Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΕ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΝΩ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΜΗΤΣΟΤΑΚΙΚΗ ΝΔ

Πρόσφατο οικονομικό δελτίο του ΣΕΒ σημειώνει αναφορικά με σχετικές στατιστικές του Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ (WEF) για το 2019 ότι η Ελλάδα είχε τις χαμηλότερες επενδύσεις παγκόσμια (με εξαίρεση τις εμπόλεμες ή πτωχευμένες χώρες) ως ποσοστό του ΑΕΠ κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα την παραπέρα πτώση του κατά κεφαλήν εισοδήματος σε επίπεδα χαμηλότερα από εκείνα του 2000.

 

Όπως δημοσιεύεται στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο: «Οι επιχειρηματικές επενδύσεις σήμερα (2018), ύψους €10 δισ. περίπου, αν και σε ονομαστικούς όρους έχουν επανέλθει στα 2/3 των προ κρίσης επιπέδων (2009), ανέρχονται στο 6% του ΑΕΠ περίπου, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ-28 διαμορφώνεται στο 13%. Υπάρχει, όμως, τεράστια υστέρηση στις μη επιχειρηματικές επενδύσεις. Οι δημόσιες επενδύσεις (Προϋπολογισμός Δημοσίων Επενδύσεων) και οι επενδύσεις των νοικοκυριών (κυρίως σε κατοικίες, αλλά και σε εξοπλισμό αυτοαπασχολούμενων) διαμορφώνονται σήμερα στα €5 δισ. περίπου για την κάθε κατηγορία, όταν προ κρίσης κυμαινόντουσαν σε €14 δισ. και €21 δισ. αντίστοιχα. Σημειώνεται, επίσης, ότι οι επενδύσεις σε κατοικίες (€1,3 δισ. σήμερα έναντι €15,5 δισ. προ κρίσης) αποτελούν μόνο το 6% του συνόλου των επενδύσεων, όταν στην ΕΕ-28 το αντίστοιχο μέγεθος είναι 25% (30% στη Γερμανία)! Έτσι, η επενδυτική αυτή άπνοια έχει συμπιέσει την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα, σε πραγματικούς όρους, το κατά κεφαλήν εισόδημα να είναι σήμερα χαμηλότερο απ’ ότι ήταν το 2000!»

Στο σημείο αυτό το δελτίο του ΣΕΒ σπεύδει να χαιρετίσει τις «αναπτυξιακές» εξαγγελίες της νέας κυβέρνησης, όμως τα ίδια τα γεγονότα αναγκάζουν το συντάκτη του κειμένου στη συνέχεια να διατυπώσει επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητά τους.

«Εάν όντως τελεσφορήσει μια τέτοια εθνική προσπάθεια», γράφει, «η χώρα θα έχει σοβαρές πιθανότητες να επανέλθει στην επενδυτική βαθμίδα ΒΒΒ- από Β+ σήμερα (αναβάθμιση κατά 4 βαθμίδες) στην κατάταξη της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας της Standard and Poor’s (S&P). Εν προκειμένω υπολογίζεται ότι η υλοποίηση μιας τέτοιας μεγάλης έκτασης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων συνεπάγεται τη βελτίωση της θέσης της χώρας στην κατάταξη ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum (WEF) κατά 17 θέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, προκαλεί έντονο προβληματισμό η υποχώρηση της Ελλάδας στην πρόσφατη κατάταξη του WEF για το 2019, κατά 2 θέσεις στην 59η θέση σε 141 χώρες, και κατά 12 θέσεις περίπου σωρευτικά από το 2015 και μετά, καθώς και η μείωση την ίδια περίοδο της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά –1,7% με βάση τον σχετικό δείκτη κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Αναδεικνύεται, έτσι, ως εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση η επιδίωξη αναβάθμισης της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα ΒΒΒ- σε σύντομο χρονικό διάστημα, και κατά προτίμηση μέχρι το 2021 όταν η Ελλάδα θα γιορτάσει τα 200 χρόνια από την εθνική παλιγγενεσία του 1821. (…) Σημειώνεται ότι στην περίπτωση της Πορτογαλίας, χρειάστηκαν 3 χρόνια μετά την έξοδό της από το Πρόγραμμα για να επανέλθει στην επενδυτική βαθμίδα, με δύο, όμως αναβαθμίσεις (από ΒΒ σε ΒΒΒ-), ενώ η Ελλάδα, ένα χρόνο μετά την έξοδο της από το Πρόγραμμα, χρειάζεται 4 αναβαθμίσεις (από Β+ σε ΒΒΒ-). Στην πορεία, η Πορτογαλία βελτίωσε τη θέση της στην κατάταξη ανταγωνιστικότητας του WEF κατά 9 θέσεις, αν και όχι γραμμικά, και αύξησε το κατά κεφαλήν εισόδημα της από USD 21.000 σε USD 23.000 περίπου». Ακόμα, στην Ελλάδα «η πτώση του όγκου λιανικών πωλήσεων (-3,5% τον Ιούλιο του 2019 και -1,6% το διάστημα Ιαν – Ιουλ 2019) δημιουργεί προβληματισμό για την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης το 3ο τρίμηνο του 2019» (https://www.epixeiro.gr/article/145850).

