Οι ρωσόφιλοι χρησιμοποιούν την ευνοϊκή για τους θύτες νομοθεσία που περνάνε εδώ και χρόνια οι ίδιοι στη Βουλή, για να κάνουν φασιστικές εκκαθαρίσεις στη δικαιοσύνη που ακόμα δεν την ελέγχουν
Κατά του κακοποιητή της γυναίκας του Λύτρα η εισαγγελέας και η ανακρίτρια άσκησαν δίωξη με την πιο βαριά δυνατή κατηγορία γι αυτό το έγκλημα το κακούργημα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης. Ταυτόχρονα,του επέβαλαν περιοριστικά μέτρα αλλά όχι προφυλάκιση πράγμα που συνηθίζεται αν δεν υπάρχουν στοιχεία κυρίως ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να επαναλάβει το ίδιο αδίκημα μέχρι τη δίκη. Στο σημείο αυτό ο Λύτρας είχε υπέρ του την κατάθεση της γυναίκας του ότι δεν υπήρξε ποτέ προηγούμενα άσκηση βίας από την πλευρά του θύτη.
Κι όμως με μία πρωτοφανή στα χρονικά παρέμβαση τους η Προέδρος και η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου παράκαμψαν όλα εντεταλμένα πειθαρχικά όργανα, και κάθε προβλεπόμενη διαδικασία, και παρέπεμψαν τις δύο έμπειρες δικαστικούς λειτουργούς στο πειθαρχικό, γιατί δεν συμφώνησαν με την απόφαση τους να μη διατάξουν την προφυλάκιση του Λύτρα, δηλαδή όχι γιατί παραβίασαν κάποιο νόμο αλλά για την εκτίμηση που έκαναν γι αυτήν την περίπτωση και για την απόφαση που πήραν, και μόνο αυτές είχαν το δικαίωμα να πάρουν. Αυτή η παρέμβαση έγινε δεκτή με επευφημίες από σύσσωμητην αντιπολίτευση και είχε την επιδοκιμασία της κυβέρνησης. Στην πράξη οι δύο αρεοπαγίτισσες απάλλαξαν όλο τον πολιτικό κόσμο από την κατακραυγή της κοινής γνώμης γιατί ψηφίζει νόμους που επιτρέπουν σε ανθρώπους που σπάνε στο ξύλο τη γυναίκα τους να αφήνονται ελεύθεροι ώσπου να δικαστούν και έδειξαν σαν ανάλγητους παράνομους και φίλους των κακοποιητών, ιδίως των πλουσίων κακοποιητών τους δικαστές. Έτσι, το ρωσόφιλο πολιτικό καθεστώς μπόρεσε να κατευθύνει τη συσσωρευμένη οργή ενός λαού που έχει την αίσθηση ότι είναι όλο και πιο ανοχύρωτος απέναντι σε μία βία που φουσκώνει υπόκωφα στην κοινωνία ενάντια στη δικαιοσύνη.