Αυτό όμως που συμβαίνει στα αλήθεια αυτή την περίοδο είναι ότι η ρώσικη διπλωματία μέσω των πρακτόρων της στην Ελλάδα και μέσω του εγκάθετού της ΡΚΚ οδηγεί την Τουρκία του Ερντογάν μέσα από πολεμικές συγκρούσεις και εντάσεις σε ρήξη με την Ευρώπη και με τις ΗΠΑ για να τη σπρώξει στις μασέλες της και να την εντάξει στο νεοχιτλερικό της άξονα με την Κίνα.
Αν σύμφωνα με τις ανάγκες αυτού του ύψιστου διπλωματικού σκοπού, του εντελώς ξένου προς τη χώρα μας, χρειαστεί να χυθεί και αίμα ελλήνων πολιτών και να καταστραφεί ότι έχει απομείνει από τη βαριά άρρωστη ελληνική οικονομία, αυτό είναι κάτι που δεν θα απασχολήσει ούτε τόσο δα αυτούς που θα διεκπεραιώσουν αυτήν την πολιτική. Και τούτο γιατί ξέρουν να ρίχνουν τις ευθύνες των εγκλημάτων τους στους εχθρούς τους.
Αν αυτό το πετύχει η ρώσικη διπλωματία, τότε όλη η ανατολική λεκάνη της Μεσογείου θα είναι δικιά της, γιατί οι ΗΠΑ σε μια τέτοια περίπτωση στη μόνη μεσανατολική χερσαία δύναμη στην οποία θα μπορούν να στηριχθούν θα είναι ένα Ισραήλ χωρίς στρατηγικό βάθος μιας και οι Νετανιάχου και Τραμπ το έχουν κάνει με την προβοκατόρικη αντιπαλαιστινιακή πολιτική τους εντελώς μισητό στους αραβικούς λαούς. Όσο για τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα αυτά δεν θα μπορούν να αντέξουν στην περικύκλωση του Ιράν, του Ιράκ, της Αιγύπτου και της Συρίας που βρίσκονται κάτω από την ηγεμονία της ρώσικης διπλωματίας. Αν λοιπόν η Τουρκία χαθεί για την Ευρώπη, αυτή μισοάοπλη, διασπασμένη, βαθειά διαβρωμένη στην ηγεσία της από τους φίλους της Ρωσίας και ξεκομμένη από τους υδρογονάνθρακες του Κόλπου και της Κασπίας δύσκολα θα μπορέσει να αντέξει σε αυτό που ο Μάο Τσε Τουνγκ, έβλεπε σαν το στρατηγικό στόχο της ρώσικης (τότε σοβιετικής) σοσιαλιμπεριαλιστικής μηχανής, τη στρατιωτική εισβολή και κατοχή της Ευρώπης.
Δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μας πιο κεντρικό και πιο καίριο ζήτημα στην παγκόσμια πολιτικοστρατιωτική σκηνή από την απομόνωσή της Τουρκίας από την Ευρώπη μέσω του ΡΚΚ-YPG και της Ελλάδας-Κύπρου.
Το πραγματικά φασιστικό και εθνοεκκαθαριστικό ΡΚΚ, που στη Συρία καθοδηγεί άμεσα και εντελώς τους σύριους Κούρδους του YPG, έχει εμπλέξει την Τουρκία σε έναν παρατεταμένο πόλεμο εναντίον του. Η Τουρκία δεν είχε το δικαίωμα να εμπλακεί σε έναν τέτοιο πόλεμο στο συριακό έδαφος γιατί αυτός γίνεται με ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση της σε ξένη χώρα. Η Τουρκία αιτιολογεί την επέμβασή της με το ότι το ΡΚΚ θα εξαπολύσει μελλοντικά επιθέσεις από τις συριακές του θέσεις στην Τουρκία. Αναμφίβολα αυτός είναι ο σκοπός του αλλά τώρα δεν έχει κανένα δικαίωμα η Τουρκία να κάνει μια προληπτική επίθεση σε ξένο έδαφος. Όμως την κάνει επειδή πήρε την άδεια από την Ρωσία, που έχει δώσει και την άδεια και για τις τελείως επιθετικές επεμβάσεις του Ιράν και της Χεζμπολάχ του Λιβάνου εναντίον των σύρων δημοκρατών και πατριωτών. Βέβαια το ΡΚΚ-ΥPG δεν είναι μια πατριωτική συριακή δύναμη, αλλά είναι δουλειά της συριακής αντίστασης να το τσακίσει, επειδή αυτό κάνει εθνοκάθαρση του αραβικού συριακού πληθυσμού στις περιοχές που υποτίθεται ότι «απελευθερώνει». Ας βοηθούσε λοιπόν με πλήρη οπλισμό η Τουρκία τη συριακή αντίσταση ενάντια στο ΡΚΚ-ΥPG και όχι να μπει στη Συρία. Όμως σε μια τέτοια περίπτωση θα είχε απέναντί της τη Ρωσία, αλλά και τις ΗΠΑ που είναι σύμμαχες του ΥPG. Έτσι προτίμησε να πάρει την άδεια από τη Ρωσία να επιτεθεί στο ΡΚΚ-ΥPG. Και η Ρωσία της έδωσε την άδεια, πουλώντας τους εγκαθέτους της του ΡΚΚ-ΥPG, μόνο για ένα λόγο, για να βρεθεί αντιμέτωπη η Τουρκία του Ερντογάν με τις ΗΠΑ. Αυτές υποσχέθηκαν ότι δεν θα αντιδράσουν στο Αφρίν (όπου ήδη έβγαλε καταγγελία η ΕΕ κατά της Τουρκίας), αλλά έχουν πει ότι θα αντιδράσουν αν η Τουρκία επιτεθεί στη Μανμπίζ που βρίσκεται ανατολικότερα και στην οποία οι ΗΠΑ έχουν βάσεις.
Ενώ με εργαλείο το ΡΚΚ-ΥPGη ρώσικη διπλωματία κάνει την πιο θερμή στρατιωτικά προβοκάτσια της στον Ερντογάν για να τον σπρώξει να έρθει σε ρήξη με τη Δύση, την πολιτικά πιο σημαντική προβοκάτσια της, που μπορεί και να φτάσει και σε μια σχετικά περιορισμένη στρατιωτική εμπλοκή στο Αιγαίο, την οργανώνει μέσω των υποτακτικών της πολιτικών ηγεσιών της Ελλάδας και της Κύπρου. Μέσω αυτών των ηγεσιών η ρώσικη διπλωματία συντονίζει το δευτερεύον αντιτούρκικο μέτωπο Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου και κυρίως οξύνει, αν μπορέσει μέχρι την πλήρη ρήξη, τις σχέσεις της ΕΕ των Μέρκελ, Κουρτς, Γιουνκέρ, Μογκερίνι, Πέπε Γκρίλο και Σαλβίνι, και κυρίως των ΗΠΑ του Τραμπ, με την ερντογανική Τουρκία.
