Αυτή είναι μια μικρή αριθμητική πρόοδος όμως πολιτικά σημαίνει πολύ περισσότερα αν το αποτέλεσμα αυτό συγκριθεί με το αποτέλεσμα των άλλων πολύ μεγαλύτερων πολιτικών κομμάτων και ρευμάτων και αν ειδωθεί στις δοσμένες συνθήκες της απογοήτευσης και της διάλυσης των κινημάτων όλων των χώρων και κλάδων δουλειάς στη χώρα και ειδικά στο χώρο της εκπαίδευσης στον οποίο επικρατεί μια από τα πάνω καθοδηγημένη άνευ προηγουμένου κατάσταση αποτελμάτωσης και διάλυσης.
Το αποτέλεσμα:
Ψήφισαν 372, λιγότεροι κατά 24 από πέρισυ. Έλαβαν:
ΣΥΝΕΚ (Σύριζα): 160 ψήφοι, 44,7%, πέρσι 161 ψήφοι, 41,7%
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ (Εξωκοινοβουλετική Αριστερά): 91 ψήφοι, 25,4%, πέρσι 117 ψήφοι, 29,5%
ΔΑΚΕ: 37 ψήφοι, 10,3%, πέρσι 25 ψήφοι, 6,72%
ΠΑΜΕ: 46 ψήφοι, 12,8%, πέρσι 48 ψήφοι, 12,1% Κίνηση «Παιδεία για Δημοκρατία και Ανάπτυξη» 24 ψήφοι, 6,7%, πέρσι 21 ψήφοι 5,3%
Το να φτάνει ένα πολύ μικρό πολιτικό ρεύμα, και μάλιστα πολύ μικρό σε επίπεδο τάξης μεγέθους, να βρίσκεται στην μετωπική του συνδικαλιστική έκφραση στην ίδια τάξη μεγέθους με μεγάλα και μάλιστα συνδικαλιστικά κυρίαρχα ρεύματα, δείχνει ότι η μίνιμουμ πλατφόρμα του έχει τη δυνατότητα μεγάλης επιρροής. Λέμε «τη δυνατότητα» γιατί το ίδιο το γεγονός ότι ένα πολιτικό ρεύμα είναι πολύ μικρό οργανωτικά, όσο και να είναι αποδεκτό σε επίπεδο μίνιμουμ γραμμής και σε επίπεδο αποδοχής του υποψήφιου που εκφράζει αυτή τη γραμμή, δημιουργεί μια δυσκολία σε κάποιον να το υποστηρίξει λίγο ή περισσότερο ανοιχτά. Γιατί αυτό χρειάζεται κάποιο ξεχωριστό πολιτικό ξεκαθάρισμα και κάπως περισσότερη πολιτική τόλμη για να υποστηρίξει κανείς κάτι που είναι όχι απλά μειοψηφικό, αλλά που πάει κόντρα στο γενικό ρεύμα.
Αυτό μάλιστα που έχει ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το αποτέλεσμα είναι το γεγονός ότι τα δύο ρεύματα που εκφράζουν την αντίληψη στην κοινωνία ότι απορρίπτουν από τα αριστερά την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΜΕ και οι Παρεμβάσεις είδαν τις ψήφους τους να μειώνονται και μάλιστα των Παρεμβάσεων να μειώνονται και αριθμητικά και σε ποσοστό.
Αυτό σημαίνει κατά τη γνώμη μας ότι η εξήγηση που έδωσε η Κίνηση για τις αιτίες της οικονομικής κρίσης και της κρίσης της εκπαίδευσης και για τους τρόπους ξεπεράσματός τους ήταν πιο πειστικές από εκείνες των πολύ πιο μαζικών «αριστερών» παρατάξεων.
Ίσως ακόμα αυτή η πτώση να σημαίνει και κάτι άλλο: ότι δηλαδή αυτές οι παρατάξεις δεν μπορούν να αποδείξουν ότι πραγματικά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι όργανο της Τρόικας και ότι δεν ισχύει αυτό που λέει ο ίδιος: «δηλαδή κάνουμε ότι μπορούμε με τον πανίσχυρο εχθρό που είναι η Γερμανική Ευρώπη. Αυτή θέλει να πεινάτε πολύ αλλά εμείς την πολεμάμε και έτσι πεινάτε λιγότερο, ειδικά εσείς που είσαστε δημόσιοι υπάλληλοι». Αυτό το επιχείρημα μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο αν αποδείξει κανείς ότι ο κύριος υπαίτιος της πείνας του λαού δεν είναι η Τρόικα αλλά ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ανατολικοί ξένοι προστάτες τους. Όσο αυτό δε γίνεται πιθανά να μπορεί η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ, σε ένα συνδικαλιστικό χώρο της δημόσιας υπαλληλίας αντί να πέφτει να αυξάνει τα ποσοστά της κατά 3%.
