Μία από τις χώρες που βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα με ποιον να πάνε και ποιον νʼ αφήσουν είναι και η Τουρκία του Ερντογάν. Η στάση της Τουρκίας είναι καθοριστική στα παγκόσμια πράγματα κυρίως λόγω της μοναδικής γεωγραφικής της θέσης, και όχι μόνο (π.χ. αποτελεί κρίσιμο ενεργειακό κόμβο, καθώς από το έδαφός της περνάνε τόσο ρώσικοι αγωγοί όσο και ο αζέρικος ΤΑΡ). Το ότι με την ουκρανική κρίση γίνεται ακόμη πιο σημαντική η στάση της, αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι παρά την άρνηση της να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία όλες οι δυτικές δυνάμεις αποφεύγουν να της κάνουν οποιαδήποτε κριτική, επειδή προσπαθούν να την κερδίσουν στο μέτωπο της αντίστασης στον Πούτιν-Χίτλερ. Θα προσπαθήσουμε παρακάτω να δείξουμε ότι αυτός ο προσεταιρισμός είναι από πολύ δύσκολος ως αδύνατος γιατί εδώ και μερικές δεκαετίες, ιδιαίτερα μετά το 2016 με την ανόητη και ενδοτική προς τη Ρωσία, αλλά και προς την Ελλάδα και προς το ΡΚΚ πολιτική τους, οι δυτικοί ιμπεριαλιστές έσπρωξαν την Τουρκία στα νύχια της πρώτης, που αξιοποίησε ότι χειρότερο έχει μέσα της η τουρκική αστική τάξη για να την εντάξει στο ρωσοκινεζικό νεοχιτλερικό άξονα.
Είναι ιδίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, που η Τουρκία θεωρώντας λαθεμένα τη Δύση και όχι την επιτήδεια στις στρατηγικές προβοκάτσιες Ρωσία ως τον ουσιαστικό υποκινητή του πραξικοπήματος Γκιουλέν, βλέποντας την υποστήριξη της Δύσης στον ιρακινό και κυρίως το συριακό βραχίονα του σοσιαλφασιστικού ΡΚΚ, αλλά κυρίως την προσπάθεια της εμφανιζόμενης σαν δυτικόφιλης, αλλά επίσης ρωσόφιλης ελληνικής διπλωματίας να κόψει κάθε δρόμο της Τουρκίας προς την Ευρώπη, οδηγήθηκε σε στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία του Πούτιν. Αυτή η εγκληματικά λαθεμένη αντιτουρκική και μάλιστα ειδικά αντί Ερντογάν πολιτική της Δύσης δυνάμωσε τελικά τη θέση των ρωσόφιλων στην Τουρκία, που είναι οι βασικοί εμπνευστές και προωθητές της σημερινής επιθετικής αναθεωρητικής γραμμής της Γαλάζιας Πατρίδας. Αυτή η γραμμή έδωσε με τη σειρά της φτερά στον ελληνικό σωβινισμό και στους ρωσόφιλους που όξυναν ακόμα περισσότερο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, έστρεψαν ακόμα πιο εύκολα τη Δύση ενάντια στην Τουρκία και έτσι διευκόλυναν την προσπάθεια της Ρωσίας να απορροφήσει την Τουρκία στη δικιά της τροχιά αξιοποιώντας όπως θα δούμε τις δικές της περιφερειακές ηγεμονικές της διαθέσεις. Κρίσιμη καμπή στην πορεία της Τουρκίας προς τη Ρωσία είναι η αγορά των S-400, που αποτέλεσε και την αφορμή για την επιβολή εμπάργκο όπλων από τις ΗΠΑ (και ακύρωση της αγοράς των F-35), και την ολοκλήρωση της κατασκευής του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου με ρώσικη τεχνολογία. Μόνο όταν η στρατηγική συνεργασία της Τουρκίας με τη Ρωσία είχε αρκετά δυναμώσει η τελευταία βοήθησε την πρώτη να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με όσες χώρες αυτές είχαν διαταραχτεί (Ισραήλ, Σαουδική Αραβία, Εμιράτα, Αίγυπτο κτλ), κυρίως επειδή η Τουρκία είχε για πολλά χρόνια υποστηρίξει τη θετική σε σχέση με τις πιο αντιδραστικές μερίδες της αστικής τάξης σε αυτές τις χώρες, παρά τον εθνικιστικό και μικροαστικό αντισημιτισμό της Μουσουλμανική Αδελφότητα. Όμως τα πιο πολλά στοιχεία στην πολιτική συμπεριφορά της Τουρκίας, δείχνουν ότι είναι μάλλον αργά για να σωθεί η Τουρκία από τις δαγκάνες του νεοχιτλερικού Άξονα Ρωσίας-Κίνας. Ήδη αυτή μέσα στον πόλεμο αυτό κάνει ότι οι περισσότερες ρωσόφιλες χώρες: στην πράξη κρατάει ίσες αποστάσεις, είναι δηλαδή αντικειμενικά με τον επιθετιστή.
