Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ο ΡΩΣΙΚΟΣ ΝΕΟΝΑΖΙΣΤΙΚΟΣ «ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ» ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ

Το τεράστιο σκάνδαλο του εκτεταμένου ντόπινγκ στο ρωσικό στίβο, που οδήγησε στον αποκλεισμό της Ρωσίας από τις διεθνείς αναμετρήσεις, φέρνει σε πρώτο πλάνο και οξυμένες στο έπακρο τις αντιφάσεις που διέπουν τον αθλητισμό στην εποχή του ιμπεριαλισμού, δηλ. τον αθλητισμό-πόλεμο που έχει σαν σύνθημα το «όλα για τη νίκη».

Στην περίπτωση της νεοχιτλερικής Ρωσίας η συνέπεια αυτής της αρχής τραβιέται ως το τέρμα για να γίνει «νίκη με κάθε μέσο». Εδώ, η ηθική διαφθορά και απάτη του αθλητικού ανταγωνισμού φτάνει στην κορύφωσή της, αφού το ίδιο το κράτος είναι εκείνο που οργανώνει την επιχείρηση ντοπαρίσματος των αθλητών-πολεμιστών του και της εξαπάτησης των διεθνών ελεγκτικών μηχανισμών.  

Οι εκθέσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Αντιντόπινγκ (Wada) ήταν αρκετά αποκαλυπτικές. Αναφέρουν πληθώρα παραβάσεων των αντιντόπινγκ κανονισμών από τις ρωσικές αθλητικές αρχές. Η τελευταία έκθεση (Μάης 2016) αναφέρεται στην παρεμπόδιση των ελέγχων με διάφορους τρόπους, όπως είναι π.χ. η παροχή ανακριβών ή ελλιπών δεδομένων σχετικά με την τοποθεσία ή την ημερομηνία, η καθυστέρηση στην παροχή λίστας των αθλητών, η απαγόρευση εισόδου των ελεγκτών σε ορισμένες τοποθεσίες, ακόμα και ο εκφοβισμός τους από ένοπλους πράκτορες του FSB που τους απειλούσαν με απέλαση και τους παρακολουθούσαν στενά, όπως επίσης το άνοιγμα των πακέτων με τα δείγματα στο τελωνείο.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι εκμυστηρεύσεις του πρώην επικεφαλής του ρωσικού εργαστηρίου αντιντόπινγκ, Γκριγκόρι Ροτσένκοφ, που φοβούμενος για την ασφάλειά του έχει μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Σε συνέντευξή του στους Τάιμς της Νέας Υόρκης παραδέχτηκε ότι η χώρα του έκλεψε συστηματικά στους αντι-ντόπινγκ ελέγχους κατά τους χειμερινούς ολυμπιακούς αγώνες του Σότσι το 2014 με τη βοήθεια της KGB. Ο ίδιος παρασκεύασε ένα μίγμα τριών απαγορευμένων αναβολικών στεροειδών που στη συνέχεια χορήγησε σε δεκάδες αθλητές, ενώ κάθε βράδυ μαζί με άλλους ειδικούς στον αντιντόπινγκ έλεγχο αντικαθιστούσαν τα «μολυσμένα» δείγματα με «καθαρά» περνώντας φιάλες ούρων μέσα από μια στενή τρύπα στον τοίχο του εργαστηρίου κάτω από το φως μιας μικρής λάμπας.

