Αυτό αντιστοιχεί σε λίγο λιγότερο από το 1% του ΑΕΠ της Ελλάδας και όλοι οι λογικοί άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν τι θα σήμαινε ένα τέτοιο «κανόνι» για μια ημιθανή οικονομία όπως η ελληνική μετά από οχτώ χρόνια ύφεσης, δεκαετίες σαμποτάζ και καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας και έξι χρόνια χρεοκοπίας.
Πώς φτάσαμε κοντά στο «κανόνι»
Ο Μαρινόπουλος, με τη συνεργασία του με το γαλλικό κολοσσό Καρφούρ από το 1995, είχε καταστεί η μεγαλύτερη σε αριθμό καταστημάτων αλυσίδα στον χώρο των σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα.
Η πτώση της κατανάλωσης μετά τη χρεοκοπία του 2010 και οι «μαύρες» προοπτικές για το μέλλον, οδήγησαν την Καρφούρ να πουλήσει στο Μαρινόπουλο το μερίδιό της και να φύγει άρον-άρον από την ελληνική αγορά το 2012.
Ο τελευταίος πιθανά να εκτίμησε ότι η κρίση ήταν «μια μπόρα που θα περνούσε» και έριξε 350 εκατομμύρια στον όμιλο για να αγοράσει το μερίδιο των Γάλλων, ελπίζοντας σε ανάνηψη, μετά τις χοντρές ζημιές που είχε καταγράψει στους ισολογισμούς του 2011 και που είχαν οδηγήσει τους Γάλλους στην έξοδο.
Η αναιμική ψευτοανάπτυξη του Σαμαρά, η συνειδητά καταστροφική – σαμποταριστική διακυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου από το Γενάρη του 2015, που χτύπησαν περαιτέρω την αγοραστική δύναμη του πληθυσμού και τελικά τα κάπιταλ κοντρόλς καταπλάκωσαν με τον καιρό μία ήδη ελλειμματική επιχείρηση.
Στα τέλη του 2015 και εν όψει του αδιεξόδου το οποίο έβλεπαν μπροστά τους οι μέτοχοι του Μαρινόπουλου, αναζήτησαν λύση σε μια σύμπραξη με τον Σκλαβενίτη: οι δυο τους θα συνέστηναν μια εταιρεία η οποία θα αναλάμβανε υπό την επωνυμία «Σκλαβενίτης – Μαρινόπουλος» τα 33 τεράστια υπερμάρκετ που σήμερα ονομάζονται ακόμη Carrefour (με το μπλε σήμα) και ανήκουν 100 % στον Μαρινόπουλο.
Με τα κεφάλαια που θα αντλούσε από τη συμφωνία, η Μαρινόπουλος θα κέρδιζε χρόνο και κεφάλαια για αναδιάρθρωση του υπόλοιπου δικτύου της σε όλη την Ελλάδα (τα κλασσικά, μεσαίου μεγέθους σούπερ μάρκετ Carrefour-Μαρινόπουλος με το κόκκινο σήμα και τα μικρά συνοικιακά Carrefour Express με το πράσινο).
Το σχέδιο ήταν να αρχίσει μια σταδιακή αποπληρωμή των προμηθευτών σε ορίζοντα διετίας, πράγμα που θα ξαναγέμιζε τα ράφια των καταστημάτων, ώστε να φέρει πίσω τη χαμένη πελατεία και να δημιουργήσει όρους βιωσιμότητας του ομίλου.
Και ενώ η αρνητική ψυχολογία που είχε δημιουργηθεί στον κόσμο που έβλεπε τα καταστήματα να μειώνουν επί μήνες την ποικιλία των εμπορευμάτων τους-καθώς οι σοβαρότεροι και μεγαλύτεροι προμηθευτές είχαν σταματήσει τις πιστώσεις τους στην Μαρινόπουλος- και έτσι έδιωχναν πελάτες, η κρατική Επιτροπή Ανταγωνισμού (Ε.Α.) που ήταν προγραμματισμένο να δώσει την έγκρισή της για τη συμφωνία με τον Σκλαβενίτη ζήτησε ξαφνικά «νέα στοιχεία» για μια εξαγορά που θα έσωνε κυριολεκτικά την αλυσίδα, στοιχεία που θα χρειάζονταν τόσο χρόνο για μια Μαρινόπουλος που έσβηνε καταρρακτωδώς, ώστε ο Σκλαβενίτης ανέκρουσε πρύμναν.