Η μη συμμετοχή της Τουρκίας στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας
Έτσι σαν χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ θα περίμενε κανείς από την Τουρκία να ακολουθήσει συνολικά τη δυτική πολιτική καταδικάζοντας τη ρώσικη εισβολή όχι μόνο (και όχι κυρίως) στα λόγια, αλλά και στην πράξη. Το ελάχιστο που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν η συμμετοχή της έστω με μικρότερη ένταση στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας που συναποφάσισαν ΕΕ και ΝΑΤΟ. Ο υπουργός της Εξωτερικών όμως Τσαβούσογλου δήλωσε από την πρώτη στιγμή πως «η Τουρκία δεν προτίθεται να συμμετάσχει στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας» (tanea.gr, 1/3), ενώ ο Ερντογάν κάλεσε τη Ρωσία και την Ουκρανία να σταματήσουν άμεσα τις μάχες, λες και η Ουκρανία είναι αυτή που τις προκάλεσε. Δε θέλουμε μʼ αυτά να πούμε ότι, αν τελικά συμμετείχε στις κυρώσεις, αυτό θα ήταν η τέλεια απόδειξη της οριστικής της συμπαράταξης με τις αστοδημοκρατικές χώρες της Ευρώπης, αφού π.χ. ακόμα και η Ουγγαρία του Όρμπαν, για να μην πάμε μακριά και μιλήσουμε για τη χώρα μας, πριν σταθεί ξεδιάντροπα μετά την εκλογική του νίκη στο πλευρό του Πούτιν, συμμετείχε στις κυρώσεις. Όμως το να παίρνει μια χώρα μέρος στις κυρώσεις είναι conditiosinequanon, για να μπορεί κανείς να συντάσσεται στοιχειωδώς με τη Δύση. Είναι δηλαδή, όπως λένε στα Μαθηματικά, αναγκαίος, αλλά όχι επαρκής όρος.
Αυτό όμως δεν το έκανε η Τουρκία. Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από διάφορες πλευρές για να εξηγήσουν την άρνησή της αυτή είναι πολιτικά και οικονομικά, όπως ότι η Τουρκία έχει σημαντική εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και ότι η Ρωσία στέλνει στην Τουρκία τους περισσότερους τουρίστες από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Επισημάνθηκε ακόμη ότι η Ρωσία είναι αυτή που κρατάει τον Άσαντ να πάρει το θύλακα του Ιντλίμπ και ότι αν το έκανε αυτό θα ήταν επικίνδυνο για την ασφάλεια της Τουρκίας και θα προκαλούσε νέο τεράστιο κύμα προσφύγων προς την Τουρκία.
Αυτά τα επιχειρήματα δεν μπορούν να αντέξουν σε μια σοβαρή κριτική. Ασφαλώς η Τουρκία έχει μεγάλα οικονομικά προβλήματα αλλά τα περισσότερα από αυτά οφείλονται στο οικονομικό αδυνάτισμα της που έφερε κυρίως η πολιτική οπότε και η οικονομική της απομόνωση και ο νομισματικός πόλεμος από τη Δύση, ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ. Αν η Τουρκία με τη στάση της μετά το ουκρανικό έδινε εγγυήσεις ότι ξεκόβει από τη Ρωσία θα είχε τις μεγαλύτερες οικονομικές διευκολύνσεις από τη Δύση που θα εκφράζονταν στην άμεση ενίσχυση της τουρκικής λίρας. Από την άλλη σε ότι αφορά στο Ιντλίμπ θα ήταν πολύ δύσκολο για τη Ρωσία να ανοίξει ταυτόχρονα με το ουκρανικό ένα δεύτερο μέτωπο στη Συρία, με το οποίο θα ρίσκαρε να γίνει όσο ποτέ μισητή στις αραβικές μάζες. Αυτές τώρα κοιτάνε σχεδόν αδιάφορα τον πόλεμο της Ουκρανίας θεωρώντας τον όπως θέλει η Ρωσία, σαν έναν πόλεμο κατά τον οποίο ο λευκός ιμπεριαλιστικός Βορράς βοηθάει με πάθος τη λευκή Ουκρανία, ενώ ήταν αδιάφορη στο ξεκοίλιασμα και το παρατεταμένο μαρτύριο του δημοκρατικού και εθνοανεξαρτησιακού αγώνα του συριακού λαού.
Ένα άλλο επιχείρημα που προβάλλει η Τουρκία είναι το ότι δεν θέλει να ρισκάρει τη σχέση της με τη Ρωσία, για να μπορέσει να διαμεσολαβήσει μεταξύ Ρωσίας-Ουκρανίας. Αυτό είναι σαν κάποιος να σκότωσε τους γονείς του για να πάει στο χορό των ορφανών. Υποθέτουμε ότι η Ουκρανία θα προτιμούσε να είχε δίπλα της την Τουρκία παρά να την έχει σαν μεσολαβητή όσο και αν τη θεωρεί φίλη της.
Κι όμως στη λογική αυτή υποστήριξε μεν η Τουρκία το κείμενο ψηφίσματος στον ΟΗΕ κατά της Ρωσίας, αλλά απείχε από την ψηφοφορία για την αναστολή της συμμετοχής όλων των ρώσων διπλωματών και απεσταλμένων από τα κύρια όργανα του ΟΗΕ «με άμεση ισχύ». Υποστήριξε την απόφαση του ΟΑΣΕ να διακόψει τη διαδικασία ένταξης της Ρωσίας και να κλείσει την αντιπροσωπεία του στη Μόσχα, αλλά απείχε από την ψηφοφορία στο Συμβούλιο της Ευρώπης, με την οποία ξωπετάχτηκε η Ρωσία απʼ αυτό. Σε αυτή τη λογική η Ουκρανία χαιρέτισε την προμήθεια 48 νέων ντρόουν Μπαϊρακτάρ από την Τουρκία, η οποία όμως είπε ότι τους πούλησε και δεν τα έδωσε ως βοήθεια, ενώ άφησε ανοιχτό τον εναέριο χώρο της για τα ρωσικά πολιτικά και πολεμικά αεροπλάνα και έτσι καρπώθηκε το οικονομικό όφελος να δεχτεί όλο εκείνο το κομμάτι της ρωσικής αστικής τάξης που κατέφυγε στην Τουρκία για να σωθεί από τα μέτρα της Δύσης. Στην ουσία η Τουρκία συνέχισε και αξιοποίησε μέσα στις συνθήκες του ρωσοουκρανικού πολέμου τις ειδικές συμφωνίες που έχει υπογράψει από το 2019 με την πουτινική Ρωσία. Τέτοια είναι η συμφωνία που προβλέπει τη χρήση των εθνικών νομισμάτων των δύο χωρών σε πληρωμές και συναλλαγές. Όπως ανέφερε η Ναυτεμπορική (8 Οκτωβρίου 2019), «ο βασικός στόχος της συμφωνίας, η οποία υπεγράφη στις 4 Οκτωβρίου, προβλέπει την αύξηση και σταδιακή μετάβαση στη χρήση των εθνικών νομισμάτων (ρουβλίου και τουρκικής λίρας) στις συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών, τη δημιουργία ανάλογων υποδομών στην οικονομική αγορά και την ενίσχυση της χρήσης των εθνικών νομισμάτων μεταξύ των επιχειρήσεων της Ρωσίας και της Τουρκίας. Η συμφωνία προβλέπει επίσης τη σύνδεση των τουρκικών τραπεζών κι επιχειρήσεων με τη ρωσική εκδοχή του SWIFT (σύστημα διεθνών διατραπεζικών συναλλαγών) και τη δημιουργία υποδομών, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιείται η ρωσική κάρτα συναλλαγών MIR, την οποία η Μόσχα σχεδίασε ως εναλλακτική των MasterCard και VISA».
