Αρχικά οι δυτικοί ιμπεριαλιστές είχαν στραφεί ενάντια στον Ερντογάν όταν αυτός, ακριβώς λόγω της στάσης του στο συριακό, δέχτηκε την ολόπλευρη πολιτική επίθεση του πελώριου δικτύου του ευρασιατιστή, δηλαδή ρωσόφιλου φασίστα Γκιουλέν που ως τη συριακή εξέγερση μοιραζόταν την εξουσία με τον κόμμα του Ερντογάν και έστηνε φασιστικές διώξεις ενάντια στου κεμαλικούς στρατιωτικούς και πολιτικούς παράγοντες κάτω από τα χειροκροτήματα των δυτικών φιλελεύθερων, για τους οποίους ο κύριος εχθρός ήταν πάντα το κεμαλικό «βαθύ κράτος», δηλαδή η κοσμική και δυτικόφιλη Τουρκία.
Στη συνέχεια οι δυτικοί των ΗΠΑ και της Ευρώπης όχι μόνο άφησαν μόνο του τον Ερντογάν όταν μετά τη ρήξη με τον Γκιουλέν δέχτηκε την επίθεση του εγκάθετου του Κρεμλίνου ΡΚΚ το οποίο έσπασε την πολύχρονη εκεχειρία του με την κυβέρνηση Ερντογάν και ξεκίνησε αιματηρές τρομοκρατικές επιχειρήσεις κατά αμάχων στο τούρκικο έδαφος.
Τότε, για να συντρίψει την επίσης εγκαταλελειμμένη από τη Δύση κουρδική αντιπολίτευση, η πουτινική Ρωσία επέμβηκε ωμά στον συριακό εμφύλιο υπέρ του χασάπη Άσαντ και ενέτεινε τους βομβαρδισμούς αμάχων στο πλευρό του. Ταυτόχρονα για να δυναμώσει παραπέρα την πίεση στον απομονωμένο από τη Δύση Ερντογάν και να τον υποχρεώσει να συνθηκολογήσει άρχισε από τις στρατιωτικές βάσεις της στη Συρία τις αεροπορικές εδαφικές παρενοχλήσεις σε βάρος της Τουρκίας, με αποτέλεσμα αυτή να απαντήσει καταρρίπτοντας του ρώσικο μαχητικό. Πατώντας εκεί και δήθεν σαν θιγμένος, ο προβοκάτορας Πούτιν ξεκίνησε πλήρη οικονομικό και διπλωματικό πόλεμο στην Τουρκία και στον Ερντογάν.
Εκείνη τη στιγμή η ΕΕ αλλά και οι ΗΠΑ, με την κυρίαρχη μονοπωλιακή αστική τους τάξη αθεράπευτα ενδοτική απέναντι στο ρωσοκινεζικό άξονα και γι αυτό διαβρωμένη στο ψηλότερο ηγετικό επίπεδο από αφοσιωμένους πράκτορες και φίλους της Ρωσίας, αντί να σταθούν στο πλευρό μιας Τουρκίας που αντιστεκόταν στον εισβολέα της Ουκρανίας, αποφάσισαν όχι μόνο να την εγκαταλείψουν εντελώς μόνη της στα οικονομικά αντίποινα των νέων τσάρων, αλλά την κάλεσαν να τα βρει με τη Ρωσία για να μην βάλει τάχα σε περιπέτειες το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Ταυτόχρονα κατηγορούσαν τον Ερντογάν ότι ενώ αντιμετώπιζε την αιματηρή φασιστική τρομοκρατική βία του ΡΚΚ ήταν εντελώς αντιδημοκρατικό εκ μέρους του να αντιμετωπίζει σαν εχθρούς της χώρας του τους συνεργάτες και τους υπερασπιστές του ΡΚΚ στη Βουλή και στον Τύπο. Δηλαδή του ζήτησαν να κάνει το αντίθετο από αυτό που κάνουν οι ίδιοι και σωστά για όσους υποστηρίζουν τον ISIS που στο κάτω κάτω κάνει στις χώρες τους λιγότερες σφαγές αμάχων από αυτές που κάνει το ΡΚΚ στην Τουρκία. Μάλιστα για να τον πιέσουν να υποκύψει σε αυτό ειδικά το ζήτημα, αθετούν την υπόσχεση που του είχαν δώσει στα πλαίσια της συμφωνίας για το μεταναστευτικό, ότι θα έδιναν βίζες στους τούρκους πολίτες για τα ταξίδια τους στην Ευρώπη, αίτημα που ήταν κυρίως της πιο φιλοευρωπαϊκής μερίδας του τούρκικου επιχειρηματικού κόσμου.