Δηλαδή η Ε.Α. του σαμποταριστικού κράτους δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε διαφορετικό από αυτό που κάνει επί 35 χρόνια, να καταστρέφει την υλική και παραγωγική βάση της χώρας. Άλλωστε πολύ χαρακτηριστικά μέσα στην τελευταία περίοδο της πτώσης, η Επιτροπή αυτή είχε φιλοδωρήσει τον Μαρινόπουλο με πρόστιμα 12 εκατ. ευρώ για «παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας».
Αντικειμενικά, και μέχρι η Ε.Α. να βάλει τα σαμποταριστικά της εμπόδια (και η ίδια η καθυστέρηση μηνών να αποφανθεί ήταν βασικό εμπόδιο), η συμφωνία με τον Σκλαβενίτη ήταν η μόνη απτή λύση για τη σωτηρία του τεράστιου δικτύου του Μαρινόπουλου και των χιλιάδων θέσεων εργασίας σε αυτό. Πριν ακόμη κι από την Ε.Α. και ουσιαστικά βοηθώντας τη να οδηγήσει σε ναυάγιο τη συμφωνία, σε ανύποπτο χρόνο το ψευτοΚΚΕ, ως σύλλογος εμποροϋπάλληλων, με ανακοίνωσή του καλούσε τους εργαζόμενους να σαμποτάρουν τη συμφωνία επειδή ο Σκλαβενίτης είναι κεφάλαιο (!) και έχει θησαυρίσει κι αυτός επί χρόνια, «ξεζουμίζοντας τους εργαζόμενους».
Στο βαθμό που το ψευτοΚΚΕ δεν ισχυρίζεται καν ότι βρίσκεται επί θύραις σοσιαλιστική επανάσταση, η γραμμή «ο Σκλαβενίτης είναι κεφάλαιο, άρα κάτω η σύμπραξη» σήμαινε πρακτικά ματαίωση και σαμποτάζ της όποιας απόπειρας σωτηρίας του Μαρινόπουλου (που κι αυτός είναι κεφάλαιο και όχι σοσιαλιστική επιχείρηση), δηλαδή κλείσιμο κι απόλυση μια κι έξω των χιλιάδων εργαζομένων, οι οποίοι θα έπρεπε μετά να πέσουν στην ανάγκη - ψευτοφιλανθρωπία του Τσίπρα, της φασιστικής Εκκλησίας και των ψευτοαριστερών δημάρχων του λεκανοπεδίου για ένα πιάτο σούπα γι’ αυτούς και τις οικογένειές τους.
Και πάλι για το δολοφονικό δίπολο κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ – «εργατικού» ψευτοΚΚΕ
Όλα δείχνουν ότι τα «κωλύματα» που πρόβαλε η Επιτροπή Ανταγωνισμού για τη συμφωνία Σκλαβενίτη – Μαρινόπουλου και η απροθυμία των καθεστωτικών τραπεζών να βοηθήσουν είναι που έφεραν την τελική και σχεδόν θανατηφόρα για τον Μαρινόπουλο κρίση των τελευταίων ημερών.
Σε μια χώρα που οι ρωσοφτιαγμένοι κρατικοί ολιγάρχες αλωνίζουν και μονοπωλούν τα δημόσια έργα ή τη βιομηχανία ηλεκτρονικών, η Ε.Α. θυμήθηκε να προβάλει ζητήματα όπως η συμμετοχή μελών της οικογένειας Μαρινόπουλου στο δ.σ. της ενιαίας εταιρείας με τον Σκλαβενίτη, το ακριβές ποσοστό συμμετοχής του καθενός στο μετοχικό κεφάλαιο κλπ. Όταν το καθεστώς των σαμποταριστών θέλει να ευνοήσει τους ολιγάρχες του, οι «δουλειές» κλείνουν σε βάρος των συμφερόντων του δημόσιου στο λεφτό και χωρίς «περιττές» διατυπώσεις, παρά το γεγονός ότι το δημόσιο που χάνει αιμοδοτείται από το υστέρημα του όλο και πιο φτωχού λαού μας. Μπορεί για παράδειγμα να δει κανείς τη σύμβαση με την ΚΟΣΚΟ όπου η κυβέρνηση συμφώνησε ότι αν αυτή κάνει αίτηση για έγκριση κατασκευών στο χώρο του ΟΛΠ και αυτές δεν εγκρίνονται από τις κρατικές υπηρεσίες, εντός 90 ημερών θα θεωρούνται ότι εγκρίθηκαν!!! Αυτό την ώρα που τέτοιες κατασκευές στην Ελλάδα εγκρίνονται σε 10 χρόνια, αν εγκριθούν.