Όμως το βασικό δεν είναι το ότι μέσω Τουρκίας , ξεφεύγει η Ρωσία από αρκετές κυρώσεις αλλά κυρίως ότι αποκτάει έναν έμμεσο στρατηγικό φίλο μέσα στο ΝΑΤΟ.
Ζητάνε και τα ρέστα
Μόνο μέσα σε αυτό το κλίμα σχέσεων θα μπορούσε ο υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας Σουλεϊμάν Σοϊλού, θα κατέφευγε στον αντισημιτισμό για να εξηγήσει τη δολοφονία των παιδιών της Ουκρανίας! Είπε συγκεκριμένα: «Όλοι βλέπουμε τη χρεοκοπία του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ και των παγκόσμιων οργανισμών στον κόσμο. Η Ευρώπη ως κοινότητα δεν έχει νόημα. Η Ευρώπη διοικείται από τους κανόνες του Σόρος. Παραδίδονται στους κανόνες του Σόρος. Επίσης, ο Σόρος είναι υπεύθυνος για όλα τα παιδιά που πέθαναν στον πόλεμο. Κανείς δεν πρέπει να ψάξει για εγκληματία πουθενά αλλού. Όποιος θέλει να απελευθερωθεί ο Καβάλα, είναι και δολοφόνος των παιδιών στην Ουκρανία και τη Συρία. Δείτε το ζήτημα της Ουκρανίας, υπάρχει ο Σόρος από την αρχή. Αυτοί είναι οι δολοφόνοι» (skai.gr, 15/3 - η υπογράμμιση δική μας). Στην πραγματικότητα η μεγαλύτερη εκδούλευση της Τουρκίας στη Ρωσία εκεί που εμφανίζεται σαν πιο συνεπής στις υποχρεώσεις της προς τη Δύση.
Αρκετοί μέσα σε αυτήν για να αποδείξουν ότι η στάση της Τουρκίας είναι αντιρωσική, αναφέρουν το κλείσιμο των Στενών με βάση τη Σύμβαση του Μοντρέ του 1936. Πράγματι, αυτό έγινε, αλλά πότε και με ποιους όρους. Κατʼ αρχάς, για να τεθεί σε ισχύ το κλείσιμο των Στενών στα πολεμικά πλοία, πρέπει να διαπιστωθεί πως αυτό γίνεται σε περίοδο πολέμου. Η Τουρκία λοιπόν χρειάστηκε τέσσερις ολόκληρες μέρες από τη ρώσικη εισβολή, για να δηλώσει ο υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου (27 Φεβρ.) ότι πράγματι πρόκειται περί πολέμου, ενώ η Ρωσία όπως ξέρουμε μιλάει για ειδική στρατιωτική επιχείρηση. Η Σύμβαση του Μοντρέ αναφέρει ότι, σε περίπτωση πολέμου, η Τουρκία κλείνει τα Στενά στα πολεμικά πλοία των εμπόλεμων χωρών. Ποιες είναι αυτές στην προκείμενη περίπτωση; Είναι η Ουκρανία, που διαθέτει ελάχιστο ως μηδενικό στόλο, και η Ρωσία. Μήπως είναι άλλες χώρες; Όχι. Τι έκανε λοιπόν η Τουρκία; Πριν κλείσει τα Στενά, είχε αφήσει στις αρχές Φλεβάρη να περάσουν 6 ρωσικά πολεμικά πλοία και ένα υποβρύχιο «για ασκήσεις» κοντά στα ουκρανικά χωρικά ύδατα (ιστοσελίδα Καθημερινής, 23 Φεβρ.). Τώρα, για τι είδους ασκήσεις επρόκειτο, όλοι μπορούν να καταλάβουν. Ήταν ίδιες μʼ αυτές που υποτίθεται ότι έκανε ο ρωσικός στρατός στα σύνορα της Ουκρανίας με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία. Εντελώς τυχαία, οι ίδιες μονάδες που έκαναν τις «ασκήσεις» είναι αυτές που εισέβαλαν. Αυτά τα πλοία είναι τα ίδια που έχουν αποκλείσει τώρα από τη θάλασσα την Οδησσό και βομβαρδίζουν την Ουκρανία η ανά πάσα στιγμή μπορούν να κάνουν αποβατικές επιχειρήσεις.
Το χειρότερο όμως είναι άλλο. Η Τουρκία, κλείνοντας τα Στενά στα ρώσικα πολεμικά μετά τις 27 Φλεβάρη, τα έκλεισε και για τα πλοία του ΝΑΤΟ! Όμως οι χώρες του ΝΑΤΟ δεν είναι εμπόλεμες στην Ουκρανία. Έτσι, αν το ΝΑΤΟ θέλει να στείλει βοήθεια σε μια συμμαχική χώρα που βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, π.χ. στη Βουλγαρία ή στη Ρουμανία, είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει μόνο το χερσαίο δρόμο μέσω Αλεξανδρούπολης. Αυτό ακριβώς εκμεταλλεύεται ο Μητσοτάκης και ο Δένδιας για να κάνουν τη δήθεν φιλοδυτική τους πολιτική.