Αυτό δηλαδή που φαίνεται στην ελληνική αστική τάξη και από εκεί σε όλα τα ΜΜΕ, οπότε και στον ελληνικό λαό, σαν μια θανάσιμη απειλή που προέρχεται από την Τουρκία, είναι στην πραγματικότητα μια προσπάθεια της ρωσόφιλης ελληνικής πολιτικής ηγεσίας να προβοκάρει την Τουρκία αξιοποιώντας όλες τις παλιές αμαρτίες του τούρκικου σοβινισμού τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αιγαίο, αλλά και τις νέες πιέσεις που ασκούν στον Ερντογάν από δύο πλευρές οι εθνικιστές της Τουρκίας, κυρίως οι ρωσόφιλοι. Η μία πλευρά είναι αυτή του ανοιχτού εχθρού του Ερντογάν, του φιλοευρωπαίου και κεμαλικού στη μορφή, αλλά ρωσόφιλου στην ουσία αρχηγού της αντιπολίτευσης Κιλιντζάρογλου (του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος), ο οποίος είναι εκείνος που προβοκατόρικα σπρώχνει τον Ερντογάν σε επιθετικές κινήσεις στο Αιγαίο (http://www.enikonomia.gr/timeliness/180900,express-i-tourkia-apeilei-na-eisvallei-stin-ellada-empristikes-di.html) ενώ στρατηγικά τον πιέζει γιαενότητα με τον Άσαντ, το Ιράν και το Ιράκ κόντρα στη Δύση (www.dailysabah.com/diplomacy/2018/02/20/get-rid-of-influence-of-us-russia-establish-dialogue-with-regional-actors-chp-leader-says). Η άλλη πλευρά είναι αυτή του Εθνικιστικού κόμματος του Μπαχτσελί (ΜΗP), στο μόνο σύμμαχο στον οποίο στηρίζεται ο απομονωμένος από τους δυτικόφιλους Ερντογάν για να μείνει στην εξουσία. Είναι για χάρη των οπαδών του Μπαχτσελί που ο Ερντογάν χρησιμοποιεί την επιθετική ρητορεία περί της ιστορικής υπεροχής του τούρκικου στρατού απέναντι στον ελληνικό, ενώ είναι αυτούς τους δύο, τους Κιλιντζάρογλου και Μπαχτσελί, που προσπαθεί να υπερκεράσει σε εθνoσοβινιστική δημαγωγία μιλώντας κάθε τόσο για «σύνορα της καρδιάς» κόντρα στα σύνορα της Λωζάννης τα οποία ωστόσο τόσο επίσημα όσο και πρακτικά δεν αμφισβητεί.
Διαπιστώνουμε ότι αυτός ο εθνικιστικός κατήφορος του Ερντογάν εκδηλώθηκε τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ και στο κουρδικό και στα ελληνοτουρκικά ο ίδιος και το κόμμα του είχαν ακολουθήσει τα προηγούμενα χρόνια μια σε γενικές γραμμές ειρηνόφιλη πολιτική. Η αλλαγή της στάσης του οφείλεται στην κύρια πλευρά της, στην αλλαγή που έγινε στη στάση του ΡΚΚ, της Ελλάδας και της Κύπρου απέναντι στην Τουρκία όταν η πολιτική του Ερντογάν άρχισε να έρχεται σε σύγκρουση με τη ρώσικη πολιτική στη Συρία και στην Αίγυπτο. Τότε άρχισε και η επίθεση από τον Γκιουλέν και τον Κιλιντζάρογλου στην πλατεία Ταξίμ και κορυφώθηκε στο φασιστικό πραξικόπημα των γκιουλενιστών το 2016. Τότε κλιμακώθηκε και η επίθεση εναντίον του από ΕΕ και ΗΠΑ, οπότε η διπλωματική του απομόνωση μεταφράστηκε σε πολιτική του απομόνωση στο εσωτερικό. Έτσι έγινε όμηρος των εθνικιστών στο εσωτερικό, και όμηρος της Ρωσίας στο εξωτερικό, οπότε η θέση του επιδεινώθηκε.
Το ότι η διπλωματική απομόνωση του Ερντογάν άρχισε από τη Ρωσία για την υποστήριξή του στη συριακή αντίσταση καθώς και την καταγγελία του στον πραξικοπηματία Σίσι της Αιγύπτου, ενώ την ίδια ώρα οι αμερικάνοι και ευρωπαίοι φιλελεύθεροι κάτω από την καθοδήγηση των ρωσόφιλων Ομπάμα, Μέρκελ, Γιουνκέρ και Σία όχι μόνο δεν τον υποστήριξαν απέναντι στα ρώσικα πλήγματα, αλλά υποστήριξαν στην πράξη τους γκιουλενικούς φασίστες πραξικοπηματίες, που ήταν στην πραγματικότητα ρωσόφιλοι ευρασιατιστές, («Η Ταξίμ ήταν τελικά πιο κοντά στην Ταχρίρ», 29/7/2013, http://www.oakke.gr/global/2013-02-16-19-25-28/2013-02-16-19-25-54/item/224-) δείχνει ποιοι ήταν οι φταίχτες για την κατοπινή του εξέλιξη. Αυτή η βαθιά αντιδημοκρατική, εντελώς περιφρονητική για την ηρωική αιματηρή αντίσταση του τουρκικού λαού στήριξη από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές στους πραξικοπηματίες, ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ των ρωσόφιλων Ομπάμα και Τραμπ, έπεισε το κόμμα του Ερντογάν ότι ο γκιουλενικός φασισμός υποκινήθηκε από τη Δύση. Εξαιτίας αυτής της λαθεμένης ανάλυσης του ΑΚΡ για την πραγματική πηγή του πραξικοπήματος ο Ερντογάν στράφηκε από ένα σημείο και πέρα ενάντια και σε δημοκράτες φιλοευρωπαίους της Τουρκίας που ήταν αντιγκιουλενιστές, και έτσι μετέτρεψε σε αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία την τουλάχιστον αρχικά άδικη κατηγορία ότι είναι ένας πουτινικού τύπου φασίστας.
Δεν ήθελε λοιπόν πολύ περισσότερα για να πειστεί το ΑΚΡ και η πλειοψηφία της τούρκικης κοινής γνώμης ότι η Δύση και όχι η Ρωσία είναι ο κύριος εχθρός της και να αποδεχτεί την κατ αρχήν συμμαχία με τη δεύτερη. Από εκεί και πέρα η δουλειά των κούρδων και των ελλήνων πρακτόρων της πουτινικής Ρωσίας ήταν να οξύνουν παραπέρα τις σχέσεις της Δύσης με την ερντογανική Τουρκία στο Κουρδικό, στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Ήδη ο Ερντογάν έκανε προχθές ένα πολύ μεγάλο βήμα στη συμμαχία του με τη Ρωσία, μιλώντας για τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο που ετοιμάζουν οι ΗΠΑ περικυκλώνοντας τάχα τη Ρωσία μέσω της Συρίας! Ο Ερντογάν δεν είναι ο προλετάριος Στάλιν που κάνει μια τακτική ανακωχή με τον Χίτλερ το 1940 όταν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές τον άφησαν μόνο απέναντί του ποδοπατώντας το αντιφασιστικό μέτωπο που τους πρότεινε επί χρόνια. Ο Ερντογάν είναι ένας αστός που κοιτάει να επιζήσει και ταυτόχρονα να αρπάξει ό,τι μπορεί από όπου μπορεί. Σαν τέτοιος δεν έχει κανένα πάθος για τη δημοκρατία, και οπωσδήποτε θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν φασίστας αν τελικά προσχωρήσει στο νεοχιτλερικό άξονα. Όμως πρώτον πρέπει να μην εξωθηθεί σε αυτό, και δεύτερον αν αυτό συμβεί δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ ότι την πιο μεγάλη ευθύνη θα την έχουν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές που τον έσπρωξαν σε μια τέτοια εξαχρείωση.
