Οι προεδρικές (και βουλευτικές για το Κογκρέσο) εκλογές του 2020 στις ΗΠΑ αναδεικνύονται αντικειμενικά σε «μητέρα των πολιτικών μαχών», με το αποτέλεσμά τους να έχει κομβική σημασία όχι μόνο και όχι κυρίως για τις εσωτερικές εξελίξεις στις ΗΠΑ, αλλά για την πορεία του πλανήτη. Αφορούν δηλαδή ζωτικά το αν η ανθρωπότητα θα τραβήξει άμεσα το δρόμο του γενικευμένου πολέμου και του φασισμού ή θα πάρει μια ανάσα, δίνοντας μια έστω μικρή αναβολή στην επέλαση των ιμπεριαλιστών που ήρθαν τελευταίοι στο τραπέζι της μοιρασιάς και ετοιμάζουν την αιματηρή αναδιανομή του κόσμου. Αυτοί είναι βασικά οι κρατικο-ολιγάρχες της Μόσχας και του Πεκίνου, με επικεφαλής τους Πούτιν και Σι.
Σε αυτές τις συνθήκες η καταψήφιση Τραμπ είναι στοιχειώδης κίνηση δημοκρατικής και αντιφασιστικής άμυνας για κάθε Αμερικανό. Κάθε ειρηνόφιλος και δημοκρατικός άνθρωπος ανά τον κόσμο που έχει την οποιαδήποτε δυνατότητα πολιτικής αγκιτάτσιας πρέπει να καλεί με κάθε μέσο (διαδικτυακά, μέσω προσωπικών του επαφών κλπ.) όσους έχουν δικαίωμα ψήφου στις αμερικάνικες εκλογές να ρίξουν τα πυρά τους ενάντια στον σημερινό ένοικο του Λευκού Οίκου, χρησιμοποιώντας το ψηφοδέλτιο του αντιπάλου του.
Η μάχη ωστόσο παραμένει αμφίρροπη και αυτό το επιβεβαιώνει σειρά δημοσκοπήσεων, που κάθε άλλο παρά «κλειδωμένη» θεωρούν τη νίκη Μπάιντεν, παρά το προβάδισμά του. Αυτό με μια πρώτη ματιά μοιάζει πολιτικά παράδοξο. Υπό κανονικές συνθήκες, ένα ευρύτατο μέτωπο των Αμερικανών δημοκρατών και των βασικότερων φραξιών της αμερικανικής αστικής τάξης θα έπρεπε να είναι σήμερα «μασίφ» και ξεκάθαρα πλειοψηφικό (ειδικά μετά από τέσσερα χρόνια πρωτόγνωρου για το εσωτερικό της Αμερικής πραξικοπηματισμού, που εξαγρίωσε ακόμη και πολυάριθμα κυβερνητικά στελέχη) κόντρα στον εμφατικά ακροδεξιό, φασίστα, ρατσιστή, σεξιστή και - αποδεδειγμένα για όσους ξέρουν να μελετάνε τα στοιχεία της πολιτικής, πέραν των «αστυνομικού» - δημοσιογραφικού τύπου λεπτομερειών - πουλημένο στη φασιστική Ρωσία Τραμπ.
Τι συμβαίνει όμως και, έναν μήνα πριν τις εκλογές, το κλίμα δεν είναι εκείνο μιας δημοκρατικής έγερσης, αλλιώτικα ειπωμένο ενός πραγματικού, ενεργητικού αντιτραμπικού συναγερμού που να συνεγείρει αληθινά τις ΗΠΑ; Η αιτία δεν είναι στην κύρια πλευρά ο κορονοϊός και ο βαρύς φόρος που έχουν πληρώσει οι Αμερικανοί σε νεκρούς και αρρώστους από αυτόν (κι ας είναι ο μεγαλύτερος στον πλανήτη). Αυτός ίσα ίσα έχει ενισχύσει το αντιτραμπικό αίσθημα μέσα στο δημοκρατικό κόσμο, λόγω και των ωμά αντιεπιστημονικών και εμφατικά γελοίων δηλώσεων του ξετσίπωτα φιλοπουτινικού Αμερικάνου προέδρου.
