώσικης νεοτσαρικής διπλωματίας στο καίριο γι αυτή ζήτημα της Τουρκίας ή αλλιώς στο νέο Ανατολικό ζήτημα. Αυτή η διπλωματία όπως και τον 19ο έτσι και τον 20ο και τον 21ο αιώνα -με το διάλειμμα των 40 χρόνων της προλεταριακής ΕΣΣΔ- είχε σαν κεντρικό της στόχο τον έλεγχο των Στενών, οπότε και τον πολιτικό ή στρατιωτικό έλεγχο της Κων/λης. Σε αυτό το παιχνίδι η Ελλάδα είναι ένας πολύ βασικός κρίκος με την έννοια ότι είναι εκείνος που πρέπει να σέρνει τη Δύση στο να αναλαμβάνει εκείνη να δίνει τα μεγάλα χτυπήματα στην Τουρκία. Όμως χωρίς πολλούς πιστούς φίλους της ρώσικης διπλωματίας χωμένους μέσα στα ηγετικά όργανα της ΕΕ αλλά και στην ηγεσία των ίδιων των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας θα ήταν αδύνατο η Τουρκία να έχει περικυκλωθεί και να έχει πιεστεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει σε μεγάλο πια βαθμό προσχωρήσει στο ρωσοκινεζικό πολεμικό Άξονα.
Στην ουσία δηλαδή αυτό που κάνει σήμερα η ελληνική διπλωματία με τα ταξίδια και τις διακρατικές συμφωνίες του Δένδια, δεν είναι να στήνει συμφωνίες που συνέλαβε και πραγματοποιεί ο ίδιος. Όχι γιατί είναι λόγω θέσης πιο μικρός από το μικρό ίνδαλμά του, τον επίσημο υπουργό του τσάρου Καποδίστρια, καθώς είναι μόνο ένας υπεργολάβος των υποθέσεων του Λαβρόφ στον ευρωπαϊκό Νότο, όσο γιατί βρίσκει όπου πάει ξένες ηγεσίες και διπλωματικές μηχανές πανέτοιμες να υπογράψουν αυτές τις συμφωνίες επειδή πάνω σε αυτές τις ηγεσίες και πάνω σε αυτές τις διπλωματικές μηχανές έχει κάνει και συνεχίζει να κάνει δουλειά με υπόβαθρο δεκαετιών η καλύτερη διπλωματία του πλανήτη όπως χαρακτήριζαν οι Μαρξ και Έγκελς τη ρώσικη. Η διαφορά της νέας από την παλιά τσαρική διπλωματία δεν είναι στην ποιότητα αλλά στο βαθμό του εισοδισμού και στο βαθμό της προβοκάτσιας σαν κεντρικής μεθόδου διείσδυσης παντού σε κράτη, κόμματα και πολιτικά ρεύματα οπότε και στο βαθμό της αποτελεσματικής καθοδήγησής τους από μια εξωτερική δύναμη.
Δένδιας: Ο πολύτιμος αεικίνητος έλληνας με το βαλιτσάκι του διπλωματικού πλασιέ του Τσάρου
Εκεί που είναι πιο πολύτιμος ο αεικίνητος διπλωματικός πλασιέ του Τσάρου είναι στο ότι είναι ντυμένος σε όλα, στη γλώσσα και στους τρόπους, σαν ακραίος δυτικός φιλελεύθερος. Όσο και αν διέπρεψε ο Καποδίστριας σε μια τέτοια μεταμφίεση δεν θα έφτανε ποτέ έναν συντοπίτη κερκυραίο που έκανε τα μεταπτυχιακά του στο Λονδίνο και έγινε ΥΠΕΞ μιας φαινομενικά ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Μάλιστα ο Δένδιας φιλοδοξεί να είναι κάτι περισσότερο από ένας δυτικός φιλελεύθερος. Θέλει να είναι το πνεύμα μιας ανιδιοτελούς Δύσης, όπως όταν προχθές μίλησε στο πιο σημαντικό thinkTank του Ενωμένου Βασίλειου για να εισπράξει από τον πρώην πρεσβευτή της Αγγλίας στην Ελλάδα Τζον Κίτμερ το σχόλιο ότι η ομιλία του ήταν συγκλονιστική (αξίζει να τη δείτε ολόκληρη εδώ -https://www.mfa.gr/epikairotita/proto-thema/omilia-tou-upourgou-exoterikon-nikou-dendia-sten-ekdelose-tou-rusi-me-thema-eniskhuontas-ten-asphaleia-kai-te-statheroteta-sten-europe-kai-te-mesogeio-enhancing-security-and-stability-in-europe-and-the-mediterranean-londino-25102021.html- από την επίσημη σελίδα του ΥΠΕΞ). Η υποτιθέμενη συγκλονιστικότητα της έγκειται στο ότι μιλώντας για τις δυτικές φιλελεύθερες αρχές ο έλληνας ΥΠΕΞ μπορεί να είναι πέρα από αμερικάνος ή γάλλος ή γερμανός, πέρα και πάνω από τις εθνικές και ιμπεριαλιστικές μικρότητές και τους ανταγωνισμούς όλων αυτών, ένας ενωτικός τους παράγοντας σαν εκπρόσωπος μιας μικρής χώρας, η οποία επειδή απειλείται από τη μισοβάρβαρη Τουρκία μπορεί να μιλάει για ευρωπαϊκή και για παγκόσμια πολιτική χωρίς να είναι επίφοβη σαν διεκδικήτρια διεθνούς εξουσίας. Γι αυτό άλλωστε όταν ο Δένδιας αδιάκοπα καταφέρεται ενάντια στην Τουρκία δεν το κάνει ποτέ με εμφανές μίσος αλλά υποκρίνεται πως θέλει να τη συνεφέρει, να την εξημερώσει και να την εκδυτικίσει - όσο βέβαια αυτό μπορεί να είναι δυνατό - για το κοινό δυτικό καλό.
