Αναδημοσιεύουμε παρακάτω το άρθρο για τους βομβαρδισμούς της Γάζας του 2009 που δημοσιεύτηκε στο φ. 441-2 της Νέας Ανατολής. Πρόκειται για μία ανάλυση που επαληθεύεται από τις σημερινές εξελίξεις και είναι εξαιρετικά χρήσιμη για την κατανόησή του ισραηλο-παλαιστινιακού ζητήματος.
Η εικόνα που ερχόταν στις τηλεοράσεις ήταν το πιο βασικό μέρος του πολέμου Ισραήλ-Χαμάς, γιατί σε αυτόν τον πόλεμο νικητής θα ήταν αυτός που θα κέρδιζε τις εντυπώσεις. Η κυρίαρχη πολιτική εικόνα που βγήκε λοιπόν από τον πόλεμο ήταν ότι η μικρή Χαμάς, επικεφαλής ενός μικρού, μισοάοπλου και καταπιεσμένου παλαιστινιακού λαού έδινε εθνοαπελευθερωτικό αγώνα στον οποίο περιλαμβάνονταν και μερικοί ακίνδυνοι πύραυλοι ενάντια στον πανίσχυρο καταπιεστή του. Από την άλλη το Ισραήλ εμφανίστηκε σαν μια τρομερή δολοφονική μηχανή που με σύστημα σκότωνε. Αυτή η εικόνα που έδωσε την πολιτική οπότε και την ουσιαστική νίκη στη Χαμάς σε αυτόν τον πόλεμο όπως και η αντίστοιχη που έδωσε τη νίκη στη Χεζμπολάχ του Λιβάνου το 2006 ήταν επιφανειακή.
Στην πραγματικότητα ο τοπικός πόλεμος ση Γάζα ήταν μέρος μιας ευρύτερης παγκόσμιας πολιτικής αντιπαράθεσης στην οποία το Ισραήλ σήμερα εκπροσωπεί την πιο αδύναμη πλευρά και η Χαμάς την πιο ισχυρή.
Αν θέλει κανείς να καταλάβει τι έγινε στ’ αλήθεια και τι διακυβεύτηκε σε αυτόν τον πόλεμο που στην ουσία του συνεχίζεται με πολιτικά μέσα πρέπει να μπει στην ουσία της ισραηλο-παλαιστινιακής διένεξης, αλλά και των ενδο-ιμπεριαλιστικών και διακρατικών αντιθέσεων στη Μέση Ανατολή. Μόνο έτσι μπορούν να παραμεριστούν οι μύθοι και οι προκαταλήψεις που σήμερα δουλεύονται από το φασισμό και το σοσιαλφασισμό, δηλαδή το νεοχιτλερισμό σε μια και μόνη κατεύθυνση: την καταστροφή του Ισραήλ και την εξόντωση για μια ακόμα φορά των Εβραίων. Σύμφωνα με τους νεοχιτλερικούς οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις καθοδηγούνται από τους Εβραίους και το Ισραήλ οι οποίοι μέσω αυτών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων επιχειρούν τάχα να πετύχουν την απόλυτη δικιά τους παγκόσμια δικτατορία. Πίσω από αυτή τη νέο-αντισημιτική προπαγάνδα βρίσκεται ο νεοναζιστικός ιμπεριαλιστικός άξονας Ρωσίας-Κίνας-Ιράν που αντί για τον παλιό αντισημιτισμό του Χίτλερ χρησιμοποιεί το νέο αντισημιτισμό που εμφανίζεται σαν αντισιωνισμός. Ο χιτλερικός αντισημιτισμός ήθελε την εξαφάνιση των διασκορπισμένων σε κάθε χώρα Εβραίων επειδή τάχα συνωμοτούσαν για την παγκόσμια κυριαρχία. Ο νεοχιτλερικός αντισημιτισμός, που βασικά τον προωθεί η ψευτοαριστερά θέλει την εξαφάνιση του κράτους του Ισραήλ, επειδή τάχα αυτό διοικεί και καταπιέζει τον κόσμο μέσω του εβραϊκού λόμπυ στις ΗΠΑ και σε κάθε άλλη ιμπεριαλιστική χώρα. Η καταστροφή του κράτους του Ισραήλ δεν είναι στόχος μερικών φασιστικών κρατών της Μέσης Ανατολής αλλά μια παγκόσμια πολιτική πλατφόρμα του νέου χιτλερισμού ο οποίος λέει ανοιχτά ή ψιθυρίζει ότι δεν είχαν καμιά δουλειά οι εβραίοι να πάνε να εγκατασταθούν και να κάνουν κράτος πάνω στο έδαφος ενός άλλου έθνους όπως είναι το παλαιστινιακό, και ότι το κράτος τους το δημιούργησε ο δυτικός ιμπεριαλισμός.