Αυτό είναι το παγκόσμιο πλαίσιο για να καταλάβει κανείς ποιο είναι το διπλωματικό παιχνίδι που παίζεται τόσο στα Ίμια όσο και στα υδρογονανθρακικά υποθαλάσσια οικόπεδα της Κύπρου. Από την πιο στενή σκοπιά, αυτή των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων, το βασικό είναι ότι εκεί χάσκουν κακοφορμισμένες παλιές πληγές που οφείλονται και στον ελληνικό και στον τούρκικο σοβινισμό, οι οποίες ενώ μένανε για χρόνια κοιμισμένες ή μισοκοιμισμένες ερεθίζονται και ξυπνάνε ξανά. Στα τελευταία χρόνια αυτός που τις ερέθισε, τις ξύπνησε («ΠΑΛΙ ΙΜΙΑ ή η εμπλοκή της Ελλάδας στις ευρωτουρκικές αντιθέσεις», 21/3/2017, http://www.oakke.gr/global/2013-02-16-19-25-28/item/792-) και συνεχίζει ακόμα πρώτος να τις τροφοδοτεί δεν ήταν τόσο ο τούρκικος σοβινισμός όσο είναι οι ρωσόφιλοι που κυβερνούν στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Και το κάνουν αυτό τόσο πολύ, όσο χρειάζεται για να έρθει η Τουρκία σε σύγκρουση και ρήξη με τη Δύση ώστε να προσχωρήσει για τα καλά στο ρωσοκινεζικό νεοναζιστικό άξονα, αλλά και τόσο λίγο ώστε να μην υπάρξει μια ολόπλευρη αναμέτρηση της Τουρκίας με μια Ελλάδα η οποία είναι ήδη ο πιο στενός σύμμαχος της Ρωσίας μέσα στην Ευρώπη. Γι αυτό το λόγο άλλωστε βλέπει κανείς δύο ταυτόχρονες τακτικές μέσα στην ελληνική πολιτική εξουσία απέναντι στην Τουρκία: Τη σκληρή τακτική που έχει στόχο να οξύνει στο έπακρο, ακόμα και μέχρι ενός θερμού επεισοδίου, την ελληνοτουρκική αντίθεση και μετά να καλεστεί η ΕΕ και το ΝΑΤΟ σε βοήθεια εναντίον της Τουρκίας (Καμμένος- Παυλόπουλος), και τη μαλακή τακτική που έχει σα στόχο να ελέγχει αυτήν την αντίθεση (Τσίπρας-Κουβέλης-Κατρούγκαλος) ώστε να μην φτάσουν σε μια γενικευμένη πολεμική ρήξη. Μπορεί κανείς να προσέξει ότι οι «κακοί» Καμμένος-Παυλόπουλος σαν δεξιοί εμφανίζονται σαν πιο φιλοδυτικοί, ώστε η Τουρκία να βλέπει στην οξύτητα τη Δύση, ενώ οι «μαλακοί» Τσίπρας-Κουβέλης-Κατρούγκαλος σέρνουν πίσω τους σαν «αριστεροί» την παράδοση του αντιδυτικισμού και της ρωσοφιλίας οπότε επιβεβαιώνουν την εικόνα της ειρηνόφιλης Ρωσίας.
Αυτές τις δύο τακτικές τις βλέπει κανείς ιδιαίτερα όσο ο Ερντογάν ρωσοποιείται και είναι πιο εμφανής σήμερα στο ζήτημα των δύο ελλήνων στρατιωτικών που κρατούνται στην Τουρκία.
Τι εννοούμε όταν λέμε ότι τις παλιές πληγές τις ξύνουν αυτή την εποχή ιδιαίτερα οι ρωσόφιλοι που κυβερνούν την Ελλάδα. Εννοούμε ότι τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Κύπρο υπάρχει ένα στάτους κβο που είναι μεν φορτωμένο με παλιά βία, αδικία και εντάσεις από τη συνεχιζόμενη σύγκρουση των δύο σοβινισμών που τις τελευταίες δεκαετίες υποκινείται και στις δύο χώρες από τους φίλους της ρώσικης υπερδύναμης, αλλά δεν παύει να είναι μια κατάσταση σχετικής ισορροπίας. Όποια από τις δύο χώρες διαταράσσει κάθε φορά αυτό το στάτους κβο, δηλαδή αυτή την ασταθή ισορροπία, έχει τις κύριες ευθύνες κλιμάκωσης της έντασης.
Και για να γίνουμε πιο σαφείς στο τι εννοούμε ας έρθουμε στα δύο βασικά σημεία έντασης αυτό στα Ίμια και εκείνο στην Κύπρο.
ΟΙ ΡΩΣΟΦΙΛΟΙ ΚΥΡΙΩΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΟΙ ΚΥΡΙΟΙ ΥΠΟΚΙΝΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΝΤΑΣΗΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Στα Ίμια το δίκιο ως προς την κυριότητα των βραχονησίδων είναι με την Ελλάδα. Οι δύο βραχονησίδες ανήκουν αναμφισβήτητα στην Ελλάδα. Όμως πριν προβάλλει η Τουρκία την αναθεωρητική της απαίτηση- που στηρίζεται σε μια τυπικότητα σχετικά με την ελληνο-ιταλική συνθήκη του 1932- ότι τα Ίμια είναι δικά της, είχε προχωρήσει η Ελλάδα σε μια αναθεωρητική αλλαγή με την κυβέρνηση Σημίτη η οποία αποφάσισε να εποικίσει με μόνιμους κατοίκους μερικές βραχονησίδες ώστε να τις μετατρέψει σε νησιά οπότε να τις προικίσει με ΑΟΖ (Ζώνη εκμετάλλευσης) και υφαλοκρηπίδα στερώντας αντίστοιχο θαλάσσιο χώρο από την Τουρκία. Τότε, όπως κάνει συνήθως, ο τούρκικος σοβινισμός υποκινημένος κι αυτός πάντα από τις φιλορώσικες δυνάμεις, απάντησε στον ελληνικό όχι με έναν δίκαιο και πολιτικό τρόπο, αλλά με μια δικιά του, ακόμα πιο ωμή εδαφική αναθεώρηση, αμφισβητώντας την ελληνικότητα των Ιμίων και άλλων βραχονησίδων (δες στο πιο πάνω http://www.oakke.gr/global/2013-02-16-19-25-28/item/792-).