Η επιχείρηση γινόταν ως εξής: «Ο Δρ. Ροτσένκοφ είπε ότι κάθε νύχτα, ένας αξιωματούχος του υπουργείου αθλητισμού θα του έστελνε μία λίστα αθλητών των οποίων τα δείγματα χρειάζονταν αλλαγή. Για να αντιστοιχιστούν οι ατομικοί αθλητές με τα ανώνυμα δείγματα – που έχουν έναν επταψήφιο κωδικό – ο Δρ. Ροτσένκοφ είπε ότι οι αθλητές τραβούσαν φωτογραφίες της φόρμας των δειγμάτων τους, συμπεριλαμβανομένου του κωδικού, και τους έστελναν με μήνυμα στο υπουργείο, παρέχοντας απαγορευμένη γνώση για το τίνος είναι τα ούρα. Αφού λάβαινε μήνυμα ότι «τα ούρα είναι έτοιμα», φόραγε στο εργαστήριό του ένα φανελάκι της ρωσικής εθνικής ομάδας και έφευγε από το 4όροφο γραφείο του, συνήθως μετά τα μεσάνυχτα. Σιγουρευόταν ότι το πεδίο είναι ελεύθερο και βάδιζε προς το δωμάτιο 124, επίσημος αποθηκευτικός χώρος που ο ίδιος και η ομάδα του είχαν μετατρέψει σε μυστικό εργαστήριο. Εκεί, είπε, με το μοναδικό παράθυρο του δωματίου κλεισμένο με ταινία, μπορούσε να γίνει η αλλαγή. Ένας συνάδελφος που καθόταν στη διπλανή πόρτα στο δωμάτιο συλλογής δειγμάτων μάζευε τις σωστές φιάλες και τις περνούσε στο δωμάτιο αποθήκευσης μέσω μιας κυκλικής τρύπας μέσα στον τοίχο κοντά στο πάτωμα, είπε ο Δρ. Ροτσένκοφ. Την ημέρα, είπε, η τρύπα σκεπαζόταν από ένα μικρό ερμάριο απομίμησης ξύλου. Οι σφραγισμένες φιάλες Β» (σ.σ. δηλ. αυτές που σφραγίζονταν για να επανελεγχθούν μέσα σε περίοδο 10 ετών) «παραδίδονταν στον άνδρα που ο Δρ. Ροτσένκοφ πιστεύει ότι ήταν ρώσος αξιωματικός πληροφοριών, που θα τις μετέφερε σε γειτονικό χτίριο. Μέσα σε λίγες ώρες, είπε ο Δρ. Ροτσένκοφ, οι φιάλες επιστρέφονταν στον αποθηκευτικό χώρο, με τα πώματα βγαλμένα. Αυτός ο άνδρας προμήθευε επίσης με καθαρά ούρα, που συλλέγονταν από τους αθλητές μήνες πριν από τους Ολυμπιακούς, πριν ξεκινήσουν να ντοπάρονται, είπε ο Δρ. Ροτσένκοφ. Χορηγούνταν σε μπουκάλια σόδας, μπουκάλια βρεφικού γάλακτος φόρμουλα και άλλα ποικίλα δοχεία, είπε. Φροντίζοντας να διατηρούν το φως κλειστό, ο Δρ. Ροτσένκοφ και ένας συνάδελφός του έχυναν τα μολυσμένα ούρα σε μια κοντινή τουαλέτα, έπλεναν τα μπουκάλια, τα στέγνωναν με απορροφητικό χαρτί και τα γέμιζαν με καθαρά ούρα. Μετά προσέθετε αλάτι ή νερό για να ισορροπήσει κάθε ανακολουθία στις καταγραμμένες προδιαγραφές των δύο δειγμάτων. Ανάλογα με το τι είχε καταναλώσει ένας αθλητής, δύο δείγματα ούρων παρμένα σε διαφορετικό χρόνο μπορούσαν να διαφέρουν. Συνήθως, η μικρή ομάδα δούλευε ως την αυγή, κάνοντας διάλειμμα μόνο περιστασιακά για στιγμιαίο καφέ και τσιγάρα» (ΝΥΤ, 12/5).

Γι’ αυτές του τις υπηρεσίες ο Ροτσένκοφ τιμήθηκε μετά το Σότσι από τον Πούτιν με το Μετάλλιο της Φιλίας. Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο αναγκάστηκε να καταστρέψει χιλιάδες δείγματα προκειμένου να καλύψει την έκταση της απάτης, που δεν περιορίζεται στον στίβο.