Βέβαια το ότι οι Παρεμβάσεις επίσης έπεσαν κατά 26 ψήφους δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της τυχοδιωκτικής και κούφιας δημαγωγικής πολιτικής τους αλλά και του γενικότερου στυλ τους. Οι συνάδελφοι έχουν σιχαθεί πια τη δήθεν επαναστατική τους γραμμή, τον ίδιο μονότονο λόγο. Η παράταξη αυτή στον πιο μεγάλο βαθμό από όλες τις υπόλοιπες περιφρονεί τις διαθέσεις των συναδέλφων προτείνοντας πολυήμερες απεργίες ξέροντας ότι δεν θα τις ακολουθήσει κανείς.
Το ίδιο, δεν μπόρεσε ο ξύλινος και πανομοιότυπος λόγος του ΠΑΜΕ να πει κάτι στους καθηγητές οπότε και αυτός έπεσε σε ψήφους αν και όχι σε ποσοστά.
Το αποτέλεσμα της ΔΑΚΕ επίσης λέει κάτι, γιατί αυτή ναι μεν ανέβηκε αλλά όχι πολύ όπως θα περίμενε κανείς από το γενικό πολιτικό κλίμα. Αυτό οφείλεται κατά τη γνώμη μας στο ότι η ΝΔ δεν έχει πει και δεν έχει κάνει στην κεντρική πολιτική σκηνή οτιδήποτε που να δείχνει ότι νοιάζεται για τους δημόσιους υπαλλήλους σαν ανθρώπους. Το μόνο που έχει κάνει τελευταία είναι ότι έχει σταματήσει να υπόσχεται ότι θα τους απολύσει. Αλλά όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι για λόγους εκλογικής τακτικής. Δεν υπάρχει κανείς που να ξεχνάει ότι όλη η θεωρία της ΝΔ και του φιλελεύθερου στρατοπέδου στην Ελλάδα συνίσταται στο ότι αυτά που τη φάγανε είναι το μεγάλο και αντιπαραγωγικό κράτος και το πελατειακό σύστημα. Αυτά τα κακά ισχύουν αλλά δεν είναι οι αιτίες της κρίσης. Απλά δυναμώσανε τις βαθύτερες αιτίες της που έχουν να κάνουν με τον ειδικό χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης στις συνθήκες της ρωσοκινέζικης ιμπεριαλιστικής επίθεσης στην Ευρώπη, επίθεσης που στην Ελλάδα εκφράζεται κύρια σαν παραγωγικό σαμποτάζ. Όμως οι φιλελεύθεροι όταν λένε κράτος εννοούν εξ ίσου το δημόσιο υπάλληλο, δηλαδή και τον πιο φτωχό, που προσπαθεί κάπως να παράγει μέσα σε αυτό το άθλιο κράτος και το πιο μεγάλο υπαλληλικό και διοικητικό-πολιτικό παράσιτο που έχει κάνει πανίσχυρο μέσα στο κράτος η αστική τάξη, η κάθε κυβέρνηση και ο κάθε ιμπεριαλισμός, ιδίως δε τα τελευταία 30 χρόνια ο νεοχιτλερικός ιμπεριαλισμός τον οποίο και η ηγεσία της ΝΔ υπηρετεί. Γι αυτούς τους λόγους ειδικά η ΝΔ δεν έχει τίποτα που θα κάνει τους δημόσιους υπάλληλους, τους συνταξιούχους αλλά και γενικότερα τη φτωχολογιά να τη συμπαθήσουν.
Όποιος θέλει να χτυπήσει στ αλήθεια το ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να τον κατηγορήσει όχι σαν υποχείριο της Τρόικας ούτε σαν κρατιστή, αλλά σαν τον πρώτο πολιτικό υπαίτιο της πείνας του και υποχείριο των ρωσοκινέζων νέων ιδιοκτητών του κράτους και βέβαια της χώρας ολόκληρης. Αυτό έκανε μέσα στις δυνατότητές του ο σύντροφός μας στην ΕΛΜΕ με ομιλίες στις συνελεύσεις καθώς και στα σχολεία στα οποία μοίρασε προκηρύξεις (η οποία δημοσιεύεται στο www.kpad.gr) και συζητούσε με τους συναδέλφους του καθηγητές προσπαθώντας να δώσει μια αισιόδοξη πρόταση προς τα μπρος για τους καθηγητές και το λαό γενικότερα κόντρα στο ρεύμα της διάλυσης και της μοιρολατρίας.
Αυτή η μοιρολατρία απορρέει κυρίως από το ότι σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη για την όλο και πιο άθλια κατάστασή της χώρας μας φταίνε τάχα οι δανειστές. Όμως ενάντια σε αυτούς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γιατί απλά δεν μπορούμε να καταλάβουμε το Βερολίνο και να απαλλοτριώσουμε τις τράπεζές του. Αντίθετα μπορούμε να οργανωθούμε σα λαός και να αντιμετωπίσουμε πραγματικά τους ντόπιους σαμποταριστές της παραγωγής, να διώξουμε τις κυρίως ανατολικές φασιστικές βδέλλες που αυτοί έχουν καλέσει στη χώρα και να κατεβάσουμε από την κυβέρνηση το κόμμα που έχει πρωταγωνιστήσει σε όλες αυτές τις βρομοδουλειές.