Έτσι φτάσαμε στην πολεμική κρίση των Ιμίων το 1996. Εκεί τη σύγκρουση την πάγωσε για 20 χρόνια μια άτυπη συμφωνία που έγινε στο χείλος της σύρραξης ανάμεσα στις δύο χώρες που συνοψιζόταν στη φράση «όχι σημαίες, όχι πλοία, όχι στρατοί», δηλαδή καμιά από τις δύο χώρες δεν θα προσέγγιζε τα Ίμια και δεν θα ασκούσε οποιαδήποτε κυριαρχικά δικαιώματα πάνω σε αυτά. Αυτή ήταν στη ουσία μια συμφωνία για μη παραπέρα όξυνση των ανταγωνισμών γενικότερα στο ζήτημα των βραχονησίδων του Αιγαίου και έμεινε ουσιαστικά σε ισχύ μέχρι τις 9 Γενάρη του 2017. Τότε ανακοινώθηκε στα ψιλά του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου ότι η Γενική Γραμματεία Αιγαίου, δηλαδή η κυβέρνηση Τσίπρα, «δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες για την προοπτική κατοίκησης 28 μικρών νησιών του Αιγαίου, με στόχο τα νησιά αυτά να αποκτήσουν οικονομική δραστηριότητα για εθνικούς κυρίως λόγους» (στην ίδια παραπάνω ανάρτηση της ΟΑΚΚΕ). Η δήλωση αυτή έγινε σε έγγραφη απάντηση στη Βουλή του αρμόδιου υφυπουργού Νεκτάριου Σαντορινιού σε μια ερώτηση που είχε καταθέσει ο βουλευτής της «Χρυσής Αυγής» Νίκος Κούζηλος, με την οποία ζητούσε να ενημερωθεί αν υπάρχει σχεδιασμός για την κατοίκηση μικρών νησιών και βραχονησίδων! Αυτός ο συντονισμός Κυβέρνησης-Ναζί δεν ήρθε σε μια τυχαία στιγμή, αλλά έγινε μόλις ο Ερντογάν απομονωμένος από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ παρά την αντίστασή του στο φασιστικό πραξικόπημα Γκιουλέν, και ουσιαστικά εξαιτίας αυτής της αντίστασης, άρχισε να ξαναπλησιάζει τη Μόσχα. Χρειαζόταν ένα σπρώξιμο παραπέρα από την υποτιθέμενη ευρωπαϊκή και νατοϊκή Ελλάδα για να γίνει αυτό το πλησίασμα πιο αποφασιστικό.
Η Τουρκία αντέδρασε στην πρόκληση της κυβέρνησης Τσίπρα με το γνωστό από το παρελθόν τρόπο: έριξε έμπρακτα λάδι στη φωτιά. Έστειλε τον αρχηγό της του ΓΕΕΘΑ να κάνει μια βόλτα στα Ίμια και έβαλε και τις κάμερες να τραβήξουν τα σχετικά πλάνα και ξαναέθεσε θέμα «γκρίζων», δηλαδή μη ελληνικών βραχονησίδων. Αμέσως βέβαια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε την ευκαιρία και κλιμάκωσε με τον Καμμένο που πήγε και έριξε στεφάνι για τους 3 έλληνες νεκρούς εκείνης της κρίσης από ελικόπτερο δίπλα στα Ίμια παραβιάζοντας με πλάγιο πλην σαφή τρόπο τη συμφωνία του 1996. Αυτό το πλησίασμα στα Ίμια όσο μπορεί πιο κοντά για να καταθέσει στεφάνι το κάνει κάθε χρονιά ο Καμμένος και προκαλεί κάθε φορά μια ένταση.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι από εκείνη τη στιγμή και πέρα ως τα σήμερα την πρωτοβουλία της όξυνσης με την Ελλάδα από την πλευρά της Τουρκίας μέσω του ερεθισμού του τούρκικου σοβινισμού ώστε να αυξηθεί η πίεση στον Ερντογάν για να γίνει πιο επιθετικός απέναντι στην Ελλάδα, την έχει ο ρωσόφιλος ψευτοκεμαλιστής Κιλιντζάρογλου.
Μέσα σε αυτή τη λογική των πραγμάτων δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι θα υπάρξουν ένα ή και περισσότερα θερμά επεισόδια σε αυτή την περίοδο. Σε μια τέτοια περίπτωση πέρα από τις ανθρώπινες ζωές που θα χαθούν, το μεγαλύτερο πλήγμα που θα υποστεί η χώρα μας θα είναι στην τελευταία ανάσα της τσακισμένης παραγωγής και στο τελευταίο αποκούμπι των εκατομμυρίων ανέργων και μισοανέργων: στον τουρισμό. Ήδη ο εμπρηστής Καμμένος έδωσε συνέντευξη στο γαλλικό τύπο όπου ανακοίνωσε, ακριβώς μπροστά στην τουριστική περίοδο ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο ενώ τόνισε ότι μια τέτοια αντιπαράθεση δεν θα είναι μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, αλλά μεταξύ όλης της ΕΕ και της Τουρκίας. Εκείνο που ήθελε να πετύχει ο Καμμένος ήταν να δυναμώσει και στη Γαλλία την αντιτουρκική γραμμή, επειδή αυτή είναι η τελευταία από τις μεγάλες χώρες της ΕΕ, - με την εξαίρεση της υπ’ ατμόν Αγγλίας που κάτι νιώθει από ρώσικο νεοχιτλερικό κίνδυνο- που προσπαθεί να διατηρήσει κανάλια συνεννόησης με τον Ερντογάν στο κουρδικό κόντρα στη γερμανική γραμμή. Ταυτόχρονα, με αυτές τις δηλώσεις εκβίαζε τη Γαλλία καλώντας την να πάρει θέση «σπεύστε στο πλευρό μας και αναχαιτίστε την Τουρκία, αλλιώς εσείς και όλη η ΕΕ θα μπει σε περιπέτειες». Στο ανάλογο μοτίβο είχε μιλήσει πριν λίγο και ο καραμανλικός πρόεδρος Παυλόπουλος απειλώντας τον Ερντογάν ότι βάζοντάς τα με την Ελλάδα τα βάζει με την Ευρώπη αλλά και το ΝΑΤΟ. Αυτήν την πολιτική της όξυνσης των ευρω-τουρκικών και των ΝΑΤΟ-τουρκικών σχέσεων (που ήδη έχουν παροξυνθεί στο κουρδικό και χειροτερεύουν και στην Κύπρο και στο Αιγαίο) που προωθούν οι ρωσόφιλοι της Ελλάδας (δες Κυβέρνηση-«Χρυσή Αυγή»-ψευτοΚΚΕ) πρέπει ο ελληνικός λαός και ιδιαίτερα οι άνεργοι να την καταγγείλουν ακόμα και όταν είναι καλυμμένη σαν αμυντική κίνηση όπως έγινε στο επεισόδιο με τον εμβολισμό του πλοίου «Γαύδος» του λιμενικού από την τούρκικη ακταιωρό στα Ίμια.