Τελικά, οι υφεσιακοί και οι ρωσόφιλοι ηγέτες της Δύσης πέτυχαν το σκοπό τους, δηλαδή απομόνωσαν και αποθάρρυναν και ποδοπάτησαν σε τέτοιο σημείο την κυβέρνηση Ερντογάν, που την οδήγησαν να ζητήσει ταπεινωτική συγγνώμη από τη Ρωσία για την κατάρριψη του αεροπλάνου της και από τότε να ξεκινήσουν οι όλο και μεγαλύτερες υποχωρήσεις του Ερντογάν στον Πούτιν, και στις διμερείς σχέσεις και στο συριακό. Μάλιστα αυτό που κάνει πραγματικά κτηνώδη την πολιτική των ευρωπαϊκών ηγεσιών απέναντι στον Ερντογάν είναι ότι ενώ υποψήφιο σουλτάνο το ανεβάζουν και υποψήφιο δικτάτορα τον κατεβάζουν δεν αποδοκιμάζουν σχεδόν ποτέ τον αληθινό δικτάτορα και σφαγέα της αντιπολίτευσης στη χώρα του, τον ρωσόφιλο Σίσι της Αιγύπτου, τον οποίο επίσης αποδοκίμαζε ο Ερντογάν μένοντας μόνος του στον σουνιτικό κόσμο, χωρίς καν τη Σαουδική Αραβία που σε εκείνη τη φάση ηλιθίως υποστήριζε τον Σίσι επειδή χτυπούσε τους εχθρούς της αδελφούς μουσουλμάνους.
Από το σημείο εκείνο και πέρα η ρώσικη διπλωματική μηχανή κινήθηκε στο φουλ βάζοντας σε λειτουργία το πιο εκλεπτυσμένο και επίφοβο όπλο της, την πολιτική προβοκάτσια, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πραξικόπημα των γκιουλενιστών του Ιούνη του 2016. Η δουλειά ήταν στημένη από καιρό. Οι γκιουλενιστές, πριν κιόλας συγκρουστούν με τον Ερντογάν με το κίνημα της πλατείας Ταξίμ το 2013, είχαν ήδη ντυθεί δυτικοί φιλελεύθεροι, με πρώτον τον διπρόσωπο αρχηγό τους που είχε καταφύγει στις ΗΠΑ υπό την προστασία του Ομπάμα. Ταυτόχρονα οι γκιουλενιστές είχαν εξασφαλίσει από την εποχή που εκκαθάριζαν με προβοκάτσιες τους κεμαλιστές την υποστήριξη των δυτικών φιλελεύθερων. Αυτοί είναι οι πιο επιρρεπείς άνθρωποι στον κόσμο να γίνουν έρμαια πολιτικά μεταμφιεσμένων πρακτόρων, επειδή πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν πράκτορες και πολιτικές συνομωσίες αφού όλες οι πολιτικές μάχες κρίνονται γι αυτούς στο πεδίο της οικονομικής δύναμης. Αυτόματα λοιπόν αυτοί παρατάχθηκαν με τον οικονομικά «φιλελεύθερο» Γκιουλέν χωρίς να νοιάζονται για το ευρασιατικό του παρελθόν, αν το πρόσεξαν ποτέ.