Η απογοήτευση και η διάλυση που επικρατεί σήμερα στην παραγωγή και στην εκπαίδευση είναι το αποτέλεσμα της δράσης γενικά της κυρίαρχης τάξης, αλλά ιδιαίτερα της κυριαρχίας του σοσιαλφασιστικού τμήματός της και της πολιτικής και ιδεολογικής του γραμμής στο συνδικαλισμό και στην πολιτική σκηνή ευρύτερα.
Αυτή η απογοήτευση εκφράστηκε επίσης και στην Β ΕΛΜΕ με μεγαλύτερη αποχή από την ψηφοφορία σε σχέση με πέρσι. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εκλογοαπολογιστική συνέλευση, παρόλο που ήταν ημέρα αργίας για να πάνε οι καθηγητές, ήταν παρόντες περίπου 100 καθηγητές, ενώ στην προτελευταία Συνέλευση με θέμα ατα τρέχοντα προβλήματα ήταν όλοι και όλοι 14!
Στην εκλογοαπολογιστική συνέλευση μιλήσαμε σαν Κίνηση για την πολιτική κατάσταση της χώρας και επικεντρωθήκαμε στην εξήγησή της, δηλαδή στο ότι αυτή είναι το αποτέλεσμα του μακροχρόνιου παραγωγικού σαμποτάζ στην οικονομία της που σε ηγετικό επίπεδο διεξάγεται από όλο το διακομματικό καθεστώς. Είπαμε ότι αυτό το σαμποτάζ εκδηλώνεται στο χώρο της μέσης εκπαίδευσης με τη διάλυση της τεχνικής εκπαίδευσης, και με την απαξίωση των θετικών επιστημών στην γενική εκπαίδευση. Τοποθετήσαμε εκεί τη θέση για μια μέση εκπαίδευση δεμένη με την παραγωγή και τις ανάγκες του τόπου, όπως ακριβώς το έβαζε το ΕΑΜ και η ΕΠΟΝ. Η τοποθέτηση αυτή ακούστηκε με το πιο μεγάλο ενδιαφέρον.
Τις επόμενες μέρες και μέχρι την ψηφοφορία επισκεφτήκαμε όλα τα σχολεία της ΕΛΜΕ και μίιλησαμε με τους συναδέλφους. Εκεί διαπιστώσαμε ζωντανά το πόσο πολύ οι καθηγητές είναι απογοητευμένοι από την κατάσταση στα σχολείο, το πόσο ψάχνουν για απαντήσεις όχι μόνο στα εκπαιδευτικά ζητήματα, αλλά και γενικότερα στα πολιτικά θέματα και ότι ,όπως μας είπαν μερικοί συνάδελφοι βρήκαν πιο πειστικές τις θέσεις που εμείς διατυπώσαμε στη Συνέλευση και ότι έχουν να πουν κάτι καινούργιο. Διαπίστωσαμε ταυτόχρονα ότι υπήρχε απογοήτευση και στα ίδια τα μέλη και τα στελέχη των άλλων παρατάξεων. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς καθώς η δική τους γραμμή έχει δεκαετίες τώρα δοκιμαστεί στην πράξη και έχει οδηγήσει τον κλάδο στην απομόνωση από την υπόλοιπη κοινωνία αλλά και από τους γονείς και τους μαθητές.
Μέσα σε αυτό το κλίμα καλέσαμε τους καθηγητές να αναζητήσουν μια άλλη πορεία για το συνδικαλισμό και για το κίνημα των καθηγητών και αυτό το κάλεσμα έδωσε το καλό μέσα στις δοσμένες συνθήκες εκλογικό αποτέλεσμα, που οι ψηφοφόροι και οι φίλοι της το είδαν με μεγάλη χαρά και αισιοδοξία. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι και με αυτήν την μάχη αυξήσαμε την επιρροή μας στη σκέψη των καθηγητών, ιδιαίτερα των πιο ανήσυχων που ψάχνουν να βρουν απαντήσεις όχι μόνο για την εκπαίδευση, αλλά και γενικότερα για την κοινωνία.
Η γραμμή της Κίνησης «Παιδειά για τη Δημοκρατία και την Ανάπτυξη» βρίσκεται από ιδεολογική άποψη στη συνέχεια της γραμμής της αριστεράς του Γληνού, του Παπαμαύρου, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Σαν τέτοια δεν μπορεί να εμποδίζεται για πολύ καιρό από το να γίνει πιο πλατειά γνωστή και τελικά να επικρατήσει στον προοδευτικό εκπαιδευτικό κόσμο.