Στο επεισόδιο αυτό πρέπει να προσέξουμε κάτι σημαντικό ότι δηλαδή το ελληνικό πλοίο σύμφωνα με την σχετική ανακοίνωση του λιμενικού εμβολίστηκε από την τούρκικη ακταιωρό (http://www.naftemporiki.gr/story/1320512/i-anakoinosi-tou-limenikou-gia-to-sumban-sta-imia) δηλαδή στην πλευρά τους που είναι προς το μέρος της Τουρκίας, που σημαίνει ακριβώς σε αυτήν την περιοχή που η Τουρκία θεωρεί δικιά της οπότε και κατεξοχήν δικιά της πλευρά προσπέλασης. Βέβαια και αυτή η πλευρά είναι ελληνικά χωρικά ύδατα, αλλά αν η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση δεν δέχεται τη συμφωνία παγώματος της άσκησης κυριαρχίας σε αυτά, τότε πρέπει να το κάνει καθαρά και ξάστερα και να πάρει την ευθύνη για ότι ακολουθήσει. Όχι δηλαδή να κάνει πως δέχεται τη συμφωνία και ταυτόχρονα να την υπονομεύει παίζοντας ένα διπλό παιχνίδι και με την Τουρκία και με την Ευρώπη. Το ότι ο Καμμένος προβοκάρει την Τουρκία στο Αιγαίο είναι τόσο καθαρό στα πολιτικά επιτελεία ώστε ο αναπληρωτής εκπρόσωπος της ΝΔ Κυρανάκης έφτασε στο σημείο να τον καταγγέλει ανοιχτά για «προκλητικότητα» και «παιχνίδια» στο Αιγαίο σε συνέντευξη του στην ΕΡΤ (http://www.documentonews.gr/article/o-kyranakhs-nd-anti-na-zhthsei-syggnwmh-zhtaei-kai-ta-resta-video). Βέβαια κανεις από τη ΝΔ δεν ξαναβγήκε να ισχυριστεί το ίδιο όταν ο Κυρανάκης δέχθηκε τα πυρά της κυβέρνησης και μάλιστα τόσο του Καμμένου όσο και του Τσίπρα.
Είναι λοιπόν φανερό ότι σε κάθε περίπτωση είναι η Ελλάδα που παραβιάζει πρώτη τη συμφωνία του 1996.
Αν η κυβέρνηση Τσίπρα ήθελε να ασκήσει τώρα το δικαίωμα της κυριαρχίας της χώρας στα Ίμια, θα δήλωνε ότι προτίθεται να καταργήσει την άτυπη συμφωνία του 1996, θα δήλωνε ότι θεωρεί σαν κεντρικό θέμα της εξωτερικής της πολιτικής το ότι η Τουρκία εμποδίζει την Ελλάδα να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα σε τμήμα του εδάφους της, δηλαδή ότι υφίσταται επίθεση, οπότε δεν θα έκανε τιμητικές υποδοχές στο αρχηγό της χώρας που κάνει την επίθεση, θα έβαζε αμέσως βέτο σε κάθε συζήτηση ένταξής της Τουρκίας στην ΕΕ, και θα ετοιμαζόταν πυρετωδώς για πόλεμο.
Αυτή θα ήταν μια λαθεμένη και αχρείαστη πολιτική πολέμου, αλλά θα είχε βέβαια ένα ελαφρυντικό μόνο αν οι ελληνικές κυβερνήσεις παραιτούνταν ταυτόχρονα από την παραβίαση του στάτους των βραχονησίδων. Όμως τουλάχιστον αυτή θα ήταν μια πολιτική με κάποια αξιοπρέπεια, συνέπεια και σαφήνεια και δεν θάχε καμιά σχέση με τα θρασύδειλα καραγκιοζολίκια του Καμμένου.
Η άλλη πολιτική, που είναι η μόνη σωστή και για τις δύο χώρες και τους λαούς είναι να επιδιώξει η χώρα μας μια συνολική επίλυση των διαφορών στο Αιγαίο, αρχίζοντας από τις βραχονησίδες με σοβαρές συζητήσεις και με την αποφυγή στο μεταξύ κάθε δήλωσης που δυναμιτίζει το κλίμα αυτών των συζητήσεων και κάθε μονόπλευρης έμπρακτης αλλαγής στο στάτους κβο των βραχονησίδων, οπότε με σεβασμό και στην συμφωνία του 1996 ωσότου αυτή αναθεωρηθεί μέσα από μια νέα συνεννόηση. Τέτοιες προσπάθειες συνολικής επίλυσης των διαφορών με την Τουρκία έχουν γίνει παλιότερα ιδιαίτερα επί κυβέρνησης Σημίτη, όχι από φιλειρηνισμό, αλλά επειδή ο Ερντογάν είχε τότε στενή συμμαχία με τον Γκιουλέν και εκτεταμένη συνεργασία με τη Ρωσία για πρώτη φορά, οπότε δεχόταν τους ύμνους όλης της ελληνικής αστικής τάξης. Τότε είχε φτιαχτεί μια κοινή επιτροπή εμπειρογνωμώνων των δύο χωρών που είχε καταλήξει σε κοινά αποδεκτές διευθετήσεις σε όλα τα βασικά σημεία διαφωνιών στο Αιγαίο, που σκόνταψαν σε μια τελική κυβερνητική υπογραφή. Τέτοιου είδους διευθετήσεις είχε προτείνει η ΟΑΚΚΕ σε αναλύσεις της για το Αιγαίο κιόλας από τα 1987. Αυτή τη δεύτερη πολιτική, που είναι ειρήνης και συνεργασίας θα την ακολουθούσε μια προοδευτική κυβέρνηση.
Αλλά αν συμπεριφερόταν με μια από τις δυο αυτές σαφείς τακτικές η ελληνική πολιτική ηγεσία δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τη ρώσικη στρατηγική απαίτηση να σπρώχνει την Τουρκία με το ένα χέρι ενάντια στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ και με το άλλο χέρι να κάνει ειρήνη μαζί της στα πλαίσια της απορρόφησής της στη ρώσικη σφαίρα κυριαρχίας στην οποία ανήκει η ίδια. Έτσι ακολουθείται εδώ και χρόνια από τις ελληνικές κυβερνήσεις η τακτική «ούτε πόλεμος ούτε ειρήνη» και έχει σα στόχο να «πλακωθεί» ο γείτονάς μας με τους υποτιθέμενους συμμάχους μας για να στραφεί στον υποτιθέμενο αντίπαλό μας. Αυτήν την τακτική μπορούν να την εφαρμόζουν μόνο πράκτορες και προβοκάτορες και είναι η μόνη εντελώς καταστροφική. Από εκεί απορρέει αυτή η ύπουλη, φαινομενικά αντιφατική γραμμή όπου ο Τσίπρας, ο Κατρούγκαλος και τελευταία ο Κουβέλης παριστάνουν περισσότερο τον ειρηνιστή και ο Καμμένος και ο καραμανλικός Παυλόπουλος τους αντιτούρκους πολέμαρχους. Αυτή η φαινομενική αντίφαση φαίνεται πιο καθαρά στην υπόθεση των δύο στρατιωτικών του Έβρου.