Στην πραγματικότητα, η αιτία είναι αμιγώς πολιτική και μπορούμε να την ψηλαφήσουμε αν εντοπίσουμε το γεγονός ότι η βασική πολιτική διαπάλη έχει μετατοπιστεί από το εσωτερικό των Ρεπουμπλικανών (όπως συνέβαινε στις προηγούμενες εκλογές μέχρι να καταφέρει να ηγεμονεύσει ο Τραμπ) και διεξάγεται πλέον στο εσωτερικό του αντιτραμπικού πολιτικού πόλου, δηλαδή βασικά στο Δημοκρατικό Κόμμα, που έχει για υποψήφιό του για την προεδρία τον πρώην αντιπρόεδρο της χώρας επί προεδρίας Ομπάμα, Τζο Μπάιντεν. Πρόκειται δηλαδή για τη μάχη από τη μία πλευρά των αστοδημοκρατικών δυνάμεων μέσα στην αμερικανική αστική τάξη και κυρίως μέσα στον ίδιο το λαό των ΗΠΑ και από την άλλη των δυνάμεων εκείνων που, όπως παντού σήμερα στον πλανήτη, σηκώνουν τη σημαία της «μαχητικής ριζοσπαστικής προόδου», ενώ δουλεύουν για τη χειρότερη και πιο μαύρη αντίδραση, εν προκειμένω για την εγκατάσταση του καρδιακού φίλου ή μάλλον υποτακτικού του Πούτιν για άλλα τέσσερα χρόνια στο Λευκό Οίκο. Των ψευτοαριστερών δηλαδή δυνάμεων που δουλεύουν μέσα στο αντιτραμπικό στρατόπεδο για τη διάσπαση, το προβοκάρισμα και την ήττα του Μπάιντεν και μια δεύτερη και μοιραία για την ανθρωπότητα νίκη του ναζι-Τραμπ.
Οι σύμμαχοι του Τραμπ είχαν πιάσει δουλειά από νωρίς
Ήδη αμέσως μετά την εκλογή Τραμπ, την ημέρα μάλιστα της ορκωμοσίας του, το Γενάρη του 2017, οι γνωστοί μας από την Ευρώπη - και ειδικά από την ελληνική τους εκδοχή, ίσως την πρώτη τόσο «τέλεια» ενορχηστρωμένη στον κόσμο - σπασιματίες, τάχατες αντιφασίστες, οργάνωσαν μια πρώτη επιδρομή σε μαγαζιά και τζαμαρίες στο κέντρο της Ουάσινγκτον, λαμβάνοντας μάλιστα την πολιτική κάλυψη του ομπαμισμού, όπως έκαναν στην Ελλάδα οι σοσιαλφασιστικές ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, που έψαχναν πάντα για τα «κοινωνικά αίτια της εξέγερσης της νεολαίας», δίνοντας φωτοστέφανο καλών προθέσεων στο λούμπεν σπασιματισμό. Αυτή ήταν η πρώτη πράξη αποξένωσης της πλατιάς δημοκρατικής μάζας του ειρηνικού αντιΤραμπ ρεύματος.
Στη συνέχεια, την «πρωτοπορία» του αντιτραμπισμού ανέλαβε το ομπαμοκίνητο Women’s March και λίγο αργότερο το κίνημα #MeToo. Αυτά ξεκίνησαν να συσπειρώνουν πλατιά με μια σειρά προοδευτικών θέσεων ενάντια στην πατριαρχία και τον τραμπούκικο σεξισμό που εξέφραζε ο ρωσόδουλος και απεχθής σε κάθε δημοκρατικών διαθέσεων Αμερικάνο πρόεδρος των ΗΠΑ και πέτυχαν και κάποιες νίκες ξεμπροστιάζοντας αρκετούς επίδοξους βιαστές και σεξιστές παλιανθρώπους μέσα στην αστική τάξη των ΗΠΑ και στο χώρο του θεάματος. Τελικά όμως επιδόθηκαν σε έναν σεχταριστικό αγώνα εναντίον κάθε συντηρητικού ή καθυστερημένου σε ζητήματα ηθών στοιχείου εντός των ΗΠΑ για να επιβάλουν μονομιάς πολιτιστικές αντιλήψεις που θέλουν χρόνια να περάσουν συντριπτικά στις μάζες, χωρίς στην πραγματικότητα να αναδεικνύουν την ειδικά φασιστική φύση του Τραμπ ή ακόμη χειρότερα ταυτίζοντας τον με το σύνολο των συντηρητικών Ρεπουμπλικανών ή και με πολλούς «μετριοπαθείς», ας πούμε κεντρώους Δημοκρατικούς. Αυτή την πολιτική, όπως είπαμε, την έχουμε δει με τη μορφή των επιλεκτικών ή και αντιδραστικών «αντιδεξιών» ή «αντινεοφιλελεύθερων» ή «αντιμνημονιακών» μετώπων, τα οποία έστηνε στην Ευρώπη και στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες η ρωσόφιλη ψευτοαριστερά ενάντια συνήθως στα λιγότερο αντιδραστικά τμήματα της κλασσικής συντήρησης και της παλιάς αστικής τάξης, σε άτυπη συμμαχία με τη χειρότερη φασιστική ή και φιλοναζιστική δεξιά. Κάθε πραγματική αριστερά θα έκανε το ακριβώς ανάποδο, δηλαδή το μέτωπο ενάντια στις πλέον φασιστικές δυνάμεις και για την απομόνωσή τους και θα έδινε στη συνέχεια ή και παράλληλα (ενότητα και πάλη) τη μάχη με τις πιο «φιλελεύθερες» μερίδες της αστικής τάξης και του μονοπώλιου.