Με αυτό το στυλ ιεροκήρυκα στήνει συμφωνίες στο βορειότερο Βορρά, στο νοτιότερο Νότο και στην ανατολικότερη Ανατολή για να σπρώξει την Τουρκία στο στόμα των Τσάρων και των Κινέζων αυτοκρατόρων. Έτσι υπογράφει διαρκώς σαν υπεράνω πάσης υποψίας δυτικός νέες συμφωνίες με το Ισραήλ, με την Ιταλία, με την Αίγυπτο, με τη Γαλλία, με τις ΗΠΑ, κάνει αμυντικές εξυπηρετήσεις με τους Πάτριοτ στη Σαουδική Αραβία, και βάζει βάσεις για στρατηγικές σχέσεις με τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα. Μάλιστα αφού σαρώσει μία-μία όλες της υπό ρώσικη επιρροή χώρες της Βόρειας Αφρικής, πλην του ακόμα δυτικού Μαρόκου αποφασίζει να βάλει τις βάσεις για στρατηγικές σχέσεις της Ελλάδας με την Ινδία με το πρώτο ταξίδι του ινδού ΥΠΕΞ στην Ελλάδα μετά από 18 χρόνια. Σε λίγο θα βρεθεί και στην Ινδία ο διπλωματικός αυτός Μεγαλέξανδρος για να ξαναβάλει το ζήτημα της Τουρκίας στο όνομα των στενών σχέσεων που αναπτύσσει η Τουρκία τελευταία με τους Ταλιμπάν με τους οποίους η Ινδία βρίσκεται σε απόλυτα εχθρικές σχέσεις λόγω της συνεργασίας τους με το Πακιστάν. Ίσως να περιέχεται και αυτή η στόχευση δίπλα σε άλλες με τη συμφωνία που υπέγραψε με το Ενωμένο Βασίλειο. Εκείνο που έδωσε στην κυβέρνηση Τζόνσον είναι ότι μια διπλωματικά υπερδραστήρια χώρα της Ευρωζώνης την αναγνωρίζει σαν έναν απαραίτητο για την ΕΕ ευρωπαϊκό παράγοντα, πράγμα που αυτή τόσο έχει ανάγκη μετά τη σημαντική απομόνωση που δοκιμάζει λόγω Μπρέξιτ, ιδιαίτερα μάλιστα από τη Γαλλία. Βέβαια το πρώτο εμφανές αντάλλαγμα που παίρνει είναι η «κατανόηση» της ελληνικής στάσης από την πιο φιλική στην ερντογανική Τουρκία μέσα σε όλη τη Δύση κυβέρνηση Τζόνσον, από την οποία ο Δένδιας περιμένει θετική στάση κυρίως στην Κύπρο. Άλλωστε η Αγγλία πάντα φροντίζει να μην αποξενώνει την Κύπρο όχι μόνο για τη στρατιωτική βάση που έχει στο έδαφός της, αλλά και γιατί είναι ενεργό μέλος της Κοινοπολιτείας και μάλιστα προεδρεύει σε ένα από τα όργανα της (http://www.law.gov.cy/Law/lawoffice.nsf/All/6A6A50CFA9132D2CC225742B00303102?OpenDocument). Επίσης εμφανιζόμενος με στενότερους δεσμούς με την Αγγλία ο Δένδιας εμφανίζεται να συμφωνεί με την Αμερικανο-Βρετανικο-Αυστραλιανή συμμαχία του Ειρηνικού, πράγμα που δεν μπορεί παρά να πικάρει τη Γαλλία και να ευχαριστεί ακόμα περισσότερο τις ΗΠΑ. Όμως έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η πιο μακριά στόχευση στην ελληνοαγγλική συμφωνία είναι η «δυτικότερη», δηλαδή εγκυρότερη δυνατή διπλωματική πρόσβαση της Ελλάδας στην Ινδία καθώς αυτή συνεχίζει να είναι ενεργό και βασικό μέλος της Κοινοπολιτείας. Η Ινδία είναι ίσως η πιο καίριας σημασίας σήμερα χώρα για τη διαμόρφωση των παγκόσμιων συσχετισμών ακριβώς επειδή θεωρώντας σαν κύριο εχθρό της την Κίνα ταλαντεύεται ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Ρωσία και μάλιστα αναπτύσσει όλο και βαθύτερες στρατιωτικές σχέσεις με τη δεύτερη που καμώνεται πως συνεργάζεται με την Κίνα, αλλά τακτικά μόνο και μόνο για να αμυνθεί στις ΗΠΑ. Εδώ στο κέντρο της Ασίας είναι που