Αυτή η βρώμικη πολιτική κάλλιστα λοιπόν μπορεί να περιλαμβάνει και ένα ή και περισσότερα θερμά επεισόδια στο Αιγαίο ακριβώς επειδή με αυτά θα πιεστεί πιο πολύ η ΕΕ και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ να πάρουν θέση κατά της Τουρκίας. Ωστόσο δεν βλέπουμε σαν πιθανή μια σοβαρή πολεμική σύγκρουση Ελλάδας – Τουρκίας. Κι αυτό όχι γιατί θα μπορούσε να την εμποδίσει το ΝΑΤΟ μιας και ήδη έχει χάσει πολιτικά και ιδεολογικά την Ελλάδα και σε μεγάλο βαθμό έχει χάσει στρατιωτικά και ψυχικά την Τουρκία, αλλά γιατί κατά τη γνώμη μας δεν θέλει καθόλου έναν αληθινό γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο σήμερα η ίδια η Ρωσία. Το λέμε αυτό γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε η τελευταία αναγκαστικά να διαλέξει μια από τις δύο χώρες, από τις οποίες τη μια, την Ελλάδα, την ελέγχει συντριπτικά με ραδιουργίες δεκαετιών ενώ την άλλη, την Τουρκία, τη διεκδικεί με μεγάλη επιτυχία καθώς ήδη την έχει εντάξει σε μια τακτική μεσανατολική συμμαχία με τον εαυτό της και με το Ιράν, ενώ την έχει απομονώσει από την Αίγυπτο, τη Σ. Αραβία και τα Εμιράτα και την έχει φέρει σε τόσο μεγάλη πολιτική σύγκρουση με την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Αυτό λοιπόν που βλέπουμε να συμφέρει τη Ρωσία είναι να οξύνει μέσω Ελλάδας και Κύπρου παραπέρα την αντιπαράθεση της ΕΕ και του ΝΑΤΟ με την Τουρκία, δηλαδή να κάνει με την Τουρκία, ότι κάνει με τη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Και εκεί η ρώσικη διπλωματία χρησιμοποιεί πάλι τη μεταμφιεσμένη σε ευρωπαία πολιτική ηγεσία της Ελλάδας για να σπρώχνει το ΝΑΤΟ και την ΕΕ στο να πιέζουν τη Δημ. της Μακεδονίας να αλλάξει, όνομα, σύνταγμα, εθνικότητα, γλώσσα και ότι άλλο τερατώδες μπορεί να φανταστεί κανείς. Και το ΝΑΤΟ και η ΕΕ ασκούν πράγματι αυτήν την πίεση εδώ και 26 χρόνια για να μην χάσουν την Ελλάδα, δείχνοντας πόσο ο ιμπεριαλισμός δεν έχει στάλα δημοκρατίας μέσα του, οπότε ο εθνικά μακεδονικός λαός αρχίζει να τους σιχαίνεται και να στρέφεται προς τη Ρωσία. Έτσι αυτή έστειλε προχθές εκεί τον ειδικό σε αυτές τις δουλειές απεσταλμένο του Πούτιν, το νεοναζί Ντούγκιν να πει στους Μακεδόνες καταχειροκροτούμενος, ότι αφού η Δύση τους ξεφτιλίζει ήρθε η ώρα να περάσουν με την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών και την ομόδοξη Ρωσία (http://www.balkaninsight.com/en/article/kremlin-guru-rouses-anti-western-feeling-in-macedonia-03-05-2018).
Το αποτέλεσμα αυτής της πολύχρονης διπρόσωπης πολιτικής της Ρωσίας, η οποία χτυπάει πάντα τα θύματα που θέλει να ρουφήξει ντυμένη με τα ρούχα των μεγαλύτερων εχθρών της (δηλαδή χτυπάει και τη Δημοκρατία της Μακεδονίας και την Τουρκία ντυμένη σαν ευρωπαία και νατοϊκή Ελλάδα ή σαν ευρωπαία Κύπρος) είναι οι δύο προδομένες από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ χώρες να αγκαλιάζονται (συνάντηση Ιβανόφ-Ερντογάν στις 19 του Φλεβάρη http://www.lifo.gr/now/world/180955/stin-toyrkia-o-proedros-tis-pgdm-ivanof-synantisi-me-ton-erntogan) και να προσανατολίζονται από κοινού προς τη Μόσχα.
Αλλά δεν είναι μόνο την Ελλάδα και την Κύπρο που τις έχει καταφάει από τα μέσα η Ρωσία και τις κρατάει μέσα στην Ευρώπη στο ΝΑΤΟ κυρίως για να διαπράττει τα εγκλήματα της στο όνομα αυτωνών. Το ίδιο κάνει με πολύ λιγότερες θέσεις εξουσίας και σε χώρες σαν τις ΗΠΑ (Ομπάμα-Τραμπ), ή τη Γερμανία (Μέρκελ-Στάινμαγερ), ή την Αυστρία (Κουρτς), ή εισοδίζοντας με την βοήθεια των παραπάνω κρυμένων φίλων της σε θεσμούς της ΕΕ (Γιουνκέρ, Τουσκ, Μογκερίνι) με τους οποίους ακόμα περισσότερο χτυπάει τα θύματα της Δημ. της Μακεδονίας και Τουρκία. Μάλιστα το χτύπημα ειδικά στην περίπτωση της δεύτερης χρεώνεται εντελώς στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Ακόμα και όταν χτυπάει την Τουρκία με τους ιστορικά υποτακτικούς της Κούρδους του ΡΚΚ, η Ρωσία έχει προηγούμενα εξασφαλίσει ώστε αυτοί οι Κούρδοι να έχουν μέσω Ομπάμα και Τραμπ την υποστήριξη των ΗΠΑ, δηλαδή να χτυπάνε την Τουρκία σαν εγκάθετοι των ΗΠΑ την ώρα που το ίδιο το ΡΚΚ έχει επίσημη αναγνώριση από τη Ρωσία, ενώ οι ΗΠΑ το θεωρούν τρομοκρατικό.
ΤΟ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥΣ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ
Το ανάλογο διπλωματικό παιχνίδι που παίζεται στα Ίμια, αλλά σε πολύ πιο σύνθετη και πολύ πιο διεθνή βάση παίζεται αυτή τη στιγμή και στην Κύπρο με όχημα την εξόρυξη φυσικού αερίου. Εδώ η Κύπρος επικαλείται το τυπικό δημοκρατικό δικαίωμα της να ελέγχει τους φυσικούς της πόρους οπότε και την εξόρυξη φυσικού αερίου στην ΑΟΖ της και αποφάσισε να το ασκήσει καλώντας τις δύο μεγαλύτερες ιμπεριαλιστικές μεσογειακές χώρες Γαλλία και Ιταλία καθώς και την αμερικάνικη υπερδύναμη να τρυπήσουν για υδρογονάνθρακες. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα συνηθισμένο κράτος, αλλά ένα κράτος διαιρεμένο σε δύο εθνότητες που είναι σε αιματηρή σύγκρουση. Το μόνο που έχει μάθει γι αυτή τη σύγκρουση ο ελληνικός λαός είναι ότι οφείλεται στις επεμβάσεις της Τουρκίας και κυρίως στην εισβολή και κατοχή του μισού νησιού από αυτήν το 1974. Η αλήθεια όμως είναι ότι πριν από αυτή την εισβολή και κατοχή υπήρξε η πολύχρονη εθνοεκκαθαριστική επίθεση και οι σφαγές του ελληνικού σοβινισμού ενάντια στην τουρκοκυπριακή μειονότητα και μετά ήρθε η στρατιωτική επέμβαση και η δικτατορία του ελληνικού φασισμού και των τουρκοκύπριων σφαγέων πάνω στο κυπριακό κράτος. Επίσης και στην Κύπρο οι επεμβάσεις του ιμπεριαλισμού έχουν παίξει έναν αποφασιστικό ρόλο στις συγκρούσεις ενώ στα πλαίσια αυτών των επεμβάσεων τις πιο εμπρηστικές τις έχει πραγματοποιήσει ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός. Αυτός είναι που έσπρωξε την Τουρκία στην εισβολή στην Κύπρο το 1974 («Για τον βρώμικο ρόλο της μπρεζνιεφικής ΕΣΣΔ στην τούρκικη εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλη του 1974», 3/8/2017, http://www.oakke.gr/global/2013-02-16-19-26-19/item/846-), πράγμα που επίσης ποτέ ο ελληνικός λαός δεν έμαθε, και αυτός είναι που από τότε έχει υπονομεύσει κάθε διαπραγμάτευση για λύση του κυπριακού ενθαρρύνοντας τον ελληνικό σοβινισμό να μην δεχτεί όχι απλά κάθε λύση αλλά και κάθε προϋπόθεση λύσης. Την τελευταία φορά που το έκανε ήταν στις διαπραγματεύσεις της Κραν Μοντανά, («Κύρια ελληνική η ευθύνη για την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κυπριακό», 3/8/2017, http://www.oakke.gr/global/2013-02-16-19-26-19/item/845) όπου ο ρωσόδουλος Κοτζιάς έβαλε σαν αρχική προϋπόθεση και σαν όρο για κάθε συμφωνία την εμπιστοσύνη της μειονότητας στην πλειοψηφία, πράγμα όμως που είναι ο τελικός στόχος μιας συμφωνίας. Ή αλλιώς έβαλε σαν αρχικό όρο να πραγματοποιηθεί άμεσα ένας μεσοπρόθεσμος στόχος της συμφωνίας που είναι η αποχώρηση όλου του τουρκικού στρατού καθώς και να καταργηθεί κάθε εγγύηση ασφάλειας των τουρκοκυπρίων από το τουρκικό κράτος. Έβαλε δηλαδή το κάρο μπροστά από το άλογο.