Το άρθρο 19 της Σύμβασης του Μοντρέ είναι σαφέστατο: «Εν καιρώ πολέμου, της Τουρκίας μη ούσης εμπολέμου (…) θα απαγορεύεται εις τα πολεμικά πλοία πάσης εμπολέμου Δυνάμεως να διαπλέωσι τα Στενά» (η υπογράμμιση δική μας).
Την απόφαση της Τουρκίας για κλείσιμο των Στενών στα πολεμικά πλοία τη χαιρέτισε η Ρωσία (!)
Όταν ο Τσαβούσογλου επισκέφθηκε τη Μόσχα, στην κοινή συνέντευξη Τύπου ο Λαβρόφ είπε: «Έχουμε κάποιες διαφορές απόψεων σχετικά με την Ουκρανία. Ωστόσο, η ισορροπημένη στάση της Τουρκίας είναι πολύτιμη για εμάς. Είναι πολύ σημαντικό και πολύτιμο για εμάς η Άγκυρα να εκπληρώσει πλήρως τη Σύμβαση του Μοντρέ για τα Στενά»(protothema.gr,16/3).
Ο Λαβρόφ αναγνωρίζει κράτος της Βόρειας Κύπρου
Και δεν είναι μόνο αυτό. Η ρώσικη διπλωματία δεν εκθειάζει έτσι κάποιον, αν οι θέσεις του είναι αντίθετες με τα συμφέροντά της έστω και στο ελάχιστο. Μέχρι σήμερα τουλάχιστον δύο φορές -γιʼ αυτό δεν μπορεί να γίνει λόγος για κάτι τυχαίο ή για «λάθος»- ο Λαβρόφ φρόντισε να ανταμείψει την «ισορροπημένη στάση της Τουρκίας» αναγνωρίζοντας έμμεσα τη λεγόμενη Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ).
Συγκεκριμένα, στις 21 Φεβρουαρίου στο Κρεμλίνο, κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας υπό τον Πούτιν, επιχειρηματολογώντας υπέρ της απόφασης για αναγνώριση από τη Μόσχα των «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, στην ομιλία του ο Λαβρόφ είπε: «Η μόνη σύγκρουση όπου το ένα από τα μέρη αρνείται να μιλήσει με το άλλο, και αυτό υποστηρίζεται πλήρως από τη Δύση, είναι η σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία. Πάρτε την Κύπρο: Η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, υπάρχει διαπραγματευτική διαδικασία, μεσολαβούν τα Ηνωμένα Έθνη» (tanea.gr, 24 Φεβρ.).
Η δεύτερη αναφορά έγινε την Τρίτη 21 Φεβρουαρίου σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό Rossiya 1. Σύμφωνα με ανάρτηση του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, ο Λαβρόφ ανέφερε: «Κοιτάξτε την Κύπρο. Η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου έχει ανακηρυχθεί μονομερώς στο βορρά. Αρνείται να συμμορφωθεί με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά κανείς δεν αρνείται στους εκπροσώπους της Βόρειας Κύπρου το δικαίωμα να συμμετάσχουν στο διάλογο» (στο ίδιο).
Ακόμη, και το γεγονός ότι η Ρωσία μετά χαράς δέχτηκε να παίξει η Τουρκία το ρόλο του μεσολαβητή μεταξύ αυτής και της Ουκρανίας δείχνει προς τα πού κλίνει πλέον η Τουρκία. Έτσι, είδαμε να γίνεται η πρώτη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Ρωσίας και Ουκρανίας (Λαβρόφ και Κουλέμπα, αντίστοιχα) στην Αττάλεια της Τουρκίας με αφορμή ένα διπλωματικό φόρουμ που διεξαγόταν εκεί, ενώ ο Τσαβούσογλου πηγαινοέρχεται ανάμεσα Μόσχα και Κίεβο μεταφέροντας τις «προτάσεις» της πρώτης στο δεύτερο.
Το αίνιγμα με τη θερμή σχέση της Ουκρανίας με την «ενδιάμεση» Τουρκία, ή ο ευρασιατικός καταμερισμός επιρροής μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας
Μετά από όλα αυτά το πιο περίπλοκο να κατανοήσει κανείς είναι γιατί η Ουκρανία έχει, ή τουλάχιστον είχε ως προχθές, μια τόσο θερμή σχέση με τον Ερντογάν. Όσοι παρακολουθούν τις πιο ζωντανές ειδήσεις, που είναι οι τηλεοπτικές, θα πρέπει να έχουν προσέξει τις εξαιρετικά θερμές χειραψίες και ασπασμούς του υπουργού εξωτερικών της Ουκρανίας Κουλέμπα με το ΥΠΕΞ της Τουρκίας Τσαβούσογλου, σε σχέση με τις αρκετά ψυχρές ως εντελώς ψυχρές με τους δυτικούς ομολόγους του. Αυτή η στάση της Ουκρανικής κυβέρνησης υποθέτουμε ότι θα ενισχύει την τάση της Δύσης να βλέπει τον τελευταίο σαν σύμμαχό της παρόλο που δεν συμμετέχει στις κυρώσεις. Η στάση αυτή της Ουκρανίας μπορεί να εξηγηθεί από το εξής πραγματικό γεγονός: Ότι η ερντογανική Τουρκία έχει σταθεί από την πρώτη στιγμή της προσάρτησης της Κριμαίας από την Ρωσία στα 2014 στο πλευρό της Ουκρανίας με πολύ μεγαλύτερη καταγγελτική σταθερότητα από όσο η υπόλοιπη Δύση, ενώ κυρίως επειδή μόνο αυτή πολύ πριν αρχίσει ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος έχει δώσει σχετικά βαριά όπλα, τα τόσο πολύτιμα drones της, τα Μπαϊρακτάρ, στον ουκρανικό στρατό. Ακόμα πρέπει εδώ να συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι ο Ερντογάν δεν έβαλε κανένα άμεσο ή έμμεσο εμπόδιο στο Φανάρι να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της ορθόδοξης ουκρανικής εκκλησίας από τη ρώσικη και έτσι να δώσει ένα τόσο μεγάλο χτύπημα στη ρώσικη ορθοδοξοφασιστική στρατηγική.
