Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Το Ιντλίμπ, ο στρατηλάτης του Έβρου και το βρώμικο καθεστωτικό δίπολο με τους πρόσφυγες

Η ιστορία έχει αποδείξει ότι δεν είναι πολύ δύσκολο μια άρχουσα τάξη, που σε κάθε περίπτωση κρατάει στα χέρια της την ενημέρωση ενός λαού, να το μετατρέψει σε έναν αντιδραστικό όχλο, αν αυτή η τάξη στο σύνολό της ακολουθήσει την πιο αντιδραστική της μερίδα η οποία με τη σειρά της υπηρετεί πολιτικά την πιο φασιστική υπερδύναμη. Αυτό συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας. Είναι η τρίτη φορά που συμβαίνει αυτό και είναι η χειρότερη.

 

Η πρώτη φορά ήταν στα 1991-2 όταν σύσσωμη η αστική μας τάξη ακολούθησε τον ρωσόδουλο Α. Παπανδρέου και απαίτησε από μια πολύ μικρή χώρα που έκανε τα πρώτα βήματα ανεξαρτησίας της να αλλάξει επί ποινή αποκλεισμού και εξαφάνισης το όνομα της, δηλαδή να αρνηθεί τον εθνικό χαρακτήρα της με αποτέλεσμα να διασπαστεί εθνοτικά, λέγοντας στον ελληνικό λαό το τερατώδες ψέμα ότι αυτό το όνομα ανήκει αποκλειστικά στον ίδιο και όποιος λέει το αντίθετο θέλει να στερήσει την Ελλάδα από την εθνική τιμή της και, κυρίως από ένα τμήμα της επικράτειάς της.

Η δεύτερη φορά ήταν στα 1994-97 όταν πάλι σύσσωμη η αστική μας τάξη κάτω από την ηγεσία πάλι του Α. Παπανδρέου και του επίσης ρωσόδουλου ψευτοκομμουνιστικού κόμματος υποστήριξε τον κατακτητικό πόλεμο που εξαπέλυσε ο σέρβικος φασισμός με την υποστήριξη της Ρωσίας για να κανιβαλίσει και να ασελγήσει στο ματωμένο σώμα της μικρής ειρηνικής Βοσνίας. Τότε σύσσωμη σχεδόν η αστική τάξη είπε στο λαό το τερατώδες ψέμα ότι τα θύματα, οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας ήταν τουρκόφιλα πιόνια στα σχέδια της Δύσης που ήθελε να διαμελίσει την ενιαία Γιουγκοσλαβία και να συντρίψει την αδελφή μας ορθόδοξη Σερβία σύμμαχο της πάντα ορθόδοξης εθνικής μας προστάτιδας Ρωσίας.

Εκείνες τις μέρες μας θυμίζει η σημερινή εθνική εκστρατεία ενάντια στους «εισβολείς μετανάστες» στα σύνορα. Δεν αναφερόμαστε εδώ στο γεγονός ότι το ελληνικό κράτος εμποδίζει να μπει στη χώρα ένα νέο μεταναστευτικό κύμα, ιδιαίτερα όταν ένα κομμάτι του θέλει να το κάνει με το ζόρι. Η ΟΑΚΚΕ ήταν άλλωστε το μόνο κόμμα που αναφερόταν στο μαρξισμό το οποίο ήταν ενάντια στη γραμμή των «γενικά ανοιχτών συνόρων» σαν διασπαστική της εργατικής τάξης και του λαού και στη σημερινή εποχή στην Ευρώπη σαν προβοκατόρικη υπέρ του φασισμού. Αλλωστε γι αυτό κυρίαρχα και δημοκρατικά κράτη σαν τη Γαλλία (περίπτωση της «ζούγκλας του Καλαί») και την Ισπανία (θύλακες της Θέουτα και της Μελίλια) εμποδίζουν αποφασιστικά μεταναστευτικές ροές που πάνε να περάσουν σύνορα με γιουρούσια. Μάλιστα στη δεύτερη περίπτωση το ευρωπαϊκό δικαστήριο για τα ανθρώπινα δικαιώματα δικαίωσε το ισπανικό κράτος όταν συνέλαβε δυο μετανάστες που προσπάθησαν να μπουν με αυτόν τον τρόπο στην Ισπανία. Εκείνο στο οποίο είμαστε μαχητικά αντίθετοι είναι το ότι μια πράξη ρουτίνας ενός κυρίαρχου κράτους μετατρέπεται από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση σε μια πανεθνική και παλλαϊκή εκστρατεία αντιτουρκισμού και, ακόμα χειρότερα σε ένα ύπουλο μέσο για να συμπαραταχθούν κάποια στιγμή οι πλατιές μάζες με την κτηνώδη, γενοκτονικού τύπου ρώσικη επίθεση κατά του συριακού πληθυσμού που αντιστάθηκε στο καθεστώς Ασαντ, στο όνομα του κοινού μετώπου ενάντια στην Τουρκία και στο «σουλτάνο της Ερντογάν».

Το να οικοδομηθεί στο λαό μας μια τέτοια αντίληψη για τα πράγματα, που να τον κάνει σύμμαχο του τέρατος, δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της πολιτικής προπαγάνδας της στιγμής. Η ελληνική άρχουσα τάξη, ακολουθώντας σαν το σκυλί τους φιλοπουτινικούς φαιο-«κόκκινους» έχει φτιάξει από καιρό μια εικόνα - που την έχει μετατρέψει τώρα σε πολεμικό όπλο υπέρ της ρώσικης πολιτικής - ότι το πελώριο προσφυγικό κύμα από τη Συρία προς την Τουρκία και στη συνέχεια προς την Ευρώπη δεν προκύπτει από μια μαζική σφαγή και εκτοπισμό αμάχων την οποία επί 4 ολόκληρα χρόνια πραγματοποιούν με ψυχρότητα δήμιων του Άουσβιτς οι ρώσοι νεοχιτλερικοί, αλλά είναι αποτέλεσμα ενός συνηθισμένου άδικου πολέμου που προκαλούν οι δυτικές επεμβάσεις και πάνω απ όλα τα τούρκικα επεκτατικά όνειρα και οι μηχανορραφίες του «Σουλτάνου». Η βασική μέθοδος με την οποία ειπώθηκε αυτό το ψέμα στον ελληνικό λαό είναι η συνηθισμένη της απόκρυψης από την ελληνική τηλεόραση των γεγονότων και των ζωντανών εικόνων, οι οποίες κραυγάζουν για το ποιος πραγματοποιεί τις σφαγές και το μαζικό εκτοπισμό των σύρων αμάχων, που σημαίνει ποια είναι η άδικη πλευρά του συριακού αρχικά εμφυλίου και στη συνέχεια εθνικού απελευθερωτικού πολέμου. Έτσι το ελληνικό κοινό μαθαίνει να μπαίνει στην αφήγηση του δράματος από το τριτεύον, που είναι το ποια χώρα έχει την ευθύνη για την υποδοχή των προσφύγων, και όχι για το ποια χώρα παράγει τους πρόσφυγες, δηλαδή η πουτινική Ρωσία.

 

Πως το ελληνικό πολιτικό καθεστώς χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες υπέρ του δήμιου τους

 