Η υπονόμευση αυτής της τελευταίας διαπραγμάτευσης είχε κατά τη γνώμη μας σαν άμεσο, αν και ανομολόγητο στόχο, την υπονόμευση της επίλυσης του μεγάλου ζητήματος της συνεκμετάλλευσης του φυσικού αερίου της κυπριακής ΑΟΖ, που όπως βλέπουμε δεν είναι ένα απλό οικονομικό πρόβλημα αλλά ένα διεθνές πολιτικό πρόβλημα. (Άλλωστε και μια άλλη υπονόμευση συμφωνίας, αυτή του έτσι κι αλλιώς αδιέξοδου σχεδίου Ανάν, είχε σα στόχο να μπει η μισή Κύπρος στην ΕΕ και η άλλη μισή να μείνει απ έξω, που σήμαινε ουσιαστικά η ενδοκυπριακή και η ελληνοτουρκική σύγκρουση να περάσει μέσα στην ίδια την ΕΕ, ενώ η Ρωσία εκτός από έναν ψήφο στην ΕΕ, τον ελληνικό αποσπούσε ένα δεύτερο, τον κυπριακό).
Το φυσικό αέριο της κυπριακής ΑΟΖ ανήκει και στις δύο κοινότητες της Κύπρου και πρέπει να μοιράζεται αναλογικά από σήμερα κιόλας ανάμεσα σε αυτές. Αυτό βέβαια θα ήταν λογικό να ισχύει αν πράγματι η ελληνοκυπριακή πλευρά και η Ελλάδα ήθελαν τη λύση του προβλήματος και όχι τη διαιώνισή του προς όφελος των ρωσικών συμφερόντων. Αλλά το κυπριακό κράτος αξιοποιώντας το διπλωματικό του πλεονέκτημα να αναγνωρίζεται σαν ο μοναδικός εκπρόσωπος των δύο εθνοτήτων του νησιού, ισχυρίζεται ότι δεν έχουν κανένα λόγο οι τουρκοκύπριοι στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων και θα τους δώσει το μερτικό τους μόνο όταν θα λυθεί το κυπριακό, που σύμφωνα με τις ως τώρα εκφρασμένες διαθέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς δεν θα λυθεί ποτέ. Οι Τουρκοκύπριοι ζητάνε να φτιαχτεί μια κοινή επιτροπή με την ελληνοκυπριακή κυβέρνηση η οποία από τώρα και από κοινού θα οργανώσει την εξόρυξη και αξιοποίηση των κοιτασμάτων. Αυτή η απαίτηση είναι υπερβολική, γιατί η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν έχει το δικαίωμα ως τώρα να μοιράζεται την ίδια εξουσία με το κυπριακό κράτος, όχι επειδή αποτελεί μια μειοψηφία του πληθυσμού, αλλά επειδή η εισβολή της Τουρκίας το 1974 δεν πρέπει να νομιμοποιηθεί επιτρέποντας πριν τη λύση του κυπριακού μια ισότιμη συναπόφαση σε γενικά ζητήματα κυριαρχίας. Αλλά ως τότε είναι και δίκαιο και σωστό και βοηθάει στο να οικοδομηθεί έμπρακτα η εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δυο κοινότητες του νησιού, το να συμμετέχουν εκπρόσωποι της τουρκικής κοινότητας στις διαδικασίες της αξιοποίησης των κοιτασμάτων, να επιδιώκεται η συμφωνία μαζί τους από την κυπριακή κυβέρνηση, αν και χωρίς να έχουν δικαίωμα βέτο. Σε κάθε περίπτωση, η κυπριακή κυβέρνηση θα πρέπει να μοιράζει από τώρα και με πλήρη διαφάνεια και αναλογικά με τον πληθυσμό τους στις δύο κοινότητες τους πόρους που προκύπτουν από την αξιοποίηση του θαλάσσιου ορυκτού πλούτου. Άλλωστε αυτήν την ανάγκη την είχε παραδεχτεί ο πρόεδρος της Κύπρου Χριστόφιας το 2012 λέγοντας ότι «ακόμα και αν δεν υπάρξει πολιτική λύση στην ενοποίηση της χώρας-εφόσον η Τουρκία δεν δείξει καλή θέληση- και έχουμε ένα εισόδημα από την εκμετάλλευση του πετρελαίου, θα το χρησιμοποιήσουμε για το κοινό καλό των δύο κοινοτήτων» (22 Σεπτ. 2012). Αυτή τη θέση την αναίρεσε ο Χριστόφιας αμέσως μετά, αφού πρώτα με αυτήν εξασφάλισε τη διπλωματική καταδίκη της Τουρκίας για την απόφασή της να απαντήσει στις κυπριακές γεωτρήσεις με δικές της γεωτρήσεις στη βόρεια «τουρκοκυπριακή» πλευρά της κυπριακής ΑΟΖ (https://www.prio.org/Global/upload/Cyprus/Publications/Hydrocarbons_Report-ENG.pdf, σελίδα 43).