Έτσι όταν οι γκιουλενιστές έκαναν το αιματηρό τους στρατιωτικό πραξικόπημα τον Ιούνη του 2016 η γουρουνίσια και δίχως καμιά δημοκρατική αρχή εχθρότητα των ηγετών της ΕΕ και των ΗΠΑ ενάντια στον Ερντογάν δυνάμωσε αντί να μειωθεί. Αντί δηλαδή αυτοί να παραταχθούν με τον εκλεγμένο πρωθυπουργό της υποτίθεμενα σύμμαχής τους χώρας ενάντια στους πραξικοπηματίες που θέριζαν τους άοπλους τούρκους υπερασπιστές της δημοκρατίας, σιώπησαν επιδεικτικά ζητώντας εκείνες τις κρίσιμες στιγμές αυτοσυγκράτηση, που σήμαινε οπισθοχώρηση των διαδηλωτών απέναντι στους ασυγκράτητους φονιάδες πραξικοπηματίες. Μάλιστα από την επόμενη μέρα, πριν καλά-καλά η Τουρκία θάψει τους νεκρούς της ξεκίνησαν την νέα εκστρατεία τους ενάντια στον κυβέρνηση κατηγορώντας την ότι άρχισε να κάνει υπερβολικές συλλήψεις και εκκαθαρίσεις των γκιουλενιστών από το κράτος, πράγμα που καλά-καλά δεν είχε τολμήσει ως εκείνη τη στιγμή να ζητήσει ούτε καν η εσωτερική αντιπολίτευση, καθώς ο τούρκικος λαός ήταν με το δίκιο του αφάνταστα εξοργισμένος με τους γκιουλενιστές που το εύρος της επιρροής και της διείσδυσης τους μέσα στον κρατικό μηχανισμό της χώρας, ειδικά στη δικαιοσύνη, την αστυνομία και την εκπαίδευση, ήταν πασίγνωστες μέσα κι έξω από την Τουρκία.
Η εχθρική αυτή στάση των δυτικών ακόμα και μετά το πραξικόπημα, σε συνδυασμό με το ότι οι πραξικοπηματίες εμφανίζονταν σαν ακραιφνείς φιλοδυτικοί ήταν αρκετή για να οδηγήσει τον Ερντογάν και το κόμμα του στο συμπέρασμα που ήθελε ο Πούτιν, ότι δηλαδή ο μεγάλος εχθρός του ήταν ακριβώς η Δύση και όχι η Ρωσία. Για να ενισχύσει αυτό το συμπέρασμα ο Πούτιν είχε στείλει στην Τουρκία μόλις λίγες μέρες πριν το πραξικόπημα το δεξί του χέρι, τον θεωρητικό του ευρασιατισμού Ντούγκιν, να εξηγήσει στους Τούρκους ότι οι άνθρωποι που έριξαν το ρώσικο αεροπλάνο ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να σαμποτάρουν τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία και να την στρέψουν προς την Δύση. Αυτή την θέση την είχε ήδη πλασάρει πρώτος στην τούρκικη πολιτική σκηνή ο άνθρωπος του Πούτιν στην Τουρκία με ξεχωριστή διείσδυση στους στρατιωτικούς κύκλους, Ντογκού Περιντσέκ. Αυτός ο ισχυρισμός ήταν προορισμένος να εμφανιστεί τις επόμενες μέρες μετά το πραξικόπημα ότι επαληθεύτηκε καθώς αυτοί που έριξαν το ρώσικο αεροπλάνο συμμετείχαν πράγματι στο πραξικόπημα του Γκιουλέν. Δηλαδή φάνηκε, στα μάτια όσων δεν ξέρουν από σύνθετες ρώσικες προβοκάτσιες, σαν να επαληθεύεται το ότι οι πραξικοπηματίες ήταν δυτικοί και αντιρώσοι. Αλλά το ότι ο Ντούγκιν βρέθηκε την κατάλληλη στιγμή στην Τουρκία να λέει την πιο κατάλληλη κουβέντα υπέρ της Ρωσίας απλά ενισχύει τη θέση μας ότι η Ρωσία ετοίμαζε ένα πραξικόπημα στο οποίο ήξερε ότι συμμετείχαν ανώτατοι αξιωματικοί που εμπλέκονταν στην εντολή της κατάρριψης του ρώσικου αεροπλάνου. Άλλωστε ο μόνος που ωφελήθηκε από το πραξικόπημα του Ιούλη ήταν η Ρωσία η οποία είχε ετοιμάσει έτσι το πραξικόπημα μετά από το οποίο θα κέρδιζε και από τα δύο ενδεχόμενα: Είτε το φασιστικό πραξικόπημα θα πετύχαινε και ο ρωσόδουλος με ευρωπαϊκή εμφάνιση Γκιουλέν θα γινόταν ο τούρκος Σίσι, είτε θα αποτύγχανε αλλά θα είχε γίνει όλη η πολιτική προετοιμασία ώστε ο Ερντογάν να πιστέψει ότι το πραξικόπημα το έκανε η Δύση, οπότε θα κινιόταν προς τη Ρωσία, πράγμα που έγινε.