Όταν όμως το ρωσόδουλο σοσιαλφασιστικό καθεστώς θέλει να σκοτώσει κεφάλαια και κεφαλαιοκράτες αντίπαλων τάσεων μέσα στην αστική τάξη, ιδιαίτερα τα ισχυρότερα τμήματα της ντόπιας αστικής τάξης, δίνει εντολή στον πιο γλοιώδη βυζαντινό γραφειοκράτη και τυπολάτρη να δώσει το αποφασιστικό χτύπημα. Δεν πρόκειται δηλαδή για κάποιου είδους έγνοια για τον «ανταγωνισμό και την ελεύθερη αγορά», τα οποία οι σοσιαλφασίστες τα μισούν από τα δεξιά, δηλαδή από την πλευρά του κρατικού ή και ιδιωτικού φασιστικού μονοπώλιου, αλλά για να δώσουν μια και καλή την τελική σπρωξιά σε όποιον εχθρό τους βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Η καλύτερη απόδειξη για το ότι η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού είχε επιβληθεί από τα πάνω αποδείχτηκε από τη δικαστική παρέμβαση που όπως θα δούμε παρακάτω έκανε το Υπουργείο Οικονομικών μέσω του Νομικού Συμβουλίου κατά της υπαγωγής της επιχείρησης στο άρθρο 99.
Εκεί λοιπόν εμφανίζεται η φασιστική ψευτοαριστερά, με τις δυο μορφές της, την κυβερνητική του ΣΥΡΙΖΑ και την «εργατική – αντιπολιτευτική» του ψευτοΚΚΕ, που είναι στην ουσία ένα και το αυτό. Στα γρήγορα το υπουργείο Εργασίας του σοσιαλφασίστα Κατρούγκαλου σκαρώνει μια ανακοίνωση στην οποία, χωρίς να αναφέρεται λέξη για τις κυβερνητικές και γενικότερα κρατικές ευθύνες για την ημιθανή κατάσταση του Μαρινόπουλου, σημειώνεται - προφανώς με αποδέκτη την ίδια την εταιρεία - ότι «κόκκινη γραμμή» για το υπουργείο είναι η διατήρηση «όλων των θέσεων εργασίας».
Αυτό που κάνει ότι ξεχνάει ο φονιάς των συντάξεων κνίτης υπουργός είναι ότι για τη σωτηρία των θέσεων εργασίας απαιτείται πρώτα η επιβίωση της επιχείρησης, πράγμα πολύ δύσκολο την ώρα που ο ίδιος και η κυβέρνησή του δίνουν απανωτά χτυπήματα στις επιχειρήσεις μέσω των τραπεζών, με κλείσιμο της στρόφιγγας του δανεισμού, με κάπιταλ κοντρόλς, με πρόστιμα ή με άλλες βρώμικες μεθόδους και τις οδηγούν τελικά είτε στο κλείσιμο είτε στην εξαγορά από καθεστωτικούς, ρωσόδουλους ή και ανοιχτά Ρώσους (και δευτερευόντως κινεζόφιλους) ολιγάρχες καπιταλιστές ή έστω σε δυτικές εταιρίες που την κατάλληλη «επαναστατική» στιγμή θα μπορούν οι σοσιαλφασίστες να τις αρπάξουν πολύ πιο εύκολα από όσο τις ελληνικές.
Οι κνιτοσυριζαίοι φασίστες λοιπόν πρώτα δημιουργούν τους όρους χρεοκοπίας και καταστροφής, είτε μονάχοι τους είτε πιο παλιά με τη βοήθεια των σαμποταριστών φίλων τους μέσα σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και στη συνέχεια πιέζουν είτε ως «εργατικό» κίνημα είτε ως κράτος του ΣΥΡΙΖΑ για «ούτε μία απόλυση – ούτε ένα ευρώ μείωση μισθού». Αυτό σε πολλούς καλοπροαίρετους εργαζόμενους μοιάζει σαν αγωνιστική, δίκαιη ή και ηρωική γραμμή, ενώ απλά σημαίνει ότι αν βρεθεί κάποια λύση χωρίς διάσωση όλων των καταστημάτων της επιχείρησης, οπότε και όλων ανεξαίρετα των θέσεων εργασίας, αυτή πρέπει οπωσδήποτε να κλείσει, όπως έχουν κλείσει πολλές μεγάλες επιχειρήσεις που η μεγάλη επί χρόνια συρρίκνωση των εργασιών τους τις υποχρέωνε σε μειώσεις οσοδήποτε μικρού μέρους του προσωπικού ή έστω μικρής μείωσης των ωρών εργασίας με αντίστοιχη μείωση του μισθού ώσπου η επιχείρηση να ανακάμψει. Έτσι το ΠΑΜΕ έκλεισε τη Χαλυβουργία Ασπροπύργου - που βυθιζόταν επί τρία χρόνια στις πωλήσεις της λόγω κυρίως των τρομερά ψηλών τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας - με απεργία μηνών και με αποτέλεσα όλοι οι εργάτες να απολυθούν. Παλιότερα έτσι - δηλαδή με απεργίες μέχρι θανάτου - είχε κλείσει την Πιρέλι, την Γκουντγίαρ και πολλές άλλες.