Όμως αν έτσι μπορεί να εξηγηθεί η στάση της Ουκρανίας απέναντι στη Ρωσία τότε γιατί αυτή η στάση της Τουρκίας, ιδιαίτερα η άμεση στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, δεν εξόργισε ποτέ τη Ρωσία και δεν διατάραξε την έκφραση των όλο και πιο φιλικών διαθέσεών της απέναντι στην Τουρκία;
Η εξήγηση που δίνουμε σε αυτό το κρίσιμο τελευταίο ερώτημα είναι η εξής: Η Ρωσία έχει προτείνει στον Ερντογάν μετά το γκιουλενικό πραξικόπημα και τη φιλική στάση της Δύσης απέναντι σε αυτό, τη συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρασιατική στρατηγική του νεοχιτλερικού Άξονα Ρωσίας-Κίνας. Ως τα σήμερα η πλειοψηφία του τούρκικου πολιτικού κόσμου έχει στην πράξη, αν όχι στα λόγια αποδεχτεί αυτή τη συμμετοχή. Μόνο μέσα στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής μπορεί να γίνει κατανοητό, σαν καταμερισμός επιρροής και κτήσεων μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας υπό την πολιτική ηγεμονία της πρώτης, αυτό που συμβαίνει στη Συρία, στη Λιβύη, στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, στην Κύπρο και τελικά στην ίδια την Ουκρανία, αλλά και μέσα στο ίδιο το ΝΑΤΟ.
Δηλαδή ενώ η Τουρκία ξεκίνησε σε όλα αυτά τα μέτωπα με το να βρίσκεται απέναντι στη Ρωσία, οπότε στη δίκαιη πλευρά της αντίθεσης (πλην του πολύπλοκου κυπριακού στο οποίο άλλοτε ήταν στην δίκαιη πλευρά και άλλοτε όχι), η Δύση κυνήγησε την ερντογανική Τουρκία μέχρις συντριβής ακολουθώντας το αντιτριτοκοσμικό της ιμπεριαλιστικό ένστικτο οπότε και τους πράκτορες της Ρωσίας μέσα της και υποκύπτοντας σε όλες τις προβοκάτσιες τους. Έτσι η Ρωσία ξεκινώντας από τη Συρία άρχισε να κάνει στον όλο και απομονωμένο Ερντογάν προτάσεις εδαφικής και πολιτικής μοιρασιάς σε μια σειρά χώρες. Και αυτός τις αποδέχτηκε προτιμώντας τα λάφυρα μιας διεφθαρμένης στάσης παρά έναν έντιμο πολιτικό ή και φυσικό θάνατο. Έτσι ενώ η ερντογανική Τουρκία υποστήριξε για τέσσερα χρόνια με σταθερότητα την αντιΑσαντ και αντιρώσικη δημοκρατική και πατριωτική αντίσταση παντού στη Συρία, κυνηγήθηκε και απομονώθηκε από την ΕΕ της Μέρκελ και από τις ΗΠΑ του Ομπάμα ακόμα και όταν ο φασίστας Γκιουλέν επεχείρησε πραξικόπημα εναντίον του και μάλιστα ιδιαίτερα τότε. Ήταν τότε που η Ρωσία εμφανίστηκε στο πλευρό του σαν αντιΓκιουλενική δύναμη και πρότεινε στην ερντογανική Τουρκία την κυριαρχία σε ένα τμήμα του Ιντλίμπ και σε μια λουρίδα στο συριακό Κουρδιστάν πράγμα. Αυτή δέχτηκε αυτήν την πρόταση αναγνωρίζοντας σαν αντάλλαγμα την ηγεμονία της Ρωσίας πάνω στο καθεστώς κουίσλιγκ του Άσαντ. Αργότερα πούλησε τη συριακή πατριωτική αντίσταση και άφησε το μεγαλύτερο κομμάτι του Ιντλίμπ στην κυριαρχία των ισλαμοναζί της Ταχρίρ αλ Σαμ, οποίοι παριστάνουν πια τους αντιρώσους σύρους πατριώτες, ενώ στην ηγεσία τους βρίσκονται ρωσόδουλοι προβοκάτορες της Αλ Κάιντα του Ζαουάχρι. Το ίδιο έγινε και στη Λιβύη όπου πια Ρωσία και Τουρκία μοιράζονται την πρωθυπουργία Μπασάγκα, αφού η Τουρκία συμβιβάστηκε με το ρωσόδουλο Χαφτάρ εγκαταλείποντας τους πατριώτες αντιρώσους πρωθυπουργούς συμμάχους της. Στον Καύκασο σε μια ανάλογη μοιρασιά η Ρωσία κρατάει την Αρμενία και η Τουρκία αναλαμβάνει κηδεμόνας του Αζερμπαϊτζάν, αλλά πια με το δεύτερο να έχει αναγνωρίσει την παρουσία εντός του ρώσικου στρατού σαν εγγυητή, δηλαδή σαν επιδιαιτητή-κυρίαρχου της αζεροαρμενικής ειρήνης. Στην Κύπρο η μοιρασιά έχει παγιωθεί μετά την κατοχή της Αμμοχώστου με την παράδοση ουσιαστικά όλης της Βόρειας Κύπρου στην ερντογανική Τουρκία, οπότε αυτή κάτω από την ουσιαστική κάλυψη της ρώσικης διπλωματίας αποφάσισε την κατάργηση κάθε προσπάθειας ενοποίησης του νησιού, πράγμα που έμμεσα αναγνωρίζεται από τη Ρωσία όταν από το στόμα του Λαβρόφ «ξεφεύγει» τάχα η αναγνώριση της «Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου». Με λίγα λόγια η Τουρκία παίρνει το βόρειο μέρος του νησιού και καταπίνει τους ανεξάρτητους από την Τουρκία τουρκοκύπριους ενώ η Ρωσία παίρνει έμμεσα το νότιο κομμάτι του νησιού στο οποίο εδώ και χρόνια έχει εγκαταστήσει τις γνωστές ρωσόδουλες ηγεσίες του ΑΚΕΛ και του ΔΗΣΥ, αυτές δηλαδή που σαμποτάρανε με τη βοήθεια των αντίστοιχων ομολόγων τους στην Ελλάδα την τελευταία και μεγαλύτερη ευκαιρία ενοποίησης της Κύπρου στο Κραν Μοντανά το 2017.
