Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Οι ρωσόφιλοι χρησιμοποιούν την ευνοϊκή για τους θύτες νομοθεσία που περνάνε εδώ και χρόνια οι ίδιοι στη Βουλή, για να κάνουν φασιστικές εκκαθαρίσεις στη δικαιοσύνη που ακόμα δεν την ελέγχουν

Κατά του κακοποιητή της γυναίκας του Λύτρα η εισαγγελέας και η ανακρίτρια άσκησαν δίωξη με την πιο βαριά δυνατή κατηγορία γι αυτό το έγκλημα το κακούργημα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης. Ταυτόχρονα,του επέβαλαν περιοριστικά μέτρα αλλά όχι προφυλάκιση πράγμα που συνηθίζεται αν δεν υπάρχουν στοιχεία κυρίως ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να επαναλάβει το ίδιο αδίκημα μέχρι τη δίκη. Στο σημείο αυτό ο Λύτρας είχε υπέρ του την κατάθεση της γυναίκας του ότι δεν υπήρξε ποτέ προηγούμενα άσκηση βίας από την πλευρά του θύτη. 

Κι όμως με μία πρωτοφανή στα χρονικά παρέμβαση τους η Προέδρος και η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου παράκαμψαν όλα εντεταλμένα πειθαρχικά όργανα, και κάθε προβλεπόμενη διαδικασία, και παρέπεμψαν τις δύο έμπειρες δικαστικούς λειτουργούς στο πειθαρχικό, γιατί δεν συμφώνησαν με την απόφαση τους να μη διατάξουν την προφυλάκιση του Λύτρα, δηλαδή όχι γιατί παραβίασαν κάποιο νόμο αλλά για την εκτίμηση που έκαναν γι αυτήν την περίπτωση και για την απόφαση που πήραν, και μόνο αυτές είχαν το δικαίωμα να πάρουν. Αυτή η παρέμβαση έγινε δεκτή με επευφημίες από σύσσωμητην αντιπολίτευση και είχε την επιδοκιμασία της κυβέρνησης. Στην πράξη οι δύο αρεοπαγίτισσες απάλλαξαν όλο τον πολιτικό κόσμο από την κατακραυγή της κοινής γνώμης γιατί ψηφίζει νόμους που επιτρέπουν σε ανθρώπους που σπάνε στο ξύλο τη γυναίκα τους να αφήνονται ελεύθεροι ώσπου να δικαστούν και έδειξαν σαν ανάλγητους παράνομους και φίλους των κακοποιητών, ιδίως των πλουσίων κακοποιητών τους δικαστές. Έτσι, το ρωσόφιλο πολιτικό καθεστώς μπόρεσε να κατευθύνει τη συσσωρευμένη οργή ενός λαού που έχει την αίσθηση ότι είναι όλο και πιο ανοχύρωτος απέναντι σε μία βία που φουσκώνει υπόκωφα στην κοινωνία ενάντια στη δικαιοσύνη. 

Όταν απέναντι στα βίτσια και στην παρακμή της μεγαλοαστικής τάξης προσπαθεί να εμφανιστεί σαν τιμωρός της και σαν σωτήρας της ηθικής των μαζών ο φασισμός για να επιταχύνει την επιβολή της φριχτής του δικτατορίας, δηλαδή την επιβολή της απόλυτα κτηνώδικης βίας και της απόλυτης μεγαλοαστικής ηθικής παρακμής τότε η αριστερά και η δημοκρατία δεν πρέπει να ξεγελαστούν και να ακολουθήσουν το φασισμό.

Σήμερα το φαιο-«κόκκινο» μέτωπο με επικεφαλής του τις ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ψευτοΚΚΕ, και από κοντά η Ελληνική Λύση έχουν ξεσηκώσει ένα κίνημα καταδίκης των δικαστών επειδή άφησαν ελεύθερο τον Λιγνάδη ως την εκδίκαση της έφεσής του, κατηγορώντας τους ότι έδρασαν έτσι από αλληλεγγύη στον πλούσιο βιαστή. Δεν θα επεκταθούμε εδώ στη νομική συζήτηση γύρω από το ζήτημα αυτό, πέρα από το ότι η ισχυρότερη πλευρά είναι αυτή των δικαστών όπως δείχνει και αρθρογραφία νομικών ακόμα και στον τύπο που είναι ιδιαίτερα φιλικός στον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι άλλωστε επειδή το κίνημα κατά των δικαστών είναι αδύναμο στο καθαρά νομικό επίπεδο που επικεντρώνει την επιχειρηματολογία του στο περί δικαίου αίσθημα των μαζών. Αλλά αν κάποιος καταπατάει συστηματικά αυτό το αίσθημα στη χώρα μας δεν είναι οι δικαστές που πάνε να τηρήσουν έναν νόμο που δεν το εκφράζει αλλά οι νομοθέτες, δηλαδή τα κόμματα, κυρίως αυτά της ψευτοαριστεράς που για τα χειρότερα εγκλήματα νομοθετούν συστηματικά τις πιο χαμηλές ποινές οι οποίες καθόλου πια δεν ανταποκρίνονται στο περί δικαίου αίσθημα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού.

Ένας νέος γύρος επίθεσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εναντίον της πλειοψηφίας των δικαστών ξεκίνησε πρόσφατα γιατί το ΣτΕ επιχείρησε με μία απόφαση του να σταματήσει το καθεστώς της λεγόμενης «φορολογικής ομηρίας» προσώπων και επιχειρήσεων με ελέγχους από την Εφορία και τους φοροελεγκτικούς μηχανισμούς (ΣΔΟΕ, ΚΕΦΟΜΕΠ κλπ) που γίνονται αναδρομικά σε βάθος δεκαετίας μετά από συνεχείς παρατάσεις της παραγραφής που ισχύει από το νόμο και η οποία είναι συνήθως πενταετής.