Η πορεία των πραγμάτων επί προεδρίας Τραμπ συνεχίστηκε με το φασίστα να δίνει κάλυψη σε κάθε είδους ναζιστοειδές, μέλος της Κου Κλουξ Κλαν, οπαδό των Νότιων ρατσιστών του αμερικανικού εμφύλιου, όταν όλοι αυτοί διαδήλωναν στο Σάρλοτσβιλ (σκοτώνοντας μάλιστα και μια αντιφασίστρια διαδηλώτρια, την Χέδερ Χέγερ). Αντί όμως απέναντί τους να συγκροτηθεί, με πρωτοβουλία της ηγεσίας των Δημοκρατικών (πολιτική επικεφαλής των οποίων όλη αυτή την περίοδο ήταν η γενικά αρκετά συνεπής αντιτραμπική πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Πελόζι) ένα πρωτόγνωρα ειρηνικό δημοκρατικό πλατύ μέτωπο, το οποίο να περιλαμβάνει το σύνολο των Δημοκρατικών και τις λιγότερο αντιδραστικές, τις αντιρώσικες και πιο πολιτικά φιλελεύθερες πλευρές των Ρεπουμπλικανών, με μοναδικό αντίπαλο τον Τραμπ και το στενό λυσσασμένο στρατό προσωπικών πολιτικών οπαδών που αυτός έχει συγκροτήσει, η «πρωτοπορία» του αντιφασιστικού αγώνα αφέθηκε και πάλι στους σπάστες και στο λούμπεν της λεγόμενης «Αντίφα». Αυτή κατέβαζε αγάλματα του Χριστόφορου Κολόμβου, πηγαίνοντας έτσι να λύσει με τη βία και χωρίς πειθώ κάθε ιστορικό λογαριασμό του παρελθόντος σε θέματα που πολώνουν και διχάζουν αντί να ενώνουν τον αμερικανικό λαό, υιοθετώντας μεταξύ άλλων και αντιδραστικές θέσεις. Μια από αυτές είναι η κνίτικη, αντιμαρξιστική θέση που απορρίπτει ότι δίπλα στην αναμφισβήτητη και με μεγάλους επαναστατικούς αγώνες νικημένη βαρβαρότητά της, η αποικιοκρατία έπαιξε άθελά της και αντικειμενικά και θετικό ρόλο ως προς την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και του σύγχρονου πολιτισμού και στο πιο απομακρυσμένο σημείο του πλανήτη, θέση την οποία έχει ξεκάθαρα εκφράσει ο Μαρξ το 1853 για την εγγλέζικη αποικιοκρατία στην Ινδία. Οι λαοί στη συνέχεια χρησιμοποίησαν αυτή την τεχνική και πολιτισμική πρόοδο για να αποτινάξουν τους αποικιοκράτες και να ολοκληρώσουν τις δημοκρατικές επαναστάσεις στις χώρες τους. Σε μερικές περιπτώσεις αυτές φτάσαν ακόμα και ως τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις, που αργότερα προδόθηκαν από εσωτερικές αντεπαναστάσεις, που μάλιστα φορούσαν ριζοσπαστικό δήθεν αντικαπιταλιστικό προσωπείο.
Για το πιο πρόσφατο και αρχικά μεγαλειώδες και πλατύ κίνημα των μαύρων Αμερικανών και των λευκών δημοκρατών συμπαραστατών τους, μετά την κτηνώδη ρατσιστική αστυνομική δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, έχουμε μιλήσει διεξοδικά (https://www.oakke.gr/global/2013-02-16-19-24-24/item/1234-). Εκείνο που μπορεί να προστεθεί εδώ είναι ότι, μετά την απομαζικοποίησή του, που ακολούθησε τις αρχικά ιδιαίτερα πλατιές διαδηλώσεις, στις οποίες πολλοί μαύροι και λευκοί δημοκράτες προσπάθησαν με αυτοθυσία (και ενίοτε κατάφεραν) να τις περιφρουρήσουν από τη σπασιματική και κλεψιματική λούμπεν βία και αποχαλίνωση, η δημιουργία ζωνών «αναρχικής αυτοοργάνωσης» σε Σηάτλ και Πόρτλαντ, τα αιτήματα για πλήρη κατάργηση της αστυνομίας σε μια καπιταλιστική κοινωνία ακραίας ταξικής πόλωσης, όπου τα μεγαλύτερα θύματα του ποινικού εγκλήματος είναι οι ίδιοι οι βιοπαλαιστές φτωχοί Αμερικανοί (και οι μειονότητες), καθώς και η συνέχιση του κατεβάσματος αγαλμάτων όχι μόνο αντιδραστικών και ρατσιστών αστών, αλλά και πραγματικών ηρώων-πατέρων της μεγάλης αμερικάνικης εθνοδημοκρατικής επανάστασης σαν τους Τζέφερσον και Ουάσιγκτον, που ο λαός καθόλου δεν το θέλει, έχουν διχάσει τη μάζα και δεν μπορούσαν παρά να στείλουν στον Τραμπ ένα μεγάλο μέρος της συντηρητικής βάσης των Ρεπουμπλικανών. Αυτοί υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να ανοίξουν τα αφτιά και το μυαλό τους στην κριτική που ασκείται στον Τραμπ ακόμη και από εμβληματικές μορφές του συντηρητικού πολιτικού ρεύματος στις ΗΠΑ (όπως ήταν ο μακαρίτης γερουσιαστής ΜακΚέιν και ο τελευταίος προ Τραμπ υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ με τους Ρεπουμπλικανούς, νυν γερουσιαστής Μιτ Ρόμνεϊ, που ψήφισε υπέρ της καθαίρεσης Τραμπ στη Γερουσία για τις σχέσεις του με τη Ρωσία).