Σχετικά με αυτά, γράφαμε σε άρθρο μας το 2004 με τίτλο «Οι Ολυμπιάδες δεν έχουν μέλλον» (http://www.oakke.gr/neweast/2004/391/prtn/nep391_02.htm): 

«Το πρόβλημα του ντοπαρίσματος είναι τόσο πιο μεγάλο όσο πιο συγκεντρωμένο και πιο επιθετικό είναι το οικονομικό ή πολιτικό μονοπώλιο που διαχειρίζεται την αθλητική επίδοση και τον αθλητή. Ο μεγαλύτερος ντοπέρ είναι το σύγχρονο φασιστικό κράτος. Η ανθρωπότητα είχε ουσιαστικά μια ευκαιρία να το διαπιστώσει αυτό όταν διαλύθηκε το ανατολικογερμανικό σοσιαλφασιστικό κράτος. Μόνο τότε ήρθε στην επιφάνεια το καθολικό ντοπάρισμα των αθλητών και αθλητριών της Ανατολικής Γερμανίας που εξασφάλιζε για πολλά χρόνια σε αυτή τη χώρα των μόλις 17 εκατομμυρίων ανθρώπων την τρίτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη σε μετάλλια και επιδόσεις μετά τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Αυτό το ντοπάρισμα δεν ήταν δυνατό να ανιχνευτεί, όπως και κάθε άλλο κατά το οποίο το κράτος το ίδιο ντοπάρει τους αθλητές του, γιατί σε αυτές τις χώρες δεν υπάρχει έστω και στοιχειώδης ενδιάμεσος έλεγχος πριν οι αθλητές φτάσουν στους μεγάλους διεθνείς αγώνες. Αυτός ο ενδιάμεσος έλεγχος γίνεται στις χώρες όπου είναι ισχυρός ο εσωτερικός ανταγωνισμός των κεφάλαιων, οπότε και των αθλητικών επιτελείων και προπονητικών ομάδων που περιγράψαμε παραπάνω. Σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να επιτρέψει το ένα αθλητικό συγκρότημα στο άλλο, δηλαδή το ένα κεφάλαιο στο άλλο, να παραβεί τους κανόνες του ανταγωνισμού που δεν μπορεί να παραβεί το ίδιο. Σε αυτές τις χώρες τα ξεχωριστά κεφάλαια αναθέτουν στο κράτος να είναι ο εγγυητής αυτών των κανόνων. Στην πραγματικότητα το κράτος δεν πετυχαίνει ποτέ να είναι ένας τέτοιος εγγυητής, γιατί τα αθλητικά συγκροτήματα και οι προπονητικές ομάδες έχουν μπροστά τους πάντα ένα στόχο, να ξεπερνάνε διαρκώς το ένα μετά το άλλο τα εμπόδια που βάζουν μπροστά του οι όλο και πιο ανεπτυγμένες τεχνικές και μέθοδες του κρατικού αντιντόπιγκ κοντρόλ, αλλά πάντως το κράτος προσπαθεί να είναι εγγυητής. Σε τέτοιες χώρες δεν είναι δυνατό να υπάρχουν διαφορετικοί όροι για την αθλητική αγορά από όσους υπάρχουν για την αγορά γενικά. Η απάτη είναι βέβαια σύμφυτη με την αγορά εφόσον αυτή είναι ταυτισμένη με το κυνήγι του κέρδους, αλλά η απάτη δεν αποτελεί την ίδια την ουσία της, για αυτό βάζει στον απατεώνα έναν απαράβατο όρο για να του επιτρέπει να κινείται μέσα της: να μη συλληφθεί.

Στην περίπτωση του φασιστικού κράτους ο εσωτερικός ανταγωνισμός των αθλητών και των κεφαλαίων, υπόκειται στον εξωτερικό, δηλαδή χρησιμεύει στον δεύτερο μόνο για να γίνεται η επιλογή των αθλητών που θα εκπροσωπήσουν τη χώρα στον διεθνή διακρατικό ανταγωνισμό. Αλλά αυτός ο τελευταίος, ειδικά για το φασιστικό κράτος είναι απογυμνωμένος από κάθε λογική οικονομικού ανταγωνισμού της αγοράς, οπότε και από κάθε λογική τυπικής ισότητας των όρων του ανταγωνισμού. Το φασιστικό κράτος θέλει και μπορεί μόνο με τη βία, σε τελική ανάλυση με τον πόλεμο, οπότε και με την απάτη να κυριαρχήσει πάνω στα άλλα. Άλλωστε μόνο με την απάτη μπορεί να στηριχθεί η φασιστική προπαγάνδα που συμπυκνώνεται στον ισχυρισμό ότι το αντίστοιχο κράτος υπερέχει ντεφάκτο φυσικά, φυλετικά ή ιδεολογικά πάνω στα υπόλοιπα.»