Μέχρι τώρα χωρίς να έχει ποτέ ακούσει από την άρχουσα τάξη του οτιδήποτε για τον παραγωγό των σύρων προσφύγων ο ελληνικός λαός, έχει καλεστεί από αυτήν, ιδιαίτερα από τους δήθεν «κόκκινους», που αποτελούν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες τους πολιτικούς ηγεμόνες του ελληνικού αστισμού, να παίξει, αυτή τη φορά μέσα στην Ευρώπη έναν καίριο ρόλο υπέρ αυτού του παραγωγού: Να δεχτεί να ανοίξουν τα σύνορα της χώρας του όχι μόνο στους πρόσφυγες της Συρίας αλλά ταυτόχρονα στους πολλαπλάσιους οικονομικούς μετανάστες όλου του τρίτου κόσμου και στη συνέχεια να απαιτήσει εξαιτίας του τεράστιου αριθμού που έτσι συγκεντρώνεται στη χώρα μας να μεταφερθούν όλοι μαζί στην υπόλοιπη Ευρώπη χωρίς οι λαοί της να έχουν προετοιμαστεί πολιτικά και να έχουν συμφωνήσει να υποδεχτούν και να ενσωματώσουν όλο αυτόν τον πληθυσμό. Όταν το εργατικό κίνημα είναι παντού σήμερα, οπότε και στην Ευρώπη σε μεγάλη οργανωτική και κυρίως πολιτική αδυναμία, οι ανταγωνισμοί τους οποίους προκαλεί η αστική τάξη με τη μαζική εισαγωγή προσφύγων για να σπάσει τα μεροκάματα γίνονται εκρηκτικοί*. Έτσι σήμερα στην εποχή του ιμπεριαλισμού νομοτελειακά δυναμώνει ο φασισμός και μάλιστα ακριβώς στον ταξικό πυρήνα του αντιφασιστικού μετώπου που είναι η εργατική τάξη. Αυτός είναι ο λόγος που η ρωσόδουλη ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, πατώντας πάνω στις τροτσκιστικές φράξιες του, σε συνεργασία με ένα κομμάτι του γερμανικού κεφάλαιου που ζητούσε φτηνά εργατικά και με τη βοήθεια της διπρόσωπης πρώην σταζίτισας Μέρκελ, όξυνε τις αντιθέσεις στους κόλπους της γενικά ανοργάνωτης εργατικής τάξης και της φτωχολογιάς των ευρωπαϊκών δημοκρατιών και έγινε ο βασικός μοχλός της πελώριας ανάπτυξης των εθνικιστικών, ξενοφοβικών και ρατσιστικών κομμάτων, που όλα ανεξαίρετα είναι θερμοί φίλοι των νεοχιτλερικών του Κρεμλίνου, δηλαδή φίλοι ακριβώς του εγκληματία παραγωγού των προσφύγων της Συρίας. Με λίγα λόγια οι τελευταίοι χρησιμοποιήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς σαν δούρειος ίππος των δημίων τους σε μια πελώριας κλίμακας πολιτική προβοκάτσια, η οποία τους πρόσφερε ένα πρώτο πλανητικού επιπέδου και χειροπιαστό λάφυρο: την έξοδο της πιο ισχυρής αμυντικά και πιο αντιπουτινικής χώρας της χαλαρά ενωμένης Ευρώπης, της Αγγλίας, από αυτήν την ένωση.

Η απάντηση των χωρών της ΕΕ στην προβοκάτσια αυτή, που βέβαια δεν τη θεώρησαν σαν τέτοια, ήταν να κλείσουν τα σύνορα τους και να προχωρήσουν σε μια γενικά σωστή συμφωνία με την Τουρκία: να γίνεται στα ελληνικά νησιά (τα οποία επιλέγουν οι μετανάστες γιατί από τη θάλασσα δεν μπορούν να απωθηθούν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο), ο διαχωρισμός ανάμεσα σε πρόσφυγες και μετανάστες και στους πρώτους να δίνεται η άδεια να πάνε στην Ευρώπη και οι δεύτεροι να στέλνονται πίσω στην Τουρκία και από εκεί στις χώρες τους. Πρώτος και βασικός όρος αυτής της συμφωνίας ήταν το προσφυγο-μεταναστευτικό μίγμα να μείνει στα νησιά και να μην πάει στην ηπειρωτική Ελλάδα γιατί τότε η Τουρκία δεν θα δεχόταν να πάρει πίσω μετανάστες οι οποίοι θα είχαν έρθει στην Ελλάδα όχι μόνο από την Τουρκία, αλλά ενδεχόμενα και από άλλες χώρες.

O ελληνικός λαός με επικεφαλής τους νησιώτες του ανατολικού Αιγαίου φέρθηκε σε όλη εκείνη την περίοδο με συγκινητική ζεστασιά και γενναιοδωρία στους πρόσφυγες, αλλά και στους μετανάστες που θαλασσοπνίγονταν, κόντρα στο κάλεσμα των νεοναζί της ΧΑ και άλλων ακροδεξιών να τους αντιμετωπίσουν σαν εισβολείς. Όμως η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας δεν εφαρμόστηκε ποτέ με κύρια ευθύνη της κυβέρνησης Τσίπρα, και με την κάλυψη του υπόλοιπου ελληνικού πολιτικού κόσμου. Δηλαδή αντί να κάνουν το διαχωρισμό που πρόβλεπε η συμφωνία και να δώσουν από τη μια ταξιδιωτικά έγγραφα στους πρόσφυγες για να πάνε στην Ευρώπη και από την άλλη να γυρίσουν τους μετανάστες στην Τουρκία και από εκεί στις χώρες τους, φρόντισαν να επιμηκύνουν στο άπειρο τη διαδικασία ελέγχου στερώντας της το πολύ αναγκαίο ειδικό προσωπικό που θα έκανε την επιλογή. Δηλαδή ούτε έστειλαν ποτέ πίσω τους οικονομικούς μετανάστες, ούτε άφησαν τους πρόσφυγες να ταξιδέψουν στην Ευρώπη, οπότε συσσώρευσαν κατά δεκάδες χιλιάδες τους πρόσφυγες και μετανάστες στα χοτ-σποτ των νησιών και δημιούργησαν συνθήκες βασανιστικής εξορίας, εφιαλτικές για τους πιο απροστάτευτους από αυτούς, που δοκίμασαν βία, σεξουαλική ταπείνωση, στερήσεις και κακουχίες, σε τέτοια κλίμακα που η Μόρια έγινε στίγμα ντροπής για όλη την Ευρώπη. Αυτή η κατάσταση μέσα στα στρατόπεδα συνδυάστηκε με τις μοιραίες μικροκλοπές και εικόνες αθλιότητας έξω από αυτά, πράγμα που αποξένωσε σταδιακά τους κατοίκους των τουριστικών αυτών νησιών από τους μετανάστες και πρόσφυγες και τελικά έστρεψε την πλειοψηφία τους εναντίον τους, δηλαδή δυνάμωσε ιδεολογικά τη θέση των ακροδεξιών και των ναζιστών, ακόμα και σε νησιά από παράδοση αριστερά όπως η Λέσβος.

Αυτή η κατάσταση δεν ήταν αποτέλεσμα κυβερνητικής ανικανότητας, όπως έλεγε η ηγεσία της ΝΔ, αλλά την επεδίωξε και την οργάνωσε η ηγετική ομάδα Τσίπρα γιατί χάρη σε αυτήν μπορούσε να θεμελιώσει το αίτημα όλης της ελληνικής ψευτοαριστερας, αίτημα που σταδιακά έγινε διακομματικό, ότι τα κέντρα διαλογής πρέπει να «αποσυμφορηθούν» επεκτεινόμενα και στην ενδοχώρα, πράγμα που σήμαινε 1ο να καταργηθεί η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας και 2ο να φουντώσει σε όλη την Ελλάδα το φασιστικό ρωσόδουλο ρεύμα. Στην πραγματικότητα το σύνθημα: «μεταφορά των χοτ-σποτ στην ενδοχώρα» είναι μόνο το μεταβατικό σύνθημα της ψευτοαριστεράς, για να ικανοποιεί το στρατηγικό της σύνθημα που είναι να μεταφερθούν πρόσφυγες και μετανάστες στην Ευρώπη και, είτε να γίνει εκεί ο διαχωρισμός, είτε να εγκατασταθούν όλοι εκεί, ώστε η Ευρώπη προκειμένου να μην είναι φρούριο, να ανοίξει τα σύνορά της στον παγκόσμιο εφεδρικό στρατό των ανέργων και να φασιστοποιηθεί για τα καλά. Γι αυτό κάθε ευρωπαϊκή ψευτοαριστερά μαζί με κάθε καιροσκόπο της γραμμής «μακριά το πρόβλημα από μας» απαιτεί να καταργηθεί το Δουβλίνο 2, που λέει ότι η πρώτη χώρα εισόδου ενός πρόσφυγα ή μετανάστη έχει την ευθύνη για το ποιος θα μπει και ποιος όχι στην ΕΕ. Αυτό σημαίνει να υποχρεωθεί από τις Βρυξέλλες – δηλαδή από την απρόσωπη γραφειοκρατία όπως την κατηγορούν όλοι οι εθνικιστές - κάθε χώρα της Ευρώπης θέλοντας και μη, δηλαδή ανεξάρτητα από την κατάσταση της οικονομίας της, από τη θέληση του λαού της και από τη συνείδηση του εργατικού της κινήματος να εγκαταστήσει το ποσοστό της από τους πρόσφυγες που θα διοχετεύσει η επίσημη Ελλάδα η οποία θα συνεχίσει να λειτουργεί όπως ως τώρα σαν ένας προβοκάτορας στο κέντρο διαχείρισης του μεγαλύτερου μεταναστευτικού αγωγού της υφηλίου. Αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός δρόμος για τη φασιστικοποίηση και τη διάλυση της ήδη πολυραγισμένης Ευρώπης και για αυτό θα ακούμε όλο και περισσότερο στη χώρα μας τις λέξεις «αποσυμφόρηση», «χερσαία μετακίνηση», «κατάργηση του Δουβλίνου 2», που προβάλλονται σαν συνθήματα ανθρωπισμού και φιλελευθερισμού ενώ είναι εργαλεία φασισμού.