Η αντισημιτική και αντιδραστική ψευτοαριστερά μέσα στους Δημοκρατικούς
Πέρα από τους παραπάνω «σταθμούς», ήδη πριν από το 2016 και την υποψηφιότητα του παλιού φίλου της μπρεζνιεφικής Ρωσίας και τροτσκιστικής κατατομής Μπέρνι Σάντερς για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος για την προεδρία, στην κοινοβουλευτική ομάδα των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων έχει αρχίσει να συγκροτείται μια αρκετά ισχυρή, παρά τον μικρό αριθμό της, ομάδα βουλευτών (με πιο εμβληματικό το τετραμελές λεγόμενο «Απόσπασμα» - The Squad), με τη γνωστή εντελώς συριζέικη ψευτοταξική γραμμή και πιο γνωστή φυσιογνωμία τους την Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτέζ (AOC). Η Squad έχει ελάχιστα καλυμμένες αντισημιτικές θέσεις, με ένα μέλος της, την Ιλχάν Ομάρ, να έχει κατηγορήσει το Ισραήλ ότι «υπνωτίζει» τον πλανήτη «γύρω από τα εγκλήματά του», συμπληρώνοντας: «Μακάρι ο Αλλάχ να καταφέρει να τον ξυπνήσει!». Η τρίτη της παρέας, Ρασίντα Τλάιμπ, υποστηρίζει το ναζιστικού τύπου κίνημα BDS (Μποϊκοτάζ - Αποεπένδυση - Κυρώσεις), που καλεί ουσιαστικά σε γενικό οικονομικό μποϊκοτάζ κατά του Ισραήλ ανάλογο με εκείνο που πρέπει να επιβάλλεται σε χώρες με καθεστώς απαρτχάιντ. Η ίδια η Κορτέζ έχει εκφραστεί με απαξίωση για την έμφαση που έδινε η κυρίαρχη στους Δημοκρατικούς του Κογκρέσου αντιρώσικη πτέρυγα του κόμματος στο ζήτημα των σχέσεων Τραμπ - Ρωσίας, πάλι με «ταξικίστικα» επιχειρήματα του τύπου ότι η υπόθεση αυτή ελάχιστα αφορά τους φτωχούς Αμερικανούς (https://twitter.com/aoc/status/997115271583236096).
Η συγκεκριμένη ομάδα βουλευτών στήριξε στο μεγαλύτερο μέρος της την υποψηφιότητα Σάντερς για το χρίσμα των Δημοκρατικών (μία εξ αυτών, η Αγιάνα Πρέσλεϊ, στήριξε την Ελ. Γουόρεν) και πρωτοστάτησε στη γραμμή «ας σταματήσουμε να μιλάμε για τις σχέσεις του Τραμπ με τη Ρωσία και ας επικεντρωθούμε σε αυτό που αφορά τον κόσμο, δηλαδή τους μισθούς, την υγειονομική περίθαλψη και το περιβάλλον». Πρόκειται για εκείνο το είδος σοσιαλφασισμού που εμφανίζεται ως ριζοσπαστική οικονομίστικη σοσιαλδημοκρατία, η οποία δεν δίνει ποτέ έμφαση σε ζητήματα πολιτικής δημοκρατίας αλλά μονάχα - τάχα - σε ζητήματα κρατικών παροχών στη φτωχολογιά και «φορολόγησης των πλούσιων». Πρόκειται για ρεύμα αντίστοιχο εκείνων που στη χώρα μας προτιμούσαν ή έστω εξίσωναν τους χρυσαυγίτες ναζιστές μαχαιροβγάλτες με τους «κλέφτες των ΠΑΣΟΚ - ΝΔ που έκοψαν μισθούς και συντάξεις», σβήνοντας κάθε όριο μεταξύ (έστω αστικής μισο)δημοκρατίας και φασισμού, ανάλογο εκείνου που ήλεγχε το βρετανικό Εργατικό Κόμμα επί ηγεσίας Κόρμπιν.
Το ρεύμα αυτό το ακολουθεί κυρίως μια λευκή σχετικά μορφωμένη υπαλληλική και μισοπρολεταριακή φτωχολογιά (όπως τον Τραμπ - πέραν τμημάτων της μεγαλοαστικής τάξης που αυτός ταξικά εκπροσωπεί - το λευκό χειρωνακτικό προλεταριάτο και η κλασσική συντηρητική μικροαστική τάξη του μικρομάγαζου και της μικρομεσαίας επιχείρησης), ενώ οι μαύροι, που συγκροτούνται περισσότερο σε φυλετική δικαιωματική παρά σε ταξική βάση, έχουν αφεθεί στα στελέχη του Ομπάμα, που υποδύεται την τάχα «πλατιά κεντροαριστερή μέση κατάσταση» ανάμεσα στο μεγαλοαστικό αλλα πάντως αστοδημοκρατικό Κέντρο του Μπάιντεν και στην ψευτολαϊκή «Αριστερά» των Σάντερς - Κορτέζ.