Ολάκερη η πριν το πραξικόπημα και η ελεεινή μετά από αυτό, ουσιαστικά φιλοπραξικοπηματική εκστρατεία της Ευρώπης και των ΗΠΑ ενάντια στον Ερντογάν, καθώς και η συνεχιζόμενη έμμεση πλην σαφής υποστήριξη τους προς το ΡΚΚ έπεισαν και αυτόν και το κόμμα του και την πλειοψηφία του τούρκικου λαού ότι ο κύριος εχθρός τους ήταν η Δύση, ιδιαίτερα η Ευρώπη, και ότι η Ρωσία του Πούτιν ήταν φίλος τους. Αυτό παρά το γεγονός ότι η Ρωσία συνέχισε να αντιστρατεύεται την Τουρκία και στο συριακό και στο ζήτημα του ΡΚΚ, μιας και σε τίποτα από αυτά η Ρωσία δεν εμφανιζόταν πιο εχθρική από όσο η Δύση.
Αυτό ήταν αρκετό για να στείλει την Τουρκία βαθύτερα στα χέρια του Πούτιν και να ισχυροποιήσει σε πελώριο βαθμό τη θέση του Περιντσέκ και άλλων ευρασιατιστών ότι δεν πρέπει μόνο να εκκαθαριστούν από το κράτος οι γκιουλενικοί αλλά και πολλοί φιλοευρωπαίοι. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Ερντογάν άρχισε να διευρύνει τις εκκαθαρίσεις στο κράτος και να κάνει διώξεις και στον τύπο ενάντια ακόμα και σε φιλοευρωπαίους δημοκράτες που τον είχαν στηρίξει αποφασιστικά στη διάρκεια του πραξικοπήματος. Με λίγα λόγια άρχισε σε κάποιο βαθμό να επαληθεύει αυτό για τον οποίο τον κατηγορούσαν οι ευρωπαίοι φιλελεύθεροι αληθινοί ή καλυμμένοι ρωσόφιλοι ότι έστηνε ένα αυταρχικό πιστό στον ίδιο κρατικό μηχανισμό. Πρόκειται για αυτό που ονομάζεται αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία.
Ασφαλώς αν σπρώξεις με κλωτσιές κάποιον που υφίσταται βία και που δεν φημίζεται για τις βαθιές δημοκρατικές του πεποιθήσεις και αυτός βρει συμπαράσταση σε φασίστες σαν τον Πούτιν και τους κάθε λογής φίλους του στην Τουρκία και σε όλο τον κόσμο, τότε θα τον βρεις απέναντί σου με τις χειρότερες πλευρές του που εσύ ο ίδιος έχεις φέρει στην επιφάνεια. Αυτό στην πολιτική λέγεται προβοκάτσια.
Αυτές ακριβώς τις πλευρές του Ερντογάν και της Τουρκίας έφεραν στην επιφάνεια οι διάφοροι ψευτοευρωπαίοι φίλοι του Πούτιν Γιουνκέρ, Ρέντζι, Κουρτς (ΥΠΕΞ της Αυστρίας), Μογκερίνι, αλλά και οι πιο καλυμμένοι Μέρκελ, Σταϊνμάγερ και Ολάντ. Και μόλις τις εκδήλωσε άρχισαν να τον κατηγορούν ότι είναι αυτός που πάντα πίστευαν με αποτέλεσμα να τον κάνουν ακόμα πιο σίγουρο για το ευρωπαϊκό μίσος εναντίον του και αυτός να ανταπαντάει κλιμακώνοντας με κινήσεις στα όρια της πολιτικής υστερίας. Έτσι η πιο δημοκρατική περιοχή του κόσμου, η ΕΕ, και η πιο ισχυρή και δημοκρατική μουσουλμανική χώρα, ασπίδα και πύλη της πρώτης στη ματωμένη Μέση Ανατολή των πετρελαίων, σχεδόν πιάστηκαν στα χέρια. Πραγματικός δηλαδή θρίαμβος της νεοτσαρικής διπλωματίας.