Στην πραγματικότητα το κράτος του Ισραήλ το δημιούργησε ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλιστικός αντισημιτισμός. Το πρώτο σύγχρονο κύμα εγκατάστασης των εβραίων ξεκίνησε από τους σε βάρος τους διωγμούς του μεγαλορώσικου τσαρικού ιμπεριαλισμού και μαζικοποιήθηκε από τη μεθοδικότερη γενοκτονία όλων των εποχών, τη χιτλερική. Όχι μόνο δεν ισχύει το ότι ίδρυσε το Ισραήλ ο δυτικός ιμπεριαλισμός, όπως λένε οι αντισημίτες, αλλά ήταν η σοσιαλιστική ΕΣΣΔ του Στάλιν που έδωσε την καίρια στρατιωτική αλλά και διπλωματική στήριξη για την ίδρυσή του το 1948 ακριβώς επειδή αυτή η ΕΣΣΔ ήταν ο ηγέτης και πρωταθλητής του παγκόσμιου αντιχιτλερικού αγώνα. Αντίθετα η Αγγλία, που αρχικά ενίσχυσε την εγκατάσταση των διωκόμενων εβραίων στην Παλαιστίνη πράγματι για τους δικούς της αποικιοκρατικούς λόγους, έγινε μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο ο πιο ορκισμένος εχθρός της δημιουργίας αυτού του κράτους, ενώ οι ΗΠΑ σύρθηκαν από την ΕΣΣΔ στην αναγνώριση του νέου κράτους για να μην αφήσουν τον επαναστατικό κομμουνισμό να επιδρά ιδεολογικά στο Ισραήλ που τότε αποτελούσε το πιο προοδευτικό κομμάτι του μεσανατολικού χώρου.
Αντίθετα από όσα ισχυρίζονται οι νεοναζί και οι ψευτοαριστεροί αντισημίτες οι εβραίοι άποικοι δεν ήρθαν να εγκατασταθούν πάνω σε ένα υπαρκτό κράτος ή καν σε ένα σχηματισμένο παλαιστινιακό έθνος και να το υποδουλώσουν ή να το εξοντώσουν γιατί στα 1900 δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί ούτε παλαιστινιακή εθνική ζωή, ούτε παλαιστινιακή αστική τάξη, ούτε συνειδητό παλαιστινιακό έθνος. Αντίθετα οι άποικοι δημιούργησαν νέες προηγμένες συνθήκες υλικής παραγωγής στον παλαιστινιακό χώρο που προσέλκυσαν νέους αραβικούς πληθυσμούς σε αυτόν. Κάτω από άλλες περιστάσεις οι δύο πληθυσμοί θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί σε ένα ενιαίο κράτος σαν ένα εβραϊκό ισραηλινό και ένα αραβικό παλαιστινιακό έθνος. Όμως αυτό δεν το ήθελαν ούτε οι επικεφαλής των αποίκων σιωνιστές της πιο δεξιάς τάσης, ούτε, ακόμα περισσότερο, δεν το ήθελαν οι πιο αντιδραστικοί άραβες φεουδάρχες που έστρεψαν από την αρχή την παλαιστινιακή αγροτιά εναντίον των εβραίων εποίκων εμποδίζοντας οποιαδήποτε ενότητα των δύο λαών. Στη συνέχεια μάλιστα οι παλαιστίνιοι φεουδάρχες συνεργάστηκαν στενά με τον Χίτλερ στον παγκόσμιο πόλεμο- ο αρχηγός τους Χατζ Αλ Χουσεϊνί ήταν στο Βερολίνο σε όλη τη διάρκεια του πολέμου φιλοξενούμενος του Γ΄ Ράιχ και προσέφερε μεραρχίες ισλαμιστών αντισημιτών στις μονάδες της Βέρμαχτ - ενώ αμέσως μετά από τον πόλεμο συμμάχησαν με την αγγλική αποικιοκρατία. Έτσι βρέθηκαν σε σύγκρουση με όλη την προοδευτική ανθρωπότητα. Αυτή βρήκε αντίθετα στους εβραίους του Ισραήλ τον πιο συνεπή παράγοντα του αντιχιτλερικού πολέμου σε αυτήν την περιοχή. Έτσι τελικά όλες οι αντιφασιστικές χώρες με επικεφαλής την ΕΣΣΔ αναγνώρισαν στον ΟΗΕ το ισραηλινό κράτος καθώς και το δικαίωμα για ένα παλαιστινιακό κράτος δίπλα στο ισραηλινό.