ο ρωσοκινεζικός άξονας κρύβεται από τη Δύση και την τυφλώνει ως προς την ύπαρξη του, καθώς έχει κάνει το εξής μοίρασμα επιρροής στο εσωτερικό του: Υποδαυλίζει και ταυτόχρονα ελέγχει την Ινδο-Πακιστανική σύγκρουση αναθέτοντας στην Κίνα την ανοιχτή συμμαχία με το Πακιστάν και στη Ρωσία την πιο καλυμμένη συμμαχία με την Ινδία. Είναι για να μην εκτεθεί στην Ινδία που η Ρωσία δεν δίνει τους S-400 στην Κίνα πράγμα που επιβεβαιώνει στους δυτικούς την αυταπάτη ότι δεν υπάρχει ρωσοκινεζικός Άξονας.
Επιμέναμε λίγο παραπάνω στο ζήτημα της ξαφνικής «κίνησης προς την Ινδία» για να δείξουμε ότι πέρα από το σχηματισμό ενός αντιτουρκικού μετώπου με προβοκατόρικους σκοπούς και μάλιστα με πρόσχημα αυτό το μέτωπο, η ελληνική διπλωματία παρεμβαίνει τελευταία στη διεθνή σκηνή και επιχειρεί να λειτουργεί σαν ένας ενωτικός κρίκος ανάμεσα στη Δύση, και κυρίως στην Ευρώπη μιας σειράς χωρών που λίγο-πολύ κινούνται προς τη Ρωσία προωθώντας τα συμφέροντα της δεύτερης. Αυτό σήμερα το κάνει πολύ χαρακτηριστικά με τη ρωσόφιλη Αίγυπτο την οποία με την πρόσφατη ελληνοαιγυπτιακή ενεργειακή συμφωνία προσπαθεί να την κάνει απαραίτητο ενεργειακό τροφοδότη της ΕΕ μέσω μιας ηλεκτρικής διασύνδεσης και σε λίγο μιας αντίστοιχης με φυσικό αέριο μόλις η τιμή του αυξήθηκε λόγω του ρώσικου εκβιασμού. Ανάλογα προσπαθεί ο Δένδιας να νομιμοποιήσει στα μάτια της ΕΕ τη Λιβύη του Χαφτάρ, τον Σαγέντ της Τυνησίας, ή φροντίζει να μην απορριφθούν από τη Δύση τα ολοένα και μεγαλύτερα ανοίγματα της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων προς τη Ρωσία.
Πρόκειται για την ανάπτυξη της σε πολύ ανώτερο επίπεδο τσαρικής Καποδιστριακής πολιτικής. Τίποτα δεν γινόταν από την Ελλάδα ενάντια στην Τουρκία χωρίς οι τότε δυτικές μεγάλες δυνάμεις να καλεστούν να συμμετέχουν σε αυτό, ενώ η ίδια η Ρωσία, αν και πολύ λιγότερο από όσο σήμερα, προσπαθούσε να καθησυχάζει την Τουρκία ως προς τις ίδιες τις δικές της προθέσεις. Έτσι ο Δένδιας εμφανίζεται σαν ιεραπόστολος του εκδυτικισμού του κόσμου που πηγαινοέρχεται σε όλες τις δημοκρατίες και όλους τους φασισμούς για να βγάλει τάχα την Τουρκία από τον κακό δρόμο, στην πραγματικότητα να τη σπρώξει οριστικά σε αυτόν. Και με την ευκαιρία κάνει και την άλλη χρήσιμη δουλειά στον Άξονα: παλεύει να ενώνει τις δυτικές δημοκρατίες με τους φασισμούς και βοηθάει στο στραγγαλισμό όποιων δυνάμεων στον τρίτο κόσμο αντιστέκονται σε αυτούς. Εννοείται ότι έτσι πρώτα απ όλα πετυχαίνει αυτό που θέλει η ρώσικη διπλωματία: όλη η Τουρκία, άρχουσα τάξη και λαός να συμπαθούν πια τη Ρωσία, (αλλά και την Κίνα, που γεμίζει τελευταία την Τουρκία με σημαντικά επενδυτικά κεφάλαια που τώρα έχει ανάγκη όσο και αν τα πληρώσει μεθαύριο), καθώς είναι οι μόνες δυνάμεις που νιώθουν να της συμπεριφέρονται φιλικά, και ιδίως με κατανόηση σε ότι πιο επιθετικό, φασιστικό και αναθεωρητικό-επεκτατικό βγάζει από μέσα της. Αντίθετα η υπονόμευση που της κάνει η Ρωσία μέσω των δυτικών και των δυτικοφανών φίλων και πρακτόρων της πολύ δύσκολα πια μπορεί να φανεί.