Ο βρώμικος ρόλος του Ομπάμα
Στην ουσία, έχουμε το εντελώς σπάνιο φαινόμενο (που στο βάθος είναι προάγγελος πολιτικής ανωμαλίας από τα «αριστερά» σε ό,τι αφορά το Δημοκρατικό Κόμμα, όπως η προεδρία Τραμπ είναι μια θεσμική ανωμαλία σε εξέλιξη από τα δεξιά σε ό,τι αφορά το Ρεπουμπλικανικό) ένας πρώην αρχηγός του κράτους, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα πια να εκλεγεί στο ύπατο αξίωμα ούτε τη διάθεση να εκλεγεί σε οποιοδήποτε άλλο, ο Ομπάμα, να αποτελεί τον άτυπο αρχηγό του Δημοκρατικού Κόμματος, τον άρχοντα πασών των φραξιών, ο οποίος μάλιστα, ως μεγαλοαστός, μπορεί να θέτει όρους στη νέα ηγεσία, αλλά και ως μαύρος, άρα εξ ορισμού σε επαφή με μεγάλο μέρος της «λαϊκής βάσης», να την καλεί να «αφουγκράζεται το λαό και να μην αποκόπτεται από αυτόν». Βάση βέβαια σύμφωνα με τον Ομπάμα, την οποία οφείλει να υπακούει ο Μπάιντεν και να συμβιβάζεται μαζί της, είναι οι αντισημίτες της Squad και ο φίλος και οπαδός του μυθομανούς Έλληνα σοσιαλφασίστα Βαρουφάκη (!) Σάντερς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, μολονότι αντιπρόεδρός του για οκτώ χρόνια και υμνητής του, ο Μπάιντεν έπρεπε να δεχτεί τον συμβιβασμό να συγκροτήσει έξι κοινές επιτροπές επεξεργασίας προγράμματος με την ομάδα του Σάντερς προκειμένου ο Ομπάμα να δεχτεί να βγει και να τον υποστηρίξει επίσημα ως υποψήφιο πρόεδρο των ΗΠΑ, στο όνομα τάχα της «ενότητας όλων των τάσεων του κόμματος». Αυτός ήταν ένας πρωτοφανής εκβιασμός, με απειλή τη διάσπαση από τον Σάντερς, γιατί ο Μπάιντεν είχε ήδη εκλεγεί από τη βάση του κόμματος στις προκριματικές εκλογές. Ήδη στον αμερικανικό Τύπο κυκλοφορούν αναλύσεις ότι η «Αριστερά» των Σάντερς - Κορτέζ ζητάει και συγκεκριμένα πόστα στην ομάδα που θα αναλάβει τη μεταβίβαση της εξουσίας από τον Τραμπ στον Μπάιντεν σε περίπτωση νίκης του δεύτερου στις εκλογές (ο νέος πρόεδρος εκλέγεται στις 3 Νοεμβρίου 2020, αλλά θα αναλάβει καθήκοντα, όπως συμβαίνει πάντα στις ΗΠΑ, στις 21 Ιανουαρίου 2021).
Φυσικά, ο Τραμπ άλλο που δεν θέλει: από κει που στις προηγούμενες εκλογές έβριζε ακόμη και το ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του ως τμήμα του «κατεστημένου», καταλαμβάνοντάς το ουσιαστικά εξ εφόδου με τη δύναμη της αφιονισμένης από μεγάλα φιλικά του ΜΜΕ, «ριζοσπαστικής» υπερδεξιάς του βάσης, τώρα υποδύεται τον «απλό» συντηρητικό και οπαδό της εύρυθμης λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς, που απειλείται από τους «σοσιαλιστές και κομμουνιστές της ριζοσπαστικής αριστεράς» που έχουν καταλάβει, όπως λέει, το Δημοκρατικό Κόμμα. Μιλά δηλαδή για έναν Μπάιντεν «όμηρο» των Κορτέζ, των Τλάιμπ, των Ομάρ και των σπασιματιών που έχουν κυριαρχήσει μέσα σε ό,τι έχει απομείνει από το Black Lives Matter, αλλά όχι του Ομπάμα, που ο Τραμπ θέλει να τον διαφυλάξει εμφανίζοντάς τον σαν δήθεν κεντρώο φιλελεύθερο και όχι σαν τον αληθινό ηγέτη των Σάντερς και Κορτέζ. Στην πραγματικότητα, δέχεται την πάσα που του δίνουν οι ρωσόφιλοι σύντροφοί του της υποτιθέμενης «ριζοσπαστικής Αριστεράς», τους οποίους είναι γνωστό ότι ήδη από το 2016 έσπρωχνε πολιτικά η Ρωσία μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ενάντια στην «καθεστωτική ελίτ». Ο ίδιος ο Τραμπ άλλωστε έκανε ήδη από εκείνες τις εκλογές πολλαπλές εκκλήσεις στους οπαδούς του Σάντερς να τον στηρίξουν και να συνεχίσουν μέσα από τη δική του υποψηφιότητα τον αγώνα ενάντια στο «κατεστημένο», όταν ο Σάντερς ηττήθηκε από την Κλίντον στην εσωκομματική διαδικασία των Δημοκρατικών.