Μέσα στα ίδια πλαίσια και στην ίδια λογική βρίσκεται και η απόπειρα μοιρασιάς της πολιτικής επιρροής της Ρωσίας και της Τουρκίας μέσα στην ίδια την Ουκρανία. Έτσι ενώ η ρωσική διπλωματία καταγγέλλει με μανία τη Δύση έστω και για ένα αντιαρματικό που μπορεί να δίνει στην ηρωικά μαχόμενη και καταματωμένη Ουκρανία, καταπίνει ουσιαστικά αμάσητα τα δεκάδες drones που της δίνει η Τουρκία. Είναι σαν να λέει: Όσο η Ουκρανία κρατάει προνομιακούς δεσμούς με μια ευρασιατική Τουρκία η Ρωσία, δηλαδή η ηγέτιδα δύναμη της Ευρασίας και του ρωσοκινεζικού Άξονα, δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα. Αντίθετα όσο η Ουκρανία θέλει να είναι μέρος της ΕΕ και σύμμαχός του ΝΑΤΟ πρέπει να συντρίβεται. Είναι λοιπόν αυτός ο ρωσοκινεζικός Άξονας που ανακήρυξε την Τουρκία του Ερντογάν σε παγκόσμιο μεσολαβητικό παράγοντα, που σημαίνει δεν πρόκειται για μια Τουρκία ψιλικατζή «επιτήδειο ουδέτερο», όπως με τη συνηθισμένη του επαρχιώτικη οξυδέρκεια διαπιστώνει ο ελληνικός τουρκόπληκτος εθνικισμός. Τα διπλωματικά ύψη στα οποία πετάει αυτή τη στιγμή χαρούμενη και περήφανη η τουρκική διπλωματία την κάνουν να μοιάζει με κουνάβι αρπαγμένο από τα νύχια του ρώσικου γερακιού. Αν θελήσει να κινηθεί έστω και λίγο μόνο του σε οποιαδήποτε από τα παραπάνω μέτωπα θα πέσει στο κενό και θα συντριβεί.
Εννοείται ότι θα ήταν αδύνατο να βρεθεί σε αυτή την περίοπτη θέση η Τουρκία αν δεν τη στήριζε στο δήθεν μεσολαβητικό της ρόλο όχι μόνο η Ουκρανία αλλά και οι ΗΠΑ, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ που στη στρατηγική αδυναμία τους στον Τρίτο κόσμο θέλουν να αγνοήσουν τη βασική αρχή της πολιτικής ότι ο ελάχιστος όρος για να είναι κάποιος μέλος ενός στρατοπέδου είναι να καταγγέλλει σε όλο τον κόσμο και πρώτα στον ίδιο το λαό του τον κοινό εχθρό και όχι να δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι είναι φίλος και των δύο πλευρών. Είναι λοιπόν ο Άξονας, που ανταμείβοντας την άθλια δήθεν ουδέτερη στάση της ως χθες απομονωμένης διπλωματικά Τουρκίας που της άνοιξε το δρόμο να ξαναζεστάνει τις σχέσεις της με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, και τη Σαουδική Αραβία, και τελικά την ίδια την πιο ύπουλη φιλορώσικη, την Ελλάδα. Για να πετύχει αυτό το άνοιγμα η Τουρκία σε μεγάλο βαθμό πούλησε την Αιγυπτιακή Μουσουλμανική Αδελφότητα που παρόλες τις ιδεολογικές καθυστερήσεις και τις αντιδραστικές της πλευρές εκφράζει τα συμφέροντα των νέων εθνικών αστικών τάξεων στον αραβικό κόσμο.