Μόνο αν δει κανείς αυτή τη διαδικασία στο σύνολό της θα καταλάβει το πόσο συμπληρωματικές και βαθιά ενωμένες είναι στην ουσία και στον κοινό σκοπό τους, που είναι η φασιστικοποίηση και η διάλυση της Ευρώπης, οι δύο τακτικές, αυτή της σοσιαλφασιστικής ψευτοαριστεράς και εκείνη της φασιστοναζιστικής ακροδεξιάς. Η πρώτη φωνάζει: διάπλατα ανοιχτά τα σύνορα σε όλα τα αδέλφια μας πρόσφυγες και μετανάστες και η δεύτερη: πεντάκλειστα τα σύνορα στους άθλιους εισβολείς, διαφθορείς των παραδόσεων του έθνους μας, όργανα του κοσμοπολίτικου κεφάλαιου και τελικά του Εβραίου. Η πρώτη τακτική δουλεύει για να δυναμώσουν οι μεταναστευτικές ροές στην Ελλάδα και, κυρίως στην Ευρώπη, δηλαδή στην ουσία σαν προβοκάτορας υπέρ της δεύτερης που πιάνεται από τις διογκωμένες μεταναστευτικές ροές που η πρώτη δημιουργεί και γίνεται αρχηγός του ακόμα πιο μαζικού λαϊκού ρεύματος που είναι ενάντιά τους. Το πιο χαρακτηριστικό έγκλημα της πρώτης, που αναδεικνύει την υποκρισία της και τον αντιπροσφυγικό της κρυφοφασιστικό της χαρακτήρα, είναι ότι στο όνομα του διεθνισμού και της ταξικής αλληλεγγύης φορτώνει στον πρόσφυγα την ευθύνη να σηκώσει πάνω του τον οικονομικό μετανάστη και να μισηθούν και οι δυο μαζί και οι χώρες τους και η τάξη τους από το λαό και την εργατική τάξη της χώρας υποδοχής. Η δεύτερη, που είναι η ωμή όψη του τέρατος, αναλαμβάνει να μετατρέψει αυτό το μίσος σε πρακτική, τρομοκρατική βία της πιο φασιστικής κυβέρνησης, του πιο φασιστικού ιμπεριαλισμού και της πιο βρώμικης και αδίστακτης εργοδοσίας. Δεν είναι τυχαίο που είναι σφιχταγγαλιασμένοι στην αγάπη τους για τους ρωσοκινέζους παραγωγούς προσφύγων και μεγαλύτερους καταπιεστές της παγκόσμιας εργατικής τάξης, ενώ από την άλλη μεριά, τουλάχιστον στη χώρα μας δεν υπάρχει κίνημα για τη συντριβή της μεγάλης και βαριάς σύγχρονης βιομηχανίας, δηλαδή κίνημα ενάντια στο βιομηχανικό προλεταριάτο οπότε και στο σχετικά πιο ανθρώπινο μεροκάματο στο οποίο και τα δύο ρεύματα, που αντιστοιχούν στις δύο τακτικές δεν πρωτοστάτησαν και το οποίο δεν υποστήριξαν από κοινού (χαρακτηριστικά Χρυσός Χαλκιδικής, Χαλυβουργία Ασπροπύργου).

 

Η ώρα των «κλειστά σε όλους» και οι αιτίες της «εθνικής ομοψυχίας» πίσω τους

 

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και κάτω από αυτή τη γενική τακτική μπορεί κανείς να κατανοήσει το τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στα σύνορα και στα νησιά. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι αφού έκανε τη μεγάλη ζημιά στα νησιά και την ενδοχώρα επί χρόνια ο συριζαίος και ο κνίτης χρησιμοποιώντας τους πρόσφυγες και τους μετανάστες με τρόπο που να οξύνει τις σχέσεις τους με το λαό, τώρα κάνουν για λίγο στην άκρη και αφήνουν να χειριστεί το εθνικό ζήτημα η άλλη πλευρά του παγιδευτικού δίπολου : «ανοιχτά σύνορα σε όλους-κλειστά σε όλους». Τώρα το λόγο έχουν οι δεύτεροι που ο ρόλος τους είναι να κλείσουν τα σύνορα στον Έβρο, όχι όπως θα τα έκλεινε ένα δημοκρατικό κράτος με τα θεσμοθετημένα γι αυτό το σκοπό όργανα του και με μια σωστή γραμμή για τους πρόσφυγες, αλλά με μια ιδεολογικο-πολιτική εκστρατεία πολεμικού τύπου τέτοια ώστε οι μάζες να διακατέχονται από πατριωτικό ρίγος όταν, όχι ο στρατός και η αστυνομία αλλά αγρότες οπλισμένοι με δίκανα και με τους προβολείς των τρακτέρ και των αγροτικών τους αναμμένους, κυνηγάνε νύχτα στα χωράφια άοπλους και γυναικόπαιδα και τα ξετρυπώνουν σαν μπεκάτσες λέγοντας ότι έχουν γίνει αντικειμενικά σφαίρες με τις οποίες ο σουλτάνος πυροβολεί την Ελλάδα μας και σαν τέτοιες πρέπει να αντιμετωπιστούν. Όλα επιτρέπονται (αρκεί να μην μας βλέπουν) όταν το εθνικό αξίωμα είναι ότι η Τουρκία είναι ο πραγματικός μας εχθρός που για πρώτη φορά εισβάλει στη χώρα μας εδώ και έναν αιώνα και οι πρόσφυγες και μετανάστες πάντα αντικειμενικά είναι οι φυσικοί φορείς αυτής της εισβολής πράγμα στο οποίο συμφωνούν στην πράξη σήμερα και οι «κόκκινοι» και οι φαιοί καθώς στις στιγμές εκείνες δεν αποτρέπουν το ντόπιο πληθυσμό του Έβρου να συμμετέχει σε μια εκστρατεία που δεν προφυλάσσει την εθνική κυριαρχία και την εσωτερική ομαλότητα στη χώρα, αλλά εντάσσεται σε μια πολιτική στρατηγικής όξυνσης των σχέσεων με τη γείτονά μας Τουρκία, ενθάρρυνσης του φασιστικού αντιμεταναστευτισμού και, κυρίως, όπως είπαμε συμμαχίας με τους νεοχιτλερικούς του Κρεμλίνου, κύριους εχθρούς των λαών όλου του κόσμου.

Αυτό που νομίζουμε ωστόσο νιώθει μέσα της η πλειοψηφία του λαού και την κάνει να στηρίζει αυτό το βίαιο πανεθνικό κλείσιμο των συνόρων είναι η ψευδαίσθηση ότι η χώρα ολόκληρη για πρώτη φορά σηκώνει το ανάστημα της όχι μόνο στην Τουρκία που του λένε καθημερινά ότι τον προκαλεί και τον ταπεινώνει στο Αιγαίο και στην Κύπρο από το 1974 και πέρα, αλλά ταυτόχρονα και στο φιλελεύθερο ιμπεριαλιστή ηγεμόνα της ΕΕ. Αυτό τον τελευταίο οι ανατολικοί φασίστες τον έδειξαν στο λαό σαν το βαθύτερο υπεύθυνο του «πολιτικά ορθού» ώστε να νομίζει ότι είναι αυτός που τον ανάγκασε τελικά να δεχτεί τα ανοιχτά σύνορα και έναν όγκο μεταναστών πραγματικά μεγάλο και δυσανάλογο με τη σαμποταρισμένη οικονομία και ένα κοινωνικό κράτος από τα χειρότερα για τους φτωχούς. Μάλιστα σαν πιο τυπικό εκπρόσωπο του δυτικού ανεκτικού πνεύματος που το θεωρεί υπεύθυνο γι αυτό που αισθάνεται σαν δικό του εθνικό παραμερισμό ο μέσος άνθρωπος βλέπει τα τελευταία χρόνια τον ΣΥΡΙΖΑ, και με χαρά τον βλέπει να έχει κρυφτεί τις τελευταίες μέρες μπροστά σε αυτόν τον «εθνικό ξεσηκωμό».

Από την άλλη εντελώς καθαρά βγάζει τη βαθιά γραμμή της εθνικής εκστρατείας για το προσφυγικό το στρατηγικά ρώσικο κόμμα της χώρας, το ψευτοΚΚΕ καθώς καλεί την κυβέρνηση σε αντι-ΕΕ, αντι-ΝΑΤΟ μέτωπο κατά της Τουρκίας στην Ιντλίμπ, σε κατάργηση της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας και τελικά του Δουβλίνου 2 (https://www.902.gr/eidisi/politiki/217061/anakoinosi-gia-tis-exelixeis-sto-prosfygiko-kai-ta-metra-tis-kyvernisis).