Στο επίκεντρο το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής
Κεντρικό ζήτημα για όλο τον σοσιαλφασισμό παγκόσμια και η μεγαλύτερη «πάσα» στον ρωσόδουλο φασίστα ένοικο του Λευκού Οίκου είναι η πίεση που ασκούν οι ψευτοαριστεροί μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα στον Μπάιντεν για υπερφιλόδοξους στόχους στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και του περιβάλλοντος. Ήδη ο τελευταίος αναθεώρησε την αρχική του θέση για μηδενικές εκπομπές ρύπων στην παραγωγή ενέργειας έως το 2050, υιοθετώντας τη θέση των Σάντερς - Κορτέζ για μηδενικές εκπομπές μέσα σε 15 χρόνια (έως το 2035). Όλα αυτά στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, με διευρυμένη βιομηχανική βάση και ενεργειακή παραγωγή, καθώς και την μεγαλύτερη παραγωγή πετρελαίου στον κόσμο (και από τις μεγαλύτερες φυσικού αερίου), μέσω της μεθόδου εξόρυξης του fracking.
Αν σκεφτεί κανείς με πόσο παπαδίστικο και αντιεπιστημονικό πάθος οι ψευτοαριστεροί παλεύουν ενάντια στην πυρηνική ενέργεια και πόσα εμπόδια βάζουν στα υδροηλεκτρικά φράγματα, τάχα για περιβαλλοντικούς λόγους και το κόστος μιας μετάβασης σε μια βιομηχανία που θα λαμβάνει την ενέργειά της αποκλειστικά από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) μέσα σε 15 χρόνια, τη στιγμή που η τεχνολογία αποθήκευσης αυτής της ενέργειας βρίσκεται ακόμη σε πρωτόλειο στάδιο, ενώ οι καιρικές αλλαγές την καθιστούν ασταθή και απρόβλεπτη ως προς τις ποσότητες που μπορεί να παρέχει στην παραγωγή, μπορεί να καταλάβει τη ρίγη αγωνίας που προκαλούν αυτές οι θέσεις σε μια εκτεταμένη βάση εργαζόμενων στον ενεργειακό κλάδο και στην παραδοσιακή βιομηχανία, αλλά και σε ολόκληρα τμήματα της αστικής τάξης των ΗΠΑ, κυρίως εκείνα που παράγουν με κύριο προσανατολισμό την εσωτερική αγορά της χώρας. Όλους αυτούς ο Τραμπ, αρνούμενος προβοκατόρικα κάθε περιβαλλοντικό προβληματισμό με πολιτικά και όχι με στέρεα επιστημονικά κριτήρια και υποδυόμενος τον άνθρωπό τους, τους έχει σύρει στο άρμα του και τους έχει πείσει ότι είναι ο σωτήρας τους έναντι της «έξαλλης» οικολογο-δημαγωγικής (και επίσης αντιεπιστημονικής) ψευτοαριστεράς. Σε μεγάλο βαθμό άλλωστε έχει βασίσει την σχετική πολιτική του ηγεμονία σε εκείνα τα τμήματα της αστικής τάξης (και του λαού που τα ακολουθεί) που δεν ενδιαφέρονται για ιμπεριαλιστικές περιπέτειες στο εξωτερικό και στο όνομα αυτών διεκπεραιώνει την παράδοση του πλανήτη στον ρωσοκινεζικό Άξονα.
Εκείνο που ο Τραμπ δεν λέει στη βάση του - αλλά που δεν το λένε ούτε ο Μπάιντεν και η Πελόζι, για να μη χάσουν τον πολιτικό στρατό που σέρνουν πίσω τους οι διάφοροι Σάντερς και Κορτέζ - είναι ότι στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής οι ριζοσπάστες τραμπικοί «πατριώτες» και οι ψευτοταξικιστές της κρυφοτροτσκιστικής πτέρυγας των Δημοκρατικών έχουν θέσεις που καταλήγουν από άλλο δρόμο στην ολόιδια γραμμή της παράδοσης του πλανήτη στη Ρωσία και την Κίνα.