Για τα επεισόδια που δηλητηρίασαν όσο ποτέ τις ευρωτουρκικές σχέσεις
Αφορμή της πρόσφατης σύγκρουσης, της πιο έντονης από κάθε άλλη προηγούμενα αποτέλεσε το επικείμενο δημοψήφισμα στην Τουρκία, στο οποίο ο τούρκικος λαός θα αποφασίσει αν θα δοθούν αυξημένες εξουσίες στον εκάστοτε πρόεδρο της χώρας (και όχι μόνο στο «σουλτάνο» Ερντογάν, όπως αρέσκονται να τον κατηγορούν οι ρωσόφιλοι, οι εθνικιστές και οι χωρίς στρατηγική σκέψη και βαθύτερα δημοκρατικά αντανακλαστικά φιλελεύθεροι). Κανονικά, το ζήτημα αν σε μια χώρα το πολίτευμα θα είναι προεδρευόμενη ή προεδρική δημοκρατία το αποφασίζει είτε το κοινοβούλιό της, είτε ο λαός με δημοψήφισμα. Αυτό θα έπρεπε να είναι το αυτονόητο. Για τη λογική όμως του κάθε δυτικού επεμβασία ιμπεριαλιστή, μεγάλου ή μικρού, φιλελεύθερου ή όχι αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Κατ’ αυτούς, ο Ερντογάν, αφού δεν τους ρώτησε πως έπρεπε να φερθεί στους πραξικοπηματίες και αφού δεν άκουσε τις συμβουλές τους να βρουν πολιτική λύση με τους φονιάδες του ΡΚΚ, διέπραξε το βαρύτατο ολίσθημα να μην τους ρωτήσει για το τι είδους δημοκρατία ήθελε η Τουρκία. Έτσι καθόρισαν την αρνητική τους στάση όχι μόνο στο ίδιο το δημοψήφισμα, λες και έπεφτε σ’ αυτούς ο λόγος, αλλά κυρίως στο αν θα επέτρεπαν σε στελέχη της τουρκικής κυβέρνησης να επισκεφθούν τις χώρες τους, στις οποίες εδώ και δεκαετίες ζει ικανός αριθμός τούρκων μεταναστών, και να κάνουν ομιλίες στους ομοεθνείς τους προτρέποντας να ρίξουν θετική ψήφο στο δημοψήφισμα.
Το βασικό δηλαδή επιχείρημα όσων Ευρωπαίων απαγόρευσαν στους τούρκους υπουργούς τα παραπάνω δεν ήταν ότι σε κάτι τέτοιο ήταν αντίθετοι για λόγους αρχής, αλλά κυρίως γιατί, κατά τη γνώμη τους, θετική ψήφος στο δημοψήφισμα θα έδινε ανεπίτρεπτα πολλές εξουσίες στον Ερντογάν.
Ένας δημοκρατικός και λογικός άνθρωπος μιας οποιασδήποτε χώρας, σίγουρα θα δυσαρεστούνταν να βλέπει τον πρωθυπουργό μιας ξένης χώρας να κάνει προεκλογικό αγώνα στα μπαλκόνια της πρωτεύουσας του, και μάλιστα έναν αγώνα σε συνθήκες πολύ μεγάλης οξύτητας και ουσιαστικής διάσπασης των μεταναστών στη φιλοξενούσα χώρα. Αυτή είναι μια στάση αρχής. Και εδώ έχει πολύ μεγάλες ευθύνες ο Ερντογάν που κατά αρχήν τους πρόσφερε το πρόσχημα να απορρίψουν το αίτημά του. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, στις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πολλούς τούρκους μετανάστες ψηφοφόρους να πάνε να μιλήσουν σ’ αυτούς κάποια εξέχοντα μέλη της επιτροπής υπέρ του «ναι» στο δημοψήφισμα, όπως και κάποιοι της αντίθετης άποψης. Δεν είναι ανάγκη να κάνει αυτή τη δουλειά κάποιος υπουργός -πόσο μάλλον ο ίδιος ο πρωθυπουργός (ο Γκιλντιρίμ) ή ο υπουργός εξωτερικών (ο Τσαβούσογλου). Αυτό έχει το εξής αρνητικό: ότι από την ώρα που η Τουρκία είναι ουσιαστικά σε έναν ακήρυχτο εμφύλιο με τους κούρδους εθνικιστές και τους γκιουλενικούς, οι ομιλίες ηγετών του τούρκικου κράτους σε ανοιχτές μαζικές συγκεντρώσεις, οξύνει τις αντιθέσεις μεταξύ των μεταναστών που είναι ταυτόχρονα πολίτες της δοσμένης χώρας. Ωστόσο, από την άλλη μεριά δεν θα γινόταν κάποια καταστροφή αν γινόταν αυτό, γιατί επί τόσα χρόνια δεν έχουν καταγγελθεί βίαιες κινήσεις της πλειοψηφίας που είναι οι οπαδοί του ΑΚΡ εναντίον της μειοψηφίας των μεταναστών που είναι οι οπαδοί του Γκιουλέν και του ΡΚΚ, αλλά ούτε και το αντίθετο. Άλλωστε και στην Τουρκία δεν έχουν επισημανθεί τέτοια φαινόμενα βίας σε επίπεδο βάσης από την πλευρά του ΑΚΡ την ώρα που και οι γκιουλενικοί πραξικοπηματίες και οι ηγέτες του ΡΚΚ έχουν σκοτώσει τούρκους άοπλους πολίτες.