Οι ξαφνικές αγάπες Μητσοτάκη-Ερντογάν
Αυτή είναι η εξήγηση που δίνουμε για την ξαφνική συνάντηση των δύο ηγετών στο Βόσπορο στα μέσα του Μάρτη, όπου ένας χαμογελαστός αλλά αμήχανος Μητσοτάκης πιεζόταν μέσα στο στενό σακάκι του να γίνει για πρώτη φορά ευχάριστος σε έναν Ερντογάν που έμοιαζε να έχει περισσότερη άνεση ζώντας τη χαρά της πτήσης που λίγο παραπάνω περιγράψαμε. Είναι αλήθεια ότι όσο χαμηλά και να πέσει μια εξαρτημένη τουρκική ηγεσία δεν μπορεί ποτέ να φτάσει στην αθλιότητα ενός έλληνα κομπραδόρου αστού. Γιατί η τουρκική αστική τάξη έχει πάντα κάποιον εθνικό χαρακτήρα πράγμα που της επέτρεψε να χτίσει τελικά μια αρκετά ισχυρή βιομηχανική βάση ώστε τουλάχιστον να γίνει άξια μιας περιφερειακής μοιρασιάς με τον Τσάρο, ενώ η ελληνική αστική τάξη αποβιομηχανοποιούσε τη δικιά της χώρα και έγινε τόσο πολύ έρμαιο του Τσάρου ώστε αυτός να της αναθέσει το καθήκον να μείνει μέσα στην ΕΕ και μέσα στο ΝΑΤΟ μόνο και μόνο για να δουλεύει για τα ρώσικα συμφέροντα και τελικά για τη διάλυση αυτών των οργανισμών. Γι αυτό είναι τόσο γελοίες οι βαρύγδουπες δημοσιογραφικές αναλύσεις του τύπου: «η Αθήνα από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η κρίση στην Ουκρανία είδε ένα “παράθυρο”, ώστε να “ρυμουλκήσει” την Τουρκία προς τη Δύση και να εγκαταλείψει η Άγκυρα την “αναθεωρητική νοοτροπία”, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η ρωσική εισβολή» (Καθημερινή, 15/3). Μα μέχρι τώρα όλες οι κινήσεις της ελληνικής διπλωματίας βοηθούσαν και βοηθούν, όταν δεν υπηρετούν συνειδητά, τον μεγάλο στόχο της ρώσικης διπλωματίας να σπρώξουν την Τουρκία μακριά από την ΕΕ και τις ΗΠΑ στα νύχια της Ρωσίας. Και, πράγματι, ως τώρα το έχουν καταφέρει θαυμάσια. Αυτό πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε.
Τώρα λοιπόν που η Τουρκία έχει μπατάρει τόσο άσχημα, ίσως αποφασιστικά, προς τη Ρωσία ο Μητσοτάκης, όπως εδώ και αρκετό καιρό ο Τσίπρας, χωρίς να έχει αλλάξει τίποτε στο ζήτημα της συζήτησης και -πολύ περισσότερο- της επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, χωρίς να έχει προχωρήσει ούτε μια σπιθαμή ο ελληνοτουρκικός διάλογος στα επίμαχα σημεία, βλέπει για πολλοστή φορά «συνεργασία σε οικονομικό επίπεδο και στα λεγόμενα “χαμηλής πολιτικής ζητήματα”» (στο ίδιο).
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ πριν καν γίνει η συνάντηση ότι «η συνάντηση του έλληνα πρωθυπουργού με τον τούρκο πρόεδρο, ειδικά σε μια περίοδο παγκόσμιας αποσταθεροποίησης, είναι επιβεβλημένη, και ως εκ τούτου, εάν επιβεβαιωθεί, αποτελεί θετική εξέλιξη» (protothema.gr, 7/3).
Εμείς σαν ΟΑΚΚΕ κόντρα στους ρωσόφιλους και τους έλληνες σοβινιστές και επεκτατιστές θεωρούσαμε πάντα στις δεκαετίες που πέρασαν σαν θετικό γεγονός το να γίνονται συναντήσεις με στόχο την καλυτέρευση των σχέσεων των δύο χωρών, έστω και για θέματα «χαμηλής πολιτικής» προσωρινά ή για θέματα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Βέβαια πάντα τονίζαμε ότι αυτές οι συναντήσεις έπρεπε να αποτελούν τον προάγγελο σοβαρών συζητήσεων και διαπραγματεύσεων για όλα τα σοβαρά διμερή ζητήματα και να εκφράζουν τη θέλησή των ηγετών να λύνουν αυτά τα ζητήματα μιας και όχι να τα τρενάρουν με διάφορες προφάσεις. Όμως εδώ και μισό, περίπου, αιώνα γίνονται ανάμεσα στις δύο χώρες συζητήσεις για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) χωρίς να προωθείται η επίλυση ούτε ενός κρίσιμου ζητήματος. Και την κύρια ευθύνη γιʼ αυτό τονίζαμε και συνεχίζουμε να τονίζουμε ότι την φέρει η δική μας χώρα που οι πολιτικές της ηγεσίες ξεκίνησαν αυτές τις συζητήσεις μόνο και μόνο για να ρίχνουν στάχτη στα μάτια της Ευρώπης ώστε αυτή να νομίζει ότι τα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό βαίνανε προς επίλυση και έτσι να δεχτεί να βάλει μέσα της αρχικά την Ελλάδα μέσα στο Ευρώ και αμέσως μετά την Κύπρο μέσα στην ΕΕ.
Έτσι και αυτή η συνάντηση δεν είχε σα στόχο να βάλει τις βάσεις για μια επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο όνομα μιας δήθεν κοινής φιλοδυτικής και αντιρώσικης πορείας αλλά αντίθετα να πείσει τις ΗΠΑ και την ΕΕ ότι παρόλο που η Τουρκία συμπεριφέρεται εντελώς φιλορώσικα στον παγκόσμιο πόλεμο που μόλις ξεκίνησε η Δύση πρέπει να της δώσει κάθε εμπιστοσύνη γιατί ακόμα και η τόσο αντιτουρκική και τόσο τάχα ακραιφνώς φιλοδυτική Ελλάδα την εμπιστεύεται και μάλιστα τόσο πολύ ώστε από κοινού να εξασφαλίσουν την ειρήνη στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τώρα η ελληνική διπλωματία δεν φωνάζει ενάντια στην Τουρκία όχι τόσο επειδή η Δύση θέλει να την καλοπιάσει, αλλά επειδή έχει κάνει την πιο μεγάλη κίνηση την πιο μεγάλη στιγμή: Ενώ η Ρωσία έχει ξεκινήσει το πρώτο επεισόδιο του Τρίτου παγκόσμιου πολέμου η Τουρκία την έχει αφήσει ελεύθερη να περάσει όσα πλοία της χρειάστηκαν για να κάνει τον πλήρη αποκλεισμό της Ουκρανίας ενώ εμποδίζει το ΝΑΤΟ να περάσει όσα δικά του είχε δικαίωμα να τα περάσει ως μη εμπόλεμος συνασπισμός. Ακριβώς μια τέτοια Τουρκία φιλική στη Ρωσία αλλά μέσα στο ΝΑΤΟ χρειάζεται η Ρωσία, όπως και μια τέτοια Ελλάδα, και μια τέτοια Κροατία και μια τέτοια Βουλγαρία και μια τέτοια Ουγγαρία που την κατάλληλη στιγμή όταν ο παγκόσμιος πόλεμος θα μπει στην κορύφωση του, δηλαδή θα περάσει από τη φάση Ρωσία-κατά Ουκρανίας, στη φάση Ρωσία-Κίνα κατά Ευρώπης και ΗΠΑ, οπότε οι παραπάνω ευρωπαϊκές χώρες θα εμφανίσουν την πραγματική στρατηγική τους που είναι η νεοχιτλερική εκτός αν οι λαοί τους έχουν στο μεταξύ έμπρακτα υποχρεώσει τους ηγέτες τους να κινηθούν αντίθετα.
