<<Μια από τις απόπειρες των φασιστών και σοβινιστών να θεμελιώσουν το ψέμα περί ανυπαρξίας μακεδονικού έθνους με ανιστόρητα επιχειρήματα είναι και ο ισχυρισμός ότι «το πραγματικό όνομα» της Δημ. της Μακεδονίας στο μεσοπολεμο είναι «Βαρντάρσκα Μπανοβίνα». Όπως όμως εξηγεί ο Ιός της Ελευθεροτυπίας («Οι δέκα μύθοι του Σκοπιανού», Ελευθεροτυπία, 23/10/2005): «η ονομασία αυτή χρησιμοποιήθηκε απ' το γιουγκοσλαβικό κράτος 12 χρόνια όλα κι όλα (1929-1941) και μάλιστα κάτω από συνθήκες που επιβεβαιώνουν πανηγυρικά τον τεχνητό χαρακτήρα της. Οταν η στρατιωτική δικτατορία του βασιλιά Αλέξανδρου επιχείρησε το 1929 να εξαλείψει τις εθνότητες της χώρας συγχωνεύοντάς τις σε ένα ενιαίο «γιουγκοσλαβικό» έθνος υπό σερβική ηγεμονία, όλες οι «ιστορικές» περιφέρειες της Γιουγκοσλαβίας αντικαταστάθηκαν από Διοικήσεις («Μπανοβίνες») με τα ονόματα των τοπικών ποταμών. Η αλλαγή παγιώθηκε με το σύνταγμα του 1931 (άρθρο 83) και αντιμετωπίστηκε ειρωνικά από το διεθνή τύπο της εποχής. Αν πάρουμε στα σοβαρά αυτή τη διοικητική διαίρεση, τότε εκτός από (γιουγκοσλαβική) Μακεδονία δεν υπάρχουν επίσης Σλοβενία (αλλά «Ντράβσκα» Μπανοβίνα), Κροατία («Σάβσκα» και «Πριμόρσκα» Μπανοβίνα), Μαυροβούνιο («Ζέτσκα» Μπανοβίνα), Βοσνία-Ερζεγοβίνη («Ντρίνσκα» και «Βρμπάσκα» Μπανοβίνα), Βοϊβοδίνα («Ντουνάβσκα» Μπανοβίνα) και -φυσικά- ούτε Σερβία («Μοράβσκα» Μπανοβίνα). Η γελοιότητα του όλου επιχειρήματος, που προπαγανδίστηκε κι από επίσημα χείλη (βλ. επιστολή Παπαθεμελή, «Ε» 17.3.01), είναι παραπάνω από προφανής».
Όμως πέρα από τη σαθρότητα τέτοιων «επιχειρημάτων», είναι τα ίδια τα λόγια των ελλήνων σοβινιστών που έχουν καταγραφεί μέχρι και τη δεκαετία του ’50 τα οποία αναιρούν την τωρινή θέση τους περί μη ύπαρξης μακεδονικού έθνους και μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα.
Πρώτη και καλύτερη η γνωστή εθνικίστρια συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα παραδέχεται στο μυθιστόρημα της «Στα μυστικά του βάλτου» (σελ. 44) τα εξής για την τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: « Ήταν ένα κράμα όλων των βαλκανικών εθνικοτήτων τότε η Μακεδονία Έλληνες, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ζούσαν φύρδην-μίγδην κάτω από το βαρύ ζυγό ων Τούρκων. Η γλώσσα τους ήταν η ίδια, μακεδονίτικη, ένα κράμα και αυτή από σλαβικά και ελληνικά, ανακατωμένα με λέξεις τούρκικες. Όπως και στα Βυζαντινά χρόνια οι πληθυσμοί ήταν ανακατωμένοι τόσο, που δύσκολα χώριζες Έλληνα από Βούλγαρο –τις δυο φυλές που κυριαρχούσαν. Εθνική συνείδηση είχαν τη μακεδονική μονάχα».
Ο Παύλος Μελάς, ο ήρωας του ελληνικού επεκτατισμού των αρχών του 20ου αι., ήρθε σε επαφή με πληθυσμούς που μιλούσαν μακεδονικά και μάλιστα κάποια στιγμή χρειάστηκε και ο ίδιος να μιλήσει στη γλώσσα τους. Στις επιστολές προς τη γυναίκα του διηγείται: «Το απόγευμα (…) συνεκεντρώθηκαν εις το δωμάτιόν μας 12 προύχοντες. Εις αυτούς ζωηρότατα, ευγλωττότατα και-πειστικότατα – μετέφραζεν ο Πύρζας – ωμίλησε, μακεδονικά ο Κώτας» (Ναταλίας Μελά: Παύλος Μελάς, Αθήναι 1963, σελ. 241). Λίγο παρακάτω γράφει: «Θα σου κάμω μιαν μικράν περίληψιν του λόγου τον οποίον εξεφώνησα προ της μακεδονικής αυτής βουλής», ενώ αλλού αναφέρει: «Έμαθα και ολίγας μακεδονικάς λέξεις, που λέγω εις τας γυναίκας και μητέρας προ πάντων και ενθουσιάζονται μαζί μου» (σελ. 253).