Όμως οι Παλαιστίνιοι κάτω από την πίεση της αραβικής αντίδρασης και της αγγλικής αποικιοκρατίας συνέχισαν να αρνούνται τα δύο κράτη και επέμειναν στην καταστροφή του Ισραήλ. Αντίστοιχα οι πιο δεξιοί σιωνιστές, οι λεγόμενοι αναθεωρητές της τάσης Ζαμποτίνσκυ (Ιργκούν, ομάδα Στερν) αρνούνταν τότε και οι διάδοχοί τους αρνούνται ως τα σήμερα να αναγνωρίσουν το παλαιστινιακό κράτος.
Η ατυχία και για το Ισραήλ και για το παλαιστινιακό έθνος ήταν ότι λίγο μετά την ίδρυση του πρώτου ήρθαν στην εξουσία της ΕΣΣΔ οι αντισημίτες μεγαλορώσοι ιμπεριαλιστές Σουσλόφ, Χρουστσόφ και Μπρέζνιεφ. Αυτοί, ήδη επί Στάλιν επιτέθηκαν στους εβραίους της ΕΣΣΔ αλλά και στο Ισραήλ στο όνομα του αντισιωνισμού, ενώ μετά το θάνατό του Στάλιν αντέστρεψαν καθαρά τη σοβιετική γραμμή στο παλαιστινιακό προωθώντας μια παναραβική συσπείρωση ενάντια στο κράτος του Ισραήλ που την πρόβαλαν και την προβάλουν ακόμα σαν τάχα αντι-ιμπεριαλιστική. Έτσι κατάφεραν να διεισδύσουν σε όλα τα εθνικά κινήματα των αραβικών χωρών, να δυναμώσουν εκεί τον αντισημιτισμό με αντισιωνιστικό μανδύα (γιατί ο σκέτος αντισημιτισμός είχε χρεοκοπήσει λόγω Χίτλερ) και το φασισμό. Από την άλλη με αυτή την κίνηση έριξαν το ως τότε ουδέτερο Ισραήλ στο πλευρό των δυτικών αποικιοκρατών και των ΗΠΑ οι οποίες πολεμούσαν τα αραβικά εθνικά κινήματα από την ιμπεριαλιστική πλευρά. Έτσι το Ισραήλ έπαιξε αντιδραστικό ρόλο στα χρόνια τις αμερικάνικης ηγεμονίας παρόλο που από μια άποψη υπεράσπιζε την ύπαρξή του από τις επιθέσεις των αράβων σοβινιστών με επικεφαλής τη ρωσόφιλη Συρία που από τότε ήθελε την Παλαιστίνη, όπως και το Λίβανο, για τον εαυτό της.
Μετά τη νίκη του στον πόλεμο με τους άραβες το 1967, πόλεμο που διευκόλυνε με διπλωματικές προβοκάτσιες η Ρωσία (σαν ΕΣΣΔ), το Ισραήλ κατέλαβε τα εδάφη που ο ΟΗΕ αναγνώριζε από το 1948 στους Παλαιστίνιους καθώς και άλλα αραβικά εδάφη. Έτσι γιγαντώθηκε μέσα στην ισραηλινή αστική τάξη η σοβινοφασιστική γραμμή του Μεγάλου Ισραήλ των αναθεωρητών σιωνιστών του Ιργκούν (με κατοπινούς εκπρόσωπους τους Μπεγκίν, Σαρόν και Νετανιάχου του Λικούντ) οι οποίοι επιδιώκουν στρατηγικά την κατάργηση κάθε παλαιστινιακού κράτους. Η γραμμή του Μεγάλου Ισραήλ απομόνωσε παραπέρα το Ισραήλ από τον αραβικό κόσμο. Όμως μετά τον αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1973 και μετά τα μαζικά αντικατοχικά πολιτικά κινήματα των Παλαιστινίων, που απέδειξαν την αδυναμία του ισραηλινού επεκτατισμού να πετύχει τους στόχους του, άρχισε μια αντίστροφη κίνηση προσέγγισης με το Ισραήλ της εθνικής αστικής τάξης των παλαιστίνιων, αλλά και των αστικών τάξεων πολλών αραβικών χωρών με την εξαίρεση πάντα της ρωσόφιλης Συρίας και αργότερα του Ιράν.