Ένας άλλος σημαντικός λόγος που το έθνος είναι σήμερα ακόμα πιο ενωμένο στο εθνικό λάθος από όσο τις δυο προηγούμενες φορές και γι αυτό με την καρδιά του στέλνει στην τόσο ποθητή ενότητα ΜΑΤ-Στρατού-Λαού τρόφιμα και ευχές για τη νίκη στο δύσκολο πόλεμο με τον προαιώνιο εχθρό που είναι αυτή τη φορά σατανικά ντυμένος με το αθώο πρόσωπο του μετανάστη, είναι επειδή αυτό δεν του το λένε τώρα μόνο οι ανυπόληπτοι ακροδεξιοί και οι κρατικοί δήθεν αριστεροί, αλλά και οι πιο σοβαροί και υπεύθυνοι πολιτικοί σχολιαστές και οι διεθνείς αναλυτές του, οι ευρωπαίοι του, οι πιο φιλελεύθεροι και πιο μετρημένοι εχθροί των «άκρων», που δεν ήταν μέσα στις δυο προηγούμενες αμαρτωλές εθνικές ομοψυχίες**. Αυτό στο βάθος δείχνει πόσο πολύ ο νέος τσαρισμός, πατώντας στα χνάρια του παλιού έχει καταφέρει να μετατρέψει σε μεγάλο βαθμό και σε κάθε ζήτημα τη νεοχιτλερική ρώσικη εξωτερική πολιτική σε εθνική πολιτική και εθνική ιδεολογία της Ελλάδας.

Πρέπει ωστόσο εδώ να είμαστε έντιμοι απέναντι στους δημοκρατικούς ανθρώπους που προσχώρησαν στην καμπάνια της άμυνας του έθνους απέναντι στους «μετανάστες- σφαίρες του Ερντογάν» και να τους αναγνωρίσουμε μια δίκαιη πλευρά. Δεν πρόκειται για την αντίθεση τους με το ότι ο Ερντογάν άνοιξε τα σύνορα, γιατί αυτό είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει καθώς η ΕΕ α) είχε φερθεί από κάθε άποψη αισχρά απέναντι στη σφαγή του Ιντλίμπ και μετά στο μαρτύριο του ενός εκατομμύριου προσφύγων που μαζεύτηκε τελευταία μέσα στο κρύο στα σύνορα με την Τουρκία η οποία τουλάχιστον αντιμετώπιζε το σφαγέα και η οποία πραγματικά ήταν πρακτικά αδύνατο να το φιλοξενήσει μαζί με τα άλλα 3,7 εκατομμύρια που έχει ήδη στο έδαφός της, και β) είχε φερθεί με συνειδητή ασυνέπεια στην Τουρκία και σε ότι αφορά τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το μεταναστευτικό αφού ποτέ δεν της έδωσε τα 3 από τα 6 δις που της είχε υποσχεθεί. Εκεί που είχαν δίκιο οι δημοκράτες που θύμωσαν με την τουρκική κυβέρνηση ήταν ο πραγματικά ελεεινός και ύποπτος σχετικά με τις προθέσεις της τρόπος με τον οποίο τα άνοιξε, συγκεκριμένα ότι ενθάρρυνε με την πολιτική της στάση, αν δεν οργάνωσε κιόλας, τις προσπάθειες μιας μικρής αλλά πολιτικά καίριας μειοψηφίας των μεταναστών να δώσουν σ αυτό το άνοιγμα εικόνα βίαιης εισόδου στη χώρα μας εκθέτοντας έτσι όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη όχι τόσο τους μετανάστες που ποτέ δεν θα ξεκινούσαν αυθόρμητα και τόσο ξαφνικά μόλις ήρθαν στα σύνορα μιας χώρας που θέλουν να τους φιλοξενήσει μια τέτοια τυχοδιωκτική επίθεση, αλλά κυρίως τους βομβαρδιζόμενους πρόσφυγες της Συρίας που δεν ήταν παρόντες εκεί και που εκείνο που θέλουν αυτές τις μέρες όσο ποτέ είναι τη συμπάθεια της Ευρώπης. Γιατί γι αυτούς είναι ζωτικό είτε να αποκτήσουν μια στενή εδαφική ζώνη στο Ιντλίμπ που δεν θα βομβαρδίζεται από τους ρωσο-ασαντικούς, είτε να μπουν στην Τουρκία και η Ευρώπη να βοηθήσει με χρήματα την εγκατάστασή τους εκεί, είτε να περάσουν τελικά στην Ευρώπη. Από την άλλη η βία στα σύνορα που είναι αυτή ακριβώς που δίνει την εντύπωση του εκβιασμού και όχι μιας δίκαιης απαίτησης δεν συμφέρει καθόλου ούτε μια Τουρκία που βρίσκεται έμμεσα σε πόλεμο με τη ρώσικη υπερδύναμη και που είναι γενικά απομονωμένη και επιζητάει εκτός από εκείνη των ΗΠΑ και την υποστήριξη της Ευρώπης, οπότε χρειάζεται οπωσδήποτε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη για να ασκήσει αυτή πίεση στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να δώσουν μια υποστήριξη στο μέτωπο Τουρκίας-συριακής αντίστασης. Η κίνηση του Ερντογάν πήρε στην πραγματικότητα και αυτοκτονικά χαρακτηριστικά για την Τουρκία επειδή η μπούκα στα σύνορα έγινε ακριβώς τη στιγμή που συνεδρίαζε το ΝΑΤΟ για να δώσει υποστήριξη στην Τουρκία πράγμα που έδωσε μια τέλεια ευκαιρία στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να βάλει βέτο και έτσι να ακυρώσει μια σχεδόν ομόφωνη και πολύ ευνοϊκή απόφαση που προτάθηκε αρχικά για την Τουρκία σε αυτή τη συνεδρίαση απέναντι στη Ρωσία. Εδώ βέβαια φάνηκε πόσο πολύτιμο είναι για τη Ρωσία το ότι η υποτακτική της πολιτική ηγεσία της χώρας μας εμφανίζεται καιρό τώρα σαν υποτακτική των ΗΠΑ και της ΕΕ.

Μπαίνει λοιπόν εδώ το εξής ερώτημα: Γιατί προχώρησε στα επεισόδια αυτά ο Ερντογάν;

 

Είναι από άμυνα στη ρώσικη επίθεση ή σε συμμαχία με αυτή που ο Ερντογάν ανοίγει με επιθετικό τρόπο τα σύνορα;

 

Μία απάντηση είναι αυτή που δίνουν οι περισσότεροι ψύχραιμοι ντόπιοι και δυτικοί πολιτικοί αναλυτές. Πρόκειται λένε για έναν πραγματικά πολύ ριψοκίνδυνο πολιτικά εκβιασμό ενός απελπισμένου Ερντογάν προς την Ευρώπη απαιτώντας από αυτή, έστω την ύστατη στιγμή, να ασκήσει έντονη πίεση κατά του Πούτιν, ακόμα και με οικονομικές κυρώσεις, λίγο πριν αυτός κάνει την τελική επίθεση και τον συντρίψει στο Ιντλίμπ. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε μια τέτοια εκδοχή αν και εμφανώς χάνει στο σημαντικό σημείο του ΝΑΤΟ που μόλις αναφέραμε. Ωστόσο μας φαίνεται πιο πιθανή η ακριβώς αντίθετη, ότι δηλαδή ο Ερντογάν δρα έτσι γιατί κινείται προς έναν τελικό στρατηγικό συμβιβασμό με τον Πούτιν όχι μόνο στη Συρία αλλά και γενικότερα που σημαίνει αποδοχή της ήττας και περιορισμό στο Ιντλίμπ της όποιας αντι-ασαντικής αντίστασης με αντάλλαγμα την ικανοποίηση από τη Ρωσία αυτή τη φορά ορισμένων στρατηγικών απαιτήσεων της πιο δυναμικά ανερχόμενης μερίδας της τουρκικής βιομηχανικής αστικής τάξης που το κόμμα του Ερντογάν εκπροσωπεί, παρόλη τη νέο-οθωμανική νοσταλγική μορφή της ιδεολογίας του. Το πρώτο αντάλλαγμα είναι η εξασφάλιση μιας κατεχόμενης τουρκικής ζώνης χωρίς ΡΚΚ σε όλο το συριακό Κουρδιστάν, το δεύτερο ένας ισχυρός περιφερειακός ρόλος στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής και το τρίτο μια θέση κύρους στα ευρωπαϊκά πράγματα και όχι θέση παρία όπως γινόταν ως τώρα. Με λίγα λόγια η Ρωσία θέλει να κάνει και με την Τουρκία ότι ξέρει γενικά να κάνει καλά: μετατρέπει κάθε θύμα της δυτικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής σε δικό της θύμα με μια άλλη μέθοδο: το στηρίζει απέναντι στη Δύση, μετά ανταμείβει και δυναμώνει τα ελαττώματα του, μετά το εξαρτά και τέλος συντρίβει κάθε αντίσταση μέσα του και το υποδουλώνει. Σε αυτήν την άκρη έφτασε ωστόσο μόνο με τον ελληνικό, τον αρμένικο και το σέρβικο σοβινισμό, αυτό και με τον επεκτατισμό των μουλάδων του Ιράν. Δεν ξέρουμε αν αυτό θα συμβεί και με την Τουρκία, όπου οι πραγματικές αντιθέσεις είναι πολύ μεγάλες.