Αλλά μήπως η μακεδονική γλώσσα δεν υπάρχει στ’ αλήθεια και είναι, όπως υποστηρίζουν οι σοβινιστές, ένα παρακλάδι της βουλγαρικής ή της σερβοκροατικής γλώσσας; Ο ιστορικός Διονύσιος Ζακυθηνός απαντά αρνητικά στο βιβλίο του «Οι Σλάβοι εν Ελλάδι» (1945): «Τούτο εξηγεί εν μέρει και την ύπαρξιν, εις την Δυτικήν Μακεδονίαν, των σλαβικών γλωσσικών μειονοτήτων. Διότι οι σλαβόφωνοι της Δυτικής και της Βορείου Μακεδονίας, οι περιελθόντες εις την Ελλάδα και εις την Σερβίαν, ουδεμία σχέσιν έχουν προς τους Σέρβους ή τους Βουλγάρους, αλλ’ είναι υπολείμματα των παλαιοτάτων μεταναστευτικών κινήσεων των Σλάβων, αι οποίαι συνεντελέσθησαν πολύ προ της εμφανίσεως και της προς νότον προωθήσεως και των Βουλγάρων και των Σέρβων. Καθ’ όσον τουλάχιστον δυνάμεθα να κρίνωμεν εκ των τοπωνυμίων, υφίσταται άμεσος γλωσσική συγγένεια μεταξύ των σημερινών μακεδονοσλάβων και των σλαβικών φύλων, τα οποία εγκατεστάθησαν κατά τους μέσους αιώνας εις την Ελλάδα».
Ακόμη, ο καθηγητής Pr. R. A. Reiss, που όρισε η ελληνική κυβέρνηση για να ερευνήσει την εθνογραφική σύνθεση των νέων ελληνικών επαρχιών, είχε καυτηριάσει στην έκθεση του (« Rapport sur la situation des boulgarophones et des musulmans dans les nouvelles provinces grecques », Λοζάννη, 1915) την πολιτική των ελληνικών αρχών της εποχής να βαφτίζουν «βουλγαρόφωνους» τους σλαβικούς πληθυσμούς της ελληνικής Μακεδονίας: «Αυτούς που εσείς αποκαλείτε βουλγαρόφωνους θα τους ονόμαζα καλύτερα απλώς μακεδόνες. Δίνετε σ΄ αυτούς τους ανθρώπους το όνομα των βουλγαρόφωνων εξαιτίας της γλώσσας τους που μοιάζει με τα βουλγάρικα. Είναι όμως αυτά βουλγάρικα, είναι η ίδια γλώσσα που μιλούν στη Σόφια; Όχι. Τα μακεδονικά μοιάζουν τόσο στα σέρβικα όσο και στα βουλγάρικα (…) Οι έρευνες μου στην ελληνική και τη σέρβικη Μακεδονία μου έδειξαν ότι τα πραγματικά μακεδονικά είναι προϊόν όλων των διαδοχικών κατακτήσεων που υπέστη αυτή η χώρα (…) Επαναλαμβάνω ότι η μεγάλη μάζα των κατοίκων παρέμεινε απλώς μακεδονική…» (αναφέρεται στο Δελτίο αρ.1 της Εταιρείας για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων, σελ. 5 – Ιανουάριος 1992).
Το ίδιο αποφαίνεται και ο Β. Κολοκοτρώνης, διευθυντής του Β΄ Πολιτικού τμήματος του Υπουργείου Εξωτερικών, που είχε εκδώσει στα 1919 στο Παρίσι το βιβλίο “LaMacedoineetelHellenism”. Γράφει λοιπόν εκεί ο ανώτερος αυτός κρατικός αξιωματούχους: « Οι Σλάβοι της Μακεδονίας και οι Βούλγαροι είναι δυο διακριτές εθνότητες. Εξάλλου κανένας συγγραφέας, κανένα κείμενο δε χαρακτηρίζει Βούλγαρους τους Σλάβους της Μακεδονίας πριν από την εποχή του Σαμουήλ (…) Τι σημασία μπορεί να έχει το γεγονός ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας αποκλήθηκαν Βούλγαροι; Αυτή και μόνο η ονομασία είναι ικανή ν΄ αλλάξει τον εθνικό τους χαρακτήρα; Μπορούμε να βασιστούμε μόνο στο όνομα για να τους ταυτίσουμε, από εθνογραφική άποψη, με τους πραγματικούς Βούλγαρους; Φυσικά και όχι».