Είναι λοιπόν στη φύση του ρωσικού νεοχιτλερικού κράτους να εξαπατά τον αντίπαλο μέσα στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού για την παγκόσμια αθλητική ηγεμονία. Ακόμα περισσότερο, αντί να ρίξει τους τόνους και να αναλάβει τις ευθύνες του μετά τη δημοσιοποίηση του σκανδάλου το Κρεμλίνο επέμεινε στην συνηθισμένη αχρεία στάση του, να αποδίδει όλες τις κατηγορίες στην «επιθετικότητα» της Δύσης απέναντι στη χώρα. «Πολιτικά υποκινούμενες» χαρακτήρισε τις κατηγορίες ο Πούτιν, κάνοντας λόγο για «άδικη» απόφαση των διεθνών αθλητικών θεσμών. Τα ρωσικά ΜΜΕ επιδόθηκαν σε μια εκστρατεία ενοχοποίησης της Δύσης για τη «συνωμοσία» και ηθικής εξόντωσης των ρώσων αθλητών και παραγόντων που βοήθησαν στην αποκάλυψη του σκανδάλου, αντιμετωπίζοντάς τους σαν «προδότες της πατρίδας».

Για μια τέτοια χιτλερική υπερδύναμη τα όρια αθλητισμού και συμβατικής πολεμικής σύγκρουσης είναι όχι και τόσο ευδιάκριτα. Απόδειξη γι’ αυτό ήταν η στάση που πήρε η ρωσική κυβέρνηση απέναντι στα επεισόδια στους δρόμους της Μασσαλίας που σημάδεψαν το Euro 2016 και στα οποία πρωτοστάτησαν οι ρώσοι χούλιγκαν.

Αντί λοιπόν να καταδικάσει τους υπαίτιους, όπως θα έκανε μία οποιαδήποτε μη ναζιστική κυβέρνηση, το Κρεμλίνο κάλυψε τη δράση των ρώσων νεοναζί τραμπούκων. Συγκεκριμένα, ο ρώσος υπουργός αθλητισμού Β. Μούτκο αρνήθηκε το πόρισμα της γαλλικής εισαγγελίας σύμφωνα με το οποίο πίσω από τα επεισόδια που ακολούθησαν τον αγώνα με την Αγγλία βρίσκονταν 150 καλά εκπαιδευμένοι ρώσοι χούλιγκαν. Η σύλληψη 43 ρώσων χούλιγκαν από τις γαλλικές αρχές (20 εκ των οποίων απελάθηκαν) προκάλεσε την ενόχληση του ρωσικού ΥΠΕΞ που κάλεσε το γάλλο πρέσβη για εξηγήσεις (skai.gr, 16/6)! Σε μια πρωτοφανή δήλωση υπεράσπισης των τραμπούκων, ο βουλευτής Ι. Λέμπεντεφ κάλεσε τα «παιδιά» να συνεχίσουν το έργο τους… ενώ ο εκπρόσωπος της Εξεταστικής Επιτροπής της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Βλ. Μάρκιν, είπε: «Οι Ευρωπαίοι εκπλήσσονται όταν βλέπουν αληθινούς άντρες να δείχνουν όπως αρμόζει σε άντρες» (CBSNews, 16/6). Μάλιστα ο πρωταγωνιστής των επεισοδίων, Αλεξάντερ Σχπρίγκιν, επικεφαλής της Πανρωσικής Ένωσης Φιλάθλων και ένας από αυτούς που απελάθηκαν έχει πολύ στενές σχέσεις με το περιβάλλον του προέδρου Πούτιν που τον αποκαλεί χαϊδευτικά «Σάσα».