Το ιδιαίτερο νόημα της καταψήφισης της ελληνογαλλικής συμφωνίας από το ΣΥΡΙΖΑ και το ψευτοΚΚΕ
Κάτω από αυτήν την οπτική μπορεί κανείς να κατανοήσει την αρνητική στάση που κρατήσανε στη χώρα μας τα δύο στρατηγικά φιλορώσικα κόμματα, το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ, απέναντι στην τόσο σημαντική για τα ρώσικα συμφέροντα ελληνογαλλική συμφωνία, όπως την αναλύσαμε προηγούμενα. Την αρνητική στάση του ψευτοΚΚΕ μπορεί κανείς να μπει στον πειρασμό να την εξηγήσει σχετικά εύκολα γιατί αυτό το πρώτο μετά τον 19ο αιώνα γνήσιο ρώσικο κόμμα στην Ελλάδα προσποιείται το εργατικό συνεπές αντικαπιταλιστικό και αντιιμπεριαλιστικό, όπως το κολοκοτρωνέϊκο των λήσταρχων προσποιούταν ότι ήταν της φτωχής αγροτιάς. Έτσι δεν θα υπέγραφε ποτέ μια συμφωνία με ιμπεριαλιστές, ακόμα και με τους Ρώσους και με τους Κινέζους καθώς τους αναγνωρίζει σαν τέτοιους γιατί αν δεν το έκανε θα έχανε ένα κομμάτι από τη βάση του στην οποία πουλάει καθαρότητα στη μορφή ενώ στην πράξη αφοσιώνεται μέχρι θανάτου στην εξυπηρέτηση αυτών των πραγματικών αφεντικών του, όταν πρόκειται για την ΚΟΣΚΟ ή το Σαββίδη. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ αποσπάστηκε εντελώς ειρηνικά και αναίμακτα από την πρακτορική ηγεσία του ψευτοΚΚΕ για να προσποιηθεί το κόμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αν και ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για τη Ρωσία και την Κίνα. Αλλά μετά το 2017 επειδή η Τουρκία είχε αρχίσει να απορροφιέται από τη Ρωσία έγινε στη μορφή συνεπές φιλοαμερικάνικο. Στόχος αυτής της μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχουμε τόσες φορές επαναλάβει, είναι να καθησυχάσει τις ΗΠΑ ότι μπορούν να στηρίζονται στην Ελλάδα έτσι ώστε να μην διστάζουν να ρισκάρουν απόλυτη ρήξη με τον Ερντογάν. Έτσι ο «δύσκολος» «αριστερός», φιλο-ανατολικός ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Πάιατ και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ το 2018 σαν η αληθινή εγγύηση της αμερικάνικης πολιτικής στην Ελλάδα. Γιατί μόνος του ένας Μητσοτάκης και μια ΝΔ όσο φιλοαμερικάνοι και αν εμφανίζονταν θα αποτελούσαν πάντα κάτι λιγότερο από τη μισή Ελλάδα και έτσι δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα κάπως αξιόπιστο υποκατάστατο της Τουρκίας. Και αυτά δεν ήταν απλά λόγια της κυβέρνησης Τσίπρα. Αυτή έδωσε στους αμερικάνους νέες στρατιωτικές θέσεις και στήριξε τις επενδύσεις τους στη ρημαγμένη αμυντική βιομηχανία.