Με λίγα λόγια ο Μητσοτάκης πήγε στην Τουρκία για την ανακωχή που χρειάζεται ώστε η δεύτερη να πετύχει όλες τις δυτικές εγκρίσεις που έχει ανάγκη ώστε να μπει σε όλα τα στρατιωτικά και ενεργειακά πλάνα που ειδικά η Δύση, και πιο ειδικά η ΕΕ καταστρώνει για να αντέξει τη μεγάλη πολιτική, οικονομική και στρατιωτική θύελλα που έρχεται.
Η ρωσόφιλη τουρκική και η ρωσόδουλη ελληνική διπλωματία πούλανε σήμερα παραισθησιογόνα στις ευρωπαϊκές Δημοκρατίες, ώσπου αυτές να εξαρτηθούν ακόμα βαθύτερα από τις δυο αυτές χώρες και τους ρωσοκινέζους συμμάχους τους χωρίς να το καταλάβουν. Το ότι η σημερινή σχετική ελληνοτουρκική ομαλότητα οφείλεται σε φιλορωσισμό και όχι σε φιλοδυτικισμό φαίνεται καλύτερα στο ζήτημα κλειδί, στο μεγάλο τεστ του δημοκρατισμού που είναι το ποιος δίνει και το ποιος δεν δίνει όπλα στην Ουκρανία για να υπερασπίσει την ύπαρξή της. Ούτε η Τουρκία, ούτε η Ελλάδα δεν δίνουν αυτά που καλύτερα ξέρει να χειρίζεται και γι αυτό τα ζητάει περισσότερο από κάθε άλλο η Ουκρανία: τα ρώσικα παροπλισμένα αντιαεροπορικά τους, η Τουρκία τους S-400 της και η Ελλάδα τους S-300 της και τους ΤΟΡ Μ1.
Και από τις δύο αυτή η πρόταση απορρίφθηκε αστραπιαία.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ωστόσο ότι αυτή η ομαλότητα δεν μπορεί να είναι σταθερή. Επειδή όχι μόνο στην Τουρκία αλλά και ακόμα και μέσα στην Ελλάδα υπάρχουν παρά τις πολύχρονες πολιτικές εκκαθαρίσεις φυλοδυτικές δυνάμεις μέσα στην αστική τους τάξη, χρειάζεται κάθε τόσο να οξύνονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις για να γίνεται το εξής: οι ρωσόφιλοι στις δύο απέναντι παραλίες του Αιγαίου να κατηγορούν τους δυτικόφιλους ότι πουλάνε το εθνικό συμφέρον και αποφεύγουν την όξυνση με τον εθνικό εχθρό στο όνομα τάχα της ειρήνης, μιας ειρήνης που αυτοί πάντα ισχυρίζονται ότι είναι άδικη γιατί είναι νατοϊκή, δηλαδή σημαίνει την αμερικανική κυριαρχία στο Αιγαίο αλλά και στην Κύπρο. Ως γνωστό είναι οι ρωσόφιλοι και οι ρωσόδουλοι που μονοπωλούν τη σοβινιστική επιθετικότητα και εμποδίζουν εδώ και δεκαετίες την επίλυση των διαφορών και τη συνύπαρξη των δυο εθνών που από κοινού έχουν συνεισφέρει στο διαμελισμό της Κύπρου.
Δεν θα ακούσει κανείς ποτέ έλληνα σοβινιστή να χαλάει τον κόσμο γιατί η «αδελφή ορθόδοξη» Ρωσία πούλησε τους S-400 στην Τουρκία, ούτε μαθαίνουμε εδώ για κάποιους τούρκους σοβινιστές να καταγγέλλουν με ένταση τη Ρωσία επειδή εμποδίζει με μανία και σαμποτάρει κάθε φορά τη λύση του Κυπριακού ανατινάζοντας τα διάφορα σχέδια Ανάν και τα Κραν Μοντανά σαν δυτικές συνομωσίες. Αυτό θα τραβήξει μέχρις ότου οι δύο χώρες και οι δύο λαοί καταλάβουν ότι μπορούν να λύσουν τα μεταξύ τους προβλήματα αν ενωθούν ενάντια στον εμπρηστή ενός πολέμου που πριν γίνει παγκόσμιος ήταν σε τοπικό επίπεδο ένας ακήρυχτος ελληνοτουρκικός πόλεμος για δεκαετίες χάρη στον οποίο οι νέοι Τσάροι του Κρεμλίνου περνούσαν ανενόχλητοι τα πολεμικά τους πλοία, τους κατασκόπους και τους προβοκάτορες πολιτικούς τους στις δυο χώρες.