Δεν θεωρούμε γι αυτό τυχαίο ότι μόλις ο Ερντογάν εισέπραξε τα δηλητηριασμένα δώρα της πουτινικής Ρωσίας, αυτή εξαπέλυσε την επίθεση της στην Ιντλίμπ και ο Ερντογάν όχι μόνο δεν την κατήγγειλε αλλά επέμεινε ότι δεν έχει τίποτα ούτε με αυτήν, ούτε με το Ιράν παρά μόνο με τον Ασαντ. Κρίνοντας από τη συμφωνία Πούτιν Ερντογάν της 5ης του Μάρτη (που έγινε ενώ γραφόταν αυτό το κείμενο) ενισχύεται σημαντικά η εκτίμηση ότι Ρωσία και Τουρκία κινούνται προς ένα βαθύτερο διακανονισμό των μεταξύ τους διαφορών στη Συρία με μια νέα διανομή της Ιντλίμπ όπου η Τουρκία θα ελέγχει μαζί με τη Ρωσία μια «ασφαλή» λωρίδα στην Ιντλίμπ. Εκεί θα είναι συνωστισμένο ένα εκατομμύριο προσφύγων καθώς και η ένοπλη συριακή αντίσταση η οποία θα έχει ακόμα μια βάση αλλά θα είναι πολύ αδυνατισμένη οπότε η εξάρτησή της από την Τουρκία θα δυναμώσει ενώ μέσα της θα υπάρχει ο προβοκάτορας που λέγεται Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ σαμ (πρώην Νούσρα, πρώην Αλ Κάιντα) η οποία θα είναι ο πυροδότης και το πρόσχημα για μια νέα ρώσικη επίθεση, όπως γίνεται ως τώρα και σήμερα. Σε αυτήν την περίπτωση ο προσφυγικός συριακός πληθυσμός τόσο εκεί, όσο και στην Τουρκία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κοινού από τον Πούτιν και τον Ερντογάν, σαν ένα κοινό διαπραγματευτικό τους χαρτί απέναντι στην Ευρώπη.

Αν αυτό ισχύει τότε μπορεί να δοθεί και μια αρκετά πειστική εξήγηση για τον επιθετικό τρόπο ανοίγματος των τουρκικών συνόρων στον Έβρο από τον Ερντογάν. Μπορεί δηλαδή να πρόκειται για μια ειδοποίηση του Ερντογάν στην Ευρώπη ότι πρέπει από δω και μπρος αυτή να αντιλαμβάνεται ότι η διαχείριση όχι μόνο των σύρων προσφύγων, αλλά και των εκατομμυρίων των υποψήφιων μεταναστών του τρίτου κόσμου εξαρτάται από μια Τουρκία που μπορεί να παίζει όχι πια στα πλαίσια των ευρω-τουρκικών συμφωνιών, που επιδεικτικά τραυμάτισε ο Ερντογάν ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο τα σύνορα του Έβρου, αλλά στα πλαίσια άτυπων ή ακόμα και τυπικών τριμερών τουρκο-ρωσο-ευρωπαϊκών συμφωνιών. Το ότι ο Ερντογάν μαζεύει τον κόσμο στον Εβρο, που δεν καλύπτεται από την συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας και όχι στα νησιά όπου μόνο εκεί ισχύει, συνηγορεί στην εκτίμηση ότι πάει για μια διαπραγμάτευση και όχι για μια ρήξη με την ΕΕ.

Το ερώτημα είναι τι πρέπει να κάνει η χώρα μας στο ενδεχόμενο η πραγματική κίνηση της ερντογανικής πολιτικής αυτή τη στιγμή να είναι σε ενότητα με την πουτινική Ρωσία, δηλαδή σε ενότητα και όχι σε σύγκρουση με τον κύριο εχθρό της χώρας μας και της ανθρωπότητας, που είναι ο ρωσοκινεζικός νεοχιτλερικός άξονας; Σε ότι αφορά λοιπόν το προσφυγικό αλλά και γενικότερα πως πρέπει να αντιμετωπίζει μια τέτοια Τουρκία και τέτοιου είδους επιθετικά ανοιχτά σύνορα το ελληνικό αντιφασιστικό κίνημα; Επιμένουμε δηλαδή σε μια πολιτική ειρήνης και προσέγγισης με την Τουρκία όπως ως τώρα ή την εντάσσουμε στο στρατόπεδο του κύριου εχθρού και παλεύουμε για την απομόνωσή της;

 

Οι αντιφασίστες πρέπει να συνεχίσουν να απαιτούν από το ελληνικό κράτος μια ειρηνική και δημοκρατική πολιτική αρχών απέναντι στην Τουρκία

 

Πιστεύουμε ότι και αν ισχύει η χειρότερη από τις δύο εκδοχές για το συνοριακό επεισόδιο η Τουρκία πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν μια χώρα που ακόμα αντιπαλεύουν μέσα της ισχυρά οι δύο τάσεις, αυτή της εθνικής ανεξαρτησίας της δημοκρατίας και της ειρήνης και η άλλη της συμμαχίας με το νεοχιτλερικό άξονα, οπότε της εθνικής υποτέλειας, του φασισμού και του πολέμου, και ότι η έκβαση αυτής της πάλης δεν έχει καθόλου κριθεί. Οι έλληνες αντιφασίστες και κάθε προοδευτικός άνθρωπος πρέπει να παλεύουν για μια ελληνική εξωτερική πολιτική που να ενισχύει την πρώτη τάση και να χτυπάει τη δεύτερη. Η επίσημη ελληνική εξωτερική πολιτική κάνει εδώ και μισό αιώνα, ιδιαίτερα μάλιστα τα τελευταία 8 χρόνια κατά τα οποία η Τουρκία αντιστάθηκε όσο καμιά άλλη χώρα στη ρώσικη επίθεση στη Συρία, αλλά και στην Ουκρανία και στην Αίγυπτο και στη Λιβύη, ακριβώς το αντίθετο. Κάνει την πιο εχθρική πολιτική στη θετική πλευρά της Τουρκίας και ενισχύει την πιο αρνητική. Οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ιδιαίτερα αξιοποιήσει τη συμμετοχή της χώρας μας μέσα στην ΕΕ για να πρωταγωνιστήσουν στη συντριπτικά άδικη πολιτική της ΕΕ αλλά και των ΗΠΑ απέναντι στην ερντογανική Τουρκία ακριβώς αυτά τα 8 χρόνια, πολιτική που είναι κύρια η αιτία που οδήγησε την Τουρκία να κινείται σήμερα στην κατεύθυνση μιας στρατηγικής συμμαχίας με τη Μόσχα, κίνηση που αν συνεχιστεί και ολοκληρωθεί, τότε εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης της Τουρκίας και της επιρροής της στο μουσουλμανικό τρίτο κόσμο, αυτό θα έχει πελώριες και τραγικές επιπτώσεις όχι μόνο για τη χώρα μας, αλλά για όλη την Ευρώπη και για όλο τον κόσμο.