Οι πραγματικοί κομμουνιστές και το γνήσιο εργατικό κίνημα, όταν μια επιχείρηση βυθίζεται για καιρό, παλεύουν να μειώσουν τον αριθμό των απολύσεων και να πετύχουν τις καλύτερες αποζημιώσεις για τους απολυμένους εργάτες ενώ σαν εργατικό κίνημα παλεύουν για ψηλά επιδόματα ανεργίας. Όμως ποτέ δεν φτάνουν στο να κλείνουν επιχειρήσεις και να απολύονται οι πάντες και μάλιστα επιχειρήσεις στρατηγικές για το μέλλον της χώρας και της εργατικής εξουσίας, όπως είναι οι βαριές βιομηχανίες.
Οι «κινηματίες» σαμποταριστές, που κάνουν τους μπαρουτοκαπνισμένους αρχηγούς εργατών, ενώ είναι φασίστες μικροαστοί (στη μικρομεσαία στελέχωσή τους) ή και αστοί νέου τύπου (στην ηγεσία τους), συνήθως απορρίπτουν κάθε πρόταση σωτηρίας, τάχα επειδή «αυτή είναι καπιταλιστική και φέρνει κέρδη στον κεφαλαιοκράτη» και τελικά, όταν το εν λόγω εργοστάσιο ή επιχείρηση συνήθως κλείνει, οι εργαζόμενοι, που πίστεψαν ότι τα κνιτοειδή ήταν ναυαγοσώστες – σωτήρες στη φουρτούνα της κρίσης και φίλοι του λαού, πετάγονται στα αζήτητα της ανεργίας και της ανημπόριας, αδύναμοι να εξηγήσουν τι τους συνέβη και γιατί.
Αλλά τέτοια δε συγκινούν ιδιαίτερα τους κνιτοσυριζαίους σοσιαλφασίστες.
Για να επανέλθουμε όμως στην ειδική περίπτωση του Μαρινόπουλου, παρά την τραγική κατάσταση της εταιρείας, οι εργαζόμενοι στην αλυσίδα δεν ήταν «μέσα» παρά έναν μισθό, σε μια χώρα που σε ένα μεγάλο κομμάτι του προλεταριάτου και της φτωχής υπαλληλίας χρωστούνται τρεις, τέσσερις, πολλές φορές εφτά και οχτώ μισθοί σε διάφορα μικρά, μεσαία ή και μεγάλα αφεντικά.
Ωστόσο, η αγωνία των υπαλλήλων του Μαρινόπουλου ήταν εύλογη, καθώς οι προμηθευτές ζητούσαν και πετύχαιναν αναγκαστικές εκτελέσεις πληρωμής για τα χρεωστούμενα από την επιχείρηση, φοβούμενοι ότι αν χρεοκοπήσει οριστικά, θα χάναν τα αυγά και τα καλάθια. Αυτό μεγάλωνε ακόμη περισσότερο την πίεση στην εταιρεία, η οποία τελικώς κατέφυγε στα δικαστήρια για προστασία από τους πιστωτές της και εξυγίανση εν λειτουργία (άρθρο 99).
Σε αυτό το σημείο, έκανε την εμφάνισή του και πάλι - όπως και πριν λίγο καιρό στην Ηλεκτρονική - το ψευτοΚΚΕ, δηλαδή οι σύλλογοι – σφραγίδες που ελέγχει ο Περισσός στους εμποροϋπάλληλους και στους ιδιωτικούς υπάλληλους (στον Μαρινόπουλο οι κνίτες εμφανίζονται κυρίως με «μάσκα» τους πρώτους).