Είναι λοιπόν ένα ερωτηματικό γιατί ο Σύριζα όχι μόνο καταψήφισε καθαρά την ελληνογαλλική συμφωνία, αλλά ψήφισε παρών, δηλαδή δεν υπερψήφισε ούτε την ελληνοαμερικανική χαρακτηρίζοντας τη ντροπιαστική («Η ελληνοαμερικανική συμφωνία του κ. Μητσοτάκη δεν ταιριάζει σε μια Ελλάδα με ανεξαρτησία, αξιοπρέπεια και εθνική κυριαρχία», σύμφωνα με την ανακοίνωση ΣΥΡΙΖΑ που ψήφισε παρών στη Βουλή, https://www.syriza.gr/article/id/116150/SYRIZA-PS:-H-ellhnoamerikanikh-symfwnia-toy-k.-Mhtsotakh-den-tairiazei-se-mia-Ellada-me-aneksarthsia-aksioprepeia-kai-ethnikh-kyriarchia.html). Μάλιστα την ελληνογαλλική την καταψήφισε σαν αντιιμπεριαλιστής ενάντια στη γαλλική πολιτική στο Σαχέλ, σαν υπερασπιστής της εθνικής οικονομίας ενάντια στην υπερχρέωση της χώρας, σαν υπερασπιστής της ελληνικής ναυπηγικής βιομηχανίας επειδή δεν θα χτιστούν εδώ οι φρεγάτες, και πάνω απ όλα σαν φιλειρηνιστής, επιμένοντας ότι δεν υπάρχει στρατιωτική λύση στις αντιθέσεις με την Τουρκία αλλά μόνο ειρηνικές διαπραγματεύσεις. Αυτά όλα είναι βέβαια γελοίες υπεκφυγές για ένα κόμμα που έχει κάνει με σθένος σαν αντιπολίτευση και κυρίως σαν κυβέρνηση όλα τα αντίθετα. Το κλειδί της απάντησης βρίσκεται στο ότι αυτό το καινούργιο αντιδυτικό «όχι» του ΣΥΡΙΖΑ ωχριά σε βάρος μπροστά στο είδος του «όχι» που είπε αυτή τη φορά το ψευτοΚΚΕ και στις δυο συμφωνίες, ιδίως στη σημαντική συζήτηση που έγινε για την ελληνογαλλική στη Βουλή. Είπε ο Κουτσούμπας ότι η ελληνογαλλική συμφωνία: «αποτελεί «κρίκο» των ευρωατλαντικών σχεδιασμών και της αναδιάταξης δυνάμεων των ΝΑΤΟ - ΗΠΑ σε όλη την περιοχή, με την «κάννη» στραμμένη σε Κίνα και Ρωσία» και, το σημαντικότερο, ότι αυτό που κρίνει τη στάση τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της ΕΕ έναντι της Τουρκίας είναι «η επιδίωξη για σταθερότητα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ με απόσπαση της Τουρκίας από την επιρροή της Ρωσίας». Αυτή η τελευταία φρασούλα αποτελεί μια τεράστια στροφή στη γραμμή του ψευτοΚΚΕ. Πρώτη φορά το κόμμα αυτό που μεγάλωσε δυο γενιές τουρκοφάγων σοβινιστών στους κόλπους του θεωρεί ότι η Ελλάδα με τη Νατοϊκή της πολιτική κάνει κακό στην Τουρκία καθώς θέλει να της αλλάξει έναν προφανώς θετικό αντινατοϊκό και φιλορώσικο προσανατολισμό. Αυτή είναι αντικειμενικά θέση υπέρ της επίσημης και μάλιστα της ερντογανικής Τουρκίας και κατά της επίσημης Ελλάδας και της κυβέρνησής της. Λέει δηλαδή στην ουσία το ψευτοΚΚΕ ότι δεν είναι η Τουρκία το εργαλείο των επιδιώξεων του ΝΑΤΟ και της ΕΕ ενάντια στην Ελλάδα, όπως έλεγε πάντα, αλλά ότι αντίθετα η Ελλάδα που χρησιμοποιείται από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ για να αποσπαστεί η Τουρκία από την επιρροή της Ρωσίας!!! Μάλιστα το κόμμα πολιτικός και ηθικός συναυτουργός της δολοφονίας του διεθνιστή Ζαχαριάδη ντύνεται για πρώτη φορά διεθνιστικό τόνο. Έτσι θυμάται ξαφνικά ο Κουτσούμπας και τονίζει στη Βουλή ότι ο γαλλικός ιμπεριαλισμός είχε μαζί με τη Βρετανία, «ενθαρρύνει την Ελλάδα, την ελληνική αστική τάξη της εποχής, να ξεκινήσει την τυχοδιωκτική, καταστροφική Μικρασιατική εκστρατεία» και ότι μετά την ήττα του ελληνικού στρατού άφησε τον ελληνικό πληθυσμό αβοήθητο. Δηλαδή το ψευτοΚΚΕ έμμεσα πλην σαφώς εναντιώνεται σε έναν πόλεμο ενάντια στην Τουρκία σε συνεργασία με τη Γαλλία. Θα έμοιαζε σαν να μιλάει η ΟΑΚΚΕ αν όλο αυτό το «αντιεθνικιστικό σθένος» δεν ήταν αφιερωμένο στο μεγάλο «διεθνιστικό στόχο» της συμμετοχής της Τουρκίας στο νεοχιτλερικό άξονα