Αυτή η προσέγγιση διευκολύνθηκε πρώτον από το ότι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός άρχισε να κλονίζεται παγκόσμια μετά την ήττα του στο Βιετνάμ και δεύτερον από το ότι η πολιτική διείσδυσης της ΕΣΣΔ στον αραβικό κόσμο άρχισε να αποκαλύπτεται επίσης σαν ιμπεριαλιστική και να συναντάει τεράστιες αντιθέσεις. Έτσι ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 αρχικά η συμφιλίωση του ηγέτη του αραβικού κόσμου, της Αιγύπτου, με το Ισραήλ και μετά το 1990 εκείνη της ηγετικής εθνικής αστικής δύναμης των Παλαιστινίων, της Φατάχ (Γιασέρ Αραφάτ) με τις πιο ειρηνόφιλες και λιγότερο επεκτατικές τάσεις της ισραηλινής αστικής τάξης (Εργατικό Κόμμα, Γιτζάκ Ραμπίν). Η ιστορική αυτή προσέγγιση σαμποταρίστηκε από τους αντιδραστικούς και των δύο εθνών: Από τη μία οι εβραίοι επεκτατιστές συνέχισαν δραστήρια να χτίζουν νέους οικισμούς στην παλαιστινιακή Δυτική όχθη και τη Γάζα. Από την άλλη οι φίλοι ή και οι πράκτορες της Ρωσίας μέσα στο παλαιστινιακό κίνημα, το PFLP (Λαϊκό μέτωπο για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης) και το PDFLP (Λαϊκό Δημοκρατικό μέτωπο για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης) έκαναν επί χρόνια κάθε λογής δολοφονική προβοκάτσια σε βάρος άμαχων εβραίων για να εμποδίσουν την προσέγγιση της Φατάχ και της ΟΑΠ με το Ισραήλ. Αυτήν την πολιτική της προβοκάτσιας και της άρνησης της αναγνώρισης του Ισραήλ τη στήριζαν διπλωματικά πολιτικά και υλικά τα ρωσόφιλα κράτη της Μέσης Ανατολής (αρχικά η Συρία και πολύ αργότερα το νεοναζιστικό Ιράν των μουλάδων) και πιο καλυμένα η ίδια η Ρωσία. Αυτές οι επιθέσεις κατά των εβραίων αμάχων δυνάμωναν ταυτόχρονα και τους σοβινοφασίστες μέσα στο Ισραήλ που συμπεριφέρονταν με ολοένα και μεγαλύτερη σκληρότητα όχι μόνο στην ίδια τη Φατάχ αλλά και στους παλαιστίνιους άμαχους. Όμως η προσέγγιση συνεχιζόταν παρά τις αλλεπάλληλες προβοκάτσιες των αντιδραστικών των δύο στρατοπέδων και στα 1993 οδήγησε στην ιστορική συμφωνία του Όσλο σε μια στιγμή στην οποία ουσιαστικά και οι δύο υπερδυνάμεις βρέθηκαν να μην παίζουν ηγεμονικό ρόλο στα αραβο-ισραηλινά πράγματα. Η μεν ρώσικη διπλωματία γιατί ακόμα διαχειριζόταν τη μεταβατική φάση της διάλυσης της ΕΣΣΔ για την ανάδυση μιας ακόμα πιο επιθετικής και χιτλερικής Ρωσίας, οι δε ΗΠΑ γιατί η προεδρία Κλίντον σαμπόταρε την προσέγγιση υπερασπίζοντας τους ισραηλινούς επεκτατιστές πράγμα όμως που οδήγησε την ειρηνόφιλη κυβέρνηση Ραμπίν να την παρακάμψει σαν μεσολαβήτρια. Στο Όσλο συμφωνήθηκε η καταρχήν αναγνώριση του ισραηλινού κράτους από τους παλαιστίνιους της Φατάχ και της ΟΑΠ και μια έμμεση αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους από το Ισραήλ.