Το αντεργατικό ψευτοΚΚΕ συνήγορος του σαμποταριστικού κράτους
Όπως φάνηκε και στην Ηλεκτρονική, το ψευτοΚΚΕ σε κάθε τέτοια κομβική στιγμή, που το μέλλον χιλιάδων οικογενειών κρέμεται από μια κλωστή, έρχεται να βάλει την κεντρική - σκληρή γραμμή του καθεστώτος, που απλώς ο Περισσός την εκφράζει στην πιο ωμή, στην πιο ψευτοεργατίστικη, σοσιαλφασιστική μορφή της.
Οι κνίτες λένε πάντα, ωμά και μονότονα στους εργαζόμενους (όχι ακριβώς με αυτά τα λόγια, αλλά σε αυτό πνεύμα): «Εσάς δε σας νοιάζει κι ούτε πρέπει να σας νοιάζει τι ακριβώς συμβαίνει και αλλάζει η ζωή σας σε μια μέρα, όταν σας απολύουν ή σας μειώνουν το μισθό ή νιώθετε ανασφάλεια για το μέλλον. Όλοι αυτοί οι διάβολοι, κρίσεις, χρεοκοπίες, πτωχεύσεις, προβλήματα, αφοράνε το κεφάλαιο, που στο κάτω κάτω έχει λεφτά στα σεντούκια του και βίλες στο εξωτερικό. Δεν έχετε σεις δουλειά να μπλέκεστε με το αν η τράπεζα δίνει ή δε δίνει δάνειο, αν η ΔΕΗ πουλάει ή δεν πουλάει στην εταιρεία ακριβά το ρεύμα, με το τι γίνεται με το πετρέλαιο, τους φόρους, το κράτος, την κυβέρνηση, με το τι επίδραση έχουνε ή δεν έχουνε τα κάπιταλ κοντρόλς. Εσείς θα ζητάτε πάντα τώρα δα από το αφεντικό να πληρώσει στην ώρα του κι από κει και πέρα ας κόψει το λαιμό του να πληρώσει, αλλιώς βάλτε του λουκέτο. Αυτή είναι η δουλειά κάθε συνειδητού εργάτη. Όλα τα άλλα είναι φιλοεργοδοτική γραμμή, που βάζει στους εργάτες έννοιες για το πώς θα σώσουν την επιχείρηση και τα κέρδη του αφεντικού τους, ταξική προδοσία».
Η γραμμή αυτή έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό: σαν αντιμαρξιστική – αντεργατική που είναι, βγάζει λάδι το σαμποταριστικό, ρωσόφιλο μεταπολιτευτικό ελληνικό κράτος, του οποίου τμήμα είναι και η ηγεσία του ψευτοΚΚΕ από το 1974 και πιότερο από το 1981 και τον ανατολικό, φασιστικό ιμπεριαλισμό που αυτό το κράτος υπηρετεί δουλικά. Ουσιαστικά είναι γραμμή που συμμαχεί - με «αριστερές» δημοκοπίες - με αυτό το βρώμικο κράτος και διεισδύει δραστήρια σε αυτό για να χτυπήσει τα τμήματα της αστικής τάξης, κυρίως της ντόπιας, που έχουν σημαδευτεί από τους ρωσόδουλους προς εξολόθρευση.
Το πιο εξοργιστικό σε αυτή τη γραμμή είναι ότι αντιμετωπίζει την εργατική τάξη, τον δυνάμει φορέα της ανατροπής του καπιταλισμού και της ανθρώπινης προόδου ως μια αμόρφωτη, αντιδραστική μάζα, που ούτε μπορεί ούτε πρέπει να θέλει να μάθει πώς κινείται ο κόσμος, η οικονομία, η υλική ζωή. Οι κνίτες θέλουν τους εργάτες έρμαια καταστροφών, κρίσεων, αλλαγών, που θα τους αλλάζουν και θα τους κάνουν άνω κάτω τη ζωή, χωρίς οι ίδιοι να καταλαβαίνουν ή να μπορούν να αναλύσουν το γιατί και κυρίως χωρίς να μπορούν να παρέμβουν και να σώσουν τον εαυτό τους και τις παραγωγικές δυνάμεις μέσα στους κυκλώνες των καπιταλιστικών κρίσεων.