Γνωστός για τη ναζιστική του τοποθέτηση, ο «Σάσα» βρέθηκε στη Μασσαλία με έξοδα της ρωσικής ομοσπονδίας και του υπουργείου αθλητισμού και ήταν αυτός που αποφάσισε σε ποιούς θα δοθούν τα 2.000 εισιτήρια που χορήγησε η ποδοσφαιρική ομοσπονδία στην ένωση οπαδών. «Ο «Σάσα», λοιπόν, ήταν μέλος της αποστολής της Ρωσίας που ταξίδεψε τον περασμένο Μάρτιο στη Γαλλία για να… επιθεωρήσει τα γήπεδα και τις εγκαταστάσεις που θα χρησιμοποιούσε στη διάρκεια της διοργάνωσης η εθνική ομάδα της χώρας. Οι πολύ στενές σχέσεις του με την πολιτική ηγεσία της χώρας του έδωσαν ρόλο ακόμα και στην επιτροπή διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2018» (fimes.gr). Σε μια τόσο βαθιά ναζιστική χώρα δεν είναι να απορεί κανείς για την πληθώρα ρατσιστικών περιστατικών που σημαδεύουν το ρωσικό ποδόσφαιρο.     

Για χρόνια η στάση των αρμόδιων θεσμών απέναντι στο εκτεταμένο κρατικό ντόπινγκ της Μόσχας ήταν στην καλύτερη περίπτωση η αναγνώριση της αδυναμίας τους να το διαχειριστούν και στην χειρότερη μία παγερή αδιαφορία.  

Ήδη από την Ολυμπιάδα του 2008 είχε παρατηρηθεί ένα αδικαιολόγητα υψηλό σε σχέση με άλλες αποστολές ποσοστό κρουσμάτων ντοπαρισμένων πρωταθλητών που διαγωνίζονταν με τα χρώματα της Ρωσίας. Δύο χρόνια αργότερα, ένας ρώσος πολίτης, υπάλληλος της Rusada ονόματι Βιτάλι Στεπάνοφ άρχισε να διοχετεύει πληροφορίες στον Wada σχετικά με το πώς η υπηρεσία του έδινε συστηματικά απαγορευμένες ουσίες στους αθλητές της χώρας. Παρόμοιες καταγγελίες έκανε και η εντοπισμένη από τους ελέγχους ρωσίδα δισκοβόλος Ντάρια Πιστσαλνίκοβα το Δεκέμβρη του 2012 με emailτης προς τον Wada, όμως ο διεθνής οργανισμός τότε όχι μόνο δεν έκανε καμία έρευνα αλλά κοινοποίησε την επιστολή της στις ρωσικές αθλητικές αρχές με αποτέλεσμα να αποκλειστεί η αθλήτρια από τη ρωσική ομοσπονδία για τουλάχιστο 10 χρόνια (ΝΥΤ, 15/6). Όπως ήταν φανερό, οι πολιτικοί συσχετισμοί μέσα στο επιτελείο του Wada, που συγκροτείται από κυβερνητικούς και ολυμπιακούς αξιωματούχους, ήταν τέτοιοι που δεν επέτρεπαν να θιγούν τα συμφέροντα της ρωσικής υπερδύναμης (τόσο αδύναμης όμως, όπως αποδείχτηκε, εσωτερικά καθώς υπήρχαν δημοκρατικοί πολίτες της που τόλμησαν να την καταγγείλουν ).

Οποιαδήποτε προσπάθεια να ερευνηθεί η απάτη προσέκρουε πάντα στα εμπόδια που έθετε η διοίκηση του οργανισμού, εμπόδια που εμφανίζονταν άλλοτε με τη μορφή της ελλιπούς χρηματοδότησης και στελέχωσης του Wada, άλλοτε με τη μορφή της ασάφειας των αρμοδιοτήτων του. Όταν μάλιστα ανέλαβε επικεφαλής του Wadaο σκωτσέζος Κραιγκ Ρήντι η συγκάλυψη του σκανδάλου έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Τότε ήταν που η Ρωσία άρχισε να δίνει επιπλέον συνδρομή στον οργανισμό (1,14 εκ. δολάρια πάνω από τα 746.000 της ετήσιας). Ο Ρήντι έφτασε στο σημείο – όταν πια είχε ξεκινήσει η σχετική ανεξάρτητη έρευνα – να στείλει επιστολή σε σύμβουλο του ρώσου υπουργού αθλητισμού με την οποία διαβεβαίωνε τον τελευταίο ότι δεν έχει τίποτα να φοβάται καθώς οι φιλικές σχέσεις των δύο αντρών είναι πολύτιμες και δεν υπάρχει καμία πρόθεση να διαταραχθούν (ΝΥΤ, 15/6)! Όπως προέκυψε αργότερα, στο σκάνδαλο εμπλέκονται και ηγετικά στελέχη της Διεθνούς Ένωσης Ομοσπονδιών Κλασικού Αθλητισμού (IAAF), μεταξύ των οποίων και ο τότε πρόεδρος Λαμίν Ντιακ, κατηγορούμενος για δωροδοκία από τη ρωσική ομοσπονδία στίβου για να συγκαλύψει τα θετικά αποτελέσματα ελέγχου ντόπινγκ σε τουλάχιστο 6 ρώσους αθλητές.  