Εξάλλου υπάρχουν και επίσημα κρατικά έγγραφα που αποδεικνύουν αυτό που το σημερινό κράτος αρνείται να παραδεχτεί. Όπως διαβάζουμε στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», (τόμος ΙΕ΄, σελ. 91):«Η κυβέρνηση Βενιζέλου εκτύπωσε το καλοκαίρι του 1918 έναν εθνολογικό χάρτη που σχεδιάστηκε υπό την επιστημονική επίβλεψη του καθηγητή (του Πανεπιστημίου της Αθήνας) Γ. Σωτηριάδη και εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο χαρτών του Λονδίνου E. StanfordLtd. Τιτλοφορείται «ο Ελληνισμός στην Πρόσω Ανατολή». Στο χάρτη αυτό επισημαίνονται οι περιοχές όπου κατοικούσαν οι εθνικά μακεδονικοί πληθυσμοί οι οποίοι αναφέρονται ως MacedonianSlavs, δηλ. Μακεδονοσλάβοι.
Όμως οι πιο ατράνταχτες αποδείξεις είναι οι ίδιες οι επίσημες απογραφές του πληθυσμού που φανέρωναν την εθνική ανομοιογένεια του ελληνικού κράτους. Στην απογραφή του 1928 στην κατηγορία «Σλαβομακεδόνες» καταγράφηκαν 81.984 άτομα, ενώ στην απογραφή του 1951 (την τελευταία που περιλάμβανε ερωτήματα για τη θρησκεία και τη γλώσσα του πληθυσμού) καταγράφηκαν στην ίδια κατηγορία 41.017 με μητρική γλώσσα τα σλάβικα-μακεδονικά και άλλα 10.346 με την ίδια γλώσσα ως «ομιλούμενη συνήθως». Αλλά και στην απογραφή του 1940 επί Μεταξά, είχαν καταγραφεί 94.059 άτομα.
Ήδη η ελληνική κυβέρνηση στα 1929 είχε προσπάθησε ν’ ανοίξει τα μειονοτικά σχολεία για τους Μακεδόνες, όμως αντέδρασε και η τότε Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία, που απαιτούσαν σ’ αυτά τα σχολεία να διδάσκεται η σερβοκροάτικη και η βουλγάρικη γλώσσα, αντίστοιχα. Μάλιστα, το ελληνικό υπουργείο παιδείας είχε τυπώσει κιόλας στα 1925 αλφαβητάρι- αναγνωστικό στα μακεδονικά με τίτλο ABECEDAR (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπατάβια, Θεσσαλονίκη 2006) για να το εισάγει στις σχολικές αίθουσες. Ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών, Βασίλης Δενδραμής, με επιστολή του προς το διευθυντή του τμήματος για τις μειονότητες Έρικ Κόλμπαν στις 10/11/25 είχε εμφανιστεί τότε θερμός υπερασπιστής της μακεδονικής εθνικής ταυτότητας υποστηρίζοντας με σθένος τη διαφορά ανάμεσα στη μακεδονική και τη βουλγαρική γλώσσα. Για το σκοπό αυτό επικαλέστηκε και ορισμένους από τους πιο αξιόλογους σλαβολόγους της εποχής (Βιβλιοθήκη των Ηνωμένων Εθνών, Αρχεία στη Γενεύη, R. 1975, Doc. No 41/47647/39349).
Μπορούμε τέλος να παραθέσουμε τις μαρτυρίες δύο ηγετικών μορφών του σύγχρονου νεοελληνικού αστικού κράτους. Η πρώτη είναι μία ρήση του Κων/νου Καραμανλή στις 30.11.1950 σχετικά με τους εθνικά Μακεδόνες πολιτικούς πρόσφυγες («Εφημερίς συζητήσεων της Βουλής»): «Αυτοί οι πληθυσμοί είναι αμφιβόλου συνειδήσεως. Αυτό είναι τόσον αληθές, ώστε δεν είναι γνωστόν αν είναι Βούλγαροι, Σλάβοι ή Έλληνες». Η δεύτερη είναι η αναφορά που έκανε στις 17 και 18 του Σεπτέμβρη 1959 ο τότε υπουργός της ΕΡΕ Ευάγγ. Αβέρωφ στη «Μακεδονική γλώσσα η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια κι έχει και γραμματικήν και συντακτικόν» (το αναφέρει ο Σ. Βαλντέν στο βιβλίο του «Ελλάδα-Γιουγκοσλαβία. Γέννηση και εξέλιξη μιας κρίσης», 1991)>>.