Και επειδή ο ελληνικός λαός έχει μάθει να αγαπάει κάθε τι που φέρνει σε δύσκολη θέση την Τουρκία και θα απορεί όταν λέμε ότι η ΕΕ και οι ΗΠΑ αδίκησαν και μάλιστα συντριπτικά την Τουρκία (με ευθύνη κυρίως των ρωσόφιλων Μέρκελ και Ομπάμα αντίστοιχα), καταγράφουμε με δυο λόγια αυτόν τον απολογισμό δράσης της ηγεσίας της ΕΕ και των ΗΠΑ εναντίον της Τουρκίας, κυρίως τα τελευταία χρόνια, αρχίζοντας από το χειρότερο που έκαναν και όχι το πρώτο χρονικά. Πρόκειται για το ότι αντί να καταδικάσουν με όλη τους τη δύναμη το αιματηρό πραξικόπημα του πρωτοφανούς σε έκταση, συνωμοτικότητα και δολιότητα φασιστικού δικτύου Γκιουλέν, ουσιαστικά το υποστήριξαν. Αυτό αποδείχθηκε όταν αμέσως μετά το πραξικόπημα κήρυξαν πολιτικό πόλεμο στον Ερντογάν για την απόπειρα του να ξεριζώσει το δίκτυο μέσα από το τούρκικο κράτος το οποίο για χρόνια είχε βαθιά διαβρώσει για να επιβάλει στην Τουρκία μια κτηνώδη φασιστική δικτατορία πάνω στην ευρασιατική γραμμή του Ντούγκιν, την οποία ο Γκιουλέν υποστήριζε. Προηγούμενα και ως τα σήμερα η ΕΕ και οι ΗΠΑ αντί να στηρίξουν τη σταθερή πάλη για χρόνια της ερντογανικής Τουρκίας στο πλευρό της αρχικά κοσμικής συριακής αντίστασης απέναντι στους πουτινικούς από αέρος μαζικούς δολοφόνους αμάχων, αποφάσισαν να την απομονώσουν και να στοιχιστούν με τον Πούτιν επειδή αυτή τόλμησε το 2015 να ρίξει το ρώσικο καταδιωκτικό που πέρασε πάνω από το έδαφος της. Στη συνέχεια προτίμησαν να αναγνωρίσουν σαν δημοκρατικό και να ενισχύσουν πολιτικά και ένοπλα το φασιστικό φιλο-Ασαντ και ρωσόδουλο ΡΚΚ που κυριάρχησε, κυρίως με πραξικοπηματικές μεθόδους, στο συριακό Κουρδιστάν, και παρατάχθηκαν φανατικά μαζί του ενάντια στον Ερντογάν. Την ίδια περίοδο αντί να εκτιμήσουν το γεγονός ότι ο τελευταίος δικαιώθηκε όταν συμπαρατάχθηκε με τον δημοκρατικά εκλεγμένο Μόρσι ενάντια στον πραξικοπηματία και στυγνό δικτάτορα Σίσι, αυτοί συντάχθηκαν αναφανδόν με τον δεύτερο. Στη συνέχεια ενώ η Τουρκία έμενε δίπλα του, αυτοί εκτέλεσαν μπαμπέσικα τον τριτοκοσμικό Καντάφι ακριβώς την ώρα που ξέφευγε από τη ρώσικη επιτήρηση και στρεφόταν αποφασιστικά προς τη Δύση. Αργότερα πάλι στη Λιβύη εγκατέλειψαν τον δημοκρατικά εκλεγμένο Σάρατζ και είτε έμειναν ουδέτεροι, είτε παρατάχθηκαν με τον πραξικοπηματία φασίστα Χαφτάρ, τσιράκι της Ρωσίας και εκπρόσωπο της χειρότερης, επεκτατικής πλευράς του κανταφικού κράτους (εκστρατεία στο Τσαντ την οποία ο Καντάφι σταμάτησε προκαλώντας την αποσκίρτηση του Χαφτάρ). Έτσι ο Ερντογάν έμεινε ουσιαστικά μόνος του δίπλα στη θετική πλευρά και του λιβυκού εμφυλίου, δίπλα στον Σάρατζ την ώρα που η Ρωσία με τον Χαφτάρ στραγγάλιζε στρατιωτικά και οικονομικά τη Λιβυκή πρωτεύουσα έχοντας στον πλευρό του τον αμετανόητο όταν πρόκειται για βούτες στην αφρικανική ήπειρο γαλλικό ιμπεριαλισμό. Θα ήταν ύστερα από αυτά πολύ περίεργο να μην είναι η ηγεσία της ΕΕ (με την αρκετά αντιπουτινική Αγγλία που δεν είχε αυτή τη θέση να βρίσκεται εκτός) αναφανδόν στο πλευρό των ρωσόδουλων που κυβερνάνε την Ελλάδα και την Κύπρο διαρκώς από τα 1980 ως τα σήμερα (εκτός από μερικά μικρά διαλείμματα) σε μια γραμμή στρατηγικής απομόνωσης της Τουρκίας από τη Δύση και στο Αιγαίο, και στην Κύπρο και στην Ανατολική Μεσόγειο ώστε η Τουρκία να καταφύγει τελικά στον ανατολικό ρωσοκινεζικό άξονα. Μπορεί ο αναγνώστης να μελετήσει τα άφθονα σχετικά κείμενα της Νέας Ανατολής, όπου θα διαπιστώσει ότι είναι κυρίως οι ελληνικές και κυπριακές κυβερνήσεις και όχι οι τουρκικές, ειδικά επί Ερντογάν, που σαμπόταραν τη λύση του κυπριακού, ότι ήταν αυτές που είχαν την άδικη θέση του αποκλεισμού της τουρκοκυπριακής κοινότητας από τους υδρογονάνθρακες της κυπριακής ΑΟΖ, ότι ήταν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις που αρνήθηκαν επίμονα οποιαδήποτε ΑΟΖ της Τουρκίας στο Μεσογειακό της Νότο, με το πρόσχημα του Καστελόριζου ενάντια στην πάγια νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Ότι ήταν αυτές που ξεκίνησαν το σχηματισμό ενός διεθνούς μετώπου περικύκλωσης της Τουρκίας σε ενότητα με Αίγυπτο, Ισραήλ, Ιταλία. Τέλος το ότι η ηγεσία της ΕΕ ήταν στα χέρια πολιτικών δυνάμεων ουσιαστικά εχθρικών σε κάθε πραγματική εξομάλυνση των σχέσεων της με την Τουρκία αποδείχθηκε άμεσα στο μεταναστευτικό, όπου ήταν η ΕΕ εκείνη που παραβίασε τη συμφωνία του 2016 με την Τουρκία, όταν δεν της έδωσε ούτε τα μισά από τα 6 δις που της είχε υποσχεθεί σαν ελάχιστη ανταπόδοση γιατί αυτή φιλοξενούσε τα 3,7 των προσφύγων της Συρίας και άλλων χωρών και ταυτόχρονα δεσμευόταν να παίρνει πίσω από τα ελληνικά νησιά όσους μετανάστες δεν έπαιρναν προσφυγικό χαρτί. Εννοείται ότι οι ρωσόφιλοι στην Ελλάδα σαμπόταραν με μανία αυτή τη συμφωνία, στην πράξη ενώ οι κνιτοσυριζαίοι και στα λόγια, για να μην λυθεί ποτέ το προσφυγικό σε ενότητα της ΕΕ με την Τουρκία.