Γιατί αυτό που κάνει δεν είναι ότι αποχωρεί από κάπου, αλλά ότι σπρώχνει αυτό το κάπου στη Ρωσία και την Κίνα. Π.χ. το κακό δεν είναι ότι διώχνει μέρος από τα αμερικάνικα στρατεύματα από την Γερμανία. Το κακό είναι ότι λέει στη Γερμανία ότι θα της κηρύξει οικονομικό πόλεμο αν δεν ματαιώσει το δεύτερο αγωγό φυσικού αερίου από τη Ρωσία η αν πάρει τα δίκτυα 5G από την Κίνα. Έτσι σπρώχνει όλη την κοινή γνώμη της Γερμανίας εναντίον των ΗΠΑ και υπέρ της Ρωσίας και της Κίνας. Οι πρώτοι, λοιπόν, οι «ριζοσπάστες τραμπικοί» απλώς φωνάζουν «Πρώτα η Αμερική» και «δεν μπορούμε να πληρώνουμε για αέναους πολέμους», αποχωρώντας όμως από αυτούς με τρόπο που σπρώχνει ολόκληρες χώρες και περιφέρειες στο μαχαίρι του βομβαρδιστή νοσοκομείων και ισοπεδωτή πόλεων Πούτιν. Οι δεύτεροι, οι τάχα «ριζοσπάστες προοδευτικοί», στην πραγματικότητα σοσιαλφασίστες τροτσκιστές, φωνάζουν ότι ο αμερικάνικος επεμβατισμός στο εξωτερικό είναι ο κύριος εχθρός των λαών παγκόσμια και εμφανίζονται ως ανοιχτοί σύμμαχοι των ρωσόδουλων που ξεπουλούν τις χώρες τους στο Κρεμλίνο, όπως οι Μαδούρο, Ορτέγκα, Κάστρο, κάτι που ο Τραμπ, ως «κλασσικός αντικομμουνιστής», δεν μπορεί να κάνει ανοιχτά. Εκείνος φροντίζει απλώς οι αντιπολιτεύσεις σε όλους αυτούς τους ρωσόδουλους ή έστω υποτακτικούς στον Πούτιν να παίρνουν τη δική του απεχθή, πραξικοπηματίστικη μορφή (π.χ. Γκουαϊδό - Βενεζουέλα), ώστε οι Ρώσοι και τα τσιράκια τους να παρουσιάζουν τις δικτατορίες τους ως «εθνικά ανεξάρτητα καθεστώτα ενάντια στην αμερικανική προσπάθεια επέμβασης στα εσωτερικά τρίτων χωρών».
Από μια άποψη, δε, οι θέσεις της ψευτοταξικής, αντιμαρξιστικής ψευτοΑριστεράς στο πεδίο της ενεργειακής πολιτικής αποτελούν κριτική στον Τραμπ από τα δεξιά, καθώς αυτός ο τελευταίος, λόγω της πολιτικής του ταξικής συμμαχίας με το βιομηχανικό μονοπώλιο, ιδιαίτερα το ενεργειακό, που έχει ανάγκη για να διατηρείται στην εξουσία, δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο του σαμποταριστή της παραγωγής και της ενεργειακής ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, αλλά και της ενεργειακής ανεξαρτησίας του πλανήτη από τη Ρωσία και τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες συμμάχους της (μέσω των εξαγωγών αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου - LNG, κυρίως στην Ευρώπη, αλλά και σε άλλα σημεία του κόσμου). Οι ψευτοαριστεροί, ωστόσο, μπορούν κάλλιστα στο όνομα της χιλιαστικής τους (υποκινημένης από το σοσιαλιμπεριαλισμό) υστερίας για μια άμεση περιβαλλοντική καταστροφή, η οποία τάχα επίκειται, να αποσαθρώσουν την παραγωγική μηχανή των ΗΠΑ και τελικά να ολοκληρώσουν το έργο της παράδοσης του πλανήτη στον ρωσοκινέζικο Άξονα, που ξεκίνησε ο Τραμπ: αυτός παραδίνει στον Πούτιν και στον Σι πολιτικά και στρατιωτικά τον Τρίτο Κόσμο και την Ευρώπη, οι τροτσκιστές αντισημίτες καταστροφείς θα αναλάβουν να τους «παραχωρήσουν» κι αυτές τις ίδιες τις ΗΠΑ, αποδυναμώνοντας τες παραγωγικά και οικονομικά.
Χωρίς την ηγεμονία στο αντιφασιστικό μέτωπο της λαϊκής και εργατικής Αριστεράς, οι αστοί μισοδημοκράτες πάνε σε συντριβή
Αυτές είναι κάπως συνοπτικά ορισμένες από τις πλευρές που κάθε άλλο παρά καθιστούν τις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές μια «καθαρή» και ξάστερη μάχη μεταξύ φιλορώσικου και αντιρώσικου στρατοπέδου, μολονότι το ποιος θα νικήσει και ποιος θα χάσει έχει αντικειμενικά τεράστια σημασία. Άλλωστε η διαφορά του σύγχρονου χιτλερισμού σε σχέση με τον παλιό ομόλογό του είναι ότι η Ρωσία, διδαγμένη από την αποτυχία του Χίτλερ και τη μετωπική σύγκρουσή του με όλο τον πλανήτη, έχει μάθει ότι δεν φθάνει μια ισχυρή «Πέμπτη Φάλαγγα» μέσα στο έδαφος του εχθρού για να εξασφαλίσει την εσωτερική υπονόμευση του εχθρού και τελικά τη νίκη. Έχει προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα ελέγχοντας και τις δύο πλευρές ψεύτικων και κάλπικων διπόλων και μέσω αυτών συντρίβει τις δημοκρατικές φράξιες και τάσεις της αστικής τάξης, πνίγοντάς τες μεταξύ «πατριωτών λευκών δεξιών» και ψευτοταξικών οικονομιστών «αριστερών», που και οι δυο τους όμως συμφωνούν ότι η φασιστική Μόσχα δεν αποτελεί κανέναν σημαντικό εχθρό (οι περισσότεροι από αυτούς μάλιστα την θεωρούν ανοιχτά και φίλο), ενώ μιλούν πάντα στο όνομα της φτωχολογιάς και των λαϊκών μαζών.