Η απάντηση στο Όσλο ήταν μέσα από το Ισραήλ η δολοφονία του Ραμπίν που έγινε στο κλίμα της απορριπτικής αντιπαλαιστινιακής εκστρατείας του Νετανιάχου και μέσα από τους παλαιστίνιους με αλλεπάλληλες προβοκάτσιες όχι πια των όλων κι πιο αδύναμων και ψευτομαρξιζόντων PFLP και DPFLP (που δεν μιλούσαν ποτέ ωμά για τον εκτοπισμό ή την εξόντωση των εβραίων αμάχων), αλλά με τις σφαγές των ισραηλινών αμάχων από τους αυτόχειρες της Χαμάς, τους πραγματικούς απογόνους των χιτλερικών ισλαμικών ταγμάτων του Χίτλερ.
Ήταν η Ρωσία, ο ηγεμόνας της συριακής πολιτικής, που σε συνεργασία με το συριακό κράτος έφτιαξε την ισλαμοναζιστική Χαμάς η οποία εξαγόρασε εύκολα με άφθονο “φιλανθρωπικό” χρήμα ένα μέρος από την περιθωριοποιημένη παλαιστινιακή φτωχολογιά και την έστρεψε στη γραμμή της όχι πια της μη αναγνώρισης του κράτους του Ισραήλ (όπως έκαναν αρχικά η Φατάχ και η ΟΑΠ και ως το τέλος τα “μαρξίζοντα” PFLP και DPFLP) αλλά στη χιτλερικού αντισημιτικού τύπου εξόντωση των εβραίων κατοίκων του Ισραήλ. Αρχικά οι ισραηλινοί σοβινοφασίστες επεκτατιστές είδαν στην δημιουργία της Χαμάς έναν παράγοντα που θα εξουδετέρωνε τους λογικούς εθνικιστές της Φατάχ. Οι ρωσόφιλοι ψευτοαριστεροί που παριστάνουν τους φανατικούς φίλους των Παλαιστίνιων κρύβουν ότι νεοναζιστική Χαμάς αρνείται μαζί με την ύπαρξη του Ισραήλ και την ύπαρξη ενός παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ. Για αυτό λίγοι ξέρουν ότι η Χαμάς είναι στην ουσία της μια αντεθνική παλαιστινιακή δύναμη γιατί στη βάση της ιδεολογίας της βρίσκεται το ισλαμικό “υπερεθνικό” χαλιφάτο δηλαδή η κατάργηση των εθνικών κρατών όπως το θέλει και ο νεοναζιστικός άξονας με ηγεμόνα την αυτοκρατορική Ρωσία και το υπο-ιμπεριαλιστικό Ιράν των μουλάδων. Γι αυτό η Χαμάς βρίσκεται σε ανειρήνευτο πόλεμο με την μόνη εθνική δύναμη των Παλαιστίνιων, την Φατάχ, που πραγματικά παλεύει για την απελευθέρωση και την εδαφική ακεραιότητα του παλαιστινιακού κράτους. Η Χαμάς έδειξε την πραγματική φύση της αναγνωρίζοντας πρώτη αυτή στον κόσμο και μόνη μαζί με τη Νικαράγουα τα ρώσικα προτεκτοράτα της Οσσετίας και της Αμπχαζίας, δηλαδή το διαμελισμό της Γεωργίας από τη Ρωσία. Η Ρωσία θέλει να συντρίψει τις αραβικές χώρες και τα εθνικά κινήματα που αντιστέκονται στην επιθετική επεμβατική πολιτική των ισλαμοφασιστών, όπως αυτή εφαρμόζεται τοπικά μέσω Ιράν-Συρίας-Κατάρ. Η αποτελεσματικότητα της ρώσικης διπλωματίας είναι τεράστια σε σχέση με εκείνη των ΗΠΑ γιατί αυτές επεμβαίνουν παντού απροκάλυπτα ενώ εκείνη επεμβαίνει “διακριτικά” μέσω πρακτόρων και μέσω φιλικών εσωτερικών πολιτικών δυνάμεων σε κάθε χώρα και σε κάθε περιοχή του κόσμου. Το μεγάλο όπλο της ρώσικης διπλωματίας στη Μέση Ανατολή και παντού είναι ότι τοποθετεί πράκτορες και μέσα σε εχθρικές της δυνάμεις δηλαδή και μέσα στη Φατάχ και μέσα στους σουνίτες του Λιβάνου δηλαδή και στις δυνάμεις που αντιστέκονται στη Χαμάς και στη Χεζμπολάχ. Στη Φατάχ έχει τον Αμπάς, στους σουνίτες του Λιβάνου τον πρωθυπουργό Σινιόρα. Αυτοί οι δύο μαχαιρώνουν πισώπλατα τα κινήματα στα οποία ηγούνται συμφιλιώνοντάς τα διαρκώς με την Χαμάς και την Χεζμπολάχ αντίστοιχα.