Μόνο αν κατανοήσει κανείς αυτό το ιμπεριαλιστικό έγκλημα της στρατηγικής απομόνωσης της ερντογανικής Τουρκίας ιδιαίτερα από την ΕΕ στα σύνορα της οποίας βρίσκεται, θα καταλάβει και σε βάθος πόσο εύκολο ήταν για τη ρώσικη διπλωματία να δρέψει τον καρπό αυτού του εγκλήματος ή καλύτερα της προδοσίας από τη Δύση κάθε δημοκρατισμού δίνοντας στην Τουρκία όχι το δίκιο της, αλλά μια μερική εκδίκηση που την κάνει και εκείνη άδικη ξυπνώντας ότι χειρότερο επεκτατικό έχει μέσα της μια αστική τάξη. Έτσι αντί να πάψει απλά να ενισχύει το ΡΚΚ η Ρωσία έδωσε στην Τουρκία λίγο από το επεκτατικό δηλητήριο από το οποίο η ίδια είναι γεμάτη και της επέτρεψε να καταλάβει μόνη της ή σε συνεργασία με τη Ρωσία μια ζώνη ελέγχου σε όλη τη Βόρεια Συρία και να εγκαταστήσει εκεί ένα κομμάτι της συριακής αντίστασης. Με αυτό τον τρόπο η τελευταία από απελευθερωτική δύναμη διαφθείρεται σταδιακά συμμετέχοντας σε μια κατοχή που στο βάθος ευνοεί τους φασίστες του ΡΚΚ, που έτσι πλαταίνουν τα πολιτικά τους μέτωπα. Σε ότι αφορά τη Λιβύη η Ρωσία αντί να αναγνωρίσει το δίκιο της Τουρκίας σταματώντας την επέλαση του Χαφτάρ, αναγνώρισε στην Τουρκία (κάνοντας την συν-ρυθμιστή μιας εκεχειρίας) το επίσης δηλητηριώδες δικαίωμα να στείλει στρατό εκεί και μάλιστα σύριους της αντίστασης και έτσι να γίνει εκεί η πρώτη ξένη ανοιχτά επεμβατική δύναμη ενώ θα έπρεπε να αρκεστεί στο να στείλει άφθονα όπλα στο στρατό του Σάρατζ. Αυτό θα βοηθούσε στο να στηριχθεί ο λιβυκός λαός κύρια στις δικές του δυνάμεις και όχι σε μια ξένη δύναμη, και ταυτόχρονα θα πρόσφερε στο δημοκρατικό στρατόπεδο τους Σάρατζ μια πιο έγκυρη διπλωματική κάλυψη. Τέλος σε ότι αφορά τις ελληνοτουρκικές και κυπρο-τουρκικές διαφορές αντί να καλέσει την Ελλάδα να αναγνωρίσει στην Τουρκία τη μεγάλη ΑΟΖ που αυτή δικαιούται στα Νότια παράλιά της, αναγνώρισε στην Τουρκία με την τάχα ουδέτερη στάση της στο ζήτημα να παραβιάσει ακόμα χειρότερα τη διεθνές δίκαιο, καταπατώντας ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι της ΑΟΖ που αντιστοιχεί στην Κρήτη, προσφέροντάς της την εξαρτησιογόνα αυταπάτη ότι μπορεί να κόψει τη Μεσόγειο στη Μέση και να γίνει ο κύριος του ενεργειακού παιχνιδιού της Ανατολικής Μεσογείου ενώνοντας την τουρκική ΑΟΖ με εκείνη του πολιορκημένου και γι αυτό ανίκανου να πει «όχι» σε μια τέτοια επικίνδυνη ονειροφαντασία Σάρατζ. Στο ίδιο πνεύμα η πουτινική Ρωσία αντί να καλέσει την υποτακτική της κυβέρνηση Αναστασιάδη της Κύπρου να βρει έναν τρόπο να έχουν και οι τουρκοκύπριοι ένα κομμάτι από τους υδρογονάνθρακες της κυπριακής ΑΟΖ, επέτρεψε στον Ερντογάν να σκάβει σε αυτήν κλείνοντας του έτσι το μάτι ότι μπορεί η Βόρεια Κύπρος να γίνει κάποια στιγμή τουρκική. Όλα αυτά τα δηλητηριασμένα δώρα έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι είναι τόσο ρευστά και άτυπα ώστε ανά πάσα στιγμή μπορούν να αναιρεθούν αν ο δωρολήπτης αυθαδιάσει σοβαρά στον δωρητή. Τέτοιας φύσης είναι, όπως ειπαμε και παραπάνω, το είδος της συμφωνίας που έκανε χθες ο Ερντογάν με τον Πούτιν να συνεπιτηρούν την ασφαλή ζώνη της Ιντλίμπ, που σε ένα βαθμό σημαίνει να συνδιαχειρίζονται και το προσφυγικό. Επειδή όμως τέτοιου είδους συμμορφώσεις δεν μπορεί να μην γεννάνε ασταμάτητα έντονες αντιστάσεις, ιδιαίτερα από αστικές τάξεις που έχουν κάποιο εθνικό χαρακτήρα όπως η τουρκική, εκτιμάμε ότι οι ρωσοτουρκικές αντιθέσεις θα συνεχιστούν παίρνοντας μικρότερη ή κατά διαστήματα ακόμα μεγαλύτερη οξύτητα, όσο και αν σε επιμέρους μέτωπα κόντρα στη Δύση οι δύο δυνάμεις θα μπορούν να συνεργάζονται.

Γι αυτό το λόγο θα πρέπει οι αντιφασίστες, κυρίως οι ευρωπαίοι, να πιέσουν τις κυβερνήσεις τους για μια δημοκρατική και ειρηνική πολιτική αρχών απέναντι στην Τουρκία που δεν είναι λιγότερο αλλά περισσότερο απαραίτητη σήμερα που η Τουρκία κινδυνεύει περισσότερο από ποτέ να πέσει στα χέρια των νεοχιτλερικών. Για τους έλληνες αντιφασίστες πολιτική αρχών στα ελληνοτουρκικά σημαίνει κατ αρχήν πολιτική αντίστασης σε κάθε άδικη πολιτική του ελληνικού κράτους που κάνει τη χώρα μας να συμπαρατάσσεται πάντα με ότι πιο πολεμοκάπηλο, δικτατορικό και άδικο στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική. Μια τέτοια ελληνική εξωτερική πολιτική θα φέρει αντικειμενικά πιο κοντά τη χώρα μας στις υπαρκτές ακόμα θετικές πλευρές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και θα πρέπει να συνδυαστεί με μια πολιτική που αντιμάχεται τον αποκλεισμό της Τουρκίας από την Ευρώπη και τη Μεσόγειο, που αναγνωρίζει τα δικαιώματα που έχει και αυτή στο Αιγαίο, που επιχειρεί να λύσει με συζήτηση κάθε ελληνοτουρκική διαφορά και αν αυτό δεν είναι δυνατό με παραπομπή των περισσότερων από αυτές τις διαφορές στη σημερινό δημοκρατικό δικαστήριο της Χάγης (με πρώτη ανάμεσα τους την πιο έκρυθμη που είναι αυτή της ΑΟΖ), μια διαδικασία που ως τώρα η Τουρκία δεν έχει αποκλείσει. Μέσα στα πλαίσια αυτής της πολιτικής θα αντιμετωπιστεί πιο εύκολα και κάθε επιθετική τουρκική συμπεριφορά όπως αυτή που ζήσαμε τελευταία στον Έβρο δηλαδή χωρίς να φανατίζεται ενάντια στην Τουρκία ο ελληνικός λαός, αλλά και χωρίς να ερεθίζεται και ο τουρκικός. Αν ωστόσο η τουρκική ηγεσία επιμένει από δω και μπρος σε επιθετικές και άδικες πολιτικές, τότε θα σημαίνει ότι η ζημιά που έκαναν οι δυτικοί κατευναστές και φίλοι του νεοχιτλερισμού χτυπωντας αλύπητα την Τουρκία τα προηγούμενα χρόνια είναι βαθιά, οπότε αυτή έχει πάρει την απόφαση να συμπαραταχθεί για τα καλά με τους νεοχιτλερικούς. Σε αυτή την περίπτωση οι αντιφασίστες ξέρουν τι πρέπει να κάνουν. Άλλωστε αν αυτό συμβεί αρκετά εύκολα οι Μητσοτάκηδες, Τσίπρες και Κουτσούμπες θα θυμηθούν την ανάγκη για αδελφοσύνη των λαών και ειρήνη στο Αιγαίο και η τηλεόραση θα γεμίσει ξανά με τουρκικά σίριαλ.

 

Ο Μητσοτάκης ντυμένος τουρκοφάγος στρατηλάτης στον Έβρο προσπαθεί να δώσει ρυθμιστικό ρόλο στην Ελλάδα στο μεταναστευτικό

 

Προς το παρόν πάντως η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακολουθεί ακριβώς την αντίθετη πολιτική και οξύνει παραπέρα τόσο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όσο κυρίως τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας αρπάζοντας σαν μια ιδανική ευκαιρία γι αυτό τη στάση της κυβέρνησης Ερντογάν στον Έβρο. Η συμπεριφορά της μάλιστα δείχνει ότι αξιοποιεί την επιθετικότητα του Ερντογάν για να γίνει η Ελλάδα ο πιο βασικός ρυθμιστής της νέας μεταναστευτικής πολιτικής της Ευρώπης καθώς αυτή κρατάει τα βασικά προσφυγο-μεταναστευτικά σύνορα της Ενωμένης Ευρώπης με την Ασία και το μουσουλμανικό κόσμο γενικά, που είναι τα δικά της με την Τουρκία, και καθόλου της Βουλγαρίας με την Τουρκία, πράγμα που δείχνει ποιον εμπιστεύεται περισσότερο η ρώσικη πολιτική στα Βαλκάνια. Αν πραγματικά η Ελλάδα ήταν μια φιλοευρωπαϊκή χώρα δεν θα είχε αντιδράσει με μια πολιτικά υστερική αντιτουρκική εκστρατεία στην ερντογανική όξυνση στα σύνορα, αλλά ακριβώς αντίθετα θα προσπαθούσε, παίρνοντας υπόψη της την ως τώρα άδικη στάση της Ευρώπης απέναντι στην Τουρκία, να αναζητήσει όπως άλλες ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως η Γερμανία, μια νέα μεταναστευτική συμφωνία και συνεννόηση με την Τουρκία διορθώνοντας τουλάχιστον σε αυτό το επίπεδο αυτή τη στάση.