Η κλασική αστική τάξη, οι διάφοροι κλασικοί συντηρητικοί, φιλελεύθεροι και δυτικού τύπου σοσιαλδημοκράτες (δηλαδή όσοι απ’ αυτούς δεν είναι φίλοι και σύμμαχοι του σοσιαλφασισμού, όπως συμβαίνει με μεγάλο μέρος της κρατικιστικής «αριστερής» σοσιαλδημοκρατίας) δίνουν μάχες οπισθοφυλακών, γιατί δεν μπορούν ποτέ, από την ταξική τους φύση, να μιλήσουν παστρικά στη μάζα και να εκφράσουν αυθεντικά τους πόθους της για δημοκρατία, ανάπτυξη, κοινωνική δικαιοσύνη και ανθρώπινη ζωή που να μην κινείται μόνιμα στο όριο της επιβίωσης.
Γι’ αυτό γίνεται ορατό όλο και περισσότερο ότι χωρίς μια λαϊκή και εργατική Αριστερά, που να μπορεί να ταυτόχρονα να είναι αταλάντευτα ταξική και πλατιά δημοκρατική αντιφασιστική, ως πυρήνας πατριωτικών αντιιμπεριαλιστικών και δημοκρατικών μετώπων, το «ρώσικο» δίπολο θα συντρίβει αργά ή γρήγορα τις αστικές δημοκρατικές εφεδρείες, που θα αδυνατούν να οργανώσουν την αντίσταση σε εκείνους που προετοιμάζουν τον αιματηρότερο όλων των πολέμων για την αναδιανομή του πλανήτη, επειδή ήρθαν τελευταίοι στο τραπέζι της ιμπεριαλιστικής μοιρασιάς, δηλαδή στον ρωσοκινέζικο Άξονα και όσους νεόκοπους τριτοκοσμικούς συμμάχους καταφέρει αυτός να σύρει πίσω του. Ήδη άλλωστε παλεύει και τα πηγαίνει αρκετά καλά στην πρόσδεση Ιράν, Αιγύπτου, Τουρκίας, Πακιστάν, Ινδίας και σε έναν βαθμό Σαουδικής Αραβίας και Εμιράτων, με τον άξονα να εκμεταλλεύεται και τις μεταξύ τους αντιθέσεις (π.χ. Τουρκία - Αίγυπτος, Ινδία - Πακιστάν, Σ. Αραβία - Ιράν), κάνοντας τον διαιτητή ανάμεσά τους, αποκτηνώνοντάς τους και οδηγώντας σε ηγεμονιστικές και άδικες επεμβάσεις στη εκάστοτε γειτονιά τους.
Μια νίκη του Μπάιντεν, πάντως στις εκλογές που έρχονται παραμένει η μόνη που δεν θα σημαίνει θρίαμβο από τώρα για το ρωσοκινεζικό άξονα και άμεσο, πιθανότατα αναπόφευκτο πλησίασμα ενός Γ’ Παγκόσμιου Πόλεμου. Αυτό όχι μόνο επειδή αυτός δεν είναι χαφιές της Μόσχας και φασίστας όπως ο Τραμπ, αλλά και γιατί μια ήττα του θα έδινε κατακλυσμιαία δύναμη στα τροτσκοειδή μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα να διακηρύξουν ότι μόνο με την δική τους καταστροφική γραμμή μπορεί πια να κερδηθεί μια εκλογική μάχη για το δημοκρατικό στρατόπεδο.
Μια νίκη Τραμπ δηλαδή θα ήταν διπλή ήττα στην προσπάθεια ανάσχεσης του πολέμου που θα εξαπολύσουν Μόσχα και Πεκίνο για την παγκόσμια κυριαρχία. Ωστόσο, κανένας δημοκράτης δεν πρέπει να κοιμάται ήσυχος στην περίπτωση μιας οριακής ή και ευρείας νίκης Μπάιντεν.
Η αστική τάξη έχει από καιρό χάσει κάθε δυνατότητα να δώσει δημοκρατική πνοή και ώθηση προόδου στον πλανήτη. Το βάρος της ευθύνης πέφτει πια, εδώ και δεκαετίες, στο παγκόσμιο προλεταριάτο και στην επαναστατική (και γι’ αυτό βαθιά δημοκρατική και χειραφετητική) διανόηση και καθοδήγησή του, όταν αυτή είναι εκεί για να παίξει τον ρόλο της.