Ο λόγος για τον οποίο η Χεζμπολάχ και η Χαμάς ρίχνουν κάθε τόσο πυραύλους στο Ισραήλ είναι ο εξής: Θέλουν να προκαλέσουν στρατιωτικές επιθέσεις του Ισραήλ που όπως κάθε άλλη κυρίαρχη χώρα μοιραία θα επιχειρούσε να εξουδετερώσει την πηγή των πυραύλων που εξαπολύονται εναντίον της αναίτια από μια άλλη χώρα. Αλλά οι προβοκάτορες της Χεζμπολάχ και της Χαμάς εξαπολύουν τους πυραύλους τους και γενικότερα τα βαριά τους πυρά μέσα από πυκνοκατοικημένες περιοχές αμάχων. Αυτή είναι η τακτική “των ανθρώπινων ασπίδων” που δεν έχει ποτέ χρησιμοποιηθεί από εθνικό απελευθερωτικό κίνημα αλλά μόνο από φασίστες εισβολείς. Ποτέ ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα δεν θα έριχνε πυρά σε τακτικό στρατό εισβολής, και μάλιστα πυρά όλμων, μέσα ή δίπλα από κατοικούμενα σπίτια και σε αστικές περιοχές με τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει απάντηση με ακόμα πιο βαριά πυρά. Γι αυτό οι αντάρτικοι και οι τακτικοί αμυντικοί στρατοί πολεμάνε στο ύπαιθρο ή όταν χρειαστεί αδειάζουν τα χώρια, ακόμα και τις πόλεις, όταν χρειάζεται να πολεμήσουν εχθρικούς στρατούς.
Ο τελευταίος πόλεμος στη Γάζα, όπως και ο προπέρσινος στο Λίβανο, ξεκίνησαν με πρωτοβουλία της Χεζμπολάχ και της Χαμάς αντίστοιχα για να προβοκάρουν το Ισραήλ ρίχνοντάς του πυραύλους εντελώς απρόκλητα. Το τελευταίο δεν φάνηκε στον πολύ κόσμο, ειδικά εδώ στην Ελλάδα που είναι χώρα του φιλική προς το νεοναζιστικό άξονα, γιατί η Χαμάς εμφάνισε τους πυραύλους της κατά του Ισραήλ σαν απάντηση στον αποκλεισμό της Γάζας από το Ισραήλ. Η αλήθεια όμως είναι ότι το Ισραήλ απέκλεισε τη Γάζα αφού πρώτα δέχτηκε για αρκετά χρόνια επιθέσεις με πυραύλους από τη Χαμάς. Και δεν τους δέχτηκε επειδή τάχα η Χαμάς ήθελε να απελευθερώσει τη Γάζα και τους παλαιστίνιους από την κατοχή του Ισραήλ. Αντίθετα η Χαμάς ενέτεινε τις πυραυλικές επιθέσεις της κατά του Ισραήλ αφού αυτό είχε αποχωρήσει εντελώς από τη Γάζα και αφού το κατεχόμενο κομμάτι της Παλαιστίνης είχε μια κυβέρνηση που δεν ήθελε πόλεμο με το Ισραήλ, αλλά βρισκόταν σε μια φάση ασταθούς συνύπαρξης, αλλά πάντως συνύπαρξης μαζί του. Το ότι η Χαμάς δεν έριχνε ρουκέτες εξ ονόματος του παλαιστινιακού λαού αποδεικνυόταν και από την ωμή δικτατορία που ασκεί πάνω στη Φατάχ μέσα στη Γάζα που έφτασε και σε ωμές δολοφονίες των στελεχών της Φατάχ ακριβώς πάνω στον πόλεμο και με κάλυψη τον πόλεμο.