Φαίνεται δηλαδή ότι ο βασικός λόγος που ο Μητσοτάκης κήρυξε τον εθνικό πόλεμο ενάντια στους «μετανάστες-σφαίρες του Ερντογάν» και κάλεσε και τους θεσμικούς αρχηγούς της Ενωμένης Ευρώπης για να τον θαυμάσουν από κοντά, είναι για να κατανοήσουν ότι από δω και μπρος θα πρέπει να υπολογίζουν την Ελλάδα όχι σαν έναν απλό ακόλουθο και εφαρμοστή της κάθε απόφασης της ΕΕ, είτε του τύπου της ευρω-τουρκικής συμφωνίας του 2016 είτε του τύπου Δουβλίνου 2, αλλά σαν μια χώρα που αποφασίζει για το μεταναστευτικό πρώτη αυτή στη βάση του εθνικού της συμφέροντος, που είναι πάντα όπως είπαμε το ρώσικο. Γι αυτό δεν ρώτησε καμιά ΕΕ ο περήφανος Μητσοτάκης πριν ξεκινήσει τον πόλεμο κατά του μετανάστη -μπεκάτσας, αλλά πρώτα τον κήρυξε και μετά κάλεσε την επίσημη Ευρώπη να έρθει να τον δει και θέλοντας και μη να τον εγκρίνει, γιατί ξέρει καλά από τους προκατόχους του ότι η Ευρώπη αυτή πάντα ήταν αδύναμη απέναντι στους αποφασισμένους τραμπούκους ακόμα και όταν αυτοί ήταν μικροί. Έτσι έκανε άλλωστε και στο βοσνιακό και στο μακεδονικό προηγούμενα. Βέβαια στο βάθος πίσω από όλο αυτό το σθένος των μικρών τραμπούκων είναι η τραμπούκικη υπερδύναμη της οποίας η μεγαλύτερη δύναμη δεν είναι οι υπερηχητικοί πύραυλοι αλλά οι καλοκρυμένοι επιδέξιοι πράκτορες της μέσα στις δυτικές κυβερνητικές και στις αντιπολιτευτικές ηγεσίες.

 

Πλησιάζει η ώρα να ξαναπιάσουν δουλειά και οι «ανοιχτά σε όλους» στα πλαίσια του προβοκατόρικου δίπολου

 

Αυτό θα το δούμε σε λίγο καιρό πιο καθαρά οπότε θα φανεί ότι η βασική ελληνική πολιτική της περιόδου που διανύουμε δεν θα είναι το βάναυσο εθνικιστικό «όλα κλειστά» του Έβρου, αλλά πιο πολύ το δήθεν διεθνιστικό «όλα ανοιχτά» στα νησιά. Ο Έβρος γίνεται πέρασμα μόνο όταν το θέλει η ελληνική εξωτερική πολιτική. Όταν δεν θέλει το μοναδικό πέρασμα είναι τα νησιά, και για να ισχύσει ο μεγάλος εκβιασμός προς την Ευρώπη που αναφέραμε στις αρχές του άρθρου μας στα νησιά θα πρέπει να συνεχίσει να μαζεύεται εκεί ο μάξιμουμ μεταναστευτικός και κάποιος προσφυγικός πληθυσμός. Αυτή είναι δουλειά των «ανοιχτά όλα» που έχουν αρχηγό τον ΣΥΡΙΖΑ που αμέσως φρόντισε να δηλώσει ότι συμφωνεί με τον εθνικό πόλεμο στον Έβρο απογοητεύοντας τη βάση του, αλλά επέμεινε ότι πρέπει να επιτρέπεται απρόσκοπτα η αποβίβαση στα νησιά. Γι αυτό άλλωστε ο Μητσοτάκης απαγόρευσε το κυνήγι των μεταναστών εκεί από τους φασίστες. Αυτή η στάση θα ήταν σωστή αν όλοι φαιοί και «κόκκινοι» δεν συμφωνούν ταυτόχρονα ότι δεν πρέπει να φτιάχνονται κέντρα ελέγχου και διαχωρισμού μεταναστών και προσφύγων που να βγάζουν γρήγορα τα σχετικά αναγκαία έγγραφα. Αν αυτό ωστόσο επιχειρηθεί τότε ξανά «φαιοί» και «κόκκινοι», δηλαδή το βαθύ κράτος θα ενωθούν και θα δείρουν το τυπικό κράτος των ΜΑΤ τα οποία και αυτά είναι φαιά στη σύνθεσή τους αλλά χωρίς τις ανάλογες αρμοδιότητες. Στη συνέχεια θα πρέπει σύμφωνα με τις ως τώρα συνήθειες και τα σχέδια του πολιτικού καθεστώτος ο πληθυσμός που θα συνωστίζεται με αυτόν τον τρόπο στα νησιά να βασανίζεται από κακουχίες, από στερήσεις και βία και έτσι να εξεγείρεται και να διαδηλώνει ώστε να βλέπει όλη η Ευρώπη και να διαπιστώνει ότι αυτή η κατάσταση δεν επιτρέπεται να συνεχιστεί.

Για αυτή τη στιγμή φωνάζουν από τώρα δραστήρια οι «ανοιχτά για όλους» και καλούν κυβέρνηση και Ευρώπη να μεταφέρουν τους βασανιζόμενους πρόσφυγες και μετανάστες στην ενδοχώρα. Αν αυτό συμβεί φασίστες και ναζήδες του «κλειστά για όλους» θα ηγηθούν των τοπικών εξεγέρσεων, οπότε κάθε δημοκρατική κυβέρνηση θα κινδυνεύει από αυτό και η Ευρώπη θα ανησυχήσει. Στο σημείο αυτό είναι έτοιμη να ξαναλειτουργήσει η μεγάλη εθνική ενότητα πίσω από το κεντρικό σύνθημα «Πλούσια Ευρώπη μη σκοτώνεις τη φτωχή Ελλάδα μας. Πάρτους εσύ και μοίρασέ τους», που σημαίνει δώσε την εξουσία στους φασίστες σου.

Αυτός είναι ο δρόμος των βασανιστηρίων για πρόσφυγες και μετανάστες, Αυτός είναι ο δρόμος της φασιστικοποίησης της Ελλάδας και της δημοκρατικής Ευρώπης και της διάλυσης της τελευταίας. Αυτός είναι ο παράδεισος του Πούτιν και η αστική τάξη ελάχιστα αντιστέκεται σε αυτό. Ο ελληνικός λαός με επικεφαλής του δημοκράτες του και το πιο συνειδητό προλεταριάτο του είναι ο μόνος κοινωνικός και πολιτικός παράγοντας που μπορεί να νιώσει την ουσία του προβλήματος του μεταναστευτικού και γι αυτό να δώσει την απάντηση σε αυτό, που είναι η ταξική ενότητα του προλεταριάτου και η πάλη του επικεφαλής όλου του λαού ενάντια στο φασισμό, το σοσιαλφασισμό και το νεοχιτλερικό ιμπεριαλισμό. Αυτή η πάλη εύκολα μπορεί να συνδυαστεί με την πάλη για δουλειά και ανθρώπινο μεροκάματο, που και τα δυο τα εμποδίζουν οι ίδιοι εχθροί που αναφέραμε.

..........................................................................................................................................................…………………………………………………………………………………………………………………………………………………

* Διάβασε σχετικά το παρακάτω πολύ διαφωτιστικό και σε γενικές γραμμές αρκετά κρυμμένο από τους κάθε λογής οπορτουνιστές γράμμα του Μαρξ στους Μέγιερ και Βογκτ σχετικά με το μεταναστευτικό -https://www.marxists.org/archive/marx/works/1870/letters/70_04_09.htm.

** Αποδεικνύονται σήμερα πιο πολύ από κάθε άλλη φορά δύο πράγματα. Το πρώτο είναι πόσο ο ελληνικός αστικός κόσμος χάνει κάθε κρίση όταν βρίσκεται απέναντι σε κάτι τόσο βαθύ όσο ο μύθος ότι η εθνική νεοελληνική του ύπαρξη του είναι κυρίως προϊόν της πάλης του ενάντια στον οθωμανισμό (που σήμερα τελείως επιπόλαια και μεταφυσικά θεωρούν ότι έχει αναβιώσει στο πρόσωπο του Ερντογάν), ενώ αυτή η ύπαρξη είναι κυρίως προϊόν της πάλης του α) ενάντια στην ιστορικά βαθύτερη πολιτιστική κληρονομιά του που είναι η πιο φεουδαρχικά καθυστερημένη πλευρά του βυζάντιου, η εκκλησιαστική, και β) κυρίως ενάντια στις συνέπειες του γεγονότος ότι χρωστάει την ανεξάρτητη ύπαρξη του κράτους του στην τσαρική πανευρωπαϊκή αντεπανάσταση του 19ου αιώνα και στα εσωτερικά της ερείσματα.