Γι αυτούς τους λόγους πιστεύουμε ότι οι απαγορεύσεις των συγκεντρώσεων στην μεν Γερμανία είχαν από πίσω τη λογική των Μέρκελ, Γκάμπριελ: «όχι στις ομιλίες του υποψήφιου δικτάτορα Ερντογάν» και όχι τη λογική που πρόβαλαν επίσημα: «όχι στη διάσπαση των τούρκων πολιτών στο γερμανικό έδαφος». Σε ότι αφορά την Ολλανδία η λογική της απαγόρευσης ήταν πραγματικά αυτή που πρόβαλε ο πρωθυπουργός Ρούτε, δηλαδή να μην δοθούν ελάχιστες μέρες πριν τις ολλανδικές εκλογές ξενοφοβικά επιχειρήματα στον ρατσιστή Βίλντερς.
Εδώ ακριβώς, στην περίπτωση της Ολλανδίας και της Γερμανίας φανερώνεται το πόσο αντιδημοκρατικά και με περιφρόνηση προς τους λαούς των δύο παραπάνω χωρών φέρθηκε ο Ερντογάν. Όσο και να διαφωνεί κανείς με την απόφαση ή με τα κίνητρα των κυβερνήσεων της Γερμανίας ή της Ολλανδίας να μη δώσουν άδεια για ομιλίες σε ανοιχτές συγκεντρώσεις στους τούρκους υπουργούς, αυτοί δεν είχαν κανένα, μα κανένα δικαίωμα να αψηφήσουν αυτές τις απαγορεύσεις και να πάνε να μιλήσουν με το ζόρι, όπως έκανε στην Ολλανδία ο Τσαβούσογλου και πιο ωμά η υπουργός οικογενειακών υποθέσεων. Γιατί αυτό σήμαινε άρνηση της κυριαρχίας αυτών των χωρών στο εσωτερικό τους, σήμαινε μάλιστα και περιφρόνηση της κοινής γνώμης αυτών των χωρών που καλώς ή κακώς ήταν ή έγιναν αντίθετες με αυτές τις ομιλίες και συγκεντρώσεις.
Ειδικά η στάση του Ερντογάν στην περίπτωση της Ολλανδίας ήταν εντελώς εχθρική και μπορεί να πει κανείς προβοκατόρικη γιατί ο Ρούτε δεν είναι Μέρκελ, είναι πραγματικός φιλοευρωπαίος και όχι αντιτούρκος και είχε γι αυτό διακριτικά παρακαλέσει τον Τσαβούσογλου μέσω του Γκάμπριελ να μην κάνει τη συγκέντρωση στο Ρότερνταμ δυο μέρες πριν τις εκλογές γιατί αυτό θα δυνάμωνε τον Βίλντερς. Και αυτός το έκανε προσπαθώντας να προσγειώσει το αεροπλάνο του στην πόλη και μετά στέλνοντας την υπουργό οικογενειακών υποθέσεων Φατμά Μπετούλ Σαγιάν Καγιά στη συγκέντρωση αναγκάζοντας έτσι την ολλανδική αστυνομία να τη διώξει και να διαλύσει τη συγκέντρωση με τη βία. Αυτή η συμπεριφορά, συν την αντίδραση του Ερντογάν να κατηγορεί αμέσως μετά για φιλοναζισμό την Ολλανδία και τη Γερμανία, δηλαδή δυο από τις πιο δημοκρατικές χώρες της Ευρώπης και του κόσμου, κάνει μια πολύ βαθειά ζημιά στην ενότητα όχι απλά των κυβερνήσεων της Ολλανδίας και της Γερμανίας με την τούρκικη κυβέρνηση, αλλά ρίχνει δηλητήριο στις σχέσεις ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης και της Τουρκίας.