Το μόνο που πρέπει να κάνουν, σύμφωνα με το ψευτοΚΚΕ οι εργάτες είναι να περιμένουν την επιβίωση τους από ένα κόμμα - «σωτήρα» που μόνιμα τους ποδοπατάει με τις άμαζες συμμορίες του που ονομάζονται κλαδικά σωματεία, δηλαδή ένα κόμμα που είναι σε ανειρήνευτη αντίθεση με το μαρξισμό, του οποίου η πρώτη αρχή του είναι ότι οι καταπιεσμένοι θα απελευθερωθούν οι ίδιοι από τα δεσμά τους.
«Οι ανταγωνισμοί που κορυφώνονται στον κλάδο του εμπορίου και όχι μόνο, οι συμφωνίες για εξαγορές και συγχωνεύσεις, τα ιδιωτικά συμφωνητικά με προμηθευτές, οι δανειοδοτήσεις της εταιρείας, δεν αφορούν τους χιλιάδες εργαζόμενους στην επιχείρηση (η υπογράμμιση δική μας). Αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι η διασφάλιση όλων των θέσεων εργασίας, η ομαλή καταβολή των μισθών, τα εργασιακά δικαιώματα και όχι οι ανταγωνισμοί των επιχειρηματικών ομίλων που έχουν στήσει χορό στις πλάτες μας, στο άγχος και την αγωνία μας για το αύριο», αναφέρουν οι απερίγραπτα κυνικοί σοσιαλφασίστες του ψευτοΚΚΕ στην ανακοίνωσή τους ως «Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων». Είναι η ίδια γραμμή που πουλάνε και όλα τα κνιτοειδή της «αριστερής» στελεχικής καμαρίλας του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η ΛΑΕ, η τροτσκιστική ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τα νεοτροτσκιστικά μ-λ, κάθως και οι εργατίστικες – νεοκνίτικες παραφυάδες τους μέσα στον ψευτοαναρχισμό.
Σε απλή μετάφραση, η γραμμή αυτή σημαίνει ότι το κάθε κράτος Τσίπρα και γενικά των σαμποταριστικών κυβερνήσεων, η κάθε ελεγχόμενη από το κράτος τράπεζα, η κάθε Επιτροπή Ανταγωνισμού, ο κάθε δικαστής, ο κάθε ξεχωριστός κεφαλαιοκράτης, το επίσημο αφεντικό, οι προμηθευτές, ο κάθε λογής παράγοντας θα μπορεί να παίζει στην πλάτη των εργαζομένων το οποιοδήποτε παιχνίδι, να τους κοροϊδεύει και να κανονίζει το μέλλον και τη ζωή των ίδιων και των παιδιών τους ερήμην τους. Αυτή την κτηνώδη γραμμή καταστροφής και συμμαχίας ουσιαστικά με το κράτος Τσίπρα ενάντια στους εργάτες και στο μέλλον τους το ψευτοΚΚΕ την πασάρει για «ντούρο αντικαπιταλισμό», ενώ πρόκειται για τον πιο ξετσίπωτο φιλοϊμπεριαλισμό, δηλαδή για υποταγή των εργατών στα πιο μαύρα τμήματα της παγκόσμιας και της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας, που έχουν για κορυφή και φάρο τους το ρώσικο κρατικοφασιστικό, πολιτικό – στρατιωτικό – οικονομικό μονοπώλιο.
Αυτό που δεν λένε δηλαδή οι αντεργάτες κνίτες και φυσικά τα σταυραδέρφια τους και παλιοί σύντροφοί τους του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ (και πώς θα μπορούσαν βέβαια να το πουν;) είναι ότι η κρίση της Μαρινόπουλος σαν επιχείρηση του λιανεμπόριου στην κύρια πλευρά της οφείλεται στο ότι εδώ και χρόνια συντελείται ένα πελώριο σαμποτάζ από κόμματα και ιδιαίτερα της λεγόμενης «Αριστεράς», απέναντι στην παραγωγή της χώρας. Με διάφορα προσχήματα (οικολογικά, γραφειοκρατικά, προστασίας των αρχαίων κλπ.) εμποδίζονται επενδύσεις που θα δημιουργούσαν θέσεις εργασίας ή εμποδίζεται ο εκσυγχρονισμός επιχειρήσεων που θα μείωνε το κόστος παραγωγής. Πολλές φορές μάλιστα τα αφεντικά, ακριβώς επειδή δεν τους επιτρέπεται να ρίξουν το κόστος με αυτό τον τρόπο και δεν θέλουν να τα βάλουν με το κράτος, ξεσπάνε πάνω στους εργατικούς μισθούς, τσακίζοντας το μεροκάματο.