Με άλλα λόγια οι διαπιστώσεις του συνδέσμου και τα στοιχεία που παραθέτει καταδεικνύουν αυτό που η ΟΑΚΚΕ εδώ και καιρό έχει διαπιστώσει και είναι το στρατηγικό σαμποτάρισμα της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας από το πολιτικό καθεστώς, που συνεχίζεται και από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και μάλιστα με ιδιαίτερη μανία, όπως δείχνει το σαμποτάζ του Ελληνικού, του Χρυσού στις Σκουριές, της εξόρυξης των υδρογονανθράκων, των λιγνιτικών μονάδων, της ηλεκτρικής διασύνδεσης της Κρήτης και σε χρόνο και σε χρήμα για χάρη των κινέζων νεοαποικιοκρατών.

Όπως διαπιστώνει ο ΣΕΒ, «παρά την έμφαση που δίνεται στην ισχυρή ανάπτυξη, με πληθώρα φορολογικών και λειτουργικών ρυθμίσεων, που δημιουργούν ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον… δυστυχώς γίνονται λίγες επενδύσεις και με χαμηλή επίπτωση στο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας» (https://m.naftemporiki.gr/story/1518571). «Οι επενδύσεις στην Ελλάδα, γύρω στα 21 δισ. ευρώ, δεν επαρκούν για την αναπλήρωση του κεφαλαιακού εξοπλισμού που φθείρεται (αποσβέσεις 30 δισ. ευρώ περίπου, εκ των οποίων 9 δισ. ευρώ σε κατοικίες). Ακόμη και χωρίς τις κατοικίες, οι επενδύσεις οριακά αντισταθμίζουν τις αποσβέσεις, με αποτέλεσμα οι καθαρές επενδύσεις να είναι μηδενικές (…) Συνεπώς η επίπτωση των καθαρών επενδύσεων στην παραγωγικότητα, τους πραγματικούς μισθούς και, τελικά, στην ευημερία του πληθυσμού είναι σχεδόν μηδενική, μιας και οι ακαθάριστες επενδύσεις δεν προσθέτουν στην ουσία νέο παραγωγικό δυναμικό στην οικονομία, εάν ληφθούν υπόψη οι αποσβέσεις (ο τονισμός με μαύρα δικός μας, σημ. σύνταξης). Εάν υπάρχει κάποια θετική επίπτωση στην οικονομία, αυτή προέρχεται μόνο από τη υψηλότερη κατά κανόνα παραγωγικότητα του νέου εξοπλισμού που αναπληρώνει τον αποσυρόμενο εξοπλισμό. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν προστίθεται νέος εξοπλισμός, νέα εργοστάσια, νέες κατασκευές, κλπ» (στο ίδιο). «Ιδιαίτερα σε κλάδους όπως είναι οι μεταφορές, ο τουρισμός, το εμπόριο, η επικοινωνία και ενημέρωση, και η εκπαίδευση οι καθαρές επενδύσεις είναι μηδενικές ενώ οριακά θετικές είναι στην υγεία», αναφέρεται στο δελτίο. Αλλά ακόμα και στους κλάδους που παρατηρείται αύξηση παρατηρούνται άλλου είδους αδυναμίες. Για παράδειγμα, υπάρχει η τάση οι ελληνικές επιχειρήσεις να επενδύουν σε έτοιμες λύσεις πληροφορικές, δηλ. σε hardware και όχι σε software. Ακόμα: «Επιχειρήσεις που λειτουργούν με χαμηλή παραγωγικότητα, διαθέτοντας χαμηλό τεχνολογικό αποτύπωμα, κ.ο.κ. καταφεύγουν, συνήθως, στη φοροδιαφυγή και σε πρακτικές αδήλωτης, και πολλές φορές υποαμειβόμενης εργασίας, για να επιβιώσουν (όλες οι υπογραμμίσεις δικές μας). Αυτό, όμως, προκαλεί αθέμιτο ανταγωνισμό στις νόμιμες επιχειρήσεις, που εμποδίζονται να αυξήσουν τα μερίδια αγοράς τους, παραμένοντας μικρές» εξηγεί, προσθέτοντας ότι με τον τρόπο αυτό, περιορίζεται και η επενδυτική τους δραστηριότητα, «σε έναν φαύλο κύκλο που καθηλώνει την οικονομία σε χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας και εξαγωγών».

Μόνο που ο ΣΕΒ από ταξικό συμφέρον και πολιτική τύφλωση ρίχνει την ευθύνη σε θεσμικούς παράγοντες και όχι σε πολιτικούς καθώς αρνείται επίμονα να δει στον αντίποδα αυτού του κλίματος, ακριβώς για να έχει το κεφάλι του ήσυχο, τα προνόμια και τις σκανδαλώδεις διευκολύνσεις που απολαμβάνει το πολιτικά ηγεμονικό ανατολικό ληστρικό κεφάλαιο και οι ντόπιοι και δυτικοί φίλοι του στη χώρα μας.