Με λίγα λόγια με αυτά τα καμώματά τους ο Ερντογάν και γενικότερα η ηγεσία του ΑΚΡ έχασαν σε ένα βαθμό το δίκιο τους απέναντι στις ευρωπαϊκές ηγεσίες, οπότε ευχαρίστησαν τους εχθρούς τους στην Ευρώπη και λύπησαν και έφεραν σε δύσκολη θέση τους φίλους τους. Έτσι έκαναν και το Σόιμπλε να συμφωνήσει στο κόψιμο της ευρωπαϊκής βοήθειας στην Τουρκία στα πλαίσια της συμφωνίας για το προσφυγικό ενώ ο ένοχος στην παραβίασή της ήταν η ΕΕ. Την ίδια ώρα επέτρεψαν στον αρχηγό των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών να βγει πάνω στην αναμπουμπούλα και να πει αυτό που προφανώς δεν τολμούσε τόσο καιρό: ότι η Τουρκία δεν απέδειξε με τα στοιχεία που προσκόμισε ότι το πραξικόπημα το έκανε το Δίκτυο Γκιουλέν, αλλά οι αξιωματικοί εναντίον των οποίων επεχείρησε εκκαθαρίσεις ο Ερντογάν. Αυτό ούτε λίγο ούτε πολύ σημαίνει ότι από πολιτική άποψη είναι ο εξουσιομανής και αυταρχικός Ερντογάν, που με τις υπερβολικές εκκαθαρίσεις του κατά πάντων και όχι ειδικά κατά των αποδεδειγμένα συνωμοτών γκιουλενικών, προκάλεσε το εναντίον του πραξικόπημα και την σφαγή 250 αόπλων δημοκρατικών πολιτών.
Το χειρότερο που έκανε αυτός ο καυγάς είναι ότι επέτρεψε στο διεθνή προβοκάτορα που στο βάθος τον προκάλεσε να βγει στο ρόλο που πιο πολύ λατρεύει, δηλαδή του ειρηνοποιού και να ζητήσει και από τις δύο πλευρές να ρίξουν τους τόνους, κάνοντας έτσι ανοιχτά τον φίλο και στις δύο πλευρές, ενώ στα κρυφά ανάβει τις φωτιές με τους σπιούνους του στα δυο στρατόπεδα. Στην πραγματικότητα όποιος είναι αληθινός φίλος δύο πλευρών σε βαθιά σύγκρουση δεν φτάνει να ζητάει να πέσουν οι τόνοι. Πρέπει να βρίσκει που είναι το δίκιο και που το άδικο και να βρίσκει επίσης που είναι το δίκιο στην κύρια πλευρά.
Εμείς εκτιμάμε ότι ως αυτή τη φάση των ευρω-τουρκικών πολιτικών «εχθροπραξιών» την κύρια ευθύνη τους την έχουν λόγω της γενικότερης συμπεριφοράς τους οι ευρωπαϊκές χώρες και την δευτερεύουσα η Τουρκία. Εννοείται ότι αν αυτές οι αντιθέσεις δεν λυθούν από μια θετική πλευρά και η Τουρκία διαλέξει να συμμαχήσει σε όλη την γραμμή με την Ρωσία του διπρόσωπου νεοναζιστή Πούτιν ενάντια στην Ευρώπη και στους λαούς και τις χώρες του τρίτου κόσμου, και πάρει έναν αυταρχικό δρόμο στο εσωτερικό, τότε η κύρια πλευρά της ευθύνης για τη σύγκρουση θα αλλάξει. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση η ιστορία και οι ευρωπαϊκοί λαοί δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχάσουν ότι αυτός που έσπρωξε την Τουρκία στο στρατόπεδο του φασισμού ήταν οι υφεσιακοί ευρωπαίοι μονοπωλιστές και οι πράκτορες του τσάρου που οι προηγούμενοι έφεραν στην ηγεσία της πιο ματωμένης από όλες και γι αυτό πιο γηραιάς Ηπείρου.
- Δημοσιεύτηκε στο φ 522 της Νέας Ανατολής, Φλεβάρης 2017 –