Άλλες φορές πάλι, κυρίως με την πιστωτική ασφυξία εμποδίζεται η λύση των προβλημάτων της επιχείρησης, όπως στην περίπτωση της Ηλεκτρονικής Αθηνών, οπότε η εταιρεία κλείνει και οι εργάτες, που προηγούμενα το ΠΑΜΕ τους είχε ειδοποιήσει ότι η επιχείρηση δεν θα κλείσει αλλά ότι αυτά είναι κόλπα του αφεντικού για να τους μειώσει τους μισθούς, πετιούνται στο δρόμο. Το θέμα λοιπόν είναι να μη φτάσουν εκεί, δηλαδή στο λουκέτο, οι άμεσα παραγωγικές, αλλά και οι εμπορικές επιχειρήσεις.
Η αποφυγή του λουκέτου στα χέρια των εργαζομένων
Η αλήθεια είναι ότι, πέρα από τις σαμποταριστικές απάτες των κνιτών της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, οι εργαζόμενοι βρίσκονται πραγματικά σε δύσκολη και σύνθετη θέση. Από τη μια, η ηγεσία του πανελλαδικού επιχειρησιακού τους σωματείου έχει να συγκαλέσει συνέλευση από το περασμένο φθινόπωρο και είναι ολότελα εξαφανισμένη μέσα σε αυτή την κρίση, όπως δηλώνουν απλοί εργαζόμενοι του Μαρινόπουλου, που λένε ότι δεν έχουν καμιά ενημέρωση και κρατιούνται στο σκοτάδι για τις καταιγιστικές εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος.
Από την άλλη, το σωματείο της Θεσσαλονίκης, που πρόσφατα το πήραν στα χέρια τους οι κνίτες, μαζί και οι κλαδικές «σφραγίδες» του ΠΑΜΕ στην Αθήνα, ρίχνουν τη γραμμή «εδώ και τώρα σύγκρουση ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ με το αφεντικό», κάνοντας πως δεν βλέπουν ότι αυτή τη στιγμή, πριν ακόμη κι απ’ το μισοχρεοκοπημένο αφεντικό, τον Μαρινόπουλο τον πιέζουν προς κλείσιμο κυρίως κράτος και τράπεζες. Αυτή η συγκυρία είναι που αναγκάζει τους μικρούς και μεσαίους προμηθευτές, βυθισμένους στο φόβο του λουκέτου και για τον εαυτό τους, να συμβάλουν στο κλείσιμο (κάτι που φαίνεται να αποφεύγεται προσωρινά, ουσιαστικά μέχρι τον Σεπτέμβρη, μετά την προστασία του Μαρινόπουλου από τους πιστωτές που διάταξε το δικαστήριο την 1η Ιουλίου).
Ωστόσο, το ότι ο Τσίπρας έστειλε τον άμεσα υπαγόμενο στον Τσακαλώτο πρόεδρο του Νομικού Συμβούλιου του Κράτους να αρνηθεί στο δικαστήριο (από πλευράς δημοσίου) την προστασία Μαρινόπουλου, πράγμα που ουσιαστικά αποθαρρύνει κάθε ενδιαφερόμενο επενδυτή εν όψει της κρίσιμης εκδίκασης του Σεπτέμβρη (όπου θα αποφασιστεί αν θα χορηγηθεί οριστικά η προστασία, ώστε να υπάρξει αναδιάρθρωση και εφαρμογή σχέδιου σωτηρίας του Μαρινόπουλου) πρέπει να γεμίζει κάθε εργαζόμενο με ανησυχία. Το ότι ο κνίτης πρωθυπουργός βγήκε μετά και έκανε τον «έξαλλο», λέγοντας ότι τάχα είχε δώσει εντολή στον πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου να πει «ναι» κι εκείνος έκανε του κεφαλιού του και είπε «όχι», ήταν απλώς παράσταση για τα μάτια των δανειστών, που έκπληκτοι βλέπουν μια επερχόμενη χρεοκοπία που, λόγω του όγκου της, μπορεί να φέρει ακόμη μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή και ανάγκη νέων δανεικών κι αγύριστων για την Ελλάδα. Σ΄ αυτούς ο Τσίπρας παριστάνει τον κάπως πιο ριζοσπαστικό, αλλά εν τέλει «ρεαλιστή» σοσιαλδημοκράτη.