Άμεσος πολιτικός στόχος αυτής της προβοκάτσιας ήταν να κάνει το Ισραήλ εισβολές, βομβαρδισμούς και στρατιωτικές επιχειρήσεις μέσα σε πληθυσμούς και μετά να κινηματογραφηθούν οι νεκροί και οι τραυματίες από το έτοιμο και καλοχτισμένο δίκτυο της ιρανικής τηλεόρασης και της φιλορώσικης σε όλη τη γραμμή της Αλ Τζαζίρα. Αμέσως μετά η εικόνα των εκατοντάδων ακρωτηριασμένων νηπίων της Γάζας πήγαινε σε όλα τα σπίτια της γης την ώρα που καμιά τέτοια εικόνα δεν εμφανίστηκε ποτέ από τα εκατοντάδες χιλιάδες σφαγμένα νήπια του Νταρφούρ, της Βοσνίας και της Τσετσενίας. Και δεν πήγε ποτέ για δυο λόγους: πρώτον γιατί οι σφαγείς εκεί ήταν οι άνθρωποι του νεοναζιστικού μετώπου, σουδανοί ισλαμοφασίστες, σέρβοι ορθοδοξοφασίστες και ρώσοι νεοτσαρικοί φασίστες, δηλαδή οι άνθρωποι του παγκόσμιου μετώπου ιμπεριαλιστών που έχει τη μεγαλύτερη ισχύ σε προπαγανδιστικό επίπεδο ακριβώς γιατί έχει την πιο καλά επεξεργασμένη πολιτική γραμμή και τους πιο σαφείς πολιτικούς στόχους. Ποτέ οι ανατολικοί σφαγείς δεν σφάζουν αν δεν είναι σίγουροι ότι θα ελέγξουν την εικόνα. Εισβάλουν και σφάζουν μόνο όταν είναι σίγουροι ότι θα έχουν διώξει κάθε αντικειμενικό οπερατέρ από το θέατρο επιχειρήσεων. Επί πλέον εισβάλουν και σφάζουν όταν έχουν πετύχει ευνοϊκούς πολιτικούς συσχετισμούς σε επίπεδο διεθνών συμμαχιών και της αντίστοιχης προπαγάνδας. Οι ισραηλινοί έκαναν πόλεμο χωρίς να λογαριάσουν όσο έπρεπε την παγκόσμια κοινή γνώμη. Στην πραγματικότητα έκαναν δύο μεγάλα λάθη. Το ένα είναι πολιτικό και έχει να κάνει με την αδυναμία τους να καταλάβουν ότι ο πόλεμος που δίνουν με τους ισλαμοφασίστες είναι τμήμα ενός παγκόσμιου πολέμου του οποίου όμως τον κύριο υποκινητή, την πουτινική Ρωσία, τον θεωρούν από ουδέτερη έως φιλική δύναμη. Το δεύτερο είναι βαθύτερο στρατηγικό-ιδεολογικό και έχει να κάνει με τον επεκτατισμό και το φασισμό της πιο δεξιάς πτέρυγας της αστικής τάξης του Ισραήλ. Αυτή θεωρεί ότι το Ισραήλ οφείλει να έχει πολύ λίγους στρατιώτες νεκρούς γιατί η διατήρησή του είναι ένα ζήτημα στρατιωτικού αριθμητικού συσχετισμού απέναντι σε έναν ανεξάντλητο και σχετικά ομοιογενή και ανεπίδεκτο πολιτικής προόδου αραβικό πληθυσμό. Γι αυτό ο ισραηλινός στρατός απαντάει εδώ και χρόνια στην ισλαμοφασιστική πρόκληση ρισκάροντας και αποδεχόμενος τη σφαγή των παλαιστίνιων και γενικά αράβων αμάχων για την οποία όμως την κύρια ευθύνη έχουν οι προβοκάτορες των ανθρώπινων ασπίδων. Αν η ισραηλινή αστική τάξη λογάριαζε σαν πρώτο και καίριο μέγεθος για το μέλλον της χώρας τα αισθήματα απέναντι στο Ισραήλ των λαών της γης και πάνω απ όλα των πληθυσμών των μουσουλμανικών χωρών, ιδιαίτερα των παλαιστίνιων, οι οποίοι όλο και περισσότερο καταπιέζονται από τους ισλαμοφασίστες του Ιράν και της Συρίας, θα φρόντιζε να μειώσει στο ελάχιστο τους νεκρούς παλαιστίνιους αμάχους. Αυτό θα το πετύχαινε