Έπρεπε λοιπόν να διοχετευτούν τα στοιχεία του σκανδάλου στο γερμανικό κανάλι ARDκαι να προβληθεί το σχετικό ντοκιμαντέρ το Δεκέμβρη του 2014 με τις καταγγελίες του Σταπάνοφ (δηλ. να γίνουν γνωστά στην παγκόσμια κοινή γνώμη) για να αναγκαστεί ο Wada να διεξάγει επιτέλους ανεξάρτητη έρευνα, που οδήγησε τελικά στην πρώτη έκθεση των 323 σελίδων το Νοέμβρη του ’15. Έτσι φτάσαμε στην απόφαση του συμβουλίου της IAAFγια προσωρινό αποκλεισμό της Ρωσίας από όλες τις αναμετρήσεις με ψήφους 22:1 και την απόφαση του Wada για αποκλεισμό της Rusada από κάθε εποπτική δραστηριότητα. Το Γενάρη του ’16 η IAAFεπέβαλε ισόβιο αποκλεισμό στον πρώην επικεφαλής της Πανρωσικής Αθλητικής Ομοσπονδίας (ARAF) Β. Μπαλάχνιτσεφ και στον διάσημο προπονητή Α. Μέλνικοφ. Κάτω από την πίεση των αποκαλύψεων, δύο πρώην επικεφαλής της Rusadaπου θα μπορούσαν να μιλήσουν και αυτοί για το ντόπιγκ, βρέθηκαν ανεξήγητα νεκροί μέσα στο Φλεβάρη. Έξι μήνες αργότερα, στις 17 Ιούνη, συγκλήθηκε εκτάκτως το συμβούλιο της IAAFμε σκοπό να δώσει στην ARAF μία ακόμα ευκαιρία επανένταξης. Απέναντι όμως στις «λεπτομερείς κατηγορίες, που είναι ήδη μερικώς τεκμηριωμένες, ότι οι ρωσικές αρχές, αντί να υποστηρίξουν την αντιντόπινγκ προσπάθεια, έχουν στην πράξη ενορχηστρώσει συστηματικό ντόπινγκ και την απόκρυψη ανεπιθύμητων αναλυτικών ευρημάτων» (iaaf.org, 17/6), το συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα να προχωρήσει στον οριστικό αποκλεισμό της ρωσικής ομοσπονδίας, που σημαίνει αποκλεισμό από τους Ολυμπιακούς του Ρίο και απ’ το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, μια απόφαση που χαιρετίστηκε και από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή. Λίγο νωρίτερα η UEFAείχε επιβάλει ποινή με αναστολή και πρόστιμο 150.000 ευρώ στη ρωσική ποδοσφαιρική ομοσπονδία για το κομμάτι των επεισοδίων που έλαβε χώρα μέσα στο στάδιο της Μασσαλίας.       

Οι πολιτικές αντιστάσεις στην ξέφρενη πολεμική πορεία του ρωσικού σοσιαλιμπεριαλισμού αναπόφευκτα θα δυναμώνουν όσο αποκαλύπτονται τα ψέμματα και οι απάτες του που  είναι αναγκαστικά προκειμένου να αποδείξει ότι έχει μια εθνοφυλετική ανωτερότητα που μόνη αυτή μπορεί να δικαιολογήσει την ασύλληπτη βία που ετοιμάζει μαζί με τον αδελφό του κινέζικο φασιστικό σοσιαλιμπεριαλισμό.