Μόσχας-Πεκίνου. Η διαφορά είναι ότι εμείς είμαστε πραγματικά αντίθετοι στην ελληνογαλλική συμμαχία για τον αντίθετο ακριβώς λόγο για τον οποίο προσποιούνται πως δεν τον θέλουν το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Εννοούμε ότι αυτού του είδους τα ειρηνόφιλα, αντιμιλιταριστικά, διεθνιστικά «όχι» του ΣΥΡΙΖΑ και του ψευτοΚΚΕ είναι τέτοια μόνο στη μορφή, καθώς αντιστοιχούν στη νέα εποχή κατά την οποία η Τουρκία αρχίζει να περνάει με τη Ρωσία, οπότε οι ρωσόφιλες δυνάμεις, ειδικά αυτές στην Ελλάδα πρέπει να της δείχνουν τη συμπάθεια τους γι αυτήν της την κίνηση, ώστε να βεβαιώνεται η άρχουσα τάξη της και ο τουρκικός λαός ότι είναι η Ελλάδα των δυτικόφιλων που τους περικυκλώνει και όχι εκείνη των ρωσόφιλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η στάση της «αριστερής» αντιπολίτευσης ιδιαίτερα της αξιωματικής του ΣΥΡΙΖΑ δεν πέρασε καθόλου απαρατήρητη από τον τουρκικό τύπο, ιδιαίτερα το φιλοκυβερνητικό που παρουσίασε με πολύ ευνοϊκά σχόλια εκτεταμένα αποσπάσματα από τις τοποθετήσεις του Τσίπρα. Αυτός ήταν ο στόχος του «όχι». Όσο δίνει το χτύπημα ο Δένδιας σαν Δύση στην ερντογανική Τουρκία το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει σαν τάχα αριστερά και αντιδυτικά ή ανοιχτά φιλορώσικα κόμματα να την αγκαλιάζουν. Αυτή η τακτική προϋποθέτει ένα πράγμα, ότι από την ελληνική Βουλή θα περνάει άνετα το «ναι», δηλαδή το πρακτικό χτύπημα στην Τουρκία και σαν ψήφοι αλλά και σαν κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα μέσα στις μάζες. Γι αυτό η κόντρα του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ εξαντλείται στη Βουλή και δεν πάει σε διαμαρτυρίες στους δρόμους, ώστε να δημιουργήσει πραγματικό πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση και, κυρίως φόβους στις ΗΠΑ για τις πραγματικές διαθέσεις του πολιτικού συστήματος και των μαζών. Άλλωστε για να μην ανησυχήσουν οι ΗΠΑ ιδιαίτερα για τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και να τη δουν σαν έναν τακτικό ελιγμό του για να μην αποκοπεί τάχα από την αριστερή του βάση, ο Τσίπρας μοίρασε ρόλους αφήνοντας τον πρώην ΥΠΕΞ Κατρούγκαλο να αποκαλέσει στρατηγικά ορθή τη συμμαχία με τη Γαλλία και τον «αριστερό» Φίλη να κάνει το φανατικό αντιιμπεριαλιστή ώστε ο ίδιος να εμφανιστεί όπως πάντα στο κέντρο και προς «αριστερά».
Η αποκαλυπτική για τους Δένδια και Μητσοτάκη διαγραφή Μπογδάνου
Βεβαίως αυτή η τακτική προϋποθέτει ο Δένδιας και ο Μητσοτάκης να προσποιούνται τους φανατικούς των συμφωνιών, αλλά να προστατεύουν από εθνικιστικά πυρά αυτούς που τις καταγγέλλουν και έτσι κάνουν τη βαθιά δουλειά με την Τουρκία. Πουθενά αλλού όσο στο σημείο αυτό δεν αποκαλύπτεται τόσο καθαρά η αληθινή πολιτική φυσιογνωμία του Δένδια. Αν αυτός ήταν ένας πραγματικός δυτικός φιλελεύθερος που ήθελε να «συνετίσει» την Τουρκία, ή ένας έλληνας εθνικιστής που ήθελε να την απομονώσει και να τη συντρίψει, ή ένας έλληνας πατριώτης που πίστευε ότι έτσι θα πετύχαινε την άμυνα της χώρας του από μια λυσσασμένη φιλορώσικη Τουρκία, θα έστρεφε μέσα στο κοινοβούλιο όλα τα πυρά του ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως ενάντια στο ψευτοΚΚΕ που κατηγορούσαν την υποτίθεται πιο αγαπημένη του ελληνογαλλική συμφωνία τόσο και έτσι έδιναν επιχειρήματα εναντίον της στην Τουρκία. Όμως αυτός όχι μόνο δεν έκανε κάτι τέτοιο, αλλά ακριβώς αντίθετα παρατάχθηκε φανατικά δίπλα στο ψευτοΚΚΕ και συνέτριψε με την ομιλία του και μάλιστα διέγραψε στη στιγμή από τη ΝΔ έναν