Εμείς σαν ΟΑΚΚΕ, στο πνεύμα του παλιού, επαναστατικού ΚΚΕ, το οποίο δολοφόνησαν οι αντεργάτες σοσιαλφασίστες που σήμερα χρησιμοποιούν το όνομά του, καλούμε τους εργαζόμενους όχι μόνο να μην είναι αδιάφοροι για όσα συμβαίνουν στο ζήτημα της επιβίωσης ή της χρεοκοπίας του Μαρινόπουλου, αλλά αντιθέτως να μπουν με ορμή μέσα σε αυτό και να μάθουν καλά τα πάντα που αφορούν την επιβίωση της επιχείρησης. Αυτό είναι απαραίτητο και για να μην τους «φάει», τους απολύσει, ή φτωχύνει η επιχείρηση, αλλά το πιο σοβαρό αυτή τη στιγμή είναι για να μην πεθάνει η επιχείρηση, γιατί τότε όλους τους περιμένει η ανεργία και η αναλγησία του κράτους του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και της άθλιας ρωσόφιλης αντιπολίτευσης Μητσοτάκη και Σία που κάνει αέρα στον ΣΥΡΙΖΑ όταν αυτός κλείνει ελληνικές επιχειρήσεις και σκοτώνει τους εργαζόμενους καθώς και όταν δίνει τη χώρα στους ρωσοκινέζους φασίστες για να φτιάξουν τα γκέτο τους τύπου ΚΟΣΚΟ. Οι εργαζόμενοι της Μαρινόπουλος όπως και όλων των επιχειρήσεων πρέπει να μαζευτούν, να οργανωθούν, να συζητούν πλατιά, να αποφασίζουν σε γενικές συνελεύσεις τα βήματα τους και συνεχώς, τοπικά και πανελλαδικά να μαθαίνουν και την τελευταία λεπτομέρεια για όλη αυτή την ιστορία, από την αρχή τουλάχιστο της κρίσης και μετά.
Κι από κει και πέρα, με το όπλο του εργατικού ελέγχου που σημαίνει απαίτηση για της γνώση ΟΣΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ στοιχείων μπορούν για την οικονομική κατάσταση της εταιρίας που δουλεύουν, να μελετήσουν όλες τις πτυχές των εξελίξεων γύρω από την επιβίωση της επιχείρησης, να αναγκάσουν την κυβέρνηση και το κράτος – τράπεζες, να πάρουν ενεργητικά θέση σωτηρίας της επιχείρησης, που σημαίνει σωτηρία των χιλιάδων εργαζόμενων σε αυτήν και τελικά των χιλιάδων εργαζόμενων στις κάθε λογής μικροεπιχειρήσεις που την προμηθεύουν με προϊόντα. Κι από την άλλη, να μην αφήσουν την εργοδοσία, σε όποιο σχέδιο αναδιάρθρωσης, να πετσοκόψει τον αριθμό των εργαζομένων εντατικοποιώντας την δουλειά τους, αν μείνουν ανοιχτά όλα τα καταστήματα, ή να τους τσακίσει το μεροκάματο. Το μέχρι πού οι εργαζόμενοι μπορεί να δεχτούν να κάνουν τακτικές υποχωρήσεις θα το αποφασίσουν οι ίδιοι ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ, χωρίς τις «έμμεσες» παροτρύνσεις και του ΠΑΜΕ και της εργοδοσίας για τη γραμμή που αυτοί θέλουν.
Γιατί η εργοδοσία εκτός από το ότι φοβάται σχεδόν πάντα, όπως είπαμε, να συγκρουστεί με το κράτος, σε κάθε περίπτωση θέλει, όπως και το ΠΑΜΕ για τους δικούς του λόγους, να μην ανακατεύονται οι εργαζόμενοι στα οικονομικά της εταιρείας και στα ζητήματα της διάσωσης της κυρίως για να μην τους έχει οργανωμένους και ισχυρούς απέναντί της αν η επιχείρηση επιζήσει.
Πάνω απ όλα πάντως η συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων σήμερα πρέπει να προκύψει κόντρα στην απόλυτη αδιαφορία και την γραμμή διάλυσης που ακολουθεί η διοίκηση του επιχειρησιακού σωματείου και κυρίως κόντρα στο ραβδί των κλαδικών ψευτοαριστερών συνδικαλιστών, που θέλουν να φέρουν τους εργαζόμενους, έξω από τη συνείδηση και την άμεση εμπειρία τους, στην καταστροφική – ακροδεξιά φιλορώσικη-φιλοκινέζικη συνδικαλιστική γραμμή του λουκέτου.