μόνο θυσιάζοντας τους δικούς του στρατιώτες σε έναν παρατεταμένο πόλεμο και με μάχες σώμα με σώμα στις πόλεις της Γάζας, ενώ θα είχε ετοιμάσει από πριν τα πάντα για την πλήρη τροφοδοσία και την απομάκρυνση του άμαχου πληθυσμού από τις ζώνες πολεμικών επιχειρήσεων. Αλλά αν η όποια ισραηλινή κυβέρνηση ακολουθούσε αυτήν την τακτική θα έπεφτε αμέσως κάτω από τα πολιτικά πυρά των σοβινοφασιστών επεκτατιστών του Νετανιάχου και του προβοκάτορα, μάλλον ρωσόφιλου φασίστα Λίμπερμαν που ήθελαν έναν πόλεμο μέχρις εσχάτων με ελάχιστους ισραηλινούς στρατιώτες νεκρούς. Έτσι έμενε μια διπλή δυνατότητα για την κυβέρνηση Ολμέρτ-Λίβνι-Μπάρακ. Είτε να μην ξεκινήσει τον πόλεμο όποτε η γραμμή της ειρήνης θα έχανε κάθε κύρος στον ισραηλινό λαό που υπέφερε πραγματικά από τους πυραύλους της Χαμάς και είχε αποκάμει, είτε θα έπρεπε να σταματήσει γρήγορα τον πόλεμο δίνοντας μια αυστηρή προειδοποίηση στους χαμασίτες φασίστες ίσα-ίσα για να κερδίσει “ιστορικό χρόνο”. Αυτή ήταν από όσα διαβάζουμε η πρόταση του Μπάρακ που απορρίφθηκε από τον Ολμέρτ αλλά και τη Λίβνι.
Το αποτέλεσμα ήταν μια ακόμα διεθνής πολιτική ήττα για το Ισραήλ, η πιο μεγάλη ως τώρα, που δεν θα αργήσει να μετατραπεί σε νέα στρατιωτική ανασφάλεια για τον πληθυσμό από τους πυραύλους της Χαμάς. Κερδισμένος εννοείται ήταν πάλι ο ισλαμοφασισμός που δυνάμωσε τις θέσεις μέσα στις αραβικές χώρες και μέσα στον παλαιστινιακό λαό. Αυτός άλλωστε ακριβώς ήταν ο βαθύτερος στόχος της Χαμάς και της ρώσικης διπλωματίας που βρίσκεται πίσω της: Από τη μια να γίνει η Χαμάς ο πολιτικός ηγεμόνας στην Παλαιστίνη και να αδυνατίσει περισσότερο τις ανεξαρτησιακές και ειρηνόφιλες αντι-ισλαμοφασιστικές δυνάμεις στις τρεις χώρες κλειδιά: Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία, Ιορδανία. (Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χάρη στους προβοκατόρικους πυραύλους του 2006 η Χεζμπολάχ και η Συρία πήραν ξανά την εξουσία στο Λίβανο). Και από την άλλη να έρθει στην εξουσία του Ισραήλ το χειρότερο δυνατό μπλοκ, το Ισραήλ του Λικούντ και του Λίμπερμαν το πιο μισητό στον αραβικό κόσμο και το πιο επιρρεπές στην ανατολική προβοκάτσια. Δηλαδή και τώρα επαληθεύτηκε η ύπαρξη ενός καταστροφικού αλληλοτροφοδοτούμενου δίπολου: Οι αντισημίτες στην εξουσία στην Παλαιστίνη φέρνουν στην εξουσία του Ισραήλ την ακροδεξιά και φασιστική πτέρυγα των σιωνιστών. Αυτήν την πτέρυγα θα την παίξουν πολλοί οι χειρότερες υφεσιακές φράξιες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού που εκπροσωπούνται από τον Ομπάμα και την ρωσόφιλη Κλίντον. Φαίνεται ότι το δίπολο πρέπει να πάει ως την άκρη του για να συνειδητοποιηθούν οι δύο λαοί, ισραηλινός και παλαιστινιακός ότι πρέπει κάποτε να ενωθούν και να το πολεμήσουν τους φασίστες και να αντισταθούν στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις κάθε είδους.