βουλευτή του κόμματός του που σηκώθηκε να κατηγορήσει το ψευτοΚΚΕ ότι πήρε φιλοτουρκική θέση. Ο Μπογδάνος είναι πραγματικά ένας ακροδεξιός ισλαμόφοβος και μεγαλο-ιδεάτης σωβινιστής και σαν τέτοιος είναι και ένας παλιού τύπου αντικομμουνιστής. Όμως δεν διαγράφηκε για τίποτα από αυτά. Άλλωστε ποιος πρωθυπουργός θα τόλμαγε να τον διαγράψει γι αυτά, όταν ο ίδιος μόλις είχε εκτινάξει σε υπουργό υγείας εν μέσω πανδημίας έναν Πλεύρη, σταμπαρισμένο πρώην ναζι- χρυσαυγίτη, υπερασπιστή του «δημοκρατικού» δικαιώματος του να απαιτεί κανείς την εξόντωση των Εβραίων και μαχητικό προωθητή της θέσης ότι η Ελλάδα πρέπει να γίνει η κόλαση των μεταναστών. Ο ακροδεξιός Μπογδάνος διαγράφτηκε δηλαδή από μια ακόμα πιο ακροδεξιά θέση, από μια θέση σοσιαλφασιστική. Διαγράφτηκε γιατί τσάκωσε το ψευτοΚΚΕ πάνω στην επικίνδυνη γι αυτό στροφή του της νέας φάσης και πήγε να το καταγγείλει μπροστά στο «αριστερού τύπου» νεοκαραβανάδικο κοινό του που λατρεύει την Κανέλλη. Στόχος δηλαδή του δίδυμου Μητσοτάκη-Δένδια σε τακτικό επίπεδο ήταν να μην μπορεί κανείς στη ΝΔ να κατηγορήσει το ψευτοΚΚΕ, σε όλη αυτή την περίοδο που έρχεται, για το ρόλο που θα παίξει, τόσο το ίδιο όσο και σαν στρατηγικός τροχιοδείκτης του ΣΥΡΙΖΑ στο να ενθαρρύνει την Τουρκία να επιμείνει στο ρώσικο δρόμο, ενώ ταυτόχρονα θα προετοιμάζει τον ελληνικό σοβινισμό να δεχτεί κάποια στιγμή ακόμα και την ενότητα με την Τουρκία αρκεί αυτή να κατευθύνεται για τα καλά ενάντια στη Δύση σε συμμαχία με τη Ρωσία και την Κίνα. Εννοείται αν δεν πάει καλά αυτό το εγχείρημα και η Δύση δεν φερθεί τόσο ανόητα ώστε να στείλει αύτανδρη την Τουρκία στον Άξονα πανέτοιμα θα είναι να ξαναβγούν τα τουρκοφαγικά μαχαίρια. Μόνο αν ο Δένδιας δεν μοίραζε συνειδητά ρόλους ανάμεσα στον εαυτό του και στο ψευτοΚΚΕ (και το ΣΥΡΙΖΑ) θα είχε αυτή τη στάση, όπου αυτός θα έπαιζε τον αντιτούρκικο και το ψευτοΚΚΕ τον φιλοτούρκικο ρόλο.
Πέρα βέβαια από τις τακτικές ανάγκες μιας τέτοιας ταύτισης της ηγεσίας της ΝΔ με το ψευτοΚΚΕ, η ακαριαία διαγραφή του Μπογδάνου και μάλιστα με συμφωνία όλων των κομμάτων και κομματικών φραξιών σηματοδοτεί μια εποχή όπου το ψευτοΚΚΕ γίνεται το ιερό κόμμα του ελληνικού αστισμού, ακριβώς επειδή είναι το συμπαγές και κατ εξοχήν, το στρατηγικά ρώσικο κόμμα του 21ου αιώνα στην Ελλάδα. Η διαφορά του με το αντίστοιχο του 19ου αιώνα είναι ότι τότε είχε απέναντι του και τα δυο πιο προοδευτικά κόμματα της ντόπιας σχηματιζόμενης άρχουσας τάξης, το αγγλικό και το γαλλικό. Τώρα και τα δυο αυτά, ιδιαίτερα το «αγγλικό» κόμμα, η ΝΔ, είναι εντελώς διαβρωμένα στο στενό ηγετικό τους απαράτ από τους πράκτορες και φίλους του Τσάρου. Δεν είναι τόσο δύσκολο να δει κανείς την αντίφαση. Αν ο Δένδιας ήταν στοιχειωδώς συνεπής με τη διεθνή πολιτική του εκστρατεία εναντίον μιας Τουρκίας ταραξία της Μεσογείου δεν θα είχε επιτρέψει στον εαυτό του και στον Μητσοτάκη να μην βγάλουν ΠΟΤΕ από το στόμα τους ούτε μια κουβέντα καταγγελίας για τους S-400 που αφειδώς προσφέρει η Ρωσία στην Τουρκία ή την προθυμία της να της προσφέρει τα Σουχόι της αν δεν πάρει τελικά από τις ΗΠΑ τα F-35 ή τα F-16. Επίσης δεν έχουν πει ποτέ κι οι δυο τους ΟΥΤΕ ΜΙΑ λέξη για το ότι από το 2018 και μετά η επίσημη ρώσικη διπλωματία έχει μιλήσει με δεκάδες φορές λιγότερο σαφή και αυστηρή καταγγελτική γλώσσα για τις επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας από όσο το έχουν κάνει η ΕΕ, και οι ΗΠΑ ειδικά σε ότι αφορά την τουρκολιβυκή ΑΟΖ, και τα δύο κράτη στην Κύπρο.