Ένα μοίρασμα των υδρογονανθράκων θα έδειχνε τις φιλειρηνικές και ενωτικές διαθέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς που θα βοηθούσε όσο τίποτα άλλο τις διαπραγματεύσεις για τη λύση. Αντίθετα είναι εντελώς καταστροφική για μια λύση του Κυπριακού η λογική της κυπριακής ηγεσίας ότι με το να μην δίνει τίποτα τώρα στους τουρκοκύπριους τους υποχρεώνει να είναι τάχα υποχωρητικοί στις διαπραγματεύσεις για τη λύση του Κυπριακού. Δηλαδή συμπεριφέρεται εκβιαστικά σήμερα απέναντι σε μια εθνότητα που αυτοκυβερνάται για να την πείσει ότι αύριο, που θα είναι μια εθνική μειονότητα κάτω από μια αρπακτική πλειονότητα, θα έχει πλήρη ασφάλεια και πολιτική και οικονομική ισότητα. Άλλωστε, το ίδιο επιχείρημα είχε προβάλει και όταν ζητούσε από την ΕΕ να γίνει μέλος της: ότι αυτό θα υποχρέωνε την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους να προχωρήσουν γρηγορότερα σε λύση του Κυπριακού· κάτι που βέβαια δεν έγινε, με κύρια ευθύνη πάλι της Ελλάδας και της εκάστοτε ελληνοκυπριακής ηγεσίας, αφού κάθε φορά υπονόμευαν με διάφορα προσχήματα όλες τις λύσεις που είχαν προταθεί. Η σημερινή διαχείριση του ζητήματος των υδρογονανθράκων έτσι όπως γίνεται από το κυπριακό κράτος αποτελεί μέτρο οικοδόμησης ανεμπιστοσύνης μεταξύ των δύο εθνοτήτων της Κύπρου, αλλά και μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οπότε και μέτρο εξασφάλισης της μη επίλυσης του κυπριακού. Μάλιστα αυτή η εθνοδιχαστική διάσταση μεγαλώνει αν κανείς πάρει υπόψη του μια παράμετρο που δεν θα αναππτύξουμε σε αυτό μας εδώ το κείμενο, συγκεκριμένα την πολιτική του ελληνικού κράτους που επιμένει, με την υποστήριξη του κυπριακού, ότι η έκταση της ΑΟΖ που δικαιούται το Καστελλόριζο είναι τόσο μεγάλη ώστε να στερεί όλη σχεδόν την ΑΟΖ της Τουρκίας προς το νότο. Μια σχετική απόφαση του Διεθνούς δικαστηρίου για την ανάλογη διένεξη Ουκρανίας-Ρουμανίας για ένα νησί στον Εύξεινο, δικαιώνει την τούρκικη θέση.
Δηλαδή αυτή τη στιγμή η κυπριακή ηγεσία με την υποστήριξη, και ουσιαστικά την καθοδήγηση της ελληνικής ηγεσίας κάνει το αντίθετο από ότι θα έπρεπε για να αφοπλίσει πολιτικά τον τούρκικο σοβινισμό, ο οποίος όπως και στο Αιγαίο, δουλεύει πάντα περισσότερο με την λογική της ισχύος και λιγότερο με τις πλευρές του δίκιου που μπορεί να έχει το τουρκικό κράτος σε όλες αυτές τις αντιθέσεις. Αλλά ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση της ΑΟΖ η επεμβατική πολιτική της Τουρκίας έχει μαζί της όλη την τουρκοκυπριακή κοινότητα, δηλαδή και τις πιο ανεξάρτητες από την Τουρκία πολιτικές τάσεις της, ακριβώς εξαιτίας της πολιτικής αποκλεισμού που ακολουθεί το κυπριακό κράτος απέναντι στους τουρκοκύπριους στο ζήτημα των ενεργειακών πόρων. Άλλωστε για τον ίδιο λόγο και οι χώρες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ενώ υπερασπίζονται το δικαίωμα της Κυπριακής κυβέρνησης να κάνει γεωτρήσεις και είναι αντίθετες στην τουρκική ναυτική επέμβαση ενάντια σε αυτές, καλούν άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, τις κυπριακές κυβερνήσεις να φροντίσουν για τη διανομή του υποθαλάσσιου πλούτου της στις δύο κοινότητες. Μόνο η Ρωσία έχει ατόφια την διχαστική θέση του κυπριακού κράτους, δηλαδή δεν δέχεται καμιά διανομή πριν τη λύση του κυπριακού (στο ίδιο https://www.prio.org/Global/upload/Cyprus/Publications/Hydrocarbons_Report-ENG.pdf, σελίδα 60). Αυτή η ανοιχτή ρώσικη υποστήριξη αρέσει στους ελληνοκύπριους. Όμως όπως πάντα όταν αυτοί παίρνουν δώρα από την αγαπημένη τους ρώσικη υπερδύναμη, πληρώνουν στο τέλος σκληρά γιατί αυτά τα δώρα από τη μια δυναμώνουν τον ελληνικό σοβινισμό και από αντανάκλαση τον τούρκικο, και από την άλλη τους στερούν την ενότητα με τους συμπολίτες τους τουρκοκύπριους με τους οποίους η λαϊκή πλειοψηφία των ελληνοκύπριων μοιράζεται αιώνες κοινής ζωής χαραγμένης από την κοινή ταξική καταπίεση από την ορθόδοξη εκκλησία, και τους έλληνες φοροεισπράκτορες του σουλτάνου.
Από την άλλη μεριά όμως δεν είναι η Ρωσία που κάνει τις γεωτρήσεις, είναι η Ιταλία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ στα πετρελαϊκά μονοπώλια των οποίων το κυπριακό κράτος τις έχει αναθέσει, οπότε αυτές τις χώρες βλέπουν απέναντί τους τόσο ο τουρκοκυπριακός όσο και ο τούρκικος λαός, αν όχι στο στρατιωτικό τουλάχιστον στο οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι όσο θα συνεχίζονται οι γεωτρήσεις στην ΑΟΖ τόσο θα δυναμώνουν στη βόρεια Κύπρο και πιο πολύ στην Τουρκία τα αντιδυτικά αισθήματα την ώρα που δεν θα βλέπουν τη Ρωσία να συγκρούεται άμεσα πουθενά με την Τουρκία παρά μόνο έμμεσα με την υποστήριξη που η πρώτη δίνει στο καθεστώς Άσαντ, τον οποίο όμως δεν αισθάνεται σαν την κεντρική της απειλή η Τουρκία.
Με αυτές τις μεθοδεύσεις λοιπόν τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Κύπρο η ρώσικη διπλωματία, αξιοποιώντας τον ελληνικό σοβινισμό και τη στενοκέφαλη ιδιοτέλεια της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης, στρέφει την Τουρκία προς το μέρος της. Εννοείται ότι για να πετύχει αυτή τη στροφή αξιοποιεί όπως είπαμε όλα τα ελαττώματα της τούρκικης άρχουσας τάξης, δηλαδή και τον τούρκικο σοβινισμό καθώς και την πάγια πολιτική του τούρκικου κράτους να επιχειρεί να λύνει τις αντιθέσεις με τους γείτονές της με εφαρμογή ισχύος και όχι με μια σε βάθος και σε διάρκεια προσπάθεια να πείσει για τα όποια δίκια της τη διεθνή κοινή γνώμη. Άλλωστε δεν περνάει μια χώρα στον άξονα του φασισμού και του πολέμου χωρίς να έχει κάτι το πολύ άρρωστο μέσα της η άρχουσα τάξη της. Απλά εμείς καταγγέλλουμε με μεγαλύτερη έμφαση την ιμπεριαλιστική υπερδύναμη που κατ εξοχήν ενισχύει και αξιοποιεί για το όφελός της αυτές τις αρρώστιες κυρίως μέσω της εισοδιστικής τακτικής της που έχει αναγάγει σε επιστήμη, δηλαδή μέσω των διπρόσωπων πρακτόρων και φίλων της σε κάθε χώρα.