Το επιχείρημα που προβάλλουν οι άνθρωποι τους αν τύχει και γίνει δειλά μια τέτοια κριτική είναι ότι η Ελλάδα απαιτεί υποστήριξη μόνο από τους συμμάχους της, δηλαδή από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ και όχι από τρίτους. Όμως εδώ δεν πρόκειται για τρίτους. Πρόκειται γι αυτούς που διαρκώς ονομάζουν αδελφικούς φίλους τους. Ειδικά οι Δένδιας και Μητσοτάκης δεν τσιγκουνεύονται λόγια εκτίμησης και φιλίας για τους ειδικούς ιστορικούς δεσμούς της χώρας με την ορθόδοξη Ρωσία, και οργανώνουν ασταμάτητα ατέλειωτες τελετές μαζί της για το έτος Κοινής Ιστορίας 2021, που ήταν λογαριασμένο από την κυβέρνηση Τσίπρα έτσι ώστε να πέφτει πάνω στα 200 χρόνια από το 1821, όπου γιορτάζουν με την ευκαιρία την κοινή τοτινή νίκη τους ενάντια στην Τουρκία, την οποία καθόλου δεν αποσυνδέουν από την τωρινή. Κι όμως ενώ δεν ζήτησαν ποτέ από τη Ρωσία να μην συνεχίσει να πουλάει τόσο στρατηγικά όπλα στον ίδιο υποτιθέμενο σημερινό κύριο εχθρό του έθνους, δεν χάνουν ευκαιρία να το απαιτούν αυτό από τις ΗΠΑ μέσω της ομογένειας και κυρίως να το απαιτούν από τη Γερμανία και τα υποβρύχια της. Άρα δεν τους νοιάζει να μην εξοπλιστεί η Τουρκία αλλά να πάρει όπλα από τη Ρωσία, να απομονωθεί γι αυτό από τη Δύση και να στραφεί τελικά ενάντια στη Δύση. Αυτό θέλουν και γι αυτό δεν είναι πατριώτες που κάνουν λάθος τακτικής, αλλά προβοκάτορες στην υπηρεσία του εχθρού.
Δεν υπάρχει στην νεοελληνική ιστορία τίποτα πιο προβοκατόρικο και εχθρικό που να έχει γίνει ενάντια στη χώρα, αλλά και ενάντια στην ειρήνη στη Μεσόγειο και στην Ευρώπη από αυτό που εξυφαίνουν οι νέοι Χίτλερ με εργαλείο τους τους Μητσοτάκη-Δένδια- Τσίπρα-Κουτσούμπα. Ο ελληνικός αστισμός έχει μια μακριά παράδοση στο να χρησιμοποιείται από τον ιμπεριαλισμό για να κάνει επιθετική πολιτική ενάντια στους γείτονες του. Όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια νέα ποιότητα. Ο αγγλικός ιμπεριαλισμός χρησιμοποίησε τον ελληνικό εθνικισμό για να επιτεθεί στη δημοκρατική Τουρκία και να γίνει ο μεγαλύτερος τραμπούκος των Βαλκανίων, αλλά κανείς έλληνας εθνικιστής δεν έφτασε στο σημείο να δεχτεί να χρησιμοποιηθεί η πολιτικοστρατιωτική μηχανή της χώρας του από έναν ιμπεριαλισμό για να κάνει επιθετικότερο ένα γείτονα της, ούτε αποδυνάμωσε μεθοδικά και για χρόνια τη χώρα του καταστρέφοντας τη βιομηχανία της και την ενεργειακή της ανεξαρτησία, για να δυναμώσει σε αυτήν τις θέσεις αυτού του ιμπεριαλιστή προστάτη. Αυτό το έκαναν μόνο οι κατοχικές κυβερνήσεις των δοσιλόγων και οι ταγματασφαλίτες. Μόνο όταν ένας ιμπεριαλισμός γίνεται χιτλερικού τύπου στην ανώτερη φάση της παρακμής του, η βιασμένη στα τρυφερά παιδικά της χρόνια από τον τσαρισμό και γι αυτό ξενόδουλη ελληνική αστική τάξη, μπορεί να παράγει τέτοια τέρατα για να τον υπηρετούν προκειμένου να αποκτήσουν εξουσία πάνω στις πλάτες του. Βέβαια έτσι η αστική τάξη παράγει και το πραγματικά αντίθετο της, ένα προλεταριάτο με ιστορική συνείδηση των καθηκόντων του, που θα θελήσει να απελευθερώσει τη χώρα από τους τελευταίους εγκληματίες βιαστές της και μαζί μ’ αυτούς να ξεπαστρέψει και όλες τις απατηλές εκμαυλιστικές εικόνες του έθνους για το πολύ πονεμένο και γι αυτό απωθημένο παρελθόν του.